Βαλδουίνος Β΄ της Ιερουσαλήμ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βαλδουίνος Β΄ της Ιερουσαλήμ
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1060 ή 1075
Ρετέλ
Θάνατος21  Αυγούστου 1131
Ιερουσαλήμ
Τόπος ταφήςΝαός της Αναστάσεως
ΘρησκείαΚαθολικισμός
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταηγεμόνας[1]
πολιτικός
Οικογένεια
ΣύζυγοςΜορφία της Μελιτηνής (από 1101)[2]
ΤέκναΜελισσάνθη της Ιερουσαλήμ
Αλίκη της Αντιόχειας
Οδιέρνα της Ιερουσαλήμ
Ιοβέτα της Μπεθανίας
ΓονείςΟύγος Α΄ του Ρετέλ και Μελισάντ ντε Μοντλερί
ΑδέλφιαΜατθίλδη, κόμισσα του Ρετέλ
Ζερβαί του Ρετέλ
Hodierne of Rethel
ΟικογένειαΟίκος του Ρετέλ
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαμονάρχης (Βασίλειο της Ιερουσαλήμ)
Βασιλέας της Ιερουσαλήμ
Θυρεός
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Βαλδουίνος Β΄ των Ιεροσολύμων ή Βαλδουίνος του Μπούρκ (Baudouin II roi de Jerusalem, seigneur du Bourcq, 1060/1075 - 21 Αυγούστου 1131) από τον Οίκο του Ρετέλ, ήταν κύριος του Μπουρκ, δεύτερος Κόμης της Έδεσσας (1100 - 1118) και τρίτος Βασιλιάς των Ιεροσολύμων (1118 - 1131). Ήταν ο μικρότερος γιος του Ούγου Α΄ κόμη του Ρετέλ και της Μελισσάνθης του Μονλερύ.[3] Συνόδευσε τα ξαδέλφια του Γοδεφρείδο του Μπουιγιόν και Βαλδουίνο Α΄ της Ιερουσαλήμ στους Άγιους Τόπους, όταν έγινε η Α΄ Σταυροφορία. Διαδέχτηκε τον ξάδελφό του Βαλδουίνο της Βουλώνης στην Κομητεία της Έδεσσας, όταν έφυγε από την Έδεσσα της Μεσοποταμίας για την Ιερουσαλήμ. Αιχμαλωτίστηκε στη μάχη του Χαρράν (1104) και κρατήθηκε από τον Σόμκεν του Μαρντίν, τον Ζικιρμίς της Μοσούλης και τον Ζαουαλί Σακάουα. Στην αιχμαλωσία του κυβέρνησε την Έδεσσα ο Ταγκρέδος κυβερνήτης στο Πριγκιπάτο της Αντιόχειας και ο ξάδελφος τού Ταγκρέδου Ριχάρδος του Σαλέρνο.

Ο Βαλδουίνος Β΄ ελευθερώθηκε από τον ξάδελφό του Ζοσλέν Α΄ της Έδεσσας κύριο του Τυρμπεσέλ το καλοκαίρι του 1108. Ο Ταγκρέδος προσπάθησε να κρατήσει την Έδεσσα, αλλά ο Βερνάρδος ντε Βαλάνς, Λατίνος πατριάρχης της Αντιόχειας, τον πίεσε να παραδώσει την κομητεία στον Βαλδουίνο Β΄, που έκανε συμμαχία με τον Ζαουαλί· ο Ταγκρέδος και ο σύμμαχος του Φαχρ αλ-Μουλκ Ραντβάν τον νίκησαν στην Τυρμπεσέλ. Τελικά ο Βαλδουίνος Β΄ και ο Ταγκρέδος συμφιλιώθηκαν σε μία συνέλευση κοντά στην Τρίπολη τον Απρίλιο του 1109. Ο κυβερνήτης της Μοσούλης Μαουντάντ και ο διάδοχός του έκαναν, στις αρχές της δεκαετίας 1110, μία σειρά από επιδρομές στην Έδεσσα, και κατέστρεψαν τις ανατολικές περιοχές της κομητείας. Ο Βαλδουίνος κατηγόρησε τον Ζοσλέν ότι κατέλαβε με προδοσία την εύφορη περιοχή του Τυρμπεσέλ (1113) και συνέλαβε τους γείτονες Αρμένιους κυρίους (1116, 1117).

