Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ιβηρικός Πόλεμος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Τα Ρωμαιο-Περσικά σύνορα από τον 4ο ως τον 7ο αι.

Ο Ιβηρικός Πόλεμος διεξήχθη από το 526 έως το 532 μεταξύ της Ρωμαϊκήής Αυτοκρατορίας και της Σασανιδικής Αυτοκρατορίας για το ανατολικό Γεωργιανό βασίλειο της Ιβηρίας: ένα κράτος-πελάτη των Σασανιδών, που είχε αυτομολήσει στους Βυζαντινούς. Ξεκίνησε σύγκρουση μεταξύ των εντάσεων για τον φόρο τιμής και το εμπόριο μπαχαρικών.

Οι Σασανίδες διατήρησαν το επάνω χέρι μέχρι το 530, αλλά οι Ρωμαίοι ανέκτησαν τη θέση τους στις μάχες στη Δάρα και στη Σατάλα, ενώ οι Γασσανίδες σύμμαχοί τους νίκησαν τους Λαχμίδες, που ήταν ευθυγραμμισμένοι με τους Σασανίδες. Μία νίκη των Σασανιδών στο Καλλίνικον το 531 συνέχισε τον πόλεμο για έναν ακόμη χρόνο, έως ότου οι αυτοκρατορίες υπέγραψαν την «Διαρκή Ειρήνη».

Μετά τον Αναστασιανό πόλεμο συμφωνήθηκε επταετής ανακωχή, ωστόσο κράτησε σχεδόν 20 χρόνια. Ακόμη και κατά τη διάρκεια τού πολέμου τού 505, ο Αυτοκράτορας Αναστάσιος Α' είχε ήδη αρχίσει να οχυρώνει τη Δάρα, ως αντίσταση στην περσική οχυρή πόλη Νίσιβη, για μία διαφαινόμενη σύγκρουση. Το 524–525, ο Πέρσης σάχης Kαβάδης Α΄ (βασ. 488–531) πρότεινε στον Αυτοκράτορα Ιουστίνο Α΄ να υιοθετήσει τον γιο του, Χοσρόη (Α΄). Η προτεραιότητα του Πέρση βασιλιά ήταν να εξασφαλίσει τη διαδοχή του Χοσρόη, του οποίου η θέση απειλούνταν από τους αντίπαλους αδελφούς και την αίρεση των Μαζντακιτών. Η πρόταση αρχικά έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα και τον ανιψιό του, Ιουστινιανό (Α΄), αλλά ο κοιαίστωρ του Ιουστίνου Α΄, Πρόκουλος, αντιτάχθηκε στην κίνηση. Παρά την κατάρρευση των διαπραγματεύσεων, μόλις το 530 άρχισε ο πόλεμος στα κύρια ανατολικά σύνορα. Στα χρόνια που μεσολάβησαν, οι δύο πλευρές προτίμησαν να διεξάγουν πόλεμο με πληρεξούσιο, μέσω Αράβων συμμάχων στον νότο και Ούννων στον βορρά.[1]

Οι εντάσεις μεταξύ των δύο δυνάμεων οξύνθηκαν ακόμη περισσότερο με την αποστασία του βασιλιά της Ιβηρίας Γεωργίου (Gourgen) στους Ρωμαίους. Σύμφωνα με τον Προκόπιο, ο Καβάδης Α' προσπάθησε να αναγκάσει τους χριστιανούς Ίβηρες να γίνουν Ζωροάστριες και το 523, υπό την ηγεσία τού Γεωργίου, ξεσηκώθηκαν σε εξέγερση κατά της Περσίας,[2] ακολουθώντας το παράδειγμα του γειτονικού χριστιανικού βασιλείου της Λαζικής. Ο Γεώργιος έλαβε δεσμεύσεις από τον Ιουστίνο Α' ότι θα υπερασπιζόταν την Ιβηρία. Οι Ρωμαίοι στη συνέχεια στρατολόγησαν Ούννους από τα βόρεια του Καυκάσου, για να βοηθήσουν τους Ίβηρες.[1]

