Η ψευτοανόητη (Μότσαρτ)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η ψευτοανόητη
Πρωτότυπος τίτλος La finta semplice
Γλώσσα πρωτοτύπου Ιταλικά
Είδος Όπερα
Μουσική Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ
Λιμπρέτο Μάρκο Κολτελίνι
Πράξεις 3
Περίοδος σύνθεσης 1768
Πρεμιέρα 1769, Σάλτσμπουργκ

H ψευτοανόητη (La finta semplice, K. 51) είναι όπερα μπούφα σε τρεις πράξεις που συνέθεσε ο, 12χρονος τότε, Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ το 1768. Ο νεαρός Μότσαρτ και ο πατέρας του, Λέοπολντ, περνούσαν τη χρονιά στη Βιέννη, όπου ο πατέρας προσπαθούσε να καθιερώσει τον γιο του ως συνθέτη όπερας. Ενεργούσε μετά από ένα προτεινόμενο αίτημα του αυτοκράτορα Ιωσήφ Β' ότι το νεαρό αγόρι έπρεπε να γράψει μια όπερα.

Ο Λέοπολντ επέλεξε ένα ιταλικό λιμπρέτο του ποιητή της αυλής της Βιέννης Μάρκο Κολτελίνι, το οποίο βασίστηκε σε ένα πρώιμο έργο του Κάρλο Γκολντόνι. Κατά τη διάρκεια των προβών, η όπερα έπεσε θύμα ίντριγκας από ανταγωνιστές συνθέτες που ισχυρίστηκαν ότι το έργο δεν ήταν από το 12χρονο αγόρι, αλλά από τον πατέρα του. Απειλούμενος με μια υπονομευμένη πρώτη νύχτα από τον ιμπρεσάριο Τζουζέππε Αφλίτζιο, ο Λέοπολντ αποφάσισε με σύνεση να αποσυρθεί. Η όπερα δεν ανέβηκε ποτέ στη Βιέννη και πιθανότατα παρουσιάστηκε τον επόμενο χρόνο στο Σάλτσμπουργκ μετά από αίτημα του Πρίγκιπα-Αρχιεπισκόπου.

Ο Μότσαρτ δημιούργησε μια πλήρη παρτιτούρα τριών πράξεων, 26 ​​αριθμών, σε ένα χειρόγραφο 558 σελίδων. Περιλαμβάνει μια ουβερτούρα-συμφωνία, μια χορωδία, ένα ντουέτο, τρία σύνολα (στο τέλος κάθε πράξης) και 21 άριες.

Ιστορικό σύνθεσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η όπερα ήταν σαν μια προσωρινή οπισθοδρόμηση για τον Μότσαρτ, εν μέσω μιας παιδικής ηλικίας που κατά τα άλλα χαρακτηριζόταν από παγκόσμια επιτυχία και περιοδείες. Η υποκίνηση του έργου ήταν μια πρόταση που έγινε από τον αυτοκράτορα Ιωσήφ Β' στον Λέοπολντ κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης που έκανε στην αυτοκρατορική πρωτεύουσα η οικογένεια Μότσαρτ. Ο Λέοπολντ ήθελε να προωθήσει το εξαιρετικό ταλέντο του νεαρού Μότσαρτ με την ελπίδα να τον καθιερώσει ως συνθέτη όπερας. Ο Αυτοκράτορας πρότεινε να γράψει ο Βόλφγκανγκ μια όπερα για να την παρουσιάσει στη Βιέννη, δείχνοντας τις αξιοσημείωτες ικανότητές του στο βιεννέζικο κοινό, όπως είχε ήδη κάνει σε όλη την Ευρώπη.

