Κοντακαίικα Σάμου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 37°48′7.64″N 26°44′40.82″E / 37.8021222°N 26.7446722°E / 37.8021222; 26.7446722

Κοντακαίικα Σάμου
is located in Greece
               Map
Διοίκηση
ΧώραΕλλάδα[1]
ΠεριφέρειαΒορείου Αιγαίου
Περιφερειακή ΕνότηταΣάμου
ΔήμοςΔυτικής Σάμου
Δημοτική ΕνότηταΚαρλοβασίων
Γεωγραφία
ΝομόςΣάμου
Πληθυσμός
Μόνιμος552
Έτος απογραφής2021

Τα Κοντακαίικα (επίσης γνωστά ως Κοντακέικα), βρίσκονται στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού της Σάμου και απέχουν 28 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα Βαθύ και 5 χιλιόμετρα από το Καρλόβασι. Η τοπική κοινότητα Κοντακαίικων ανήκει στη δημοτική ενότητα Καρλοβασίου του δήμου Δυτικής Σάμου.

Είναι χτισμένα στους βορειοδυτικούς πρόποδες του όρους Καρβούνη, με το υψόμετρό τους στα 162 μέτρα.

Κύρια πηγή εισοδήματος για τους κατοίκους αποτελούν η γεωργία και η οικοδομική δραστηριότητα.

Σύμφωνα με την απογραφή του 2011 τα Κοντακαίικα έχουν 962 κατοίκους.[εκκρεμεί παραπομπή]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το όνομα του χωριού[2][Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά από τα μέσα του 15ου αιώνα μ.χ. το νησί της Σάμου εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους του σχεδόν ολοκληρωτικά.

Οι δυστυχίες όμως και τα βάσανα είχαν ξεκινήσει νωρίτερα. Οι επιδρομές Τούρκων και Αράβων πειρατών είχαν κάνει τη ζωή αφόρητη. Οι εξοντωτικές πιέσεις προς τον πληθυσμό του νησιού είχαν σαν αποτέλεσμα τη σταδιακή ερήμωσή του.

Οι κάτοικοι αναζήτησαν καταφύγιο σε νησιά όπως η Λέσβος και η Χίος, αλλά και στα απέναντι παράλια της Μικράς Ασίας. Η εγκατάλειψη του νησιού οδήγησε τους κατοίκους που απέμειναν σε αυτό να κατοικήσουν πάνω σε δυσπρόσιτες περιοχές, αθέατες από τη πλευρά της θάλασσας. Οι καλλιέργειες εγκαταλείφθηκαν και το νησί έδειχνε πια ένας τόπος άγριος με βλάστηση οργιώδη.

Μετά τα μέσα του 16ου αιώνα, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης πολιτικής για το Αιγαίο, οι Τούρκοι επιδίωξαν να ξανακατοικηθεί το νησί από τους απογόνους των παλαιών κατοίκων ή και από νέους, τελείως ξένους προς το νησί, κατοίκους. Έτσι ξεκίνησαν να καταφθάνουν στη Σάμο Έλληνες από όλες τις μεριές της Ελλάδας. Από τη Μυτιλήνη, τα παράλια της Μικράς Ασίας, την Πελοπόννησο, τη Χίο και άλλα μέρη. Ένας από αυτούς τους νέους κατοίκους, σύμφωνα με τον Σταματιάδη,[2] ήρθε από τη νησί της Κω, γύρω στα 1750 μ.χ. Στα Σαμιακά του, ο Σταματιάδης αναφέρει τα εξής:[2]

« Κοντακαίικα και το σωστότερο Κωτακαίικα, βρίσκονται σε ένα τερπνό ύψωμα 150 μέτρα ψηλά από τη θάλασσα. Σύμφωνα με την παράδοση, κατά το 1750 μ.Χ. ήρθε από τη Κω ένας Γεώργιος Κώτης και αφού αγόρασε κτήματα άρχισε να τα καλλιεργεί. Αργότερα οι γιοι του παντρεύτηκαν γυναίκες από το κοντινό χωριό Φούρνοι (σημερινή Υδρούσσα) τις έφεραν στα πατρικά κτήματα, έχτισαν εδώ τα σπίτια τους και έγιναν οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού που ονομάστηκε από αυτούς Κωτακαίϊκα ή Κοντακαίικα με τη πρόσθεση του «ν» κατά την προφορά της λέξης».

Από την άλλη μεριά ο Εμμανουήλ Κρητικίδης[3] δίνει μία άλλη εκδοχή για τον πρώτο κάτοικο του χωριού, αναφέροντας πως αυτός ήταν κάποιος με το όνομα Κοντάκις προερχόμενος από την Πελοπόννησο, ο οποίος κατοίκησε το χωριό στις αρχές του 18ου αιώνα:

«Κοντακέϊκα (α) εκ του πρώτου οικιστού λεγομένου Κοντάκι Πελοποννησίου του πήξαντος την καλύβην του περί τα αρχάς του παρελθόντος αιώνος εν αις έλαβε μετ’ άλλων πατριωτών του κατοχήν δασώδεσι γαίαις. Περιλαμβάνει ομού με την εκ 12 – 15 οίκων συγκειμένην οικογενειακήν συνοικίαν λεγομένην Μαρκαίοι οίκους 127, ναούς 2, σχολείον 1, ελαιοτριβείον 1, άρρενας 315 (γεωργούς 135, ναύτην 1, βιομηχάνους 4, ιερείς 2) και θηλείας 296 = 611».

Οι σύγχρονοι κάτοικοι, όσον αφορά τη προέλευση του ονόματος του χωριού, αναφέρουν ως πρώτο κάτοικο τον Κοντάκι, άλλοι κάποιον Κοντακιώτη, άλλοι δε, συμφωνούν με την άποψη του Σταματιάδη.

Το Κάστρο των Κοντακαίικων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όπως είδαμε νωρίτερα κατά την ιστορική περίοδο, από το 1475 μέχρι το 1573 μ.Χ. οι πειρατές έκαναν αλλεπάλληλες ληστρικές επιδρομές στο νησί. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα το νησί σχεδόν να ερημωθεί.

Οι ελάχιστοι κάτοικοι που απέμειναν δεν είχαν καμία ελπίδα να επιβιώσουν κατοικώντας σε πεδινές περιοχές, εμφανείς στα θαλάσσια περάσματα των πειρατών. Έτσι βρέθηκε η λύση της κατοίκησης απόκρημνων περιοχών, αθέατων από τη μεριά της θάλασσας. Τα μέρη αυτά έμειναν γνωστά ως «Κάστρα» ή «Καστράκια».

Κάστρα δημιουργήθηκαν και κατοικήθηκαν στη βόρεια κυρίως πλευρά του νησιού, όπως αυτά κοντά στα σημερινά Αυλάκια, κοντά στους Βουρλιώτες και κοντά στο χωριό μας. Τα κύρια χαρακτηριστικά ενός Κάστρου ήταν περίπου κοινά στα περισσότερα από αυτά. Έτσι μιλάμε πάντα για μέρη απόκρημνα, δυσπρόσιτα, με έναν μόνο δρόμο να οδηγεί εκεί. Γύρω τους ήταν χτισμένα τείχη για τη προφύλαξη των κατοίκων, ενώ μέσα στο κυρίως χώρο υπήρχαν δεξαμενές αποθήκευσης του βρόχινου νερού, τα καλύβια των κατοίκων και κάποια εκκλησία.

Κοντά στο Κάστρο έπρεπε να υπάρχουν καλλιεργήσιμες εκτάσεις ώστε οι κάτοικοι να μπορούν να παράγουν κυρίως κηπευτικά για τις βασικές διατροφικές τους ανάγκες.

Για την άμυνά τους και την έγκαιρη ειδοποίησή τους σε περίπτωση εμφάνισης πειρατών, οι κάτοικοι είχαν τοποθετήσει «βιγλάτορες». Οι βιγλάτορες από τις βίγλες τους, τα παρατηρητήριά τους, ατένιζαν όλη την ημέρα το πέλαγος και ειδοποιούσαν με όποιον τρόπο μπορούσαν, κυρίως ανάβοντας φωτιές, προκειμένου οι κάτοικοι να επιστρέψουν γρήγορα στο Κάστρο και να ασφαλίσουν τη συνήθως δυνατή και ανθεκτική πόρτα του.

Όσοι κάτοικοι βρισκόταν την ώρα εκείνη απομακρυσμένοι από το Κάστρο, έσπευδαν να προφυλαχθούν σε μέρη που γνώριζαν από πριν και προοριζόταν για κρυψώνες έκτακτης ανάγκης.

Ο Κρητικίδης, στην πραγματεία του Περί της ερημώσεως και του συνοικισμού της Σάμου αναφέρει ότι στο Καστροβούνι των Κοντακαίικων ήταν χτισμένα 350 σπίτια και 2 ναοί. Τα Κοντακαίικα είναι η πιθανή πρωτεύουσα της Σάμου την εποχή εκείνη, καθώς και η έδρα του Έπαρχου και του Επισκόπου του νησιού.

Στο βιβλίο του Τοπογραφία αρχαία και σημερινή της Σάμου παραπομπή ο Κρητικίδης αναφέρει για το κάστρο:

«Ύπερθεν της κώμης ταύτης (ενν. τα Κοντακαίικα) επί της κορυφής του όρους Καστροβούνι σώζεται, ως είπον, φρούριον μ’ ερείπια πολλών οίκων και δύο ναών, εις τους έσω τοίχους των οποίων φαίνονται ζωγραφίαι αγίων ανεξάλειπτοι, δεξαμεναί, προάστειον με καταβεβλημένους οίκους, κατά τας υπωρείας τούτου προς βορράν σώζεται σκοπιά (βίγλα) θολοειδής λεγομένη νυν αγία Μελανάρα και ερείπια δύο ετέρων ομοίων άνω δε τούτων υπάρχει μικρόν άντρον λεγόμενον Σπηλιά του Λεριού και οπή ακαταλόγιστον βάθος έχουσα».

