Αβίδιος Κάσσιος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αβίδιος Κάσσιος
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση130
Κύρρος
Θάνατος175[1]
Ρωμαϊκή Αίγυπτος
Χώρα πολιτογράφησηςΑρχαία Ρώμη
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςλατινική γλώσσα[2]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταστρατιωτικός
πολιτικός
Οικογένεια
ΣύζυγοςΒολουσία Μαικιάνα[3]
ΤέκναΑβίδιος Μαικιανός
Αβιδία Βολουσία Λαοδίκεα
Αβίδιος Ηλιόδωρος
Αβιδία Αλεξάνδρα
ΓονείςΓάιος Αβίδιος Ηλιόδωρος και Ιουλία Κασσία Αλεξάνδρα
ΑδέλφιαΑβιδία Λαοδίκεα
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςΛεγάτος και στρατιώτης
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΎπατος στην αρχαία Ρώμη
Ρωμαίος συγκλητικός
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Γάιος Αβίδιος Κάσσιος (π. 130 – Ιούλιος 175 μ.Χ.) ήταν Σύριος Ρωμαίος στρατηγός και σφετεριστής. Γεννήθηκε στην Κύρρο και ήταν γιος του Γάιου Αβίδιου Ηλιόδωρου, ο οποίος υπηρέτησε ως κυβερνήτης (praefectus) της Ρωμαϊκής Αιγύπτου, και της Ιουλίας Κασσίας Αλεξάνδρας, που είχε σχέση με μία σειρά από βασιλικές προσωπικότητες, συμπεριλαμβανομένης της καταγωγής της τόσο από τον Αύγουστο όσο και από τον Ηρώδη τον Μεγάλο. Ξεκίνησε τη στρατιωτική του σταδιοδρομία υπό τον Aντωνίνο Πίο, φτάνοντας στο καθεστώς τού απεσταλμένου της λεγεώνας (legatus legionis). Υπηρέτησε κατά τη διάρκεια τού Παρθικού πολέμου τού Λεύκιου Βέρου, στον οποίο διακρίθηκε, για τον οποίο ανυψώθηκε στη Σύγκλητο και αργότερα έγινε απεσταλμένος τού αυτοκράτορα. Κατά τη διάρκεια του Βουκολικού Πολέμου, τού δόθηκε ο εξαιρετικός τίτλος του Επόπτη της Ανατολής (Rector Orientis), δίνοντάς του απεριόριστη εξουσία (imperium) σε όλες τις ανατολικές επαρχίες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Το 175, ο Γ. Α. Κάσσιος αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας, επειδή είχε λάβει είδηση από τη σύζυγο τού Μάρκου Αυρήλιου, τη Φαυστίνα τη Νεότερη, ότι ο Αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος επρόκειτο να αποβιώσει. Έλαβε ευρεία υποστήριξη στις ανατολικές επαρχίες της Αιγύπτου, της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Πετραίας Αραβίας, ιδιαίτερα στη Συρία, που ήταν η πατρίδα του. Παρά τον έλεγχο της ζωτικής σημασίας παραγωγής σιτηρών της Αιγύπτου και τη διοίκηση των επτά λεγεώνων του, ο Αυρήλιος τον ξεπερνούσε σε μεγάλο βαθμό. Ενώ ο Αυρήλιος συγκέντρωνε δύναμη για να νικήσει τον Κάσσιο, ένας εκατόνταρχος μίας από τις λεγεώνες τού Κάσσιου δολοφόνησε τον Κάσσιο, στέλνοντας το κεφάλι του στον Αυρήλιο ως απόδειξη.

