Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Αμαντέους Μότσαρτ)
Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Johann Chrysostomos Wolfgang Gottlieb Mozart (Γερμανικά)
Γέννηση27  Ιανουαρίου 1756[1][2][3]
Σάλτσμπουργκ[4][5][6]
Θάνατος5  Δεκεμβρίου 1791[1][2][3]
Βιέννη[7][5][6]
Τόπος ταφήςSt. Marx Cemetery
ΚατοικίαMozart's birthplace
Χώρα πολιτογράφησηςArchbishopric of Salzburg[8]
ΘρησκείαΚαθολικισμός
Ύψος1,63 m Edit this on Wikidata
Εκπαίδευση και γλώσσες
Μητρική γλώσσαΓερμανικά
Ομιλούμενες γλώσσεςΓερμανικά[2][9][10]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητασυνθέτης[11][12][13]
μουσικός παιδαγωγός
πιανίστας
μουσικός[12]
οργανίστας
βιολιστής
ΕργοδότηςΙερώνυμος φον Κολορέντο
Ιωσήφ Β΄ των Αψβούργων
Αξιοσημείωτο έργοΟ Μαγικός Αυλός
Οι γάμοι του Φίγκαρο
Ντον Τζοβάννι
Έτσι κάνουν όλες
Απαγωγή από το σεράι
40ή Συμφωνία
Eine kleine Nachtmusik
Requiem
Επηρεάστηκε απόΓιόχαν Γιόζεφ Φουξ
Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ
Περίοδος ακμής1761 - 1791[14]
Οικογένεια
ΣύζυγοςΚωστάντζα Μότσαρτ (1782–1791)
ΤέκναΚαρλ Τόμας Μότσαρτ
Φραντς Ξάβερ Βόλφγκανγκ Μότσαρτ
ΓονείςΛέοπολντ Μότσαρτ[15] και Άννα Μαρία Μότσαρτ
ΑδέλφιαΜαρία Άννα Μότσαρτ
ΟικογένειαMozart family
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΒραβεύσειςΤάγμα του Χρυσού Σπιρουνιού (1770)
Υπογραφή
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Άγαλμα του Μότσαρτ στη Βιέννη.

Ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ (γερμανικά: Wolfgang Amadeus Mozart, Σάλτσμπουργκ, 27 Ιανουαρίου 1756 - Βιέννη, 5 Δεκεμβρίου 1791) ήταν ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες κλασικής μουσικής. Μαζί με τον Γιόζεφ Χάυντν, τον Λούντβιχ βαν Μπετόβεν και τον Φραντς Σούμπερτ αποτελούν τους σημαντικότερους εκπροσώπους του λεγόμενου βιεννέζικου κλασικισμού, του κλασικισμού και τη λεγόμενη «Πρώτη Σχολή της Βιέννης». Συνέθεσε πάνω από 600 έργα, μουσική δωματίου, συμφωνική και εκκλησιαστική μουσική, καθώς και μικρότερες συνθέσεις: παραλλαγές, φαντασίες, σονάτες, άριες κ.ά.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα πρώτα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ ήταν γιος του Γιόχαν Γκέοργκ Λέοπολντ Μότσαρτ και της Άννα Μαρία Βαλμπούργκα Περτλ, γεννημένος στην οδό Getreidegasse, στον αριθμό 9, στο Σάλτσμπουργκ, την πρωτεύουσα της Αρχιεπισκοπής του Σάλτσμπουργκ στη σημερινή Αυστρία, τότε Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Το μόνο από τα αδέλφια του που επέζησε της παιδικής του ηλικίας ήταν η μεγαλύτερη αδελφή του, Μαρία Άννα (1751-1829), η οποία είχε το ψευδώνυμο "Ναννέρλ". Υπήρξε και εκείνη μουσικός, ενώ βέβαιη θεωρείται η συμβολή της στο να εμπνεύσει στον αδελφό της το ενδιαφέρον για τη μουσική.

