Μετάβαση στο περιεχόμενο

Βούζης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βούζης
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Βούζης (Ελληνικά)
Γέννηση0η χιλιετία
Διοίκηση Θράκης
Θάνατος6ος αιώνας
Χώρα πολιτογράφησηςΒυζαντινή Αυτοκρατορία
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητααξιωματικός
στρατιωτικός ηγέτης
Οικογένεια
ΓονείςΒιταλιανός (ύπατος)
ΑδέλφιαΚούτζης
Βενίλος
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςστρατηγός
Πόλεμοι/μάχεςΙβηρικός Πόλεμος και Λαζικός Πόλεμος
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαστρατηγός
Στρατηγός

Ο Βούζης, (άκμασε 528–556) ήταν Ανατολικός Ρωμαίος στρατηγός, που δραστηριοποιήθηκε κατά τη βασιλεία τού Ιουστινιανού Α΄ (π. 527–565) στους πολέμους κατά των Σασσανιδών Περσών.

Ο Βούζης ήταν Θράκας. Πιθανότατα ήταν γιος τλυ στρατηγού και επαναστάτη Βιταλιανού. Ο Προκόπιος προσδιορίζει τον Κούτζη και τον Βενίλο ως αδέφια του Βούζη. Μία ανώνυμη αδελφή ήταν μητέρα τού Δομνεντίολου. [1]

Μάχη της Θανουρίδος (ή του Μινδούου)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Χάρτης της ρωμαιο-περσικής συνοριακής περιοχής.

Ο Βούζης αναφέρεται για πρώτη φορά το 528, ως από κοινού δούκας της Φοινίκης Λιβανησίας μαζί με τον αδελφό του, Κούτζη. (Η επαρχία τους αποτελούσε τμήμα της ευρύτερης διοίκησης της Ανατολής και περιείχε περιοχές στα ανατολικά του όρους Λιβάνου). Ο Βούζης ήταν τοποθετημένος στην Παλμύρα, ενώ ο Κούτζης στη Δαμασκό. Και τα δύο αδέλφια περιγράφονται ως νέοι εκείνη την εποχή από τον Προκόπιο. [1]

Η πρώτη γνωστή αποστολή τους, έστειλε τα δύο αδέλφια στην πρώτη γραμμή του Ιβηρικού Πολέμου κατά της αυτοκρατορίας των Σασσανιδών, ενισχύοντας τον Βελισάριο στο Μίνδουο. [1] Ο Βελισάριος προσπαθούσε να κατασκευάσει ένα φρούριο σε αυτή τη θέση. «Όταν ο Αυτοκράτορας (Ιουστινιανός Α΄) το άκουσε, επειδή ο Βελισάριος δεν μπόρεσε να χτυπήσει τους Πέρσες από τον τόπο με τον στρατό που είχε, διέταξε έναν άλλο στρατό να πάει εκεί, υπό τον Κούτζη και τον Βούζη, που τότε διοικούσαν το στράτευμα στον Λίβανο. Αυτοί οι δύο ήταν αδέλφια από τη Θράκη, και οι δύο νέοι και ήταν βιαστικοί στην εμπλοκή με τον εχθρό. Έτσι συγκεντρώθηκαν και οι δύο στρατοί και ήρθαν ολοταχώς στο σημείο της κατασκευής τού φρουρίου, οι Πέρσες για να εμποδίσουν το έργο με όλη τους τη δύναμη και οι Ρωμαίοι για να υπερασπιστούν τους εργαζόμενους. Και έγινε σφοδρή μάχη, κατά την οποία ηττήθηκαν οι Ρωμαίοι, και έγινε μεγάλη σφαγή τους, ενώ μερικοί επίσης αιχμαλωτίστηκαν από τον εχθρό. Μεταξύ αυτών ήταν και ο ίδιος ο Κούτζης. Όλους αυτούς τους αιχμαλώτους οι Πέρσες τους οδήγησαν στην πατρίδα τους και, αλυσοδεμένους, τους έκλεισαν οριστικά σε μία σπηλιά. Όσο για το οχυρό, αφού κανείς δεν το υπερασπίστηκε πια, ισοπέδωσαν ό,τι είχε κτιστεί» [2] .

Ο Βούζης επέζησε της ήττας. Στη συνέχεια αναφέρεται ότι συμμετείχε στη μάχη του Δάρα (Ιούνιος 530). Υπηρέτησε στην αρχηγία τού ιππικού δίπλα στον Φάρα τον Ερούλιο. Ανάμεσα στους συνοδούς του ήταν και ο Ανδρέας, που διακρίθηκε την πρώτη ημέρα της μάχης. [1] «Το άκρο του αριστερού ευθύγραμμου ορύγματος που ένωνε το σταυροειδές όρυγμα, μέχρι το ύψωμα που εγείρεται εδώ, το κρατούσαν ο Βούζης με μεγάλη δύναμη ιππέων και ο Φάρας ο Ερούλιος με τριακόσιους από το έθνος του. Δεξιά από αυτά, έξω από την τάφρο, στη γωνία που σχηματίζει η εγκάρσια τάφρος και το ευθύ τμήμα που εκτείνεται από εκείνο το σημείο, ήταν οι Σουνίκας και Aϊάν, Mασσαγέτες (Ούννοι) από τη γέννησή τους, με εξακόσιους ιππείς, ώστε, αν αυτοί που βρίσκονται κάτω από τον Βούζη και τον Φάρα ανατραπούν, θα μπορούσαν, κινούμενοι γρήγορα στο πλάι, και μπαίνοντας στο πίσω μέρος του εχθρού, να μπορέσουν εύκολα να υποστηρίξουν τους Ρωμαίους σε εκείνο το σημείο.» [2]

«Αργά το απόγευμα ένα απόσπασμα των ιππέων που κρατούσαν τη δεξιά πτέρυγα [των Σασσανιδών], χωριζόμενοι από τον υπόλοιπο στρατό, ήρθε εναντίον των δυνάμεων του Βούζη και του Φάρα. Και οι Ρωμαίοι αποσύρθηκαν σε μικρή απόσταση προς τα πίσω. Οι Πέρσες όμως δεν τους καταδίωξαν, αλλά παρέμειναν εκεί, φοβούμενοι, υποθέτω, κάποιους να τους περικυκλώσουν από την πλευρά του εχθρού. Τότε οι Ρωμαίοι που είχαν στραφεί σε φυγή, όρμησαν ξαφνικά πάνω τους. Και οι Πέρσες δεν άντεξαν την εμφάνισή τους και ανέβηκαν πίσω στη φάλαγγα, και πάλι οι δυνάμεις του Βούζη και του Φάρα τοποθετήθηκαν στη δική τους θέση. Σε αυτή τη συμπλοκή επτά από τους Πέρσες έπεσαν, και οι Ρωμαίοι έλαβαν τα σώματά τους. Στη συνέχεια και οι δύο στρατοί παρέμειναν αθόρυβα στη θέση τους." [2]