Πρώιμη ζωή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Aβίδιος Κάσσιος γεννήθηκε γύρω στο 130, στην πόλη Κύρρο της Συρίας. [4] [5] [6] Γεννήθηκε από τον Γάιο Αβίδιο Ηλιόδωρο και την Ιουλία Κασσία Αλεξάνδρα. Ο πατέρας του Ηλιόδωρος, ήταν ιππέας και υπηρέτησε ως επί των επιστολών (ab epistulis) για τον Αδριανό. [7] Ο Ηλιόδωρος αργότερα υπηρέτησε ως έπαρχος (praefectus augustalis) της Ρωμαϊκής Αιγύπτου, από το 137 έως το 142. [8] [9] Σύμφωνα με τον Δίωνα Κάσσιο, έλαβε αυτή τη θέση, η οποία ήταν μία από τις υψηλότερες θέσεις, που μπορούσε να κατέχει ένας ιππέας, λόγω και μόνο των ρητορικών του δεξιοτήτων. [9] Η μητέρα του, Ιουλία Κασσία, ήταν δισεγγονή της Ιουνίας Λεπίδας, η οποία ήταν τρισεγγονή τού πρώτου Ρωμαίου αυτοκράτορα, τού Αυγούστου. Ήταν επίσης απόγονος τού Ηρώδη του Μεγάλου μέσω του πατέρα της, Γάιου Ιούλιου Αλέξανδρου Βερενικιανού. [8] Ο Κάσσιος ήταν επίσης μακρινός απόγονος τού Ρωμαίου πελάτη-βασιλιά Αντίοχου Δ΄ Επιφανή της Κομμαγηνής, ο οποίος είχε εκθρονιστεί μισό αιώνα πριν. [5] [10]

Πρώιμη σταδιοδρομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Θεωρείται ότι ο Κάσσιος ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του κατά τη διάρκεια της βασιλείας τού Αντωνίνου Πίου. [11] Πιθανόν να επιλέχτηκε ως ταμίας (quaestor) το 154. [12] Θεωρείται ότι έγινε legatus legionis μίας από τις λεγεώνες που στάθμευαν στην Κάτω Μοισία, την οποία φρουρούσε ενάντια στους Σαρμάτες, κατά τα τελευταία χρόνια της διακυβέρνησης του Αντωνίνου (138–161), και είναι βέβαιο ότι ήταν legatus τουλάχιστον το 161 μ.Χ., το τελευταίο έτος της βασιλείας τού Αντωνίνου. [13] [14]

Ο Κάσσιος αναδείχθηκε γρήγορα π. 164, υπό τους συναυτοκράτορες Λεύκιο Βέρο και Mάρκου Αυρήλιου, κατά τη διάρκεια του Παρθικού πολέμου του Λεύκιου Βέρου, που υπηρετούσε ως legatus legionis ή διοικητής της Legio III Gallica. [5] Το 165, οδήγησε τη Legio III Gallica κάτω από τον Ευφράτη και νίκησε τους Πάρθους στη Δούρα-Ευρωπό. Πριν από το τέλος τού έτους, ο Κάσσιος και η λεγεώνα του βάδισαν προς τα νότια, διέσχισαν τη Μεσοποταμία στο στενότερο σημείο της και επιτέθηκαν και λεηλάτησαν τις δίδυμες Παρθικές πόλεις του ποταμού Τίγρη: τη Σελεύκεια, που βρισκόταν στη δεξιά όχθη και την Κτησιφώνα, που ήταν στην αριστερή όχθη και ήταν η πρωτεύουσα των Πάρθων. [15] [16] Αφού κατέλαβε την Κτησιφώνα, έκαψε το παλάτι τού Βολογάση Δ΄. Παρά το γεγονός ότι η Σελεύκεια είχε παραδοθεί στους Ρωμαίους, την κατέστρεψε και αυτή, δικαιολογώντας το με τον ισχυρισμό ότι ο εντόπιος πληθυσμός παραβίασε τη συμφωνία τους. [15]

Η λεγεώνα του Κάσσιου είχε εκείνη τη στιγμή απόλυτη ανάγκη από προμήθειες. Τα πρώτα σημάδια αυτού που έγινε γνωστό ως Πανώλη του Αντωνίνου εμφανίστηκαν στον στρατό του το 165. Ο Κάσσιος βάδισε πίσω στη Συρία, κουβαλώντας μαζί του τα λάφυρα, που είχε αφαιρέσει κατά την εκστρατεία του. Έστειλε λεπτομέρειες για την εκστρατεία του στη Ρώμη, για την οποία ανταμείφθηκε με αναβίβαση στη Σύγκλητο. Μεγάλο μέρος της επιτυχίας του πιστώθηκε στον αυτοκράτορα Λεύκιο Βέρο, ο οποίος, αν και ο ίδιος ήταν εξαιρετικός διοικητής, δεν φοβόταν να αναθέσει στρατιωτικά καθήκοντα σε πιο ικανούς στρατηγούς. [17]

