Δίκη του Άουσβιτς (Γερμανία)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το μέγαρο Bürgerhaus Gallus, χώρος διεξαγωγής της δίκης

Η Δίκη του Άουσβιτς (στην πραγματικότητα μια σειρά από δίκες), γνωστή στην γερμανική γλώσσα ως der Auschwitz-Prozess, ή der zweite Auschwitz-Prozess, (= η δεύτερη Δίκη του Άουσβιτς) ήταν μια σειρά από δίκες που διεξήχθησαν από τις 20 Δεκεμβρίου 1963 ως τις 19 Αυγούστου 1965 στο μέγαρο "Bürgerhaus Gallus" της Φρανκφούρτης με κατηγορούμενους εικοσιδύο (22) άνδρες οι οποίοι, σύμφωνα με την γερμανική νομοθεσία, είχαν ανάμιξη σε εγκληματικές ενέργειες που διαπράχθηκαν κατά το Ολοκαύτωμα στο Στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς. Οι άνδρες αυτοί χαρακτηρίστηκαν ως μεσαίοι ή χαμηλόβαθμοι αξιωματούχοι στο σύμπλεγμα του στρατοπέδου. Αρχιδικαστής στην υπόθεση αυτή ήταν ο Χανς Χοφμέγιερ (Hans Hofmeyer) και ο επίσημος χαρακτηρισμός της ήταν "ποινική δίκη κατά του Ρόμπερτ Μούλκα και άλλων" (αριθ. αναφοράς 4 Ks 2/63).

Συνολικά στη σειρά αυτή των δικών παραπέμφθηκαν μόνον 789 άτομα από τα 6.500 του προσωπικού της SS που είχαν υπηρετήσει στο στρατόπεδο και είχαν επιζήσει με τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, από τα οποία καταδικάστηκαν τα 750.[1] Αντίθετα από την πρώτη δίκη του Άουσβιτς που έγινε το 1947 ενώπιον του Ανώτατου Εθνικού Δικαστηρίου της Πολωνίας, οι δίκες στη Φρανκφούρτη δεν βασίστηκαν στον νομικό ορισμό των εγκλημάτων κατά της Ανθρωπότητας, όπως αυτά αναγνωρίζονται από τη διεθνή νομοθεσία, αλλά σύμφωνα με τους νόμους της Ομοσπονδιακής Γερμανίας.[2]

Πρώτη δίκη στην Πολωνία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι περισσότεροι από τους ανώτατους αξιωματούχους του στρατοπέδου του Άουσβιτς, περιλαμβανομένου και του διοικητή του Ρούντολφ Ες είχαν εκδοθεί στην πολωνικές Αρχές μετά την κατάθεσή τους ως μαρτύρων στη Δίκη της Νυρεμβέργης. Οι κατηγορούμενοι δικάστηκαν στην Κρακοβία και 23 από αυτούς καταδικάστηκαν σε θάνατο (η ποινή δύο αρχικά καταδικασμένων σε θάνατο μετατράπηκε τελικά σε ισόβια δεσμά) για βίαια εγκλήματα και βασανισμούς κρατουμένων.[3] Μόνον ο επιλοχίας της SS Χανς Μυνχ (Hans Münch) αθωώθηκε.[4] Αυτή η δίκη ορισμένες φορές αναφέρεται και ως "πρώτη δίκη του Άουσβιτς".

Κατά τη διάρκεια της δίκης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο SS-Sturmbannführer Ρίχαρντ Μπάερ (Richard Baer), τελευταίος διοικητής του στρατοπέδου απεβίωσε ενώ βρισκόταν υπό κράτηση και διερευνάτο η συμμετοχή του σε εγκληματικές ενέργειες. Οι κατηγορούμενοι ήταν από μέλη της SS ως "Κάπος" του στρατοπέδου, δηλαδή προνομιούχοι κρατούμενοι υπεύθυνοι για τον χαμηλού βαθμού έλεγχο των κρατουμένων και περιλάμβαναν μερικούς υπευθύνους για την "επιλογή στη ράμπα", δηλαδή την απόφαση ποιοι από τους κρατουμένους θα στέλνονταν απευθείας στους θαλάμους αερίων του στρατοπέδου αμέσως μετά την κάθοδό τους από το τρένο που τους είχε φέρει ως εκεί (κρατούμενοι αποστέλλονταν από ολόκληρη την κατακτημένη Ευρώπη). Η "επιλογή" αυτή συνήθως περιλάμβανε προς άμεση εκτέλεση τα μικρά παιδιά που κρίνονταν ακατάλληλα για εργασία, γενικά όσα ήταν κάτω των 14 ετών και όσες από τις μητέρες αρνούνταν ν' αποχωριστούν τα προς εκτέλεση παιδιά τους. Κατά τη διάρκεια της δίκης κλήθηκαν περίπου 360 μάρτυρες, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν και 210 επιζώντες από το στρατόπεδο. Η διαδικασία ξεκίνησε στο μέγαρο "Bürgerhaus Gallus" της Φρανκφούρτης, μια αίθουσα του οποίου μετατράπηκε σε δικαστική αίθουσα ακριβώς για τη δίκη αυτή και παρέμεινε με αυτή τη λειτουργία ως τον τερματισμό της δίκης.