«Αλλά ένας Πέρσης, ένας νεαρός άνδρας, ιππεύοντας πολύ κοντά στον ρωμαϊκό στρατό, άρχισε να τους προκαλεί όλους, καλώντας όποιον ήθελε να πολεμήσει μαζί του. Και κανένας από ολόκληρο τον στρατό δεν τόλμησε να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο, εκτός από κάποιον Ανδρέα, έναν από τους προσωπικούς συνοδούς τού Βούζη, όχι στρατιώτης, ούτε είχε ασκηθεί ποτέ σε όλες τις επιχειρήσεις του πολέμου, αλλά εκπαιδευτής νέων που ήταν υπεύθυνος για μία ορισμένη σχολή πάλης στο Βυζάντιο. Από αυτό προέκυψε ότι ακολουθούσε τον στρατό, γιατί φρόντιζε προσωπικό τον Βούζη στο λουτρό: γενέτειρά του ήταν το Βυζάντιο. Αυτός μόνος του είχε το θάρρος, χωρίς να τον διατάξει ο Βούζης ή κάποιος άλλος, να πάει από μόνος του να συναντήσει τον άνδρα σε μονομαχία. Και έπιασε τον βάρβαρο, ενώ ακόμα σκεφτόταν πώς θα έκανε την επίθεσή του, και τον χτύπησε με το δόρυ του στο δεξί στήθος. Και ο Πέρσης δεν άντεξε το χτύπημα, που έδωσε ένας άνθρωπος τόσο εξαιρετικής δύναμης, και έπεσε από το άλογό του στη γη. Τότε ο Ανδρέας με ένα μικρό μαχαίρι τον σκότωσε σαν θυσία, καθώς ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα, και μία δυνατή κραυγή υψώθηκε από το τείχος της πόλης και από τον ρωμαϊκό στρατό» [2] .

«Αλλά οι Πέρσες ανησυχούσαν βαθιά για το αποτέλεσμα και έστειλαν έναν άλλο ιππέα για τον ίδιο σκοπό, έναν άνδρα και ευνοημένο σε σωματικό μέγεθος, αλλά όχι νεαρό, γιατί μερικές από τις τρίχες στο κεφάλι του ήταν ήδη γκρι. Αυτός ο ιππέας προχώρησε κατά μήκος του εχθρικού στρατού και, κραδαίνοντας έντονα το μαστίγιο με το οποίο είχε συνηθίσει να χτυπά το άλογό του, κάλεσε να πολεμήσει όποιον από τους Ρωμαίους ήθελε. Και όταν κανείς δεν βγήκε εναντίον του, ο Ανδρέας, χωρίς να τραβήξει την προσοχή κανενός, βγήκε άλλη μία φορά, αν και του το είχε απαγορεύσει ο Ερμογένης. Έτσι και οι δύο όρμησαν με ορμή ο ένας επάνω στον άλλον με τα δόρατά τους, και συγκρούστηκαν, Τότε τα όπλα, τα στριμωγμένα στις ζώνες των θωράκων τους, πετάχτηκαν με ισχυρή δύναμη, και τα άλογα, χτυπώντας μαζί τα κεφάλια τους, έπεσαν και πέταξαν τους αναβάτες τους. Και οι δύο άνδρες, πέφτοντας πολύ κοντά ο ένας στον άλλο, έσπευσαν πολύ να σηκωθούν στα πόδια τους, αλλά ο Πέρσης δεν μπόρεσε να το κάνει εύκολα, διότι το μέγεθός του ήταν εναντίον του, ενώ ο Ανδρέας, τον προσδοκούσε (καθώς η πρακτική του στη σχολή πάλης τού έδιδε αυτό το πλεονέκτημα), τον χτύπησε καθώς σηκωνόταν στο γόνατό του, και καθώς έπεφτε ξανά στο έδαφος, τον σκότωσε. Τότε ένας βρυχηθμός ανέβηκε από το τείχος και από τον ρωμαϊκό στρατό τόσο μεγάλο, αν όχι μεγαλύτερο, από πριν. Και οι Πέρσες έσπασαν τη φάλαγγά τους και αποσύρθηκαν στον Αμμόδιο, ενώ οι Ρωμαίοι λέγοντας τον παιάνα, μπήκαν μέσα στα οχυρά, καθώς ήδη είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Έτσι πέρασαν και οι δύο στρατοί εκείνη τη νύχτα» [2]

Πολιορκία της Μαρτυρόπολης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 531 ο Βούζης δεν μπόρεσε να συμμετάσχει στη μάχη του Καλλίνικου (19 Απριλίου 531). Σύμφωνα με πληροφορίες βρισκόταν στην Άμιδα, επειδή μία ασθένεια τον εμπόδιζε να κάνει εκστρατεία. Ο Ζαχαρίας ο ρήτορας αναφέρει ότι ο Βούζης ανέθεσε στον ανιψιό του Δομνεντίολο να οδηγήσει έναν στρατό στο Αβγαρσάτ. Αυτή η τοποθεσία αναφέρεται μόνο από τον Ζαχαρία. [1] Οι Ρωμαϊκές δυνάμεις αντιμετώπισαν τον στρατό των Σασσανιδών και ηττήθηκαν. Ο ίδιος ο Δομνεντίολος αιχμαλωτίστηκε από τους εχθρούς του και μεταφέρθηκε στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας των Σασσανιδών. Το 532 συνήφθη η Αιώνια Ειρήνη μεταξύ των δύο δυνάμεων. Ο Δομνεντίολος αφέθηκε ελεύθερος «με ανταλλαγή αιχμαλώτων» [3]

