Φοινίκη Λιβανησία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Φοινίκη Λιβανησία, κυριολεκτικά: Φοινίκη Λιβανέζικη, λατιν.: Phoenice Libanensis, ή Phoenice Libani, ή Phoenice II (Secunda), ήταν μία επαρχία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που κάλυπτε τα βουνά τού Αντι-Λιβάνου και τα εδάφη στα ανατολικά μέχρι την Παλμύρα. Δημιουργήθηκε επίσημα π. 394, όταν η ρωμαϊκή επαρχία της Φοινίκης διαιρέθηκε στη Φοινίκη Κύρια (Proper) ή Φοινίκη Παραλία και στη Φοινίκη Λιβανησία, μία διαίρεση που παρέμεινε μέχρι την κατάκτηση της περιοχής από τους Μουσουλμάνους Άραβες τη δεκαετία του 630.

Τοπωνυμία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αγάπιος της Ιεράπολης χρησιμοποίησε τον όρο «έρημος της Φοινίκης» για να αναφερθεί στη στέπα ανάμεσα στην Έμεσα και την Παλμύρα, στην πρώην επαρχία της Φοινίκης Λιβανησίας. Κατά τη διάρκεια των Σταυροφοριών ο Γουλιέλμος της Τύρου και ο Ζακ του Βιτρί αναφέρουν τη Φοινίκη Λιβανησία στα ελληνορωμαϊκά σύνορα και τα όριά της, αναμφίβολα με βάση τις διοικητικές και εκκλησιαστικές γεωγραφίες που είναι ακόμη γνωστές στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. [1] [2] Ο Γουλιέλμος της Τύρου συνεχίζει να αποκαλεί τη Δαμασκό «μητρόπολη της Μικρής Συρίας, που αλλιώς ονομάζεται Φοινίκη Λιβανέζικη».

Υπό την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η πρώην επαρχία της Φοινίκης Λιβανησίας ήταν παρούσα μόνο σε τίτλους, που χρησιμοποιούνταν από εντόπιους Ρωμιούς Χριστιανούς του "Πατριαρχείου Αντιοχείας και Πάσης Ανατολής". Στον κατάλογο των επισκοπικών τίτλων, για παράδειγμα, οι αρχιεπίσκοποι Έμεσας, Μπάαλμπεκ και Παλμύρας είναι «έξαρχοι πάσης Φοινίκης Λιβανησίας». [3] [4]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φοινίκη I και Φοινίκη Λιβανησία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρτης της διοίκησης της Ανατολής με τις επαρχίες της, όπως καταγράφεται στον Κατάλογο Αξιωμάτων (Notitia Dignitatum), π. το 400.

Η επαρχία Augusta Libanensis, που αναφέρεται στον Κατάλογο της Βερόνας (Laterculus Veronensis), ήταν βραχύβια, αλλά αποτέλεσε τη βάση της επαναδιαίρεσης της Φοινίκης π. το 400 στη Φοινίκη I ή Φοινίκη Παραλία (παράκτια), και Φοινίκη II ή Φοινίκη Λιβανησία, με αντίστοιχες πρωτεύουσες την Τύρο και την Έμεσα. [5] Στον Κατάλογο Αξιωμάτων (Notitia Dignitatum), που γράφτηκε λίγο μετά τη διαίρεση, η Φοινίκη Ι διοικείται από έναν υπατικό (consularis), ενώ η Λιβανησίαs διοικείται από έναν διοικητή (praeses), με τις δύο επαρχίες να υπάγονται στη διοίκηση της Ανατολής. [6] Αυτό το τμήμα παρέμεινε άθικτο μέχρι τη μουσουλμανική κατάκτηση της Συρο-Παλαιστίνης τη δεκαετία του 630. [7] Υπό το Χαλιφάτο, το μεγαλύτερο μέρος από τις δύο Φοινίκες υπάγονταν στην επαρχία της Δαμασκού, με τμήματα στο νότο και στο βορρά να βρίσκονται στις επαρχίες της Ιορδανίας και της Έμεσας αντίστοιχα. [8]

Διατάγματα του Ιουστινιανού Α΄[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λόγω των μαζικών διοικητικών μεταρρυθμίσεων και των διαταγμάτων (edicti), που απευθύνονταν στη Φοινίκη Λιβανησία, με στόχο την αποτροπή περαιτέρω επιδρομών και εισβολών υπέρ των Σασσανιδών, η επαρχία διοικούνταν πλέον από δύο δούκες, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού Α' [9] [10].