Ο Γενικός Εισαγγελέας του ομόσπονδου κρατιδίου της Έσσης, Φριτς Μπάουερ, ο οποίος είχε και ο ίδιος εγκλειστεί, για σύντομο χρονικό διάστημα σε στρατόπεδο συγκέντρωσης το 1933, ήταν επικεφαλής της ποινικής δίωξης. Ο Μπάουερ ήταν τουλάχιστον το ίδιο ενδιαφερόμενος με την απόδειξη του χαρακτήρα των στρατοπέδων στο Άουσβιτς - Μπίρκεναου όσο και με τη δίωξη των κατηγορουμένων και αυτό το γεγονός ίσως εξηγεί - εν μέρει - γιατί μόνον 22 από τα κατ' εκτίμηση 6.000 ως 8.000 άτομα που πιστευόταν ότι είχαν αναμιχθεί με τη διοίκηση και τη λειτουργία του στρατοπέδου εν τέλει καταδικάστηκαν. Οι κατηγορούμενοι στη δίκη της Φρανκφούρτης δικάστηκαν μόνο για δολοφονίες και άλλα εγκλήματα που διέπραξαν με δική τους πρωτοβουλία και όχι για οτιδήποτε έκαναν στο Άουσβιτς υπακούοντας σε διαταγές, κάτι που κρίθηκε από τα δικαστήρια ότι είχε μικρότερη βαρύτητα από τη διάπραξη φόνου.[5] Σε μια δίκη που έγινε το 1963 με κατηγορούμενο κάποιον Μπόνταν Στασύνσκυ (Bohdan Stashynsky), εντεταλμένο δολοφόνο της KGB, ο οποίος είχε διαπράξει αρκετές δολοφονίες στην Ομοσπονδιακή Γερμανία κατά τη δεκαετία του '50, πιστοποιήθηκε από το γερμανικό δικαστήριο ότι δεν ήταν νομικά ένοχος δολοφονίας,[6] αλλά, αντίθετα, ο Στασύνσκυ κρίθηκε ως συνεργός σε δολοφονίες, αφού την υπαιτιότητα για τη διάπραξή τους, σύμφωνα με το δικαστήριο, είχαν οι προϊστάμενοί του στην KGB, που τον είχαν διατάξει να τις διαπράξει.[6] Η νομική ενοχή της υπόθεσης Στασύνσκυ ήταν ότι τα δικαστήρια είχαν αποφανθεί ότι σε ένα ολοκληρωτικό σύστημα μόνον οι εκτελεστικοί φορείς λήψης αποφάσεων θα μπορούσαν να καταδικαστούν για δολοφονία και ότι όποιος σκότωνε κάποιον υπακούοντας σε διαταγές μπορούσε να καταδικαστεί μόνον ως συνεργός στη δολοφονία.[6]