Τον Σεπτέμβριο/Οκτώβριο του 531, ο Βούζης και ο Βέσσας ήταν από κοινού διοικητές της φρουράς της Μαρτυρόπολης. Η πόλη πολιορκήθηκε από ισχυρή δύναμη των Σασσανιδών. Το τέλος του Kαβάδη Α΄ είχε ως αποτέλεσμα τον πρόωρο τέλος της πολιορκίας. [1] Αναλυτικά ο Προκόπιος λέει: «και οι Πέρσες εισέβαλαν για άλλη μία φορά στη Μεσοποταμία με μεγάλο στρατό υπό τη διοίκηση των Χαναράνγων και Ασπεβέδων και Μερμερόων. Επειδή κανείς δεν τολμούσε να εμπλακεί μαζί τους, στρατοπέδευσαν και άρχισαν την πολιορκία της Μαρτυρόπολης, όπου είχαν τοποθετηθεί ο Βούζης και ο Βέσσας για τη διοίκηση της φρουράς. Αυτή η πόλη βρίσκεται στη χώρα που ονομάζεται Σοφανηνή, 240 στάδια μακριά από την πόλη Άμιδα προς τα βόρεια: είναι ακριβώς στον ποταμό Νύμφιο, που χωρίζει τη γη των Ρωμαίων και των Περσών. Έτσι οι Πέρσες άρχισαν να επιτίθενται στις οχυρώσεις και, ενώ οι πολιορκημένοι στην αρχή τους αντιστάθηκαν γενναία, δεν φαινόταν πιθανό να αντέξουν πολύ. Διότι το τείχος του κυκλώματος ήταν πολύ εύκολα προσπελάσιμο στα περισσότερα μέρη, και μπορούσε να καταληφθεί πολύ εύκολα από μία περσική πολιορκία, και επιπλέον δεν είχαν επαρκείς προμήθειες, ούτε είχαν μηχανές πολέμου, ούτε οτιδήποτε άλλο άξιο για την υπεράσπιση του εαυτού τους." [4]

«Έτσι τότε ο Χοσρόης εξασφάλισε την εξουσία. Στη Μαρτυρόπολη όμως, ο Σίττας και ο Ερμογένης φοβήθηκαν για την πόλη, διότι δεν μπορούσαν να την υπερασπιστούν από τον κίνδυνο, και έστειλαν μερικούς άνδρες στον εχθρό, που ήρθαν μπροστά στους στρατηγούς και μίλησαν ως εξής: «διαφεύγει της προσοχής σας, ότι αδίκως γίνεστε εμπόδιο στον βασιλιά των Περσών και στις ευλογίες της ειρήνης και σε κάθε κράτος. Διότι πρεσβευτές που στάλθηκαν από τον Αυτοκράτορα είναι ακόμη και τώρα παρόντες, για να πάνε στον βασιλιά των Περσών και εκεί να λύσουν τις διαφορές και να συνάψουν συνθήκη μαζί του. Αλλά απομακρυνθείτε όσο το δυνατόν γρηγορότερα από τη γη των Ρωμαίων και επιτρέψτε στους πρεσβευτές να ενεργήσουν με τον τρόπο, που θα είναι επωφελής και για τους δύο λαούς. Διότι είμαστε έτοιμοι επίσης να δώσουμε ως ομήρους ανθρώπους με φήμη γι' αυτά ακριβώς τα πράγματα, για να αποδείξουμε ότι θα πραγματοποιηθούν σύντομα και όχι σε κάποια μακρινή ημερομηνία». Τέτοια ήταν τα λόγια των πρεσβευτών των Ρωμαίων. Έτυχε επίσης να τους ήρθε ένας αγγελιοφόρος από το παλάτι, ο οποίος τους είπε ότι ο Καβάδης απεβίωσε και ότι ο Χοσρόης, γιος του Καβάδη, είχε γίνει βασιλιάς των Περσών, και ότι έτσι η κατάσταση είχε καταστραφεί. Και ως αποτέλεσμα αυτού οι στρατηγοί άκουσαν τα λόγια των Ρωμαίων με χαρά, αφού φοβόταν και την επίθεση των Ούννων. Οι Ρωμαίοι, λοιπόν, έδωσαν αμέσως ως ομήρους τον Μαρτίνο και έναν από τους σωματοφύλακες του Σίττα, τον Σενέσιο με το όνομα. Έτσι οι Πέρσες διέλυσαν την πολιορκία και αναχώρησαν αμέσως. [4]

Αρμενική εξέγερση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βούζης επανεμφανίζεται το 539, όταν διαδέχθηκε τον αποθανόντα Σίττα στη διοίκηση της Ρωμαϊκής Αρμενίας. Του ανατέθηκε να τερματίσει μία συνεχιζόμενη Αρμενική εξέγερση. Οι προσπάθειές του περιελάμβαναν τη δολοφονία του Ιωάννη, ενός απόγονου της δυναστείας των Αρσακιδών της Αρμενίας. Από τον Ιωάννη έμεινε ο γιος του Αρταβάνης. [1] «Μετά το τέλος τού Σίττα, ο Αυτοκράτορας διέταξε τον Βούζη να πάει εναντίον των Αρμενίων· και αυτός, μόλις πλησίασε, τους έστειλε πρεσβεία υποσχόμενος να κάνει συμφιλίωση μεταξύ τού Αυτοκράτορα και όλων των Αρμενίων, και ζήτησε να έρθουν μερικοί από τους προύχοντες, για να συνεννοηθούν. μαζί του για αυτά τα θέματα. Τώρα οι Αρμένιοι στο σύνολό τους δεν μπορούσαν να εμπιστευτούν τον Βούζη, ούτε ήταν πρόθυμοι να λάβουν τις προτάσεις του. Υπήρχε όμως κάποιος από τους Αρσακίδες, που ήταν ιδιαίτερα φιλικός μαζί του, ο Ιωάννης με το όνομα, ο πατέρας του Αρταβάνη, και αυτός, έχοντας εμπιστοσύνη στον Βούζη ως φίλο του, ήρθε κοντά του με τον γαμπρό του, τον Βασάκη, και μερικούς άλλους, αλλά όταν αυτοί οι άνδρες έφτασαν στο σημείο όπου επρόκειτο να συναντήσουν τον Βούζη την επόμενη ημέρα, και έφτιαξαν εκεί τις σκηνές τους, κατάλαβαν ότι είχαν έρθει σε ένα μέρος περικυκλωμένο από τον ρωμαϊκό στρατό. Γι' αυτό, ο Βασάκης ο γαμπρός, παρακάλεσε θερμά τον Ιωάννη να διαφύγει. Και επειδή δεν μπόρεσε να τον μεταπείσει, τον άφησε εκεί μόνο, και παρέα με όλους τους άλλους διέφυγε από τους Ρωμαίους και γύρισε πάλι από τον ίδιο δρόμο. Και ο Βούζης βρήκε τον Ιωάννη μόνο και τον σκότωσε· Και αφού μετά από αυτό οι Αρμένιοι δεν είχαν καμία ελπίδα να καταλήξουν ποτέ σε συμφωνία με τους Ρωμαίους, και επειδή δεν μπόρεσαν να επικρατήσουν τού Αυτοκράτορα στον πόλεμο, ήρθαν ενώπιον του Πέρση βασιλιά με αρχηγό τον Βασάκη, έναν ενεργητικό άνθρωπο». Τα γεγονότα οδήγησαν σε νέα σύγκρουση μεταξύ της Βυζαντινής και της Σασσανιδικής Αυτοκρατορίας. [5]

