Έβδομη Eπιστολή (Πλάτων)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η αρχή της Έβδομης Επιστολής στο παλαιότερο σωζόμενο μεσαιωνικό χειρόγραφό της. Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας, Gr. 1807 (9ος αιώνας).

Η Έβδομη Επιστολή είναι ένα έργο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας σε μορφή επιστολής, που κατονομάζει τον φιλόσοφο Πλάτωνα ως συγγραφέα του και, αν αυτό αληθεύει, γράφτηκε λίγο πριν τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. Αν δεν είναι έργο του ίδιου του Πλάτωνα, τότε είναι πιθανό να γράφτηκε λίγο μετά τον θάνατό του από ανθρώπους του περιβάλλοντός του ή στην Ελληνιστική περίοδο από κάποιο μελετητή της φιλοσοφίας του.

Η Έβδομη Επιστολή είναι η μεγαλύτερη και, ως προς το περιεχόμενο, η σημαντικότερη μιας συλλογής δεκατριών επιστολών, που φέρουν όλες το όνομα του Πλάτωνα. Σύμφωνα με το κείμενό της, απαντά στο αίτημα μιας ομάδας Ελλήνων της Σικελίας για πρακτική βοήθεια και θεωρητική καθοδήγηση σε πολιτικά ζητήματα των Συρακουσών, ενδέχεται όμως οι αποδέκτες να είναι λογοτεχνική επινόηση. Η Επιστολή αναλύει λεπτομερώς, με απολογητική και διδακτική διάθεση, την έως τότε εμπλοκή του Πλάτωνα στα πολιτικά πράγματα των Συρακουσών.[1] Στόχος του Πλάτωνα, σύμφωνα με την Επιστολή, ήταν να μεταρρυθμίσει το πολίτευμα των Συρακουσών επί τη βάσει φιλοσοφικών αρχών· όχι άμεσα, αλλά μέσω της φιλοσοφικής διαπαιδαγώγησης του ηγέτη τους. Καθώς το εγχείρημα απέτυχε—στην ίδια την Επιστολή χαρακτηρίζεται περὶ Σικελίαν πλάνη καὶ ἀτυχία (350d)—η Επιστολή διερευνά τα αίτια της αποτυχίας εξετάζοντας, μεταξύ άλλων, και φιλοσοφικά ζητήματα, όπως το ποια σχέση μπορεί να έχει η πολιτική με την αγωγή της ψυχής και τη φιλοσοφία, τι σημαίνει πραγματική γνώση και πώς μπορεί να αποκτηθεί και να μεταδοθεί.[2]

Αν ο Πλάτωνας είναι όντως ο συντάκτης της Επιστολής, τότε αυτή είναι ένα από τα παλαιότερα αυτοβιογραφικά κείμενα στην ευρωπαϊκή ιστορία της λογοτεχνίας. Έχει χαρακτηριστεί ειδικότερα φιλοσοφική αυτοβιογραφία και φιλοσοφική απολογία.[3] Σε κάθε περίπτωση, αποτελεί πολύτιμη πηγή τόσο για τη ζωή και τις πολιτικές επιδιώξεις του μεγάλου φιλοσόφου, όσο και για την ιστορία της Σικελίας.

Προϊστορία και ιστορικό υπόβαθρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πολιτική ατζέντα του Πλάτωνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πλάτωνας ενδιαφερόταν ιδιαιτέρως για την πολιτική. Ήταν πεπεισμένος ότι καθήκον ενός φιλοσόφου δεν ήταν μόνο να ασχολείται θεωρητικά με ζητήματα νομοθεσίας, πολιτειακής θεωρίας και κρατικής διοίκησης, αλλά και να παρεμβαίνει με συμβουλευτικό και δημιουργικό τρόπο στα πολιτικά πράγματα, όταν παρουσιάζεται η ευκαιρία. Δεν έβλεπε καμία πιθανότητα για τέτοιες παρεμβάσεις στην πατρίδα του, την Αθήνα, καθώς το δημοκρατικό πολίτευμά της δεν πρόσφερε ευνοϊκές συνθήκες για τέτοια εγχειρήματα. Διαφορετική ήταν η κατάσταση στις Συρακούσες, τη σημαντικότερη πόλη του τμήματος της Σικελίας που κατοικούνταν από Έλληνες. Εκεί είχε εγκαθιδρυθεί το 406 π.Χ. μια τυραννίδα—ουσιαστικά μια απόλυτη κληρονομική μοναρχία—από τον επιτυχημένο στρατηγό και δεινό ρήτορα Διονύσιο τον πρεσβύτερο, ο οποίος καταχράστηκε τις έκτακτες εξουσίες του στρατηγοῦ αὐτοκράτορος που του είχε αναθέσει η Εκκλησία του δήμου των Συρακοσίων (Διόδ., Βιβλιοθήκη Ιστορική XIII 94,5–95, 1).[4] Επί Διονυσίου οι Συρακούσες απώθησαν τον καρχηδονιακό κίνδυνο, επέκτειναν την κυριαρχία τους σε σχεδόν ολόκληρη την ελληνική Σικελία και την Κάτω Ιταλία και αναδείχτηκαν στην ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη του ελληνικού κόσμου, ισχυρότερη ακόμα και από την Αθήνα στην εποχή της ακμής της.[5][6]

Στη θεωρία, ο Πλάτωνας ήταν σφοδρός πολέμιος της τυραννίδας ως μορφής διακυβέρνησης· στο όγδοο και ένατο βιβλίο της Πολιτείας του της ασκεί δριμεία κριτική και, κατατάσσοντάς τη τελευταία στην αξιολογική κλίμακα των πολιτευμάτων, τη χαρακτηρίζει ἔσχατον πόλεως νόσημα (Πλάτ., Πολιτεία 544c).[7] Εντούτοις, αν βρισκόταν ένας τύραννος πρόθυμος να δεχτεί την επιρροή της φιλοσοφίας, αυτό θα ήταν για τον Πλάτωνα μια μεγάλη ευκαιρία να υλοποιηθεί στην πράξη το όραμά του για το άριστο πολίτευμα ή τουλάχιστον για την καλύτερη δυνατή μορφή διακυβέρνησης.[8] Στην ίδια την Επιστολή (324c–e) περιγράφει πως στα νιάτα του έτρεφε μια τέτοια ελπίδα με το καθεστώς των Τριάκοντα στην Αθήνα, οι οποίοι όμως τον απογοήτευσαν πολύ γρήγορα. Λαμβάνοντας υπόψη ότι διαψεύστηκε ανάλογη ελπίδα του και στις Συρακούσες, όπως προκύπτει από την Επιστολή, μπορεί η τελευταία να διαβαστεί και ως φιλοσοφική πραγματεία κατά της τυραννίδος[9] και υπέρ ενός συμμετοχικού πολιτεύματος θεμελιωμένου στην ισχύ του νόμου και τον ηθικό τρόπο ζωής των πολιτών.[10]

Προτομή του Πλάτωνα (Ρωμαϊκή εκδοχή ελληνικού πορτρέτου από τον Σιλανίωνα, Γλυπτοθήκη Μονάχου)

Τα ταξίδια του φιλοσόφου στις Συρακούσες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα τρία ταξίδια του στις Συρακούσες, ο Πλάτωνας ερχόταν κάθε φορά σε επαφή με το στενό περιβάλλον των κυβερνώντων και επιδιδόταν στους πολιτικούς του στόχους. Αρχικά όμως φαίνεται ότι θέλησε να επισκεφτεί τη Σικελία απλώς για να γνωρίσει τον διάσημο για την τρυφή του βίο των Σικελιωτών.[11] Στην Επιστολή δεν αναφέρεται συγκεκριμένη αιτία ή αφορμή για το πρώτο ταξίδι γύρω στο 388 π.Χ. και η αρχαία παράδοση αφήνει να εννοηθεί ότι πήγε ως απλός περιηγητής.[12] Από το γεγονός ότι δεν κατευθύνθηκε αμέσως στις ίδιες τις Συρακούσες φαίνεται ότι δεν ήταν προσκεκλημένος του πρεσβύτερου Διονυσίου. Όταν πήγε στις Συρακούσες, πάντως, γνώρισε στο περιβάλλον του τυράννου τον Δίωνα, ένα φιλομαθή, ευγενικής καταγωγής, πλούσιο εικοσαετή νεαρό, ο οποίος έγινε κορυφαίος μαθητής του και στενός φίλος του. Ο Δίωνας ανήκε στο στενό περιβάλλον του τυράννου Διονυσίου, και όχι μόνον επειδή ήταν γιος του Ιππαρίνου, ενός εκλεκτού συνεργάτη και φίλου του Διονυσίου· ο Δίωνας και ο Διονύσιος συνδέονταν και με πολλαπλούς οικογενειακούς δεσμούς: ο Διονύσιος είχε παντρευτεί την αδελφή του Δίωνα Αριστομάχη, ενώ ο Δίωνας είχε παντρευτεί την κόρη του Διονυσίου και της Αριστομάχης Αρέτη, που ήταν και δική του ανεψιά. Επίσης ο Διονύσιος ο νεότερος, γιός του πρεσβύτερου Διονυσίου από την άλλη σύζυγό του, παντρεύτηκε την ετεροθαλή αδελφή του Σωφροσύνη, που ήταν και ανεψιά του Δίωνα.[13]

Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην Επιστολή (327b), ο Δίωνας έγινε ήδη από την πρώτη γνωριμία του με τον Πλάτωνα συνειδητός υποστηρικτής της πλατωνικής φιλοσοφίας και αποφάσισε να την εφαρμόσει έμπρακτα. Ο νέος τρόπος ζωής του ήρθε όμως σε αντίθεση προς τις κυρίαρχες πεποιθήσεις και το κυρίαρχο πολιτικό καθεστώς. Οι πηγές, πάντως, δείχνουν ότι οι σχέσεις του Δίωνα με τον Διονύσιο δεν διαταράχτηκαν· απολάμβανε την πλήρη εμπιστοσύνη του τυράννου, ο οποίος, εκτός όλων των άλλων δεσμών τους, του ανέθετε και σημαντικές διπλωματικές αποστολές.[14]

Όταν πέθανε ο Διονύσιος το 367 π.Χ., τον διαδέχθηκε ο πρωτότοκος γιος του Διονύσιος ο νεότερος, γύρω στα τριάντα, και έγινε μοναδικός ηγεμόνας. Ο Διονύσιος αυτός δεν είχε ούτε τα χαρίσματα ούτε τα ερείσματα του πατέρα του. Ο ίδιος ο πατέρας του τον έβλεπε μάλιστα με καχυποψία και τον είχε κρατήσει σκόπιμα απαίδευτο και άπειρο στη πολιτική.[15] Υπήρχαν και δύο ετεροθαλείς αδελφοί του νεότερου Διονυσίου από τον γάμο του πατέρα του με την Αριστομάχη, ο Ιππαρίνος και ο Νυσαίος, το 367 π.Χ. όμως ήταν ακόμη ανήλικοι και έτσι δεν μετείχαν στη διευθέτηση της διαδοχής. Ο Δίωνας είχε προσπαθήσει μάταια να πείσει τον ετοιμοθάνατο τύραννο να περάσει ένα διάταγμα που θα έδινε στους δύο νεαρούς (ανεψιούς του από την αδελφή του Αριστομάχη) μερίδιο στην εξουσία και θα καθιστούσε και τη δική του θέση πολύ ισχυρή.[16] Οποιοσδήποτε διάδοχος όμως είχε ανάγκη την έμπρακτη υποστήριξη του ισχυρού σώματος των μισθοφόρων, και οι μισθοφόροι φοβήθηκαν στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι η εμπλοκή των δύο ανήλικων ενείχε κινδύνους.[17]

Αρχικά ο Δίωνας μπόρεσε να διατηρήσει τη θέση του στο στενό περιβάλλον του νέου τυράννου, τον έπεισε μάλιστα να καλέσει τον Πλάτωνα στην αυλή του ως σύμβουλο ελπίζοντας να ενισχύσει και τη δική του προσωπική επιρροή. ο Πλάτωνας δέχθηκε να συμμετάσχει στο εγχείρημα, καθώς ο Δίωνας του υποσχέθηκε την ευκαιρία για πολιτικές μεταρρυθμίσεις στο πνεύμα της πολιτικής του φιλοσοφίας. Έτσι πραγματοποιήθηκε το δεύτερο ταξίδι του Πλάτωνα στη Σικελία το 366 π.Χ. Μοιραίο λάθος του Πλάτωνα αυτή τη φορά ήταν, όπως φαίνεται από τα γεγονότα, ότι υπερεκτίμησε την ισχύ του Δίωνα στις Συρακούσες.[18] Στην αυλή του νεότερου Διονυσίου υπήρχε μια αντίπαλη μερίδα γύρω από τον Φίλιστο, έναν από τους στρατιωτικούς διοικητές οχυρών (φρουράρχους), το αξίωμα των οποίων ήταν δεύτερο στην ιεραρχία της τυραννίδος.[19] Ο Φίλιστος, όντας ο ίδιος πιστός υποστηρικτής της οικογένειας των τυράννων και του τυραννικού πολιτεύματος, υποπτευόταν ότι ο Δίωνας δεν ήταν πιστός. Όταν έφτασε ο Πλάτων, η ένταση μεταξύ των δύο αντίπαλων παρατάξεων ήταν ήδη αυξημένη· είχε μάλιστα επεκταθεί και σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Συγκεκριμένα, ο Δίωνας διατηρούσε καλές σχέσεις με τους Καρχηδονίους, που κυριαρχούσαν στη δυτική Σικελία, και επεδίωκε συμβιβασμό μαζί τους. Η ομάδα γύρω από τον Φίλιστο, αντιθέτως, ακολουθούσε αντικαρχηδονιακή πολιτική και επεδίωκε να συνεχιστεί η πολιτική στρατιωτικής αντιπαράθεσης που είχε ακολουθήσει με ζήλο ο πρεσβύτερος Διονύσιος, ώστε, αν ήταν δυνατόν, να εκδιωχθούν οι Καρχηδόνιοι από τη Σικελία.[20]

Ήδη από τότε, όπως φαίνεται, ο Δίωνας είχε σκοπό είτε να θέσει υπό την επιρροή του τον νεότερο Διονύσιο με τη βοήθεια του Πλάτωνα, είτε να τον ανατρέψει.[21] Το πρώτο ενδεχόμενο φαινόταν πιο ρεαλιστικό, αφού ο Διονύσιος ενδιαφερόταν τουλάχιστον επιφανειακά για τη φιλοσοφία και η προσωπικότητα του Πλάτωνα του είχε κάνει ζωηρή εντύπωση. Ήταν όμως και καχύποπτος. Οι αντίπαλοι κύκλοι προσπάθησαν να τον πείσουν ότι ο Δίωνας προσπαθούσε μέσω της φιλοσοφίας να τον απομακρύνει από την πολιτική για να δώσει τελικά στους ανεψιούς του την εξουσία ή να την πάρει ο ίδιος. Όταν έφτασε στα χέρια του τυράννου μια ενοχοποιητική επιστολή που είχε στείλει ο Δίωνας στους Καρχηδονίους δίνοντας την εντύπωση προδοτικής συνεργασίας του με τον εχθρό, ο Διονύσιος τον εξόρισε.[22]

Ο Δίωνας έφτασε εξόριστος στην Ελλάδα. Αρχικά ο Διονύσιος έφησε ανοικτό το ενδεχόμενο συμφιλίωσης και δεν άγγιξε τη μεγάλη περιουσία του Δίωνα. Για να διαδοθεί μάλιστα η φήμη ότι ο Δίωνας δεν πήγαινε εξόριστος στην Ελλάδα αλλά για κάποια άλλη αποστολή, ο Διονύσιος έστειλε στον Δίωνα δύο πλοία με μέρος της κινητής περιουσίας του.[23] Τον Πλάτωνα όμως, τον κρατούσε για καιρό, ουσιαστικά αιχμάλωτο, στην οχυρωμένη ακρόπολη της Ορτυγίας (329e). Κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν υπήρχε πλέον καμία πιθανότητα υλοποίησης των μεταρρυθμιστικών σχεδίων του Πλάτωνα, αλλά ούτε και πιθανότητα ανταπόκρισης του τυράννου στη φιλοσοφική διδασκαλία. Τελικά ο Διονύσιος επέτρεψε και στον Πλάτωνα να φύγει από τη Σικελία.