Ο Μότσαρτ βαπτίστηκε την επόμενη ημέρα της γέννησής του στον Καθεδρικό του Αγίου Ροβέρτου. Η πράξη της βάπτισης δίνει το όνομα του στα λατινικά, Joannes Chrysostomus Wolfgangus Theophilus Mozart. Τα δύο πρώτα ονόματα μαρτυρούν πως η ημέρα γέννησής του συνέπεσε με τη γιορτή του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, ακολουθώντας έτσι την παράδοση της Καθολικής Εκκλησίας. Βόλφγκανγκ ήταν το όνομα του παππού του, από την πλευρά της μητέρας του, ενώ Τεόφιλους ονομαζόταν ο νονός του, Γιοάννες Τεόφιλους Πέργκμαϋρ, έμπορος στο επάγγελμα. Ο ίδιος χρησιμοποιούσε ενίοτε το γερμανικό όνομα Γκόττλιμπ αντί του Τεόφιλους, πιο συχνά όμως τα ιταλικά ονόματα Αμαντέο ή Αμαντέ.[16]

Ο πατέρας του (1719-1787) ήταν από το Άουγκσμπουργκ. Ήταν αναπληρωτής διευθυντής της ορχήστρας στην αυλή του Αρχιεπισκόπου του Σάλτσμπουργκ, μέτριος συνθέτης και έμπειρος δάσκαλος. Τη χρονιά που γεννήθηκε ο Μότσαρτ, ο πατέρας του εξέδωσε ένα εγχειρίδιο για βιολί υπό τον τίτλο «Versuch einer gründlichen Violinschule», το οποίο γνώρισε ιδιαίτερη επιτυχία. Σε αντίθεση με τις συνθέσεις του, το εγχειρίδιο είχε διεθνή απήχηση και μεταφράστηκε στη γαλλική και ολλανδική γλώσσα.

Όταν η Ναννέρλ ήταν επτά ετών, ξεκίνησε μαθήματα αρμονίου με τον πατέρα της ενώ ο τρίχρονος αδελφός της τους παρακολουθούσε. Χρόνια αργότερα, μετά το θάνατο του αδελφού της, είχε πει:

Περνούσε συχνά πολύ χρόνο στο πιάνο χτυπώντας πλήκτρα και η ευχαρίστησή του έδειχνε πότε κάτι του ακουγόταν καλό. [...] Όταν ήταν τεσσάρων χρονών ο πατέρας άρχισε να του διδάσκει κάποια μινουέτα και κομμάτια στο πιάνο, σαν παιχνίδι. [...] Μπορούσε να τα παίζει άψογα και με τη μεγαλύτερη λεπτότητα, κρατώντας πάντα τέλεια το μέτρο. [...]

Στην ηλικία των πέντε ετών, συνέθετε ήδη μικρά κομμάτια, τα οποία έπαιζε στον πατέρα του, ο οποίος τα κατέγραφε. Αυτά τα πρώτα κομμάτια, Κ. 1-5, καταγράφηκαν στο μουσικό βιβλίο Nannerl Notenbuch. Οι δεξιότητες του νεαρού Μότσαρτ υπήρξαν μοναδικές. Εκτός από την εξαιρετική τεχνική του στο πιάνο, στο όργανο και στο βιολί, είχε την ικανότητα να αποστηθίζει πληθώρα συνθέσεων με εκπληκτική ευκολία, ενώ αξιοσημείωτη ήταν επίσης η ικανότητά του να αυτοσχεδιάζει πάνω σε ένα μουσικό θέμα χωρίς προετοιμασία.[17] Ο βιογράφος Μέηναρντ Σόλομον σημειώνει πως ο πατέρας του Μότσαρτ ήταν ένας αφοσιωμένος δάσκαλος για τα παιδιά του και κατά παράδοξο τρόπο η αυταρχική στάση του παρακινούσε τον Μότσαρτ να προχωρά παραπέρα από ό,τι του δίδασκε ο πατέρας του.[18] Η πρώτη σύνθεση, γεμάτη μουντζούρες από μελάνι, και οι πρώτες του προσπάθειες με το βιολί αποτέλεσαν δική του πρωτοβουλία και εξέπληξαν τον πατέρα του.

Ήδη σε ηλικία έξι ετών, κατέγραφε ο ίδιος τις συνθέσεις του. Ο πατέρας του εγκατέλειψε τελικά τη σύνθεση όταν έγιναν εμφανή τα μουσικά ταλέντα του γιου του. Στα πρώτα του χρόνια, ο πατέρας του Μότσαρτ ήταν ο μοναδικός του δάσκαλος. Εκτός από μουσική δίδασκε στα παιδιά του ξένες γλώσσες και άλλα μαθήματα.

