Χουνεντοάρα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 45°46′N 22°54′E / 45.76°N 22.90°E / 45.76; 22.90

Χουνεντοάρα
Το κάστρο του Ουνυάδη
Τοποθεσία στον χάρτη της χώρας
Τοποθεσία στον χάρτη της χώρας
χάρτης
ΧώραΡουμανία
ΠεριφέρειαΔυτική
ΕπαρχίαΧουνεντοάρα
ΔήμαρχοςDan Bobouțanu
Πληθυσμός55.384
Έκταση ( km²)97,3
Επίσημος ιστότοπος
Commons page Πολυμέσα σχετικά με την πόλη

Η Χουνεντοάρα (Hunedoara, γερμανικά: Eisenmarkt, ουγγρικά: Vajdahunyad) είναι πόλη της δυτικής Ρουμανίας στην ομώνυμη επαρχία, στην ιστορική-γεωγραφική περιοχή της Τρανσυλβανίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα της Τρανσυλβανίας, κοντά στα Όρη Ποϊάνα Ρούσκαστη, μόλις 15 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα της επαρχίας, Ντέβα. Ο πληθυσμός της, σύμφωνα με την απογραφή του 2011 είναι 60.525[1] κάτοικοι, μειωμένος κατά το 1/3 από τον αντίστοιχο δύο δεκαετίες πριν.

Η πόλη περιλαμβάνει το σημαντικότερο Γοτθικού ρυθμού κοσμικό κτίριο της Τρανσυλβανίας, το Κάστρο του Ουνυάδη, που συνδέεται στενά με την ομώνυμη οικογένεια. Το κάστρο καταστράφηκε από πυρκαγιά πέντε φορές, αλλά ανοικοδομήθηκε επανειλημμένα από τις Αυστροουγγρικές και αργότερα τις Ρουμανικές αρχές. Εκτός από το κάστρο, η πόλη αναπτύχθηκε ως κέντρο παραγωγής σιδήρου και μια αγορά για τις γύρω ορεινές περιοχές. Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, ο πληθυσμός της Χουνεντοάρα αυξήθηκε σε 86.000 κατοίκους. Η πόλη περιείχε τα μεγαλύτερα χαλυβουργεία της Ρουμανίας (μέχρι που το Γκαλάτσι πήρε το προβάδισμα), αλλά η δραστηριότητα σταδιακά ελλαττώθηκε μετά την πτώση του Σιδηρού Παραπετάσματος, λόγω της απώλειας της αγοράς. Αυτό ήταν πλήγμα για τη συνολική ευημερία της πόλης, που τώρα αναρρώνει μέσω νέων επενδύσεων.

Ο πληθυσμός αποτελείται από πλειοψηφία Ρουμάνων, με Ρομά, Ούγγρους και Γερμανούς ως πιο σημαντικές μειονότητες. Η πόλη περιλαμβάνει πολλά πάρκα, ενώ λεύκες, καστανιές και πεύκα πλαισιώνουν τους δρόμους. Υπάρχουν πολλά τουριστικά αξιοθέατα, συμπεριλαμβανομένου ενός μεγάλου φράγματος με τουριστικές εγκαταστάσεις, που βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα από την πόλη, στα βουνά.

Ευμολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το όνομα της πόλης φαίνεται άρρηκτα συνδεδεμένο με το όνομα της οικογένειας Ουνυάδη(επίσης γνωστή ως Κορβίνου). Η πιο πιθανή εξήγηση για το ρουμανικό όνομα «Χουνεντοάρα» είναι η μεταγραφή του ουγγρικού ονόματος «Χουνιαντβάρ» που σημαίνει «Κάστρο του Ουνυάδη», κατάληξη που έχουν πολλές ουγγρικές πόλεις. Ιστορικά το όνομα της πόλης έχει αλλάξει λόγω των πολιτικών περιστάσεων σε Hungnod (1265), Huniad (1278), Hwnyadwar (1409), Vayda Hunyadi (1575). Η τελευταία ουγγρική ονομασία Vajdahunyad (βοεβόδας Ουνυάδης) είναι μια άμεση παραπομπή στον Ιωάννη Ουνυάδη. Η ετυμολογία της οικογένειας Ουνυάδη είναι Βλαχικής προέλευσης.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εργαλεία της Λίθινης Εποχής ανακαλύφθηκαν στον λόφο Sânpetru (του Αγίου Πέτρου) κοντά στο κάστρο και στα γύρω χωριά. Η περιοχή ήταν πολύ πλούσια σε σίδηρο, που ήδη εξαγόταν στην περιοχή από την Εποχή του Σιδήρου από Θρακικά φύλα. Τα Δακικά φρούρια στα όρη Οράστιε, κυρίως η Ζαρμιζεγεθούσα, που έγινε το πιο σημαντικό θρησκευτικό και πολιτικό κέντρο της Δακίας, βρισκόταν κοντά στη Χουνεντοάρα και εφοδιαζόταν με το σίδηρο που παρήγετο εδώ. Τα ερείπια οκτώ Δακικών σιδηροκάμινων έχουν βρεθεί στον λόφο Sanpetru κοντά στο κάστρο. Η ανακάλυψη σημαντικών θησαυρών Δακικών και Ρωμαϊκών αυτοκρατορικών νομισμάτων μαρτυρεί τη σημασία του χώρου.