Τρίτη φορά ταξίδεψε στις Συρακούσες ο Πλάτωνας το 361 π.Χ. για να ικανοποιήσει την επιθυμία του τυράννου, ο οποίος συνέχισε να δείχνει ότι τον εκτιμά και να ελπίζει να τον προσεταιριστεί. Για να πείσει τον Πλάτωνα, ο Διονύσιος έστειλε μάλιστα στην Αθήνα και τον Πυθαγόρειο φιλόσοφο Αρχέδημο.[24] Ο Πλάτωνας δέχτηκε τελικά, αλλά ούτε και με το τρίτο ταξίδι κατάφερε τίποτε: ο Δίωνας δεν αποκαταστάθηκε και ο Διονύσιος δεν επέδειξε γνήσιο ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία, ούτε φυσικά οποιαδήποτε μεταστροφή προς έναν τρόπο ζωής σύμφωνο με φιλοσοφικές αρχές του Πλάτωνα. Δεν άργησε μάλιστα να αναζωπυρωθεί στον Διονύσιο η υποψία ότι ο Δίωνας, μαζί με τους μαθητές του Πλάτωνα στην Αθήνα, εργάζονταν για την ανατροπή του. Τότε δήμευσε τα υπάρχοντα του εξόριστου και υποχρέωσε τη σύζυγό του Αρέτη να παντρευτεί ένα φίλο του τυράννου, τον Τιμοκράτη. Έτσι επήλθε η τελική ρήξη και ο Πλάτωνας επέστρεψε στην Αθήνα, καθώς δεν έβλεπε πλέον καμία δυνατότητα συνεννόησης με τον Διονύσιο. Έφτασε μάλιστα να θεωρηθεί και ο ίδιος ύποπτος για συμπάθεια προς την αντιπολίτευση, ακόμη και να κινδυνεύσει η ζωή του.[25]

Οι στρατιωτικές συγκρούσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τελικά ο Δίωνας, μην έχοντας άλλη δυνατότητα συμβιβασμού, αποφάσισε να ανατρέψει τον Διονύσιο με στρατιωτική βία και προσέλαβε μισθοφόρους για εκστρατεία. Ο Πλάτωνας έμεινε αμέτοχος, αλλά το εγχείρημα βρήκε ενεργούς υποστηρικτές μεταξύ των μαθητών του. Το 357 π.Χ. ο Δίωνας έπλευσε από τη Ζάκυνθο προς τη Σικελία με τη μικρή εκστρατευτική δύναμη που μπόρεσε να συγκεντρώσει. Παρά την τεράστια διαφορά στρατιωτικής ισχύος κατάφερε να διώξει τον Διονύσιο, καθώς εναντίον του εξεγέρθηκαν αμέσως χιλιάδες πολίτες από άλλες πόλεις της Σικελίας αλλά τελικά και από τις ίδιες τις Συρακούσες.[26] Η πόλη επέστρεψε στο παλαιό δημοκρατικό της πολίτευμα, οι υπόλοιπες πόλεις της Σικελίας απελευθερώθηκαν και ο Δίωνας εξελέγη ο ίδιος στρατηγὸς αὐτοκράτωρ.[27] Στη συνέχεια όρισε ένα συλλογικό όργανο που θα λειτουργούσε ως νομοθετική συνέλευση και θα κατάρτιζε νέο πολιτειακό χάρτη. Συνάντησε όμως αυξανόμενη αντίδραση, δεδομένου ότι θεωρούνταν αριστοκράτης και είχε στηρίξει για καιρό τη δυναστεία που ανατράπηκε πριν εμφανιστεί ως σωτήρας της πόλης. Η μερίδα των Δημοκρατικών τον αντιμετώπιζε με καχυποψία, καθώς τον υποψιαζόταν ότι συνέχιζε να επιδιώκει την τυραννία. Στη μάχη που δόθηκε για την εξουσία στην Εκκλησία του δήμου, ηττήθηκε προσωρινά από τους κύκλους που εμφανίστηκαν ως ριζοσπαστικοί Δημοκράτες προτείνοντας αναδασμό της γης και οικονομική ισότητα των πολιτών.[28] Τελικά όμως επικράτησε ο Δίωνας καταφεύγοντας στον φόνο του κυριότερου αντιπάλου του.[29] Το 354 π.Χ. όμως, ένας από τους αξιωματικούς του, ο Αθηναίος Κάλλιππος, έβαλε να σκοτώσουν τον ίδιο τον Δίωνα, εμφανίστηκε ως σωτήρας της δημοκρατίας και ανέλαβε το ρόλο του ηγεμόνα.[30]

Οι υποστηρικτές της πλευράς που ηττήθηκε εγκατέλειψαν στη συνέχεια τις Συρακούσες. Οι έως τότε σύντροφοι του Δίωνα—αυτοί προς τους οποίους απαντά ο Πλάτωνας με την Έβδομη Επιστολή—προσχώρησαν στην παράταξη του ανεψιού του Ιππαρίνου, του μεγαλύτερου από τους δύο ετεροθαλείς αδελφούς του έκπτωτου τυράννου Διονυσίου του νεότερου. Οι οπαδοί αυτού του κλάδου της έκπτωτης οικογένειας συγκεντρώθηκαν στους Λεοντίνους και το 353 π.Χ. κατάφερε ο Ιππαρίνος να καταλάβει τις Συρακούσες με αιφνιδιαστική επίθεση και να εγκατασταθεί ως νέος τύραννος και νόμιμος διάδοχος του Δίωνα. Με αυτόν τον τρόπο ανανέωσε τις διεκδικήσεις της δυναστείας για την εξουσία, χωρίς όμως να λάβει υπόψιν του τον διωγμένο Διονύσιο, ο οποίος είχε αποτραβηχτεί στους Λοκρούς, την πατρίδα της μητέρας του, και από το 352 π.Χ. κυβερνούσε εκεί ως τύραννος.[31] Η εξουσία του Ιππαρίνου διήρκεσε δύο χρόνια. Μετά τον θάνατό του—λέγεται ότι δολοφονήθηκε το 351 π.Χ. σε ένα συμπόσιο[32]—τον διαδέχθηκε ο μικρότερος αδελφός του Νυσαίος.

Η τρέχουσα κατάσταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κατάσταση που επικρατούσε όταν γράφτηκε η Έβδομη Επιστολή ήταν αυτή της αναστάτωσης και της αβεβαιότητας μετά τη δολοφονία του Δίωνα το 354 π.Χ. Οι ερευνητές διαφωνούν ως προς το αν εκείνη την εποχή ακριβώς βρισκόταν ακόμη ο Κάλλιππος στην εξουσία ή αν είχε αναλάβει ήδη ο Ιππαρίνος.[33] Σύμφωνα με την Επιστολή, οι συγγενείς και οι σύντροφοι του δολοφονημένου Δίωνα ζήτησαν υποστήριξη από τον Πλάτωνα. Εκείνος τους γράφει την Επιστολή εκθέτοντας αναλυτικά την άποψή του για τα γεγονότα του παρελθόντος και προτάσεις για το μέλλον.

Ο Lionel J. Sanders βλέπει ως ιστορικό πλαίσιο της Επιστολής την αντίθεση μεταξύ των «εθνικιστικών» κύκλων αφενός, που υποστήριζαν τον ελληνικό εποικισμό της Σικελίας και τη σύγκρουση με τους Καρχηδόνιους, και ενός φιλοκαρχηδονιακού ρεύματος αφετέρου. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, ο Δίωνας όχι μόνο ακολούθησε φιλοκαρχηδονιακή πολιτική, αλλά έφτασε και μέχρι την προδοσία στις επαφές του με τους Καρχηδονίους. Αφού οι αντίπαλοί του τον κατηγόρησαν γι' αυτό, ο στενός φίλος και δάσκαλός του Πλάτωνας προσπάθησε στην Έβδομη Επιστολή να τον αποκαταστήσει ως πατριώτη που στόχος του ήταν να ιδρύσει νέες ελληνικές πόλεις και να καταστρέψει την καρχηδονιακή κυριαρχία.[34]

H Carolina Araújo, από την άλλη, βλέπει ως ιστορικό πλαίσιο της Επιστολής την προσπάθεια του Πλάτωνα, μετά τη θανάτωση του δασκάλου του Σωκράτη από τη δημοκρατία, και αφού είχε απογοητευτεί προηγουμένως και από την τυραννίδα, να δημιουργήσει ένα μεγάλο «φιλοσοφικό κόμμα» που θα σάρωνε το πολιτικό σκηνικό της Αθήνας χωρίς τη χρήση βίας. Όταν συνειδητοποίησε ότι δεν υπήρχε έδαφος για μια τέτοια στρατηγική στην πατρίδα του, στράφηκε προς τις Συρακούσες, αν και αρχικά όχι με συγκεκριμένες πολιτικές βλέψεις. Στις Συρακούσες όμως έτυχε να ανακαλύψει στον Δίωνα ένα ευγενή νέο με γνωστικά και ηθικά χαρίσματα που τον καθιστούσαν ιδανικό συναγωνιστή στο «φιλοσοφικό κόμμα». Έτσι αποφάσισε ο Πλάτωνας να δοκιμάσει την εφαρμογή των σχεδίων του στις Συρακούσες. Έπεσε όμως έξω στις εκτιμήσεις του, τόσο σε σχέση με τη διάθεση του Διονυσίου για φιλοσοφία όσο και σε σχέση με την πολιτική ισχύ του Δίωνα, με συνέπεια το σχέδιό του να αποτύχει. Στόχος του τελευταίου ταξιδιού του Πλάτωνα στη Σικελία ήταν πλέον μόνο η σωτηρία των συντρόφων του. Ως αποτυχία του Πλάτωνα θα πρέπει να θεωρηθεί και η απόφαση του Δίωνα να ανατρέψει τον Διονύσιο με τη βία, απόφαση με την οποία εγκατέλειψε το ειρηνικό πρόγραμμα του «φιλοσοφικού κόμματος» ακόμα και ο καλύτερος μαθητής του εμπνευστή του.[35]

Περιεχόμενο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εισαγωγή (323d–324b)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πλάτωνας βρίσκεται στην Αθήνα έχοντας επιστρέψει από το τρίτο του ταξίδι στη Σικελία. Απευθύνει την επιστολή στους συγγενείς και συντρόφους του δολοφονημένου φίλου του Δίωνα στη Σικελία, τους οποίους χαιρετά με το συνηθισμένο «ευτυχείτε» (εὖ πράττειν). Η σύνδεση μεταξύ ηθικά ορθής συμπεριφοράς και ευημερίας, η οποία είναι σημαντική στον Πλατωνισμό, υποδηλώνεται εμμέσως.[36] Οι παραλήπτες της Επιστολής, που δεν κατονομάζονται, ζήτησαν την υποστήριξη του Πλάτωνα με πράξεις και με συμβουλές (ἔργῳ καὶ λόγῳ) και εκείνος τους την παρέχει με μοναδική προϋπόθεση ότι οι αντιλήψεις τους συμπίπτουν με εκείνες του Δίωνα. Πυρήνας του πολιτικού προγράμματος του Δίωνα και στόχος της εμπλοκής του Πλάτωνα στα πολιτικά πράγματα των Συρακουσών ήταν από την αρχή ως το τέλος, σύμφωνα με την Επιστολή, η ελευθερία των Συρακοσίων και η δυνατότητα να ζουν κατά τους καλύτερους νόμους (το Συρακοσίους δεῖν ἐλευθέρους εἶναι, κατὰ νόμους τοὺς ἀρίστους οἰκοῦντας). Πώς προέκυψε αυτή η ιδέα; Το ερώτημα αυτό απαντάται στη συνέχεια.

Τα προσωπικά κίνητρα του Πλάτωνα (324b–326b)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Θέλοντας να πείσει ότι όταν πρωτοπήγε στη Σικελία είχε ήδη σαφείς φιλοσοφικές αντιλήψεις και συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμα, ο Πλάτωνας εξηγεί κατ' αρχάς ποιες ήταν οι δικές του πολιτικές πεποιθήσεις και πώς είχαν διαμορφωθεί αυτές από τις εμπειρίες του στην Αθήνα πριν στραφεί στη Σικελία. Σύμφωνα με την Επιστολή, αμέσως μόλις ενηλικιώθηκε και έγινε αυτεξούσιος (ἐμαυτοῦ κύριος) θέλησε να ασχοληθεί με τα κοινά της πόλης του, η οποία τότε ακριβώς βίωνε το τέλος της δημοκρατίας και την άνοδο των Τριάκοντα Τυράννων στην εξουσία (404 π.Χ.). Γνωρίζουμε ότι ο Πλάτωνας θα πρέπει τότε να ήταν περίπου 23 ετών. Αρχικά, το καθεστώς αντιμετωπίστηκε ευνοϊκά από τους ευκατάστατους και καλλιεργημένους νέους της Αθήνας[37] που είχαν απογοητευτεί από τη ριζοσπαστική δημοκρατία των προηγούμενων δεκαετιών και την έβριζαν (ὑπὸ πολλῶν γὰρ τῆς τότε πολιτείας λοιδορουμένης). Ένας από τους απογοητευμένους θα ήταν και ο Πλάτωνας. Στην Επιστολή παραδέχεται ότι πίστεψε προς στιγμή στην πρόθεση των νέων ηγετών να οδηγήσουν την πόλη από τον άδικο στον δίκαιο τρόπο ζωής (ᾠήθην γὰρ αὐτοὺς ἔκ τινος ἀδίκου βίου ἐπὶ δίκαιον τρόπον ἄγοντας διοικήσειν δὴ τὴν πόλιν). Η θετική αναφορά στους Τριάκοντα είναι αξιοσημείωτη: δεν θα μπορούσε να γίνει εύκολα από άλλον, εκτός του Πλάτωνα, και γι' αυτό ο Charles H. Kahn την προβάλλει ως επιχείρημα υπέρ της γνησιότητας της Επιστολής.[38] Οι ελπίδες του Πλάτωνα, σύμφωνα με την Επιστολή, γρήγορα διαψεύστηκαν από τους Τριάκοντα, που έκαναν το προηγούμενο πολίτευμα να μοιάζει με χρυσάφι (χρυσὸν ἀποδείξαντας τὴν ἔμπροσθεν πολιτείαν). Έτσι κατέληξε να θεωρεί την τυραννίδα υποδεέστερη της δημοκρατίας, όπως γνωρίζουμε από άλλα έργα του.[39] Η απογοήτευση του Πλάτωνα συνεχίστηκε και μετά την αποκατάσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Μάλιστα συγκλονίστηκε όταν ο σεβαστός δάσκαλός του Σωκράτης, ο οποίος είχε ήδη ταλαιπωρηθεί από τους Τριάκοντα, κατηγορήθηκε άδικα και θανατώθηκε από τη δημοκρατία.

Από αυτές τις νεανικές του εμπειρίες, σύμφωνα με την Επιστολή, κατέληξε ο Πλάτωνας στο συμπέρασμα ότι για να παύσουν τα βάσανα των ανθρώπων πρέπει να γίνει ένα από τα δύο: είτε να κατακτήσουν την εξουσία οι φιλόσοφοι είτε ή να στραφούν στη φιλοσοφία οι κυβερνώντες (κακῶν οὖν οὐ λήξειν τὰ ἀνθρώπινα γένη, πρὶν ἂν ἢ τὸ τῶν φιλοσοφούντων... γένος εἰς ἀρχὰς ἔλθῃ τὰς πολιτικὰς ἢ τὸ τῶν δυναστευόντων... ὄντως φιλοσοφήσῃ). Εδώ, όπως και στις αναφορές της Επιστολής για την πολιτική τέχνη ως τέχνη της δικαιοσύνης[40] βλέπουμε ουσιαστικά τον πυρήνα της πολιτικής φιλοσοφίας του Πλάτωνα, όπως την ανέπτυξε διεξοδικά στο μείζον φιλοσοφικό έργο του, την Πολιτεία, η οποία είχε γραφτεί γύρω στα 375 π.Χ.[41] Η εντύπωση που δίνεται στην Επιστολή, αν γράφτηκε λίγο πριν το 350 π.Χ., ότι οι ιδέες αυτές διακατείχαν ήδη τον νεαρό Πλάτωνα των προ του 400 π.Χ. χρόνων, υπηρετεί τον στόχο της Επιστολής να εμφανισθεί ως μοναδικό κίνητρο για το πρώτο ταξίδι του Πλάτωνα στη Σικελία (γύρω στο 388 π.Χ.) η επιθυμία να βρει πρακτική εφαρμογή η πολιτική φιλοσοφία του.