Τον Μάιο του 166 ο Κάσσιος έγινε ύπατος, μία θέση που κατείχε, ενώ βρισκόταν ακόμη έξω από τη Ρώμη. [18] Κατά τη διάρκεια εκείνης της χρονιάς, ο Λεύκιος Βέρος και ο Κάσσιος ξεκίνησαν μία νέα εκστρατεία κατά των Πάρθων, εισβάλλοντας στο βόρειο τμήμα του ποταμού Τίγρη, στη Μηδία. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, μία ψευδής φήμη έφτασε στη Ρώμη, ότι ο Κάσσιος είχε οδηγήσει τη Legio III Gallica πέρα από τον ποταμό Ινδό. [19] Στα τέλη του 166 ο Κάσσιος διορίστηκε αυτοκρατορικός απεσταλμένος στη Συρία. [20]

Στο π. 170, ο Κάσσιος έλαβε τον εξαιρετικό τίτλο το;y Rector Orientis (κυριολεκτικά «Ανώτατος Διοικητής της Ανατολής»), δίνοντάς του απεριόριστη εξουσία (imperium) σε ολόκληρο το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, [21] προκειμένου να καταπολεμήσει μία μεγάλη εξέγερση στην Αίγυπτο, συνήθως που ονομάζεται Βουκολικός Πόλεμος. Αυτή η εξέγερση επικεντρώθηκε στην περιοχή της Πεντάπολης της Μέσης Αιγύπτου και υποκινήθηκε από τη ραγδαία αύξηση των τιμών των σιτηρών στην περιοχή. Οι Bουκόλοι κόντεψαν να καταλάβουν την Αλεξάνδρεια, αλλά σταμάτησαν από τα στρατεύματα του Κάσσιου. [22] Ο Κάσσιος επέτυχε να καταπνίξει αυτή την εξέγερση το 175, αφού χρησιμοποίησε μία στρατηγική διαίρεσης των διαφόρων επαναστατημένων φυλών και στη συνέχεια να τους κατακτήσει. [23] [24]

Σφετερισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 175, αφού άκουσε ψευδείς αναφορές ότι ο Μάρκος Αυρήλιος είχε υποκύψει στη βαριά ασθένειά του, ο Κάσσιος αυτοανακηρύχτηκε αυτοκράτορας, ισχυριζόμενος ότι τα στρατεύματα του Μ. Αυρηλίου στην Παννονία, όπου ο Αυτοκράτορας ηγείτο των στρατευμάτων ως μέρος του Μαρκομανικού Πολέμου, είχαν εκλέξει αυτοκράτορα τον Κάσσιο. Μερικές εκδοχές λένε ότι ο Κάσσιος εξαπατήθηκε ή πείστηκε από τη Φαυστίνα η Νεότερη, η οποία ήταν σύζυγος του Μ. Αυρήλιου, επειδή αυτή φοβόταν ότι ο Αυρήλιος θα πέθαινε, όσο ο γιος τους Κόμμοδος ήταν ακόμη ανήλικος, μία κατάσταση που πιθανότατα θα οδηγούσε κάποιον σφετεριστή να αρπάξει τον θρόνο για τον εαυτό του. Σύμφωνα με αυτές τις μαρτυρίες, η Φαυστίνα ξεγέλασε, ή έπεισε, τον Κάσσιο να επαναστατήσει, για να εξασφαλίσει ότι ο επόμενος αυτοκράτορας ήταν κάποιος της επιλογής της. [21] Η ακριβής ημερομηνία της εξέγερσής του είναι άγνωστη, αν και είναι γνωστό ότι εξεγέρθηκε τουλάχιστον στις 3 Μαΐου, λόγω ενός εγγράφου για την "αυτοκρατορία του" από εκείνη την ημερομηνία. Ένας πάπυρος από τους Παπύρους της Οξύρρυγχου έδειξε, ότι ο Κάσσιος ήταν σίγουρος για την αιγυπτιακή υποστήριξη ήδη από τον Απρίλιο ή ακόμα και τον Μάρτιο. [7]

