Ιουστίνος (στρατηγός)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ιουστίνος (στρατηγός)
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση6ος αιώνας
Κωνσταντινούπολη
Θάνατος566
Αλεξάνδρεια
Συνθήκες θανάτουανθρωποκτονία
Χώρα πολιτογράφησηςΒυζαντινή Αυτοκρατορία
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητααξιωματικός
πολιτικός
Οικογένεια
ΓονείςΓερμανός (ξάδελφος του Ιουστινιανού Α΄) και Πασάρα
ΑδέλφιαΙουστινιανός
Ιουστίνη
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςστρατηγός
Πόλεμοι/μάχεςΛαζικός Πόλεμος
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΡωμαίος συγκλητικός
Ύπατος στην αρχαία Ρώμη (540)
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Φλάβιος Μαρκιανός Πέτρος Θεόδωρος Βαλεντίνος Ρουστίκιος Βοραΐδης Γερμανός Ιουστίνος[1], απλά κοινώς γνωστός ως Ιουστίνος, ήταν βυζαντινός αριστοκράτης και στρατηγός. Μέλος της Δυναστείας του Ιουστινιανού και ανιψιός του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α΄ (527-565), διορίστηκε ως ύπατος το 540, προτού να αναλάβει στρατιωτική υπηρεσία στα Βαλκάνια και στη Λαζική. Αγωνίστηκε εναντίον των Σλάβων, των Σασσανιδών Περσών και επόπτευε τις πρώτες επαφές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με τους Αβάρους. Την εποχή του θανάτου του Ιουστινιανού θεωρήθηκε ως πιθανός διάδοχος, αλλά έχασε τον θρόνο από τον εξάδελφό του, τον Ιουστίνο Β΄ (565-578), που τον εξόρισε στην Αίγυπτο, όπου δολοφονήθηκε.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρόωρη ζωή και εκστρατείες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ιουστίνος γεννήθηκε γύρω στο 525, ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Γερμανού και της Πασάρα, αδελφός του Ιουστινιανού. Ο Γερμανός ήταν ξάδερφος του βυζαντινού αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α΄ και ως εκ τούτου μέλος της ευρύτερης δυναστείας και ξάδελφος του διαδόχου του Ιουστινιανού, αυτοκράτορα Ιουστίνου Β΄(565-578). Το 540 ονομάστηκε πρόξενος σε πολύ μικρή ηλικία, απεικονίζεται με γενειάδα στο προξενικό του δίπτυχο και εξακολουθεί να αναφέρεται ως «νέος άντρας» από τον Προκόπιο εννέα χρόνια αργότερα. Σε αυτό το σημείο, είχε ήδη τον τίτλο του «λαμπρότατου» (vir illustris) και την επίτιμη θέση του κόμη των δομεστίκων (comes domesticorum). Την ίδια χρονιά συνόδευσε τον πατέρα του στην Ανατολή ενάντια στους Σασσανίδες Πέρσες[2]. Το 549 συνέβαλε στην αποκάλυψη της πλοκής για την ανατροπή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού από τον Αρμένιο στρατηγό Αρταβάνη και τους συνεργάτες του. Οι συνωμότες σκόπευαν να δολοφονήσουν τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό και τον αγαπημένο του στρατηγό Βελισάριο και να ανεβάσουν τον πατέρα του Γερμανό στο βυζαντινό θρόνο. ο Ιουστίνος ενημέρωσε τον πατέρα του, ο οποίος στη συνέχεια ενημέρωσε στον Μάρκελλο, τον Κόμη των Εξκουβίτορων, που οδήγησε στη σύλληψη των συνωμότες[3].

Τα Βαλκάνια τον 6ο αιώνα.

