Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ισπανοεβραϊκή γλώσσα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Ισπανοεβραϊκά)
Ισπανοεβραϊκή
Lingua djudeo-espanyola, גﬞודיאו־איספאנייול, לאדינו‎, Ladino και Djudeo-espanyol
τζ̲ουδέο-εσπανιόλ / εσπανιόλ / τζ̲ουδέο
Οι χαρακτήρες Ρασί, χρησιμοποιήθηκαν αρχικά για τη γραφή της γλώσσας
Μητρική σεΙσραήλ, Τουρκία, ΗΠΑ, Γαλλία, Ελλάδα, Βραζιλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Μαρόκο, Βουλγαρία, Ιταλία και άλλες
Φυσικοί ομιλητέςάγνωστο (112.130 το 1985)[1]
ΤαξινόμησηΙνδοευρωπαϊκές
Σύστημα γραφήςλατινική γραφή, Hebrew script based alphabet και κυριλλικό αλφάβητο
Κατάσταση
ΡυθμιστήςAutoridad Nasionala del Ladino στο Ισραήλ
ISO 639-1
ISO 639-2lad
ISO 639-3lad

Η Ισπανοεβραϊκή γλώσσα, γνωστή επίσης ως Λαντίνο ή Λαδίνο (λαντίνο: djudeo-espanyol, εβραϊκά: גודיאו-איספאנייול), είναι ποικιλία της ισπανικής (καστιλιάνικης), η οποία ομιλείται επί πολλούς αιώνες από τους Σεφαραδίτες, τους Εβραίους που εκδιώχθηκαν από την Ισπανία το 1492. Όπως συνέβη και με τη γλώσσα Γίντις (γερμανοεβραϊκή), η ισπανοεβραϊκή γλώσσα έχει υποστεί την έντονη επίδραση της Εβραϊκής και γράφεται με χαρακτήρες του λατινικού αλφαβήτου στα περισσότερα μέρη, ενώ στο Ισραήλ προτιμάται το εβραϊκό αλφάβητο.

Ονομασία της γλώσσας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι περισσότεροι ομιλητές της γλώσσας προτιμούν την ονομασία Ισπανοεβραϊκή. Ο όρος Λαντίνο, που προέρχεται από το επίθ. latino «λατινικός», θα μπορούσε να προκαλέσει σύγχυση με την επίσης ρομανική Λαδινική γλώσσα, που ομιλείται στη Β. Ιταλία και φέρει το ιταλ. όνομα Ladino. Άλλα ονόματα με τα οποία αποκαλείται η γλώσσα είναι τα ακόλουθα: Σεφαραδίτικη, Γιουντέσμο (Dzhudezmo / Judezmo) και (στην Εβραϊκή γλώσσα) Spanyolit (εβρ. לאדינו).

Θα μπορούσε, σε γενικές γραμμές, να λεχθεί ότι η ονομασία Λαντίνο προτιμάται από τους μη ειδήμονες, ενώ η ονομασία Ισπανοεβραϊκή χρησιμοποιείται στα γλωσσολογικά εγχειρίδια από τους ρομανιστές γλωσσολόγους. Οι γλωσσολόγοι του Ισραήλ έχουν ακολουθήσει την ονομασία Dzhudezmo.

Στο παρόν άρθρο ακολουθείται η επιστημονικώς ορθή (από πλευράς ταξινομήσεως) ονομασία Ισπανοεβραϊκή γλώσσα.

Η απόδοση της ονομασίας Λαντίνο στην εν λόγω γλώσσα δεν είναι απολύτως σαφής. Πριν από την εκδίωξη των Εβραίων από την Ισπανία, η λέξη σήμαινε απλώς «Ισπανικά» και δήλωνε ειδικότερα τη λογοτεχνική Ισπανική εν αντιθέσει προς τις διαλέκτους, καθώς και την Ισπανική γλώσσα σε αντιδιαστολή προς την Αραβική. Μετά την εκδίωξή τους οι Εβραίοι της Ισπανίας χρησιμοποιούσαν τη λέξη αναφερόμενοι στην προφορική απόδοση της Βίβλου στην παλαιά Ισπανική. Κατ’ επέκταση ως Λαντίνο έφθασε να δηλώνεται γενικότερα το ύφος της Ισπανικής, όχι μόνο στη Βιβλική μετάφραση, ακριβώς όπως οι Κούρδοι Εβραίοι γενίκευσαν την ονομασία Ταργκούμ ώστε να δηλώνει την Ιουδαιο-Αραμαϊκή γλώσσα. Για τον λόγο αυτόν, σχολαστικοί Εβραίοι λόγιοι, όπως ο Χαΐμ Βιδάλ Σεφιχά (Haim Vidal Sephiha[2]), προτιμούν να κρατούν τον όρο Λαντίνο αποκλειστικά για την εξεβραϊσμένη μορφή της γλώσσας που χρησιμοποιήθηκε σε Βιβλικές μεταφράσεις, οι οποίες βασίστηκαν στην παραδοσιακή προφορική απόδοση που μνημονεύθηκε ανωτέρω.