Όταν ο Βαλδουίνος Α΄ της Φλάνδρας πρώτος βασιλιάς της Ιερουσαλήμ πέθανε (2 Απριλίου 1118), κληροδότησε το βασίλειο στον μεγαλύτερο αδελφό του Ευστάθιο Γ΄ της Βουλώνης, με την υπόδειξη ότι κληρονόμος θα είναι ο Βαλδουίνος του Μπουρκ, αν ο αδελφός του αρνηθεί. Ο Λατίνος Πατριάρχης της Ιερουσαλήμ και ο Ζοσλέν του Κουρτεναί, που ήταν οι ισχυρότεροι άνδρες στο βασίλειο, πίεσαν να ανακηρυχθεί ο Βαλδουίνος ως νέος βασιλιάς. Όταν αυτός έγινε, πήρε τις περισσότερες πόλεις του βασιλείου, και έδωσε την Έδεσσα στον Ζοσλέν. Όταν ο στρατός της Αντιόχειας εξοντώθηκε (28 Ιουνίου 1119), ο Βαλδουίνος Β΄ εξελέγη επίτροπος της Αντιόχειας, όσο έλειπε ο Βοημούνδος Β΄ της Αντιόχειας. Οι επιθέσεις των Σελτζούκων της Αντιόχειας τον ανάγκασαν να μένει στο πριγκιπάτο, κάτι που δημιούργησε έντονη δυσαρέσκεια στην Ιερουσαλήμ. Επειδή ο Βαλδουίνος Β΄ αιχμαλωτίστηκε τον Απρίλιο του 1123 από τον Νουρ αλ Ντολάκ Μπαλάκ, μία ομάδα ευγενών πρόσφεραν τον θρόνο στον Κάρολο Α΄ της Φλάνδρας, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Την περίοδο της απουσίας του ο στρατός της Ιερουσαλήμ κυρίευσε την Τύρο με τη βοήθεια Βενετικού στόλου.

Κόμης της Έδεσσας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρώτα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νόμισμα του Βαλδουίνου Β΄ στην Έδεσσα.

Ο Βαλδουίνος του Μπουρκ είχε συγγενικές σχέσεις με τον Οίκο του Κουρτεναί, τους Λε Πυισσέ και άλλες ευγενείς οικογένειες από το Ιλ-ντε-Φρανς.[4] Είχε συγγένεια με τα τρία αδέλφια από τη Βουλώνη: Ευστάθιο Γ΄, Γοδεφρείδο του Μπουιγιόν και Βαλδουίνο της Βουλώνης, αλλά η ακριβής σχέση δεν είναι γνωστή.[5][6] Ο αξιόπιστος ιστορικός Άλαν Β. Μάρεϊ γράφει "ανήκε στον στενό οικογενειακό τους κύκλο" και "ήταν συγγενής με τη μητέρα τους" Ίδα της Λωρραίνης.[7] Ο ιστορικός Τόμας Ασμπριτζ (γενν. το 1969) αναφέρει ότι ήταν δεύτερος ξάδελφος με τα αδέλφια αυτά.[8] Έγινε κύριος του Μπουρκ και ενώθηκε με τον στρατό του Γοδεφρείδου στην Α΄ Σταυροφορία.[9] Ο στρατός ξεκίνησε για τους Αγίους Τόπους (15 Αυγούστου 1096) και έφτασε στην Κωνσταντινούπολη (23 Δεκεμβρίου 1096).[10] Ο Αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός ανάγκασε τους Σταυροφόρους να του δώσουν όρκο πίστης.[11] Ο Γοδεφρείδος του Μπουιγιόν διόρισε τον Βαλδουίνο του Μπουρκ, τον Κόνωνα του Μονταιγκύ και τον Γοδεφρείδο του Ες ως αντιπροσώπους του, για να συναντηθούν τον Ιανουάριο του 1097 με τον Αλέξιο Α΄.[12] Οι αρχηγοί των Σταυροφόρων ορκίστηκαν πίστη στον Αυτοκράτορα και αναχώρησαν τον Φεβρουάριο για τη Μικρά Ασία.[13] Ο Βαλδουίνος της Βουλώνης και ο Ταγκρέδος αποχώρησαν από τον συμμαχικό στρατό, και επιτέθηκαν στην Κιλικία (15 Σεπτεμβρίου 1097)· ο Βαλδουίνος τους συνόδευσε στη Βουλώνη.[14][15][16] Συμμετείχε σε εκστρατείες εναντίον των Σελτζούκων στις κοιλάδες του Ευφράτη.[17] Μετά την άλωση της Ραβεντέλ, της Τυρμπεσέλ και της Βουλώνης ιδρύθηκε στις αρχές του 1108 το πρώτο Σταυροφορικό κράτος: η κομητεία της Έδεσσας.[18][19]