Η βία κλιμακώθηκε σε διάφορα σημεία ό,που συναντήθηκε η δύναμη των δύο αυτοκρατοριών: το 525 ένας ρωμαϊκός στόλος μετέφερε έναν στρατό των Αξουμιτών, για να κατακτήσει την Υεμένη των Χιμιαριτών και το 525–526 οι Άραβες σύμμαχοι της Περσίας, οι Λαχμίδες, επιτέθηκαν σε ρωμαϊκά εδάφη στην άκρη της ερήμου. Οι Ρωμαίοι ενδιαφέρθηκαν να αποκτήσουν επιρροή στην Υεμένη, για να προστατεύσουν εκεί τα χριστιανικά συμφέροντα (βλέπε Χριστιανική κοινότητα Nατζράν) καθώς και να κυριαρχήσουν στους εμπορικούς δρόμους των μπαχαρικών και τού μεταξιού προς την Ινδία που ήταν υπό περσικό έλεγχο.[3]

Μέχρι το 526–527, ξεσπούσαν ανοιχτές μάχες μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών στην περιοχή τού Υπερκαύκασου και στην άνω Μεσοποταμία: οι Πέρσες συνέχισαν να ασκούν πιέσεις στους Ρωμαίους, για να λάβουν χρήματα από αυτούς.[1] Μετά το τέλος τού Αυτοκράτορα Ιουστίνου Α' το 527, ο Ιουστινιανός Α' ανέβηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο. Τα πρώτα χρόνια τού πολέμου ευνόησαν τους Πέρσες: μέχρι το 527 η Ιβηρική εξέγερση είχε συντριβεί, μία ρωμαϊκή επίθεση εναντίον της Νίσιβης και της Θεβηθάς εκείνη τη χρονιά απέτυχε, και οι δυνάμεις που προσπάθησαν να οχυρώσουν τη Θανουρίδα και τη Μελαβάσα, εμποδίστηκαν να το κάνουν από περσικές επιθέσεις.[1]

Το 528 οι Πέρσες πίεσαν από την Ιβηρία για να καταλάβουν οχυρά στην ανατολική Λαζική. Προσπαθώντας να διορθώσει τις ελλείψεις που α,ποκαλύφθηκαν από αυτές τις περσικές επιτυχίες, ο Ιουστινιανός Α΄ αναδιοργάνωσε τους ανατολικούς στρατούς, διαιρώντας τη διοίκηση του magister militum της Ανατολής στα δύο, και διορίζοντας ένα ξεχωριστό magister militum της Αρμενίας στο βόρειο τμήμα.[1] Η σημαντικότερη ρωμαϊκή πρωτοβουλία στο νότιο μέτωπο το 528 ήταν οι αποστολές του Βελισάριου στο Θανουρίδα, όπου προσπάθησε να προστατεύσει τους Ρωμαίους εργάτες που είχαν αναλάβει την κατασκευή ενός οχυρού ακριβώς στα σύνορα.[4] Οι δυνάμεις του ηττήθηκαν από τον Ξέρξη κατά τη μάχη της Θανουρίδος και έπρεπε να υποχωρήσει στο Δάρα.[5]