Προσωπογραφία του Μότσαρτ σε ηλικία έξι ετών. Πιθανώς έργο του Πιέτρο Αντόνιο Λορεντσόνι (1721-1782) κατά παραγγελία του Λέοπολντ Μότσαρτ.

Παρουσιάστηκε στο κοινό, μαζί με την αδελφή του Μαρία Άννα, σαν ένα «παιδί θαύμα», για πρώτη φορά το Σεπτέμβριο του 1761 στο Πανεπιστήμιο του Σάλτσμπουργκ. Το πρώτο ταξίδι για συναυλίες του νεαρού Μότσαρτ τον οδήγησε τον Ιανουάριο του 1762 στο Μόναχο στην Αυλή του Μαξιμιλιανού Γ΄ Ιωσήφ της Βαυαρίας, ενώ ταξίδεψε από το Σεπτέμβριο μέχρι το Δεκέμβριο του 1762 μέσω Πάσσαου και Λιντς στη Βιέννη. Εκεί έπαιξε μπροστά στην αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία, ανακοινώνοντας μάλιστα πως θα παντρευόταν την αρχιδούκισσα Μαρία Αντουανέττα, μετέπειτα βασίλισσα της Γαλλίας.[19] Η Αυτοκράτειρα του χάρισε ένα παιδικό κοστούμι.

Ταξιδεύοντας για το Παρίσι, επισκέφτηκε για συναυλίες τη Φρανκφούρτη, το Μάιντς, το Άαχεν και άλλες πόλεις ως προσκεκλημένος Γερμανών ηγεμόνων, φθάνοντας τελικά στη γαλλική πρωτεύουσα στις 18 Νοεμβρίου 1763. Από την αλληλογραφία του Λέοπολντ Μότσαρτ πληροφορούμαστε για την επιτυχία του ταξιδιού στο Παρίσι, την εγκάρδια υποδοχή της Βασίλισσας και τη γνωριμία με τους συνθέτες Γιόχαν Σόμπερτ και Γιόχαν Γκόττφριντ Έκαρντ. Επόμενος σταθμός υπήρξε το Λονδίνο, όπου έφτασε στις 23 Απριλίου 1764 και παρέμεινε για δεκαπέντε μήνες. Εκεί, υποδέχτηκε τα δύο «παιδιά θαύματα» ο Γεώργιος Γ΄ πληρώνοντας για την επίσκεψή τους το ποσό των 24 γκινέων. Αυτά τα ταξίδια έδωσαν την ευκαιρία να συναντηθεί ο Μότσαρτ με σημαντικούς μουσικούς της εποχής του. Ο σπουδαιότερος από αυτούς ήταν ο γιος του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ο Γιόχαν Κρίστιαν Μπαχ, ο οποίος συνάντησε τον Μότσαρτ στο Λονδίνο και τον επηρέασε σημαντικά στη σταδιοδρομία του.[20] Στο Παρίσι τυπώθηκαν τα πρώτα έργα (σονάτες) του Μότσαρτ ενώ κατά την αναχώρησή του από το Λονδίνο τον Ιούλιο του 1765, παρουσίασε το χειρόγραφο ενός χορωδιακού κομματιού σε τέσσερα μέρη (Κ. 20) στο Βρετανικό Μουσείο. Ακολούθησαν συναυλίες στη Χάγη το Σεπτέμβριο του 1765, ξανά στο Παρίσι το Μάιο του 1766 όπου παρέμεινε για δύο μήνες και αργότερα στη Λυών, στη Γενεύη, καταλήγοντας εν τέλει στο Μόναχο.