Ο Βαλδουίνος του Μπουρκ ενώθηκε στα τέλη Μαΐου 1099 κοντά στην Τύρο, με τους Σταυροφόρους που βάδιζαν για τα Ιεροσόλυμα.[20] Ο ίδιος και ο Ταγκρέδος πολιόρκησαν τη Βηθλεέμ και την κατέλαβαν χωρίς μάχη, επειδή ο πληθυσμός της ήταν χριστιανοί.[21] Αμέσως μετά την έναρξη της πολιορκίας της Ιερουσαλήμ, ο Βαλδουίνος και ο Ταγκρέδος συνέλαβαν έναν ηλικιωμένο Μουσουλμάνο ευγενή.[22] Ο ηλικιωμένος αρνήθηκε να γίνει χριστιανός, και οι στρατιώτες του Βαλδουίνου τον αποκεφάλισαν στον Πύργο του Δαυίδ, σαν προειδοποίηση στους υπερασπιστές των Ιεροσολύμων.[23] Η Ιερουσαλήμ έπεσε στα χέρια των Σταυροφόρων (15 Ιουλίου 1099).[24] Ο Βαλδουίνος και ο Ροβέρτος Β΄ της Φλάνδρας εγκατέλειψαν τα Ιεροσόλυμα στα τέλη Αυγούστου, ο Ροβέρτος επέστρεψε στην Ευρώπη και ο Βαλδουίνος παρέμεινε στη Συρία.[25][26] Ο Γοδεφρείδος του Μπουιγιόν πέθανε (18 Ιουλίου 1100) και ο Βαλδουίνος της Βουλώνης επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα για να διεκδικήσει την κληρονομιά του.[27][28]

Άνοδος στην κομητεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βαλδουίνος Β΄ της Ιερουσαλήμ προεδρεύει σε συμβούλιο

Ο Βαλδουίνος του Μπούρκ έμενε στην Αντιόχεια, όταν ο Βαλδουίνος της Βουλώνης εγκατέλειψε την Έδεσσα. Έγινε αρχηγός των στρατευμάτων του Βοημούνδου Α΄ της Αντιόχειας και αιχμαλωτίστηκε από τον Ντανισμεντίδη Γκαζί.[29][30][31] Ο Βαλδουίνος της Βουλώνης τον κάλεσε και του έδωσε την κομητεία της Έδεσσας.[32][33] Ο Βαλδουίνος του Μπουρκ ορκίστηκε πίστη στον Βαλδουίνο της Βουλώνης, που έφυγε για τα Ιεροσόλυμα (2 Οκτωβρίου 1100).[34] Ο Βαλδουίνος νυμφεύτηκε τη Μορφία της Μελιτηνής, κόρη του Γαβριήλ, Αρμένιου άρχοντα της Μαλάτειας· ο γάμος τον καθιέρωσε στην πρωτιά ανάμεσα στους Αρμένιους υπηκόους.[35][36]