Οταν η Δακία κατακτήθηκε περίπου το 106 μ.Χ. και μετατράπηκε σε ρωμαϊκή επαρχία, η πλούσια σε σίδηρο περιοχή προσέλκυσε την προσοχή των Ρωμαίων, που άρχισαν να την εκμεταλλεύονται με την κατασκευή καμίνων. Στο Τέλιουκ αναπτύχθηκε η «Villa Rustica», ρωμαϊκή οχύρωση στον λόφο Sanpetru, φυλάκιο της διάσημης 13ης Δίδυμης Λεγεώνας, της οποίας τo κύριo στρατόπεδο (castrum) ήταν το Απουλούμ στη Δακία. Άλλα Ρωμαϊκά αντικείμενα έχουν ανακαλυφθεί στην περιοχή της πόλης καθώς επίσης και στο Πέστις, όπου ανακαλύφθηκαν τα ερείπια ενός ρωμαϊκού οικισμού. Η νέα πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής επαρχίας της Δακίας, Ούλπια Τραϊάνα Ζαρμιζεγεθούσα, επίσης βρισκόταν κοντά.

Μετά τη ρωμαϊκή στρατιωτική και διοικητική υποχώρηση κατά την Περίοδο των Μεταναστεύσεων στην περιοχή δεν υπήρξαν σημαντικά ιστορικά κέντρα, αν και ενδέχεται η δραστηριότητα του σιδήρου να συνεχίστηκε. Η Δακορωμαϊκή εθνοτική δομή της περιοχής άλλαξε σημαντικά, κυρίως με τους Γότθους, τους Ούννους, τους Σλάβους, τους Πετσενέγους, τους Μαγυάρους και τους Κουμάνους.

Γύρω στο 1000 μ.Χ. κύρια πολιτικά και δημογραφικά δύναμη στην περιοχή ήταν οι Βλάχοι, εκρωμαϊσμένοι πληθυσμοί που κατοικούσαν στα Καρπάθια και στα Βαλκάνια μέχρι την Ελλάδα. Υπό σλαβική επιρροή αναπτύχθηκαν μικρά πολιτικά φέουδα (κυβερνώμενα από knjaz), αλλά υπερκεράσθηκαν από τους Μαγυάρους, οι οποίοι ανέλαβαν τον έλεγχο της Τρανσυλβανίας και διαμόρφωσαν το Ουγγρικό Βασίλειο. Νότια των Καρπαθίων την πολιτική εξουσία κατείχαν οι Πετσενέγοι και οι Κουμάνοι και η Χουνεντοάρα λειτουργούσε ως ζώνη ασφαλείας για το Ουγγρικό Στέμμα. Με τον καιρό, οι πληθυσμοί των Βλάχων στα γύρω βουνά ανέπτυξαν έναν αυθεντικό ορεσίβιο πολιτισμό. Η χώρα τους ονομαζόταν «Tara Padurenilor» (Χώρα των Δσασόβιων) και άρχισαν να επικρατούν δημογραφικά στην περιοχή. Η περιοχή είχε επίσης ένα αρκετά μεγάλο πληθυσμό Γερμανών Σαξόνων, εποίκων που έφερε το Ουγγρικό Στέμμα μετά τη Μογγολική εισβολή και, αργότερα, Ρομά, που μετανάστευσαν από την Ινδική υποήπειρο.

Η πρώτη καταγεγραμμένη μαρτυρία της πόλης είναι το 1265 με το όνομα Hungnod ως κέντρο βυρσοδεψίας και κατεργασίας μαλλιού. Η πόλη της Χουνεντοάρα έγινε σημαντικό κέντρο εξόρυξης και επεξεργασίας σιδήρου στην Τρανσυλβανία. Το «Corpus Inscriptiorum Latinorum» αναφέρεται σε ένα τοπικό κάτοικο ως «natas ibi, ubi ferum nascitur», δηλαδή, «γεννήθηκε, όπου γεννήθηκε ο σίδηρος». Ως κέντρο κατασκευής όπλων και εργαλείων, η βιομηχανία της πόλης ήταν ζωτικής σημασίας για την περιοχή.