Ας δούμε τι λέει ο Σταματιάδης στα Σαμιακά του για το Κάστρο του χωριού:

«Δυτικά από τα Κοντακαίικα και σε ύψος 950 μέτρων υψώνεται το Καστροβούνι, στη κορυφή του οποίου σώζονται αρχαίες δεξαμενές κι ερείπια "τειχίων και ορσοθυρών" που μαρτυρούν ότι κάποτες εδώ υπήρχε φρούριο. Οι ντόπιοι λένε πως το φρούριο αυτό χτίστηκε στα χρόνια που οι Γενοβέζοι κυριαρχούσαν στο νησί. Σ’ αυτήν τη περιοχή βρέθηκε και ένα ανάγλυφο που παριστάνει έναν άντρα και μια γυναίκα καθισμένους σε σκαμνάκια απέναντι σε ένα τρίποδα. Στο μέσον σχεδόν του οροπεδίου που σχηματίζεται πάνω στο Καστροβούνι σώζονται τα ερείπια της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, για τον οποίο οι απλοϊκοί κάτοικοι διηγούνται "πολλά αμάθειας και δεισιδαιμονίας κυήματα"».

Η ύπαρξη του Κάστρου δεν είχε γίνει αντιληπτή στους πειρατές, ώσπου κάποια μέρα μια ηλικιωμένη γυναίκα, κάτοικος του Κάστρου, κατέβηκε στους πρόποδες του υψώματος, στη σημερινή περιοχή της Αγίας τριάδας. Εκεί τη συνέλαβαν οι πειρατές και έπειτα από βασανιστήρια έμαθαν για την ύπαρξη του Κάστρου και τον δρόμο που οδηγούσε εκεί, από το Βασιλικοχώραφο. Ακολούθησε τότε αιφνιδιαστική επίθεση των πειρατών και καταστροφή του Κάστρου.

Χρόνια αργότερα αφότου ο Σταματιάδης περιέγραψε το Κάστρο του χωριού, αποκαλύφθηκαν και ερείπια και μιας δεύτερης εκκλησίας, αυτή του Αγίου Κωνσταντίνου. Πολλοί κάτοικοι ανεβαίνουν ακόμα και σήμερα στο τόπο αυτό για προσκύνημα κατά τις ημέρες του Πάσχα όπου και λειτουργούν τις εκκλησίες του Κάστρου.

Το χωριό και οι συνοικισμοί του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι αριθμοί μιλάνε για την ιστορία του χωριού και τους συνοικισμούς του.

Όταν εξετάζει κανείς την ιστορική παρουσία του χωριού δεν έχει την πολυτέλεια να αφήσει απ’ έξω τα σημαντικά στοιχεία για την εξέλιξη του πληθυσμού στις περασμένες δεκαετίες και αιώνες που ανακαλύπτει. Αναζητώντας λοιπόν τέτοιου είδους στοιχεία, συναντάμε την πρώτη καταγραφή των κατοίκων του χωριού στα 1828. Τη χρονιά εκείνη το χωριό παρουσιάζει πληθυσμό αυτοχθόνων κατοίκων 272 άτομα. Από αυτούς 138 ήταν άντρες και οι 134 ήταν γυναίκες. Την εποχή εκείνη κατοικούσαν στο χωριό και 25 πάροικοι, ανεβάζοντας το συνολικό πληθυσμό σε 297 άτομα. Στο χωριό ήταν χτισμένα 84 σπίτια και λειτουργούσαν ένα ελαιοτριβείο και ένας μύλος.

Στα 1869 οι κάτοικοι του χωριού είναι 611, εκ των οποίων 315 άνδρες και 296 γυναίκες. Λίγο πριν το 1890, στο χωριό ζούσαν μόνιμα 806 κάτοικοι, από τους οποίους οι 155 ήταν άνδρες, οι 178 ήταν γυναίκες και 473 παιδιά, 258 αγόρια και 215 κορίτσια. Το χωριό αποτελούσαν οι 176 οικογένειες του ενώ τα σπίτια που ήταν χτισμένα έφταναν τα 188.

Σημαντικά γραπτά στοιχεία για την ιστορική παρουσία του χωριού αντλούμε από την επίσημη απογραφή των κατοίκων το 1920. Η απογραφή αυτή είναι η πρώτη επίσημη που διενεργήθηκε από το ελληνικό κράτος στο νησί. Ο αριθμός των κατοίκων των Κοντακαίικων ανερχόταν στους 1197, από τους οποίους οι 540 ήταν άντρες και οι 657 γυναίκες. Στην απογραφή αυτή αναφέρονται, εκτός από το κυρίως χωριό και 14 συνοικισμοί, οι οποίοι είναι: Άγιος Δημήτριος, Άγιος Νικόλαος, Θαλασσινίδες, Κάτω Καλύβια, Κολιομπέτσηδες, Κοσμάδες, Χουβαρδάδες, Μακραίοι, Μακρόγλιδες, Μανωλούκιδες, Χατζηαντώνηδες, Χατζηπαναγιώτηδες, Χατζησταμούληδες.

Οκτώ χρόνια μετά την απογραφή του 1928, εκτός από το κυρίως χωριό, αναφέρονται 18 συνοικισμοί. Ο συνοικισμός των Μαρκαίων δεν αναφέρεται πια, ενώ εμφανίζονται οι συνοικισμοί: Καρυωτάκηδες, Καστάνηδες, Ματσούκηδες, Χράμηδες. Ο συνολικός αριθμός των κατοίκων, σύμφωνα με την απογραφή αυτή, αυξήθηκε στους 1365, από τους οποίους οι 680 ήταν άντρες και οι 685 γυναίκες.

Η επόμενη απογραφή που έγινε στο νησί το 1940, παρουσιάζει 1.464 κατοίκους στο χωριό, από τους οποίους οι 740 ήταν άντρες και οι 724 ήταν γυναίκες. Δυστυχώς από την απογραφή αυτή και έπειτα δε γίνεται καμία αναφορά στους συνοικισμούς του χωριού, ώστε να γνωρίζουμε σήμερα με ακρίβεια την εξέλιξη του καθενός από αυτούς. Τη χρονιά αυτή το χωριό παρουσιάζει το μεγαλύτερο πληθυσμό στην ιστορική του πορεία.

Κατά την απογραφή του 1951 το χωριό παρουσιάζεται να έχει 1.183 κατοίκους, από τους οποίους οι 552 ήταν άντρες και οι 631 γυναίκες. Ένα νέο στατιστικό στοιχείο που προστίθεται είναι η πυκνότητα του πληθυσμού ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. Έτσι τη χρονιά αυτή αναλογούν 147,88 κάτοικοι ανά τ. χμ.

Από τα στοιχεία που έχουμε για τις απογραφές των ετών 1961 και 1971 άξιο για να κρατήσουμε είναι μόνο ότι ο πληθυσμός του χωριού διαμορφώθηκε αντίστοιχα σε 1.092 το 1961 και 818 το 1971.

Από την απογραφή του 1981 αντλούμε πολύ περισσότερες πληροφορίες για το χωριό και τις συνθήκες ζωής των κατοίκων. Ο αριθμός τους ανέρχεται σε 825 για τη χρονιά αυτή. Η κατανομή των κατοίκων ανάλογα την ηλικία τους, σε ένα δείγμα 670 ατόμων, δείχνει το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού να βρίσκεται μεταξύ 19 και 64 ετών (360 άτομα), ακολουθούν οι κάτοικοι μέχρι 18 ετών (180 άτομα) και οι κάτοικοι άνω των 64 ετών (130 άτομα). Από το ίδιο δείγμα κατοίκων οι 540 φέρονται να γνωρίζουν τουλάχιστον γραφή και ανάγνωση, οι 20 να είναι απόφοιτοι τουλάχιστον της Γ’ γυμνασίου και οι 50 να είναι αγράμματοι. Σε 460 κανονικές κατοικίες του χωριού οι 160 δεν έχουν ηλεκτρικό, οι 360 δεν έχουν λουτρό, οι 390 δεν έχουν κεντρική θέρμανση, οι 30 δεν έχουν κουζίνα, οι 100 δεν έχουν ύδρευση και οι 130 δεν έχουν αποχέτευση. Το χωριό καταλαμβάνει έκταση 8.300 στρεμμάτων, από τα οποία τα 2.500 στρέμματα αποτελούν οι καλλιεργούμενες εκτάσεις, τα 4.300 στρέμματα είναι ιδιωτικοί βοσκότοποι, 1.300 στρέμματα είναι δάση και τα 200 στρέμματα είναι η έκταση που καταλαμβάνουν οι οικισμοί.