Ο Σόμκεν, Ορτοκίδης κυβερνήτης του Μαρντίν, επιτέθηκε στις αρχές του 1101 στη Σαρούζ.[37][38] Ο Βαλδουίνος πήγε να υπερασπιστεί την πόλη, αλλά ο Σόμκεν τον συνέτριψε, και επέστρεψε στην Έδεσσα.[39][40] Ο Αρμένιος ιστορικός Ματθαίος της Έδεσσας, εξετάζοντας τα γεγονότα, περιγράφει τον Βαλδουίνο σαν "θλιβερό στο σώμα".[41] Ο Σόμκεν πολιόρκησε τη Σαρούζ, αλλά η φρουρά αντιστάθηκε· ο Βαλδουίνος επέστρεψε και πήγε στην Αντιόχεια να συγκεντρώσει στρατό.[42][43] Ο Βαλδουίνος πίεσε τον Σόμκεν να εγκαταλείψει την πόλη, και εκτέλεσε όλους τους κατοίκους που συμμάχησαν με τους Ορτοκίδες.[44] Ένας ξάδελφος του Βαλδουίνου, ο Ζοσλέν Α΄ της Έδεσσας ήρθε στην Έδεσσα (1102), και ο Βαλδουίνος του παραχώρησε εδάφη δυτικά του Ευφράτη.[45][46] Τον Μάιο οι Αιγύπτιοι επιτέθηκαν στα Ιεροσόλυμα, και ο Βαλδουίνος της Βουλώνης -που είχε στεφτεί βασιλιάς της Ιερουσαλήμ ως Βαλδουίνος Α΄- έστειλε απεσταλμένος στον Ταγκρέδο και στον Βαλδουίνο του Μπουρκ για βοήθεια.[47] Συγκέντρωσαν στρατό και έκαναν εκστρατεία, αλλά πριν φτάσουν, οι Αιγύπτιοι είχαν φύγει για την Ασκελόν.[48][49] Οι τρεις Σταυροφόροι ηγεμόνες έκαναν επιδρομή στην Ασκελόν, αλλά ο Ταγκρέδος και ο Βαλδουίνος επέστρεψαν σύντομα στα βασίλειά τους.[50]

Οι φιλοδοξίες του Ταγκρέδου στη βόρεια Συρία ανησύχησαν τον Βαλδουίνο και τον Βερνάρδο του Βαλάνς, Λατίνο πατριάρχη της Αντιόχειας.[51] Οι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν με τον Ντανισμεντίδη Γκαζί για την απελευθέρωση τού Βοημούνδου.[52][53] Ο Κογ Βασίλ, Αρμένιος ηγεμόνας του Ραμπάν και του Καϊσούν, και οι Ιταλοί συγγενείς τού Βοημούνδου, συνέβαλαν χρηματικά στην απελευθέρωση.[54][55] Ο Βοημούνδος ελευθερώθηκε τον Μάιο του 1103.[56] Ο Βαλδουίνος παραχώρησε προνόμια σε έναν Αρμένιο ιερέα, επειδή ήθελε να αυξήσει τη θέση του ανάμεσα στους υπηκόους από την Αρμενία.[57]

Πρώτη αιχμαλωσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα στρατεύματα του Βοημούνδου ξεκίνησαν νέες επιδρομές στις εύφορες πεδιάδες γύρω από τη Χαρράν.[58][59] Ο Σόμκεν και ο Τζικιρμίς, ατάμπεης της Μοσούλης, συμμάχησαν και επιτέθηκαν στην Έδεσσα τον Μάιο του 1104.[60] Ο Βαλδουίνος Β΄, ενώ συγκέντρωνε τον στρατό του, έστειλε επιστολές στον Ζοσλέν και στον Βοημούνδο, για να τους πείσει να ξεκινήσουν νέα επίθεση στη Χαρράν.[61][62] Ο Βαλδουίνος Β΄, ο Βοημούνδος και ο Ζοελέν πήγαν στη Χαρράν για διαπραγματεύσεις ειρηνικής παράδοσης.[63][64] Την ίδια εποχή που ο Βαλδουίνος Β΄ και ο Βοημούνδος ήθελαν να κυριεύσουν την πλούσια πόλη, ο στρατός των Σταυροφόρων διασπάστηκε λόγω σύγκρουσης.[65] Ο Σοκμέν και ο Ζικιρμίς επιτέθηκαν στους Σταυροφόρους στη Χαρράν στις 7 Μαΐου.[66][67] Με εικονική υποχώρηση παγίδευσαν τους Σταυροφόρους, και συνέλαβαν τον Βαλδουίνο Β΄ και τον Ζοσλέν.[68][69] Ο Βοημούνδος και ο Ταγκρέδος πήγαν στην Έδεσσα για να σώσουν την πόλη.[70] Ο Βενέδικτος αρχιεπίσκοπος της Έδεσσας και οι Εδεσσαίοι ιππότες εξέλεξαν τον Ταγκρέδο αντιβασιλιά, στη θέση του αιχμάλωτου Βαλδουίνου Β΄.[71][72] Ο Σόμκεν και ο Ζικιρμίς επιτέθηκαν στους Σταυροφόρους στις 7 Μαΐου· ο Βαλδουίνος Β΄ μεταφέρθηκε στη σκηνή του Σόκμαν, αλλά οι στρατιώτες του Ζικιρμίς τον έδιωξαν βίαια.[73][74]