Λεπτομέρεια ενός ψηφιδωτού πορτρέτου της εποχής του Ιουστινιανού Α΄, που φέρει πορφυρή χλαμύδα και λιθοκόλλητο στέμμα. Βασιλική του Αγ. Βιταλίου, στη Ραβέννα, το 547.

Στο διάταγμα (edictum) που χρονολογείται π. από το 535–539 του Ιουστινιανού Α΄ για την επαρχία της Φοινίκης Λιβανησίας, ο Αυτοκράτορας ζητά από τον κυβερνήτη να συγκρατήσει τα «ισχυρά νοικοκυριά», καθώς δήλωσε ότι η ανομία των μεγιστάνων τέτοιων περιοχών, τον έφερνε σε αμηχανία: «επίσης ντρέπομαι ακόμη και να μιλάω για το τεράστιο μέγεθος της λανθασμένης συμπεριφοράς αυτών των ανθρώπων, και για το ότι έχουν σωματοφύλακες που τους προστατεύουν, και έναν απίστευτο αριθμό ανθρώπων πίσω τους, που διαπράττουν αναιδώς ληστείες». [11] Τον Οκτώβριο του 527 ξεκίνησε η αναδιοργάνωση της στρατιωτικής διοίκησης της Φοινίκης Λιβανησίας από τον Ιουστινιανό Α΄, λόγω των επιδρομών -υπέρ των Σασσανιδών- Αράβων στην επικράτεια. Αυτή ήταν μία από τις πρώτες του πράξεις μετά την ανάληψη τού θρόνου. Πρόσθεσε έναν δούκα (dux), σε αυτόν που είχε ήδη εγκατασταθεί εκεί, με αποτέλεσμα η επαρχία να έχει δύο δούκες, αν και η έδρα του νέου δούκα δεν αναφέρεται στις πηγές. Ο Αυτοκράτορας διέταξε επίσης τον νεοδιορισμένο κόμη της Ανατολής (comes Orientis), τον Πατρίκιο, να ανοικοδομήσει την Παλμύρα, τις εκκλησίες και τα λουτρά της, και τοποθέτησε εκεί φρουρούς (numerus) και αρκετούς συνοριοφύλακες (limitanei). Με βάση αυτό και από ένα απόσπασμα του Προκόπιου, οι μελετητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο νέος δούκας βρισκόταν στην Παλμύρα.

Απεικόνιση από το βιβλίο Σαχναμέ: ο αλ-Μουνχίρ Γ΄ (δεξιά) ζητά τη βοήθεια του βασιλιά Χοσρόη Α' των Σασσανιδών (αριστερά) ενάντια στη Ρωμαϊκή (Βυζαντινή) Αυτοκρατορία.