Ιστορική αναδρομή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Υπογεγραμμένο αντίγραφο από το Διάταγμα της Αλάμπρα, με το οποίο περ. 200.000 Εβραίοι εκδιώχθηκαν από την Ισπανία το 1492

Οι Εβραίοι εκδιώχθηκαν από την Ισπανία μετά την έκδοση του διατάγματος της Αλάμπρα στις 2 Αυγούστου 1492, το οποίο υποχρέωνε όσους Εβραίους δεν μεταστρέφονταν στον χριστιανισμό να εγκαταλείψουν την ισπανική επικράτεια. Η πλειονότητα επέλεξε τον δρόμο της εξορίας και ίδρυσε κοινότητες σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης και της Μεσογείου. Σε αυτές συγκαταλέγονται η Ολλανδία, η Ιταλία, το Μαρόκο, η Τουρκία, η Θεσσαλονίκη και η Ρόδος, καθώς και άλλες ζώνες της ανατολικής Μεσογείου και της Βόρειας Αφρικής. Οι εξόριστοι Εβραίοι έγιναν ευνοϊκά δεκτοί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και στη βαλκανική της επικράτεια, πράγμα που συνετέλεσε στο να σχηματίσουν πολλές κοινότητες σε αυτές τις περιοχές. Λόγω της προέλευσής τους, άρχισαν να αποκαλούνται Sefardim (< εβρ. Sefarad «Ισπανία»), από όπου προέκυψε η ονομασία Σεφαραδίτες, Σεφαρδίτες ή σπανιότερα Σεφάρδοι.

Η ομιλουμένη γλώσσα των Ισπανών Εβραίων πριν από την εκδίωξή τους δεν διέφερε ουσιωδώς από την (καστιλιάνικη) Ισπανική γλώσσα, που μιλούσε η πλειονότητα του πληθυσμού ― αν και παρατηρούνται ορισμένες ιδιαιτερότητες, κυρίως στην περιστασιακή χρήση εβραϊκού λεξιλογίου.

Επί αρκετές δεκαετίες μετά την αναχώρησή τους από την Ιβηρική χερσόνησο οι εξόριστοι Εβραίοι διατηρούσαν επικοινωνία με τα πατρώα εδάφη μέσω εμπορικών συναλλαγών και αυτό ανανέωνε την επαφή της Ισπανίας με τις σεφαραδίτικες κοινότητες.

Βαθμηδόν η γλώσσα των εξορίστων αναπτύχθηκε ως αυτόνομο σύστημα. Φαίνεται ότι ήδη κατά την Αναγέννηση η Ισπανοεβραϊκή γλώσσα είχε πάψει πλέον να είναι ευχερώς κατανοητή από τους Ισπανούς της χερσονήσου, διότι είχε αποκτήσει αρχαϊκό χαρακτήρα στο λεξιλόγιο και στην προφορά (δεν είχε συμβαδίσει με την εξέλιξη της Ισπανικής) και περιείχε πλήθος δανείων από άλλες γλώσσες. Στους τόπους εξορίας τους οι Εβραίοι διατηρούσαν την ισπανική γλώσσα, διότι αποτελούσε σημείο αναγνωρίσεως του ότι ανήκαν στην εβραϊκή κοινότητα, ενώ στις περιοχές όπου συγκατοικούσαν με τους Ασκεναζίτες η Ισπανοεβραϊκή ήταν διακριτό γνώρισμα μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Στους αιώνες που ακολούθησαν η γλώσσα αυτή υπήρξε το μέσον για σημαντική προφορική και γραπτή παράδοση (λογοτεχνίας και τραγουδιών).