Ο Λέοπολντ χρειαζόταν ένα καλό λιμπρέτο και είχε την επιλογή ανάμεσα σε σέρια και μπούφα. Σημείωσε ότι οι τραγουδιστές της σέριας που διατίθενται στο Μιλάνο ήταν μέτριοι, ενώ οι τραγουδιστές της μπούφας ήταν εξαιρετικοί. "Δεν υπάρχουν τραγουδιστές εδώ για σοβαρή όπερα. Ακόμη και η τραγική όπερα Άλκηστις του Γκλουκ παίχτηκε εξ ολοκλήρου από τραγουδιστές της όπερας μπούφα. Και αυτός γράφει τώρα μια όπερα μπούφα" (30 Ιανουαρίου 1768). Ο Λέοπολντ επέλεξε λοιπόν ένα λιμπρέτο όπερας μπούφας, και για να το κάνει, απλώς πήγε στον καθιερωμένο του λιμπρετίστα στη Βιέννη, τον Φλωρεντινό Μάρκο Κολτελίνι. Μαζί επέλεξαν ένα λιμπρέτο του Γκολντόνι, του κυρίαρχου του είδους της κομέντια ντελ άρτε, και ο Κολτελίνι το προσάρμοσε στα μέτρα του.

Ο Μότσαρτ σε ηλικία 13 ετών

Η πρώτη πράξη ολοκληρώθηκε, "Ο Μότσαρτ την έστειλε στους τραγουδιστές, οι οποίοι, σύμφωνα με τον Λέοπολντ, εξέφρασαν την απόλυτη ικανοποίησή τους". Τότε, ο Κολτελίνι άρχισε να κάνει αλλαγές, κατόπιν αιτήματος του Μότσαρτ και των τραγουδιστών, και άργησε τόσο πολύ που πέρασε το Πάσχα του 1768, η προβλεπόμενη ημερομηνία της πρώτης παράστασης. "Ο Μότσαρτ αρνήθηκε να ενοχληθεί, αλλά συνέχισε να εργάζεται στην όπερα, με ανυπομονησία και ενθουσιασμό, γράφοντας νέες άριες όποτε του ζητιόταν". Έτσι, ο νεαρός Μότσαρτ κατέληξε να συνθέτει μια ουσιαστικά μεγάλη όπερα, διάρκειας (στην ηχογράφηση του Λέοπολντ Χάγκερ το 1983) 2 ώρες και 45 λεπτά.

Η διαμάχη προέκυψε κυρίως από τη ζήλια άλλων συνθετών, οι οποίοι άρχισαν να διαδίδουν τη φήμη ότι την όπερα δεν την είχε γράψει ο 12χρονος, αλλά ο πατέρας του. Ο Λέοπολντ κατέφυγε σε μια δοκιμασία αυτοσχεδιασμού για να αποδείξει τις αυθεντικές ικανότητες του γιου του στη σύνθεση για επίλεκτους αριστοκράτες. "Άνοιξε έναν τυχαίο τόμο από τα έργα του Μεταστάζιο και καλούσε τον Βόλφγκανγκ να προσφέρει ένα μουσικό σκηνικό με ορχηστρική συνοδεία, όποια άρια κι αν είχε".

Ο ιμπρεσάριος Τζουζέππε Αφλίτζιο, ο μόνος υπεύθυνος για το θέατρο και όλες τις παραστάσεις όπερας και αναλαμβάνοντας όλα τα έξοδα και τους κινδύνους, πήρε τις τελικές αποφάσεις σχετικά με όλες τις λεπτομέρειες της γενικής παραγωγής. Επηρεάστηκε όμως από τα συστηματικά κουτσομπολιά και άρχισε να ανησυχεί για τυχόν αρνητική έκβαση της παράστασης. Άρχισε να έχει αμφιβολίες, φοβούμενος ότι η απήχηση μιας όπερας από ένα 12χρονο θαύμα θα εξασθενούσε κάτω από τις υποψίες της δόλιας συγγραφής. Έτσι βρήκε διαδοχικούς λόγους να καθυστερήσει την παράσταση.