Αυτές οι μεταρρυθμίσεις οφείλονταν στις καταστροφικές επιδρομές που οδήγησαν ο Λαχμίδης Aλ-Μουνδίρ κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστίνου Α΄: τέτοιες επιδρομές έφτασαν βαθιά στην Ανατολή, κυρίως η εισβολή μέχρι την Έμεσα το 527. Αυτή η επιδρομή που επηρέασε τη Φοινίκη Λιβανησία, πιθανότατα ενέπνευσε τα μέτρα του Ιουστινιανού Α΄. Ο Ιουστινιανός Α΄ είχε στο μυαλό του την υπεράσπιση της Ιερουσαλήμ, περιμένοντας από τον δούκα στη Φοινίκη να προστατεύσει την Αγία Πόλη. Η επιδρομή του Αλ-Μουνδίρ μέχρι τους Αγίους Τόπους, πρέπει να έκανε τις ρωμαϊκές αρχές να ανησυχούν για την ασφάλεια της Παλαιστίνης, βλέποντας ότι ο Αλ-Μουνδίρ είχε ακολουθήσει μία διαδρομή από την Παλμύρα προς την Έμεσα και την Απάμεια. Το Βυζάντιο ήθελε να προστατεύσει το εσωτερικό της Ανατολής αναχαιτίζοντας τον Αλ-Μουνδίρ στην Παλμύρα, για να τον εμποδίσει να διεισδύσει βαθύτερα στη ρωμαϊκή επικράτεια. Φαίνεται επίσης ότι ο αριθμός των φυλάρχων (φιλορωμαίων Αράβων σεϊχών) που διορίστηκαν στη Φοινίκη, επίσης αυξήθηκε σε δύο ή περισσότερους. Στο διάταγμα του 536 για την επαρχία, αναφέρονται περισσότεροι από έναν φυλάρχους. Το 528 τρεις Άραβες φύλαρχοι συμμετείχαν στην τιμωρητική εκστρατεία κατά του Αλ-Μουνδίρ και συμμετείχαν και δούκες από τη Φοινίκη. Δύο από τους φυλάρχους που ονομάζονται από τον Ιωάννη Μαλάλα, ο Nααμάν και ο Τζάφνα, μπορεί να διορίστηκαν στην πρόσφατα αναδιοργανωμένη επαρχία.

Η Παλμύρα ήταν το τελευταίο μέρος, που οχύρωσε ο Ιουστινιανός Α΄ στο τεράστιο οικοδομικό του πρόγραμμα σε όλη την Αυτοκρατορία, κυρίως για στρατιωτικούς λόγους. Άλλοι λόγοι για τέτοιου είδους οικοδομικό πρόγραμμα στην περιοχή μπορεί να έχουν να κάνουν με βιβλικές αναφορές, όπως ο Ι. Μαλάλας αναφέρεται στη βιβλική σχέση της Παλμύρας με τον Σολομώντα, τον βασιλιά της Παλαιάς Διαθήκης τον οποίο ο Ιουστινιανός Α΄ ισχυρίστηκε ότι ξεπέρασε στο κτίριο της Αγίας Σοφίας. Στα μέσα της δεκαετίας του 530 ο Ιουστινιανός Α΄ ξεκίνησε ένα ευρύ πρόγραμμα διοικητικών μεταρρυθμίσεων στις ανατολικές επαρχίες, το οποίο περιελάμβανε τη Φοινίκη Λιβανησία. [12]

Διάταγμα 4[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το «Διάταγμα (edictum) 4» εκδόθηκε τον Μάιο του 536 προς τη Φοινίκη Λιβανησία. Το κύριο μέλημα τού διατάγματος ήταν: η διεκδίκηση της εξουσίας τού πολιτικού κυβερνήτη επί των στρατιωτικών, και η ανάδειξή του από διοικητή (praeses) σε συντονιστή (moderator) με τον υψηλότερο βαθμό του λαμπροτάτου (spectabilis). Το διάταγμα αυτό ήταν για την εγκαθίδρυση ομοσπονδιακής και φυλαρχικής παρουσίας στη Φοινίκη Λιβανησία. Αυτή η μοναδική αναφορά στους Άραβες φυλάρχους στην επαρχία αυτή, καθιερώνει σταθερά την παρουσία τους στη Φοινίκη Λιβανησία. Υπάρχει επίσης μία αναφορά σε φυλάρχους στον πληθυντικό, σύμφωνα με το γεγονός ότι αυτή ήταν μία μεγάλη και εκτεθειμένη επαρχία, που περιείχε περιοχές ερήμου, γεγονός που εξηγεί την ύπαρξη περισσότερων του ενός φυλάρχων σε αυτήν. Αυτό το κείμενο δίνει στους φυλάρχους τη σωστή κατάταξη στο βυζαντινό σύστημα τιμών:ενδοξότατοι (clarissimus). Σε αντίθεση με τον φύλαρχο της Αραβίας αλ-Χαρίθ ιμπν Τζαβαλά, ο οποίος ήταν λαμπρότατος (spectabilis), αυτοί στον Λίβανο ήταν απλοί φύλαρχοι, κατώτεροι σε βαθμό από τον λαμπρότατο δούκα (spectabilis dux). Οι πιο διακεκριμένοι φύλαρχοι είχαν τις υψηλότερες βαθμίδες, που εμφανίζονται στις ελληνικές επιγραφές. Οι φύλαρχοι που αναφέρονται στο διάταγμα, ήταν υποταγμένοι στους δούκες της επαρχίας: η φυλετική υπαγωγή αυτών των φύλαρχων ήταν πιθανώς στους Γασσανίδες.