Το πρώτο ταξίδι στη Σικελία (326b–327b)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πρώτο ταξίδι του Πλάτωνα αναφέρεται ως ταξίδι στην Ιταλία και τη Σικελία (326b), και από την ίδια την Επιστολή προκύπτει ότι δεν κατευθύνθηκε αμέσως στις Συρακούσες. Όπου πήγε όμως συνάντησε άγονο έδαφος για τις πολιτικές του ιδέες: Οι άνθρωποι αναλώνονταν στις καταχρήσεις και τις υλικές απολαύσεις αδιαφορώντας τελείως για τη σωφροσύνη και τις άλλες αρετές. Σε τέτοιες πολιτείες αλλάζουν συχνά τα πολιτικά καθεστώτα, όμως για δικαιοσύνη και ισονομία (δικαίου δὲ καὶ ἰσονόμου πολιτείας) δεν θέλουν ούτε να ακούσουν οι πολιτικοί ηγέτες (326d). Όταν όμως πήγε στις Συρακούσες, γνώρισε στην αυλή του τυράννου τον Δίωνα, που ήταν τελείως διαφορετικός από τους άλλους. Ο Πλάτωνας ομολογεί εκ των υστέρων ότι με την άφιξή του σε αυτή την πόλη, την οποία απόδίδει στην τύχη, έθεσε σε κίνηση εξελίξεις που κατέληξαν στη σημερινή (του χρόνου σύνταξης της Επιστολής) κατάσταση (326d). Ο Δίωνας κατανόησε και ενστερνίστηκε τις ιδέες του Πλάτωνα, και έγινε ο πιο επιμελής μαθητής που είχε ποτέ ο Αθηναίος φιλόσοφος. Αποφάσισε μάλιστα να στραφεί προς έναν ενάρετο τρόπο ζωής, που ερχόταν σε αντίθεση με τις συνήθειες των τυράννων.

Σχετικά με το πολιτικό κλίμα που συνάντησε κατά τα άλλα στις Συρακούσες τότε ο Πλάτων, η Επιστολή έχει διάσπαρτες έμμεσες αναφορές που δείχνουν αρνητική γνώμη του Πλάτωνα απέναντί στον πρεσβύτερο Διονύσιο. Η δριμεία κριτική της τυραννίδας στο όγδοο και ένατο βιβλίο της Πολιτείας του πιστεύεται ότι αντανακλά τις εμπειρίες του από το πρώτο ταξίδι.[42]

Το δεύτερο ταξίδι στη Σικελία (327b–330e)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν ο νεότερος Διονύσιος ανήλθε στην εξουσία, φαινόταν να ενδιαφέρεται για την φιλοσοφία και την παιδεία, και έτσι ο Δίωνας πίστεψε ότι ήρθε η ώρα για την αλλαγή που θα χάριζε την πραγματική ευτυχία στους Συρακοσίους. Για τον σκοπό αυτό μήνυσε στον Πλάτωνα να έρθει για δεύτερη φορά στη Σικελία, και φρόντισε να τον καλέσει επίσημα και ο ίδιος ο Διονύσιος. Η Επιστολή αναφέρεται εκτενώς στα επιχειρήματα υπέρ της εμπλοκής του Πλάτωνα: Η ευκαιρία να πραγματοποιηθεί η σύμπτωση φιλοσοφίας και διακυβέρνησης φαινόταν άριστη με τον Διονύσιο στην εξουσία· ήταν ντροπή για ένα φιλόσοφο να ασχολείται μόνο με τη θεωρία και να αδιαφορεί για την πράξη· και θα ήταν προδοσία της φιλοσοφίας να φοβηθεί κανείς τη μεγάλη απόσταση από την Αθήνα και τις δυσκολίες του ταξιδιού. Έτσι ο Πλάτωνας αποφάσισε να αποδεχθεί την πρόσκληση και να πάει για δεύτερη φορά στη Σικελία.

Στη δικαιολόγηση του δεύτερου ταξιδιού του Πλάτωνα φαίνεται να βρίσκεται η ουσία της Επιστολής κατά την εκτίμηση του συντάκτη της, αφού στον επίλογό της συνοψίζει όλα όσα προηγήθηκαν με τη φράση «μου φάνηκε αναγκαίο να πω για ποιους λόγους επανέλαβα για δεύτερη φορά το ταξίδι μου στη Σικελία» (ὧν δ᾽ ἐπανέλαβον ἕνεκα τὴν εἰς Σικελίαν ἄφιξιν τὴν δευτέραν, ἀναγκαῖον εἶναι ἔδοξέ μοι ῥηθῆναι δεῖν, 352a).

Όταν έφτασε για δεύτερη φορά στις Συρακούσες, όμως, ο Πλάτωνας βρήκε πολύ τεταμένη την ατμόσφαιρα και τον Δίωνα να κατασυκοφαντείται από τους αντιπάλους του για έλλειψη πίστης στον ηγεμόνα. Μόλις λίγους μήνες μετά την άφιξη του Πλάτωνα, ο Διονύσιος εξόρισε τον Δίωνα αλλά προσπαθούσε να κρατήσει στο περιβάλλον του τον Πλάτωνα και να τον κερδίσει ως φίλο, χωρίς όμως να δέχεται τη φιλοσοφική διδασκαλία του. Τον κρατούσε μάλιστα στην οχυρωμένη ακρόπολη εμποδίζοντας την αναχώρησή του. Τελικά έφυγε ο Πλάτωνας και έτσι τέλειωσε η δεύτερη προσπάθειά του να επηρεάσει τα πολιτικά πράγματα της Σικελίας.

Συμβουλές προς τους φίλους του Δίωνα (330e–333d)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο σημείο αυτό (330e), o Πλάτων διακόπτει την αφήγηση και στρέφεται στο αίτημα των αποδεκτών της Επιστολής για συμβουλές επί της τρέχουσας κατάστασης, τις οποίες δίνει διατυπώνοντας τις εξής δύο γενικές αρχές, που προκύπτουν και ως διδάγματα από την προηγούμενη αφήγηση: Πρώτον, δεν πρέπει να ενεργεί κανείς ως σύμβουλος εάν αυτός που ζητά τις συμβουλές, είτε μεμονωμένο πρόσωπο είναι είτε ολόκληρη πόλη, δεν δείχνει ενδιαφέρον ή δεν επιθυμεί να αλλάξει τον τρόπο που ζει. Βία, πολύ περισσότερο, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να ασκείται, ούτε σε πρόσωπα ούτε σε ολόκληρη πόλη (βίαν δὲ πατρίδι πολιτείας μεταβολῆς μὴ προσφέρειν, 331d). Δεύτερον, όποιος θέλει να πετύχει κάτι στο κράτος θα πρέπει πρώτα να ασκήσει αυτοέλεγχο στη δική του καθημερινή ζωή και έπειτα να αποκτήσει αξιόπιστους φίλους και ομοϊδεάτες, στους οποίους να μπορεί να εμπιστευτεί κυβερνητικά αξιώματα. Έτσι θα αποφύγει να ασκεί συγκεντρωτικά την εξουσία. Αυτή τη συμβουλή έδινε ο Πλάτωνας και στον νεότερο Διονύσιο, ο οποίος όμως δεν την ακολούθησε και άφησε τις πόλεις της Σικελίας έρημες, χωρίς νόμους και πολιτική οργάνωση. Τέτοιες συμβουλές έδιναν οι «συνωμότες» στον Διονύσιο, παραπονιέται ο Πλάτων, ομολογώντας ότι νικήθηκε από τους συκοφάντες. Από την ενότητα αυτή της Επιστολής γίνεται φανερό ότι η συμβουλή του Πλάτωνα στους αποδέκτες της είναι να μην εγκαθιδρύσουν τυραννίδα, συμβουλή στην οποία κατατείνει άλλωστε ολόκληρη η Επιστολή παραθέτοντας ως αρνητικά παραδείγματα τις τυραννίδες της Αθήνας και των Συρακουσών.[43]

Προδοσία κατά του Δίωνα (333d–334b)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά από αυτές τις αναφορές, ο Πλάτωνας θίγει ένα ευαίσθητο ζήτημα, που είναι προφανώς πολύ σημαντικό για τον ίδιο. Στην Αθήνα, ο εξόριστος Δίων έγινε φίλος με τον Κάλλιππο και τον αδερφό του, τους οποίους έκανε και εξ απορρήτων του. Προφανώς επειδή ο Κάλλιππος, ο οποίος δεν αναφέρεται ονομαστικά στην Επιστολή, δολοφόνησε αργότερα τον Δίωνα, ο Πλάτωνας αισθάνεται την ανάγκη να τονίσει ότι η φιλία μεταξύ των δύο δεν ήταν φιλοσοφικά θεμελιωμένη αλλά εκείνη η συνηθισμένη συντροφική σχέση που δημιουργεί η φιλοξενία και η κοινή συμμετοχή στα θρησκευτικά μυστήρια (ἐκ τῆς περιτρεχούσης ἑταιρίας ταύτης τῆς τῶν πλείστων φίλων, ἣν ἐκ τοῦ ξενίζειν τε καὶ μυεῖν καὶ ἐποπτεύειν πραγματεύονται, 333d). Με αυτόν τον τρόπο απορρίπτει την πιθανή κατηγορία ότι η Πλατωνική Ακαδημία φέρει κάποια ευθύνη για τη δολοφονία, επειδή ο εμπνευστής της προερχόταν από τους φιλοσοφικούς κύκλους της Αθήνας και έγινε προδότης παρά τη φιλοσοφική του μόρφωση. Με αγανάκτηση ο Πλάτωνας καταδικάζει την αιματηρή πράξη, που είχε καταστροφικές συνέπειες για ολόκληρη τη Σικελία και εμπόδισε την εφαρμογή των εξαίρετων νομοθετικών σχεδίων του Δίωνα. Αυτά θα έφερναν ειρήνη, ελευθερία και ευημερία στη χώρα. Η συμβουλή που προκύπτει από αυτό το τμήμα της Επιστολής είναι ότι πρέπει κανείς να εμπιστεύεται μόνον εκείνους με τους οποίους τον συνδέει η κοινή αγάπη για την ελεύθερη παιδεία (διὰ δὲ ἐλευθέρας παιδείας κοινωνίαν, 334b).

Το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα (334c–337e)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο ίδιο παραινετικό ύφος, ο Πλάτωνας εκθέτει ακολούθως τις πολιτικές φιλοσοφικές αρχές που είχε προσπαθήσει να μεταλαμπαδεύσει στον νεότερο Διονύσιο και στον Δίωνα, και τις οποίες συνιστά τώρα, για τρίτη φορά, στους αποδέκτες της Επιστολής. Ύψιστη συμβουλή είναι να μην υποδουλώσουν τη Σικελία σε ανθρώπους δυνάστες αλλά σε νόμους (μὴ δουλοῦσθαι Σικελίαν ὑπ᾽ ἀνθρώποις δεσπόταις... ἀλλ᾽ ὑπὸ νόμοις, 334c). Για το αγαθό και το δίκαιο στον εαυτό του και στην πολιτεία αξίζει κανείς ακόμα και να πεθάνει, διαφορετικά θα καταδικάσει την αθάνατη ψυχή του στη μετά θάνατον τιμωρία. Οι κυβερνώντες πρέπει να δώσουν ελεύθερο πολίτευμα στις Συρακούσες, να ελευθερώσουν και την υπόλοιπη Σικελία από τους βαρβάρους, να εγκαταστήσουν Έλληνες αποίκους και να αποκαταστήσουν παντού την ἰσονομίαν (336d). Κάθε πόλη πρέπει να συγκαλέσει μια συνταγματική συνέλευση, η οποία θα περιλαμβάνει αμερόληπτους εξωτερικούς εμπειρογνώμονες. Αυτοί θα πρέπει να είναι ηλικιωμένοι άνδρες, σεβαστοί για τα επιτεύγματα της ζωής τους και για το κοινωνικό υπόβαθρό τους.

Η απόφαση για το τρίτο ταξίδι στη Σικελία (337e–342a)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη συνέχεια ο Πλάτωνας ξαναπιάνει την αφήγηση από το τέλος του δεύτερου ταξιδιού του εξηγώντας δια μακρών πώς, μετά από όσα συνέβησαν σε αυτό, αποφάσισε να πραγματοποιήσει και τρίτο ταξίδι στη Σικελία. Ο Διονύσιος δεν του είχε απλώς υποσχεθεί ότι θα αποκαταστήσει τον Δίωνα, αλλά είχε θέσει και τη νέα επίσκεψη του Πλάτωνα ως προϋπόθεση για αυτή την παραχώρηση. Ο Δίωνας επίσης τον παρακαλούσε να μην αρνηθεί τη νέα πρόσκληση. Ακόμα και ο φιλόσοφος Αρχύτας και οι άλλοι φίλοι του Πλάτωνα από τον Τάραντα τον προέτρεπαν να πάει για να μην χάσουν την πολιτική εύνοια του Διονυσίου. Έτσι, στόχος του Πλάτωνα στο τρίτο ταξίδι του φαίνεται ότι ήταν στην πραγματικότητα να προστατέψει τους φίλους του.[44] Ως φιλοσοφικό κίνητρο προβάλλονται στην Επιστολή κάποιες επίμονες φήμες ότι ο τύραννος ήταν πλέον πρόθυμος να αφοσιωθεί σοβαρά στη μελέτη της φιλοσοφίας. Τέτοια ριζική μεταστροφή γνώριζε ο Πλάτωνας ότι ήταν δυνατό να συμβεί σε νέους ανθρώπους. Επομένως δεν μπορούσε να αρνηθεί τη βοήθειά του.

Τούτη τη φορά όμως αποφάσισε να δοκιμάσει τη διάθεση και την αντοχή του Διονυσίου για τη φιλοσοφία δείχνοντάς του εξ αρχής πόσο μεγάλο και δύσκολο έργο τον περιμένει. Του παρουσίασε λοιπόν τη διδασκαλία του σε όλη της την έκταση αλλά επιγραμματικά, χωρίς να την αναπτύξει πλήρως. Τέτοια ανάπτυξη δεν θα ήταν άλλωστε δυνατή, αφού η πραγματική φιλοσοφική γνώση δεν μπορεί να εκφραστεί με τον λόγο· απαιτεί μακροχρόνια προσωπική αναζήτηση και συναναστροφή με τα πράγματα. Ούτε και σε κάποιο σύγγραμμα μπορεί να αποτυπωθεί αυτή η γνώση, διαφορετικά θα είχε γράψει τέτοιο σύγγραμμα ο ίδιος ο Πλάτωνας για να προσφέρει μέγα όφελος στην ανθρωπότητα. Τα λεγόμενα σε αυτό το σημείο της Επιστολής συνάδουν με όσα γνωρίζουμε για τη σωκρατική/πλατωνική αντίληψη περί φιλοσοφικής πρακτικής, σύμφωνα με την οποία όλα τα φιλοσοφικά έργα του Πλάτωνα, όπως σώζονται σήμερα, δεν έχουν τη μορφή θεωρητικής πραγματείας αλλά ζωντανής διαλογικής συζήτησης γύρω από κάποιο φιλοσοφικό πρόβλημα. Ο ίδιος ο Πλάτωνας δεν εμφανίζεται να μετέχει αυτών των συζητήσεων, ενώ και ο Σωκράτης, που εμφανίζεται να μετέχει, δεν το κάνει ως δάσκαλος που απευθύνεται σε μαθητές, αλλά ως απλός, ισότιμος συνομιλητής.[45]

Σε σχέση με τη γνησιότητα της Επιστολής, τα λεγόμενα σε αυτό το σημείο μπορούν επίσης να ερμηνευτούν ως προειδοποίηση εναντίον οποιουδήποτε θελήσει να εμφανιστεί ως δήθεν εκφραστής της φιλοσοφίας του Πλάτωνα: Ο ίδιος ο Πλάτωνας δεν έχει καταγράψει την ουσία της φιλοσοφίας του, ούτε θα την καταγράψει ποτέ.[46]