Το 550, μαζί με τον μικρότερο αδελφό του Ιουστινιανό και τον πατέρα του προετοιμάζονταν για την εκστρατεία εναντίον των Οστρογότθων της Ιταλίας, αλλά ο πατέρας του Γερμανός που ήταν ο αρχηγός της, πέθανε ξαφνικά το φθινόπωρο του 550, πριν ο στρατός εγκαταλείψει τα Βαλκάνια, όπου προετοιμαζόταν[4][5]. Μετά από αυτό, ο γαμπρός του Ιωάννης και ο αδελφός του Ιουστινιανός, οδήγησαν το στρατό προς τη Σαλόνα (σύγχρονο Σπλιτ, Κροατία), όπου ο Ναρσής ανέλαβε αρχηγός της εκστρατείας και πήρε την εντολή στα τέλη του 551.[6]. Στις αρχές του 551, ο Ιουστίνος πήρε μέρος κάτω από τις διαταγές του Σχολαστικού και αγωνίστηκε εναντίον μιας σλαβικής επιδρομής στα ανατολικά Βαλκάνια. Οι Βυζαντινοί νικήθηκαν αρχικά κοντά στην Αδριανούπολη αλλά κατάφεραν έπειτα να διώξουν τους Σλάβους από τα βυζαντινά εδάφη[7]. Στις αρχές του 552, ο Ιουστίνος και ο Ιουστινιανός ήταν επικεφαλής μιας άλλης εκστρατείας εναντίον μιας σλαβικής επιδρομής στο Ιλλυρικό αλλά οι δυνάμεις τους ήταν πολύ μικρές για να αντιμετωπίσουν άμεσα τους επιδρομείς. Αντ' αυτού, οι αδελφοί απλά τους παρενοχλούσαν. Λίγο αργότερα, διατάχτηκαν να κινηθούν βόρεια για να βοηθήσουν τους Λομβαρδούς ενάντια στους Γέπιδες μαζί με τον Αρατίο, τον Σουαρτούα και τον Αμαλαφρίδα, αλλά δεν μπόρεσαν να προχωρήσουν πολύ βόρεια λόγω της επέμβαση τους στις θρησκευτικές συγκρούσεις στην πόλη Ουλπιανά[6][8].

Αποστολές στη Λαζική και τον Δούναβη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Λαζική

Το 554, ο Ιουστίνος στάλθηκε ανατολικά στη Λαζική για να ενταχθεί στις βυζαντινές δυνάμεις υπό τους Βέσσα, Βούζη και Μαρτίνο. Η πρώτη του συνάντηση με τους Πέρσες ήταν ανεπιτυχής. Μαζί με τον Βέσσα, ο Ιουστίνος και τα στρατεύματά του στρατοπέδευσαν στην πεδιάδα της Χυτρόπολις, κοντά στο στρατηγικά σημαντικό φρούριο της Τελεφίς, το οποίο κρατούσε ο Μαρτίνος. Ο Πέρσης στρατηγός Μερμερόης [en], ωστόσο, πέτυχε να απομακρύνει τον Μαρτίνο από το φρούριο. Ο Μαρτίνος αποχώρησε για να ενταχθεί στους άλλους δύο στρατηγούς στην Χυτρόπολις, αλλά βλέποντας τον ο βυζαντινός στρατός, που δεν κατάλαβε τι είχε γίνει, άρχισε να υποχωρεί άτακτα πριν φτάσουν οι Πέρσες, υποχωρώντας κατά μήκος του ποταμού Φάση στο οχυρωμένο νησί[9]. Ο Βέσσας απολύθηκε από την ανώτερη διοίκηση μετά από αυτή τη ήττα και τον διαδέχτηκε ο Μαρτίνος ως δομέστικος της Ανατολής με τον Ιουστίνο ως δεύτερό στην τάξη. Ο Ιουστίνος αγνοούσε την πρόθεση του Μαρτίνου να δολοφονήσει τον σύμμαχό του, τον βασιλιά των Λαζών Γουβάζη Β΄ [en]. Όταν το έμαθε συγκλονίστηκε, αλλά δεν καταδίκασε τον Μαρτίνο επειδή πίστευε - λανθασμένα - ότι η δολοφονία είχε εκτελεστεί με εντολή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού[10].