Ο Ζικιρμίς πολιόρκησε την Έδεσσα, αλλά όταν ο Ταγκρέδος κινήθηκε εναντίον του, μετέφερε τον Βαλδουίνο Β΄ στη Μοσούλη.[75][76] Ο Ταγκρέδος αιχμαλώτισε μία Σελτζούκα πριγκίπισσα από το νοικοκυριό του Ζικιρμίς στην Έδεσσα.[77][78] Ο Ζικιρμίς πρόσφερε 15.000 μπεζάντια για την απελευθέρωσή της ή την απελευθέρωση του Βαλδουίνου Β΄.[79][80] Ο Βοημούνδος και ο Ταγκρέδος προτίμησαν να πάρουν τα χρήματα, και ο Βαλδουίνος παρέμεινε φυλακισμένος.[81][82] Ο Βοημούνδος, πριν την αναχώρησή του για την Ευρώπη το φθινόπωρο, διόρισε τον Ταγκρέδο βασιλιά της Αντιόχειας και τον Ριχάρδο του Σαλέρνο διοικητή της Έδεσσας.[83][84]

Ένας Σελτζούκος στρατιωτικός, ο Ζαουαλί Σακάουα, κυρίευσε τη Μοσούλη και συνέλαβε τον Ζικιρμίς (1107).[85][86] Ο Ζοσλέν ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τον Ζαουαλί για την τύχη του Βαλδουίνου Β΄: πρόσφερε 60.000 δηνάρια και την απελευθέρωση των Μουσουλμάνων αιχμαλώτων από την Έδεσσα.[87] Ο Σελτζούκος σουλτάνος Μωάμεθ Α΄ Ταπάρ έκανε τον Μαμελούκο Μαουντάντ, ατάμπεη της Μοσούλης.[88] Όταν ο Μαουντάντ έδιωξε τον Ζαουαλί από τη Μοσούλη, ο Ζαουαλί δραπέτευσε για το κάστρο του Κουάταρ Ζαμπάρ με τον Βαλδουίνο Β΄.[89] Ο Ζοσλέν πλήρωσε 30.000 δηνάρια στον Ζαουαλί και πρόσφερε ακόμα και τον εαυτό του όμηρο, σαν εγγύηση.[90][91] Ο Ζαουαλί, που χρειαζόταν συμμάχους εναντίον του Μαουντάντ, δέχτηκε, και απελευθέρωσε τον Βαλδουίνο Β΄ το καλοκαίρι του 1108.[92][93][94]