Ο Μότσαρτ είχε εντατικοποιήσει ήδη κατά το τελευταίο ταξίδι συναυλιών τις εργασίες του στη σύνθεση και προσπάθησε να παρέμβει και στη μουσική ζωή της γενέτειράς του: συνέθεσε την όπερα Απόλλων και Υάκινθος (Apollo und Hyacinthus) που παίχτηκε στο θέατρο του Πανεπιστημίου του Σάλτσμπουργκ και την πρώτη πράξη του ορατορίου Die Schuldigkeit des ersten Gebots (σε συνεργασία με τον Μίχαελ Χάυντν και τον Άντον Αντλγκάσερ). Κατά τη διάρκεια της δεύτερης μεγάλης επίσκεψής του στη Βιέννη (Σεπτέμβριος 1767 - Ιανουάριος 1769) διηύθυνε με επιτυχία τη Λειτουργία για το Ορφανοτροφείο (Waisenhausmesse, K. 49=47a) και παρουσίασε την όπερα Βαστιανός και Βαστιαννή (Bastien und Bastienne) στη βίλα του γιατρού και υπνωτιστή Φραντς Άντον Μέσμερ, δεν βρήκε όμως ανταπόκριση στην αυτοκρατορική Αυλή. Συνέθεσε επίσης την κωμική όπερα με τίτλο Η ψευτοανόητη (La finta semplice), κατόπιν παραγγελίας του αρχιεπισκόπου. Αν και αρχικά υποστηρίχτηκε από τον Κ. Β. Γκλουκ, ο τελευταίος στη συνέχεια εξέφρασε αντιρρήσεις για το εγχείρημα[21] και η όπερα απορρίφθηκε από τον θεατρικό διευθυντή Τζουζέππε ντ'Αφλίτζιο. Παρουσιάστηκε τελικά την 1η Μαΐου 1769 στο Σάλτσμπουργκ.

Ιταλία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά από σχεδόν ετήσια παραμονή στο Σάλτσμπουργκ, ξεκίνησαν πατέρας και γιος Μότσαρτ για την Ιταλία. Ο νεαρός Μότσαρτ ήταν ήδη από τον Οκτώβριο του 1769 διευθυντής συναυλίας στην ορχήστρα του αρχιεπισκόπου στο Σάλτσμπουργκ. Δεν επρόκειτο βέβαια πια για περιοδεία ενός εντυπωσιακού παιδιού αλλά για υλοποίηση μιας συνήθειας των μουσικών της εποχής. Σε κάθε μεγάλη πόλη δίνονταν συναυλίες, μετά από πρόσκληση ευγενών, με την ελπίδα να εισπραχθούν δώρα και αναθέσεις ειδικών συνθέσεων, έναντι αμοιβής. Ο Μότσαρτ συνάντησε σε αυτό το ταξίδι τους γνωστούς μουσικούς της εποχής Νικολό Πιτσίνι, Τζοβάννι Μπατίστα Σαμμαρτίνι και τον πατέρα Τζοβάννι Μπατίστα Μαρτίνι (στον οποίο έδωσε κατά την επιστροφή του εξετάσεις) και τους διάσημους καστράτους Κάρλο Φαρινέλλι και Τζοβάννι Μαντσουόλι. Στη Ρώμη απονεμήθηκε στο νεαρό συνθέτη από τον Πάπα ένα παράσημο και έγινε δεκτός σε τάγμα ιπποτών (στον Γκλουκ απονεμήθηκε το ίδιο παράσημο, αλλά έγινε δεκτός στο τάγμα με ένα κατώτερο βαθμό). Στις 26 Δεκεμβρίου του 1770 παρουσιάστηκε με μεγάλη επιτυχία στο Teatro Regio Ducale του Μιλάνου η όπερα Μιθριδάτης, βασιλιάς του Πόντου (Mitridate, re di Ponto, 21 επαναλήψεις). Το Μάρτιο του 1771 ολοκληρώθηκε το πρώτο ταξίδι στην Ιταλία. Στον Μότσαρτ είχαν δοθεί στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού μερικές παραγγελίες για συνθέσεις (για την Πάντοβα, το Μιλάνο και τη Βενετία) και έτσι υπήρχε λόγος να ετοιμαστεί το δεύτερο ταξίδι του. Περίπου 5 μήνες αργότερα ξεκίνησε πάλι από το Σάλτσμπουργκ για την Ιταλία, όπου έμεινε μέχρι το Δεκέμβριο του 1771. Αυτή την εποχή δημιουργήθηκαν το ορατόριο La betulia liberata (Κ. 118), κατά παραγγελία του Πρίγκιπα της Αραγωνίας, Δον Τζουζέπε Χιμένες, και η όπερα "Ο Ασκάνιος στην Άλμπα" (Ascanio in Alba, Κ. 111) για το Μιλάνο, με αφορμή το γάμο του αρχιδούκα Φερδινάνδου της Αυστρίας και της Μαρίας Βεατρίκης των Έστε. Το ορατόριο, σε λιμπρέττο του Πιέτρο Μεταστάζιο, τελικά δεν παρουσιάστηκε ποτέ δημόσια. Από τον Οκτώβριο 1772 μέχρι το Μάρτιο 1773 πραγματοποιήθηκε το τρίτο ταξίδι του Μότσαρτ στην Ιταλία. Κατά τη διάρκειά του παρουσιάστηκε η όπερα Λεύκιος Σύλλας (Lucio Silla, Κ. 135) στο Μιλάνο, σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία σε 26 παραστάσεις.

