Στρατόπεδο εξόντωσης Σομπίμπουρ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Στρατόπεδο εξόντωσης Σομπίμπουρ
Das Vernichtungslager Sobibor
Χάρτης
ΕίδοςΝαζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης και στρατόπεδο συγκέντρωσης[1]
Γεωγραφικές συντεταγμένες51°26′49″N 23°35′39″E
Διοικητική υπαγωγήGmina Włodawa
ΧώραΠολωνία και Ναζιστική Γερμανία
Commons page Πολυμέσα
Το Ολοκαύτωμα (Φάσεις)

Το Στρατόπεδο εξόντωσης Σομπίμπουρ (Sobibor) ήταν στρατόπεδο που δημιούργησαν, τον Απρίλιο του 1942, στην κατεχόμενη Πολωνία οι Ναζιστές στο πλαίσιο της Επιχείρησης Ράινχαρντ, η οποία αποσκοπούσε στην εξόντωση όλων των Εβραίων από τα κατεχόμενα εδάφη.


Ίδρυση, κατασκευή[2][Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μικρή κωμόπολη του Σομπίμπουρ βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του διαμερίσματος του Λούμπλιν, πέντε χιλιόμετρα από τον ποταμό Μπουγκ (Bug), ο οποίος, το 1942, αποτελούσε το σύνορο μεταξύ του Γενικού Κυβερνείου (η περιοχή της κατεχόμενης Πολωνίας) και του Κομισαριάτου της Ουκρανίας (Reichskommissariat Ukraine). Από το Σομπιμπόρ περνούσε ο σιδηροδρομικός άξονας Κελμ - Βλοντάβα (Chelm - Wlodawa), γι' αυτό και επιλέχτηκε για τη δημιουργία του δεύτερου στρατοπέδου εξόντωσης της Επιχείρησης Ράινχαρτ. Έτσι, κατασκευάστηκε μια παρακαμπτήριος της κεντρικής γραμμής, η οποία τερμάτιζε στο στρατόπεδο. Η περιοχή καλύπτεται από πυκνά δάση με ξέφωτα και είναι πολύ αραιοκατοικημένη. Ένα τέτοιο ξέφωτο, διαστάσεων αρχικά 400x600 μ. επιλέχτηκε για την κατασκευή του Στρατοπέδου.[3] Την πρώτη αναγνώριση και επιλογή της θέσης έκαναν ο υπεύθυνος κατασκευών της Επιχείρησης Ράινχαρτ, Ρίχαρντ Τομάλλα (Richard Thomalla), και ο επιθεωρητής κατασκευών Μόζερ. Ύστερα από την επιλογή της θέσης, την κατασκευή ανέλαβαν 80 περίπου Εβραίοι, που μετήχθησαν εκεί από τα παρακείμενα γκέτο. Την επίβλεψή τους είχε αναλάβει ο λοχαγός των SS Νάουμαν (Naumann).[4]

Σομπιμπόρ: Ο σιδηροδρομικός σταθμός (2008)

Πρωταρχικό μέλημα των κατασκευαστών ενός τέτοιου στρατοπέδου ήταν, φυσικά, η ασφάλεια. Το στρατόπεδο αρχικά περιφράχτηκε με συρματόπλεκτο φράκτη ύψους 3 μέτρων, με πολλούς συμπληρωματικούς, οι οποίοι "έδεναν" με τα κλαδιά των γύρω πεύκων, ώστε να καλύπτονται από τα αδιάκριτα βλέμματα (και τις τυχόν αεροφωτογραφήσεις). Το στρατόπεδο διέθετε δικό του σύμπλεγμα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και εξαιρετικό σύστημα φωτισμού κατά τη νύκτα. Στο κέντρο του υπήρχε ένας μεγάλος πύργος παρατήρησης και μικρότεροι πύργοι κατασκευάστηκαν κατά μήκος της περιμέτρου του, η οποία, από την εξωτερική της πλευρά, ήταν ναρκοθετημένη σε πλάτος 15 μέτρων.