Τα πράγματα συνέχισαν, ώσπου οι καλλιτέχνες άρχισαν να ανησυχούν με τη σειρά τους για τη ζημιά της φήμης τους, αν η όπερα αποδεικνυόταν αποτυχία. Οι ίδιοι τραγουδιστές που είχαν δηλώσει ικανοποιημένοι με τη μουσική, τώρα άρχισαν να φοβούνται όταν είδαν πόση προσπάθεια καταβάλλονταν για να μην προχωρήσει. Ο Λέοπολντ παραπονέθηκε στους τραγουδιστές. αποκαλώντας την όλη κατάσταση "διπροσωπία".

Στην πραγματικότητα, η αναταραχή έθεσε σε κίνδυνο τη φήμη όλων, συμπεριλαμβανομένης της φήμης του Αρχιεπισκόπου του Σάλτσμπουργκ. Ο Λέοπολντ έγραψε ότι οι καλλιτέχνες που δουλεύουν και προτείνονται από τον αρχιεπίσκοπο δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως "ψεύτες, τσαρλατάνοι και απατεώνες που τολμούν, με την ευγενική άδειά του, να ρίξουν σκόνη στα μάτια των ανθρώπων σαν κοινοί απατεώνες" (30 Ιουλίου 1768). Ο Λέοπολντ δεν μπορούσε να πάρει το ρίσκο για τον εαυτό του και έτσι να θέσει σε κίνδυνο την αμόλυντη φήμη του γιου του και «δεν έμεινε χωρίς εναλλακτική παρά να εγκαταλείψει την παραγωγή» και έτσι αποσύρθηκε από τις πρόβες.

Ο Λέοπολντ ζήτησε επίσης την πληρωμή των 100 δουκάτων που του είχε υποσχεθεί κατά την παράδοση της παρτιτούρας στο αρχικό συμβόλαιο του Αφλίτζιο συν την επιστροφή των εξόδων του. Η αίτηση απέτυχε. Ο Αυτοκράτορας έκανε ακόμη μια απόπειρα, αλλά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο: η όπερα δεν επρόκειτο να παραχθεί στην Βιέννη[1].

Οι Μότσαρτ έφυγαν από τη Βιέννη στα τέλη Δεκεμβρίου 1768, με την ψευτοανόητη να μην εκτελείται ακόμη. Πιθανότατα παρήχθη στην πατρίδα τους, στο Σάλτσμπουργκ, το 1769, κατόπιν αιτήματος του εργοδότη του Λεοπόλδου, του Πρίγκιπα-Αρχιεπισκόπου Σράττενμπαχ.

Ρόλοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ρόλος Τύπος φωνής Ηθοποιοί στην πρεμιέρα, 1769[2]
Φρακάσσο, ένας Ούγγρος λοχαγός τενόρος Joseph Meissner
Ροζίνα, η αδελφή του και βαρόνη σοπράνο Maria Magdalena Lipp
Κασσάντρο, ένας πλούσιος άρχοντας μπάσος Joseph Hornung
Πολιντόρο, ο συνεσταλμένος αδελφός του τενόρος Franz Anton Spitzeder
Τζατσίντα, η αδερφή τους σοπράνο Maria Anna Braunhofer
Σιμόνε, ο λοχίας του Φρακάσσο μπάσος Felix Winter
Νινέτα, η καμαριέρα της Τζατσίντα σοπράνο Maria Anna Fesemayer

Πλοκή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Τόπος: Το κτήμα του Κασσάντρο κοντά στην Κρεμόνα
  • Χρόνος: Μέσα του 18ου αιώνα