Η «φιλοσοφική παρέκβαση» (342a–344d)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Θέλοντας να εξηγήσει περισσότερο τη θέση του για τη διδασκαλία της φιλοσοφίας, και εμμέσως την αδυναμία του να φέρει στον δρόμο της τον Διονύσιο, ο Πλάτωνας στρέφεται ακολούθως προς αυτό καθαυτό το γνωσιολογικό ερώτημα: Πώς αποκτιέται η αληθινή γνώση (ἐπιστήμη) σε αντιδιαστολή προς τις κοινές γνώσεις (μαθήματα); Το ερώτημα αυτό το προσεγγίζει ο Πλάτωνας με μια «φιλοσοφική παρέκβαση», όπως την ονόμασαν οι μελετητές.[47] Ως αντικείμενο της αληθούς γνώσης ορίζεται το ὄν (το εἶναι) των πραγμάτων ή, όπως το περιγράφει παρακάτω, οι ύψιστες και πρώτες αρχές του κόσμου (τὰ περὶ φύσεως ἄκρα καὶ πρῶτα, 344d). Tο ὄν είναι το μόνο που υπάρχει αληθινά και είναι ενιαίο και σταθερό, σε αντίθεση με την ονομασία (ὄνομα), τον περιγραφικό ορισμό (λόγος) ή την υλική εκδοχή (εἴδωλον) των πραγμάτων, που είναι ατελείς αναπαραστάσεις, παρουσιάζουν διαφορετικές και αντιφατικές παραλλαγές, και υπόκεινται στην αβεβαιότητα και τη φθορά. Εδώ εμφανίζεται συμπυκνωμένη η κομβική, για την πλατωνική μεταφυσική, Θεωρία των Ιδεών. Είναι βέβαια και αυτές οι αναπαραστάσεις των πραγμάτων απαραίτητα μέσα της γνωστικής πορείας προς το ὄν—χαρακτηρίζονται από κάποιους σήμερα ως «βαθμίδες» ή «επίπεδα της γνώσης», αλλά η έρευνα επικρίνει αυτή την ερμηνεία[48]η ψυχή όμως δεν ικανοποιείται μέχρι η γνώση να φθάσει στην αλήθεια του ὄντος. Είναι επίσης απαραίτητες αλλά δεν αρκούν οι ικανότητες της οξύνοιας (εὐμάθεια) και της μνήμης. Χρειάζεται επιπλέον η εσωτερική συγγένεια με το πράγμα, δηλαδή, για παράδειγμα, να είναι κανείς δίκαιος για να μπορεί να γνωρίσει τη δικαιοσύνη ή να είναι ανδρείος για να γνωρίσει την ανδρεία. Έτσι, αν κάποιος νομίζει ότι πέτυχε τον στόχο της αληθούς γνώσης των πραγμάτων μιλώντας ή διαβάζοντας απλώς για τα πράγματα, τότε είτε δεν έχει διαπαιδαγωγηθεί σωστά είτε έχει χάσει τα λογικά του. Τελικά, αυτό που φαίνεται να κάνει ο Πλάτωνας στη «φιλοσοφική παρέκβαση», όπως άλλωστε και στους φιλοσοφικούς διαλόγους του, είναι να εκφράζει αμφιβολίες για το αν είναι εφικτή η αληθινή γνώση, και όχι απλώς να προτείνει μια μέθοδο για την απόκτησή της.[49]

Η τραγική κατάληξη του τρίτου ταξιδιού (344e–350b)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά από αυτή την παρέκβαση, η Επιστολή συνεχίζει με την εξιστόρηση της τρίτης παραμονής του Πλάτωνα στις Συρακούσες. Ότι ο Διονύσιος ήταν ανίκανος να ζήσει με αληθινή γνώση και αρετή (φρονήσεώς τε καὶ ἀρετῆς ἐπιμελούμενος, 344b) φάνηκε πλέον και από το γεγονός ότι χρησιμοποίησε την έφεση για φιλοσοφία και τον άνθρωπο που υποτίθεται ότι τον οδηγούσε σε αυτή ως προκάλυμμα για τις ατιμίες του. Σύμφωνα με την αφήγηση στην Επιστολή, ο Διονύσιος, ήθελε να αποτρέψει την αναχώρηση του Πλάτωνα για να τον εμφανίζει ως φίλο του, και προσποιήθηκε ότι διαπραγματευόταν μαζί του την υπό όρους ή μερική απελευθέρωση της περιουσίας του Δίωνα, που δεν ήταν λιγότερη από εκατό τάλαντα (τουλάχιστον 2 εκ. σημερινά δολάρια). Όσο διαρκούσαν οι διαπραγματεύσεις, ο Πλάτωνας παρέμενε στις Συρακούσες για να μη χρεωθεί την αποτυχία τους, μολονότι δεν είχε πια την παραμικρή εμπιστοσύνη στον Διονύσιο. Πράγματι, εκείνος εμπόδιζε σιωπηρά την αποστολή των εσόδων της περιουσίας στον Δίωνα παρά την υπόσχεση που είχε δώσει τον Πλάτωνα όταν τον προσκαλούσε να έρθει. Τελικά, ο Διονύσιος κατέσχεσε τα πάντα.

Ακόμα και στη δίνη μιας εξέγερσης των μισθοφόρων βρέθηκε ο Πλάτωνας με ευθύνη του Διονυσίου, θέτοντας σε κίνδυνο η ζωή του. Συγκεκριμένα, όταν ο Διονύσιος επεχείρησε να μειώσει τους μισθούς των μισθοφόρων στο μισό, εκείνοι εξεγέρθηκαν και ο Διονύσιος αναγκάστηκε να πάρει πίσω το μέτρο. Τότε ο Πλάτωνας βρέθηκε τυχαία μάρτυρας σε μια συμφωνία για την ασφαλή διαφυγή του φερόμενου ως πρωτεργάτη της εξέγερσης Ηρακλείδη, την οποία όμως αμέσως αθέτησε ο Διονύσιος καταδιώκοντας τον Ηρακλείδη. Εκείνος κατέφυγε τελικά στους Καρχηδονίους και σώθηκε, όταν όμως ο Πλάτωνας υπερασπίστηκε την τήρηση της συμφωνίας, ο Διονύσιος εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να απαλλαγεί από το πρόσχημα της φιλίας τους και για να τον εμφανίσει ως εχθρό του. Έτσι, ο Διονύσιος παράτησε τον Πλάτωνα έξω από την οχυρωμένη ακρόπολη, όπου κινδύνευε από τους μισθοφόρους. Μετά απ' αυτό επήλθε η οριστική ρήξη στη σχέση του Πλάτωνα με τον Διονύσιο. Μόνο χάρη στη μεσολάβηση ισχυρών φίλων, ειδικά του Αρχύτα από τον Τάραντα, πήρε ο Πλάτωνας την άδεια του Διονυσίου για το ταξίδι της επιστροφής.

Διαφωνία με τον Δίωνα (350b–352a)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, ο Πλάτωνας συνάντησε τον Δίωνα στην Ολυμπία. Όταν του αφηγήθηκε όσα έγιναν στη Σικελία, ο Δίωνας αποφάσισε να αναλάβει στρατιωτική δράση για να τιμωρήσει τον Διονύσιο που και εξαπάτησε φιλοξενούμενο (ξεναπατίας χάριν) και εξόρισε άδικα τον ίδιο (ἐκβολῆς ἀδίκου καὶ φυγῆς). Τότε ο Πλάτωνας υπενθύμισε στον Δίωνα ότι εκείνος και οι φίλοι του τον είχαν κάνει σχεδόν με τη βία (βίᾳ τινὰ τρόπον) ομοτράπεζο (σύσσιτον), συγκάτοικο (συνέστιον) καὶ συμμέτοχο στη λατρεία (κοινωνὸν ἱερῶν), δηλαδή στενό φίλο, με τον Διονύσιο, και ότι ο Διονύσιος, από την πλευρά του, μολονότι θεώρησε τον Πλάτωνα επικίνδυνο για το καθεστώς του, τελικά τον σεβάστηκε και δεν τον σκότωσε. Έτσι, το μόνο που δεχόταν να κάνει, αηδιασμένος πια, ο φιλόσοφος είναι η διαμεσολάβηση μεταξύ φίλων. Ο Δίωνας όμως και οι σύντροφοί του τον παράκουσαν, και έτσι έγιναν οι ίδιοι υπεύθυνοι για όσα κακά τους έχουν βρει τώρα (πάντων τῶν νῦν γεγονότων κακῶν αὐτοὶ αἴτιοι ἐγένοντο αὑτοῖς, 350d).

Κοιτάζοντας πίσω, ο Πλάτωνας κατανοεί πια τη στάση του Δίωνα και εκτιμά τις καλές προθέσεις του φίλου του, που ήθελε να πετύχει το καλύτερο για την πατρίδα του. Τελικά πέθανε ο Δίωνας και βύθισε την πατρίδα του στη δυστυχία επειδή δεν εκτίμησε σωστά την έκταση της ανοησίας και της κακίας των αντιπάλων του. Η Επιστολή τελειώνει με την ελπίδα ότι οι παραλήπτες της θα κατανοήσουν τώρα καλύτερα όσα έγιναν.

Το ζήτημα της γνησιότητας και ο χρόνος δημιουργίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η γνησιότητα της Έβδομης Επιστολής δεν αμφισβητήθηκε ιδιαίτερα στην αρχαιότητα, συνάντησε όμως τις αντιρρήσεις διαφόρων μελετητών από τον ύστερο 18ο αιώνα και εξής. Η συζήτηση γύρω από τη γνησιότητά της συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Στο διάστημα αυτό έχουν προβληθεί πολυάριθμα ιστορικά και φιλολογικά επιχειρήματα, αλλά κανένα από αυτά δεν θεωρείται καταλυτικό. Μέχρι σήμερα δεν έχει βεβαιωθεί η γνησιότητα για καμία από τις επιστολές της συλλογής, που φέρουν όλες το όνομα του Πλάτωνα, και σίγουρα κάποιες δεν γράφτηκαν από αυτόν. Στην Ελληνιστική περίοδο, άλλωστε, η πλαστογράφηση επιστολών διάσημων προσώπων ήταν συχνό φαινόμενο.[46] Επίσης, η Επιστολή είναι γραμμένη σε πρώτο πρόσωπο και κατονομάζει τον συντάκτη της, ενώ ο Πλάτωνας έγραφε πάντοτε διαλόγους τρίτων κρύβοντας επιμελώς τον εαυτό του.[50] Η Έβδομη, πάντως, είναι αυτή που θεωρούν γνήσια οι περισσότεροι, δεδομένου ότι ο συντάκτης της αναφέρεται συχνά στον εαυτό του ως «Πλάτωνα», παραθέτει βιογραφικά στοιχεία του Πλάτωνα ως δικά του και, γενικώς, θέλει να πείσει τον αναγνώστη ότι είναι ο Πλάτωνας.[51]

Η υφολογική εξέταση της Επιστολής δεν αποκαλύπτει καμία σημαντική διαφορά σε σχέση με το ύφος των όψιμων διαλόγων του Πλάτωνα και επισημαίνει μάλιστα την ιδιαίτερη εγγύτητα της Επιστολής με τους Νόμους, που είναι σίγουρα γνήσιος διάλογος, αλλά και με την Επινομίδα, που θεωρείται γνήσιος διάλογος από πολλούς.[52] Έτσι, οι περισσότεροι ειδικοί σήμερα θεωρούν ότι η Έβδομη Επιστολή είναι γνήσιο έργο του Πλάτωνα, αλλά επισημαίνουν τη συνεχιζόμενη αβεβαιότητα. Αμφιβάλλουν επίσης ότι ένας «πλαστογράφος» ή ένας λογοτέχνης μιμητής θα μπορούσε να είχε γράψει ένα τόσο μεγάλο και λεπτομερές έργο αναπαριστώντας τα συναισθήματα του υποτιθέμενου συγγραφέα με τόση επιτυχία.[53] Ορισμένες από τις ενστάσεις των σκεπτικιστών και των πολέμιων της γνησιότητας έχουν διαψευσθεί, άλλες λαμβάνονται σοβαρά υπόψη σε πιο πρόσφατες συζητήσεις. Μεταξύ των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν υπέρ της άποψης ότι ο Πλάτωνας δεν θα μπορούσε να είναι ο συγγραφέας, αναφέρονται ειδικότερα και τα εξής:

  • Δεν υπάρχουν αξιόπιστες αποδείξεις ότι η επιστολή ήταν γνωστή πριν τον πρώτο αιώνα π.Χ. Ο Αριστοτέλης δεν αναφέρεται στο περιεχόμενό της, μολονότι είναι συναφές προς τα ενδιαφέροντά του και θα ήταν εύλογο να ασχοληθεί με την Επιστολή, ιδιαίτερα στα Πολιτικά. Επομένως, πρέπει να υποθέσουμε ότι δεν γνώριζε την επιστολή, και αυτό θεωρείται ένδειξη ότι η Επιστολή γράφτηκε αργότερα.[54]
  • Το σχέδιο ίδρυσης νέων πόλεων στη Σικελία θυμίζει την πολιτική του Τιμολέοντα για επανεγκατάσταση πληθυσμών στις έρημες πόλεις του νησιού μετά το 338 π.Χ.,[55] όταν πια είχε πεθάνει ο Πλάτωνας (348/347 π.Χ.). Αν η παρέμβαση του Τιμολέοντα στη Σικελία ενέπνευσε τον συγγραφέα της Επιστολής, τότε τα λεγόμενα σε αυτή είναι μια «εκ των υστέρων προφητεία» (vaticinium ex eventu).[56]
  • Ο συντάκτης της επιστολής δείχνει έντονο ενδιαφέρον για την τεράστια ιδιωτική περιουσία του Δίωνα, η σωτηρία της οποίας είναι ιδιαίτερα σημαντική γι' αυτόν. Συγκαταλέγει επίσης την απόκτηση πλούτου (περὶ χρημάτων κτήσεως) μαζί με τη φροντίδα του σώματος και της ψυχής (περὶ σώματος ἢ ψυχῆς ἐπιμελείας) στα πιο σημαντικά προβλήματα της ζωής (περί τῶν μεγίστων περὶ τὸν βίον, 331a–b). Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την πολύ χαμηλότερη εκτίμηση των υλικών αγαθών στα γνήσια έργα του Πλάτωνα.[57]
  • Η επιστολή έχει δύο πολιτικούς στόχους: αφενός να συμβουλεύσει τους αποδέκτες της εν όψει της τρέχουσας κατάστασης, και αφετέρου να δικαιολογήσει την προηγούμενη δράση του Πλάτωνα και του Δίωνα. Σύμφωνα με τους πολεμίους της γνησιότητας, αυτοί οι δύο στόχοι υπηρετούν διαφορετικές ομάδες αναγνωστών και δεν μπορούν να συνδυαστούν λογικά. Επομένως, η επιστολή πρέπει να αντιμετωπιστεί ως λογοτεχνική μυθοπλασία και όχι ως ιστορικό ντοκουμέντο.[58] Το αντεπιχείρημα εδώ είναι ότι οι σύντροφοι του Δίωνα δεν ζήτησαν συμβουλές από τον Πλάτωνα, αλλά μάλλον να τους στηρίξει πολιτικά εκδηλώνοντας τη συμφωνία του με τον αγώνα τους. Ο Πλάτωνας ήθελε πράγματι να τους υποστηρίξει με την απάντησή του, αλλά μέσω φιλοσοφικών συμβουλών και όχι με τον τρόπο που επεδίωκαν εκείνοι. Έτσι, το κείμενο έχει ενότητα ως προς το περιεχόμενο. Μέριμνα του Πλάτωνα δεν ήταν πρωτίστως η αυτοδικαίωση, αλλά η αλλαγή των πεποιθήσεων. Η υπερβολική έμφαση στο ζήτημα της αιτιολόγησης είναι δημοφιλής στην έρευνα, τείνει όμως προς την έρευνα προθέσεων, που δεν είναι αξιόπιστη.[59]
  • Ο συγγραφέας της επιστολής επικαλείται, μεταξύ άλλων, την τύχη ως αιτία της ματαίωσης των αγαθών σχεδίων του Πλάτωνα και του Δίωνα. Η ιδέα μιας τέτοιας υπερφυσικής δύναμης, η οποία, τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις, ενεργεί κακόβουλα προς τους καλοπροαίρετους ανθρώπους και τους οδηγεί σε τραγικές καταστάσεις, είναι κατά τους πολεμίους της γνησιότητας ασυμβίβαστη με τη σκέψη του Πλάτωνα.[60]
  • Ως απόδειξη της μη γνησιότητας αναφέρεται ότι ο συγγραφέας όχι μόνο παραθέτει αποσπάσματα από τους διαλόγους του Πλάτωνα, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις τα παρερμηνεύει κιόλας.[61]
  • Σύμφωνα με τους πολεμίους της γνησιότητας, η πολιτική φιλοσοφία που υπερασπίζεται ο συγγραφέας της Επιστολής είναι ασυμβίβαστη με εκείνη των διαλόγων του Πλάτωνα. Στο πλαίσιο αυτό εφιστάται η προσοχή, μεταξύ άλλων, στη χρήση του όρου ἰσονομία με θετική έννοια, που δεν ανταποκρίνεται στην αντίληψη του Πλάτωνα.[62] Μάλιστα στην Πολιτεία (561c–e, ειδικότερα 561e1–2), η ἰσονομία εμφανίζεται ως αιτία της τρυφηλής ζωής που επικρίνει ο Πλάτωνας στην Επιστολή. Η απάντηση σε αυτό το επιχείρημα είναι ότι δεν πρόκειται για θεμελιωδώς ασυμβίβαστες θέσεις, ότι ο Πλάτωνας δεν ήταν άκαμπτος δογματιστής και ότι τέτοιες ασυνέπειες εντοπίζονται και στο σίγουρα γνήσιο έργο του Πλάτωνα.[63]
  • Η Επιστολή παρουσιάζει μια θεμελιώδη κριτική στον καθιερωμένο τρόπο μετάδοσης της φιλοσοφικής γνώσης – ιδίως στη γραπτή αποτύπωση ουσιώδους περιεχομένου – που διατυπώνεται πιο ριζοσπαστικά από την κριτική της γραφής στον Φαίδρο. Ειδικότερα, η διαπίστωση ότι δεν υπήρχε γραπτή πραγματεία του Πλάτωνα για ό,τι θεωρούσε σημαντικό στη φιλοσοφία, και το σκεπτικό πίσω από αυτή τη διαπίστωση, εγείρουν σοβαρές υποψίες κατά της γνησιότητας. Επιπλέον, ο συντάκτης της επιστολής εντάσσει και την προφορική διδασκαλία στην κριτική του και έτσι εκφράζει μια θέση που δεν μπορεί να βρεθεί τους διαλόγους.[64] Οι εκπρόσωποι της αντίθετης γνώμης όμως αρνούνται ότι υπάρχει ανακολουθία περιεχομένου μεταξύ της Έβδομης Επιστολής και του Φαίδρου.[65]
  • Ο Josef Derbolav υποστηρίζει ότι η πλατωνική φιλοσοφία της γλώσσας είχε φτάσει σε ένα θεωρητικό επίπεδο στους παλαιότερους διαλόγους του Πλάτωνα, που δεν αντανακλάται στην κριτική της μετάδοσης της γνώσης μέσω της γλώσσας στην Έβδομη Επιστολή. Επομένως, εάν η επιστολή δεν είναι ψευδεπίγραφη, θα πρέπει να υποθέσει κανείς μια υποχώρηση από το θεωρητικό επίπεδο που είχε ήδη κατακτηθεί, και αυτό δεν είναι εύλογο. Έτσι, ο Derbolav συμπεραίνει ότι τα πιο φιλοσοφικά αποσπάσματα δεν θα μπορούσαν να προέρχονται από τον Πλάτωνα.[66]
  • Στο σχήμα των πέντε βαθμίδων της γνώσης και στην παρουσίαση της φιλοσοφικής προσέγγισης των μέσων της γνώσης, οι αντίπαλοι της γνησιότητας πιστεύουν ότι μπορούν να εντοπίσουν μια σειρά από ασυνέπειες και αντιφάσεις προς την άποψη του Πλάτωνα των διαλόγων.[67] Η αντίθετη άποψη υποστηρίζει ότι αυτά τα προβλήματα είναι φαινομενικά και οφείλονται σε παρεξηγήσεις ή ότι δεν είναι τόσο σοβαρά ώστε να πρέπει να συναχθεί από αυτά η πλαστότητα.[68] Η Rosemary Desjardins υποστηρίζει μάλιστα ότι η Επιστολή και οι διάλογοι συμφωνούν μεταξύ τους.[69]