Η πόλη έχει γίνει γνωστή από τον 14ο αιώνα, κυρίως ως κατοικία της οικογένειας Ουνυάδη. Στις 18 Οκτωβρίου 1409, ο Βόιτσου, πατέρας του Ιωάννη Ουνυάδη (Vajk στα ουγγρικά, που αναφέρεται επίσης ως Wojk σε ιστορικές πηγές), βραβεύτηκε για τη στρατιωτική του γενναιότητα από το Σιγισμούνδο του Λουξεμβούργου και του απονεμήθηκε η κυριότητα της Χουνεντοάρα και ο τίτλος του Knyaz (σλαβικός φεουδαρχικός τίτλος). Ο Βόιτσου ήταν Βλάχος, Ορθόδοξος Χριστιανός (που αργότερα προσηλυτίσθηκε στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία) από την περιοχή της σημερινής Επαρχίας Άρτζες της Βλαχίας. Σε ένα χωριό που ονομάζεται Κόρμπι βρίσκονται τα ερείπια ενός φρουρίου που αποδίδεται στο Βόιτσου. Ο πατέρας του Βόιτσου Σερμπάν (Σέρβος) μετανάστευσε στην Τρανσυλβανία από τη Βλαχία. Αυτό επιβεβαιώνεται από τον Μεσαιωνικό συγγραφέα Τούροτσι.

Στο ίδιο έγγραφο, όπου καταγράφεται η ανταμοιβή του Βόιτσου για τη στρατιωτική του γενναιότητα από τον Σιγισμούνδο του Λουξεμβούργου, αναφέρονται επίσης οι τρεις γιοι του: Mόγκος, Ράντου και Ιωάννης Κορβίνος (ουγγρικά: János Hunyadi, ρουμανικά: Ioan de Hunedoara). Και τα δύο ονόματα Mόγκος και Ράντου είναι Βλαχικής προέλευσης, που αποδεικνύουν την εθνικότητα του Βόιτσου για μια ακόμη φορά. Ο Ιωάννης Κορβίνος πέρασε τα παιδικά του χρόνια εδώ. Η μητέρα του ήταν Ουγγαρέζα πριγκίπισσα με Κροατική καταγωγή. Παντρεύτηκε την Erzsébet (Elisabeta) Szilághi, Ουγγαρέζα ευγενή. Η Χουνεντοάρα έλαβε προνόμια πόλης το 1448 από τον Βασιλιά της Ουγγαρίας. Ο Ιωάννης Ουνυάδης κατασκεύασε το κάστρο πάνω σε ένα αρχαίο φρούριο, δημιουργώντας τις δύο κύριες αίθουσες, της Δίαιτας και των Ιπποτών. Το 1448 χτίστηκε κοντά στο κάστρο μια μονή Φραγκισκανών και ο Ιωάννης του Καπιστράνο, διάσημος Ιταλός μοναχός, εστάλη από τον Πάπα να οργανώσει μια σταυροφορία ενάντια στους Τούρκους και έζησε στο κάστρο. Ο Ιωάννης του Καπιστράνο συνήργησε αργότερα στην υποκίνηση των αγροτών σε σταυροφορία, που ξεκίνησε από τη Φραγκφούρτη και βάδισε προς το Βελιγράδι.

Ο Ιωάννης Ουνυάδης έμελλε να γίνει ένας από τους ήρωες του αγώνα κατά της επιτιθέμενης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αγωνίστηκε στην υπηρεσία του Σιγισμούνδου, έχοντας γίνει γνώστης της στρατιωτικής τακτικής στους Χουσιτικούς Πολέμους και τις Ιταλικές δημοκρατίες και έγινε ο πιο επιδέξιος πολεμιστής της Ουγγαρίας. Αναβαθμίστηκε και ονομάστηκε Βοεβόδας (Πρίγκιπας) της Τρανσυλβανίας, που ήταν εκείνη την εποχή αυτόνομο τμήμα του Βασιλείου της Ουγγαρίας. Αφού εξελέγη αντιβασιλέας της Ουγγαρίας, σχημάτισε συνασπισμό με τις ηγεμονίες της Μολδαβίας και της Βλαχίας και ενεπλάκη σε σταυροφορίες εναντίον των Τούρκων για να ελευθερώσει τη Σερβία και τη Βουλγαρία. Η σταυροφορία, για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, ένωσε τις αντιμαχόμενες δυνάμεις των Βαλκανίων οι νίκες που κέρδισε στις μάχες κατάφεραν να εξασφαλίσουν το Βασίλειο της Ουγγαρίας από την Οθωμανική κατοχή για πάνω από έναν αιώνα. Αν και πέθανε σε στρατόπεδο, ο γιος του Ματθίας έγινε αργότερα ο επιφανέστερος Ούγγρος βασιλιάς. Ο Πάπας Πίος Β΄ τον ομόμασε Athleta ChristiAthleta («Πρωταθλητής του Χριστού») και Λευκό Ιππότη της Βλαχίας, γράφοντας επίσης «οι Ούγγροι απασχολημένοι στους πολέμους με τους Τούρκους υπό την ηγεσία του Ουνυάδη, υπήρξαν περισσότερο νικητές παρά ηττημένοι. Αυτός ο άνθρωπος ήταν ένας Δαξ (σήμερα τους αποκαλούμε Βλάχους) και όχι της ευγενούς καταγωγής, αλλά καλά εκπαιδευμένος στα όπλα και ήταν ο πρώτος που έδειξε στους Ούγγρους ότι οι Τούρκοι μπορούσαν να ηττηθούν.» Αγάλματα του Ιωάννη Ουνυάδη βρίσκονται στη Χουνεντοάρα και σε διάφορα άλλα μέρη στη Ρουμανία και στην Ουγγαρία.