Το 540 ο Ιουστινιανός Α' διόρισε τον Βελισάριο και τον Βούζη από κοινού magistri militum per Orientem. Ο Βούζης θα διοικούσε προσωπικά την περιοχή μεταξύ του Ευφράτη και των περσικών συνόρων. Επίσης, είχε προσωρινά τη διοίκηση των περιοχών του Βελισάριου. Ο Βελισάριος είχε μόλις ανακληθεί από τον Γοτθικό Πόλεμο και βρισκόταν ακόμα στην Ιταλική Χερσόνησο. Δεν θα έφτανε στη νέα του θέση παρά την άνοιξη του 541 [1] «Ο Αυτοκράτορας είχε χωρίσει σε δύο μέρη τη στρατιωτική διοίκηση της Ανατολής, αφήνοντας το τμήμα μέχρι τον ποταμό Ευφράτη υπό τον έλεγχο τού Βελισάριου, που προηγουμένως είχε τη διοίκηση του συνόλου, ενώ το τμήμα από εκεί μέχρι τα περσικά σύνορα, το εμπιστεύτηκε τον Βούζη, διατάζοντάς τον να αναλάβει όλη την επικράτεια της Ανατολής μέχρι να επιστρέψει ο Βελισάριος από την Ιταλία». [6]

Την άνοιξη του ίδιου έτους (540), οι Σασσανίδες εισέβαλαν σε Ρωμαϊκές περιοχές. Απέφευγαν τα φρούρια της Μεσοποταμίας, κατευθυνόμενοι προς τους ευκολότερους στόχους της Συρίας και της Κιλικίας. Ο Βούζης είχε τοποθετηθεί στην Ιεράπολη στην αρχή αυτής της εκστρατείας. Μέχρι τα μέσα του καλοκαιριού, οι Σασσανίδες είχαν καταλάβει τη Σούρα. Ο Βούζης έφυγε από την Ιεράπολη επικεφαλής των καλύτερων στρατευμάτων του. Υποσχέθηκε να επιστρέψει, εάν η πόλη βρισκόταν κάτω από περσική απειλή, αλλά ο Προκόπιος κατηγορεί τον Βούζη ότι απλώς εξαφανίστηκε, χωρίς ούτε οι Ιεραπολίτες ούτε οι Σασσανίδες να μπορούν να τον εντοπίσουν. [1] [7] «Ο Βούζης λοιπόν στην αρχή παρέμεινε στην Ιεράπολη, κρατώντας μαζί του ολόκληρο τον στρατό του· αλλά όταν έμαθε τι είχε συμβεί στη Σούρα, κάλεσε τους πρώτους άνδρες των Ιεραπολιτών και μίλησε ως εξής: «Όποτε οι άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι με αγώνα εναντίον ενός επιτιθέμενου, με τους οποίους έχουν ισοδύναμη δύναμη, δεν είναι καθόλου παράλογο να εμπλακούν σε ανοιχτή σύγκρουση με τον εχθρό. Αλλά για εκείνους που είναι συγκριτικά πολύ κατώτεροι από τους αντιπάλους τους, θα είναι πιο πλεονεκτικό να παρακάμψουν τον εχθρό τους με κάποιου είδους κόλπα, παρά να παραταχτούν ανοιχτά εναντίον τους και έτσι να μπουν σε προβλεπόμενο κίνδυνο. Πόσο μεγάλος είναι, τώρα, ο στρατός τού Χοσρόη, σίγουρα το πληροφορήθηκες. Και αν με αυτόν τον στρατό θέλει να μας αιχμαλωτίσει με πολιορκία, και αν συνεχίσουμε τον αγώνα από το τείχος, είναι πιθανό, όταν οι προμήθειές μας θα εξαντληθούν, οι Πέρσες θα εξασφαλίσουν ό,τι χρειάζονται από τη γη μας, όπου δεν θα υπάρχει κανείς να τους εναντιωθεί. Και αν η πολιορκία παραταθεί με αυτόν τον τρόπο, πιστεύω επίσης ότι το οχυρωματικό τείχος δεν θα αντέξει τις επιθέσεις τού εχθρού, διότι σε πολλά μέρη είναι πιο επιρρεπές σε επίθεση, και έτσι θα προκληθεί ανεπανόρθωτη ζημιά στους Ρωμαίους. Αλλά αν με ένα μέρος του στρατού φυλάξουμε το τείχος της πόλης, ενώ οι υπόλοιποι καταλαμβάνουμε τα υψώματα γύρω από την πόλη, θα κάνουμε επιθέσεις από εκεί κατά καιρούς στο στρατόπεδο των ανταγωνιστών μας, και μερικές φορές σε εκείνους που αποστέλλονται για χάρη των προμηθειών, και έτσι αναγκάζουν τον Χοσρόη να εγκαταλείψει την πολιορκία αμέσως, και να υποχωρήσει σε σύντομο χρονικό διάστημα. Διότι δεν θα είναι καθόλου σε θέση να κατευθύνει την επίθεσή του χωρίς φόβο εναντίον των οχυρώσεων, ούτε να παρέχει τίποτε από τα απαραίτητα για έναν τόσο μεγάλο στρατό». Έτσι μίλησε ο Βούζης και με τα λόγια του φαινόταν να καθορίζει την ευνοϊκή πορεία δράσης, αλλά από ό,τι ήταν απαραίτητο δεν έκανε τίποτε. Διότι διάλεξε όλο εκείνο το τμήμα του ρωμαϊκού στρατού, που ήταν αξιοσημείωτο και απομακρυνόταν. Και όπου στον κόσμο ήταν, ούτε κανένας από τους Ρωμαίους στην Ιεράπολη, ούτε ο εχθρικός στρατός μπόρεσε να μάθει» [6] .