Οι Βυζαντινοί ξεκίνησαν τότε επίθεση στο περσικό φρούριο του Ονογούρη, αλλά αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν με την απροσδόκητα γρήγορη άφιξη των περσικών δυνάμεων υπό τον Ναχοραγάν [en]. Την άνοιξη του 556, ο Ιουστίνος ήταν μαζί με τις υπόλοιπες βυζαντινές δυνάμεις στη Νήσο, όταν ο Ναχοραγάν εισέβαλε στη δυτική Λαζική, κινούμενος προς την πόλη Φάσις. Οι Βυζαντινοί κινήθηκαν και αυτοί προς την πόλη, καταφέρνοντας να φτάσουν πριν τον περσικό στρατό και στη συνέχεια κατάφεραν να την υπερασπιστούν με επιτυχία μετά από παρατεταμένη πολιορκία.[11]. Μετά από αυτή την επιτυχία, στις αρχές του 556 ο Ιουστίνος επέστρεψε στη Νήσο για να την φυλάξει μαζί με τον Βούζη, ενώ ο υπόλοιπος στρατός πορεύθηκε εναντίον των Μισιμιανών, μια φυλή που πρόσφατα συμμάχησε με τους Πέρσες και σκότωσαν τον βυζαντινό στρατηγό Σωτήριχο. Η μοναδική δραστηριότητα του Ιουστίνου κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ήταν να αποστείλει έναν από τους αξιωματικούς στη Ροδόπολη με το 2000 ιππείς για την προστασία της[12]. Την επόμενη χρονιά συμφωνήθηκε γενική εκεχειρία, η οποία ολοκληρώθηκε σε μια συνθήκη το 562[13].

Λίγο αργότερα αυτοκρατορική έρευνα σχετικά με τη δολοφονία του Γουβάζη έφερε στο φως την υπαιτιότητα του Μαρτίνου. Οι στρατιωτικές του επιτυχίες διατήρησαν τη ζωή του, αλλά του κόστισαν την θέση του. Αντικαταστάθηκε ως στρατηλάτης Αρμενίας από τον Ιουστίνο την άνοιξη του 557[14]. Ήταν υπό την ιδιότητα αυτή στα τέλη του 557 όταν ο Ιουστίνος έλαβε την πρώτη πρεσβεία των Αβάρων στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Οι Άβαροι, που είχαν εγκαταλείψει τα προγονικά εδάφη τους στην Κεντρική Ασία πιεζόμενοι από τους Γκιοκτούρκ, ζήτησαν την αυτοκρατορική προστασία και την εγκατάστασή τους στα βυζαντινά εδάφη. Ο Ιουστίνος έστειλε τους πρέσβεις τους στην Κωνσταντινούπολη, όπου έφθασαν τον Δεκέμβριο. Ο Ιουστινιανός αρνήθηκε και τους απομάκρυνε στις πεδιάδες της κεντρικής Ευρώπης όπου οι Άβαροι δίνοντας πολλές μάχες έφθασαν στη βορειοανατολική όχθη του Δούναβη το 561/562[15]. Εκεί συναντήθηκαν και πάλι με τον Ιουστίνο , ο οποίος μόλις είχε μεταφερθεί εκεί σαν διοικητής του συνόρου (limes) της Μοισίας. Οι Άβαροι απαίτησαν να εγκατασταθούν στο βυζαντινό έδαφος στην επαρχία Μικράς Σκυθίας, της οποίας οι άμυνες είχαν καταστραφεί από μια πρόσφατη εισβολή των Κοτρίγουρων υπό την ηγεσία του Ζαβεργάν. Εδώ, ο Ιουστίνος διαδραμάτισε κρίσιμο ρόλο και κέρδισε μεγάλη φήμη, μαθαίνοντας τις προθέσεις των Αβάρων και προειδοποιώντας τον Ιουστινιανό. Κατά συνέπεια, η Αβαρική πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη κρατήθηκε ενώ ο Βυζαντινός στρατός τέθηκε σε επιφυλακή. Με τον Ιουστίνο να συνεχίζει να παρακολουθεί προσεκτικά τον ποταμό Δούναβη, οι Άβαροι ικανοποιήθηκαν με ετήσια επιχορήγηση από το Βυζάντιο και εγκατέλειψαν την αυτοκρατορία για μερικά χρόνια[16].