Το 1457 ο Ματθίας έδωσε την άδεια στους Βλάχους δουλοπάροικους να οικοδομήσουν μια ορθόδοξη εκκλησία, όμορφα διακοσμημένη με έργα ζωγραφικής που διατηρείται μέχρι σήμερα. Συνέχισε να εμπεδώνει το κάστρο και τη φεουδαρχική κτήση της Χουνεντοάρα. Το κάστρο της έγινε ένα από τα μεγαλύτερα στον μεσαιωνικό κόσμο, στέκεται ως μάρτυρας του μεγαλείου της οικογένειάς του των ευγενών πολεμιστών και των πολιτικών, σε μια εποχή πολέμου και απελπισίας για την περιοχή, καθώς η Οθωμανική Αυτοκρατορία πλησίαζε την Κεντρική Ευρώπη. Την εποχή της εξουσίας των Ουνυάδη, η Χουνεντοάρα έγινε αγορά (opidum) σιδήρου. Ο Ματθίας Κορβίνος ονόμασε την πόλη αφορολόγητη ζώνη και αυτό το προνόμιο κράτησε μέχρι τον 17ο αιώνα. Ο πληθυσμός κυμαινόταν μεταξύ 784 ατόμων το 1512 και 896 τον 17ο αιώνα. Μετά τον θάνατο του Ματθία η Χουνεντοάρα περιήλθε στον γιο του, Ιωάννη (ουγγρικά: János, ρουμανικά: Ioan), που επίσης πέθανε νέος. Η σύζυγός του, Βεατρίκη του Φρανκοπάν, παντρεύτηκε τον Γεώργιο των Χοεντσόλερν, Μαρκήσιο του Βρανδεμβούργου, το 1509. Αλλά ο Γεώργιος του Βρανδεμβούργου δεν έμεινε στη Χουνεντοάρα, αλλά όρισε αντιπρόσωπό του, το Γκιόργκι Στολτς.

Η Χουνεντοάρα, όπως απεικονίζεται από τον Λούντβιχ Ρόμποκ (1820-1883)

Το 1514, κατά την αγροτική εξέγερση του Γκιόργκι Ντόζα, κάποιοι φυλακίστηκαν στο κάστρο και μάλλον βασανίστηκαν. Η πόλη αριθμούσε 184 σπίτια, ένα σημαντικό μέγεθος για την εποχή, και κυβερνήθηκε από έναν διορισμένο Ορθόδοξο ιερέα. Το 1528 μια πυρκαγιά κατέστρεψε 124 σπίτια. Το 1534, όταν το Βασίλειο της Ουγγαρίας κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς Τούρκους, το κάστρο πολιορκήθηκε κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Τζίμπακ Ιμρε, επισκόπου της Οράντεα και δύο χρόνια αργότερα ο Ιωάννης Ζαπόλια δώρισε το κάστρο μαζί με άλλες κτήσεις στον Τόροκ Μπάλιντ, καθιστώντας τον τον πλουσιότερο ευγενή της Ουγγαρίας. Το 1557 ο Τόροκ Γιάνος, προσήλυτος στη Μεταρρύθμιση, αναφέρεται ότι σκότωσε στο κάστρο την άπιστη σύζυγό του Kέντι Άννα. Το 1601 το κάστρο πολιορκήθηκε από στρατό των Βλάχων του Μιχαήλ του Γενναίου στην εκστρατεία του για να ενώσει τις κατοικούμενες από Ρουμάνους ηγεμονίες της Βλαχίας, της Μολδαβίας και της Τρανσυλβανίας εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και να αντικαταστήσει την υποτέλεια στους Οθωμανούς με εκείνη στους Αψβούργους.