Εσωτερικά το στρατόπεδο ήταν διαιρεμένο σε τρεις "τομείς", καθένας από τους οποίους διέθετε τον δικό του συρμάτινο φράκτη για να διαχωρίζεται από τους υπόλοιπους:[5]

  • Τομέας φρουράς ("Vorlager"): Περιλάμβανε την κεντρική πύλη εισόδου και την αποβάθρα αποβίβασης των μεταγομένων από τα βαγόνια του τρένου. Ακριβώς απέναντι βρισκόταν η "χελιδονοφωλιά", όπως αποκαλούνταν η κατοικία του Διοικητή του στρατοπέδου, αριστερά της οποίας βρισκόταν το οίκημα της φρουράς και δεξιά η αποθήκη όπλων. Το οίκημα της φρουράς διέθετε επίσης εστιατόριο και γκαράζ, ενώ αργότερα κατασκευάστηκαν και άλλα, μικρότερα κτίσματα, κυρίως για τους Ουκρανούς που συμμετείχαν στη σύνθεση της φρουράς.
  • Τομέας Ι (Lager I): Ακριβώς πίσω από το τμήμα της φρουράς και προς τα δυτικά κατασκευάστηκε ο Τομέας Ι. Διέθετε δικό του φράκτη, πίσω από τον οποίο υπήρχε ένα όρυγμα γεμάτο νερό. Ο μόνος τρόπος επικοινωνίας με τον Τομέα Φρουράς ήταν μια πύλη. Αυτό το τμήμα διέθετε παραπήγματα για τη διαμονή των Εβραίων κρατουμένων, καθώς και ένα μαγειρείο. Σε κάθε κρατούμενο αναλογούσε χώρος περίπου 1,1 m2, ενώ υπήρχε ξεχωριστό παράπηγμα για τις γυναίκες κρατούμενες. Οι κρατούμενοι σε αυτό το τμήμα είχαν αναλάβει τις εργασίες συντήρησης του στρατοπέδου, ενώ υπήρχαν, επίσης, ράπτες και υποδηματοποιοί για τις ανάγκες των αξιωματικών και της φρουράς.
  • Τομέας ΙΙ: Εδώ απασχολούνταν περίπου 400 κρατούμενοι του Τομέα Ι, καθώς σε αυτόν βρίσκονταν οι αποθήκες, στις οποίες φυλάσσονταν όλα τα αντικείμενα που αποσπούσαν τα SS από τα θύματά τους: Ρουχισμός, τρόφιμα, χρυσά και άλλα πολύτιμα αντικείμενα, ακόμη και τα μαλλιά των γυναικών. Στεγάζονταν, επίσης, και οι κεντρικές διοικητικές υπηρεσίες του στρατοπέδου. Σε αυτόν τον τομέα γινόταν το "καλωσόρισμα" των θυμάτων: Αφού οι μεταγόμενοι υποχρεώνονταν να γδυθούν και να παραδώσουν όλα τους τα αντικείμενα, οι γυναίκες κουρεύονταν ("για λόγους υγιεινής") και όλα τους τα έγγραφα καταστρέφονταν στον παρακείμενο αποτεφρωτήρα. Ύστερα οι κρατούμενοι, γυμνοί, οδηγούνταν από ένα συρματοπλεγμένο στις πλευρές του μονοπάτι μήκους 100 περίπου μέτρων, το οποίο οι Ναζί αποκαλούσαν "Himmelfahrtstrasse" (ουράνιο μονοπάτι), στον Τομέα ΙΙΙ.
Το "ουράνιο μονοπάτι" (2007)
  • Τομέας ΙΙΙ: Βρισκόταν στο βορειοδυτικό τμήμα του στρατοπέδου και επικοινωνούσε με τον Τομέα ΙΙ με το "ουράνιο μονοπάτι" και μια πολύ μικρή, αόρατη πύλη, την οποία χρησιμοποιούσε μόνο η φρουρά. Ο Τομέας ΙΙΙ "φιλοξενούσε" τους θαλάμους αερίων, οι οποίοι, κατά τη συνήθεια των Ναζί, ήταν "μεταμφιεσμένοι" σε λουτρά και διακοσμημένοι με λουλούδια και το άστρο του Δαβίδ. Στον τομέα βρισκόταν, επίσης, μια περίκλειστη με συρματόπλεγμα έκταση, η οποία φιλοξενούσε τους περίπου 150 κρατουμένους που εργάζονταν στον Τομέα ΙΙΙ και ένα όρυγμα, στο οποίο γινόταν η αποτέφρωση των σορών των θυμάτων. Όταν, τον Ιούλιο του 1942, διαπιστώθηκε ότι οι υπάρχουσες εγκαταστάσεις δεν κάλυπταν τις ανάγκες του στρατοπέδου, κτίστηκαν νέοι θάλαμοι αερίων, περίπου διπλάσιας έκτασης, καθώς οι παλαιοί δεν μπορούσαν να "εξυπηρετήσουν" την ταυτόχρονη θανάτωση περισσότερων από 500 ατόμων. Πλάι στους θαλάμους βρισκόταν ένα μικρό παράπηγμα, το οποίο στέγαζε τον κινητήρα (πιθανόν από άρμα μάχης), ο οποίος παρείχε το απαιτούμενο μονοξείδιο του άνθρακα. Από πλευράς έκτασης ήταν, μάλλον, το μικρότερο από όλα τα Ναζιστικά στρατόπεδα.