Κατά την απογραφή του 1991 η Στατιστική Υπηρεσία προχώρησε σε μια πολύ συστηματική απογραφή και καταγραφή των κατοίκων και των οικιών τους, από την οποία προκύπτουν πολλές πληροφορίες για τη ζωή των κατοίκων στις κοντινές στα χρόνια μας ημέρες. Οι κάτοικοι στην απογραφή αυτή ανέρχονταν στους 888 από τους οποίους οι 431 ήταν άντρες και οι 457 γυναίκες. Η ακριβής κατανομή του πληθυσμού σύμφωνα με την ηλικία τους έχει ως εξής: Από 0-14 έτη 192 άτομα, Από 15-29 έτη 185 άτομα, Από 30-44 έτη 142 άτομα, Από 45-64 έτη 219 άτομα και τέλος Από 65 έτη και πάνω 150 άτομα. Από τους 888 κατοίκους οικονομικά ενεργοί ήταν οι 284, από τους οποίους οι 151 αυτοαπασχολούμενοι και οι 105 μισθωτοί. Η κατανομή του ενεργού οικονομικά πληθυσμού ανά επάγγελμα είχε ως εξής: 100 ασχολούνταν με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και την αλιεία, 51 ασχολούνταν με τις κατασκευές, 43 ασχολούνταν με το εμπόριο, τις επισκευές, τα ξενοδοχεία ή τα εστιατόρια, 26 ασχολούνταν με τις μεταποιητικές βιομηχανίες, 24 κάτοικοι εργάζονταν σε διάφορες υπηρεσίες, 20 κάτοικοι ασχολούνταν με τις μεταφορές, αποθηκεύσεις και τις επικοινωνίες, 2 κάτοικοι αναφέρονται ως νέοι, 1 κάτοικος εργαζόταν σε υπηρεσία παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου και νερού, ενώ 17 κάτοικοι δεν δήλωσαν κλάδο οικονομικής δραστηριότητας.

Πέρα από τον αριθμό των κατοίκων και τα στοιχεία που αφορούν το έμψυχο δυναμικό του χωριού, πλούσια στοιχεία έχουμε και για τα νοικοκυριά και τα κτίσματα του χωριού. Καταγράφηκαν 318 νοικοκυριά από τα οποία: όλα είχαν κουζίνα, 313 ηλεκτρικό, 173 τηλέφωνο, 219 λουτρό, 314 ύδρευση, 31 κεντρική θέρμανση, 235 είχαν αποχωρητήριο και 225 είχαν αποχέτευση. Κατά την απογραφή του 1991 έγινε επίσης καταμέτρηση των κτιρίων του χωριού. Καταμετρήθηκαν 709 κτίρια, από τα οποία: 483 ήταν κατοικίες, 15 εκκλησίες και μοναστήρια, 3 ήταν ξενοδοχεία, 10 εργοστάσια και εργαστήρια, 1 σχολικό κτίριο, 16 καταστήματα και γραφεία, 13 σταθμοί αυτοκινήτων (πάρκινγκ) και 168 κτίρια που δηλώθηκαν για άλλες χρήσεις. Όσον αφορά στο έτος κατασκευής των κτιρίων που καταγράφηκαν, το μεγαλύτερο μέρος τους είναι κατασκευασμένο κατά τα έτη 1919-1945, ακολουθεί το διάστημα μεταξύ των ετών 1946-1960, έπειτα τα κτίρια που οικοδομήθηκαν πριν από το 1919, κτίρια μεταξύ των ετών 1971-1980 και τέλος κτίρια μεταξύ των ετών 1961-1970 και τέλος κτίρια που οικοδομήθηκαν κατά τη χρονική περίοδο 1981-1991. Όπως είναι προφανές από την παλαιότητα των κτιρίων τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή των 411 από αυτά ήταν η πέτρα, σε 245 κτίρια χρησιμοποιήθηκαν τούβλα και μπετόν, ενώ τα υπόλοιπα κτίρια κατασκευάστηκαν με τσιμεντόλιθους, ξύλα και άλλα υλικά.

Σύμφωνα με την απογραφή του 2001 στο χωριό ζούσαν 906 κάτοικοι, ενώ στην κατά την πλέον πρόσφατη, του 2011, οι κάτοικοι ανήλθαν σε 962.

Τέλος, σύμφωνα με την πρόσφατη απογραφή του 2001, στο χωριό ζουν 906 κάτοικοι. Τα στοιχεία που θα προκύψουν από την απογραφή αυτή θα είναι πλουσιότατα. Οι περισσότεροι από τους από τους συνοικισμούς του χωριού έχουν σήμερα εγκαταλειφθεί, άλλοι έχουν ενσωματωθεί πλέον με το κυρίως χωριό. Δε λείπουν και οι περιπτώσεις όπου κάποια νέα σπίτια έχουν χτιστεί κοντά σε ερειπωμένα σπίτια συνοικισμών που έχουν εγκαταλειφθεί. Η αιτία της εγκατάλειψης τους δεν πρέπει να αναζητηθεί στη μείωση του πληθυσμού, για τον απλό λόγο ότι ο πληθυσμός του χωριού με την πάροδο των δεκαετιών δεν μειώθηκε, όχι πάντως στο βαθμό που μειώθηκε ο πληθυσμός της υπαίθρου στην υπόλοιπη Ελλάδα. Αρκεί να κοιτάξει κανείς την απογραφή του 1920 (1.197 κάτοικοι) και την πρόσφατη του 2011 (961 κάτοικοι) για να καταλάβει τη σταθερή παρουσία των κατοίκων στο χωριό. Η αιτία της δημιουργίας των συνοικισμών ήταν κυρίως η ανάγκη πολλών κατοίκων να ζουν κοντά στις καλλιέργειές τους, ώστε να διευκολύνουν όσο μπορούσαν. Οι νέοι όμως τρόποι καλλιέργειας και η χρήση του αυτοκινήτου, για τις μεταφορές προϊόντων και μετακινήσεις εξάλειψαν την ανάγκη της παρουσίας των κατοίκων κοντά στις καλλιέργειές τους. Τα νέα σπίτια που χτίστηκαν κατά μήκος του δρόμου που οδηγεί από τον οικισμό του αγίου Νικολάου, που βρίσκεται στο επίπεδο της θάλασσας, μέχρι το κυρίως χωριό, δίνουν πλέον την εικόνα ενός χωριού αρκετά διασκορπισμένου πλην όμως ενοποιημένου.

Βρύσες στο χωριό

Η ιστορία του νερού στο χωριό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άρδευση και ύδρευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε όλο το χωριό και τους συνοικισμούς του υπήρχαν κάποτε μόνο τέσσερις βρύσες απ’ όπου οι κάτοικοι κουβαλούσαν καθημερινά το νερό που χρειάζονταν για να πιουν οι ίδιοι, για να πλύνουν τα ρούχα τους και να ποτίσουν τα κατοικίδια ζώα που είχαν. Από τις βρύσες αυτές, οι τρεις βρισκόταν στο κυρίως χωριό και η τέταρτη στα Κάτω Καλύβια. Όσοι βρίσκονταν μακριά από αυτές τις βρύσες προσπαθούσαν να καλύψουν τις ανάγκες τους σε νερό είτε από δικά τους πηγάδια είτε διανύοντας όλη την απόσταση με τα πόδια, αρκετές φορές μέσα στο διάστημα μιας μέρας.

Το πλύσιμο των ρούχων, των χαλιών και των κλινοσκεπασμάτων γινόταν επιτόπου, στον χώρο όπου βρισκόταν η κάθε βρύση, καθώς κάθε άλλη λύση ήταν αδύνατη. Εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι οι συνθήκες υγιεινής βρίσκονταν σε ανεκτά επίπεδα μόνο από τις υπεράνθρωπες προσπάθειες κυρίως των γυναικών του κάθε σπιτιού.

Οι τεράστιες ανάγκες του χωριού για νερό, για την οικιακή χρήση και το πότισμα των χωραφιών, παρέμειναν χωρίς αντιμετώπιση για πάρα πολλές δεκαετίες, ώσπου οι κάτοικοι είδαν πια το φάσμα του οικονομικού μαρασμού να απειλεί σοβαρά την επιβίωση του χωριού τους. Η ανησυχία και οι συζητήσεις των κατοίκων άρχισαν πλέον να παίρνουν μια μορφή ουσιαστική στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Αφού πιστοποιήθηκε η πηγή που θα μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες του χωριού σε άρδευση κι αφού εξετάστηκαν οι πιθανοί τρόποι έλευσης του νερού αυτού μέχρι το χωριό, ξεκίνησαν και επίσημα οι ενέργειες των κατοίκων για έγκριση του έργου από το ελληνικό κράτος στις 2 Ιανουαρίου του 1953. Ο πρόεδρος της κοινότητας εκείνη την εποχή, ο Ιωάννης Χουβαρδάς, πίεσε και διεκδίκησε με όλες του τις δυνάμεις για να ενταχθεί το έργο αυτό στα προγραμματισμένα, από το ελληνικό κράτος, έργα για τον νομό Σάμου.

Έτσι, πέντε περίπου χρόνια αργότερα, στις 9 Ιουνίου του 1957 το έργο επιτέλους ξεκίνησε. Για την περάτωση του έργου συνέβαλαν οι πάντες. Από την μεριά των κατοίκων όλοι. Άντρες και γυναίκες, παιδιά, ενήλικες και ηλικιωμένοι, ο καθένας όπως μπορούσε έβαλε το λιθαράκι του για να γίνει το όνειρο πραγματικότητα. Το έργο πραγματοποιήθηκε αποκλειστικά και μόνο με χειρωνακτική εργασία των κατοίκων, καθώς ούτε τα μέσα υπήρχαν ούτε η δύσβατη περιοχή, στην οποία εξολοκλήρου έλαβαν χώρα οι εργασίες, επέτρεπε τη χρήση αυτοκινήτου ή άλλης μηχανής. Το σπάσιμο των πετρών, η δημιουργία χαλικιού, η μεταφορά άμμου και τσιμέντου, ξύλων και σίδερων, τα πάντα έγιναν χειρωνακτικά και οι μεταφορές πραγματοποιούνταν μόνο με ζώα. Αν αναλογιστεί κανείς πως η πηγή απέχει από το χωριό 7 χιλιόμετρα, εύκολα μπορεί να φανταστεί το τιτάνιο αγώνα των κατοίκων. Σε λιγότερο από έναν χρόνο από την έναρξη των εργασιών, στις 9 Νοεμβρίου 1958, το έργο περατώθηκε. Από την περιοχή Παλαιόμυλοι, το νερό κύλησε στο αυλάκι που δημιουργήθηκε και έφτασε στο χωριό, όπου ενώθηκε με τα δάκρυα χαράς των κατοίκων.