Στη Θεσσαλονίκη, αρχικώς οθωμανική και κατόπιν ελληνική, το ειδικό βάρος της σεφαραδίτικης κοινότητας ήταν τέτοιο, που κατέστησε τη Λαντίνο lingua franca του εμπορίου μεταξύ όλων των κατοίκων της πόλεως―Εβραίων, Χριστιανών και Μουσουλμάνων.

Ο 19ος αιώνας υπήρξε περίοδος αλλαγής. Οι σεφαραδίτικες κοινότητες εκκοσμικεύθηκαν, οι μετακινήσεις αυξήθηκαν, η δε ακαδημαϊκή εκπαίδευση παρεχόταν σε άλλες γλώσσες, κυρίως στη Γαλλική.

Η ανάδυση του εθνικισμού και ο επακόλουθος σχηματισμός νέων εθνικών κρατών άσκησαν πίεση στους Σεφαραδίτες να εγκαταλείψουν τη δική τους γλώσσα για την επίσημη γλώσσα του κράτους στο οποίο ζούσαν. Παραδόξως, οι δεκαετίες μεταξύ 1880 και 1930 υπήρξαν τα χρόνια κατά τα οποία παρατηρήθηκε η μεγαλύτερη άνθηση της Ισπανοεβραϊκής, πρόκειται δε για την περίοδο της μεγαλύτερης δημογραφικής αύξησης των Σεφαραδιτών. Η αύξηση αυτή αντανακλάται επίσης στη γραπτή παραγωγή και περιλαμβάνει τόσο έντυπα στη Λαντίνο όσο και μεταφράσεις έργων της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας σε αυτή τη γλώσσα.

Ορισμένοι προτιμούν να αποκαλούν τη Λαντίνο του 19ου αιώνα Νεοϊσπανοεβραϊκή (Neojudeoespañol) σε αντιδιαστολή προς την κλασική Ισπανοεβραϊκή (Castizo) εξαιτίας των άφθονων δανείων από τη Γαλλική γλώσσα, που συχνά σκοπό είχαν να αντικαταστήσουν δάνεια τουρκικής προελεύσεως και να προσδώσουν στη γλώσσα χαρακτήρα πιο «ρομαντικό».

Προς το τέλος του 19ου αιώνα πυκνώνουν ξανά οι επαφές με την (καστιλιάνικη) Ισπανική γλώσσα, κατ’ εξοχήν στο Μαρόκο, όπου η γλώσσα των Σεφαραδιτών είχε βρει δίαυλο επικοινωνίας με τη σύγχρονη Ισπανική. Μερικές σεφαραδίτικες κοινότητες προσδοκούσαν ότι η Ισπανία θα υιοθετούσε πολιτική επανεξισπανισμού (reespañolización) των παλαιών Εβραίων εξορίστων, ανοίγοντας σχολεία και ανώτερα εκπαιδευτήρια, τα οποία θα αντέστρεφαν τη γαλλική επιρροή. Ανέμεναν ακόμη ότι οι Σεφαραδίτες θα μπορούσαν ίσως να επανακτήσουν την ισπανική τους ιθαγένεια, ώστε να αποφύγουν τους πολέμους και την αστάθεια που επικρατούσε τότε στα Βαλκάνια μετά τη συνεχιζόμενη κατάτμηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Εντούτοις, αυτές οι προσδοκίες βρήκαν μικρή ανταπόκριση στην ισπανική ηγεσία, εν μέρει λόγω αδράνειας ή απραξίας και εν μέρει επειδή η αντισημιτική προκατάληψη παρέμενε ζωντανή στην πολιτική τάξη της χώρας, παρά τους αιώνες που είχαν μεσολαβήσει.

Σεφαραδίτες της Θεσσαλονίκης - Αρχές 20ού αι.