Λειτουργία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το στρατόπεδο άρχισε να λειτουργεί στα τέλη Απριλίου του 1942, οπότε και έγιναν οι πρώτες δοκιμαστικές εκτελέσεις στους θαλάμους αερίων. Μετήχθησαν εκεί 250 Εβραίοι από το στρατόπεδο εργασίας του Κρύτσοβ (Krychow), που βρισκόταν αρκετά κοντά, και την εκτέλεσή τους παρακολούθησε ο "ειδικός" σε αυτά τα θέματα Κρίστιαν Βιρτ, Διοικητής του στρατοπέδου του Μπέλζεκ. Οι μεταγωγές και οι μαζικές εκτελέσεις άρχισαν τον Μάιο του 1942. Όλες οι μεταγωγές γίνονταν με τρένο και οι κρατούμενοι οδηγούνταν αμέσως στους θαλάμους αερίων. Σύμφωνα με τον "Τόιβι" Μπλατ (Toivi Blatt), επιζώντα του στρατοπέδου, οι μεν Πολωνοεβραίοι γίνονταν δεκτοί με μεγάλη αυστηρότητα και εκτελούνταν άμεσα με πυροβολισμούς στην παραμικρή απείθεια, ενώ οι μη Πολωνοί Εβραίοι, μεταχθέντες από άλλες χώρες, τύγχαναν σχεδόν ευγενικής υποδοχής, μέχρι τη στιγμή που εισέρχονταν στον θάλαμο αερίων. Η συμπεριφορά αυτή οφειλόταν, σύμφωνα με τον Μπλατ, στο γεγονός ότι οι Πολωνοεβραίοι γνώριζαν το πεπρωμένο τους, ενώ οι από άλλες χώρες προερχόμενοι παραπλανούνταν, καθώς τους δινόταν η εντύπωση ότι θα κατέληγαν, ύστερα από την εδώ διαλογή τους, σε κάποιο στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας. Η αφήγηση του Μπλατ[6] σχετικά με την εκτέλεση 2.500 Εβραίων της Ολλανδίας δίνει μια σαφή εικόνα του πόσο εύκολα γινόταν η ομαδική εκτέλεση των θυμάτων:

... πρώτα οδηγούνταν οι γυναίκες και τα παιδιά, γυμνοί, προς τρία παραπήγματα, στα οποία βρίσκονταν οι κουρείς, που οι Ναζί ειρωνικά αποκαλούσαν "friseurs" (κομμωτές), οι οποίοι κούρευαν "εν χρω" γυναίκες και παιδιά. Οι νεαρές κοπέλες συχνά ικέτευαν τους κουρείς να μην τους κόψουν πολύ κοντά τα μαλλιά, εμφανώς αισχυνόμενες. Ένας Γερμανός φρουρός, με μαστίγιο στα χέρια, επέβλεπε τη διαδικασία, ώστε να είναι βέβαιος ότι οι κουρείς δεν θα μιλούσαν στα θύματα. Όλοι οι κρατούμενοι ήταν σίγουροι ότι στη συνέχεια θα ακολουθούσε ένα λουτρό. Πράγματι, πέντε μέτρα πιο πέρα βρίσκονταν οι θάλαμοι αερίων. Οι κρατούμενοι στοιβάζονταν μέσα στα υποτιθέμενα λουτρά, ο Έριχ Μπάουερ της SS και ο Ουκρανός φρουρός Εμίλ Κοστένκο (Emil Kostenko) έθεταν σε λειτουργία τον κινητήρα των αερίων του θανάτου... και στην αρχή ακούγονταν δυνατές κραυγές, καθώς οι κρατούμενοι συνειδητοποιούσαν τι συνέβαινε. Πέντε λεπτά αργότερα, οι κραυγές ακούγονταν λιγότερο δυνατές, ενώ μισή ώρα αργότερα τον ήχο των κραυγών είχε αντικαταστήσει η απόλυτη σιωπή... Πριν σωριάσουν τα πτώματα στο όρυγμα προκειμένου να τα αποτεφρώσουν, γινόταν η επίσκεψη του "οδοντιάτρου", ο οποίος ήταν επιφορτισμένος να αφαιρεί τα χρυσά δόντια από το στόμα των πτωμάτων. Ύστερα γινόταν έρευνα σε άλλες σωματικές κοιλότητες για τυχόν άλλα πολύτιμα αντικείμενα κρυμμένα εκεί και, στο τέλος, τα πτώματα καίγονταν, τα υπάρχοντά τους αποθηκεύονταν και τα έγγραφα που τους αφορούσαν είχαν ήδη αποτεφρωθεί. Ήταν σαν να μην είχαν υπάρξει ποτέ...