Ο Μ. Αυρήλιος προσπάθησε να καταστείλει την είδηση της εξέγερσης, αλλά, όταν αυτή έγινε ευρέως διαδεδομένη σε όλο το στρατόπεδό του, προτίμησε να απευθυνθεί με μία ομιλία. Η ακριβής διατύπωση της ομιλίας του είναι άγνωστη, καθώς το αρχείο που έδωσε ο Δίων Κάσσιος πιστεύεται ότι είναι μία ελεύθερη σύνθεση, η οποία ακολουθούσε μόνο το περίγραμμα της πραγματικής ομιλίας τού Μ. Αυρήλιου. Στο αρχείο, ο Μ. Αυρήλιος θρηνεί για την προδοσία ενός αγαπημένου φίλου, και λέει ότι αν ο κίνδυνος ήταν μόνο γι' αυτόν, θα ήταν πρόθυμος να «θέσει το ζήτημα» μεταξύ τού ίδιου και τού Κάσσιου, ενώπιον της Συγκλήτου και του Στρατού, και θα παρέδιδε την Αυτοκρατορία στον Κάσσιο, αν η Σύγκλητος και ο στρατός θεωρούσαν εκείνον καλύτερο ηγέτη. [7] Καταγράφηκε επίσης να λέει ότι ήλπιζε ότι ο Κάσσιος δεν θα σκοτωθεί ή θα αυτοκτονήσει, ώστε να μπορέσει (ο Μ. Αυρήλιος) να δείξει έλεος. [25] Η Ιστορία των Αυγούστων, ένα έργο που εκτιμάται από τους ιστορικούς, αλλά είναι διαβόητο και για τα ψέματά του, καταγράφει ότι ο Μ. Αυρήλιος σχημάτισε μία ειρηνευτική επιτροπή μεταξύ των συμβούλων του. [7]

Ο Κάσσιος ξεκίνησε την εξέγερση σε καλή θέση. Έλαβε μεγάλη υποστήριξη από τις ανατολικές επαρχίες, ιδιαίτερα την πατρίδα του τη Συρία, λόγω του συνδυασμού της μακρινής βασιλικής του καταγωγής, των νικών του στον Παρθικό πόλεμο και στον Βουκολικό πόλεμο. [26] Έλαβε υποστήριξη από τις επαρχίες της Αιγύπτου, της Συρίας, της Συρο-Παλαιστίνης και της Πετραίας Αραβίας, δίνοντάς του μία πιθανή δύναμη επτά λεγεώνων: τρεις από τη Συρία, δύο από τη Συρο-Παλαιστίνη, μία από τη Ρωμαϊκή Αραβία και μία από την Αίγυπτο. [27] [21] [7] Ο Κάσσιος όρισε τη βάση των επιχειρήσεων του στην Αίγυπτο, [27] με δύο σημαντικές βάσεις έξω από αυτήν: την Αντιόχεια και την Κύρρο, και τα δύο σημαντικά στρατιωτικά κέντρα. [28] Ο Γάιος Καλβίσιος Στατιανός, ο σύγχρονος έπαρχος της Αιγύπτου, εξέδωσε ένα διάταγμα, το οποίο έχει διασωθεί σε αποσπασματική κατάσταση, διατάζοντας τον πληθυσμό της Αιγύπτου να χαρεί για την άνοδο του Κάσσιου. [7]

