Καππαδοκία (Ρωμαϊκή επαρχία)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία στα χρόνια του αυτοκράτορα Αδριανού (117-138)

Η Καππαδοκία ήταν μία επαρχία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στη Μ. Ασία με πρωτεύουσα την Καισάρεια. Προσαρτήθηκε το 17 μ.Χ. από τον Τιβέριο (κυβέρνησε 14 μ.Χ. - 37), έπειτα από το τέλος του ηγεμόνα της Αρχελάου. Ήταν μία αυτοκρατορική επαρχία, δηλ. ο κυβερνήτης της (legatus Augusti) δοριζόταν απευθείας από τον Αύγουστο. Κατά το τέλος του 1ου αι. μ.Χ., η επαρχία ενσωμάτωσε τις περιοχές του Πόντου και της Μικράς Αρμενίας.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμμαχος των Ρωμαίων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παλαιότερα η Καππαδοκία ανήκε στους διαδόχους της Αυτοκρατορία του Αλεξάνδρου Γ΄ του Μεγάλου. Το βασίλειο της Καππαδοκίας κυβερνήθηκε από τη Δυναστεία των Αριαραθιδών το διάστημα 331 - 95 π.Χ. Με τον Αριαράθη Δ΄ η Καππαδοκία ήλθε σε επαφή με τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία ως εχθρός: αυτός συμμάχησε με τον Αντίοχο Γ΄ τον Μέγα κατά τον Ρωμαιο-Σελευκιδικό Πόλεμο των ετών 192-188 π.Χ.

Έπειτα από τη νίκη των Ρωμαίων επί του Αντιόχου Γ΄, ο Αριαράθης Δ΄ εισήλθε σε φιλικές σχέσεις με τη Δημοκρατία, παντρεύοντας την κόρη του Στρατονίκη με τον βασιλιά της Περγάμου Ευμένη Β΄, έναν πιστό σύμμαχο της Ρώμης. Κατόπιν οι Αριαραθίδες βασιλείς έγιναν μεγάλοι σύμμαχοι της Ρώμης στην Ανατολή: Το βασίλειο υποστήριξε τη Δημοκρατία ως αντίβαρο στην Αυτοκρατορία των Σελευκιδών, η οποία διεκδικούσε κυριαρχία επί της Καππαδοκίας. Επίσης υποστήριξε τη Ρώμη κατά τον Γ΄ Μακεδονικό Πόλεμο εναντίον του Περσέα της Μακεδονίας το διάστημα 171-166 π.Χ.). Η νίκη της Ρώμης έναντι των Σελευκιδών και της Μακεδονίας κατέστησε τη Δημοκρατία ως μία μεγάλη δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο.

Όταν ο Άτταλος Β΄ της Περγάμου (βασ. 138-133 π.Χ.) απεβίωσε χωρίς κληρονόμους, κληροδότησε το βασίλειό του στη Ρώμη. Κάποιος εμφανίστηκε ως ανιψιός του με το όνομα Ευμένης Γ΄, διεκδίκησε τον θρόνο και κατέλαβε το βασίλειο. Τότε ο Αριαράθης Ε΄ της Καππαδοκίας υποστήριξε τον Ρωμαίο ύπατο Πούμπλιο Λικίνιο Κράσσο Ντίβες Μουκιανό στην προσπάθειά του να εκτοπίσει τον Ευμένη Γ΄, όμως έπεσαν και οι δύο στη μάχη εναντίον του Ευμένη Γ΄. Τον Αριαράθη Ε΄ διαδέχθηκε ο ανήλικος γιος του Αριαράθης ΣΤ΄.

Ο Μιθριδάτης Ε΄ του Πόντου μνήστευσε την κόρη του Λαοδίκη με τον νεαρό Αριαράθη ΣΤ΄ και έτσι επέκτεινε τον έλεγχό του στην Καππαδοκία. Αργότερα έκανε εκστρατεία και εισέβαλε στην Καππαδοκία, κάνοντάς της εξαρτημένη του βασιλείου του Πόντου. Αν και τυπικά ανεξάρτητη η Καππαδοκία, η επιρροή του Πόντου συνεχίστηκε και από τον γιο του Μιθριδάτη ΣΤ΄ του Πόντου.