Αναφέρεται ξανά αργότερα το ίδιο έτος στην Έδεσσα. Ο,ι εντόπιοι πολίτες προσπαθούσαν να πληρώσουν λύτρα για την ασφαλή επιστροφή των αιχμαλώτων που κρατούνταν στην Αντιόχεια. Οι Βούζης τους εμπόδισαν να το κάνουν. [1] «Ο Χοσρόης ...ήθελε να ξεπουλήσει όλους τους αιχμαλώτους από την Αντιόχεια. Και όταν οι πολίτες της Έδεσσας το έμαθαν, επέδειξαν έναν ανήκουστο ζήλο. Διότι δεν υπήρχε άνθρωπος, που να μην έφερε λύτρα για τους αιχμαλώτους και να τα καταθέσει στο ιερό ανάλογα με το μέτρο των υπαρχόντων του. Και υπήρξαν μερικοί, που ξεπέρασαν ακόμη και την ανάλογη ποσότητά τους κάνοντας κάτι τέτοιο. Διότι οι πόρνες έβγαλαν όλα τα στολίδια που φορούσαν στα πρόσωπά τους και τα έριχναν εκεί κάτω, και όποιος γεωργός δεν είχε πιάτο ή χρήματα, αλλά είχε γαϊδούρι ή πρόβατο, το έφερνε στο ιερό με μεγάλη ζήλο. Έτσι συγκεντρώθηκε ένα εξαιρετικά μεγάλο ποσό χρυσού και αργύρου και χρήματα σε άλλες μορφές, αλλά ούτε λίγο από αυτά δόθηκε για λύτρα. Διότι ο Βούζης έτυχε να είναι παρών εκεί, και ανέλαβε να αποτρέψει τη συναλλαγή, περιμένοντας ότι αυτό θα του έφερνε κάποιο μεγάλο κέρδος. Γι' αυτό ο Χοσρόης προχώρησε, παίρνοντας μαζί του όλους τους αιχμαλώτους» [8] .

Χάρτης της Λαζικής.

Οι εχθροπραξίες του 540 έδωσαν τη θέση τους στον μακροχρόνιο Λαζικό πόλεμο (541-562). Το 541, ο Βούζης καταγράφεται ως ένας από τους διάφορους Ρωμαίους (Βυζαντινούς) διοικητές, που συγκεντρώθηκαν στη Δάρα, για να αποφασίσουν για μία πορεία δράσης. Ήταν μεταξύ εκείνων, που ήταν υπέρ της εισβολής στις περιοχές των Σασσανιδών. [1] Ο Προκόπιος αναφέρει: «την ώρα αυτή ο Βελισάριος είχε φτάσει στη Μεσοποταμία και συγκέντρωνε τον στρατό του από κάθε γωνιά, και επίσης έστελνε άνδρες στη γη της Περσίας για να λειτουργήσουν ως κατάσκοποι. Και θέλοντας να συναντήσει τον εχθρό εκεί, αν ξαναέκαναν εισβολή στη χώρα των Ρωμαίων, οργανωνόταν επί τόπου και εξόπλιζε τους στρατιώτες, που ήταν ως επί το πλείστον χωρίς όπλα και πανοπλίες και τρομοκρατημένοι στο όνομα των Περσών. Τώρα οι κατάσκοποι επέστρεψαν, και δήλωσαν ότι προς το παρόν δεν θα υπήρχε εισβολή τού εχθρού, διότι ο Χοσρόης απασχολείται αλλού με πόλεμο κατά των Ούννων. Και ο Βελισάριος, όταν το έμαθε αυτό, θέλησε να εισβάλει αμέσως στη γη του εχθρού με όλο τον στρατό του. . . . Και ο Πέτρος και ο Βούζης τον προέτρεψαν να ηγηθεί τού στρατού χωρίς κανένα δισταγμό εναντίον της εχθρικής χώρας. Και τη γνώμη τους ακολούθησε αμέσως όλο το συμβούλιο." [9]

Ενώ ο Βούζης πιθανότατα υπηρέτησε υπό τον Βελισάριο σε αυτή την εκστρατεία, οι συγκεκριμένες δραστηριότητές του δεν αναφέρονται. Οι βυζαντινές δυνάμεις εισβολής απέτυχαν να καταλάβουν τη Νίσιβη, αν και κατέλαβαν το Σισαύρανο, καθώς η φρουρά αυτομόλησε λόγω έλλειψης εφοδίων, αλλά τελικά αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Την περίοδο της εκστρατείας του 542, ο Χοσρόης Α' εισέβαλε για άλλη μία φορά στις Ρωμαϊκές περιοχές. Οι Βούζης, ο Ιούστος και άλλοι υποχώρησαν μέσα στα τείχη της Ιεράπολης. Ήταν ένας από τους συγγραφείς μίας επιστολής, που ζητούσε από τον Βελισάριο να πάει μαζί τους εκεί. Ο Βελισάριος αντ' αυτού κινήθηκε προς το Ευρωπό, καλώντας τους άλλους ηγέτες εκεί. [1] Ο Προκόπιος διηγείται: «στην αρχή της άνοιξης ο Χοσρόης, ο γιος του Καβάδη, άρχισε για τρίτη φορά εισβολή στη χώρα των Ρωμαίων με ισχυρό στρατό, κρατώντας δεξιά τον ποταμό Ευφράτη. . . . Ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός, όταν έμαθε την επιδρομή των Περσών, έστειλε πάλι τον Βελισάριο εναντίον τους. Και ήρθε με μεγάλη ταχύτητα στην Ευφρατησία, αφού δεν είχε στρατό μαζί του, καβάλα στα κυβερνητικά άλογα, που συνηθίζουν να αποκαλούν «βερεδί», ενώ ο Ιούστος, ο ανιψιός τού Αυτοκράτορα, μαζί με τον Βούζη και ορισμένους άλλους, βρισκόταν στην Ιεράπολη, όπου είχε διαφύγει για ασφάλεια.» [10]