Η πόλη και το κάστρο επιβίωσαν σχετικά αλώβητα από την Αντιμεταρρύθμιση του Τζόρτζο Μπάστα, στρατηγού της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων. Το 1618 η κυριότητα του κάστρου πέρασε στην οικογένεια Μπέτλεν. Ο Γαβριήλ Μπέτλεν, Βοεβόδας της Τρανσυλβανίας στερέωσε και διεύρυνε το κάστρο και το έδωσε στον ανιψιό του Στέφανο Μπέτλεν, που έζησε εδώ με τη σύζυγό του Μαρία Σέκι, φημισμένη για την ομορφιά της.

Η Μεταρρυθμιστική Εκκλησία της Ουγγαρίας ιδρύθηκε στη Χουνεντοάρα το 1634 και ο Ιμρε Τόκολυ, ένας από τους ηγέτες της Προτεσταντικής εξέγερσης κατά των Αψβούργων και αργότερα πρίγκιπας της Τρανσυλβανίας απέκτησε το κάστρο και πέρασε εκεί μεγάλο μέρος της ζωής του. Το 1685 το κάστρο πέρασε στην κατοχή του Μιχαήλ Απάφι, αψβουργόφιλου πρίγκιπα της Τρανσυλβανίας. Το 1710 η παλιά εκκλησία επεστράφη στους Φραγκισκανούς και το 1725 το επανέκτησε τη μοναστική της τάξη. Την εποχή αυτή η πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν ρουμανική.

Τότε το μεγαλύτερο μέρος της σημερινής Χουνεντοάρα ήταν μια καταπράσινη πεδιάδα, στην οποία ελισσόταν ο ποταμός Τσέρνα. Η πρώτη υψικάμινος κατασκευάστηκε το 1603 και ακολούθησαν άλλες τέσσερις. Οι πρώτες εργασίες εξόρυξης σιδήρου άρχισαν στους πρόποδες του λόφου του Αγίου Πέτρου (Sanpetru), κοντά στον πιο μακρινό πύργο του κάστρου, ονόματι Νεμπόισα, («ατρόμητος» στα σέρβικα, ο πιο απομακρυσμένος πύργος του κάστρου τον μεσαίωνα, για να παρέχει το τελευταίο καταφύγιο σε περίπτωση πολιορκίας). Τα πηγάδια των ορυχείων είναι ακόμη ορατά. Η παραγωγή σιδήρου γινόταν επίσης σε κοντινή απόσταση.

Το 1667 υπήρχε ήδη ένα χαλυβουργείο στις όχθες του ποταμού Τσέρνα, που παρήγε 490 τόνους χυτοσιδήρου και 66 τόνους σιδήρου το 1699. Το 1714 ο Γκέοργκ Σταϊνχίλμπερτ έκανε ένα δεύτερο και ένα τρίτο έγινε το 1727. Το 1743 η λειτουργία τους γινόταν άμεσα από το Υπουργείο Οικονομικών. Από τα τρία αυτά χαλυβουργεία το ένα βρισκόταν κάτω από την κεντρική γέφυρα και οι τοίχοι του είναι τώρα ερειπωμένοι.

Λέγεται ότι ο πρώτος ψηλός βιομηχανικός κλίβανος στον κόσμο για την εξαγωγή σιδήρου χτίστηκε το 1750 στην Τόπλιτσα, κοντά στη Χουνεντοάρα, και ένας αργότερα στην Γκοβάσντια το 1806. Και οι δύο κλίβανοι είναι σήμερα επισκέψημοι. Η οδική πρόσβαση είναι μόνο μέσω Τελιτσίου Ινφέριορ και Τελιτσίου Σουπέριορ. Μέχρι το 2001 υπήρχε ένα σιδηροδρομικό δίκτυο στενού εύρους, κατασκευασμένο τον 19ο και 20ο αιώνα, από το Κάστρο της Χουνεντοάρα κοντά στο Ζλάστι και, μέσω ενός 747 και 42 μέτρων μήκους τούνελ μέσα από το βουνό και του μαγευτικού τοπίου της «Tara Pădurenilor» (Χώρα Δασοβίων), στην Γκοβάσντια. Αποξηλώθηκε και διαλύθηκε από το Ζλάστι ως την Γκοβάσντια και την Κρατσιουνεάσκα από τον τελευταίο ιδιοκτήτη, την εταιρεία Talc-Dolomită Zlaşti. Το τελευταίο εναπομείναν μήκους 2,3 χλμ. σιδηροδρομικό δικτύου στενού εύρους από το Κάστρο της Χουνεντοάρα μέχρι το Ζλάστι ήταν σε χρήση από την εταιρεία Talc-Dolomită Zlaşti μέχρι το 2007. Το καλοκαίρι του 2009 αφαιρέθηκε και αυτό το τελευταίο εναπομείναν τμήμα αυτής της γραμμής. Υπάρχουν προσπάθειες τώρα για την αποκατάσταση της σιδηροδρομικής γραμμής για τουριστικούς σκοπούς.