Η φρουρά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πυρήνας της φρουράς αποτελούνταν από Γερμανούς ή Αυστριακούς άνδρες της SS. Η φρουρά, ωστόσο, ως σύνολο, ήταν, στην πραγματικότητα πολυεθνική, αποτελούμενη από Σοβιετικούς αιχμαλώτους πολέμου (Ουκρανούς, Ρώσους, Τατάρους, Μολδαβούς κτλ.), οι οποίοι είχαν περάσει από "εκπαίδευση" στο στρατόπεδο του Τραβνίκι (Trawniki) και ήταν άτομα που η SD (Sicherheitdienst, Υπηρεσία Ασφαλείας) ή η Ασφάλεια (Sipo) είχαν κρίνει είτε ως πιθανούς συνεργάτες είτε ως επικίνδυνους κακοποιούς.

Πρώτος Διοικητής στο στρατόπεδο (Απρίλιος 1942) χρημάτισε ο Φραντς Στανγκλ. Πρώτο του μέλημα ήταν η επίσπευση των εργασιών περάτωσης των εγκαταστάσεων, ενώ επισκέφτηκε και τον Κρίστιαν Βιρτ, Διοικητή του Μπέλζεκ, για να αποκομίσει από την εμπειρία του και να του δοθούν περαιτέρω οδηγίες. Η όλη επιχείρηση βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο του Οντίλο Γκλομπότσνικ, Ταξιάρχου της SS και επικεφαλής της Αστυνομίας του Λούμπλιν.

Άλλα μέλη της SS, που αποτελούσαν ηγετικά στελέχη της φρουράς, ήταν ο Υποδιοικητής Χέρμαν Μίχελ (Herman Michel), τον οποίο αργότερα αντικατέστησε ο Γκούσταβ Βάγκνερ. (Gustav Wagner). Τον Τομέα Ι διοικούσε ο Βάις (Weiss) και αργότερα τον αντικατέστησε ο Καρλ Φρέντσελ (Karl Frentzel). Τον Τομέα ΙΙΙ διοικούσε αρχικά ο Κουρτ Μπόλεντερ (Kurt Bolender), τον οποίο αντικατέστησε τον Σεπτέμβριο του 1942 ο Έριχ Μπάουερ (Erich Bauer). Την οικονομική διαχείριση του στρατοπέδου είχε αναλάβει ο Άλφρεντ Ίτνερ (Alfred Ittner), τον οποίο αντικατέστησε ο Χέρμπερτ Φλος (Herbert Floss). Για να γίνει δυνατή η λειτουργία του στρατοπέδου, επιλέγονταν οι νεότεροι, δυνατότεροι και πιο ειδικευμένοι μεταγόμενοι, στους οποίους ανατίθονταν, μεταξύ άλλων, και οι εργασίες αποθήκευσης και φόρτωσης των υλικών που αφαιρούνταν από τα θύματα, τα οποία αποστέλλονταν στη Γερμανία.[7]

Εκμεταλλευόμενοι την προσωρινή διακοπή μεταγωγών, λόγω συντήρησης της κεντρικής σιδηροδρομικής γραμμής, οι Ναζί αποφάσισαν την κατασκευή νέων θαλάμων αερίων, πράγμα που έγινε υπό την επίβλεψη των SS Έρβιν Λάμπερτ (Erwin Lambert) και Λόρεντς Χάκενχολτ (Lorenz Hackenholt). Οι έξι νέοι θάλαμοι είχαν δυνατότητα ταυτόχρονης εξόντωσης 1.300 ατόμων. Στα τέλη Αυγούστου ολοκληρώθηκαν οι εργασίες συντήρησης της γραμμής και οι μεταγωγές άρχισαν εκ νέου.