Εξορία και θάνατος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την εποχή του θανάτου του αυτοκράτορα Ιουστινιανού το 565, λόγω των τίτλων του και της φήμης του ως διοικητή, καθώς και της εγγύτητας του στρατού του με την αυτοκρατορική πρωτεύουσα, ήταν ο κορυφαίος υποψήφιος για τον κενό θρόνο, μαζί με τον ξάδερφό του Ιουστίνο τον Κουροπαλάτη. Ο τελευταίος, όμως, ήταν ήδη παρών στην Κωνσταντινούπολη και μπορούσε να βασιστεί στην υποστήριξη της Συγκλήτου και ιδιαίτερα του Πατριάρχη Ιωάννη Σχολαστικού και του κόμη των Εξκουβιτόρων Τιβέριου, τον οποίο βοήθησε να εξασφαλίσει τη θέση του. Έτσι, ο Ιουστίνος ανέβηκε βιαστικά στο θρόνο την ίδια μέρα που πέθανε ο Ιουστινιανός[17]. Σύμφωνα με τον σύγχρονο των γεγονότων ιστορικό Ευάγριο Σχολαστικό, οι δύο Ιουστίνοι είχαν φτάσει σε μια συμφωνία σύμφωνα με την οποία όποιος από τους δύο γινόταν αυτοκράτορας θα έκανε τον άλλο τον δεύτερο ισχυρότερο άνδρα στην αυτοκρατορία. Όταν ο Ιουστίνος έφτασε στην Κωνσταντινούπολη ο ξάδελφος του τον υποδέχτηκε θερμά, αλλά σύντομα ο νέος αυτοκράτορας άρχισε να τον συκοφαντεί, απέλυσ τους σωματοφύλακές του, τον έθεσε κατ' οίκον περιορισμό, κι έπειτα τον έστειλε στην στην Αλεξάνδρεια, κατ' όνομα ως τον νέο αυγουστάλιο έπαρχο της Αιγύπτου, αλλά ουσιαστικά εξόριστο. Εκεί δολοφονήθηκε στον ύπνο του, φαινομενικά επειδή σχεδίαζε να καταλάβει το θρόνο. Το κομμένο του κεφάλι στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Στην πραγματικότητα, ήταν πολύ μεγάλη απειλή για τον νέο αυτοκράτορα να μένει ζωντανός. ο χρονογράφος των Βησιγότθων Ιωάννης του Μπίκλαρο [en] αποδίδει ρητά τη δολοφονία στη σύζυγο του Ιουστίνου, την αυτοκράτειρα Αιλία Σοφία[18].

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. The Mar. could be an abbreviation of either Marcellus, Marcianus or Marianus. Martindale 1992, σελ. 750.
  2. Martindale 1992, σελ. 750.
  3. Bury 1958, σελίδες 67–68; Martindale 1992, σελίδες 750–751; Evans 1996, σελ. 176
  4. Bury 1958, σελίδες 253–254.
  5. Martindale 1992, σελ. 751
  6. 6,0 6,1 Martindale 1992, σελίδες 104, 751
  7. Bury 1958, σελίδες 255–256
  8. Bury 1958, σελ. 304
  9. Martindale 1992, σελίδες 751, 844–845; Greatrex & Lieu 2002, σελίδες 91, 120
  10. Bury 1958, σελ. 118; Martindale 1992, σελίδες 751–752, 845; Greatrex & Lieu 2002, σελ. 121
  11. Bury 1958, σελ. 119; Martindale 1992, σελίδες 752, 845–846; Greatrex & Lieu 2002, σελ. 121
  12. Bury 1958, σελ. 120; Martindale 1992, σελίδες 752, 847; Greatrex & Lieu 2002, σελίδες 121–122
  13. Bury 1958, σελίδες 120–123; Greatrex & Lieu 2002, σελίδες 130–133
  14. Martindale 1992, σελίδες 752, 846–847
  15. Evans 1996, σελ. 260; Martindale 1992, σελ. 752
  16. Evans 1996, σελίδες 260–261; Martindale 1992, σελίδες 753, 754
  17. Evans 1996, σελίδες 263–264
  18. Martindale 1992, σελίδες 753–754; Evans 1996, σελ. 265

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]