Σύγκρουση με τον Ταγκρέδο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βαλδουίνος Β΄ πήγε στην Έδεσσα μετά την απελευθέρωσή της, αλλά ο Ταγκρέδος τού ζήτησε σαν αντάλλαγμα όρκο υποτέλειας.[95][96] Ο Βαλδουίνος Β΄ αρνήθηκε, και κατέφυγε στην Τυρμπεσέλ.[97][98] Ο Ταγκρέδος ξεκίνησε επιδρομές στην Τυρμπυσέλ, αμέσως μετά ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις που δεν κατέληξαν πουθενά· ο Βαλδουίνος Β΄ συμμάχησε με τον Κογ Βασίλ εναντίον του Ταγκρέδου. Ο Οσίν του Λαμπρόν τους έστειλε για ενίσχυση 300 Πετσενέγους ιππείς.[99] Οι επιδρομές που ακολούθησαν στο πριγκιπάτο της Αντιόχειας ανάγκασαν τον Ταγκρέδο να δεχτεί τη διαιτησία των Καθολικών ιερέων.[100][101][102] Οι ιερείς αποφάσισαν υπέρ του Βαλδουίνου που επέστρεψε στην Έδεσσα (18 Σεπτεμβρίου 1108).[103][104] Ο Βαλδουίνος συμμάχησε με τον Ζαουαλί και απελευθέρωσε τους Μουσουλμάνους αιχμαλώτους από την Έδεσσα.[105][106] Επέτρεψε στους Μουσουλμάνους να κτίσουν ένα τζαμί στο Σαρούζ και να εκτελέσουν τους κυβερνήτες της πόλης που αλλαξοπίστησαν στον χριστιανισμό.[107][108] Η συμμαχία του Ζαουαλί με τον Βαλδουίνο ενόχλησε τον Φαχρ αλ-Μουλκ Ραντβάν, Σελτζούκο σουλτάνο του Χαλεπιού που συμμάχησε με τον Ταγκρέδο.[109][110] Ο Ζαουαλί έκανε εκστρατεία στο Χαλέπι, ο Βαλδουίνος και ο Ζοσλέν του Κουρτεναί ενώθηκαν μαζί του.[111][112] Ο Ραντβάν και ο Ταγκρέδος συνέτριψαν τον Ζαουαλί και τους συμμάχους του στα τέλη Σεπτεμβρίου 1108 κοντά στο Τυρμπεσέλ.[113][114]

Ο Βαλδουίνος δραπέτευσε σε ένα κάστρο κοντά στο πεδίο της μάχης.[115][116] Ο Ταγκρέδος ξεκίνησε να πολιορκεί το κάστρο αλλά δραπέτευσε όταν έμαθε ότι πλησιάζει ο στρατός του Ζαουαλί.[117] Οι Αρμένιοι κάτοικοι της Έδεσσας νομίζοντας ότι ο Βαλδουίνος είναι νεκρός έκαναν συνέλευση για νέο κυβερνήτη.[118][119] Ο Βαλδουίνος επέστρεψε και πιστεύοντας ότι θέλουν να τον ανατρέψουν διέταξε την τύφλωση των αρχηγών τους και επέβαλε στους Αρμένιους επισκόπους τεράστια πρόστιμα.[120][121] Ο Βαλδουίνος Α΄ της Ιερουσαλήμ κάλεσε τον Απρίλιο του 1109 τους Σταυροφόρους στο όρος Πιλγκρίμ κοντά στην Τρίπολη για να τους συμφιλιώσει στο όνομα της "εκκλησίας της Ιερουσαλήμ".[122][123] Ο Βαλδουίνος Α΄ έκλεισε ειρήνη ανάμεσα στον Βαλδουίνο του Μπούρκ και τον Ταγκρέδο, ο τελευταίος αναγνώρισε την εξουσία του Βαλδουίνου στην κομητεία της Έδεσσας και πήρε αντάλλαγμα τη Γαλιλαία και άλλες περιοχές γύρω από τα Ιεροσόλυμα.[124][125] Ο Βαλδουίνος συμμετείχε κατόπιν στην πολιορκία της Τρίπολης που ολοκληρώθηκε με την κατάληψη της πόλης από τους Σταυροφόρους.[126][127]

Οι επιδρομές του Μαουντάντ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα Σταυροφορικά κράτη το 1135