Κατά τον 20ό αιώνα η Ισπανοεβραϊκή γλώσσα παρήκμασε με ταχύ ρυθμό. Ισχυρός λόγος υπήρξε ασφαλώς το γεγονός ότι το ναζιστικό ολοκαύτωμα αφάνισε σχεδόν ολόκληρες κοινότητες, όπως την πολυάριθμη σεφαραδίτικη κοινότητα της Θεσσαλονίκης και άλλες μικρότερες στα Βαλκάνια, στην Ολλανδία και στη Βόρεια Μεσόγειο. Η συστηματική εξόντωση του εβραϊκού πληθυσμού στα Ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης αποτέλεσε το σφοδρότερο πλήγμα που υπέστησαν οι σεφαραδίτικες κοινότητες μετά την εκτόπισή τους από την Ισπανία το 1492. Δεύτερη αξιοσημείωτη αιτία παρακμής της γλώσσας ήταν οι μεταναστεύσεις που προκλήθηκαν από τον πόλεμο και κατόπιν από την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, οι οποίες αποσυνέθεσαν τις κοινότητες. Μέσα σε ελάχιστα χρόνια η Ισπανοεβραϊκή έχασε περίπου το 90% των ομιλητών της. Η πορεία που οδήγησε εκεί είναι προφανής: Η Ισπανοεβραϊκή έπαψε πλέον να αποτελεί σημείο εντοπιότητας και αναγνωρίσεως και έχασε περαιτέρω εκείνους που μπορούσαν να διευρύνουν και να συστηματοποιήσουν τη χρήση της: τους συγγραφείς και τους λογοτέχνες.

Η διατήρηση της Ισπανοεβραϊκής ως στοιχείου της εβραϊκής ταυτότητας δεν ήταν πλέον αισθητή ή αναγκαία στο Ισραήλ, διότι η γλώσσα που εθεωρείτο πλέον καταλληλότερη για τους πολίτες, η Εβραϊκή, είχε αναβιώσει με επιτυχία. Στη χώρα μετακινήθηκε επίσης η πλειονότητα των Σεφαραδιτών από το Μαρόκο, που μετανάστευσε μαζικά εκεί κατά τη δεκαετία του 1950. Όσοι μετανάστευαν σε ισπανόφωνες χώρες γρήγορα εγκατέλειπαν τη γλώσσα τους για την Ισπανική, οι δε κοινότητες στη Γαλλία ή στις Ηνωμένες Πολιτείες τη διατήρησαν για μικρό χρονικό διάστημα περιορισμένη σε οικιακή χρήση ή σε συζητήσεις μεταξύ φίλων.

Την εποχή της εκδίωξης από την Ισπανία η καθημερινή γλώσσα των Ισπανοεβραίων λίγο διέφερε από τη γλώσσα των λοιπών Ισπανών. Υπήρχε, ωστόσο, μια υφολογική ποικιλία που εχρησιμοποιείτο για μελέτη ή μετάφραση, μια αρχαϊκή διάλεκτος της Ισπανικής η οποία ενσωμάτωνε μεγάλο αριθμό δανείων από την Εβραϊκή και την Αραμαϊκή και έτεινε να αποδίδει κατά λέξη τη σειρά των όρων της Εβραϊκής (λ.χ. η εβρ. φρ. ha-laylāh ha-zeh «απόψε – αυτή η νύχτα» αποδίδεται la noche la esta αντί του κανονικού ισπ. esta noche). Όπως προαναφέρθηκε, ορισμένες αυθεντίες τείνουν να περιορίζουν τον όρο Λαντίνο στη δήλωση αυτής ακριβώς της ποικιλίας.

Μετά την εκδίωξη η καθημερινή γλώσσα υφίστατο την αυξανόμενη επίδραση τόσο της γλώσσας της λόγιας μελέτης όσο και των τοπικών μη εβραϊκών κοινολέκτων, όπως η Ελληνική και η Τουρκική, και έφθασε να αποκαλείται Γιουντέσμο (Dzhudezmo / Judesmo). Κατά τούτο, η ανάπτυξή της ήταν παράλληλη με τη Γερμανοεβραϊκή γλώσσα των Ασκεναζιτών. Εντούτοις, αρκετοί ομιλητές, κυρίως δε τα ηγετικά μέλη της κοινότητας, χειρίζονταν επίσης μια επισημότερη μορφή, πλησιέστερη προς την Ισπανική, γνωστή ως Καστιλιάνικη (Castellano). Η ισπανοεβραϊκή διάλεκτος που ομιλείτο στο Β. Μαρόκο ήταν γνωστή με το όνομα Haquitía (< αραβ. haka «λέγω»).