Οι καταστροφικές επιδρομές των Λαχμιδών στη Συρία το 529 ενθάρρυναν επίσης τον Ιουστινιανό Α΄ να ενισχύσει τους δικούς του Άραβες συμμάχους, βοηθώντας τον ηγέτη των Γασσανιδών Αλ-Χαρίθ ιμπν Τζαμπαλά να μετατρέψει έναν χαλαρό συνασπισμό σε ένα συνεκτικό βασίλειο, που μπόρεσε να κερδίσει το προβάδισμα εναντίον των Λαχμιδών στις ακόλουθα δεκαετίες. Το 530 ο Βελισάριος οδήγησε τους Ρωμαίους στη νίκη επί μίας πολύ μεγαλύτερης περσικής δύναμης υπό τον Περόζη στη μάχη της Δάρας, ενώ ο Σίττας και ο Δωρόθεος νίκησαν έναν περσικό στρατό υπό τον Μιρ-Μιρόε στη μάχη της Σατάλα. Το 531 ο Βελισάριος ηττήθηκε από τις δυνάμεις των Περσών και των Λαχμιδών στη μάχη του Καλλίνικου, αλλά κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, οι Ρωμαίοι κατέλαβαν μερικά οχυρά στην Αρμενία και απέκρουσαν μία περσική επίθεση.[1] Την αποτυχία των Ρωμαίων στο Καλλίνικον ακολούθησε εξεταστική επιτροπή, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η απόλυση του Βελισάριου από τη θέση του.[1] Ο Αζαρέθης, ο διοικητής των Περσών στο Καλλίνικον, αφαιρέθηκε επίσης από τις τάξεις του λόγω τής αποτυχίας του να καταλάβει κάποια σημαντική οχύρωση.

Ο απεσταλμένος του Ιουστινιανού A΄, Ερμογένης, επισκέφτηκε τον Καβάδη Α΄ αμέσως μετά τη μάχη τού Καλλίνικου για να ξανανοίξει τις διαπραγματεύσεις, αλλά χωρίς επιτυχία.[1] Ο Ιουστινιανός Α΄ έλαβε μέτρα για να ενισχύσει τη ρωμαϊκή θέση, προσπαθώντας, ταυτόχρονα, να εμπλέξει διπλωματικά τον Καβάδη Α΄. Ο Ιουστινιανός Α΄ προσπάθησε να συνάψει συμμαχία με τους Αξουμίτες της Αιθιοπίας και τους Χιμιαρίτες της Υεμένης κατά των Περσών, αλλά η πρόταση συμμαχίας του απέτυχε.[6] Οι Πέρσες διεξήγαγαν την πολιορκία της Μαρτυρόπολης, αλλά την εγκατέλειψαν, καθώς ο Καβάδης Α΄ απεβίωσε λίγο αργότερα, και την άνοιξη του 532 ξεκίνησαν νέες διαπραγματεύσεις μεταξύ των Ρωμαίων απεσταλμένων και του νέου Πέρση βασιλιά Χοσρόη Α', ο οποίος έπρεπε να αφιερώσει την προσοχή του στην εξασφάλιση της θέσης του. Οι δύο πλευρές ήρθαν τελικά σε συμφωνία και η Αιώνια Ειρήνη, που κράτησε όμως λιγότερο από οκτώ χρόνια, υπογράφηκε τον Σεπτέμβριο του 532. Και οι δύο πλευρές συμφώνησαν να επιστρέψουν όλα τα κατεχόμενα εδάφη, και οι Ρωμαίοι να καταβάλουν εφάπαξ πληρωμή 110 κεντηνάρια (centenaria), δηλ. 11.000 λίβρες χρυσού. Οι Ρωμαίοι ανέκτησαν τα οχυρά στη Λαζική, η Ιβηρία παρέμεινε στα χέρια των Περσών, αλλά οι Ίβηρες που είχαν εγκαταλείψει τη χώρα τους επετράπη να παραμείνουν στη ρωμαϊκή επικράτεια ή να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.[1]

Bιβλιογραφικές αναφορές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 1,7 1,8 Greatrex & Lieu 2002.
  2. Borgeraze, A. (2012). «Revolt of Gourgen» (στα KA). Georgia. II. Tbilisi, σσ. 211–212. 
  3. Magill, Frank N. (2012). The Middle Ages: Dictionary of World Biography (στα Αγγλικά). Routledge. σελ. 560b. ISBN 9781136593130. 
  4. Greatrex & Lieu 2002
  5. Conor Whately, Battles and Generals: Combat, Culture, and Didacticism in Procopius, 2006, Netherlands, p.238
  6. Smith, Sidney (1954). «Events in Arabia in the 6th Century A. D.». Bulletin of the School of Oriental and African Studies, University of London 16 (3): 425–468. doi:10.1017/S0041977X00086791.