Επιστροφή στο Σάλτσμπουργκ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Απόσπασμα από το έργο του Μότσαρτ Ein Muskalischer Spaß.

Λίγο μετά την επιστροφή πατέρα και γιου από το δεύτερο ταξίδι στην Ιταλία πέθανε ο Επίσκοπος-Πρίγκιπας του Σάλτσμπουργκ, Σίγκισμουντ φον Σράττενμπαχ. Ο νέος εργοδότης της οικογένειας Μότσαρτ, κόμης Ιερόνυμους Κολλορέντο, για του οποίου την ενθρόνιση ο νεαρός συνθέτης έγραψε το έργο "Il sogno di Scipione", δεν ήταν ένας πρίγκιπας με νοοτροπία του μπαρόκ, όπως ο Σράττενμπαχ, αλλά εκπρόσωπος του Διαφωτισμού, με κλίση προς τις ανανεωτικές ιδέες του Ιωσηφινισμού (από το όνομα του αυτοκράτορα Ιωσήφ).

Η επόμενη παραμονή του Μότσαρτ στο Σάλτσμπουργκ διακόπηκε μόνο από ταξίδια στη Βιέννη και στο Μόναχο. Αυτή την εποχή ανέπτυξε ο συνθέτης ακόμα περισσότερο τη συνθετική τεχνική του, πράγμα που ενισχύθηκε από τη συνάντηση και γνωριμία του με τον Φραντς Γιόζεφ Χάυντν στη Βιέννη. Αυτή η γνωριμία έμελλε να μετουσιωθεί μουσικά σε έργα που απετέλεσαν την πρώιμη περίοδο του βιεννέζικου κλασικισμού. Αυτή την εποχή απέκτησε η ενόργανη μουσική του Μότσαρτ (συμφωνίες, κοντσέρτα, σερενάτες) μεγαλύτερη σημασία, δίπλα στην εκκλησιαστική μουσική του που προέκυπτε από την υπαλληλική σχέση του στην αρχιεπισκοπή του Σάλτσμπουργκ.

Ένα νεότερο ταξίδι του Μότσαρτ στο Παρίσι (Σεπ. 1777 - Ιαν. 1779), το τελευταίο μεγάλο ταξίδι συναυλιών του συνθέτη, αφενός επισκιάστηκε από το θάνατο της μητέρας του στις 3 Ιουλίου 1778, η οποία τον συνόδευε, αφετέρου δεν απετέλεσε μία καλλιτεχνική επιτυχία, η οποία θα συνοδευόταν από τον περιπόθητο διορισμό σε κάποια Αυλή. Αντίθετα, έχασε και τη θέση του στο Σάλτσμπουργκ, μετά από αντιδικία με τον αρχιεπίσκοπο. Ο συνθέτης επαναπροσλήφθηκε μεν μετά από παρέμβαση του πατέρα του, αλλά η επόμενη σύγκρουση ήταν θέμα χρόνου. Ο Μότσαρτ δεν είχε σκοπό να υποταγεί στο πρωτόκολλο της Αυλής, το οποίο βέβαια δεν προέβλεπε ρυθμίσεις για μία μουσική ιδιοφυΐα. Λίγο πριν από την αναχώρηση για τη Βιέννη ολοκληρώθηκε η όπερα Ιδομενέας (Idomeneo, 1780-81) που προοριζόταν για το Μόναχο. Από τον Μάρτιο του 1781 βρισκόταν ο Μότσαρτ στη Βιέννη, όπου κορυφώθηκε η σύγκρουσή του με τον αρχιεπίσκοπο, κατάληξη της οποίας ήταν στις αρχές Ιουνίου η παραίτηση/απόλυσή του.

Βιέννη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προσωπογραφία του Μότσαρτ της Μπάρμπαρα Κραφτ (1819).