Οι χαρακτήρες Ρασί, χρησιμοποιήθηκαν αρχικά για τη γραφή της γλώσσας

Στη σύγχρονη εποχή η Ισπανοεβραϊκή γλώσσα γράφεται συχνά με το λατινικό αλφάβητο, κυρίως στην Τουρκία. Εντούτοις, εξακολουθεί να συναντάται γραμμένη επίσης στο εβραϊκό αλφάβητο (κυρίως με τους χαρακτήρες Ρασί), ακολουθώντας την πρακτική που επικρατούσε σχεδόν καθ’ όλοκληρίαν ώς τον 19ο αιώνα (υπό την ονομασία aljamiado). Αν και στο παρελθόν χρησιμοποιήθηκαν τόσο το ελληνικό όσο και το κυριλλικό αλφάβητο, αυτό σπανίζει πλέον.

Μετά τον αποδεκατισμό των σεφαραδίτικων κοινοτήτων κατά το Ολοκαύτωμα σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης (κυρίως στις Κάτω Χώρες και στα Βαλκάνια), η πλειονότητα των εναπομεινάντων Σεφαραδιτών ομιλητών ήταν Τούρκοι Εβραίοι. Ως επακόλουθο, πολλά ισπανοεβραϊκά κείμενα χρησιμοποιούν την τουρκική διασκευή τού λατινικού αλφαβήτου. Εντούτοις, η ισραηλινή οργάνωση Autoridad Nasionala del Ladino, η οποία ασχολείται με την προώθηση και τυποποίηση της Ισπανοεβραϊκής, ακολουθεί διαφορετική ορθογραφία. Η ορθογραφία αυτή είναι φωνητική και εμφανίζεται κυρίως στο περιοδικό Aki Yerushalayim, καθώς και στα συνέδρια της εν λόγω οργάνωσης, στα οποία παρουσιάζουν τα έργα τους διάφοροι σύγχρονοι συγγραφείς στην Ισπανοεβραϊκή γλώσσα. Η φωνητική ορθογραφία της Autoridad Nasionala del Ladino χρησιμοποιείται επίσης στο Ελληνο-λαντίνο λεξικό και στα έργα της ελληνίδας συγγραφέως Ρίτας Γκαμπάι. Επιπλέον, υπάρχουν Εβραίοι λόγιοι (όπως ο Γιακόμπ Χασάν) οι οποίοι διατείνονται ότι η Ισπανοεβραϊκή πρέπει να υιοθετήσει την ορθογραφία της (καστιλιάνικης) Ισπανικής.

Επειδή η γλωσσική δομή της Ισπανοεβραϊκής βρίσκεται πολύ κοντά στην καστιλιάνικη Ισπανική γλώσσα, σε αυτό το άρθρο εστιάζεται η προσοχή κυρίως στους τομείς όπου παρατηρούνται αξιοσημείωτες διαφορές.

Η γραμματική της Ισπανοεβραϊκής, καθώς και το βασικό της λεξιλόγιο (περ. το 60% του συνόλου), είναι κατά βάσιν καστιλιάνικη. Εντούτοις, η φωνολογία των συμφώνων και μέρος του λεξιλογίου είναι από ορισμένες απόψεις πλησιέστερα στη Γαλικιανή και την Πορτογαλική γλώσσα παρά στη σύγχρονη Ισπανική, διότι οι εν λόγω γλώσσες διατήρησαν χαρακτηριστικά της μεσαιωνικής Ιβηρο-Ρομανικής, τα οποία η καστιλιάνικη Ισπανική αργότερα έχασε. Ως αποτέλεσμα, η Ισπανοεβραϊκή διατηρεί αρκετούς κοινούς αρχαϊσμούς με τις παραπάνω γλώσσες.

Παραδείγματα: ισπανοεβρ. aninda «ακόμη» (πβ. πορτ. ainda, γαλικιανό aínda, αλλά ισπ. aún), ισπανοεβρ. fija «κόρη» και favla «λόγος, ομιλία» (πβ. αραγων. filla, fabla, αλλά ισπ. hija, habla).

Ακόμη η ισπανοεβραϊκή προφορά του s ως πρόσθιου γλωσσοφατνιακού [ʃ] (σαν το αγγλ. sh) πριν από [k] ή στο τέλος ορισμένων λέξεων (π.χ. seis «έξι», που προφέρεται [seʃ]) συμπίπτει με ανάλογη εξέλιξη στην Πορτογαλική και όχι στην Ισπανική.