Ο Προκόπιος αφηγείται την ιστορία της διαμάχης της πλακόστρωτης Οδού (Strata) μεταξύ του αλ-Χαρίθ και του Αλ-Μουνδίρ, που χρησίμευσε ως πρόσχημα της Περσίας για το έναυσμα του Β΄ Περσικού Πολέμου με το Βυζάντιο. Αυτή η αφήγηση τεκμηριώνει την εμπλοκή των Γασσανιδών με τη Φοινίκη, καθώς σύμφωνα με τον Προκόπιο η Strata βρισκόταν νότια της Παλμύρας. Σε μία τόσο σημαντική συνοριακή διαμάχη, ήταν ο αλ-Χαρίθ ο αρχιφύλαρχος -και όχι οι κατώτεροι φύλαρχες της Φοινίκης- που ενεπλάκη, δείχνοντας την υπερ-επαρχιακή δικαιοδοσία του αρχιφυλάρχου. Εδώ ήταν ο αλ-Χαρίθ, όχι οι δούκες, που ήταν ο υπερασπιστής των ρωμαϊκών συνόρων (limes), επιβεβαιώνοντας την άποψη ότι η υπεράσπιση τού τομέα των ανατολικών συνόρων από την Παλμύρα έως την Άιλα ανήκε κυρίως στους Γασσανίδες (και όχι στους δούκες). Στην αφήγησή του για τα κτίρια των Γασσανιδών, ο Ισλαμιστής συγγραφέας Χαμζά αναφέρει, στο αραβικό χρονικό του, ότι υπήρχε παρουσία Γασσανιδών στο Ταδμούρ (Παλμύρα). Αυτό φαίνεται να επιβεβαιώνεται από την εξήγηση τού διατάγματος τού Ιουστινιανού Α΄ για τη Φοινίκη, με την Παλμύρα να είναι η έδρα τού ενός από τους δύο δούκες αυτής της επαρχίας. [12]

Επιδρομές Λαχμιδών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ανώτατος φύλαρχος αλ-Χαρίθ εμφανίζεται παντού στην Ανατολή, υπερασπιζόμενος τα Βυζαντινά συμφέροντα. Μετά από τρία χρόνια από την εισβολή των Σαρακηνών το 536, ο αλ-Χαρίθ αμφισβήτησε την αξίωση του Αλ-Μουνδίρ στη Strata (νότια της Παλμύρας, στη Φοινίκη Λιβανησία). Δεκαοκτώ χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του 554, βάδισε ως τη Χαλκίδα στη Συρία Ι (Prima), για να αντιμετωπίσει την εισβολή τού Αλ-Μουνδίρ στο Βυζαντινό έδαφος, και οδήγησε μία μάχη που οδήγησε στον θάνατο του Αλ-Μουνδίρ. Η ημέρα που έλαβε χώρα η μάχη τιτλοφορείται στα αραβικά: يَوْم حَلِيمَة‎, κ. γρ. Day of Halima‎ "Ημέρα της Χαλιμάς". [12]

Βυζαντινο-Σασσανιδικός Πόλεμος και τα επακόλουθά του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πίνακας του τελευταίου Βυζαντινο-Σασσανιδικού Πολέμου.