Υπάρχουν σήμερα μαρτυρίες, πως τη μέρα που το νερό πέρασε μέσα από το χωριό, πολλές γυναίκες κάθονταν και χάιδευαν την επιφάνεια του καθώς έρεε, μην πιστεύοντας πως το όνειρο δεκαετιών έγινε πραγματικότητα.

Περίπου 5 χρόνια αργότερα από την ημέρα εκείνη, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ολοκληρώθηκαν και οι εργασίες για την υδροδότηση των σπιτιών του νερού με πόσιμο νερό. Πρόεδρος της κοινότητας την περίοδο εκείνη ήταν ο Νικόλαος Τριανταφύλλου. Το πόσιμο εκείνο νερό προήλθε από την πηγή Χασάναγα, που βρίσκεται σε μια τοποθεσία πολύ κοντά στα όρια του χωριού της Αμπέλου. Η έλευση του νερού άλλαξε και τη ροή της ιστορίας του χωριού. Αν το χωριό σήμερα ευημερεί, αν οι κάτοικοι δε δείχνουν καμία διάθεση να μεταναστεύσουν προς κάποιο μεγάλο αστικό κέντρο, το χρωστούν στο νερό αυτό, που από το 1958 ποτίζει ανεξάντλητο τα χωράφια της περιφέρειας. Από τη χρονιά εκείνη άλλαξαν και καλλιέργειας των φτωχών μέχρι τότε κατοίκων.

Οι πρόεδροι των Κοντακαίικων από το 1953[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημαντική συμβολή στην ανάπτυξη του χωριού αναμφίβολα είχαν και οι άνθρωποι που διετέλεσαν πρόεδροι του χωριού τις δεκαετίες που πέρασαν. Η έρευνα των αρχείων της κοινότητας είναι μια επίμονη προσπάθεια, καθώς θα πρέπει κανείς να ελέγξει τις υπογραφές που υπάρχουν μετά από κάθε καταχώρηση στα βιβλία των αρχείων, προκειμένου να διαπιστώσει ποιος ήταν ο πρόεδρος του χωριού σε κάθε χρονική περίοδο. Αν επιχειρούσε κάποιος να κάνει μια αναφορά στην κοινωνική προσφορά του κάθε προέδρου θα έπρεπε να αναφέρει επακριβώς τι έκανε ο καθένας τους ή θα έπρεπε να αποφύγει κάθε αναφορά προκειμένου να μην αδικήσει κάποιους από αυτούς.

Ενδεικτικά ίσως πρέπει να αναφέρουμε κάποια σημαντικά έργα που έγιναν στο χωριό: Το έργο της άρδευσης τη δεκαετία του ’50, το έργο της ύδρευσης του χωριού τη δεκαετία του ’60, την ανέγερση του κοινοτικού καταστήματος τη δεκαετία του ’70, τα έργα για την αποχέτευση του χωριού, τις ασφαλτοστρώσεις και τσιμεντοστρώσεις μέσα στο χωριό τη δεκαετία του ’80, την αναμόρφωση του δημοτικού σχολείου, την σύνδεση της αποχέτευσης με τον βιολογικό καθαρισμό Καρλοβασίου, την κατασκευή του γηπέδου του χωριού τη δεκαετία του ‘90.

Όπως είναι φυσικό, πολλά από τα έργα που πραγματοποιούνται σε έναν τόπο, δεν γίνονται από την μια μέρα στην άλλη. Κάποια από αυτά χρεώνονται σε έναν πρόεδρο, πολλές φορές έχουν ξεκινήσει από κάποιον προηγούμενο. Η κοινωνική πραγματικότητα του χωριού βρίσκεται σε συνεχή εξέλιξη και αλληλοδιαδοχή γεγονότων. Το σίγουρο είναι πως με τη δράση όλων ανεξαιρέτως των προέδρων, μπορούν σήμερα τα Κοντακαίικα να υπερηφανεύονται πως είναι ένα χωριό που παρέχει τις ασφαλείς προϋποθέσεις ώστε να κρατά τους κατοίκους δεμένους μαζί του. Ακολουθούν οι πρόεδροι του χωριού από το 1953 μέχρι και σήμερα: 1953-1959 Ιωάννης Χουβαρδάς, 1959-1959 Αγγελής Βασιλείου, 1959-1961 Νικόλαος Δημητρίου, 1962-1967 Νικόλαος Τριανταφύλλου, 1967-1971 Λυκούργος Αρχοντίδης, 1971-1974 Νικόλαος Κονδύλης, 1975-1982 Δημήτριος Μακρυδάκης, 1983-1991 Δημήτριος Κοσμάς, 1991-1998 Αντρέας Στασινής, 1999-2011 Ευάγγελος Χαριλάου, 2011 - 2013 Γιώργος Στασινής, 2013 - 2018 Δημήτρης Καλογερής, 2018 - 2021 (σήμερα) Μανόλης Σαράντου.

Δήμαρχοι Κοντακαίικων 1851-1882[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με ηγεμονικά διατάγματα ορίζονται δήμαρχοι Κοντακαίικων, πάρεδροι και δημοτικοί σύμβουλοι ως εξής:

  • 1851, δήμαρχος Παναγιώτης Θ. Κωτάκης και δημαρχικός πάρεδρος ο Βασίλειος Καραγκιαούρης.
  • 1853, δήμαρχος Αναγνώστης Γεωργίου και δημαρχικός πάρεδρος ο Βασίλειος Καραγκιαούρης.
  • 1854, δήμαρχος Χατζη Αγγελής Χατζη Παναγιώτου και δημαρχικός πάρεδρος ο Σταμ. Γεωργίου.
  • 1856, δήμαρχος Ιωάννης Χατζη Ασλάνης και δημαρχικός πάρεδρος ο Κωνσταντίνος Θεοδώρου.
  • 1857, δήμαρχος Στ. Γεωργίου και δημαρχικός πάρεδρος ο Κ. Θ. Ιωάννου.
  • 1859, δήμαρχος Παναγιώτης Κωτάκης και δημαρχικός πάρεδρος ο Ιωάννης Χατζη Ασλάνης.
  • 1859, δήμαρχος Παναγιώτης Δ. Κωτάκης και δημαρχικός πάρεδρος Κ. Δ. Ιωάννου.
  • 1861, δήμαρχος Κ. Δ. Γεωργίου και δημαρχικός πάρεδρος ο Κ. Θ. Γεωργίου. Διορίζονται επίσης δημοτικού σύμβουλοι οι Αναγνώστης Γεωργίου, Ν. Χαρίτος και Α. Ιωάννου.
  • 1863, δήμαρχος Κ. Δ. Γεωργίου και δημαρχικός πάρεδρος ο Παναγιώτης Δ. Κωτάκης. Διορίζονται επίσης δημοτικού σύμβουλοι οι Αναγνώστης Διακογεωργίου, Ν. Χαρίτος και Β. Καραγκιαούρης.
  • 1863, δήμαρχος Κωνστ. Γεωργίου, Α΄ πάρεδρος ο Ν. Καραγκιαούρης, Β΄πάρεδρος ο Αναγ. Βασιλείου και δημοτικοί σύμβουλοι οι Κ. Θ. Ιωάννου, Ιωάννης Αυλάνης και Παναγιώτης Κωτάκης.
  • 1864, δήμαρχος Κ. Θ. Ιωάννου, Α΄πάρεδρος ο Ν. Καραγκιαούρης, Β΄πάρεδρος ο Αν. Βασιλείου και δημοτικούς συμβούλους τους Κ. Θ. Γεωργίου, Ν. Χαρίτο και Ιωάννη Χατζη Ασλάνη.
  • 1866, δήμαρχος Χατζη Κωνσταντίνος Δ. Γεωργίου, Α΄πάρεδρος ο Κ. Δ. Ιωάννου, Β΄πάρεδρος ο Ιωάννης Χατζη Ασλάνης και δημοτικοί σύμβουλοι οι Ιωάννης Β. Καραγκιαούρης, Ιωάννης Κωτάκης και Νικόλαος Χαρίτος.
  • 1867, δήμαρχος Π. Θ. Κωτάκης και πάρεδρος ο Αναγν. Διακογεωργίου.
  • 1868, δήμαρχος Ιωάννης Χατζη Ασλάνης, πάρεδρος ο Κωνστ. Θ. Ιωάννου και δημοτικοί σύμβουλοι οι Χατζη Αντώνιος Ιωάννου, Αντ. Θ. Ιωάννου και Π. Θ. Κωτάκης.
  • 1870, δήμαρχος Θεόδωρος Σταματίου, πάρεδρος ο Παναγιώτης Κωτάκης και δημοτικοί σύμβουλοι οι Κ. Θ. Ιωάννου, Γ. Κ. Γραμματικής και Χατζη Κωνσταντίνος Δημ. Γεωργίου.
  • 1871, δήμαρχος Κ. Θ. Ιωάννου, πάρεδρος ο Ι. Βασιλείου και δημοτικοί σύμβουλοι οι Θ. Σταματίου, Δ. Κ. Γραμματικής και Χατζη Κωνσταντίνος Δημ. Γεωργίου.
  • 1872, δήμαρχος Παναγιώτης Κωτάκης, πάρεδρος ο Κ. Θ. Ιωάννου και δημοτικοί σύμβουλοι οι Χατζη Κωνσταντίνος Δημ. Γεωργίου, Ιωάννης Χ. Χατζη Ασλάνη και Στεφ. Κ. Ιωάννου.
  • 1874, δήμαρχος Δημ. Κ. Ιωαννίδης, πάρεδρος ο Δημ. Κ. Γραμματικής και δημοτικοί σύμβουλοι οι Αντώνιος Ιωαννίδης, Κωνστ. Θ. Ιωάννου και Ιωάννης Βασιλείου.
  • 1875, δήμαρχος Κωνστ. Θ. Ιωάννου, πάρεδρος ο Ιωάννης Βασιλείου και δημοτικοί σύμβουλοι οι Χατζη Κωνσταντής Πέργου, Στέφανος Θ. Ιωάννου και Ιωάννης Κοτάκης.
  • 1876, δήμαρχος Ιωάννης Κοτάκης, πάρεδρος ο Δημ. Κ. Γραμματικής και δημοτικοί σύμβουλοι οι Κωνστ. Θ. Ιωάννου, Ι. Βασιλείου και Στέφ. Κ. Ιωάννου.
  • 1879, δήμαρχος Χατζη Κωνσταντίνος Δ. Γεώργου, πάρεδρος ο Αναγνώστης Χαρίτου και δημοτικοί σύμβουλοι οι Στέφανος Ιωάννου, Ιωάννης Κοτάκης και Δημ. Ιωαννίδης.
  • 1880, δήμαρχος Κωνσταντίνος Δ. Γεώργου, πάρεδρος ο Νικόλαος Ευσταθίου και δημοτικοί σύμβουλοι οι Κωνστ. Θ. Ιωάννου, Ν. Γ. Χατζη Αντωνίου και Ν. Καραγκιαούρης.
  • 1880, δήμαρχος Νικόλαος Ευσταθίου.
  • 1881, δήμαρχος Χατζη- Γ. Κ. Δ. Γεώργου, πάρεδρος ο Γεώργιος Βακάκης και δημοτικοί σύμβουλοι οι Νικόλαος Ευσταθίου, Ιωάννης Α. Στασινής και Δ. Κ. Ιωαννίδης.
  • 1882, δήμαρχος Νικόλαος Ευσταθίου, πάρεδρος ο Χαζτηκωνστ. Δ. Γεωργίου και δημοτικοί σύμβουλοι οι Κωνστ. Δ. Ιωάννου, Δ. Κοζάκης και Στέφανος Κ. Ιωάννου.