Πράξη Α΄[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο λοχαγός Φρακάσσο και τα ουγγρικά στρατεύματά του βρίσκονται κοντά στην Κρεμόνα. Αυτός και ο λοχίας του Σιμόνε μένουν εδώ και δύο μήνες στην έπαυλη του Ντον Κασσάντρο, ο οποίος ζει με τον συνεσταλμένο αδερφό του Πολιντόρο και την όμορφη αδερφή τους Τζατσίντα. Ο Φρακάσσο ερωτεύεται αναποφεύκτα την Τζατσίντα και ο Σιμόνε την καμαριέρα Νινέτα. Και τα δύο ζευγάρια θέλουν να παντρευτούν αλλά δεν μπορούν να το κάνουν χωρίς τη συγκατάθεση των αδερφών Κασσάντρο και Πολιντόρο. Τα δύο αδέρφια είναι ιδιαίτερα συντηρητικοί και επιβεβαιωμένοι μισογυνιστές άρα απρόθυμοι να αποχωριστούν την αδερφή τους. Η πονηρή Νινέτα καταστρώνει ένα σχέδιο για να ξεγελάσει τα αδέρφια, με τη συνεργασία της βαρόνης Ροζίνα, της αδερφής του Φρακάσσο, που τυγχάνει εκείνη τη στιγμή να "επισκέπτεται". Η Ροζίνα υποδύεται μια ανόητη και αθώα γυναίκα που πρόκειται να κάνει και τα δύο αδέρφια να την ερωτευτούν μέχρι να συμφωνήσουν στους γάμους. Ο Πολιντόρο ερωτεύεται πρώτος τη Ροζίνα και της προτείνει αμέσως γάμο. Στην αρχή ο Κασσάντρο είναι αδιάφορος, αλλά τελικά οι άμυνές του αφοπλίζονται εντελώς μετά από την γοητευτική αφέλεια και αθωότητα της Ροζίνα. Μέχρι στιγμής, το σχέδιο λειτουργεί.

Πράξη Β΄[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χειρόγραφο παρτιτούρας από την Πράξη Β΄ της ψευτοανόητης

Ο Πολιντόρο πιστεύει αφελώς ότι η Ροζίνα σχεδιάζει να τον παντρευτεί. Η Ροζίνα τον κάνει να τσακωθεί με τον αδελφό του Κασσάντρο. Ο Πολιντόρο απαιτεί τη μισή κληρονομιά του από τον Κασσάντρο. Η Τζατσίντα φοβάται για τον καβγά των αδελφών της ενώ οι άλλοι ανυπομονούν. Η Ροζίνα και ο Φρακάσσο συγχαίρουν ο ένας τον άλλον για το επιτυχημένο σχέδιό τους και σχεδιάζουν την συνέχεια. Ο Σιμόνε, λόγω του σχεδίου, φυγαδεύει την Τζατσίντα. Ο Φρακάσσο λέει στα αδέρφια ότι η Τζατσίντα τράπηκε σε φυγή παίρνοντας μαζί της τα χρήματα της οικογένειας. Το σχέδιο έχει τόση επιτυχία και φυγαδεύεται και η Νινέτα. Ο Σιμόνε ανακοινώνει ότι η Νινέτα τράπηκε επίσης σε φυγή, παίρνοντας μαζί ό,τι μπορούσε. Τα αδέρφια ανακοινώνουν ότι όποιος βρει και φέρει πίσω τα δύο κορίτσια, θα του επιτραπεί να παντρευτεί τη μία, κρατώντας ακόμη και ό,τι λάφυρα βρεθεί. Ο Φρακάσσο και ο Σιμόνε προσφέρονται εθελοντικά.

Πράξη Γ΄[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Σιμόνε "βρίσκει" τη Νινέτα και χαίρονται για τον επερχόμενο γάμο τους ενώ ο Φρακάσσο "βρίσκει" την Τζατσίντα, αλλά φοβάται ότι όταν επιστρέψει, ο αδερφός της δεν θα συμφωνήσει να τον παντρευτεί μα ο Φρακάσσο την διαβεβαιώνει ότι η "ψευτοανόητη" Ροζίνα έχει μαγέψει τους αδελφούς και τους έχει υπό τον πλήρη έλεγχό της. Η Ροζίνα έρχεται αντιμέτωπη με τη δική της επιλογή ανάμεσα στα δύο αδέρφια. Απορρίπτει τον Πολιντόρο, που όταν το ακούει αποκαρδιώνεται, και δέχεται να παντρευτεί τον Κασσάντρο. Όλα έχουν αίσιο τέλος για τα τρία ζευγάρια, εκτός από τον Πολιντόρο, ο οποίος προς το παρόν μένει μόνος του.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]