Ορισμένοι χαρακτηριστικοί αρχαϊσμοί της Ισπανοεβραϊκής είναι οι ακόλουθοι:

  • Το ισπ. z (c πριν από e ή i), το οποίο προφέρεται [[θ]] στην Ισπανία, αντιστοιχεί σε δύο διαφορετικά φωνήματα της Παλαιάς Καστιλιανικής: ç (c πριν από e ή i), το οποίο προφερόταν [ts], και z (σε όλες τις θέσεις της λέξεως), το οποίο προφερόταν [dz]. Η διάκριση αυτή έχει διατηρηθεί στην Ισπανοεβραϊκή, όπου τα δύο φωνήματα προφέρονται [s] και [z] αντίστοιχα: korason/coraçon «καρδιά» (ισπ. corazón) αλλά dezir «λέγω» (ισπ. decir). (Η υποδιαστολή στον χαρακτήρα ç επινοήθηκε στην Ισπανική, προκειμένου να αντιπροσωπευθεί το πρώτο από τα δύο φωνήματα, αλλά δεν χρησιμοποιείται πλέον στη σύγχρονη Ισπανική γλώσσα).
  • Ο φθόγγος j της Ισπανικής, ο οποίος προφέρεται [[x]], αντιστοιχεί σε δύο διαφορετικά φωνήματα της Παλαιάς Καστιλιανικής: x, το οποίο προφέρεται [[ʃ]] (αγγλ. sh), και j, το οποίο προφέρεται [[ʒ]] (όπως στο γαλλ. επίθημα -age, π.χ. garage). Και πάλι η Ισπανοεβραϊκή διατήρησε τη διάκριση: basho/baxo, «χαμηλά» ή «κάτω» (αλλά ισπ. bajo και mujer «γυναίκα, σύζυγος»).
  • Στη σύγχρονη Ισπανική η χρήση των γραμμάτων b και v είναι κατά βάσιν ετυμολογική· καθορίζεται κυρίως από τον τύπο των λέξεων σε προηγούμενες φάσεις της γλώσσας με αφετηρία τή Λατινική, ενώ στην πραγματικότητα και τα δύο γράμματα αντιπροσωπεύουν το ίδιο διχειλικό φώνημα, το οποίο πραγματώνεται είτε ως [[b]] είτε ως [[β]] ανάλογα με τη θέση του στη λέξη. Όμως στην Παλαιά Καστιλιανική και στην Ισπανοεβραϊκή η επιλογή είναι φωνητική και όχι ορθογραφική: bivir «ζω» (ισπ. vivir). Στην Ισπανοεβραϊκή το v είναι χειλοδοντικός και όχι διχειλικός φθόγγος.

Η Ισπανοεβραϊκή διακρίνεται από τις υπόλοιπες διαλέκτους της Ισπανικής ως προς τα εξής χαρακτηριστικά:

  • Αναφορικά με τις αντωνυμίες, η Ισπανοεβραϊκή διαθέτει τρεις απευθυντικούς τύπους: (β΄ ενικό πρόσωπο, ανεπίσημο), vos (β΄ ενικό πρόσωπο, τύπος ευγενείας), vosotros (β΄ πληθυντικό πρόσωπο). Οι σύγχρονοι τύποι ευγενείας της Ισπανικής, usted (ενικός) και ustedes (πληθυντικός), δεν υφίστανται.
  • Το ρηματικό επίθημα του β΄ πληθυντικού προσώπου είναι -aís [aʃ].
  • Στα ρήματα, ο αόριστος (συνοπτικός παρωχημένος) δηλώνει ότι μια πράξη που συνέβη μία φορά στο παρελθόν είχε ήδη ολοκληρωθεί σε κάποιο παρελθοντικό χρονικό σημείο. Αντιδιαστέλλεται προς τον παρατατικό (μη συνοπτικό παρωχημένο), ο οποίος αναφέρεται σε οποιαδήποτε συνεχιζόμενη, ανολοκλήρωτη ή επαναλαμβανόμενη πράξη του παρελθόντος. Ενώ διάφορες γλώσσες (π.χ. η Αγγλική και η προφορική Γαλλική) έχουν συγχωνεύσει αυτές τις λειτουργίες, με αποτέλεσμα να μη διακρίνονται μορφολογικά, η Ισπανοεβραϊκή διατηρεί τη λειτουργική διάκριση (π.χ. comí «έφαγα», koría «έτρεχα»).