Κατά τη διάρκεια των συχνών Ρωμαιο-Περσικών Πολέμων που διήρκεσαν για πολλούς αιώνες, η Έμεσα έπεσε το 613 στον Σαχρμπαράζ και βρισκόταν στα χέρια των Σασσανιδών μέχρι το τέλος τού πολέμου. [13] Οι Σασσανίδες Πέρσες κατέλαβαν τη Φοινίκη Λιβανησία μαζί με το σύνολο της Συρο-Παλαιστίνης από το 619 έως το 629 [14]. Λίγο μετά τη νίκη του Βυζαντίου στον πόλεμο και την ανάκαμψη της περιοχής, [α] χάθηκε και πάλι, αυτή τη φορά οριστικά, από τις μουσουλμανικές κατακτήσεις: τη δεκαετία του 640, οι Μουσουλμάνοι Άραβες κατέκτησαν τη Συρία αμέσως μετά τον θάματο τού προφήτη τού Ισλάμ Μωάμεθ, και εγκαθίδρυσαν ένα νέο καθεστώς για να αντικαταστήσει τους Ρωμαίους. [15]

Περιφέρειες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Φοινίκη Λιβανησία βρισκόταν μεταξύ Ηλιούπολης (Baalbek) και Παλμύρας, καλύπτοντας επίσης τον Αντιλίβανο, τη Δαμασκό και την Έμεσα[16]. Οι περιοχές της επαρχίας της Φοινίκης Λιβανησίας (στη νότια Συρία) που αναφέρονται στο Notitia Dignitatum ήταν: Otthara (Al -Gunthor, ανατολικά του Hermel), [17] Euhara, Saltatha (πιθανώς Sadad), Lataui, Agatha, Nazala, Abina, Casama (Nabk), Calamona (In Jabal Qalamoun), Betproclis (Bir el-Fourqlous), Thelseae (πιθανώς Doumeir), Adatna (πιθανώς Ḥadata) και Palmira. [18] Κατά την αραβική προϊσλαμική περίοδο, στη Φοινίκη Λιβανησία, η Τζαλλίκ, η δεύτερη πρωτεύουσα των Αράβων Γασσανιδών, αποτελούσε ένα σημαντικό αστικό κέντρο για τον αραβικό πληθυσμό. [19]

Στρατός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο δουξ Φοινίκης ήταν μία στρατιωτική μονάδα, που διοικούσε τους συνοριοφύλακες (limitanei) της Φοινίκης στα ανατολικά της (δηλ. στη Phoenice Libanensis) και όλων των δυνάμεων και οχυρώσεων κατά μήκος των συνόρων της ερήμου, συμπεριλαμβανομένου του τμήματος της Strata Diocletiana, μεταξύ ακριβώς βόρεια της Παλμύρας και ακριβώς νότια της Δαμασκού. Ένας dux Phoenices ενεπλάκη στον πόλεμο με τους Σαρακηνούς της Mαβίας π. το 377, πολεμώντας παράλληλα με το magister equitum per Orientem. [20] Οι ακόλουθες μονάδες ή αποσπάσματα μονάδων, καθώς και οι νομάρχες και οι μονάδες τους, αναφέρονται ως υπό τη διοίκηση του dux Foenicis: [21]

Μονάδα Τοποθεσία
Equites Mauri Illyriciani Οτθάρα
Equites scutarii Illyriciani Ευχάρι
Equites promoti indigenae Σαλτάθα
Equites Dalmati Illyriciani Λατάβι
Equites promoti indigenae Αβάθα
Equites promoti indigenae Ναζάλα
Equites sagittarii indigenae Aβίνα
Equites sagittarii indigenae Κασάβα
Equites sagittarii indigenae Καλαμόνα
Equites Saraceni indigenae Bετπροκλίς
Equites Saraceni Θελσίη
Equites sagittarii indigenae Αδάθα
Praefectus legionis primae Illyriciorum Παλμύρα
Praefectus legionis tertiae Gallicae Δανάβα

Οι μονάδες από ένα μικρότερο μητρώο καταγραφής περιλαμβάνουν:

Μονάδα Τοποθεσία
Ala prima Damascena Μόντε Ιόβις
Ala nova Diocletiana Βεριαράκα
Ala prima Francorum Koύννα
Ala prima Alamannorum Nέια
Ala prima Saxonum Βεροφαβούλα
Ala prima Foenicum Ρένε
Ala secunda Salutis Αρέφα
Cohors tertia Herculia Βερανόκα
Cohors quinta pacta Alamannorum Ονεβάθα
Cohors prima Iulia lectorum Βάλε Άλβα
Cohors secunda Aegyptiorum Βάλε Διοκλητιανή
Cohors prima Orientalis Θάμα

Εκκλησιαστική διοίκηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Bab Kisan, μια από τις επτά αρχαίες πύλες της Δαμασκού, με σκαλίσματα Chi Rho .