Παρά τον έλεγχο ορισμένων από τα πιο σημαντικά μέρη της Ρωμαϊκής Ανατολής, ιδιαίτερα της Αιγύπτου που ήταν ένας κρίσιμος προμηθευτής σιτηρών για την πόλη της Ρώμης, ο Κάσσιος απέτυχε να κερδίσει ευρεία υποστήριξη για την εξέγερσή του. [27] Η Ρωμαϊκή Σύγκλητος ανακήρυξε γρήγορα τον Κάσσιο ως δημόσιο εχθρό, [7] και ο Πόπλιος Μάρτιος Βέρος, ο κυβερνήτης της Καππαδοκίας, ο οποίος αντιτάχθηκε σθεναρά στην εξέγερση, συγκέντρωσε την υποστήριξη τού κοινού για τον Μ. Αυρήλιο. [7] Ο Κάσσιος, μέσω τού γάμου της κόρης του, Aβιδίας Αλεξάνδρας, με τον Tίτιο Κλαύδιο Δρυαντιανό Αντώνιο, είχε σχέση με τους Λικινίους της Λυκίας, συμπεριλαμβανομένου τού πατέρα τού Κλαυδίου Δρυαντιανού, Tιβέριου Κλαύδιου Αγριππίνου, ο οποίος ήταν ύπατος. [29] [27] Οι αριστοκρατικοί Λικίνιοι ήταν μία από τις πιο γνωστές οικογένειες της Λυκίας. [30] Είναι άγνωστο πόσο ρόλο έπαιξε ο Κλαύδιος Δρυαντιανός, αν και είναι γνωστό ότι κάποιοι τον θεωρούσαν συνεργάτη τού Κάσσιου στην εξέγερση. Ο Κλαύδιος Δρυαντιανός και η Αβιδία Αλεξάνδρα έλαβαν χάρη από τον Μ. Αυρήλιο, αν και η περιουσία τού Κλαύδιου Δρυαντιανού κατασχέθηκε μετά το τέλος του. [31]

Πολλοί ευγενείς σε όλη την αυτοκρατορία αντιτάχθηκαν στην εξέγερση: ένα παράδειγμα είναι ο Ηρώδης Αττικός, ο οποίος αναφέρεται ότι έστειλε στον Κάσσιο μία επιστολή, που περιείχε μόνο τη λέξη εμμανής (κυριολεκτικά: «είσαι τρελός»). Παρά την εκτεταμένη αυτή αντίθεση, η πρωτεύουσα Ρώμη έπεσε σε πανικό, ο οποίος ανάγκασε τον Μ. Αυρήλιο να στείλει τον Γάιο Βέττιο Σαβινιανό Ιούλιο Χόσπης, τον κυβερνήτη της Κάτω Παννονίας, με στρατεύματα για να ασφαλίσουν την πόλη. [32] Ο Μ. Αυρήλιος αναγκάστηκε να αποσυρθεί από την εκστρατεία του κατά των Ιαζύγων και να τερματίσει τον Μαρκομανικό πόλεμο. Αρκετές βαρβαρικές φυλές έστειλαν προσφορές για τη βοήθειά τους στον Μ. Αυρήλιο, οι οποίες απορρίφθηκαν όλες. Ο Μ. Αυρήλιος συγκέντρωσε στρατεύματα και ετοιμάστηκε να αναχωρήσει για την Ανατολή, για να καθαιρέσει τον Κάσσιο. [33] Σύντομα έγινε σαφές ότι ο Μ. Αυρήλιος ήταν σε ισχυρότερη θέση, με πολύ περισσότερες λεγεώνες στη διάθεσή του από ό,τι ο Κάσσιος. [34] Όταν τα νέα για τα σχέδια τού Μ. Αυρήλιου να εισβάλει έφτασαν στην Αίγυπτο, ένας εκατόνταρχος σκότωσε τον Κάσσιο [35] και έστειλε το κεφάλι του στον Μ. Αυρήλιο, ο οποίος αρνήθηκε να το δει και διέταξε να το θάψουν. [25] Πιθανότατα σκοτώθηκε τουλάχιστον στα τέλη Ιουλίου 175, καθώς η Αίγυπτος επέλεξε να αναγνωρίσει ξανά τον Μ. Αυρήλιο στις 28 Ιουλίου 175. Ο Κάσσιος είχε επαναστατήσει για τρεις μήνες και έξι ημέρες πριν σκοτωθεί[33]. Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης δεν κόπηκαν νομίσματα με την εικόνα του. [36]