Αν δεν έγραψε την Επιστολή ο ίδιος ο Πλάτων, τότε πρέπει να την έγραψε ένας καλά ενημερωμένος φιλόσοφος του περιβάλλοντός του, μέλος της Πλατωνικής Ακαδημίας. Το κίνητρο του συντάκτη θα ήταν, σε αυτή την περίπτωση, η υπεράσπιση του Πλάτωνα απέναντι στις κατηγορίες και τις υποψίες που κυκλοφορούσαν.[70] Ακόμη όμως και η υπόθεση ότι ο συγγραφέας ήταν σύγχρονος του Πλάτωνα έχει αμφισβητηθεί. Ο Myles Burnyeat, για παράδειγμα, αποκλείει την εγγύτητα του συγγραφέα με τον Πλάτωνα.[71]

Μια ενδιάμεση λύση που προτάθηκε αλλά δεν έτυχε μεγάλης αποδοχής, είναι ότι το κείμενο που σώζεται ανήκει μόνο εν μέρει στον Πλάτωνα και επεκτάθηκε αργότερα από έναν παρεμβολέα. Σύμφωνα με αυτή την ερευνητική υπόθεση, το κύριο μέρος της «φιλοσοφικής παρέκβασης» είναι προσθήκη κάποιου άλλου σε μια γνήσια «πρωτότυπη επιστολή» του Πλάτωνα.[72] Σύμφωνα με παραλλαγή αυτής της υπόθεσης, που προτάθηκε από τον Harold Tarrant, η «φιλοσοφική παρέκβαση» εμφανίστηκε τον ύστερο πρώτο αιώνα π.Χ. ή τον πρώιμο πρώτο αιώνα μ.Χ. και συγγραφέας της είναι ο Αλεξανδρινός επιμελητής των πλατωνικών διαλόγων Θράσυλλος.[73] Ο Malcolm Schofield θεωρεί ότι η παρεμβολή εκτείνεται σε μεγαλύτερο κομμάτι κειμένου εκτός της «φιλοσοφικής παρέκβασης».[74]

Η εποχή που γράφτηκε η Έβδομη Επιστολή, αν δεν είναι ψευδεπίγραφη, μπορεί εύκολα να προσδιοριστεί, καθώς περιορίζεται στην περίοδο μεταξύ του 354 (θάνατος του Δίωνα) και του 351 (θάνατος του Ιππαρίνου).[75] Συνεπώς γράφτηκε τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήδη ηλικιωμένου φιλοσόφου, που πέθανε το 348/347 π.Χ. Εάν η επιστολή γράφτηκε μετά τον θάνατο του Πλάτωνα από κάποιον μαθητή του άμεσου περιβάλλοντός του, αυτό πρέπει να συνέβη γύρω στο 340 ή στη δεκαετία του 330 π.Χ.[76] Το πρόβλημα της γνησιότητας δεν θεωρείται προς το παρόν λυμένο.[77] Η συζήτηση γύρω από τη γνησιότητα της Επιστολής και τη σχέση της με τον Πλατωνισμό συνεχίζεται με βάση, κυρίως, το περιεχόμενό της, τις ιδέες που εκφράζει και τα ιστορικά γεγονότα που αναφέρει ή υπαινίσσεται.

Ερμηνεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο συγγραφέας και το κοινό του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολλοί ερευνητές τονίζουν ότι η Έβδομη Επιστολή είναι στην πραγματικότητα μια «ανοιχτή επιστολή». Από αυτή την άποψη, ο Ernst Howald τη χαρακτήρισε «μανιφέστο»[78] και ο Heinrich Weinstock «ανοιχτή επιστολή στον πολιτισμένο κόσμο της εποχής».[79] Ο Πλάτωνας, αν είναι ο συντάκτης της, απηύθυνε τα λόγια του όχι μόνο σε μια ομάδα πολιτικών της Σικελίας, αλλά και προς το ευρύ, και ιδίως το αθηναϊκό κοινόίσως μάλιστα πρωτίστως σε αυτό. Από αυτή τη σκοπιά, στόχος του ήταν να εξηγήσει τη θέση του, να δικαιολογήσει τις ενέργειές του και να αποκρούσει τις αιτιάσεις εναντίον του. Επίσης υπερασπίστηκε τον εαυτό του απέναντι στην κριτική για την πολιτική του δράση και για τη φιλοσοφία του. Η προσπάθεια του Πλάτωνα να υλοποιήσει το πολιτειακό του ιδεώδες με αφετηρία μια υπάρχουσα τυραννίδα ασφαλώς θα προκάλεσε δυσαρέσκεια στη δημοκρατική Αθήνα. Ήδη το γεγονός ότι συναναστρεφόταν τυράννους, θα κινούσε υποψίες εναντίον του. Επίσης η προσπάθειά του να μετατρέψει ένα τύραννο σε φιλόσοφο έμοιαζε ουτοπική και δύσκολα θα μπορούσε να την εμφανίσει ικανοποιητική σε ένα ήδη καχύποπτο κοινό. Επικριτές, στους οποίους αναφέρεται στην Επιστολή, αμφισβητούσαν την ακεραιότητα των κινήτρων του. Οι αντίπαλοί του θα του χρέωσαν οπωσδήποτε και την παταγώδη αποτυχία του εγχειρήματός του στις Συρακούσες.[80]

Η έκταση που δίνει η Επιστολή στη σύγχρονη ιστορία και στις υποθέσεις του συντάκτη της έδωσε την αφορμή σε κάποιους ερευνητές να θεωρήσουν δευτερεύοντα τον δηλωμένο σκοπό της συμβουλευτικής στήριξης των αποδεκτών της. Υποθέτουν μάλιστα ότι η παράκληση για υποστήριξη, προς την οποία ισχυρίζεται ότι ανταποκρίνεται ο συντάκτης της Επιστολής, είναι λογοτεχνική επινόηση. Σύμφωνα με αυτή την υπόθεση, η Έβδομη Επιστολή δεν προοριζόταν για αποστολή στη Σικελία, αλλά εξ αρχής για το αθηναϊκό κοινό αποκλειστικά.[81] Σε κάθε περίπτωση, όταν χρησιμοποιείται η Επιστολή ως πηγής, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο λογοτεχνικός και «δημοσιογραφικός» χαρακτήρας της.[82]

Το πρόβλημα της μετάδοσης της γνώσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η «φιλοσοφική παρέκβαση» είναι σημαντική πηγή για την αντιπαράθεση απόψεων γύρω από τη θέση ότι ο πυρήνας της πλατωνικής φιλοσοφίας δεν βρίσκεται στους διαλόγους του αλλά στη λεγόμενη «άγραφη διδασκαλία», που παρέμεινε προφορική. Διαφωνία υπάρχει και για τον ισχυρισμό που προβάλλεται στην Επιστολή, ότι δεν υπάρχουν γραπτά κείμενα του Πλάτωνα για την ουσία της φιλοσοφίας. Συνεπώς, αν έχει γράψει ο ίδιος την Επιστολή, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι δεν έβλεπε τους διαλόγους του ως αναπτύξεις όσων ζητημάτων θεωρούσε κατ' εξοχήν ουσιώδη. Αυτό το συμπέρασμα τονίζουν οι εκπρόσωποι της «Σχολής του Τύμπιγκεν και του Μιλάνου» βλέποντας στη «φιλοσοφική παρέκβαση» ένα τεκμήριο για την ύπαρξη και την κομβική σημασία της άγραφης διδασκαλίας ή διδασκαλίας των αρχών του Πλάτωνα.[83] Ιστορικοί της φιλοσοφίας που ακολουθούν αυτή τη σχολή παραθέτουν ένα απόσπασμα της Επιστολής, όπου προβάλλεται η διαπίστωση ότι το μη καταγράψιμο ουσιώδες δεν μπορεί να λησμονηθεί επειδή έχει τη συνοπτικότερη δυνατή μορφή.[84] Με αυτό δεν μπορεί να εννοείται κατά τη γνώμη τους παρά το δίπολο των δύο ύψιστων αρχών, του Ενός και του «απροσδιόριστου Δύο», όπως τα μελετά η έρευνα των αρχών.[85]

Ο Leo Strauss εκφράζει την άποψη ότι ο Πλάτων δεν ήθελε στην Έβδομη Επιστολή να αποκλείσει με απόλυτο τρόπο ότι μπορεί να παρουσιαστεί σε γραπτή μορφή μια σοβαρή διδασκαλία που ασχολείται με τα ύψιστα ζητήματα. Μάλλον κάνει ο ίδιος λεπτούς υπαινιγμούς περί ύπαρξης μιας εσωτερικής διδασκαλίας στοχεύοντας στους λίγους αναγνώστες που θα μπορούσαν να τους αξιοποιήσουν.[86]

Διαφορετικές ερμηνείες έχουν προταθεί για την περιγραφή της ξαφνικής έκρηξης της γνώσης μετά από διαρκή προσπάθεια. Εδώ το ζήτημα είναι πώς ακριβώς εννοείται αυτή η έκρηξη: Πρόκειται για διαισθητική πρόσληψη μιας πραγματικότητας που δεν είναι προσιτή στον λόγο (στην πλατωνική Διαλεκτική) ή για μια έλλογη γνώση που προκύπτει από μεθοδική προσπάθεια;[87] Σύμφωνα με μια ερμηνευτική τάση, που επισημαίνει την άποψη της Επιστολής περί ανεπάρκειας των γλωσσικών, και των γραπτών, μέσων έκφρασης, η Επιστολή εννοεί κάτι κατ' αρχήν άρρητο, το οποίο μπορεί μόνο να βιωθεί, και όχι να διατυπωθεί.[88] Η Christina Schefer πιστεύει πως με το άρρητο ο Πλάτωνας υπαινίσσεται ένα μη κοινοποιήσιμο θρησκευτικό βίωμα, παρόμοιο με εκείνα των μυστηριακών λατρειών. Η «ξαφνική» γνώση είναι, σύμφωνα με αυτή την άποψη, ένα είδος μύησης. Τούτο προκύπτει από τις διατυπώσεις του Πλάτωνα.[89]

Μιά άλλη ερμηνεία υποστηρίζει ότι ο Πλάτωνας θεωρούσε απολύτως δυνατό να γράφει για τέτοια θέματα, αλλά και περιττό, και κυρίως βλαβερό, επειδή φοβόταν ότι τέτοιες πραγματείες θα προκαλούσαν μόνο παρεξηγήσεις και ψευδαισθήσεις στην πλειοψηφία των αναγνωστών, οι οποίες δεν θα μπορούν να επανορθωθούν αν απουσιάζει συγγραφέας. Περιορίζοντας τη διδασκαλία στην προφορική μετάδοση σε καταρτισμένους ακροατές ήθελε, σύμφωνα με την ίδια ερμηνεία, να αποφύγει αυτό το μειονέκτημα της γραφής.[90] Η αντίρρηση εδώ είναι ότι η κριτική του Πλάτωνα δεν αφορά μόνο τη γραπτή αποτύπωση φιλοσοφικών ιδεών, την οποία θεωρεί ιδιαιτέρως προβληματική, αλλά συμπεριλαμβάνει ρητά και τον προφορικό λόγο. Η άποψή του είναι ότι την πραγματικότητα (τη φύση των αντικειμένων της γνώσης) μπορεί μεν να την περιγράψει με λόγια, αλλά μόνο ανεπαρκώς, επειδή δεν είναι προσιτή σε αυτό τον τρόπο προσέγγισης. Η συγκεκριμένη, προσωπική εμπειρία είναι απαραίτητη για τη γνήσια κατανόηση. Κατά την έννοια της σύγχρονης γνωσιολογικής διαφοροποίησης της εμπρόθετης γνώσης (γερμ. Wissen) και της οικείωσης ενός συγκεκριμένου αντικειμένου (γερμ. Kennen), αυτό που εννοείται εδώ είναι η δεύτερη. Κάθε εμπρόθετη γνώση είναι για τον Πλάτωνα υποθετική.

Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία μπορεί να αποδοθεί η θέση του Πλάτωνα ως εξής: Σε όλες τις λεκτικές, περιγραφικές και υλικές εκδοχές των πραγμάτων, με τις οποίες επιδιώκει κανείς να προσεγγίσει την πραγματικότητα, προσιδιάζει η τάση να βάζει κανείς τον εαυτό του στη θέση της πραγματικότητας και έτσι να την αποκρύπτει. Υπάρχει ωστόσο μια λύση: Η εμπρόθετη γνώση δεν μπορεί να γνωρίσει την πραγματικότητα, ένας συγκεκριμένος τρόπος τριβής με αυτή τη γνώση μπορεί όμως να οδηγήσει τον φιλόσοφο σε ένα σημείο, όπου αποκαλύπτεται η αληθής γνώση. Αυτή η διαδικασία διαλεκτικής τριβής με την ανεπαρκή εμπρόθετη γνώση ενεργοποιεί στην ψυχή ένα ανώτερο επίπεδο γνώσης, το οποίο υπάρχει ήδη εν υπνώσει. Αυτή η διαδικασία είναι διαλογική και δεν μπορεί να υποκατασταθεί από την ανάγνωση. Όταν ένα γραπτό κείμενο προσποιείται ότι το κάνει, τότε παράγει ψευδαισθήσεις και είναι απορριπτέο. Τη λογοκεντρική σκέψη και τη λεκτική έκφρασή της την υπερβαίνει η διαδικασία που ζητεί ο Πλάτωνας, αλλά με κανένα τρόπο δεν την καθιστά περιττή. Αντιθέτως, είναι απαραίτητη.[91]

Ο Florian Finck πιστεύει ότι οι διαφορετικές ερμηνείες μπορούν να γεφυρωθούν. Δεν πρόκειται για αντίθεση μεταξύ απόλυτης και σχετικής απόρριψης της ρητότητας, καθώς, μεταξύ των δύο αυτών άκρων βρίσκεται η δυνατότητα μιας ανεπαρκούς αναπαράστασης του αντικειμένου της γνώσης.[92] Ο Rafael Ferber έχει επίσης τη γνώμη, ότι ο συντάκτης της επιστολής θεωρεί διαβαθμισμένη τη διαφορά του ρητού και του άρρητου. Ο Ferber πιστεύει σε σχέση με τη γνώση του όντοςίτων ιδεών και των αρχών καθεαυτώνίότι ο συντάκτης της επιστολής έχει αμφιβολίες. Για τον λόγο αυτό δεν απέρριψε μόνο τις γνωστικές αξιώσεις των συγγραφέων φιλοσοφικών πραγματειών, αλλά απέφυγε να εγείρει και ο ίδιος τέτοιες αξιώσεις.[93]

Πρόσληψη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρχαιότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Walter Burkert υποθέτει ότι η Έβδομη Επιστολή ήταν ήδη γνωστή στον Νεάνθη τον Κυζικηνό, ένα συγγραφέα του ύστερου 4ου αι. π.Χ.[94] Σαφή τεκμήρια ότι ήταν γνωστή η Επιστολή υπάρχουν όμως μόνο από τον 1ο αι. π.Χ. Ο Κικέρωνας αναφέρεται σε αυτή συχνά.[95] Στην κατάταξη των έργων του Πλάτωνα σε Τετραλογίες, που φαίνεται ότι έγινε τον 2 αι. π.Χ., οι δεκατρείς επιστολές ανήκουν στην ένατη τετραλογία. Ο ιστορικός της φιλοσοφίας Διογένης Λαέρτιος τις συγκατέλεγε στα «ηθικά» έργα επικαλούμενος μια χαμένη, σήμερα, πραγματεία, του Θρασύλλου († 36).[96] Για τον Πλούταρχο, που έγραψε μια βιογραφία του Δίωνα, η Έβδομη Επιστολή ήταν σημαντική πηγή.

Ο ρήτορας και σοφιστής Αίλιος Αριστείδης έγραψε τη δεκαετία του 140 μ.Χ. έναν λόγο, στον οποίο υπερασπίστηκε τη ρητορική ενάντια στην κριτική που της άσκησε ο Πλάτωνας στον διάλογο Γοργίας. Εκεί αξιοποίησε και την Έβδομη Επιστολή για την επιχειρηματολογία του.[97] Ο Πλωτίνος († 270), ο ιδρυτής του Νεοπλατωνισμού, επικαλούνταν τη θέση που διατυπώνεται στην Έβδομη Επιστολή, ότι η ουσία της φιλοσοφίας δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια. Ως άρρητο αντιλαμβανόταν το απολύτως μεταφυσικό και ομοιογενές Εν, στο οποίο έβλεπε την αρχή των πάντων. Τη γνώση που αναφέρεται στην Επιστολή ως «ξαφνική» την ταυτίζει με τη «θέαση» του Ενός, μια εμπειρία της ύψιστης πραγματικότητας που υπερβαίνει τη νόηση.[98]

Σύμφωνα με μια πηγή της ύστερης αρχαιότητας, ο Νεοπλατωνιστής Πρόκλος († 485 μ.Χ.) θεωρούσε την επιστολή ψευδεπίγραφη λόγω της απλότητας του ύφους της.[99] Αυτός ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί, καθώς ο Πρόκλος παρέπεμψε στην Έβδομη Επιστολή στα σχόλιά του για τους διαλόγους Παρμενίδης και Τίμαιος, όπου προϋποθέτει τη γνησιότητά της.[100]

Μεσαίωνας και πρώιμοι Νέοι Χρόνοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τον Μεσαίωνα υπήρχαν κάποια αντίγραφα της συλλογής των Επιστολών στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Το παλαιότερο χειρόγραφο που έχει σωθεί είναι ο "Κώδικας Α", που χρονολογείται στον 9ο αι.[101] Επειδή δεν υπήρχε λατινική μετάφραση, η Έβδομη Επιστολή παρέμεινε άγνωστη στους λατινιστές λογίους της Δύσης.

Η αρχή της Έβδομης Επιστολής στην πρώτη έντυπη έκδοσή της, Βενετία 1513 (έξι τελευταίοι στίχοι)

Την πρώτη λατικινή μετάφραση της Επιστολής εκπόνησε ο Ιταλός ουμανιστής και πολιτικός Λεονάρντο Μπρούνι ίσως το έτος 1426. Το 1427 την αφιέρωσε στον Κόσιμο των Μεδίκων με την ελπίδα ότι θα ενστερνιζόταν την ηθική διδασκαλία του Πλάτωνα. Η μετάφραση διαδόθηκε ευρέως και τυπώθηκε το 1474 στο Παρίσι.[102] Ο Pier Candido Decembrio, σύγχρονος του Μπρούνι, πίστευε ότι οι επιστολές ήταν ψευδεπίγραφες, επειδή δεν έμοιαζαν αντάξιες του Πλάτωνα. Ο άγνωστος συγγραφέας ήταν όμως, κατά τη γνώμη του, καλά πληροφορημένος. Η άποψη του Decembrios είναι η πρώτη καταγεγραμμένη αμφισβήτηση της γνησιότητας της Έβδομης Επιστολής στους Νέους Χρόνους.[103]

Μια νέα λατινική μετάφραση της Επιστολής εκπόνησε ο ουμανιστής Μαρσίλιο Φιτσίνο. Μαζί με μια εισαγωγή (argumentum) τη δημοσίευσε το 1484 στη Φλωρεντία, στα άπαντα των πλατωνικών μεταφράσεών του. Στην εισαγωγή ασχολείται ιδιαιτέρως με τις αντιλήψεις του Πλάτωνα περί μετάδοσης της φιλοσοφικής γνώσης και την ξαφνικότητα της γνώσης. Η πρώτη έντυπη έκδοση του ελληνικού κειμένου δημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 1513 στη Βενετία, στο τυπογραφείο του Άλδου Μανούτιου, ως μέρος της πρώτης έκδοσης των απάντων του Πλάτωνα. Επιμελητής της έκδοσης ήταν ο Μάρκος Μουσούρος.

Μια λατινική μετάφραση των δεκατριών επιστολών που αποδίδονται στον Πλάτωνα από τον φιλόσοφο Petrus Ramus (1515–1572) τυπώθηκε το 1549 στο Παρίσι. Το 1697, ο επιδραστικός φιλόλογος Richard Bentley έλαβε θέση υπέρ της γνησιότητας όλων των επιστολών που φέρουν το όνομα του Πλάτωνα. Ο πρώτος λόγιος των Νέων Χρόνων που αμφισβήτησε τη γνησιότητα της Έβδομης Επιστολής ήταν ο Christoph Meiners. Το 1782 κήρυξε και τις δεκατρείς επιστολές ψευδεπίγραφες.[104]

ΤΟ 1792 εκδόθηκε στο Καίνιξμπεργκ η πρώτη γερμανική μετάφραση της συλλογής των επιστολών, του Johann Georg Schlosser. Ο Schlosser συνέδεσε την Επιστολή με την τρέχουσα, τότε, πολιτική κατάσταση μετά τη Γαλλική Επανάσταση ελπίζοντας ότι τα λόγια του Πλάτωνα θα κατεύναζαν τα επαναστατικά ήθη. Στον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης, που δημοσίευσε το 1795, εξαπέλυσε επίσθεση στον Ιμμάνουελ Καντ, χωρίς να τον κατονομάζει. Τον κατηγορούσε ότι απομάκρυνε τη μεταφυσική πραγματικότητα τόσο πολύ από την εμπειρική, ώστε την καθιστούσε πρακτικά αδιάφορη. Στην κατηγορία απάντησε ο Καντ το 1796 στο δοκίμιό του Περί ενός πρόσφατα υψωθέντος ευγενούς τόνου στη φιλοσοφία (Von einem neuerdings erhobenen vornehmen Ton in der Philosophie) ασκώντας δριμεία κριτική στην Έβδομη Επιστολή, την οποία διάβασε στη μετάφραση του Schlosser χωρίς όμως να τη θεωρεί, όπως και ο Meiners, γνήσιο έργο του Πλάτωνα. Η αβάσιμη απόδοση της Επιστολής στον Έλληνα φιλόσοφο τον έκανε, κατά τη γνώμη του Καντ, "χωρίς να φταίει [...] πατέρα κάθε φαντασιοπληξίας στη φιλοσοφία". Κατά τον Καντ, ο συντάκτης της Επιστολής ήταν κάποιος μυσταγωγός, o οποίος "προβάλλεται με τη δήθεν φιλοσοφία του". Τον Καντ τον ενοχλούσε ιδιαίτερα η ελιτίστικη στάση του συντάκτη της Επιστολής, ο οποίος, κατά τη γνώμη του, διαχώριζε τους ακολούθους του από τον λαό, στον οποίο συγκατέλεγε κάθε αμύητο.[105]

Νεότερη και σύγχρονη εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εξέλιξη της διαμάχης για τη γνησιότητα

Τον 19ο αι. επικράτησε η άποψη ότι ο Πλάτωνας δεν μπορούσε να είναι ο συγγραφέας της επιστολής. Η υπόθεση ότι πρόκειται για ψευδεπίγραφο έργο βρήκε ιδιαίτερη απήχηση στη γερμανόφωνη έρευνα. Σχετικά εκφράστηκαν μεταξύ άλλων ο Friedrich Ast (1816), ο Karl Friedrich Hermann (1839), ο Friedrich Ueberweg (1861) και ο Hermann Thomas Karsten (1864). Ο Karsten εξέτασε το ζήτημα σε βάθος και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ολόκληρη η συλλογή των επιστολών έχει κοινή προέλευση.[106] Ο μεταφραστής του Πλάτωνα Φρήντριχ Σλάιερμάχερ δεν συμπεριέλαβε τις επιστολές στις μεταφράσεις του των έργων του Πλάτωνα. Ο Φρήντριχ Νίτσε συμφώνησε το 1871 με την άποψη του Karsten.[107] Ο Eduard Zeller απέρριψε επίσης όλες τις επιστολές στο εγχειρίδιό του Η φιλοσοφία των Ελλήνων στην ιστορική της εξέλιξη (Die Philosophie der Griechen in ihrer geschichtlichen Entwicklung), το οποίο γνώρισε πολλές εκδόσεις τον 19ο και 20ο αι. Έναε μεμονομένος υπερασπιστής της γνησιότητας όλων των επιστολών ήταν ο George Grote (1865). Διάκριση έκανε στην κρίση του ο August Boeckh (1808): Τρεις επιστολές, και μεταξύ αυτών την Έβδομη, τις θεωρούσε γνήσιες.[108]

Μεταστροφή των απόψεων προκάλεσε κυρίως η αυθεντία του αναγνωρισμένου ελληνιστή και ειδικού στον Πλάτωνα Ulrich von Wilamowitz-Moellendorff, ο οποίος από το 1919 διακήρυττε τη γνησιότητα της Επιστολής, αν και την είχε απορρίψει το 1898.[109] Ο επιδραστικός ιστορικός Eduard Meyer, στο πολυεκδομένο εγχειρίδιό του Ιστορία της Αρχαιότητας (Geschichte des Altertums) εκφράστηκε αποφασιστικά υπέρ της γνησιότητας της Επιστολής.[110] Άλλοι διάσημοι υπερασπιστές της γνησιότητας ήταν ο Max Pohlenz (1913),[111], ο Giorgio Pasquali (1938)[112] και ο Rchard S. Bluck (1949).[113] Η αντίθετη άποψη συνέχιζε να έχει υποστηρικτές, κυρίως στον αγγλόφωνο χώρο (Paul Shorey και Harold Cherniss, και οι δύο 1933.[114] George Boas, 1948[115]), και επίσης στην Ιταλία (Antonio Maddalena, 1948[116]) και τη Γερμανία (Gerhard Müller, 1949[117]).