Ο όρος "στέλεχος που παίρνει τις αποφάσεις" ορίστηκε με τέτοιο τρόπο από τα δικαστήρια ώστε να έχει εφαρμογή μόνο στα ανώτατα κλιμάκια της ηγεσίας του Γ΄ Ράιχ κατά τη διάρκεια της εθνικοσοσιαλιστικής περιόδου διακυβέρνησης και όλοι όσοι απλώς υπάκουαν σε διαταγές χαρακτηρίζονταν ως απλοί συνεργοί στις δολοφονίες.[6] Κάποιος θα μπορούσε να καταδικαστεί για φόνο μόνον αν αποδεικνυόταν ότι τον είχε διαπράξει με δική του πρωτοβουλία και έτσι όλοι οι κατηγορούμενοι για φόνο στη δίκη του Άουσβιτς δικάστηκαν μόνο για φόνους που είχαν διαπράξει με δική τους πρωτοβουλία.[5] Λόγω της παραδοχής αυτής, ο Μπάουερ μπορούσε να κατηγορήσει για φόνο μόνον όσους είχαν σκοτώσει χωρίς να ακολουθούν διαταγές και αυτοί που το είχαν κάνει υπακούοντας σε διαταγή μπορούσαν να κατηγορηθούν μόνο για συνέργεια σε φόνο. Επιπλέον, λόγω του νομικού διαχωρισμού μεταξύ δολοφόνων και συνεργών, ένας άνδρας της SS που είχε σκοτώσει χιλιάδες άτομα χειριζόμενος τους θαλάμους αερίων στο Άουσβιτς μπορούσε να ενοχοποιηθεί μόνον ως συνεργός, εφόσον υπάκουε σε διαταγές, ενώ ένας άνδρας της SS που είχε κτυπήσει κρατούμενο έως θανάτου με δική του πρωτοβουλία μπορούσε να καταδικαστεί για φόνο, εφόσον δεν εκτελούσε διαταγή ανωτέρου.[5] Λέγεται ότι ο Μπάουερ είχε αντιταχθεί στην πρόθεση αυτή με παραίνεση του Χέλμουτ Κολ, νεαρού τότε στελέχους του κόμματος της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης. Έτσι, ο Μπάουερ ζήτησε, και έλαβε, την υποστήριξη του Ιδρύματος σύγχρονης ιστορίας (Institut für Zeitgeschichte) του Μονάχου. Ως εμπειρογνώμονες μάρτυρες στη δίκη κατέθεσαν οι ιστορικοί Χέλμουτ Κράουσνικ (Helmut Krausnick), Χανς Άντολφ Γιάκομπσεν (Hans-Adolf Jacobsen), Χανς Μπουχάιμ (Hans Buchheim) και Μάρτιν Μπρόζατ (Martin Broszat). Αργότερα, οι πληροφορίες που συνέλεξαν οι τέσσερις ιστορικοί αποτέλεσαν τη βάση του βιβλίου τους, που εκδόθηκε το 1968, "Η ανατομία του Κράτους της SS", που ήταν η πρώτη ενδελεχής έρευνα για την SS βασισμένη στα αρχεία της.

Οι πληροφορίες σχετικά με τις πράξεις και την τοποθεσία όπου αυτές τελέστηκαν ήταν στη διάθεση των δυτικογερμανικών αρχών από το 1958, αλλά η ανάληψη δράσης εναντίον τους καθυστέρησε, ανάμεσα σε άλλους λόγους, και λόγω διαφορών δικαιοδοσίας. Η δικαστική διαδικασία έλαβε μεγάλη δημοσιότητα και πολλές λεπτομέρειες του Ολοκαυτώματος γνωστοποιήθηκαν τόσο στον δυτικογερμανικό λαό όσο και στο εξωτερικό. Έξι κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε ισόβια και μερικοί άλλοι τιμωρήθηκαν με την ανώτατη δυνατή ποινή φυλάκισης που προβλεπόταν για τις κατηγορίες που αντιμετώπισαν.

Αποτελέσματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η δίκη έλαβε μεγάλη δημοσιότητα στη Γερμανία, αλλά κατά τον Μπάουερ ήταν μια αποτυχία.[5] Ο Μπάουερ παραπονέθηκε ότι τα ΜΜΕ μεταχειρίστηκαν τους κατηγορουμένους σαν να ήταν όλοι αλλόκοτα τέρατα, κάτι που επέτρεψε στο γερμανικό κοινό να αποστασιοποιηθεί από το οποιοδήποτε αίσθημα ενοχής σχετικά με όσα είχαν γίνει στο Άουσβιτς, και τα συμβάντα εκεί παρουσιάστηκαν ως αποτέλεσμα μερικών πνευματικά άρρωστων ανθρώπων, που δεν ήταν όπως ο κανονικός μέσος Γερμανός πολίτης.[5] Επιπλέον, ο Μπάουερ είχε την αίσθηση ότι επειδή ο νόμος θεωρούσε όλους όσοι είχαν υπακούσει σε διαταγές δολοφονίας ως απλούς συνεργούς, συνεπαγόταν ότι η πολιτική γενοκτονίας και οι κανόνες των Ναζί για τη μεταχείριση των κρατουμένων ήταν, στην πραγματικότητα, νομικώς θεμιτά.[5] Ο Μπάουερ έγραψε ότι με τον τρόπο που τα ΜΜΕ χειρίστηκαν τη δίκη, υποστήριξαν την "ευσεβή φαντασίωση ότι υπήρχαν μόνο λίγοι άνθρωποι που έφεραν την ευθύνη... και οι υπόλοιποι ήταν απλά τρομοκρατημένοι και εκβιασμένοι άνθρωποι, που είχαν υποχρεωθεί να προβούν σε πράξεις τελείως αντίθετες με την πραγματική τους φύση".[5] Επιπλέον, ο Μπάουερ κατηγόρησε τους δικαστές ότι όταν καταδίκαζαν τους κατηγορουμένους, έδιναν την εντύπωση ότι η Ναζιστική Γερμανία ήταν στην πραγματικότητα μια χώρα υπό κατοχή, με τους περισσότερους Γερμανούς να μην έχουν άλλη επιλογή από το να υπακούσουν στις διαταγές.[5] "Αυτό όμως", είπε, "δεν έχει καμία σχέση με την ιστορική πραγματικότητα. Ήταν ένθερμοι εθνικιστές, ιμπεριαλιστές, αντισημίτες και άνθρωποι που μισούσαν τους Εβραίους. Χωρίς αυτούς, ο Χίτλερ θα ήταν ανύπαρκτος".[5]