Συνέπειες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά το τέλος τού Κάσσιου, ο Πόπλιος Μάρτιος Βέρος ανέλαβε γρήγορα τον έλεγχο της Συρίας και έκαψε όλη την αλληλογραφία τού Κάσσιου. Ακόμη και όταν η είδηση τού τέλους τού Κάσσιου είχε φτάσει στον Μ. Αυρήλιο, ο Αυτοκράτορας ήταν ακόμα αποφασισμένος να επισκεφτεί την ανατολή. Ξεκίνησε με ένα σώμα συμβούλων, μαζί με τη σύζυγό του Φαυστίνα[33], που απεβίωσε στην πορεία σε ένα χωριό στη νότια Καππαδοκία, περίπου 20 χλμ. νότια των Tυάνων, που ονομάζεται Halala. Η πόλη μετονομάστηκε σε Φαυστινόπολη προς τιμήν της από τον γιο της Κόμμοδο. [37] [33] Μετά το τέλος της Φαυστίνας ο Μ. Αυρήλιος έγραψε στη Σύγκλητο, ζητώντας της μία αναφορά για τους υποστηρικτές τού Κάσσιου, αλλά λέγοντας συγκεκριμένα ότι δεν ήθελε να χυθεί αίμα για να τους τιμωρήσει, καθώς είχαν ήδη γίνει πολλά αντίποινα στο όνομα τού Μ. Αυρηλίου. Μεταξύ αυτών ήταν η δολοφονία τού Αβίδιου Μαικιανού, ενός γιου τού Κάσσιου. Ο Μ. Αυρήλιος διέταξε την εξορία τού Αβίδιου Ηλιόδωρου, ενός άλλου γιου τού Κάσσιου. Η Aβιδία Αλεξάνδρα, η κόρη του Κάσσιου και ο σύζυγός της, τέθηκαν υπό την προστασία ενός "θείου από γάμο", που πιστεύεται ότι ήταν ο Κλαύδιος Τιτιανός, ένας συγκλητικός από τη Λυκία. [37]

Προσωπική ζωή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Δίων Κάσσιος μιλά με θετικά λόγια για τον Κάσσιο, λέγοντας ότι ήταν ένας «καλός άνθρωπος», του οποίου το μόνο λάθος ήταν ότι στον πατέρα του, Ηλιόδωρο, δόθηκε η θέση του Praefectus augustalis μόνο λόγω των δητορικών του ικανοτήτων. [9] Χαρακτηρίστηκε ως αυστηρά πειθαρχικός κατά τη διάρκεια της θητείας του ως διοικητής της Legio III Gallica. [27]

Ο Κάσσιος ήταν νυμφευμένος με τη Βολουσία Βετία Αλεξάνδρα, κόρη του Λεύκιου Βολούσιου Μαικιανού [8] και είχε τουλάχιστον τρία παιδιά (η Historia Augusta υπονοεί, ότι μπορεί να είχε περισσότερα): [38]

  • Αβίδιος Ηλιόδωρος, πρώτος γιος του Κάσσιου, ο οποίος εξορίστηκε με εντολή τού Αυτοκράτορα. [39]
  • Αβίδιος Μαικιανός, δεύτερος γιος του Κάσσιου, ο οποίος σκοτώθηκε μετά την καταστολή της εξέγερσης. [39]
  • Aβιδία Αλεξάνδρα, κόρη του Κάσσιου, που αναγκάστηκε να ζήσει υπό την προστασία ενός θείου, μαζί με τον σύζυγό της. [39]