Τον 18ο και τον 19ο αιώνα, καθώς η πόλη της Χουνεντοάρα εκβιομηχανιζόταν όλο και περισσότερο, αγρότες από γειτονικές περιοχές άρχισαν να μετακομίζουν στην πόλη και ο πληθυσμός αυξήθηκε. Στη Δίαιτα εκπροσωπούντο μόνο οι Γερμανοί, οι Ούγγροι και οι Σέκελι της Τρανσυλβανίας ητήθηκαν (Unio Trium Nationum). Οι Ρουμάνοι, που τότε αποτελούσαν περίπου το 50% του πληθυσμού αισθάνονταν ότι τους εκμεταλλεύονται και επαναστάτησαν πολλές φορές. Οι χωρικοί της επαρχίας της Χουνεντοάρα υποστήριξαν την εξέγερση των Χορέα, Κλόσκα και Κρισάν το 1784, όταν πολιορκήθηκε ανεπιτυχώς το κοντινό φρούριο της Ντέβα.

Το κάστρο της Χουνεντοάρα παρείχε καταφύγιο στην τοπική αριστοκρατία και αυτή ήταν η τελευταία λειτουργία του για στρατιωτική άμυνα. Αργότερα εκπρόσωποι από την περιοχή εστάλησαν στις ρουμανικές εθνικές συνελεύσεις που πραγματοποιήθηκε στο Μπλαζ κατά την Επανάσταση του 1848, οπότε οι Ρουμάνοι αποφάσισαν να απαιτήσουν ίσα δικαιώματα και να αντισταθούν στην προσπάθεια της Ουγγαρίας να κερδίσει την ανεξαρτησία της από τον Οίκος των Αψβούργων. Αυτό προκάλεσε μια μικρής κλίμακας εξέγερση σε όλη την Τρανσυλβανία, που γρήγορα κατεστάλη από τον ουγγρικό στρατό, εκτός από τα Όρη Απουσένι, στα βόρεια της Χουνεντοάρα, όπου ο Αβραμ Ιάνκου αγωνιζόταν για να κρατήσει τις ουγγρικές δυνάμεις μακριά από τον έλεγχο των μεταλλείων χρυσού. Η άρνηση στη συνέχεια της Αυστροουγγρικής μοναρχίας να αναγνωρίσει ίσα δικαιώματα για τους Ρουμάνους, μαζί με τις καμπάνιες εξουγγρισμού ερέθισαν περαιτέρω και αποξένωσαν τον ρουμανικό πληθυσμό της Χουνεντοάρα.

Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Ρουμάνοι από την επαρχία της Χουνεντοάρα υποστήριξαν ενεργά τον ρουμανικό στρατό και μετά το πέρας του πολέμου Τρανσυλβανία ενώθηκε με τη Ρουμανία με τη λαϊκή ψήφο. Οι ρουμανικοί πληθυσμοί μέσα και γύρω από την πόλη κέρδισαν γρήγορα πολιτικά δικαιώματα και εκπροσώπηση και η βιομηχανική ανάπτυξη συνεχίστηκε με ολοένα αυξανόμενο ρυθμό.

Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τα χαλυβουργεία συμμετείχαν στην πολεμική προσπάθεια του Άξονα. Ο Ρουμανικός στρατός έχασε 700.000 στρατιώτες στο Ανατολικό Μέτωπο και οι Σύμμαχοι άλλους 400.000 στρατιώτες πολεμώντας εναντίον του Άξονα.

Μετά τη σοβιετική κατοχή και το κομμουνιστικό καθεστώς που επακολούθησε η βιομηχανία ευνοήθηκε και η Χουνεντοάρα είχε για ένα διάστημα το μεγαλύτερο εργοστάσιο παραγωγής χάλυβα στη Ρουμανία και τα Βαλκάνια. Η πόλη μεγάλωσε, και τα εργοστάσια επεκτάθηκαν τόσο πολύ ώστε να καλύπτουν ή να υπερβαίνουν το μέγεθος της πόλης. Ο πληθυσμός αυξήθηκε επίσης σε πάνω από 87.000. Η ποδοσφαιρική ομάδα Κορβίνουλ Χουνεντοάρα ήταν για πολύ καιρό μια από τις υψηλότερα βαθμολογικά ποδοσφαιρικές ομάδες στη Ρουμανία, συναγωνιζόμενη τη Στεάουα και τη Ντιναμό. Κατασκευάστηκε ένα μεγάλο στάδιο μαζί με άλλες αθλητικές εγκαταστάσεις, όπως κλειστάκολυμβητήρια και μια πίστα πατινάζ. Εκτός από το αθλητικό σωματείο Κορβίνουλ ιδρύθηκαν δύο άλλα αθλητικά σωματεία, τα Κονστρουκτορούλ και Σιντερουργκιστούλ,με δικές του το καθένα αθλητικές εγκαταστάσεις. Άλλα σημαντικά κτίρια ήταν μια θεατρική στέγη, αρκετοί μεγάλοι κινηματογράφοι, πολλά σχολεία και μια σχολή μηχανικών.