Από τα μέσα του 20ου αι. και εξής εκφράστηκαν πολλοί ερευνητές υπέρ της γνησιότητας της Επιστολής. Σε αυτούς συγκαταλέγονται πολλοί επιστήμονες της "Σχολής του Τύμπιγκεν και του Μιλάνου" (Hans Krämer,[118] Konrad Gaiser,[119] Giovanni Reale[120]), οι οποίοι αξιοποιούν την Έβδομη Επιστολή ως τεκμήριο για την ερμηνεία τους της "άγραφης διδασκαλίας". Γνήσια θεωρούν την Επιστολή, μεταξύ άλλων, ο Helmut Berve (1957),[121], ο Kurt von Fritz (1966),[122] ο Rainer Thurnher (1975),[123] ο Uvo Hölscher (1975),[124] ο William K. C. Guthrie (1978),[125] ο Kenneth M. Sayre (1995),[126] ο James M. Rhodes (2003),[127] Rainer Knab (2006)[128] και ο Michael Erler (2007).[129] Την αντίθετη άποψη εκφράζουν, μεταξύ άλλων, ο Ludwig Edelstein (1966),[130] ο Olof Gigon (1980),[131] ο Gregory Vlastos (1981),[132] ο Jaap Mansfeld (1989),[133] ο Terence Irwin (1992 και 2009),[134] ο Michael Zahrnt (1997),[135] ο Walter Burkert (2000)[136] και ο Michael Frede (2001).[137] Μια τρίτη ομάδα αποφεύγει να εκφράσει άποψη. Ο Rafael Ferber (1991) γράφει, για παράδειγμα, ότι το ερώτημα "δεν μπορεί να απαντηθεί αντικειμενικά", καθώς "τα περισσότερα επιχειρήματα υπέρ της γνησιότητας μπορούν να χρησιμοποιηθούν και εναντίον της",[138] Ο Kai Trampedach (1994) θεωρεί, "αφού ζύγισε όλες τις πιθανότητες", ότι το ερώτημα πρέπει να μείνει ανοιχτό. Τίποτε δεν μπορεί να αποδειχτεί και η απάντηση καταλήγει υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες να είναι ζήτημα γούστου.[139] Ομοίως εκφράζεται η Julia Annas (1999).[140] Ο Malcolm Schofield (2005) προσχωρεί "με δισταγμό" στο στρατόπεδο των σκεπτικιστών.[141]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Politis 2020, σ. 57.
  2. Marren 2019, 91· Politis 2020, σ. 58.
  3. Mallet 2017, σ. 89· Politis 2020, σ. 57.
  4. Χατζόπουλος & Κολιοπούλου 1972, σσ. 106-107, 120.
  5. Χατζόπουλος & Κολιοπούλου 1972, σ. 123.
  6. Μαυραγάνης, Κώστας. «Διονύσιος, τύραννος των Συρακουσών: Η ελληνική αυτοκρατορία της Δύσης και οι πόλεμοι με τους Καρχηδονίους». Huffington Post, ελληνική έκδοση: σελ. 18 Νοεμβρίου 2018. https://www.huffingtonpost.gr/entry/dionesios-o-presveteros-terannos-ton-serakoeson-e-aetokratoria-toe-ste-meyale-ellada-kai-oi-polemoi-me-toes-karchedonioes_gr_5beec451e4b0c19de3ff02e0. Ανακτήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 2023. 
  7. Μικρογιαννάκης 1992, σ. 55.
  8. Για συνοπτικές παρουσιάσεις των πολιτικών απόψεων του Πλάτωνα βλ. Malcolm Schofield, Plato and practical politics. In: The Cambridge History of Greek and Roman Political Thought, Cambridge 2005, σσ. 293–302 (πράξη)· Michael Erler, Platon, Basel 2007, σσ. 441–449 (θεωρία).
  9. Marren 2019, σ. 94.
  10. Araújo 2019, σ. 89.
  11. Χατζόπουλος & Κολιοπούλου 1972, σ. 126· Κορμπέτη 1997, 131.
  12. Araújo 2019, σσ. 82-83.
  13. Χατζόπουλος & Κολιοπούλου 1972, σ. 128.
  14. Trampedach 1994, σ. 107· Sprute 1972, σ. 296 επ.
  15. Χατζόπουλος & Κολιοπούλου 1972, σ. 128.
  16. Sprute 1972, σ. 297 και σημ. 3· Trampedach 1994, σ. 109· Kurt von Fritz: Platon in Sizilien und das Problem der Philosophenherrschaft, Berlin 1968, σ. 65 επ.
  17. Χατζόπουλος & Κολιοπούλου 1972, σ. 128.
  18. Araújo 2019, σ. 85.
  19. Hüttl 1929, 107.
  20. Σκέψεις για το υπόβαθρο της διαμάχης διατυπώνονται από τον Lionel J. Sanders, "Nationalistic recommendations and policies in the Seventh and Eighth Platonic Epistles", The Ancient History Bulletin 8, 1994, σσ. 76–85, ειδικότερα σσ. 78–85. Πρβλ. Helmut Berve, Dion, Wiesbaden 1957, σσ. 27–31, 38.
  21. Sprute 1972, σσ. 297–299· Kurt von Fritz: Platon in Sizilien und das Problem der Philosophenherrschaft, Berlin 1968, S. 68 f. Anm. 110· Helmut Berve: Dion, Wiesbaden 1957, S. 33.
  22. Sprute 1972, σ. 299 επ.· Trampedach 1994, σ. 109 επ.· Hermann Breitenbach: Platon und Dion, Zürich 1960, S. 28 f.; Helmut Berve: Dion, Wiesbaden 1957, S. 32–38.
  23. Χατζόπουλος & Κολιοπούλου 1972, σ. 130.
  24. Χατζόπουλος & Κολιοπούλου 1972, σ. 130.
  25. Χατζόπουλος & Κολιοπούλου 1972, σ. 130.
  26. Χατζόπουλος & Κολιοπούλου 1972, σ. 132.
  27. Χατζόπουλος & Κολιοπούλου 1972, σ. 132.
  28. Χατζόπουλος & Κολιοπούλου 1972, σ. 133.
  29. Χατζόπουλος & Κολιοπούλου 1972, σ. 135.
  30. Για τις λεπτομέρειες βλ. αντίθετη ερμηνεία σε Kurt von Fritz, Platon in Sizilien und das Problem der Philosophenherrschaft, Βερολίνο 1968, σσ. 70–107· Trampedach 1994, σσ. 111–124.
  31. Χατζόπουλος & Κολιοπούλου 1972, σ. 136.
  32. Χατζόπουλος & Κολιοπούλου 1972, σ. 135.
  33. Luc Brisson: Lectures de Platon, Paris 2000, σ. 16 επ.· Uvo Hölscher: Die Forderung der Philosophie. In: Würzburger Jahrbücher für die Altertumswissenschaft Neue Folge 1, 1975, σσ. 93–102, ειδικότερα 98 επ.· Trampedach 1994, σ. 256.
  34. Lionel J. Sanders, "Nationalistic Recommendations and Policies in the Seventh and Eighth Platonic Epistles". Στο: The Ancient History Bulletin 8, 1994, σσ. 76–85. Πρβλ. Trampedach 1994, σ. 270 επ.· Sprute 1972, σσ. 299, 308 επ.
  35. Araújo 2019.
  36. Luc Brisson, "Platon. Lettres". Στο: Richard Goulet επιμ.), Dictionnaire des philosophes antiques, τ. 5 (1) (= V a), Παρίσι 2012, σσ. 829–832, ιδίως 829.
  37. Karl-Wilhelm Welwei, Das klassische Athen: Demokratie und Machtpolitik im 5. und 4. Jahrhundert, Darmstadt: Wissenschaftliche Buchgesellschaft 1999, σ. 249.
  38. Kahn, Ch. H. (9 Νοεμβρίου 2015). «Review of Myles Burnyeat and Michael Frede, The Pseudo-Platonic Seventh Letter». Notre Dame Philosophical Reviews. Ανακτήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 2015. 
  39. Μικρογιαννάκης 1992, 53.
  40. Mallet 2017, 91. Για τη δικαιοσύνη ως πολιτική τέχνη κατά τον Πλάτωνα βλ. και Jacqueline de Romilly, Προβλήματα της αρχαίας ελληνικής δημοκρατίας, Αθήνα: Εκδόσεις Καρδαμίτσα 1992 [1975], σσ. 100-105.
  41. Σουτερόπουλος, Ν. Μ. (2002). "Εισαγωγικό σημείωμα". Στο: Πλάτων, Πολιτεία, εισ. σημείωμα, μετάφραση, ερμ. σημειώματα Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, σελ. 17. Αθήνα:Εκδόσεις Πόλις.
  42. Χατζόπουλος & Κολιοπούλου 1972, σ. 126.
  43. Marren 2019, σ. 94.
  44. Araújo 2019, σ. 87.
  45. Politis 2020, σσ. 59, 76-77.
  46. 46,0 46,1 Gerson, L. P. (19 Απριλίου 2007). «Βιβλιοκρισία του R. Knab, Platons siebter Brief: Einleitung, Text, Übersetzung, Kommentar». Bryn Mawr Classical Review. https://bmcr.brynmawr.edu/2007/2007.04.19/. Ανακτήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 2023. 
  47. Βλ. ενδεικτικά Graeser 1989· Liatsi 2008. Για τη "φιλοσοφική παρέκβαση" της Έβδόμης Επιστολής βλ. H.-G. Gadamer: Gesammelte Werke, Bd. 6, Tübingen 1985, σσ. 99–108· K. Oehler, Die Lehre vom noetischen und dianoetischen Denken bei Platon und Aristoteles, 2η έκδ., Αμβούργο 1985, σ. 82 σημ. 1· F. Finck, Platons Begründung der Seele im absoluten Denken, Βερολίνο 2007, σσ. 137–156· Politis 2020. Πρβλ. G. Schneider, Mathematischer Platonismus, Μόναχο 2012, σσ. 103–106
  48. H. Patzer, Mitteilbarkeit der Erkenntnis und Philosophenregiment im 7. Platobrief. Archiv für Philosophie 5/1, 1954, σσ. 19–36, ειδικότερα σ. 20 επ.
  49. Politis 2020, σσ. 62, 75-76.
  50. Trapp, M. (2016). Review - Discussion: Against the authenticity of the Seventh Letter. Histos 10, LXXVI-LXXXVII, ειδικότερα σ. LXXVII. Ανακτήθηκε στις 18 Νοεμβρίου 2023.
  51. Marren 2019, σ. 92.
  52. Gerard R. Ledger: Re-counting Plato, Οξφόρδη 1989, σσ. 148–150, 199. Πρβλ. Carl A. Huffman: Archytas of Tarentum, Cambridge 2005, σ. 43.
  53. F. Finck, Platons Begründung der Seele im absoluten Denken, Βερολίνο 2007, σσ. 123–127.
  54. N. Gulley, The Authenticity of the Platonic Epistles. Στο: Pseudepigrapha I (= Entretiens sur l’Antiquité classique, Bd. 18), Vandœuvres-Genève 1971, σσ. 103–130, ειδικότερα σσ. 105–107, 110–112.
  55. Χατζόπουλος & Κολιοπούλου 1972, σ. 141.
  56. Norman Gulley: The Authenticity of the Platonic Epistles. In: Pseudepigrapha I (= Entretiens sur l’Antiquité classique, Bd. 18), Vandœuvres-Genève 1971, S. 103–130, hier: 127 f.; Ludwig Edelstein: Plato’s Seventh Letter, Leiden 1966, S. 36–39. Vgl. die Gegenargumentation von Peter Brunt: Studies in Greek History and Thought, Oxford 1993, S. 341 f.
  57. Olof Gigon: Der Brief in der griechischen Philosophie. In: Didactica Classica Gandensia 20/21, 1980, S. 117–132, hier: 122 f.; Caskey 1974, σ. 225.
  58. G. Müller, Platonische Studien, Χαϊδελβέργη 1986, σ. 175.
  59. Uvo Hölscher: Die Forderung der Philosophie. In: Würzburger Jahrbücher für die Altertumswissenschaft Neue Folge 1, 1975, S. 93–102. Vgl. Kurt von Fritz: Platon in Sizilien und das Problem der Philosophenherrschaft, Berlin 1968, S. 48–50. Die Gegenposition vertreten u. a. Trampedach 1994, σσ. 103, 259 επ., 264 επ. und Jürgen Villers: Das Paradigma des Alphabets, Würzburg 2005, S. 163–167.
  60. Gerhard Müller: Platonische Studien, Heidelberg 1986, S. 181 f.; Ludwig Edelstein: Plato’s Seventh Letter, Leiden 1966, S. 53–55.
  61. George Boas: Fact and Legend in the Biography of Plato. In: The Philosophical Review 57, 1948, S. 439–457, hier: 455 f. Dagegen argumentiert Richard S. Bluck: Plato’s Biography: The Seventh Letter. In: The Philosophical Review 58, 1949, S. 503–509, hier: 503–506.
  62. Norman Gulley: The Authenticity of the Platonic Epistles. In: Pseudepigrapha I (= Entretiens sur l’Antiquité classique, Bd. 18), Vandœuvres-Genève 1971, S. 103–130, hier: 112–129 (vgl. die einschlägige Diskussion S. 135–139, 142); Gregory Vlastos: Platonic Studies, 2., korrigierte Auflage, Princeton 1981, S. 202 f.
  63. Friedrich Solmsen: Rezension von Ludwig Edelstein, Plato’s Seventh Letter. In: Gnomon 41, 1969, S. 29–34, hier: 29–31.
  64. Gerhard Müller: Platonische Studien, Heidelberg 1986, S. 148 f., 155–161, 185–188; Olof Gigon: Der Brief in der griechischen Philosophie. In: Didactica Classica Gandensia 20/21, 1980, S. 117–132, hier: 121, 123; Ludwig Edelstein: Plato’s Seventh Letter, Leiden 1966, S. 82 f.
  65. Hermann Gundert: Platonstudien, Amsterdam 1977, S. 116 f.; Kurt von Fritz: Die philosophische Stelle im siebten platonischen Brief und die Frage der ‚esoterischen‘ Philosophie Platons. In: Phronesis 11, 1966, S. 117–153, hier: 120–122.
  66. Josef Derbolav: Von den Bedingungen gerechter Herrschaft, Stuttgart 1979, S. 111–125.
  67. Gerhard Müller: Platonische Studien, Heidelberg 1986, S. 149–156; Ludwig Edelstein: Plato’s Seventh Letter, Leiden 1966, S. 85–108.
  68. Kurt von Fritz: Die philosophische Stelle im siebten platonischen Brief und die Frage der ‚esoterischen‘ Philosophie Platons. In: Phronesis 11, 1966, S. 117–153, hier: 121–135; Harald Patzer: Mitteilbarkeit der Erkenntnis und Philosophenregiment im 7. Platobrief. In: Archiv für Philosophie 5/1, 1954, S. 19–36, hier: 20–31, 36.
  69. Rosemary Desjardins: Plato and the Good, Leiden 2004, S. 203–227.
  70. Gerhard J. D. Aalders: Political Thought and Political Programs in the Platonic Epistles. In: Pseudepigrapha I (= Entretiens sur l’Antiquité classique, Bd. 18), Vandœuvres-Genève 1971, S. 144–175, hier: 148 f. (vgl. den Diskussionsbeitrag von Walter Burkert S. 177).
  71. Myles Burnyeat, Michael Frede: The Pseudo-Platonic Seventh Letter, Oxford 2015, S. 121 f.
  72. Walter Bröcker: Der philosophische Exkurs in Platons siebentem Brief. In: Hermes 91, 1963, S. 416–425; Walter Bröcker: Nachtrag zum philosophischen Exkurs in Platons siebentem Brief. In: Hermes 93, 1965, S. 132. Für eine Interpolation hält Bröcker den Abschnitt von 342a1 bis 344c1.
  73. Harold Tarrant: Middle Platonism and the Seventh Epistle. In: Phronesis 28, 1983, S. 75–103.
  74. Malcolm Schofield: Plato and practical politics. In: The Cambridge History of Greek and Roman Political Thought, Cambridge 2005, S. 293–302, hier: 301.
  75. Siehe zu den Datierungsansätzen Michael Erler: Platon, Basel 2007, S. 315 f.; Trampedach 1994, σ. 256 επ.
  76. Siehe den Diskussionsbeitrag von Walter Burkert in: Pseudepigrapha I (= Entretiens sur l’Antiquité classique, Bd. 18), Vandœuvres-Genève 1971, S. 177 und Ludwig Edelstein: Plato’s Seventh Letter, Leiden 1966, S. 60–62.
  77. Marren 2019, σσ. 91-92.
  78. Ernst Howald (επιμ.): Die echten Briefe Platons, Ζυρίχη 1951, σ. 17.
  79. Heinrich Weinstock (μτφρ.): Platon: Die Briefe, Στουτγάρδη 1954, σ. 33.
  80. Jürgen Villers: Das Paradigma des Alphabets, Würzburg 2005, σ. 163–167; William K. C. Guthrie: A History of Greek Philosophy, τ. 5, Cambridge 1978, σ. 402 επ.; Glenn R. Morrow: Plato’s Epistles, Indianapolis/New York 1962, σ. 45–63.
  81. Rainer Thurnher: Der siebte Platonbrief, Meisenheim am Glan 1975, σ. 9 επ.
  82. Julia Annas: Platonic Ethics, Old and New, Ithaca 1999, σ. 74–77.
  83. Giovanni Reale: Zu einer neuen Interpretation Platons, 2η, επαυξημένη έκδοση, Paderborn 2000, σσ. 85 επ., 96, 98–105; Thomas Alexander Szlezák: Platon und die Schriftlichkeit der Philosophie, Βερολίνο 1985, σ. 386–405; Hans Joachim Krämer: Arete bei Platon und Aristoteles, Χαϊδελβέργη 1959, σσ. 22–27, 403 επ., 463 επ. Κριτική στην ερμηνεία της Έβδομης Επιστολής από τη Σχολή του Τύμπιγκεν και του Μιλάνου ασκεί ο Franco Trabattoni: Oralità e scrittura in Platone, Μιλάνο 1999, σσ. 93–125.
  84. Siebter Brief 344d–e.
  85. Konrad Gaiser: Plato’s enigmatic lecture‚ On the Good‘. Στο: Konrad Gaiser: Gesammelte Schriften, Sankt Augustin 2004, σσ. 265–294, ιδίως σ. 278; Hans Joachim Krämer: Arete bei Platon und Aristoteles, Heidelberg 1959, σ. 460. Διαφορετική άποψη εκφράζει ο Mauro Tulli, Dialettica e scrittura nella VII lettera di Platone, Πίζα 1989, σ. 43.
  86. Clemens Kauffmann, Die Hermeneutik der „dritten Dimension“ in der Platondeutung von Leo Strauss. Στο: Ada Neschke-Hentschke (επιμ.): Argumenta in dialogos Platonis, Teil 2, Βασιλεία 2012, σσ. 285–297, ειδικότερα σ. 292 επ.
  87. William K. C. Guthrie, A History of Greek Philosophy, τ. 5, Cambridge 1978, σσ. 403 επ., 411 επ.
  88. Αυτή την ερμηνεία ασπάζονται οι James M. Rhodes: Eros, Wisdom, and Silence, Columbia 2003, σσ. 168–181 και Andreas Graeser: Philosophische Erkenntnis und begriffliche Darstellung, Στουτγάρση 1989, σ. 4 επ., 8, 33–37.
  89. Christina Schefer: Platons unsagbare Erfahrung, Βασιλεία 2001, σσ. 63–71.
  90. Giovanni Reale: Zu einer neuen Interpretation Platons, 2η, επαυξημένη έκδοση, Paderborn 2000, σσ. 106–109; Rafael Ferber: Die Unwissenheit des Philosophen oder Warum hat Plato die „ungeschriebene Lehre“ nicht geschrieben?, Sankt Augustin 1991, σσ. 35–37; Thomas Alexander Szlezák: The Acquiring of Philosophical Knowledge According to Plato’s Seventh Letter. Στο: Glen W. Bowersock κ.ά. (επιμ.): Arktouros, Βερολίνο 1979, σσ. 355–363, ειδικότερα σσ. 358–363; Hans Joachim Krämer: Arete bei Platon und Aristoteles, Χαϊδελβέργη 1959, σσ. 21–27, 464–467.
  91. Francisco J. Gonzalez: Dialectic and Dialogue, Evanston 1998, σ. 252 επ., 256–274; Kenneth M. Sayre: Plato’s Dialogues in Light of the Seventh Letter. In: Charles L. Griswold (επιμ.): Platonic Writings, Platonic Readings, New York/London 1988, σσ. 93–109, ειδικότερα σσ. 95–97, 109; Eugen Dönt: Platons Spätphilosophie und die Akademie, Βιέννη 1967, σσ. 23–27.
  92. Florian Finck: Platons Begründung der Seele im absoluten Denken, Βερολίνο 2007, σσ. 128–137.
  93. Rafael Ferber: Die Unwissenheit des Philosophen oder Warum hat Plato die „ungeschriebene Lehre“ nicht geschrieben?, Sankt Augustin 1991, σσ. 33–61. Πρβλ. τη βιβλιοκρισία του Thomas Alexander Szlezák, Gnomon 69, 1997, σσ. 404–411.
  94. Walter Burkert: Neanthes von Kyzikos über Platon. Στο: Museum Helveticum 57, 2000, σσ. 76–80.
  95. Κικέρων, Τoυσκουλανές Διατριβές 5, 100; Περί ορίων, καλών και κακών 2, 92; Επιστολές στους Οικείους 1, 9, 18, όπου όμως αναφέρεται στην Πέμπτη Επιστολή, 322a, b.
  96. Διογένης Λαέρτιος 3, 60 επ.
  97. Αίλιος Αριστείδης, Προς Πλάτωνα υπέρ Ρητορικής 285–298.
  98. Πλωτίνος, Εννεάδαι VI 9, 4.
  99. Προλεγόμενα εἰς τὴν φιλοσοφίαν τοῦ Πλάτωνος 26, επιμ. Leendert G. Westerink, Prolégomènes à la philosophie de Platon, Παρίσι 1990, σ. 39.
  100. Πρόκλος, Εἰς τὸν Πλάτωνος Παρμενίδην 985; Εἰς τὸν Πλάτωνος Τϊμαιον I 303.
  101. Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη, Gr. 1807.
  102. Γι' αυτή ρη μετάφραση και τη χρονολόγησή της βλ. James Hankins: Plato in the Italian Renaissance, 3η έκδοση, Leiden 1994, σσ. 74–80, 384–387, 739.
  103. James Hankins: Plato in the Italian Renaissance, 3η έκδ., Leiden 1994, σ. 421 και σημ. 18.
  104. Βλ. σχετικά Margherita Isnardi Parente (επιμ.): Platone: Lettere, Ρώμη 2002, σσ. 11–13. Ο Meiners δημοσιοποίησε τα πορίσματά του στις 27 Απριλίου 1782 σε μια διάλεξη που δημοσιεύτηκε το 1783 (Digitalisat).
  105. Immanuel Kant: Von einem neuerdings erhobenen vornehmen Ton in der Philosophie. Στο: Kant’s gesammelte Schriften, τ. 8, Βερολίνο 1912, σσ. 387–406, ειδικότερα 398. Βλ. επ' αυτού και επί της διαμάχης του Καντ με τον Schlosser Rafael Ferber: Platon und Kant. Στο: Ada Neschke-Hentschke (επιμ.): Argumenta in dialogos Platonis, Teil 1, Βασιλεία 2010, σσ. 371–390, εισικότερα σσ. 376–384.
  106. Βλ. Margherita Isnardi Parente (επιμ.), Platone: Lettere, Ρώμη 2002, σσ. XIII επ.; Eva Baer, Die historischen Angaben der Platonbriefe VII und VIII im Urteil der modernen Forschung seit Eduard Meyer, Διδακτορική Διατριβή, Βερολίνο 1957, σσ. 4–6.
  107. Σημειώσεις παραδόσεων στο: Friedrich Nietzsche, Werke. Kritische Gesamtausgabe, Τμήμα 2 2, τ. 4, Βερολίνο 1995, σσ. 30–32.
  108. Eva Baer, Die historischen Angaben der Platonbriefe VII und VIII im Urteil der modernen Forschung seit Eduard Meyer, Διδακτορική Διατριβή, Βερολίνο 1957, σσ. 4–6.
  109. Ulrich von Wilamowitz-Moellendorff, Platon: Sein Leben und seine Werke, 5η έκδ., Βερολίνο 1959 (1η έκδ. Βερολίνο 1919), σσ. 510–517 και Platon. Beilagen und Textkritik, 4η έκδ., Δουβλίνο & Ζυρίχη 1969 (1η έκδ. Βερολίνο 1919), σσ. 281–300.
  110. Eduard Meyer, Geschichte des Altertums, τ. 3, 2η έκδ., Στουτγάρδη & Βερολίνο 1915, σ. 287.
  111. Max Pohlenz, Aus Platos Werdezeit, Βερολίνο 1913, σσ. 113–122.
  112. Giorgio Pasquali, Le lettere di Platone, Φλωρεντία 1938, σσ. 47–50.
  113. Richard S. Bluck, "Plato’s Biography: The Seventh Letter", The Philosophical Review 58, 1949, σσ. 503–509.
  114. Margherita Isnardi Parente (επιμ.), Platone: Lettere, Ρώμη 2002, σ. XV και σημ. 3.
  115. George Boas, "Fact and Legend in the Biography of Plato", στο: The Philosophical Review 57, 1948, σσ. 439–457, ειδικότερα σσ. 455–457.
  116. Antonio Maddalena (μτφρ.), Platone: Lettere, Μπάρι 1948, σσ. 77–346.
  117. Gerhard Müller, "Die Philosophie im pseudoplatonischen 7. Brief", Archiv für Philosophie 3(3), 1949, σσ. 251–276.
  118. Hans Joachim Krämer, Arete bei Platon und Aristoteles, Χαϊδελβέργη 1959, σσ. 19–26, 401, 403 επ. σημ. 41.
  119. Konrad Gaiser, "Plato’s enigmatic lecture‚ On the Good", στο: Konrad Gaiser, Gesammelte Schriften, Sankt Augustin 2004, σσ. 265–294, ειδικότερα 281.
  120. Giovanni Reale, Zu einer neuen Interpretation Platons, 2η, διευρυμένη έκδ., Paderborn 2000, σ. 85.
  121. Helmut Berve, Dion, Wiesbaden 1957, σ. 7 επ.
  122. Kurt von Fritz, "Die philosophische Stelle im siebten platonischen Brief und die Frage der ‚esoterischen‘ Philosophie Platons", στο: Phronesis 11, 1966, σσ. 117–153.
  123. Rainer Thurnher, Der siebte Platonbrief, Meisenheim am Glan 1975, σσ. 1–8.
  124. Uvo Hölscher, "Die Forderung der Philosophie", στο: Würzburger Jahrbücher für die Altertumswissenschaft Νέα σειρά 1, 1975, σσ. 93–102.
  125. William K. C. Guthrie, A History of Greek Philosophy, τ. 5, Cambridge 1978, σ. 402 σημ. 1.
  126. Kenneth M. Sayre, Plato’s Literary Garden, Notre Dame 1995, σσ. XVIII–XXIII.
  127. James M. Rhodes, Eros, Wisdom, and Silence, Columbia 2003, σσ. 119–130.
  128. Rainer Knab (επιμ.), Platons Siebter Brief, Hildesheim 2006, σσ. 1–6, 50.
  129. Michael Erler, Platon, Βασιλεία 2007, σ. 310.
  130. Ludwig Edelstein, Plato’s Seventh Letter, Leiden 1966, σσ. 166–169.
  131. Olof Gigon, "Der Brief in der griechischen Philosophie, στο: Didactica Classica Gandensia 20/21, 1980, σσ. 117–132, ειδικότερα 120–123.
  132. Gregory Vlastos, Platonic Studies, 2η, διορθωμένη έκδ., Princeton 1981, σ. 202 επ.
  133. Jaap Mansfeld, "Greek Philosophy in the Geschichte des Altertums", στο: Elenchos 10, 1989, σσ. 23–60, ειδικότερα 56–59.
  134. Terence H. Irwin, "Plato: The intellectual background", στο: Richard Kraut (επιμ.), The Cambridge Companion to Plato, Cambridge 1992, σσ. 51–89, ειδικότερα σ. 78 επ. σημ. 4; Terence H. Irwin, "The Inside Story of the Seventh Platonic Letter: A Sceptical Introduction", στο: Rhizai 6/2, 2009, σ. 127–160.
  135. Michael Zahrnt, "Der Demos von Syrakus im Zeitalter der Dionysioi", στο: Walter Eder, Karl-Joachim Hölkeskamp (επιμ.): Volk und Verfassung im vorhellenischen Griechenland, Stuttgart 1997, σσ. 153–175, ειδικότερα 158 επ.
  136. Walter Burkert, "Neanthes von Kyzikos über Platon", στο: Museum Helveticum 57, 2000, σσ. 76–80, ειδικότερα σ. 80 σημ. 33.
  137. Myles Burnyeat, Michael Frede, The Pseudo-Platonic Seventh Letter, Oxford 2015, σσ. 1–84 (μετά θάνατον σημοσιευμένη έρευνα του 2001 από τον Frede).
  138. Rafael Ferber, Die Unwissenheit des Philosophen oder Warum hat Plato die „ungeschriebene Lehre“ nicht geschrieben?, Sankt Augustin 1991, σ. 72 σημ. 79.
  139. Kai Trampedach, Platon, die Akademie und die zeitgenössische Politik, Στουτγάρδη 1994, σ. 258.
  140. Julia Annas, Platonic Ethics, Old and New, Ithaca 1999, σ. 75.
  141. Malcolm Schofield, "Plato and practical politics", στο: The Cambridge History of Greek and Roman Political Thought, Cambridge 2005, σσ. 293–302, ειδικότερα σσ. 299–301.