Το δημοτικό σχολείο Κοντακαίικων και η ιστορική του διαδρομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με το πρωτόκολλο του Λονδίνου η Σάμος ανακηρύχθηκε σε Ηγεμονία. Η εποχή Ηγεμονίας του νησιού διήρκησε από το 1834 ως το 1912. Ο πρώτος ηγεμόνας της Σάμου, Στέφανος Βογορίδης, απέστειλε τον επίτροπό του Αλέξιο Φωτιάδη να κηρύξει τις εργασίες της Β΄ Γενικής Συνέλευσης των Σαμίων στις 5-2-1837. Στη Συνέλευση αυτή αποφασίστηκε η ίδρυση πέντε ελληνικών σχολείων στο νησί: στο Λιμάνι του Βαθιού, στους Βουρλιώτες, στο Καρλόβασι, στον Μαραθόκαμπο και τη Χώρα. Αναζητώντας το ακριβές έτος ίδρυσης του σχολείου μας, δεν καταφέραμε να βρούμε επαρκή στοιχεία.

Στη Συνέλευση του 1851 αποφασίστηκε η ίδρυση 23 αλληλοδιδακτικών σχολείων, στα οποία δεν περιλαμβάνεται ακόμα το σχολείο των Κοντακαίικων. Η φοίτηση στα σχολεία αυτά ήταν προαιρετική και διαρκούσε τέσσερα χρόνια. Στη Συνέλευση του 1852 καθορίστηκαν τα προσόντα που θα έπρεπε να έχουν οι γραμματοδιδάσκαλοι που θα δίδασκαν στα χωριά. Αυτοί έπρεπε: Να γνωρίζουν να διαβάζουν ελεύθερα, απρόσκοπτα με ευχέρεια και έμφαση, να γνωρίζουν τις τέσσερις αριθμητικές πράξεις και τα κλάσματα, να εξηγούν την ιερή κατήχηση, να καλλιγραφούν, να εκθέτουν σωστά τις ιδέες τους, να γνωρίζουν γραμματική, τη φωνητική, μουσική και αλληλοδιδακτική μέθοδο.

Τα πράγματα όμως στην Παιδεία της Σάμου για πολλά χρόνια δεν πήγαιναν καθόλου καλά. ο Επ. Σταματιάδης ως επόπτης παιδείας συνέταξε μια έκθεση το 1874 όπου αναφέρει την άθλια κατάσταση των περισσότερων σχολείων, τη συνεχή απουσία μαθητών, την έλλειψη σκευών και εποπτικών μέσων και τη μετριότητα των περισσότερων δασκάλων. Από το 1875 αλληλοδιδακτική μέθοδος διδασκαλίας εγκαταλείπεται και εισάγεται η ερβαρτιανή μέθοδος στα σχολεία της Σάμου. Στις εξετάσεις που έδωσαν οι δάσκαλοι του νησιού το 1882 προκειμένου να ελεγχθεί η διδασκαλική τους επάρκεια αναφέρονται τρεις δάσκαλοι από τα Κοντακαίικα: Ο Δημήτριος Ιωαννίδης, Ο Σταμάτιος Κωτάκκης και Ο Στ. Τριανταφυλλίδης, όλοι αξιολογημένοι με βαθμό “Λίαν Καλώς”. Το πρώτο σίγουρο στοιχείο που έχουμε για διορισμό δασκάλου στα Κοντακαίικα είναι το 1886. Τη χρονιά εκείνη μετά από εξετάσεις που έδωσαν οι δάσκαλοι του νησιού προκειμένου να ελεγχθεί η αφομοίωση της νέας ερβαρτιανής μεθόδου διδασκαλίας, ένας από τους 30 επιτυχόντες δασκάλους, ο Αριστ. Δημητρίου, διορίζεται δάσκαλος στα Κοντακαίικα με μισθό 200 γρόσια. Το σχολείο ήταν μονοτάξιο με έναν μόνο δάσκαλο.

Στις 11-11-1912 η Σάμος κηρύσσει την ένωσή της με την Ελλάδα. Τα σχολεία της πλέον υπόκεινται στους νόμους και τις διατάξεις του Ελληνικού Κράτους. Η φοίτηση στο σχολείο είναι πια υποχρεωτική, οι δάσκαλοι, από το 1934 και έπειτα, οφείλουν να σπουδάσουν στις διετείς Παιδαγωγικές Ακαδημίες και τα σχολεία πλέον λειτουργούν με βάση το αναλυτικό πρόγραμμα του ελληνικού κράτους. Τα εκπαιδευτικά πράγματα αλλάζουν κατά πολύ. Η διδασκαλία γίνεται λιγότερο καταπιεστική προς τον μαθητή, οι δάσκαλοι επιμορφώνονται και καταρτίζονται σε παιδαγωγικά θέματα πιο συστηματικά, ο μαθητής έρχεται σε επαφή με τα γράμματα με τρόπο περισσότερο αποτελεσματικό. Το 1915 διορίζονται στα Κοντακαίικα με βαθμό τριτοβάθμιων υποδιδασκάλων με μισθό 55 δραχμές ο Ιωάννης Σιδηρουργός και ο Χαράλαμπος Θεοδώρου. Πολύ σημαντικά στοιχεία για τη λειτουργία του σχολείου του χωριού έχουμε από το 1930 μέχρι σήμερα, χάρη στα μαθητολόγια που σώζονται ακέραια στο αρχείο του σχολείου. Εξετάζοντας κανείς αυτό το υλικό μπορεί να αντλήσει σημαντικότατες πληροφορίες, όχι μόνο για τη λειτουργία του σχολείου αλλά και για ολόκληρο το κοινωνικό φάσμα του χωριού στο πέρασμα των δεκαετιών του 20ού αιώνα.

Κατά τη δεκαετία του 1930-1940 ο μέσος όρος του αριθμού των μαθητών ήταν 222 ανά χρονιά, μεγαλύτερο αριθμό το έτος 1932-1933 με 234 μαθητές και μικρότερο το έτος 1930-1931 με 192 μαθητές. Από το 1930 ως το 1935 η σφραγίδα του σχολείου γράφει: "Πλήρης Δημοτική Σχολή Κοντακαίικων". Από το 1936 η σφραγίδα αλλάζει σε: "Δημοτικό Σχολείον Κοντακαίικων Σάμου. Βασίλειον της Ελλάδος".

Κατά τη δεκαετία του 1940-1950 ο μέσος όρος των μαθητών ήταν 208 μαθητές ανά χρονιά, μεγαλύτερο αριθμό το έτος 1940-1941 με 249 μαθητές. Για την ταραγμένη δεκαετία του 1940 από τη μελέτη των αρχείων προκύπτουν διάφορα στοιχεία. Κατά το έτος 1942-1943 και 1943-1944 δεν υπάρχουν ενδείξεις λειτουργίας του σχολείου, καθώς τα βιβλία του σχολείου παρουσιάζουν στο συγκεκριμένο σημείο κενό. Το ίδιο συμβαίνει και κατά τα έτη του εμφυλίου 1945-1946 και 1946-1947. Από το έτος 1948-1949 που το μαθητολόγιο αρχίζει πάλι να συμπληρώνεται κανονικά, στη στήλη όπου αναγράφεται το επάγγελμα πατρός των μαθητών, συναντάμε πλέον πολύ συχνά τις λέξεις "ορφανός" και "ορφανή" όπως και η λέξη "ανάπηρος".