Χειμώνας το 2012 κοντά στο Κάστρο

Η κατάρρευση του κομμουνισμού σήμαινε ότι οι παλιές αγορές χάλυβα εξέλιπαν και πολλές επιχειρήσεις έπρεπε να κλείσουν ή να εγκαταλειφθούν. Ωστόσο οι επενδύσεις από ρουμανικά και ξένα επενδυτικά κεφάλαια άρχισαβ να προσφέρει νέες ευκαιρίες απασχόλησης. Σήμερα η Arcelor-Mittal λειτουργεί τι έχει απομείνει από τα χαλυβουργεία. Συγκεκριμένα λειτουργούν το Νο 2 Ηλεκτρικό Χαλυβουργείο, Συνεχούς Χύτευσης και τα ελασματουργεία. Η παραγωγή έχει προγραμματιστεί να αυξηθεί πάνω από 500.000 τόνους χάλυβα το 2007 και πέρα. Οι υπόλοιπες παραγωγικές εγκαταστάσεις έχουν κατεδαφιστεί ή έχουν πωληθεί σε ιδιώτες επενδυτές.

Δημογραφικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιστορική εξέλιξη πληθυσμού
Έτος Πληθ.   ±%  
1850 1.937 —    
1912 4.520 +133.4%
1930 4.600 +1.8%
1948 7.018 +52.6%
1956 36.498 +420.1%
1966 68.207 +86.9%
1977 79.719 +16.9%
1992 81.337 +2.0%
2002 71.380 −12.2%
2011 60.525 −15.2%

Πριν από τη σύγχρονη εποχή το εθνοτικό ισοζύγιο της Χουνεντοάρα ήταν πιο ποικιλόμορφο, όπως συνέβαινε και αλλού στην περιοχή. Κατά την περόδο της ανόδου του εθνικισμού στην περιοχή οι Ρουμάνοι είχαν ήδη μια σταθερή πλειοψηφία και δεν υπήρχε μεγάλη εθνοτική ένταση, όπως αλλού στην Τρανσυλβανία.

Η απογραφή του 1850 κατέγραψε 1.937 κατοίκους, από τους οποίους ήταν 1.275 Ρουμάνοι, 248 Ούγγροι, 237 Γερμανοί, 101 Σλοβάκοι και 86 Ρομά. Από θρησκευτική άποψη υπήρχαν 992 Ορθόδοξοι, 370 Ανατολικοί Καθολικοί (Ουνίτες), 316 Ρωμαιοκαθολικοί, 181 Μεταρρυθμιστικοί, 42 Ευαγγελικοί και 36 Εβραίοι. Η απογραφή του 1900 κατέγραψε 4.419 κατοίκους, από τους οποίους 1.987 Ρουμάνοι, 1.896 Ούγγροι, 365 Γερμανοί και 101 Σλοβάκοι.

Ο αριθμός των Ούγγρων συρρικνώθηκε μετά τη Συνθήκη του Τριανόν του 1920, όταν η Τρανσυλβανία ενώθηκε με το Βασίλειο της Ρουμανίας και μετά την πτώση του κομμουνισμού τον Δεκέμβριο του 1989 οι περισσότερες γερμανικές οικογένειες έφυγαν από την πόλη και κατέφυγαν στη Γερμανία.

Κατά τη διάρκεια της κομμουνιστικής εποχής, με τη λειτουργία των Χαλυβουργελιων, ο πληθυσμός κορυφώθηκε σε 89.000, καθώς εργαζόμενοι μετακινήθηκαν από τη γύρω περιοχή, καθώς και από τη Βλαχία και τη Μολδαβία. Κατά τη μεταβατική εποχή που ακολούθησε την πτώση του κομμουνισμού μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού της Ρουμανίας έχασε την εργασία του και πολλοί εγκατέλειψαν την πόλη σε αναζήτηση καλύτερων ευκαιριών αλλού. Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή του 2011, υπήρχαν 57.524 άνθρωποι που ζούσαν μέσα στην πόλη της Χουνεντοάρα, καθιστώντας τη την32η μεγαλύτερη πόλη της Ρουμανίας. Η εθνοτική σύνθεση έχει ως εξής:

Γύρω περιοχή και αξιοθέατα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Κάστρο Ουνυάδη/Κορβίνου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κάστρο Ουνυάδη

Το Κάστρο είναι γνωστό και με το όνομα Κάστρο Κορβίνου και ως «Κάστρο Ουνυάδη». «Ουνυάδη» είναι πιο διεθνώς αναγνωρισμένη ονομασία από την ομώνυμη οικογένεια, ενώ το «Κορβίνου» χρησιμοποιείται κυρίως από τους Ρουμάνους.