Το ξεκίνημα του Μότσαρτ στη Βιέννη ήταν ελπιδοφόρο. Σε ένα από τα πολλά γράμματα στον πατέρα του έγραφε ότι εκεί βρισκόταν το σωστό πεδίο δράσης γι' αυτόν και πως μπορούσε να βρει όσους μαθητές ήθελε για διδασκαλία. Ο Μότσαρτ άρχισε να συνθέτει μανιωδώς και περίπου τα μισά από τα έργα του γράφτηκαν στα 10 χρόνια της παραμονής του στη Βιέννη. Σύντομα παρουσιάστηκε ως διοργανωτής συναυλιών, ως βιρτουόζος πιανίστας αλλά και ως μέλος ορχήστρας σε ιδιωτικές συναυλίες (ακαδημίες), είτε ως μαέστρος είτε ως σημαντικός συνθέτης. Ένα σημαντικό βήμα του Μότσαρτ για την αποδοχή του από την αυτοκρατορική Αυλή απoτέλεσε η επιτυχία του με την όπερα Η απαγωγή από το Σεράι (Die Entführung aus dem Serail) τον Ιούλιο του 1782. Το ίδιο έτος παντρεύτηκε με την Κονστάντσε Βέμπερ, νεότερη αδελφή της νεανικής αγάπης του Αλοΰσια. Αυτός ο γάμος δεν βελτίωσε τη σχέση με τον πατέρα του, ο οποίος ήταν πικραμένος από την εποχή της σύγκρουσης του γιου του με τον αρχιεπίσκοπο. Μέχρι το 1785 ο Μότσαρτ συνέθετε κυρίως έργα για πιάνο και μουσική δωματίου (μεταξύ άλλων τα 6 κουαρτέτα εγχόρδων που αφιέρωσε στον Γιόζεφ Χάυντν). Ιδιαίτερα τα κοντσέρτα για πιάνο του Μότσαρτ βρήκαν σημαντική ανταπόκριση στο βιεννέζικο κοινό και αποτελούν μέχρι σήμερα κορυφαίες δημιουργίες, τόσο του ίδιου του συνθέτη, όσο και του μουσικού αυτού είδους γενικότερα.

Η συνεργασία του Μότσαρτ με τον Λορέντσο ντα Πόντε, περίπου από το 1784-85, μετατόπισε το κέντρο βάρους των συνθετικών δραστηριοτήτων του προς όφελος του δραματικού μουσικού είδους. Αυτή η μεταστροφή ήταν παρακινδυνευμένη για την καριέρα του Μότσαρτ, δεδομένου ότι ο Ντα Πόντε, όταν ρωτήθηκε πόσα λιμπρέττα είχε γράψει μέχρι τότε, απάντησε στον αυτοκράτορα Ιωσήφ: «Κανένα, Μεγαλειότατε!». Την 1η Μαΐου 1786 ανέβηκε η όπερα Οι Γάμοι του Φίγκαρο (Le nozze di Figaro), το 1787 ο Ντον Τζοβάννι (Don Giovanni). Το δεύτερο έργο ανέβηκε για πρώτη φορά με μεγάλη επιτυχία στην Πράγα. Το 1787 διορίστηκε επιτέλους ο Μότσαρτ ως αυλικός συνθέτης από τον Ιωσήφ, αλλά οι εποχές είχαν αλλάξει λόγω του πολέμου με τους Τούρκους (1788-1791) και η μουσική ζωή της Βιέννης βρισκόταν σε ύφεση. Την ίδια περίπου εποχή με τις όπερες του Ντα Πόντε δημιουργήθηκαν μερικές από τις γνωστές συμφωνίες, διάφορα έργα για πιάνο (κοντσέρτα και σονάτες), καθώς και έργα για μουσική δωματίου.