Η εκκλησιαστική διοίκηση ακολουθούσε την πολιτική, με μερικές διαφορές. Όταν η επαρχία διαιρέθηκε περί το 394, η Δαμασκός, παρά η Έμεσα, έγινε ηe μητρόπολη της Φοινίκης II. Η επαρχία ανήκε στο Πατριαρχείο Αντιοχείας, με τη Δαμασκό αρχικά να ξεπερνά την Τύρο, την πρωτεύουσα της Φοινίκης I, της οποίας η θέση επίσης αμφισβητήθηκε για λίγο από την Bέρυτο π. το 450. Όμως μετά το 480/1 ο μητροπολίτης Τύρου καθιερώθηκε ως πρώτος κατά προτεραιότητα (πρωτόθρονος) όλων των μητροπολιτών, που υπάγονταν στην Αντιόχεια.[7] Τον Φεβρουάριο τού 452[β] η κεφαλή τού Αγ. Ιωάννη τού Βαπτιστή ανακαλύφθηκε στη μονή των Σπελαίων, στη μητρόπολη Έμεσα, στη Φοινίκη ΙΙ . Ματά από αυτό το γεγονός, η Έμεσα —η οποία ήταν προηγουμένως ήταν αναπληρωματική της Δαμασκού— "πιθανώς ανυψώθηκε στον βαθμό της επίτιμης μητρόπολης της Φοινίκης Λιβανησίας στο β' ήμισυ τού 5ου αι.", σύμφωνα με τον Ζυλιέν Αλικό.

Αυτή η κατάσταση, «σύμφωνη με την επιστολή του 12ου κανόνα της Συνόδου της Χαλκηδόνας», συνεχίστηκε τουλάχιστον μέχρι περί το 570, όταν γράφτηκε για πρώτη φορά τη Notitia Antiochena [9]. Σύμφωνα με τον Ζυλιέν Αλικό: «Οι μεταγενέστερες τροποποιήσεις της Notitia Antiochena μαρτυρούν, ωστόσο, ότι η πόλη έγινε εκκλησιαστική μητρόπολη με την πλήρη έννοια του όρου μεταξύ τού τέλους τού 6ου αι. και των αρχών του 7ου αι. και ότι έλαβε τη δική της δικαιοδοσία, που περιλαμβάνει τις τέσσερις επισκοπές Άρκας, Μαυρικόπολης, Αρμενίας και Στεφανούπολης» [23] Αυτό πιθανότατα οφειλόταν, σύμφωνα με τον Ζυλιέν Αλικό, στη μεταφορά της κεφαλής του Ιωάννη του Βαπτιστή στην πόλη Έμεσσα από τη μονή Σπελαίων, όπως μαρτυρείται από τον Θεοφάνη τον Ομολογητή, αν και χρονολογείται από τον ίδιο γύρω στο έτος 760 –«περισσότερο από έναν αιώνα μετά τη μουσουλμανική κατάκτηση της Εγγύς Ανατολής»– που είναι απίθανη χρονολογία. [24]

Μικρογραφία από το Μηνολόγιο του Βασιλείου Β' που απεικονίζει το μαρτύριο του Ιουλιανού της Έμεσας.