Κατά τη δεκαετία του 1950, ο μέσος όρος των μαθητών ήταν 177 μαθητές ανά χρονιά με μεγαλύτερο αριθμό το έτος 1950-1951 με 193 μαθητές και το μικρότερο αριθμό το έτος 1958-1959 με 162 μαθητές.

Κατά τη δεκαετία 1960-1970, ο μέσος όρος των μαθητών ήταν 108 μαθητές ανά χρονιά, με μεγαλύτερο αριθμό το έτος 1959-1960 με 153 μαθητές και μικρότερο αριθμό τη χρονιά 1967-1968 με 94 μαθητές. Τη δεκαετία αυτή λειτούργησε και το "Νυχτερινό Δημοτικό Σχολείο Κοντακαίικων". Το Νυχτερινό Δημοτικό σχολείο δημιουργήθηκε για να καλύψει τις εκπαιδευτικές ανάγκες μαθητών που κατά τη μεταπολεμική περίοδο και την περίοδο το Εμφυλίου πολέμου στη χώρα μας έμειναν πολύ πίσω στα μαθήματα του σχολείου ή δεν παρακολούθησαν σχεδόν καθόλου. Από το βιβλίο μητρώου των μαθητών προκύπτει ότι το σχολείο αυτό λειτουργούσε κατά τα έτη 1962, 1964 και 1965, ενώ για το έτος 1963 δεν υπάρχει κανένα στοιχείο. Μέσος όρος ηλικίας των μαθητών που παρακολούθησαν τα μαθήματα του Νυχτερινού Σχολείου ήταν τα 17 χρόνια. Το 1962 οι μαθητές του Νυχτερινού Σχολείου ήταν 24, το 1964 17 και το 1965 οι μαθητές ήταν 13. Αξίζει να αναφερθεί ότι μεταξύ των ετών 1963 και 1964, αλλάζει ο τρόπος γραφής του ονόματος του χωριού στα επίσημα έγγραφα του σχολείου. Από "Κοντακέικα" γίνεται "Κοντακαίικα", όπως παραμένει μέχρι και σήμερα. Το παράδοξο είναι ότι πως η μετονομασία στον τρόπο γραφής σε "Κοντακαίικα" έγινε από το ελληνικό κράτος επίσημα πολύ νωρίτερα, μεταξύ των ετών 1928 και 1940. Το στοιχείο αυτό προκύπτει από τις επίσημες απογραφές του ελληνικού κράτους. Ενώ στην απογραφή κατοίκων του 1928 το χωριό γράφεται "Κοντακέικα" στην απογραφή του 1940 γράφεται "Κοντακαίικα". Πάντως το "Κοντακέικα" υπερισχύει ακόμα και σήμερα σε πολλές περιπτώσεις χρήσης του ονόματος και σε επίσημα έγγραφα, που αφορούν το χωριό.

Η μελέτη των αρχείων του σχολείου από το 1977 μέχρι σήμερα γίνεται πολύ δύσκολη, όσο κι αν αυτό φαίνεται παράξενο. Κι όμως από το 1977 καταργείται το βιβλίο του Μαθητολογίου, οι μαθητές που εγγράφονται στο σχολείο από τη χρονιά εκείνη γράφονται χωρίς διαχωρισμό έτους στο βιβλίο Μητρώου των μαθητών και είναι πολύ δύσκολο να διακρίνει κανείς ξεκάθαρα πόσοι μαθητές φοιτούσαν ανά χρονιά στο σχολείο. Για τα έτη 1970-1977, έχουμε μέσο όρο αριθμού μαθητών τους 90, με μεγαλύτερο αριθμό το έτος 1970, 101 μαθητές και μικρότερο αριθμό το έτος 1976, 78 μαθητές. Κάνοντας λοιπόν ένα χρονικό άλμα, το μόνο που γνωρίζουμε με βεβαιότητα είναι ότι κατά το σχολικό έτος 2002-2003 το σχολείο αριθμεί 54 μαθητές.

Αν συγκρίνει κανείς τον μέσο όρο της δεκαετίας 1960-1970 με 108 μαθητές και των μαθητών το 2002-2003, 54 μαθητές, εύκολα διακρίνει τη μείωση των μαθητών ακριβώς στους μισούς. Ένα συμπέρασμα που σαφώς θα πρέπει να ανησυχεί το χωριό και το μέλλον του τόπου.

Όπως επιτρέπουν να γνωρίζουμε τα αρχεία του σχολείου, διευθυντές του σχολείου από το 1930 μέχρι και σήμερα διετέλεσαν οι: Χριστοδουλάρης Γεώργιος 1930-1950, Τσακαλίας Πέτρος 1950-1953, Περρής Αντώνιος 1953-1971, Παράσχη Αντωνία 1971-1972, Αληγεωργίου Μαρία 1972-1973, Παλαιοκαστρίτης Αλκιβιάδης 1973-1974, 1976-1979, 1981-1983, Κωνσταντινίδης Ιωάννης 1974-1976, Λουίζου-Δαδάου Μαρία 1979-1981, Τριανταφύλλου Κωνσταντίνος 1983-2003, Τριανταφύλλου Κωνσταντίνος 1983-2007, Καλογήρου Σπυρίδων 2007 – 2011, Μάρκου Νικόλαος 2011 – 2017, Κουκούλης Φανούριος 2017 – 2021.

Το 1974 ιδρύθηκαν σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας 52 Πρότυπα Επιμορφωτικά Κέντρα. Τα Κοντακέικα υπάγονταν στο Επιμορφωτικό Κέντρο Καρλοβάσου και ξεκίνησε έτσι η επιμόρφωση στο κέντημα μηχανής και στη τυποποίηση αγροτικών προϊόντων.

Από το σχολικό έτος 1978-1979 ξεκίνησε η λειτουργία Νηπιαγωγείου του χωριού με 23 παιδιά τη χρονιά εκείνη. Νηπιαγωγός και διευθύντρια του Νηπιαγωγείου ήταν από την πρώτη μέρα μέχρι και το 2003 η κα. Αγγελική Κωτάκη. Τα μαθήματα του νηπιαγωγείου παρακολουθούσαν το 2003 14 μαθητές.

Το 1996 έγινε μια σημαντική κίνηση για την αναμόρφωση του κτιρίου του σχολείου. Με πρωτοβουλία του διευθυντή του σχολείου κ. Τριανταφύλλου Κωνσταντίνου εξασφαλίστηκε κονδύλι για την κατασκευή τεσσάρων νέων αιθουσών σε χώρο της αυλής του σχολείου, που αγοράστηκε από τον ιδιώτη στον οποίο άνηκε. Πολύτιμοι αρωγοί στην προσπάθεια στάθηκαν, ο τότε νομάρχης Σάμου Πυθαγόρας Βαρδίκος, ο πρόεδρος της κοινότητας Κοντακέικων, Στασινής Ανδρέας. Από τη χρονιά εκείνη, 1996, το σχολείο αναβαθμίστηκε από τριθέσιο σε τετραθέσιο και από το 1999, σε εξαθέσιο Δημοτικό Σχολείο. Λίγα χρόνια αργότερα, το 2000, με τη συμβολή του τότε νομάρχη Σάμου Θαλασσινού Θαλασσινού και του δημάρχου Καρλοβασίων Λυμπέρη Παναγιώτη, εξασφαλίστηκαν τα χρήματα για να γίνει η εκ βάθρων ανακατασκευή του παλαιού διδακτηρίου, που με το πέρασμα των δεκαετιών είχε περιέλθει σε κακή κατάσταση.

Δάσκαλοι Κοντακαίικων 1861 - 1880[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • 20 Μαίου 1861 διορίζεται ως δημοδιδάσκαλος στα Κοντακέικα, με μισθό 200 γρόσια το μήνα ο Νικόλαος Λαγκώνης
  • 7 Οκτωβρίου 1861 ανανεώνεται ο διορισμός του Νικόλαου Λαγκώνη με μισθό 200 γρόσια μηνιαίως
  • 2 Ιανουαρίου 1863, σε έγγραφο αναπροσαρμογής των μισθών των δημοδιδασκάλων ο Ν. Λαγκώνης εμφανίζεται ως δάσκαλος στον Παγώνδα, ενώ καινούριος δάσκαλος στα Κοντακέικα είναι ο Αριστείδης Παππα παναγιώτου με μισθό 250 γρόσια το μήνα
  • 16 Αυγούστου 1865, σε έγγραφο μεταθέσεων δημοδιδασκάλων αναφέρεται ότι ο δάσκαλος των Κοτακείκων μετατίθεται στους Φούρνους και στη θέση του διορίζεται ο Μανουήλ Δαλδαβανίδης
  • 11 Νοεμβρίου 1866, σε έγγραφο μεταθέσεων δημοδιδασκάλων αναφέρεται η μετάθεση του Μανουήλ Δαλδαβανίδη στις Εξ Γειτονιές και στη θέση του διορίζεται ο Δημήτριος Κ.Ι. Μουρού.
  • 8 Αυγούστου 1874, σε έγγραφο μεταθέσεων δημοδιδασκάλων αναφέρεται ο διορισμός του Παναγιώτη Μανταφούνη στα Κοντακέικα.
  • 24 Αυγούστου 1876, σε έγγραφο μεταθέσεων δημοδιδασκάλων αναφέρεται ότι στα Κοντακέικα διορίζεται ο Μανουήλ Αυγουστίδης στη θέση του απολυμένου Δημ. Κ. Ιωαννίδη.
  • 14 Αυγούστου 1878, σε έγγραφο μεταθέσεων δημοδιδασκάλων αναφέρεται ο διορισμός του Δημ. Κ. Μώρου στη θέση του Μανουήλ Αυγουστίδη που μετατίθεται στα Κοντέικα.
  • 31 Οκτωβρίου 1880, σε έγγραφο μεταθέσεων δημοδιδασκάλων αναφέρεται ότι διορίζεται ο Ιωάννης Π. Δημητρίου στη θέση του απολυμένου Δημ. Κ. Μώρου.