Στις αρχές Φεβρουαρίου 1943 το στρατόπεδο δέχθηκε την επίσκεψη του επικεφαλής της SS Χάινριχ Χίμλερ, στον οποίο και έγινε μια "επίδειξη" εξόντωσης μερικών εκατοντάδων νεαρών κοριτσιών από παρακείμενο στρατόπεδο εργασίας. Ο Χίμλερ ήταν αυτός που διέταξε να γίνουν μεταγωγές Ολλανδών Εβραίων στο Σομπίμπουρ.[8]

Η εξέγερση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια ομάδα αποφασισμένων κρατουμένων αποφάσισε την πραγματοποίηση μιας εξέγερσης. Ηγέτες της ήταν ο Αλεξάντρ Αρόνοβιτς Πετσέρσκι (Aleksander Aronowich Pechersky), Σοβιετικός αιχμάλωτος Πολέμου, και ο Λεόν Φελντχέντλερ (Leon Feldhendler), Πολωνοεβραίος κρατούμενος. Η εξέγερση είχε προγραμματιστεί για τις 13 Οκτωβρίου 1943, ωστόσο αναβλήθηκε για την επομένη λόγω μιας απρόσμενης άφιξης μιας ομάδας SS από το στρατόπεδο εργασίας της Όσσοβα (Ossowa).

Στις 14 Οκτωβρίου έφυγαν με άδεια τρία βασικά στελέχη της φρουράς, οι Ραϊχλάιτνερ, Βάγκνερ και Γκομέρσκι. Σύμφωνα με τον Μπλατ, αν ο Βάγκνερ ήταν παρών, η εξέγερση δεν θα είχε καμία πιθανότητα επιτυχίας. Οι εξεγερμένοι αποφάσισαν να δράσουν και, όταν ο υποδιοικητής Γιόχαν Νήμαν (Johann Niemann) επισκέφθηκε το ραφείο για να δοκιμάσει τη νέα του στολή, φονεύθηκε από τον ράπτη Γιεχούντα Λέρνερ (Yehuda Lerner), ο οποίος χρησιμοποίησε τσεκούρι. Ακολούθησαν δέκα Γερμανοί, οκτώ Ουκρανοί και δύο μέλη της Εθνοφουράς (Volksdeutsche), ενώ τραυματίστηκε σοβαρά ο υποδιοικητής Βέρνερ Ντουμπόις (Werner Dubois). Το σχέδιο ήταν η ολοσχερής εξόντωση της φρουράς και η διαφυγή των κρατουμένων από την κεντρική πύλη. Δυστυχώς, μέλη της φρουράς ανακάλυψαν ένα νεκρό συνάδελφό τους και έδωσαν το σύνθημα του συναγερμού. Οι κρατούμενοι, ωστόσο, όρμησαν εναντίον της φρουράς και οι περισσότεροι φονεύθηκαν είτε από πυρά της φρουράς είτε από τις νάρκες του περιβάλλοντος ναρκοπεδίου. Παρά ταύτα, περίπου 300 κρατούμενοι κατάφεραν να διαφύγουν από το στρατόπεδο. Οι SS έστησαν ανθρωποκυνηγητό και μπλόκα για τη σύλληψή τους. Τελικά, περίπου 50 έως 70 άτομα κατάφεραν εν όλω να διασωθούν, μεταξύ των οποίων και μερικές γυναίκες.[9]

Η απόδραση αυτή δραματοποιήθηκε, το 1987, από τον Βρετανό Τζακ Γκολντ (Jack Gold) σε μια τηλεταινία με τίτλο "Escape from Sobibor". Ένα βραβευμένο ντοκιμαντέρ δημιουργήθηκε από τον Κλοντ Λαντζμάν (Claude Lanzmann) με τίτλο "Sobibor, 14 octobre 1943" (Σομπίμπουρ, 14 Οκτωβρίου 1943). Το 2018 μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη από τον Κονσταντίν Χαμπένσκι ο οποίος ανέλαβε και πρωταγωνιστικό ρόλο εκτός από τη σκηνοθεσία της ταινίας Sobibor [10].