Το κλιτικό σύστημα των ρημάτων περιλαμβάνει τρεις συζυγίες. Ο ενεστώτας κλίνεται ως εξής:

  -ar (avlar «μιλώ») -er (komer «τρώω») και -ir (bivir «ζω»)
yo -ο (avlo) -ο (komo) (bivo)
tu -as (avlas) -es (komes) (bives)
el, eya -a (avla) -e (kome) (bive)
mozotros -amos (avlamos) -emos (komemos), -imos (bivimos)
vozotros -ásh (avlásh) -ésh (komésh),-ísh (bivísh)
eyos, eyas -an (avlan) -en (komen) (biven)

Ο αόριστος των ομαλών ρημάτων κλίνεται ως εξής:

  -ar (avlar) -er (komer) και -ir (bivir)
yo -í (avlí) -í (komí) (biví)
tu -ates (avlates) -ites (komites) (bivites)
el, eya -ó (avló) -yó (komyó) (bivyó)
mozotros -imos (avlimos) -imos (komimos) (bivimos)
vozotros -atesh (avlatesh) -itesh (komitesh) (bivitesh)
eyos, eyas -aron (avlaron) -yeron (komyeron) (bivyeron)


(υπό επεξεργασία)

Δείγμα της γλώσσας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ακολουθεί το πρώτο κεφάλαιο από το Βιβλικό κείμενο Άσμα Ασμάτων του Σολομώντος, όπως μεταφράστηκε στην ισπανοεβραϊκή γλώσσα (Cantar de los cantares).

1. Cantar de los cantares que es a Xelomó.
2. Besássesme de besos de su boca, que mijoris tus querencias más que vino.
3. A güesmo de tus azeites buenos, azeite fue vaciado tu fama, por tanto mancevas te amaron.
4. Sontráeme detrás de ti. Coreremos.Trúxome el rey a sus cámaras. Agozar mos hemos con ti; Enmenteremos tus querencias más que vino, derechedades te amaron.
5. Negra yo y donosa, güenyas de Yerusaláin, como tiendas de Kedar, como telas de xelomó.
6. Non escarnexcades en mí, que yo denegrida, que me desfetijó el sol. Hijos de mi madre enrecieron en mí; pusiéronme gudradera alas vinyas, la vinya que a mí, non guadri.
7. Denuncia a mi el que amó mí alma. ¿Cómo pacerás, como yaceras en las siestas? ¿Porque sere como enbuelta sovre rebanyos de tus conpanyeros?
8. ¿Si no sabes a ti la hermosa en las mujeres? Sal a ti en carcanyales de la oveja y ve a tus cabritos sovre moradas de los pastores.
9. A mi cavallaría en cuatregas de Paró te assemejí, mi companyera.
10. Se hermosearon tus quexadas con las axorcas, tu cerviç con las xarpas.
11. Axorcas de oro haremos a ti, con pinturias de la plata.
12. Hasta que el rey en su rescovda, mi almiçcle dio su güesmo.
13. Atadero del almiçcle, mi querido a mí entre mis pechos yacerá.
14. Racimo del alcanfor mi querido a mí, entre las vinyas de Enguedi.
15. Ec tú hermosa, mi companyera. Ec tú hermosa, tus ojos como de palombino.
16. Ec tú hermoso mi querido, también savroso, también nuestro lecho revedrido.
17. Vergas de muestra casa, alarzes. Muestros corredores broxes.

  1. Ισπανοεβραϊκά στο Ethnologue 17η εκ., 2013
  2. Βλ. Haim Vidal Sephiha, «El Ladino. Lengua litúrgica de los judíos españoles», Historia 16, 1978.
  • Bunis, David M., 1999: Judezmo: Αn introduction to the language of the Sephardic Jews of the Ottoman Empire. Jerusalem
  • Lleal, Coloma, 1992: A propósito de una denominación: El judeoespañol. Alicante: Centro Virtual Cervantes. [1]
  • Markus, Shimon, 1965: Ha-safa ha-sefaradit-yehudit [Η ισπανοεβραϊκή γλώσσα], Jerusalem.
  • Nehama, Joseph, 1977: Dictionnaire du judéo-espagnol, Madrid.
  • Socolovsky, Jerome: «Lost Language of Ladino Revived in Spain», Morning Edition, National Public Radio, March 19, 2007. [2]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Wikipedia
Wikipedia