«Και όταν αυτοί οι άνδρες άκουσαν ότι ο Βελισάριος ερχόταν και δεν ήταν μακριά, του έγραψαν μία επιστολή, που έγραφε ως εξής: «Άλλη μία φορά ο Χοσρόης, όπως ο ίδιος αναμφίβολα γνωρίζετε, κατέλαβε το πεδίο εναντίον των Ρωμαίων, φέρνοντας πολύ μεγαλύτερο στρατό από ό,τι στο παρελθόν. Και το πού σκοπεύει να πάει δεν είναι ακόμη εμφανές, εκτός από το ότι ακούμε ότι είναι πολύ κοντά και ότι δεν έχει πλήξει κάποιο μέρος, αλλά προχωρά πάντα μπροστά. Αλλά ελάτε κοντά μας όσο το δυνατόν γρηγορότερα, αν όντως μπορέσετε να αποφύγετε τον εντοπισμό από τον στρατό τού εχθρού, για να είστε εσείς οι ίδιοι ασφαλείς για τον Αυτοκράτορα και να ενωθείτε μαζί μας στη φύλαξη της Ιεράπολης». Αυτό ήταν το μήνυμα της επιστολής. Αλλά ο Βελισάριος, μη εγκρίνοντας τη συμβουλή που δόθηκε, ήρθε στο μέρος που λέγεται Eυρωπόν, που βρίσκεται στον ποταμό Ευφράτη. Από εκεί έστειλε προς όλες τις κατευθύνσεις και άρχισε να συγκεντρώνει τον στρατό του, και εκεί ίδρυσε το στρατόπεδό του. Και οι αξιωματικοί στην Ιεράπολη απάντησαν με τα εξής λόγια: «Αν τώρα ο Χοσρόης κινείται εναντίον οποιουδήποτε άλλου λαού και όχι εναντίον υπηκόων των Ρωμαίων, αυτό το σχέδιό σας είναι καλά μελετημένο και εξασφαλίζει τον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό ασφάλειας. Είναι μεγάλη ανοησία, για όσους έχουν την ευκαιρία να παραμείνουν ήσυχοι και να απαλλαγούν από προβλήματα, να μπουν σε οποιονδήποτε περιττό κίνδυνο· αλλά αν αμέσως μετά την αναχώρηση από εδώ, αυτός ο βάρβαρος πρόκειται να πέσει σε κάποια άλλη περιοχή τού Αυτοκράτορα Ιουστινιανού -και αυτή είναι μία εξαιρετικά καλή, αλλά χωρίς καμία φρουρά στρατιωτών- να είναι βέβαιος ότι το να χαθεί γενναία είναι καλύτερο από κάθε άποψη, παρά να σωθεί χωρίς μάχη. Διότι αυτό δικαίως θα ονομαζόταν όχι σωτηρία, αλλά προδοσία. Αλλά ελάτε όσο το δυνατόν γρηγορότερα στο Eυρωπόν, όπου, αφού συγκεντρώσω ολόκληρο τον στρατό, ελπίζω να αντιμετωπίσω τον εχθρό όπως το επιτρέπει ο Θεός». Και όταν οι αξιωματικοί είδαν αυτό το μήνυμα, πήραν θάρρος και αφήνοντας εκεί τον Ιούστο με λίγους άνδρες για να φυλάνε την Ιεράπολη, όλοι οι άλλοι με τον υπόλοιπο στρατό ήρθαν στο Eυρωπόν» [10].

Πέφτοντας σε δυσμένεια

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το καλοκαίρι του 542 η Κωνσταντινούπολη επλήγη από τη λεγόμενη πανώλη της εποχής τού Ιουστινιανού Α΄. Ο ίδιος ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α΄ κόλλησε την πανώλη και έγιναν συζητήσεις για μία επικείμενη διαδοχή. Ο Βελισάριος και ο Βούζης, αμφότεροι απόντες στην εκστρατεία, φέρεται να ορκίστηκαν να αντιταχθούν σε οποιονδήποτε Αυτοκράτορα επιλεγόταν χωρίς τη συγκατάθεσή τους. Η Θεοδώρα προσβλήθηκε, και έκανε και οι δύο να ανακληθούν στην Κωνσταντινούπολη, για να αντιμετωπίσουν την κρίση της. Ο Βούζης συνελήφθη κατά την επιστροφή του. Σύμφωνα με πληροφορίες, πέρασε δύο χρόνια και τέσσερις μήνες (τέλη 542-αρχές 545) κρατούμενος σε έναν υπόγειο θάλαμο, που βρισκόταν κάτω από τη γυναικεία συνοικία τού παλατιού. Ενώ τελικά αποφυλακίστηκε, ο Προκόπιος προτείνει ότι ο Βούζης συνέχισε να υποφέρει από εξασθενημένη όραση και κακή υγεία για το υπόλοιπο της ζωής του. [1]

Ο Προκόπιος διηγείται: «Η πανώλη που ανέφερα στην προηγούμενη αφήγηση λυμαινόταν τον πληθυσμό του Βυζαντίου. Και ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός αρρώστησε πολύ βαριά, ώστε μάλιστα αναφέρθηκε ότι απεβίωσε. Και αυτή η αναφορά κυκλοφόρησε από φήμες, και μεταφέρθηκε μέχρι τον ρωμαϊκό στρατό. Εκεί κάποιοι από τους διοικητές άρχισαν να λένε ότι, αν οι Ρωμαίοι έστηναν έναν δεύτερο Ιουστινιανό ως Αυτοκράτορα πάνω στο Βυζάντιο, δεν θα το ανεχτούν ποτέ. Αλλά λίγο αργότερα διαδόθηκε ότι ο Αυτοκράτορας ανέκαμψε και οι διοικητές του ρωμαϊκού στρατού άρχισαν να συκοφαντούν ο ένας τον άλλον. Διότι ο Πέτρος ο Στρατηγός, και ο Ιωάννης τον οποίο αποκαλούσαν Λαίμαργο, δήλωσαν ότι είχαν ακούσει τον Βελισάριο και τον Βούζη να λένε αυτά που μόλις ανέφερα. Η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, δηλώνοντας ότι αυτά τα επιπόλαια πράγματα που είχαν πει οι άνδρες στρέφονταν εναντίον της, έπαυσε να κάνει υπομονή. Έτσι τους κάλεσε αμέσως όλους στο Βυζάντιο, και έκανε έρευνα για την αναφορά.» [11]