Εκδόσεις και μεταφράσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κριτικές εκδόσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Moore-Blunt, J., επιμ. (1985), Platonis epistulae. Λειψία: Teubner.

Κείμενο και μετάφραση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Eigler, G. (2005). Platon: Werke in acht Bänden, τ. 5, 4η έκδ., σσ. 366–443. Darmstadt: Wissenschaftliche Buchgesellschaft. ISBN 3-534-19095-5 (ανατύπωση της κριτικής έκδοσης του Joseph Souilhé, 3η έκδ., Παρίσι 1960· επίσης γερμανική μετάφραση από τον Dietrich Kurz)
  • Knab, R. (2006). Platons Siebter Brief: Einleitung, Text, Übersetzung, Kommentar. Hildesheim, Ζυρίχη, Νέα Υόρκη: Olms.ISBN 3-487-13168-4 (αναπαραγωγή του κειμένου της κριτικής έκδοσης του J. Burnet με κάποιες μεταβολές, γερμανική μετάφραση, σχόλια· βλ. L. P. Gerson, Βιβλιοκρισία του Knab 2006, Bryn Mawr Classical Review 2007· ανακτήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 2023).
  • Κορμπέτη, Η. Ε. (1997). Πλάτωνος Επιστολή Ζ΄, 2η έκδοση. Βιβλιοθήκη Αρχαίων Συγγραφέων 19. Αθήνα: Στιγμή. (αναπαραγωγή του κειμένου της κριτικής έκδοσης του J. Burnet με κάποιες μεταβολές, νεοελληνική μετάφραση, σχόλια).
  • Συλλογικό (1993). Πλάτων, Επιστολαί. Αθήνα: Κάκτος.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Araújo, C. (2019). What was Plato up to in Syracuse? Στο: H. L. Reid & M. Ralkowski (επιμ.), Plato at Syracuse: Essays on Plato in Western Greece with a new translation of the Seventh Letter by Jonah Radding, τ. 5, σσ. 77–90. Parnassos Press – Fonte Aretusa.
  • Burnyeat, M. & M. Frede (2015). The Pseudo-Platonic Seventh Letter. Oxford: Oxford University Press. ISBN 978-0-19-873365-2.
  • Cavarero, A. (1976). Platone: Il filosofo e il problema politica. La Lettere VII e l’epistolario, SEI (Società Editrice Internazionale), Τορίνο.
  • Caskey, E. G. (1974). Again-Plato’s Seventh Letter. Classical Philology, 69(3), σσ. 220–227.
  • Gadamer, H.-G. (1964). Dialektik und Sophistik im siebenten platonischen Brief. Heidelberg: Carl Winters Universitätsverlag.
  • Graeser, A. (1989). Philosophische Erkenntnis und begriffliche Darstellung: Bemerkungen zum erkenntnistheoretischen Exkurs des VII. Briefs. Stuttgart: Franz Steiner. ISBN 3-515-05471-5.
  • Hüttl, W. (1929). Verfassungsgeschichte von Syrakus. Πράγα: Verlag der Deutschen Gesellschaft der Wissenschaften und Künste für die Tschechoslowakische Republik.
  • Κορωνοπούλου, Ε. (2012). Επιστολή Ζ΄: Βίος και ηθικός στοχασμός Πλάτωνα, Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία. Καλαμάτα: Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου & Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
  • Lewis, V. B. (2000). The Rhetoric of Philosophical Politics in Plato’s “Seventh Letter.” Philosophy & Rhetoric, 33(1), 23–38.
  • Liatsi, M. (2008). Die semiotische Erkenntnistheorie Platons im Siebten Brief: Eine Einführung in den sogenannten philosophischen Exkurs. Μόναχο: Beck. ISBN 978-3-406-57771-0.
  • Mallet, J.-A. (2017). War and Peace in Plato’s Political Thought. The Philosophical Journal of Conflict and Violence 1(1), σσ. 87–95.
  • Marren, M. (2019). The Historical Background of the Seventh Letter: Political Philosophy in Context. Στο: H. L. Reid & M. Ralkowski (επιμ.), Plato at Syracuse: Essays on Plato in Western Greece with a new translation of the Seventh Letter by Jonah Radding (τ. 5, σσ. 91–104). Parnassos Press – Fonte Aretusa.
  • Μικρογιαννάκης, Ε. (1992). Παθολογία πολιτευμάτων στην αρχαιότητα, 3η έκδ. Αθήνα: Εκδόσεις Καρδαμίτσα.
  • Patzer, H. (1954). Mitteilbarkeit der Erkenntnis und Philosophenregiment im 7. Platobrief. Archiv für Philosophie 5(1), σσ. 19–36.
  • Politis, V. (2020). Plato’s Seventh Letter: A Close and Dispassionate Reading of the Philosophical Section. Classics Ireland, 27, 56–77.
  • Sprute, J. (1972). Dions Syrakusanische Politik und die Politischen Ideale Platons. Hermes, 100(3), 294–313.
  • Thurnher, R. (1975). Der siebte Platonbrief: Versuch einer umfassenden philosophischen Interpretation. Hain, Meisenheim am Glan. ISBN 3-445-01155-9.
  • Trampedach, K. (1994). Platon, die Akademie und die zeitgenössische Politik, Στουτγάρδη.
  • Χατζόπουλος, Μ. & Ι. Κολιοπούλου (1972). Η δυτική και η νότια Μεσόγειος. Στο: Γ. Χριστόπουλος & Ι. Μπαστιάς (επιμ.), Ιστορία του ελληνικού έθνους, τ. Γ2, σσ. 98–144. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Έβδομη Επιστολή, αρχαίο ελληνικό κείμενο βασισμένο στην έκδοση του John Burnet (1907). Perseus Digital Library.
  • Έβδομη Επιστολή, αρχαίο ελληνικό κείμενο. Χριστίνα Νικητάρα, Διδάκτωρ Φιλοσοφίας.
  • Η Έβδομη Επιστολή, αρχαίο ελληνικό κείμενο και αγγλική μετάφραση του J. Harward. Μικρός Απόπλους.