Η εξέγερση και απόδραση των κρατουμένων επέφερε τη ματαίωση των δραστηριοτήτων του στρατοπέδου: Ο Χίμλερ διέταξε, λίγες μόλις ημέρες μετά το συμβάν, το κλείσιμο του στρατοπέδου, την κατεδάφιση των κτισμάτων του και τη δενδροφύτευση της περιοχής. Η τελευταία ομαδική εκτέλεση περιέλαβε μόνον 30 Εβραίους και έγινε στις 23 Νοεμβρίου 1943. Οι διαταγές του εκτελέσθηκαν με τη βοήθεια των κρατουμένων που είχαν απομείνει και οι οποίοι θανατώθηκαν, τελικά, με πυρά πυροβόλων όπλων. Σχεδόν τίποτε δεν απέμεινε να θυμίζει ότι στο στρατόπεδο βρήκαν τον θάνατο περίπου 260.000 Εβραίοι, κυρίως από την Πολωνία, αλλά και από άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Σήμερα, ο χώρος του στρατοπέδου έχει μετατραπεί σε μνημείο, το οποίο επεκτάθηκε και βελτιώθηκε χάρη σε δωρεά της Ολλανδικής Κυβέρνησης το 2003, στην 60ή επέτειο της εξέγερσης. Στην είσοδο του μνημείου δεσπόζει ένα άγαλμα προς τιμήν των μαχητών του Σομπιμπόρ. Εντούτοις, στη γύρω περιοχή, και κυρίως κοντά στα ορύγματα αποτέφρωσης, ακόμη και σήμερα μπορεί κανείς να βρει απομεινάρια ανθρώπινων οστών.[11]

Τιμωρία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όπως ήταν φυσικό, οι εγκληματίες Ναζί της φρουράς πρόλαβαν να καταστρέψουν όλα τα σχετικά με το στρατόπεδο και θα είχαν διαφύγει της σύλληψης, αν δεν υπήρχαν οι δραπέτες που κατάφεραν να γλιτώσουν από τον ανηλεή διωγμό των SS. Χάρη σε αυτούς αποκαλύφθηκαν τα ονόματα των δραστών και έγινε δυνατή η αναγνώρισή τους. Ο Έριχ Μπάουερ καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά αργότερα η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια. Σε ισόβια καταδικάστηκε, επίσης, και ο Χούμπερτ Γκομέρσκι.

Στη Χάγη της Ολλανδίας διεξήχθη η κύρια δίκη για το Σομπίμπουρ, με κατηγορούμενους όσους Ναζί που υπηρέτησαν σε αυτό έγινε δυνατόν να εντοπισθούν. Ο Καρλ Φρέντσελ καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη αλλά αφέθηκε ελεύθερος λίγο αργότερα λόγω ανηκέστου βλάβης της υγείας του. Ο επιζών του Σομπιμπόρ Τόιβι Μπλατ κατάφερε να του πάρει συνέντευξη.[12] Οι Μπόλεντερ και Ντουμπόις καταδικάστηκαν σε τριετή φυλάκιση, ο Έριχ Φουκς σε τετραετή και Φραντς Βολφ σε οκταετή φυλάκιση. Ο Μπόλεντερ αυτοκτόνησε αργότερα στο κελί του.

Ο Φραντς Στανγκλ διέφυγε αρχικά στη Βραζιλία, όπου εντοπίσθηκε, συνελήφθη και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Εγκλείστηκε στη φυλακή του Ντίσελντορφ, όπου απεβίωσε το 1971 από καρδιακή προσβολή. Ο Γκούσταβ Βάγκνερ συνελήφθη επίσης στη Βραζιλία το 1978 και αναγνωρίσθηκε από τον επιζώντα Ζμάιζνερ (Szmajzner). Αυτοκτόνησε το 1980.

Πηγές, αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Raul Hilberg, The Destruction of the European Jews, Yale University Press, 1985 ISBN 978-0-300-09557-9
  • Thomas (Toivi) Blatt, Sobibor The Forgotten Revolt, HEP Issaquah, 1998
  • Schelvis, Jules, Sobibor: A History of a Nazi Death Camp, Berg, Oxford & New Cork, 2007 ISBN 978-1-84520-419-8
  • Yitzak Arad, Belzec, Sobibor, Treblinka. The Operation Reinhard Death Camps, Indiana University Press, 1999 ISBN 0-253-21305-3
  • David Cesarani, Sarah Kavanaugh, Holocaust: critical concepts in historical studies, Routledge, 2004 ISBN 0-415-27512-1

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Συντεταγμένες: 51°26′50″N 23°35′37″E / 51.44722°N 23.59361°E / 51.44722; 23.59361