Οι εκκλησίες και τα ξωκλήσια του χωριού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιερός ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου αποτελεί τον κύριο ναό και βρίσκεται στο κέντρο του χωριού. Ο θεμέλιος λίθος του ναού τέθηκε το 1902 και τα θυρανοίξια έγιναν το 1917. Πρωταίτιος για το έργο της ανέγερσης του ναού ήταν ο κάτοικος Ιωάννης Παπακωνσταντίνου, ο οποίος διενήργησε έρανο, προκειμένου να συγκεντρωθούν τα απαραίτητα έξοδα της ανέγερσης. Η ανοικοδόμηση του ναού γινόταν μόνο τη καλοκαιρινή περίοδο για να επιτυγχάνεται η σωστή εξαγωγή των υλικών, μαλτεζόπετρας και άμμου, από τα νταμάρια της περιοχής Σαβούρα Ράχη, καθώς και από το κτήμα της εκκλησίας στη περιοχή Βραχούλια, όπου σήμερα βρίσκεται το γήπεδο του χωριού. Τα τούβλα που χρησιμοποιήθηκαν φτιάχτηκαν και ψήθηκαν σε καμίνι με την τεχνοτροπία της εποχής.

Στη διαδικασία της ανέγερσης βοήθησαν όλοι οι κάτοικοι του χωριού με προσωπική εργασία, μεταφέροντας πέτρες και τούβλα με τα μεταφορικά μέσα της εποχής, γαϊδουράκια και άμαξες συρόμενες από ζώα. Αρκετοί μάλιστα κάτοικοι κουβαλούσαν στους ώμους τους ότι μπορούσαν από υλικά ή έκαναν διαμορφώσεις στις πέτρες, φτιάχνοντας παράλληλα και τα τούβλα που κρίνονταν απαραίτητα. Εργολάβος της κατασκευής ήταν ο Ηλίας Λιωρίδης, από το χωριό Πλάτανος της Σάμου, ενώ οι τεχνίτες ήρθαν από τη Κάρπαθο. Οι ίδιοι τεχνίτες πρέπει να έχτισαν και το παρεκκλήσι του Αγ. Δημητρίου και του Τιμίου Σταυρού Κοντακαίικων, καθώς η τεχνοτροπία των κτισμάτων παρουσιάζουν πάρα πολλές ομοιότητες.

Άγιος Δημήτριος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου βρίσκεται στον ομώνυμο συνοικισμό του χωριού, δίπλα στον κεντρικό δρόμο που συνδέει το Καρλόβασι με το Βαθύ. Ο ναός είναι χτισμένος σε ρυθμό βυζαντινό τρουλοσταυροειδή. Κτίστηκε περίπου το 1902, όπως μαρτυρά η τεχνοτροπία του κτίσματος, από τους ίδιους Καρπάθιους τεχνίτες που έχτισαν και τον ναό της Παναγίας μέσα στο χωριό. Ο ναός είναι μικρογραφία της κεντρικής ενοριακής εκκλησίας και αποτελεί πόλο έλξης των τουριστών που κατευθύνονται προς το Καρλόβασι. Δεν είναι σπάνια η εικόνα των τουριστών που σταματούν για λίγο το ταξίδι τους, προκειμένου να απαθανατίσουν φωτογραφικά τον πανέμορφο ναό.

Σχετικά με το χτίσιμο της εκκλησίας υπάρχει ο εξής μύθος: Δύο μικρά κορίτσια έβοσκαν κατσίκες στη περιοχή όπου αργότερα χτίστηκε ο ναός. Μία από τις κατσίκες του κοπαδιού έφυγε κάθε φορά από το υπόλοιπο κοπάδι και πήγαινε στο συγκεκριμένο σημείο να βοσκήσει. Όταν μία από αυτές τις φορές το ένα κοριτσάκι πήγε να πάρει τη κατσίκα, βρήκε εκεί μια μικρή πέτρινη εικόνα του Αγίου Δημητρίου. Πιθανολογείται μάλιστα ότι στη περιοχή υπήρχε παλαιότερα κάποιος κατεστραμμένος ναΐσκος προς τιμήν του Αγίου, όπου βρίσκεται μέχρι και σήμερα.

Άγιος Νικόλαος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ναός του Αγίου Νικολάου βρίσκεται στον ομώνυμο συνοικισμό του χωριού, στην περιοχή Λιμανάκι Αγίου Νικολάου. Είναι μετόχι της ιεράς μονής του Προφήτη Ηλία Καρλοβασίων και χτίστηκε το (1500 μ.Χ.) περίπου από τον όσιο Παύλο Λατρινό, που καταγόταν από τις Λάτρεις της Μ. Ασίας. Ο αρχιτεκτονικός ρυθμός του ναού τον κατατάσσει στις μονόκλιτες βασιλικές. Ιδιοτυπίες στο εσωτερικό του ναού παρομοιάζουν με αντίστοιχες του ναού Αγίου Ιωάννου που βρίσκεται στους Μυτιληνιούς Σάμου. Δυστυχώς στο εσωτερικό του ναού προσκλήθηκαν πολλές αλλοιώσεις από νεότερες παρεμβάσεις στο μεγάλο νάρθηκα, στο τέμπλο, στο δάπεδο και στον θόλο.

Προφήτης Ηλίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ναός του Προφήτη Ηλία βρίσκεται στο συνοικισμό Κολιαμπέτσηδες. Η ωραία πύλη του ναού είναι δώρο των βυρσοδεψών καθώς ο Προφήτης Ηλίας είναι ο προστάτης Άγιος τους. Ο ναός είναι διακοσμημένος με ωραιότατες εικόνες και στη γιορτή του γίνεται μεγάλο καλοκαιρινό πανηγύρι.

Άγιος Δημήτριος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βρίσκεται στην περιοχή Κόκκινος Βράχος. Στο ναό υπάρχουν πολλές παλαιές βυζαντινές εικόνες και είναι ιδιοκτησία της Μυρσούλας Τσιλίρη.

Μεταμόρφωση του Σωτήρος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο συνοικισμό Κάτω Καλύβια βρίσκεται ο Ναός Μεταμόρφωσης του Σωτήρος. Στον ναό αυτό γιορτάζεται επίσης και η χάρη της Αγίας Βαρβάρας.

Ναός Τιμίου Σταυρού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ναός αυτός βρίσκεται στη περιοχή των Κάτω Καλυβίων. Είναι πετρόχτιστος, έχει στο εσωτερικό του ωραιότατες παλιές εικόνες και είναι βασιλικού ρυθμού.

Αγία Άννα και Άγιοι Πάντες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Είναι ιδιοκτησίας του κ. Εμμανουήλ Μάρκου και βρίσκονται στη περιοχή Σαβούρα Ράχη.

Εισόδια της Θεοτόκου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο σημερινός ναός αποτελεί αναπαλαίωση παλαιότερου κτίσματος του 1950. Ανακαινίστηκε με τη συνδρομή όλων των κατοίκων του χωριού και αποτελεί προσφιλή τόπο προσκυνήματος.

Άγιος Γεώργιος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ναός αυτός δε σώζεται σήμερα. Κατά το παρελθόν βρισκόταν εκεί που σήμερα είναι διαμορφωμένη η πλατεία του χωριού. Ακόμα και σήμερα μπορεί κανείς να δει ένα μικρό τμήμα του ιερού βήματος. Η κατεδάφιση του ναού έγινε το 1924, ενώ σε διπλανό χώρο πρέπει να υπήρχε και νεκροταφείο, όπως μαρτυρούν διάφορα οστά που βρέθηκαν εκεί κατά τη διάρκεια των εργασιών που έγιναν για τη διαμόρφωση της πλατείας.

Άγιοι Ανάργυροι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ναός βρίσκεται στη περιοχή Μακρόγληδες και είναι ιδιοκτησία του Ιωάννη Τριανταφύλλου.

Άγιος Ιωάννης Θεολόγος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βρίσκεται στη περιοχή Βουνό. Παλαιότερα στο μέρος αυτό υπήρχε εκκλησάκι που στη συνέχεια ανακαινίστηκε. Δυστυχώς, ο ναός χρησιμοποιήθηκε για σταβλισμό ζώων κατά τη διάρκεια της ιταλικής Κατοχής.

Άγιος Νεκτάριος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νεκροταφιακός ναός και προσκύνημα. Ο ναός εγκαινιάστηκε το 1967 και κατέχει τμήμα των ιερών λειψάνων του Αγίου Νεκταρίου, το οποίο λιτανεύεται κατά την ημέρα της εορτής του Αγίου.