Το 116 π.Χ. ο Αριαράθης ΣΤ΄ δολοφονήθηκε από έναν ευγενή της Καππαδοκίας -τον Γόρδιο- κατ' εντολή του Μιθριδάτη ΣΤ΄, ο οποίος έπειτα εγκατέστησε τη χήρα Λαοδίκη, που ήταν αδελφή του, ως αντιβασίλισσα του ανήλικου Αριαράθη Ζ΄ της Καππαδοκίας. Έτσι παγίωσε τον έλεγχο της χώρας από τον Πόντο. Όταν όμως ο Νικομήδης Γ΄ της Βιθυνίας νυμφεύτηκε τη Λαοδίκη, προσπάθησε να προσαρτήσει την Καππαδοκία στο βασίλειό του και εκτόπισε τον Αριαράθη Ζ΄. Τότε ο Μιθρδάτης ΣΤ΄ αντέδρασε γρήγορα, εκτοπίζοντας τον Νικομήδη Γ΄ και εγκαθιστώντας τον ανιψιό του Αριαράθη Ζ΄ στον θρόνο, επιστρέφοντας την Καππαδοκία στη σφαίρα επιρροής του Πόντου.

Το 101 π.Χ. ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ σκότωσε τον Αριαράθη Ζ΄ και εγκατέστησε εκεί τον 8ετή γιο του Αριαράθη Θ΄ ως υποχείρό του. Επειδή ο μικρός βασιλιάς δεν μπορούσε να ελέγξει το βασίλειο, οι Καππαδόκες ευγενείς εξεγέρθηκαν εναντίον του το 97 π.Χ. και εξέλεξαν τον Αριαράθη Η΄, γιο του Αριαράθη Ζ΄, ως βασιλιά τους. Πάλι ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ κατέβαλε εύκολα τους στασιαστές, εξόρισε τον Αριαράθη Η΄, και αποκατέστησε τον γιο του στον θρόνο της Καππαδοκίας.

Βασίλειο υποτελές στη Ρώμη (95 π.Χ. - 14 μ.Χ.)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ως απάντηση στην αναταραχή αυτή στηη Καππαδοκία, ο Νικομήδης Γ΄ το 95 π.Χ. έστειλε πρεσβεία στη Ρώμη, ισχυριζόμενος επικυριαρχία επί της Καππαδοκίας. Όμοια ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ έστειλε πρέσβεις στη Ρώμη, ζητώντας επικύρωση της κυριαρχίας του στην Καππαδοκία. Ωστόσο η Σύγκλητος δεν απέδωσε το βασίλειο σε κάποιον.

Αντίθετα ζήτησε από τη Βιθυνία και τον Πόντο να αποσυρθούν από την Καππαδοκία και εγγυήθηκε την ανεξαρτησία της. Όρισε τον Αριαράθη Θ΄ έκπτωτο· ο Ρωμαίος κυβερνήτης Λούκιος Κορνήλιος Σύλλας έθεσε τον Αριοβαρζάνη Α΄ ως βασιλιά της Καππαδοκίας. Έτσι το 95 π.Χ. η Καππαδοκία έγινε βασίλειο υποτελές της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας.

Το 93 π.Χ. στρατός από την Αρμενία υπό τον Τιγράνη Β΄ τον Μεγάλο, γαμπρό του Μιθριδάτη ΣΤ΄, εισέβαλε στην Καππαδοκία με την έγκριση του βασιλιά του Πόντου. Ο Τιγράνης Β΄ εκθρόνισε τον Αριοβαρζάνη Α΄, που διέφυγε στη Ρώμη, και έστεψε τον Γόρδιο ως νέο βασιλιά της χώρας, υποτελή σε αυτόν. Με την Καππαδοκία υποτελή στην Αρμενία, ο Τιγράνης Β΄ δημιούργησε μία ζώνη προφύλαξης μεταξύ του βασιλείου του και της επεκτεινόμενης Ρωμαϊκής Δημοκρατίας.