Εικάζεται ότι ο Ιουλιανός της Έμεσας θεωρούνταν προστάτης άγιος της Φοινίκης Λιβανησίας. Η Notitia Antiochena, που συντάχθηκε περί το 570, απαριθμεί ένδεκα επισκοπές της Φοινίκης Λιβανησίας υπό τον μητροπολίτη Δαμασκού, μεταξύ των οποίων αναφέρει την «επισκοπή της Ευχάρας» και την «επισκοπή των Σαρακηνών». [25]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. It's unknown if the province kept its name after the Byzantine reconquest.
  2. Vitalien Laurent suggested the month of February 453[22]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. William of Tyre, Histoire des Croisades, available from
  2. Jacques of Vitry, Histoire des Croisades, Available from:
  3. Charon, C., 1907. La hiérarchie melkite du patriarcat d'Antioche, in: Échos d'Orient, tome 10, n°65, pp.223–230. Doi:
  4. Rustum, A., 1988. Kanisat Madinat Allah Antakia el Ouzma [The Church of the City of God, Great Antioch], Volume I, Éditions de la Librairie Saint-Paul, Beirut, Lebanon, p. 61-62
  5. Eißfeldt 1941.
  6. Notitia Dignitatum, in partibus Orientis, I
  7. 7,0 7,1 Eißfeldt 1941, σελ. 369.
  8. Blankinship 1994.
  9. 9,0 9,1 Julien Aliquot, p. 126.
  10. Trombley, Frank. The Operational Methods of the Late Roman Army in the Persian War of 572–591. https://www.academia.edu/6644117. 
  11. Mayerson, Philip (1988). «Justinian's Novel 103 and the Reorganization of Palestine». Bulletin of the American Schools of Oriental Research (269): 65–71. doi:10.2307/1356951. ISSN 0003-097X. https://www.jstor.org/stable/1356951. 
  12. 12,0 12,1 12,2 Shahîd, Irfan (1995). Byzantium and the Arabs in the Sixth Century, Volume 1, Part 1, Political and Military History. Dumbarton Oaks. Washington, DC: Dumbarton Oaks, Trustees for Harvard University. 
  13. Crawford, Peter (2013). The War of the Three Gods: Romans, Persians and the Rise of Islam (στα Αγγλικά). Pen and Sword. σελίδες 42–43. ISBN 9781473828650. 
  14. M., Page, Melvin E., 1944- Sonnenburg, Penny (2003). Colonialism : an international social, cultural, and political encyclopedia. ABC-CLIO. 
  15. Giftopoulou, Sofia (2005). "Diocese of Oriens (Byzantium)". Encyclopaedia of the Hellenic World, Asia Minor. Foundation of the Hellenic World. Archived from the original on 10 June 2015. Retrieved 14 November 2013.
  16. Rustum, A., 1988. Kanisat Madinat Allah Antakia el Ouzma [The Church of the City of God, Great Antioch], Volume I, Éditions de la Librairie Saint-Paul, Beirut, Lebanon, p 399.
  17. Brown, J. P.· Gatier, P.-L. (12 Μαΐου 2017). «Otthara: a Pleiades place resource». Pleiades: a gazetteer of past places (στα Αγγλικά). DARMC, R. Talbert, R. Warner, Jeffrey Becker, Sean Gillies, Tom Elliott. Ανακτήθηκε στις 12 Νοεμβρίου 2022. 
  18. Dussaud, René (2015-03-16), «Chapitre V. Palmyre et la Damascène», Topographie historique de la Syrie antique et médiévale, Bibliothèque archéologique et historique (Beyrouth: Presses de l’Ifpo): 247–322, ISBN 978-2-35159-464-3, http://books.openedition.org/ifpo/3702, ανακτήθηκε στις 2022-11-12 
  19. Byzantium and the Arabs in the sixth century, Irfan Shahîd, p. 358.
  20. ND
  21. ND
  22. Vitalien Laurent, Le corpus des sceaux de l'empire byzantin, t. 5 : L'Église, Centre national de la recherche scientifique, 1965, p. 380.
  23. Julien Aliquot, p. 126.
  24. Julien Aliquot, p. 127.
  25. Shahîd, Irfan (1995). Byzantium and the Arabs in the Sixth Century, Volume 1, Part 2, Ecclesiastical History. Dumbarton Oaks. Washington, DC: Dumbarton Oaks, Trustees for Harvard University. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Julien Aliquot, Culte des saints et rivalités civiques en Phénicie à l'époque protobyzantine, από Des dieux civiques aux saints patrons, Διαβάστε online
  • 978-0-7914-1827-7
  • Eißfeldt, Otto (1941). "Phoiniker (Phoinike)". Realencyclopädie der Classischen Altertumswissenschaft. Vol. Band XX, Halbband 39, Philon–Pignus. pp. 350–379.