«Η [Θεοδώρα] κάλεσε ξαφνικά τον Βούζη στα διαμερίσματα των γυναικών, σαν να ήθελε να του ενημερώσει κάτι πολύ σημαντικό. Τώρα υπήρχε ένα σύνολο δωματίων στο Παλάτι, κάτω από το επίπεδο του εδάφους, ασφαλές και ένας πραγματικός λαβύρινθος, που έμοιαζε με τον Τάρταρο, όπου συνήθως κρατούσε σε περιορισμό αυτούς που την είχαν προσβάλει. Έτσι ο Βούζης εκσφενδονίστηκε σε αυτόν τον λάκκο, και σε εκείνο το μέρος: ένας άνδρας που είχε προέλθει από μία σειρά υπάτων, έμεινε για πάντα εκεί αγνοώντας τον χρόνο. Διότι καθώς καθόταν εκεί στο σκοτάδι, δεν μπορούσε να διακρίνει αν ήταν ημέρα ή νύχτα, ούτε μπορούσε να επικοινωνήσει με κανένα άλλο άτομο, καθώς ο άνθρωπος που του έριχνε το φαγητό του κάθε μέρα, τον συναντούσε σιωπηλά, ο ένας τόσο βουβός όσο ο άλλος, όπως ένα θηρίο συναντά ένα άλλο. Και αμέσως από όλους θεωρήθηκε ότι είχε αποβιώσει, και κανείς δεν τόλμησε να τον αναφέρει ή να τον ανακαλέσει. Αλλά δύο χρόνια και τέσσερις μήνες αργότερα, η Θεοδώρα λυπήθηκε και απελευθέρωσε τον άνδρα, και όλοι τον έβλεπαν σαν έναν που είχε επιστρέψει από τους νεκρούς. Αλλά μετά υπέφερε πάντα από αδύναμη όραση και ολόκληρο το σώμα του ήταν άρρωστο» [11]

«Τέτοια ήταν η εμπειρία του Βούζη. Όσο για τον Βελισάριο, αν και δεν καταδικάστηκε για κάποια από τις κατηγορίες, ο Αυτοκράτορας, μετά από επιμονή της αυτοκράτειρας, τον απάλλαξε από την αρχηγία που είχε και διόρισε τον Μαρτίνο ως στρατηγό της Ανατολής στη θέση του, και τού έδωσε εντολή να διανείμει τους ακοντιστές και τους φρουρούς τού Βελισάριου και όλους τους υπηρέτες του που ήταν αξιόλογοι άνδρες στον πόλεμο, σε ορισμένους από τους αξιωματικούς και τους ευνούχους του Παλατιού. Αυτοί λοιπόν έβαλαν εκείνους σε κλήρο, και τους μοίρασαν όλους μεταξύ τους, όπλα και όλα, καθώς έτυχε να τους κερδίσει ο καθένας. Και σε πολλούς από αυτούς που ήταν φίλοι του ή τον είχαν υπηρετήσει προηγουμένως με κάποιο τρόπο, απαγόρευσε να επισκέπτονται άλλο τον Βελισάριο. Και περνούσε, λυπηρό και απίστευτο θέαμα, ο Βελισάριος ιδιώτης στο Βυζάντιο, πρακτικά μόνος, πάντα συλλογισμένος και σκυθρωπός, και φοβούμενος έναν θάνατο από βία» [11].

Είτε στα τέλη του καλοκαιριού είτε στις αρχές του φθινοπώρου του 548, ο Γερμανός εκμυστηρεύτηκε στον Βούζη και τον Κωνσταντιανό για τη συνεχιζόμενη συνωμοσία του Αρταβάνη, μία συνωμοσία για τη δολοφονία του Ιουστινιανού Α΄. Ενώ ο Ιουστινιανός Α΄ είχε συλλάβει τους συνωμότες, ο Γερμανός και οι γιοι του τέθηκαν επίσης υπό υποψίες για την επαφή τους. Συγκεκριμένα, έπρεπε να εξηγήσουν γιατί ειδοποίησαν στρατηγούς πιστούς στον Ιουστινιανό Α΄, αλλά δεν ενημέρωσαν τον ίδιο τον Αυτοκράτορα. Ο Βούζης, ο Κωνσταντιανός, ο Μάρκελλος και ο Λεόντιος μαρτύρησαν ενόρκως για την αθωότητα τού Γερμανού. [1] [12]

Την άνοιξη του 549, ο Βούζης ήταν και πάλι ενεργός στην εκστρατεία. Οδήγησε (μαζί με τον Αράτιο, τον Κωνσταντιανό και τον Ιωάννη) έναν στρατό 10.000 ιππέων. Στάλθηκαν για να βοηθήσουν τους Λομβαρδούς ενάντια στους Γέπιδες. Η εκστρατεία αυτή ήταν βραχύβια, καθώς οι δύο αντίπαλοι συνήψαν συνθήκη ειρήνης, καθιστώντας περιττή την παρουσία των Ρωμαϊκών δυνάμεων. Είναι η τελευταία φορά, που αναφέρεται ο Βούζης από τον Προκόπιο. [1]

Στη συνέχεια αναφέρεται από τον Αγαθία π. 554-556 ως ένας από τους στρατηγούς επικεφαλής τού στρατού στη Λαζική. Το 554 ο Βέσσας ήταν ο αρχηγός στην περιοχή αυτή. Ο Μαρτίνος, magister militum per Armeniam, φαίνεται να ήταν ο δεύτερος στην εξουσία. Ο Ιουστίνος υπηρέτησε ως αναπληρωτής του Mαρτίνου και ήταν προφανώς τρίτος στη σειρά, αφήνοντας τον Βούζη ως τέταρτο στην αλυσίδα διοίκησης. Ο Αγαθίας αναφέρει ότι και οι τέσσερις άνδρες ήταν βετεράνοι προηγούμενων πολέμων. [1] [13] [14]