Αγία Αικατερίνη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Είναι ιδιοκτησία του Γ. Σαράντου. Βρίσκεται στην περιοχή Θαλασσινίδες

Σύλλογοι του χωριού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Α.Ψ.Ε.Σ Πυθαγόρας Κοντακαίικων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο χωριό δραστηριοποιείται έντονα ο αθλητικός και πολιτιστικός σύλλογος Αθλητικός Ψυχαγωγικός Εξωραϊστικός Σύλλογος Κοντακαίικων «ο Πυθαγόρας», διοργανώνοντας κάθε καλοκαίρι ντοματοπόλεμο και γιορτή κρασιού[εκκρεμεί παραπομπή]. Παράλληλα η ομάδα διαθέτει αντρικό και γυναικείο ποδοσφαιρικό τμήμα, ποδοσφαιρική ακαδημία αλλά και πολιτιστικό τμήμα. Η ομάδα χρησιμοποιεί το Δημοτικό Γήπεδο Κοντακαίικων, ενώ για κάποιους αγώνες, μεταξύ των οποίων τους αγώνες των Play-Offs ανόδου στη Γ΄ Εθνική έχει χρησιμοποιήσει το Δημοτικό Στάδιο Καρλοβάσου.

Ο σύλλογος ιδρύθηκε το 1970 αλλά η λειτουργία του σταμάτησε το 1975,[εκκρεμεί παραπομπή] για να επανιδρυθεί στις 23 Απριλίου του 1978 από κατοίκους των Κοντακαίικων Σάμου "με σκοπό την προαγωγή, διάδοση, καλλιέργεια και ανάπτυξη του αθλητισμού και του αθλητικού πνεύματος εν γένει", όπως είναι καταγεγραμμένο στο καταστατικό. Το τμήμα που υπάρχει από την αρχή της λειτουργίας του συλλόγου είναι αυτό του ποδοσφαίρου. 42 χρόνια ιστορίας με 4 Πρωταθλήματα, 3 Κύπελλα και 2 Πρωταθλήματα Β΄ Κατηγορίας, παρουσίες σε μπαράζ ανόδου στη Γ΄ Εθνική και καθιερωμένη ως μια από τις καλύτερες ομάδες του νησιού. Διατηρεί τμήματα ακαδημιών όλων των ηλικιών και μεγάλος στόχος είναι η όσο το δυνατόν γρηγορότερη ολοκλήρωση των εργασιών για την βελτίωση του Γηπέδου Κοντακαίικων, που θα δώσει νέα ώθηση στον αθλητισμό του χωριού.

Από το 2012 έχει δημιουργηθεί το χορευτικό τμήμα του συλλόγου. Μια προσπάθεια που στο πέρασμα των χρόνων αυξάνει την δυναμική της, τα μέλη της (διαθέτει τμήματα όλων των ηλικιών που αυξάνονται χρόνο με το χρόνο) και την προσφορά της, με παρουσία σε πάμπολλες χορευτικές δραστηριότητες και με πολιτιστικό προσανατολισμό που στοχεύει στην ανάδειξη των αξιών και της παράδοσης του χωριού των Κοντακαίικων.

Μέχρι σήμερα η ομάδα έχει κατακτήσει 8 τίτλους:

  • Πρωτάθλημα Ε.Π.Σ. Σάμου: 4 (2015, 2016, 2017, 2020)
  • Πρωτάθλημα Β΄ κατηγορίας Ε.Π.Σ. Σάμου: 2 (1986, 2009)
  • Κύπελλο Ε.Π.Σ. Σάμου: 3 (2003,2016, 2017)

Ο Πυθαγόρας εφόσον κατέκτησε το πρωτάθλημα της Ε.Π.Σ. Σάμου για την σεζόν 2016-17, είχε το δικαίωμα συμμετοχής στην Γ´ Εθνική για την επόμενη σεζόν. Λόγω όμως των κακών οικονομικών που έχει κάθε νησιώτικη ομάδα, ο Πυθαγόρας θα συνεχίσει στο τοπικό πρωτάθλημα και δεν θα ανεβεί στην Γ΄ Εθνική για την σεζόν 2017-18.

Φωτόνησος Τεχνών & Πολιτισμού ΑΜΚΕ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η «ΦΩΤΟΝΗΣΟΣ Τεχνών και Πολιτισμού Α.Μ.Κ.Ε» συστήθηκε τον Φεβρουάριο του 2019, τα μέλη της όμως έχουν πραγματοποιήσει δεκάδες επιτυχημένες εκδηλώσεις πολιτισμού κατά τα προηγούμενα έτη, μέσω της Φωτογραφικής Ομάδας «ΦΩΤΟΝΗΣΟΣ» (2014) και της ομάδας Ιδεόδεντρο Τεχνών & Πολιτισμού (2018), οι οποίες και συνενώθηκαν. Συγκεκριμένα, τον Σεπτέμβριο του 2014, στο χωριό των Κοντακαίικων δημιουργήθηκε η φωτογραφική ομάδα «Φωτόνησος» με δύο (2) τμήματα: το τμήμα ενηλίκων και το παιδικό τμήμα. Το παιδικό τμήμα της Φωτονήσου αποτελεί το μοναδικό συγκροτημένο τμήμα παιδικής φωτογραφίας στη χώρα μας, η δε Φωτόνησος, συνολικά, αποτελεί τη μοναδική φωτογραφική ομάδα που δραστηριοποιείται σε χωριό της Ελλάδας.

Σκοπός της φωτογραφικής ομάδας ήταν εξαρχής να αναδείξει τη δημιουργική φωτογραφία στους κατοίκους του νησιού της Σάμου, μέσω των τακτικών συναντήσεων των μελών της, μελετώντας την αισθητική και την ιστορία της φωτογραφίας, αλλά και μέσω της πραγματοποίησης εκδηλώσεων και διαλέξεων, οι οποίες απευθύνονταν σε ευρύτερο κοινό.

Στο ξεκίνημά της την ομάδα αποτελούσαν αποκλειστικά κάτοικοι του χωριού των Κοντακαίικων, με την πάροδο του χρόνου όμως προστέθηκαν νέα μέλη, κάτοικοι του γειτονικού Καρλοβασίου, φοιτητές και εκπαιδευτικοί της περιοχής.

Στα χρόνια της λειτουργίας της η Φωτόνησος έχει επιδείξει έναν ιδιαίτερα εξωστρεφή χαρακτήρα έχοντας συνεργαστεί με το Ίδρυμα Schwarz (Schwarz Foundation), τον δήμο Σάμου, τη Σχολή Θετικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αιγαίου, τη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Αιγαίου, το Μεσογειακό Φεστιβάλ Φωτογραφίας (Medphoto Festival), φοιτητικές ομάδες του Πανεπιστημίου, το Κέντρο Πρόληψης των Εξαρτήσεων "Φάρος" και το Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας Σάμου. Τον Αύγουστο του 2018, μέλη της Φωτονήσου πήραν την πρωτοβουλία δημιουργίας μίας δεύτερης ομάδας, του Ιδεόδεντρου Τεχνών & Πολιτισμού, στην πόλη του Καρλοβασίου, με πεδίο δραστηριοποίησης τον ευρύτερο χώρο των Τεχνών και με σημαντικές εκδηλώσεις στη βραχύβια πορεία της. Με τη συνένωση των δύο ομάδων δημιουργήθηκε η «Φωτόνησος Τεχνών & Πολιτισμού», ως Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία, στα πλαίσια της οποίας εξακολουθεί τη λειτουργία του και το φωτογραφικό τμήμα. Η Φωτόνησος Τεχνών και Πολιτισμού διοργάνωσε κατά τα έτη 2020 και 2021 το Φεστιβάλ Τεχνών Σάμου - Ανατολικό Άκρο.

Σύλλογος Εθελοντών Πυροσβεστών Κοντακαίικων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο χωριό δραστηριοποιείται πολύ ενεργός Σύλλογος Εθελοντών Πυροσβεστών.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. (Ελληνικά) Βάση δεδομένων της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής.
  2. 2,0 2,1 2,2 Σταματιάδης, Επαμεινώνδας (1992). Σαμιακά, Η ιστορία της Σάμου από τα πανάρχαια χρόνια μέχρι το 1890. Σάμος. 
  3. Κρητικίδης, Εμμανουήλ (1952). Πραγματεία περί της ερημώσεως και του συνοικισμού της Σάμου,. Αθήνα: Βιβλιοπωλείο Ν.Δ. Καραβία. 

Βιβλιογραφικές πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Πραγματεία περί της ερημώσεως και του συνοικισμού της Σάμου, Εμμανουήλ Κρητικίδης, Αθήνα, Βιβλιοπωλείο Ν.Δ. Καραβία, 1952
  • Εκκλησίες και Μοναστήρια της Σάμου, σύντομη παρουσίαση της αρχιτεκτονικής τους, Κ. Παπαιωάννου, Αθήνα, 1997
  • Σαμιακά, Η ιστορία της Σάμου από τα πανάρχαια χρόνια μέχρι το 1890, Επαμεινώνδας Σταματιάδης, Σάμος, 1992
  • Η Κατοχή και η Εθνική Αντίσταση στη Σάμο 1941-1944, Γιάννης Ζαφείρης, Αθήνα, 1962
  • Τοπογραφία αρχαία και σημερινή της Σάμου / υπό Εμμανουήλ Ι. Κρητικίδου, Ημερομηνία έκδοσης:  1982.
  • Η Κατοχή και η Εθνική Αντίσταση στη Σάμο 1941-1944, Γιάννης Ζαφείρης, Αθήνα, 1962
  • Γιαννακόπουλος Απόστολος - Βλαχάκη Γιώτα, Κοντακαίικα Σάμου: Απ’ το χθες στο σήμερα, Σάμος, Ιούνιος 2003, Αυτοέκδοση