Ο Σελτζούκος σουλτάνος κάλεσε τον Μαουντάντ να ενωθεί με τον Σελτζούκο κυβερνήτη της Αρμενίας Σοκμέν και τον Ορτοκίδη Νατζ αντ-Ντιν Ιλγκαζί ιμπν Αρτούκ εναντίον των Σταυροφόρων.[128][129] Τον Απρίλιο του 1110 ξεκίνησαν την πολιορκία της Έδεσσας.[130] Ο Βαλδουίνος του Μπούρκ έστειλε απεσταλμένους στον Βαλδουίνο Α΄ που πολιορκούσε τότε τη Βηρυτό και του ζήτησε βοήθεια αλλά ο βασιλιάς το δέχτηκε μόνο μετά την άλωση της Βηρυτού (13 Μαΐου 1110).[131][132] Ο Βαλδουίνος Α΄ πριν αναχωρήσει για την Έδεσσα γιόρτασε στην Ιερουσαλήμ την Πεντηκοστή. Ο βασιλιάς κάλεσε τον Βερτράνδο της Τουλούζης, τον Ζοσλέν του Κουρτεναί και άλλους Σταυροφόρους σε εκστρατεία για την υπεράσπιση της Έδεσσας, ενισχύσεις έστειλε και ο Αρμένιος Κογ Βασίλ.[133][134] Με την άφιξη των Σταυροφόρων ο Μαουντάντ και οι μουσουλμάνοι σύμμαχοι του έλυσαν την πολιορκία και επέστρεψαν στη Χαρράν.[135] Ο Βαλδουίνος και ο Ταγκρέδος αλληλοκατηγορήθηκαν ότι προκάλεσαν την επίθεση.[136] Ο Ταγκρέδος διεκδίκησε τη διοίκηση της Έδεσσας με την πρόφαση ότι είναι υποτελής στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία αλλά ο Βαλδουίνος Α΄ το απέρριψε και του είπε ότι ο ίδιος είναι αρχηγός της Λατινικής δύσης.[137] Μετά από μια μικρή εκστρατεία σε γειτονικά μουσουλμανικά κράτη οι Σταυροφόροι κυβερνήτες εγκατέλειψαν την κομητεία.[138] Με διαταγή του βασιλιά ο Βαλδουίνος του Μπουρκ αποφάσισε τη μεταφορά των χριστιανών Αρμενίων χωρικών σε ασφαλείς περιοχές ανατολικά του Ευφράτη.[139][140] Όταν συγκεντρώθηκαν οι χωρικοί σε ένα βαπόρι στον Ευφράτη ο Μαουντάντ έκανε αιφνίδια επίθεση και τους έσφαξε.[141][142][143] Ο Βαλδουίνος εξοργισμένος έκανε επίθεση στον στρατό του Μαουντάντ αν και υστερούσε σημαντικά.[144] Ο Βαλδουίνος του Μπουρκ και οι άντρες του σώθηκαν μόνο όταν ο Βαλδουίνος Α΄ και ο Ταγκρέδος ήρθαν με στρατό να τους βοηθήσουν.[145]

Ο Μαουντάντ με νέα εκστρατεία και πολιόρκησε τον Ιούλιο του 1111 το Τυρμπεσέλ.[146][147] Όταν πολιορκούσε το Τυρμπεσέλ ο εμίρης του Σαϊζάρ του έστειλε απεσταλμένους και του ζήτησε υποστήριξη εναντίον του Ταγκρέδου, ο Μαουντάντ πήγε στο Σαϊζάρ.[148][149] Ο Ατάμπεης της Δαμασκού Τογκτεκίν ενώθηκε μαζί τους και αποφάσισαν τον Σεπτέμβριο να κατακτήσουν την Τρίπολη.[150][151] Η συγκέντρωση των μουσουλμάνων ανάγκασε τον Βαλδουίνο Α΄ να κινητοποιήσει τους Σταυροφόρους, ο Βαλδουίνος πήγε νότια με ισχυρούς ευγενείς όπως ο Ζοσλέν και ο Παγκάν του Σαϊζάρ.[152][153] Οι μικρότεροι μουσουλμάνοι κυβερνήτες εγκατέλειψαν τον στρατό του Μαουντάντ και επέστρεψαν στη Μεσοποταμία.[154] Ο Μαουντάντ δεν ρίσκαρε να πολεμήσει εναντίον των Σταυροφόρων και αποσύρθηκε στο Σαϊζάρ και στη συνέχεια στη Μοσούλη.[155][156] Ο Μαουντάντ επέστρεψε τον Απρίλιο του 1112 και ξεκίνησε την πολιορκία της Έδεσσας.[157] Οι πράκτορες ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις με Αρμένιους στρατιώτες αλλά ο Ζοσλέν του Κουρτεναί ειδοποίησε τον Βαλδουίνο για τη συνωμοσία.[158][159] Ο Μαουντάντ δεν μπόρεσε να κυριεύσει την πόλη και αποσύρθηκε στη Μοσούλη τον Ιούνιο, την επόμενη χρονιά δολοφονήθηκε από Ασασίνους στη Δαμασκό.[160][161]