Πίνακας προγόνων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οκταβιανός Αύγουστος
Αυτ. των Ρωμαίων
ΓΕΝ. ΟΚΤΑΒΙΩΝ
Σκριβωνία (σύζυγος του Οκταβιανού)
Ηρώδης ο Μέγας
ΔΥΝ. ΗΡΩΔΙΑΝΩΝ
Μάρκος Βιψάνιος Αγρίππας
ΓΕΝ. ΒΙΨΑΝΙΩΝ
Ιουλία η Πρεσβύτερη
Αλέξανδρος (γιος του Ηρώδη)Λούκιος Αιμίλιος Παύλος (ύπατος το 1)
ΓΕΝ. ΑΙΜΙΛΙΩΝ
Ιουλία η Νεότερη
Αλέξανδρος (εγγονός του Ηρώδη)Μάρκος Ιούνιος Σιλανός Τορκουάτος (ύπατος το 19)
ΓΕΝ. ΙΟΥΝΙΩΝ
Αιμιλία Λεπίδα (μνηστή του Κλαύδιου) VII
Τιγράνης ΣΤ΄ της ΑρμενίαςΑντίοχος Δ΄ της Κομμαγηνής
ΔΥΝ. ΟΡΟΝΤΙΔΩΝ
Γάιος Κάσσιος Λογγίνος (ύπατος το 30)
ΓΕΝ. ΚΑΣΣΙΩΝ
Ιουνία Λεπίδα
Γάιος Ιούλιος ΑλέξανδροςΙουλία Ιοτάπα (κόρη του Αντίοχου Δ΄)Κάσσιος ΛέπιδοςΚασσία ΛογγίναΓναίος Δομίτιος Κόρβουλο
ΓΕΝ. ΑΒΙΔΙΩΝΓάιος Ιούλιος Αλέξανδρος ΒερενικιανόςΚασσία ΛεπίδαΔομιτία ΛογγίναΔομιτιανός
Αυτ. των Ρωμαίων
ΔΥΝ. ΦΛΑΒΙΩΝ
Γάιος Αβίδιος ΗλιόδωροςΙουλία Κασσία Αλεξάνδρα
Αβίδιος Κάσσιος

Στη λαϊκή κουλτούρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Roman Empire: Reign of Blood
  • Ξεκινά ο Μονομάχος
  • 20s A Difficult Age, [40] ένας από τους ανταγωνιστές της σειράς πήρε το όνομά του από τον Cassius.

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. 118848631. Ανακτήθηκε στις 17  Οκτωβρίου 2015.
  2. «Identifiants et Référentiels». (Γαλλικά) IdRef. Agence bibliographique de l'enseignement supérieur. Ανακτήθηκε στις 11  Μαΐου 2020.
  3. www.strachan.dk/family/avidius.htm.
  4. Butcher 2004, σελ. 441.
  5. 5,0 5,1 5,2 Birley 2001, σελ. 130.
  6. Kean & Frey 2005, σελ. 95.
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 7,4 7,5 7,6 7,7 Bowman, Garnsey & Rathbone 2000, σελ. 177.
  8. 8,0 8,1 8,2 Astarita 1983, σελ. 27.
  9. 9,0 9,1 9,2 Potter 2009, σελ. 15.
  10. Astarita 1983, σελ. 18.
  11. Astarita 1983, σελ. 31.
  12. Astarita 1983, σελ. 34.
  13. Astarita 1983, σελ. 32.
  14. Astarita 1983, σελ. 38.
  15. 15,0 15,1 Birley 2001, σελ. 140.
  16. Boatwright, Gargola & Talbert 2006, σελ. 249.
  17. Birley 2001, σελ. 141.
  18. Birley 2001, σελ. 142.
  19. Birley 2001, σελ. 144.
  20. Birley 2001, σελ. 145.
  21. 21,0 21,1 21,2 Potter 2009, σελ. 139.
  22. Adams 2013, σελ. 147.
  23. Smith 1870, σελ. 626.
  24. Birley 2001, σελ. 174.
  25. 25,0 25,1 Smith 1870, σελ. 441.
  26. Birley 2001, σελ. 185.
  27. 27,0 27,1 27,2 27,3 27,4 Birley 2001, σελ. 186.
  28. Butcher 2004, σελ. 218.
  29. Jameson 1966.
  30. Jameson 1966, σελ. 125.
  31. Jameson 1966, σελ. 126.
  32. Birley 2001, σελ. 187.
  33. 33,0 33,1 33,2 33,3 Bowman, Garnsey & Rathbone 2000, σελ. 178.
  34. Birley 2001, σελ. 188.
  35. Birley 2001, σελ. 189.
  36. Butcher 2004, σελ. 40.
  37. 37,0 37,1 Bowman, Garnsey & Rathbone 2000, σελ. 179.
  38. Astarita 1983, σελ. 26.
  39. 39,0 39,1 39,2 Birley 2001, σελ. 191.
  40. «Be Comix – The Blue Madjai». www.becomix.me. Be Comix. Ανακτήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 2022. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Περαιτέρω ανάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Millar, Fergus (1995). The Roman Near East, 31 B.C.–A.D. 337. Harvard University Press. ISBN 978-0-674-77886-3.