Το εντυπωσιακό μέγεθος και η αρχιτεκτονική ομορφιά του το τοποθετεί μεταξύ των εντυπωσιακώτερων μνημείων της μεσαιωνικής τέχνης, με τις εξελίξεις που ακολούθησαν να του έχουν προσθέσει ρυθμό γοτθικό και στη συνέχεια αναγεννησιακό καιΜπαρόκ. Το κτίριο βρίσκεται πάνω σε ένα βράχο γύρω από τον οποίο ρέει ο ποταμός Ζλάστι. Έχει μια κινητή γέφυρα, αμέτρητους πύργους, σειρά από εσωτερικές αυλές και δύο μεγάλες αίθουσες, την «Αίθουσα των Ιπποτών» και την «Αίθουσα της Δίαιτας», καθώς στεγάζεται τη Δίαιτα της Τρανσυλβανίας για ένα σύντομο χρονικό διάστημα.

Η ιστορία του κάστρου σχετίζεται ως επί το πλείστον με την οικογένεια Ουνυάδη και είναι ο τόπος όπου ο Ιωάννης Ουνυάδης πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Σήμερα το κάστρο είναι να φροντίζεται από τον Δήμο, καθώς δεν υπάρχουν απόγονοι του Ουνυάδη που θα μπορούσαν να το αναλάβουν. Ο Βλαντ Ντρακούλ, ο ηγεμόνας της Βλαχίας, ο πατέρας του περιβόητουΒλαντ Δράκουλα, φυλακίστηκε εδώ, καθώς είχε πέσει στη δυσμένεια του Ουνυάδη, μην παρέχοντάς του τη βοήθεια που του είχε υποσχεθεί. (Δράκουλας, που είχε δοθεί ως όμηρος στους Οθωμανούς από τον ίδιο τον πατέρα του και αργότερα έγινε προστατευόμενος του Ουνυάδη, και ανέλαβε τη Βλαχία, λίγο πριν τον θάνατο του μέντορά του από πυρετό). Το κάστρο και τα περίχωρά του χρησιμοποιούνται συχνά από διεθνείς κινηματογραφικές εταιρίες για την παραγωγή ταινιών για τους μεσαιωνικούς χρόνους.

Δάσος Βελανιδιάς του Κίζιντ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βρίσκεται πάνω σε ένα λόφο κοντά στη Χουνεντοάρα, είναι ένα μέρος για να πάρετε μια θέα της πόλης.

Ζωολογικός κήπος της Χουνεντοάρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βρίσκεται κοντά στο δάσος του Κίζιντ και φιλοξενεί, μεταξύ άλλων, λιοντάρια, αρκούδες και λύκους.

Λίμνη Συσσώρευσης Τσίντσις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατασκευασμένη το 1958-1964 για την προμήθεια βιομηχανικού νερού για το χαλυβουργείο της Χουνεντοάρα στις όχθες του ποταμού Τσέρνα, καλύπτει τα απομεινάρια πέντε χωριών, που πριν πλημμυρίσει η περιοχή, οι κάτοικοί τους είχαν μετεγκατασταθεί πάνω από τη λίμνη. Τα ερείπια των χωριών εξακολουθούν να είναι κάτω από το νερό: θεμέλια, τοίχοι των σπιτιών, εκκλησιών, πηγάδια κλπ. Σήμερα η λίμνη εξελιχθεί σε ένα μικρό θέρετρο για τους Ρουμάνους και ξένους τουρίστες.

Όρη Ποϊάνα Ρούσκα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τεράστιες και εύκολα προσβάσιμα με τα πόδια ή με το αυτοκίνητο, τα βουνά κατοικούνται από ένα αρχαίο πληθυσμό Ρουμάνων, που ονομάζονται pǎdureni (δασόβιοι). Έχουν διατηρήσει τον πολιτισμό τους και την αίσθηση της ταυτότητας, και πραγματοποιούν μια σειρά από φεστιβάλ σε ετήσια βάση. Οι Ρωμαίοι εξόρυσσαν μάρμαρο στο κοντινό λατομείο.

Τα Σπήλαια Νάντρου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα σπήλαια περιέχουν αντικείμενα του πολιτισμού και νεκροταφεία των Νεάντερταλ. Από τον Φεβρουάριο του 2007 είναι κλειστά για το κοινό.

Τα Ρωμαϊκά ερείπια Πέστις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Παλαιοντολογικό Φυσικό Καταφύγιο Μπουϊτούρι και Nάντρου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το φυσικό καταφύγιο περιλαμβάνει απολιθωμένα σαλιγκάρια και ψάρια.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]