Τελευταία χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Και τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του Μότσαρτ (1789-91) ήταν καλλιτεχνικά και οικονομικά επιτυχημένα. Το γεγονός ότι συσσωρεύονταν χρέη εις βάρος του οφειλόταν σε ένα βαθμό στην κακή οικονομική διαχείριση του συνθέτη, στις συνεχείς ασθένειες της γυναίκας του, αλλά και σε κάποια ροπή του για συμμετοχή σε τυχερά παιχνίδια. Μετά από ένα ταξίδι του Μότσαρτ ως συνοδού του Πρίγκιπα Λιχνόβσκυ, παρουσιάστηκε η τελευταία από τις τρεις όπερες του Ντα Πόντε, Έτσι κάνουν όλες (Cosi fan tutte). Με την τιμητική ανάθεση σε αυτόν της πανηγυρικής όπερας, λόγω της στέψης του Λεοπόλδου Β΄ στην Πράγα, ο Μότσαρτ βρήκε ευκαιρία να συνδέσει την παραδοσιακή όπερα μπαρόκ με σύγχρονα ρεύματα - προσπάθεια που δεν αναγνωρίστηκε από την αυτοκρατορική Αυλή. Αντίθετα, η όπερα Ο Μαγικός Αυλός (Die Zauberflöte), που ανέβηκε περίπου παράλληλα, υπήρξε μεγάλη επιτυχία.

Ο Μότσαρτ ήταν ασθενής ήδη από το τέλος του καλοκαιριού του 1791, αλλά στις αρχές Δεκεμβρίου σημειώθηκε δραματική επιδείνωση της ασθένειάς του, η οποία τον οδήγησε στο θάνατο. Το Ρέκβιεμ[22] (Requiem), μία παραγγελία του κόμη Φραντς φον Βάλζεγκ-Στούπαχ, έμεινε ημιτελές. Με εντολή της χήρας Κονστάντσε ανέλαβαν να το ολοκληρώσουν αρχικά ο Γιόζεφ Λέοπολντ Άυμπλερ και στη συνέχεια ο Φραντς Ξάφερ Σύσμαϊερ. Αυτή η μορφή του έργου εκτελείται, συνήθως, μέχρι σήμερα.

Ο Μότσαρτ άφησε, εκτός από τη χήρα του, δύο παιδιά που επιβίωσαν: τον Καρλ (1784-1858), ο οποίος όρισε ως γενικό κληρονόμο του πατέρα του το Mozarteum του Σάλτσμπουργκ, και τον Βόλφγκανγκ (1791-1844), συνθέτη, πιανίστα και μαέστρο. Ο Μότσαρτ κηδεύτηκε φτωχικά (με έξοδα του δήμου) και ετάφη σε μαζικό τάφο στο νεκροταφείο του Αγίου Μάρκου. Ο τάφος του δεν εντοπίστηκε ποτέ με ακρίβεια, γι' αυτό ο επίσημος τάφος στην πτέρυγα τιμωμένων του κεντρικού νεκροταφείου της Βιέννης (Zentralfriedhof) είναι κενοτάφιο.

Οι μουσικές ικανότητες του Μότσαρτ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ήδη από την παιδική του ηλικία ο Μότσαρτ έδειξε ότι διέθετε σημαντικές μουσικές ικανότητες, οι οποίες υποστηρίχθηκαν συστηματικά από τον πατέρα του, έναν από τους καλύτερους μουσικούς παιδαγωγούς της εποχής του. Ιδιαίτερα τα ταξίδια σε χώρους με υψηλή μουσική καλλιέργεια έδωσαν σημαντική ώθηση στη συνθετική δραστηριότητα του μεγάλου συνθέτη και βοήθησαν στη δημιουργία ενός χαρακτηριστικού προσωπικού στιλ. Αντίθετα, αμελήθηκε σημαντικά η εκμάθηση διαφόρων τεχνικών της συνθέσεως, με αποτέλεσμα ο Μότσαρτ να έχει διαρκώς ορισμένα προβλήματα, π.χ. με την αντίστιξη. Μόνο στα χρόνια της Βιέννης κατάφερε, μέσω της επαφής του με τον Γιόζεφ Χάυντν και τον φιλόμουσο ευγενή και διπλωμάτη Γκόττφριντ βαν Σβίτεν, αλλά κυρίως λόγω της ενασχολήσεώς του με τα ορατόρια του Χαίντελ, να διορθώσει τις παιδικές παραλείψεις. Όπως και πολλοί άλλοι συνθέτες εκείνης της εποχής, ο Μότσαρτ συνέθετε τα έργα του σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η φήμη, όμως, ότι συνέγραφε τις συμφωνίες χωρίς προετοιμασία, από το μυαλό, αποτελεί μάλλον καλοπροαίρετη υπερβολή.

Απόγονοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παντρεύτηκε την Κονστάντσε Βέμπερ και απέκτησαν έξι παιδιά:

  • Ράιμουντ Λέοπολντ (17 Ιουνίου - 19 Αυγούστου 1783).
  • Καρλ Τόμας (1784 - 1858).
  • Γιόχαν Τόμας Λέοπολντ (18 Οκτωβρίου - 15 Νοεμβρίου 1786).
  • Τερέζια Κονστάντσια Άντελχαϊντ Φρηντερίκε Μαρία Άννα (1787 - 1788).
  • Άννα Μαρία (16 Νοεμβρίου 1789), θνησιγενής.
  • Φραντς Ξάφερ Βόλφγκανγκ (1791 - 1844).

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά, Αγγλικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 9  Απριλίου 2014.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb14027233b. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  3. 3,0 3,1 3,2 (Ολλανδικά) RKDartists. 439140. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  4. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά, Αγγλικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 10  Δεκεμβρίου 2014.
  5. 5,0 5,1 «Большая советская энциклопедия» (Ρωσικά) Η Μεγάλη Ρωσική Εγκυκλοπαίδεια. Μόσχα. 1969. Ανακτήθηκε στις 28  Σεπτεμβρίου 2015.
  6. 6,0 6,1 www.oxfordreference.com/view/10.1093/oi/authority.20110803100213606.
  7. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά, Αγγλικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 30  Δεκεμβρίου 2014.
  8. Ανακτήθηκε στις 27  Σεπτεμβρίου 2017.
  9. Τσεχική Εθνική Βάση Δεδομένων Καθιερωμένων Όρων. jn19990005867. Ανακτήθηκε στις 1  Μαρτίου 2022.
  10. CONOR.SI. 7029347.
  11. «Mozart, Wolfgang Amadeus» (Γερμανικά) σελ. 170.
  12. 12,0 12,1 BeWeB. 2685. Ανακτήθηκε στις 13  Φεβρουαρίου 2021.
  13. The Fine Art Archive. cs.isabart.org/person/5188. Ανακτήθηκε στις 1  Απριλίου 2021.
  14. 14,0 14,1 (Ολλανδικά) RKDartists. rkd.nl/explore/artists/439140. Ανακτήθηκε στις 5  Σεπτεμβρίου 2022.
  15. 15,0 15,1 «Моцарт» (Ρωσικά)
  16. Τόσο το γερμανικό όνομα Gottlieb όσο και τα ιταλικά Amadè ή Amadé και Amadeo σημαίνουν «αγάπη του Θεού» ενώ το όνομα Θεόφιλος ερμηνεύεται ως «ο αγαπημένος του Θεού» ή «αυτός που αγαπάει τον Θεό». Ο ίδιος ο Μότσαρτ χρησιμοποίησε ελάχιστα το όνομα Amadeus [Αμαντέους] στην αλληλογραφία του, συνήθως με σκωπτική διάθεση. Το ίδιο ισχύει και για τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του και παρά το γεγονός πως για μεγάλο διάστημα είχε καθιερωθεί, σήμερα προτιμάται το όνομα Αμαντέ (βλ. Melograni και Cochrane (2007), σελ. 3).
  17. Knepler (1997), σελ. 5
  18. Solomon (1995), σελ. 39
  19. Rushton (2006), σελ. 8. πρβλ. Holmes (1845), σελ. 19. Ο Holmes παραδίδει ανεκδοτολογική αναφορά, σύμφωνα με την οποία ο Μότσαρτ σκόνταψε καθώς περπατούσε στο παλάτι και η Μαρία Αντουανέτα τον βοήθησε να σηκωθεί παρηγορώντας τον. Τότε εκείνος την ευχαρίστησε για την ευγένειά της και ανακοίνωσε πως θα την παντρευτεί.
  20. Βλ. ενδεικτικά Heinz Gärtner, John Christian Bach: Mozart's Friend and Mentor, Amadeus Press
  21. λήμμα «Gluck, Christoph Willibald» στο Cliff Eisen, Simon P. Keefe, The Cambridge Mozart Encyclopedia, Cambridge University Press, 2006, σελ. 201
  22. https://el.wikisource.org/wiki/Ρέκβιεμ_(απόδοση_στα_ελληνικά)

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]