Όνομα Βαθμός, τίτλος, ρόλος Ποινή
Στέφαν Μπαρέτσκι Blockführer (επικεφαλής μπλοκ) Ισόβια συν 8 έτη φυλάκισης
Εμίλ Μπέντναρεκ Κάπο Ισόβια
Βίλχελμ Μπόγκερ Γκεστάπο στρατοπέδου Ισόβια συν 5 έτη φυλάκισης
Βίλχελμ Μπραϊτβίζερ υπεύθυνος στολών, Häftlingsbekleidungskammer Αθωώθηκε
Πέρρυ Μπρόαντ Γκεστάπο στρατοπέδου 4 έτη φυλάκισης
Βίκτορ Καπέσιους φαρμακοποιός 9 έτη φυλάκισης
Κλάους Ντυλέβσκι Γκεστάπο στρατοπέδου 5 έτη φυλάκισης
Βίλλι Φρανκ Επικεφαλής οδοντιατρικού της SS 7 έτη φυλάκισης
Εμίλ Χαντλ Sanitätsdienstgrad (παραϊατρικό προσωπικό) 3½ έτη φυλάκισης
Καρλ-Φρίντριχ Χέκερ υπασπιστής 7 έτη φυλάκισης
Φραντς-Γιόχαν Χόφμαν Επικεφαλής προστατευτικής επιτήρησης Ισόβια
Όσβαλντ Κάντουκ Rapportführer Ισόβια
Γιόζεφ Κλερ παραϊατρικό προσωπικό Ισόβια συν 15 έτη φυλάκισης
Δρ. Φραντς Λούκας SS Obersturmführer 3 έτη, 3 μήνες φυλάκισης
Ρόμπερτ Μούλκα υπασπιστής 14 έτη φυλάκισης
Γκέρχαρντ Νόιμπερτ HKB Monovitz Αθωώθηκε
Χανς Νιρτσβίκι HKB Auschwitz 1 Αθωώθηκε
Βίλλι Σατζ οδοντίατρος της SS Αθωώθηκε
Χέρμπερτ Σέρπε SS Oberscharführer 4½ έτη φυλάκισης
Μπρούνο Σλάγκε SS Oberscharführer 6 έτη φυλάκισης
Γιόχαν Σόμπερτ πολιτικό τμήμα Αθωώθηκε
Χανς Σταρκ Γκεστάπο στρατοπέδου 10 έτη φυλάκισης

Νεότερη δίκη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Σεπτέμβριο του 1977 διεξήχθη στη Φρανκφούρτη επιπρόσθετη δίκη κατά δύο πρώην μελών της SS για δολοφονίες στο περιφερειακό στρατόπεδο "Lagisza" του Άουσβιτς και στην πορεία θανάτου κατά την εκκένωσή του από το Γκόλεσαου (Golleschau, πολων. Goleszow)) προς το Λόσλαου (Loslau, πολων. Wodzisław Śląski).[7]

Κινηματογράφος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Rees, Laurence (2005). Auschwitz: A New HistoryΑπαιτείται δωρεάν εγγραφή. New York: Public Affairs. σελίδες 295–296. ISBN 1-58648-303-X. 
  2. Shik, Naama (2014). «The Auschwitz Trials». Yad Vashem, International School for Holocaust Studies. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Ιανουαρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 2014. 
  3. Paweł Brojek (Nov 24, 2012), Pierwszy proces oświęcimski (The First Auschwitz Trial). Αρχειοθετήθηκε 2013-10-22 στο Wayback Machine. Portal Prawy.pl. Retrieved December 29, 2014.
  4. Jewish Virtual Library Biography
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 5,4 5,5 5,6 5,7 5,8 Fulford, Robert (4 Ιουνίου 2005). «How the Auschwitz Trial failed». National Post. Ανακτήθηκε στις 16 Ιουνίου 2013. 
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 Wette, Wolfram (2006). The Wehrmacht: History, Myth, Reality (Google Books preview). Cambridge: Harvard University Press. σελ. 245. 
  7. Neues Deutschland. Ausgabe vom 07.09.1977..uh(Γερμανικά)

Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Περαιτέρω ανάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Ολοκαύτωμα (Φάσεις)

Συντεταγμένες: 50°07′01″N 8°40′59″E / 50.1170°N 8.6830°E / 50.1170; 8.6830