Με την Καππαδοκία εξασφαλισμένη, ο Μιθριδάτης Β΄ εισέβαλε στη Βιθυνία και νίκησε τον Νικομήδη Δ΄ το 90 π.Χ., ο οποίος διέφυγε στη Ρώμη. Μία αντιπροσωπεία της Συγκλήτου εστάλη στη Μ. Ασία για να αποδώσει στους δύο βασιλείς τις επικράτειές τους. Αν και ο Πόλεμος της Ρώμης με τις (σύμμαχες μέχρι πρότινος) πόλεις της Ιταλίας μαινόταν ακόμη, η Ρώμη μπορούσε με επιτυχία να ανακτήσει τους δύο θρόνους, χάρη στην αυξανόμενη επιρροή της Δημοκρατίας στην περιοχή.

Μιθριδατικοί πόλεμοι (88-63 π.Χ.)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ρωμαϊκοί εμφύλιοι πόλεμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ρωμαϊκή επαρχία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πρώτοι αιώνες της Αυτοκρατορίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τον 3ο αι.[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά την αναδιοργάνωση των επαρχιών από τον Διοκλητιανό, οι περιοχές του Πόντου και της Αρμενίας διαχωρίστηκαν και η επαρχία περιορίστηκε στην κανονική Καππαδοκία (Cappadocia proper). Ορίστηκε επικεφαλής ένας ύπατος (consul) και τέθηκε υπό την επισκοπή του Πόντου. Στην επαρχία βρισκόταν πολλές αυτοκρατορικώές ιδιοκτησίες, όπως επιμαρτυρούν νομοθεσίες της εποχής. Καθώς ήταν μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Αντιόχειας, η Καισάρεια είδε πολλές αυτοκρατορικές επισκέψεις στα χρόνια του Κωνσταντίνου Α΄ και των επιγόνων του· ο Ουάλης περνούσε συχνά. Ο μετέπειτα αυτοκράτορας Ιουλιανός, πέρασε τα πρώτα έτη του στην απομακρυσμένη ιδιοκτησία του στο Μάκελλον. Υπήρχε μεγάλη διαφορά της τάξης των γαιοκτημόνων από τους αστούς και τους αγρότες, που ήταν ενδεείς. Επίσης η διαφορά του κλίματος στο υψίπεδο ήταν μεγάλη.

Στα τέλη της δεκαετίας του 330 το ανατολικό ήμισυ της επαρχίας αποσπάστηκε για τη δημιουργία των επαρχιών Αρμενία Πρίμα και Αρμενία Σεκούντα. Το 371 ο Ουάλης απέσπασε το νοτιοδυτικό μέρος περί τα Τύανα, που έγινε η Καππαδοκία Σεκούντα υπό έναν πρόεδρο (praeses), ενώ η υπόλοιπη έγινε η Καππαδοκία Πρίμα, που διατήρησε τον ύπατό της.

Κατά την περίοδο αυτή η Καππαδοκία είδε μία γενεά Χριστιανών διανοητών, με μεγαλύτερο τον Βασίλειο τον Μέγα επίσκοπο Καισαρείας, τον φίλο του Γρηγόριο Ναζιανζηνό, τον εξάδελφο του πρώτου Γρηγόριο επίσκοπο Νύσσης και τον εξάδελφο του δεύτερου Αμφιλόχιο του Ικονίου.

Βυζαντινή περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το διάστημα 535-553 ο Ιουστινιανός Α΄ ένωσε τις δύο επαρχίες Καππαδοκία Πρίμα και Καππαδοκία Σεκούντα σε μία ενότητα υπό έναν ανθύπατο (proconsul). Σε όλη την υστερορωμαϊκή περίοδο η περιοχή ήταν υποκείμενη στις λεηλασίες των νοτιοδυτικών γειτόνων της Ισαύρων, πράγμα που οδήγησε στην οχύρωση των πόλεων. Στις αρχές του 7ου αι. η επαρχία κατελήφθη προσωρινά από τους Σασανίδες. Έπειτα από το ξεκίνημα των Μουσουλμανικών επιδρομών, επανειλημμένες λεηλασίες ερήμωσαν την περιοχή, που μοιράστηκε μεταξύ των νέων θεμάτων των Ανατολικών και των Αρμενιακών.