Ο Βέσσας απολύθηκε από το αξίωμα το 554/555, αφήνοντας τον Μαρτίνο ως αρχιστράτηγο. Ο Βούζης λέγεται ρητά ότι είναι τρίτος στην εξουσία. Τον Σεπτέμβριο/Οκτώβριο του 555 οι τρεις τους και ο σακελλάριος Ρούστικος πήγαν να συναντήσουν τον Γουβάζη Β' της Λαζικής. Ο Ιουστίνος και ο Βούζης φέρεται να σκέφτηκαν ότι επρόκειτο να συζητήσουν μία σχεδιαζόμενη επίθεση στις δυνάμεις των Σασσανιδών στην Ονογουρίδα (τοπικό οχυρό). Ο Μαρτίνος και ο Ρούστικος δολοφόνησαν τον Γουβάζη Β΄, σοκάροντας τον Βούζη. Ωστόσο, σύντομα υποψιάστηκε ότι ο ίδιος ο Ιουστινιανός Α΄ είχε διατάξει τη δολοφονία. Έτσι κράτησε τη γλώσσα του από την υπερβολική διαμαρτυρία. [1]

Οι προετοιμασίες για την επίθεση στην Ονογουρίδα συνεχίστηκαν, αλλά άρχισαν να καταφθάνουν ενισχύσεις των Σασανιδών. Ο Βούζης πρότεινε να ασχοληθούν πρώτα με τους νεοαφιχθέντες, αναβάλλοντας την πολιορκία. Έτσι αυτή ακυρώθηκε και στάλθηκε ένα απόσπασμα, για να αντιμετωπίσει τις ενισχύσεις των Σασανιδών. Οι τελευταίες κατατρόπωσαν το απόσπασμα και στη συνέχεια τον κύριο Ρωμαϊκό στρατό, με αποτέλεσμα την εύκολη νίκη των Σασανιδών. Ο Βούζης πιστώνεται με την επιτυχή φύλαξη μίας διάβασης γέφυρας, όταν η υποχώρηση έγινε χαοτική. Οι προσπάθειές του έσωσαν τις ζωές πολλών στρατιωτών, που πέρασαν τη γέφυρα για να ασφαλιστούν. [1]

Στις αρχές του 556ο Βούζης διατάχθηκε να υπερασπιστεί τη Νήσο (ένα μικρό νησί) στον ποταμό Φάση. Αργότερα ενώθηκε εκεί από τον Ιουστίνο. Οι δυο τους συνέχισαν να φρουρούν το νησί, ενώ ο υπόλοιπος στρατός εκστράτευε εναντίον των Μισιμιανών (τοπική φυλή). Δεν αναφέρεται ξανά. [1]

Βιβλιογραφικές αναφορές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. 1,00 1,01 1,02 1,03 1,04 1,05 1,06 1,07 1,08 1,09 1,10 1,11 1,12 1,13 1,14 1,15 1,16 1,17 1,18 Martindale, Jones & Morris (1992), p. 254-257 and Lillington-Martin (2012), p 4-5 and 2010.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 Procopius, History of the Wars, Book 1, Chapter 13 (cf. Lillington-Martin, 2006, 2007, 2008 and 2013).
  3. Martindale, Jones & Morris (1992), p. 413
  4. 4,0 4,1 Procopius, History of the Wars, Book 1, Chapter 21
  5. Procopius, History of the Wars, Book 2, Chapter 3
  6. 6,0 6,1 Procopius, History of the Wars, Book 2, Chapter 6
  7. Procopius, History of the Wars, Book 2, Chapters 5-6
  8. Procopius, History of the Wars, Book 2, Chapter 13
  9. Procopius, History of the Wars, Book 2, Chapter 16
  10. 10,0 10,1 Procopius, History of the Wars, Book 2, Chapter 20
  11. 11,0 11,1 11,2 Procopius, Secret History, Book 2, Chapter 4
  12. Bury (1958), p. 68
  13. Greatrex & Lieu (2002), pp. 120, 122
  14. Evans (1996), p. 168
  • Bury, John Bagnell (1958), History of the Later Roman Empire: From the Death of Theodosius I to the Death of Justinian, Volume 2, Courier Dover Publications, ISBN 978-0-486-20399-7 
  • Greatrex, Geoffrey; Lieu, Samuel N. C. (2002), The Roman Eastern Frontier and the Persian Wars (Part II, 363–630 AD), Routledge, ISBN 978-0-415-14687-6 
  • Lillington-Martin, Christopher:
    • 2006, “Pilot Field-Walking Survey near Ambar & Dara, SE Turkey”, British Institute of Archaeology at Ankara: Travel Grant Report, Bulletin of British Byzantine Studies, 32 (2006), p 40–45.
    • 2007, “Archaeological and Ancient Literary Evidence for a Battle near Dara Gap, Turkey, AD 530: Topography, Texts and Trenches” in: BAR –S1717, 2007 The Late Roman Army in the Near East from Diocletian to the Arab Conquest Proceedings of a colloquium held at Potenza, Acerenza and Matera, Italy edited by Ariel S. Lewin and Pietrina Pellegrini, p 299–311.
    • 2008, “Roman tactics defeat Persian pride” in Ancient Warfare edited by Jasper Oorthuys, Vol. II, Issue 1 (February 2008), pages 36–40.
    • 2010, “Source for a handbook: Reflections of the Wars in the Strategikon and archaeology” in: Ancient Warfare edited by Jasper Oorthuys, Vol. IV, Issue 3 (June 2010), pages 33–37.
    • 2012, “Hard and Soft Power on the Eastern Frontier: a Roman Fortlet between Dara and Nisibis, Mesopotamia, Turkey, Prokopios’ Mindouos?” in: The Byzantinist, edited by Douglas Whalin, Issue 2 (2012), pages 4-5.
    • 2013, “Procopius on the struggle for Dara and Rome” in: War and Warfare in Late Antiquity: Current Perspectives (Late Antique Archaeology 8.1-8.2 2010–11) by Sarantis A. and Christie N. (2010–11) edd. (Brill, Leiden 2013), pages 599–630, (ISBN 978-90-04-25257-8).
  • Martindale, John R.; Jones, A.H.M.; Morris, John (1992), The Prosopography of the Later Roman Empire - Volume III, AD 527–641, Cambridge University Press, ISBN 0-521-20160-8, https://books.google.com/books?id=fBImqkpzQPsC 
  • Procopius of Caesarea; Dewing, Henry Bronson (1914), History of the wars. vol. 1, Books I-II, Cambridge University Press, ISBN 978-0-674-99054-8, https://archive.org/details/procopius00proc_0 
  • Procopius of Caesarea; Dewing, Henry Bronson (1935), Secret History, Cambridge University Press, https://penelope.uchicago.edu/Thayer/E/Roman/Texts/Procopius/Anecdota/home.html