Επέκταση της κομητείας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι εκστρατείες του Μαουντάντ κατέστρεψαν τις ανατολικές περιοχές της κομητείας αλλά το Τυρμπεσέλ που ανήκε στον Ζοσλέν βρισκόταν ακόμα σε ακμή.[162][163] Ο Βαλδουίνος έπεισε τον Ζοσλέν να έρθει στην Έδεσσα όταν του είπε ότι θα πεθάνει και θέλει να κάνει τη διαθήκη του (1113).[164] Ο Βαλδουίνος επέπληξε τον Ζοσλέν ότι δεν έστειλε φαγητό στην Έδεσσα και τον φυλάκισε, ελευθερώθηκε όταν παραιτήθηκε από το Τυρμπεσέλ.[165][166] Ο Ζοσλέν έφυγε για τα Ιεροσόλυμα όταν ο Βαλδουίνος Α΄του έκανε δώρο τη Γαλιλαία.[167] Ακολούθησε νέα συμφιλίωση μεταξύ των Σταυροφόρων με γαμήλιες συμφωνίες : Ο Ρογήρος του Σαλέρνο που διαδέχθηκε τον Ταγκρέδο στην Αντιόχεια παντρεύτηκε την αδελφή του Βαλδουίνου Σεσίλη και ο Ζοσλέν παντρεύτηκε την αδελφή του Ρογήρου Μαρία.[168]

Όταν ο Βαλδουίνος βρέθηκε στο Τυρμπεσέλ οι Αρμένιοι της Έδεσσας έκαναν νέα συνωμοσία εναντίον του, επέστρεψε και διέταξε τη μεταφορά του Αρμένικου πληθυσμού στη Σαμόσατα.[169][170] Ο Βαλδουίνος επέτρεψε στους Αρμένιους να επιστρέψουν στην Έδεσσα όταν άρχισαν να μετακινούνται στο Σαισούν στις αρχές του 1114.[171][172] Ο διάδοχος του Μαουντάντ επιτέθηκε στην Έδεσσα τον Μάιο του 1114 αλλά ο στρατός της πόλης αντιστάθηκε και επέστρεψε στη Μοσούλη.[173][174] Ο σουλτάνος έκανε τον Μπουρσούκ μπιν Μπουρσούκ του Χαμαντάν αρχιστράτηγο των Σελτζούκων.[175] Ο Μουρσούκ επιτέθηκε στην Έδεσσα στις αρχές του 1115 αλλά σύντομα βάδισε στο Χαλέπι.[176] Ο Ατάμπεης του Χαλεπίου Λούλου ζήτησε βοήθεια από τον Τογκτεκίν και τον Νατζ αντ-Ντιν Ιλγκαζί ιμπν Αρτούκ, στη συμμαχία εναντίον του Μπουρσούκ ενώθηκε και ο Ρογήρος του Σαλέρνο.[177][178] Με αίτημα του Ρογήρου ο Βαλδουίνος Α΄ των Ιεροσολύμων, ο Πονς της Τρίπολης και ο Βαλδουίνος συγκέντρωσαν στρατό και πήγαν τον Αύγουστο στην Απάμεια.[179] Ο Μπουρσούκ οπισθοχώρησε και οι Σταυροφόροι επέστρεψαν στα βασίλεια τους.[180] Με πλεονέκτημα την εξασθένηση των Σελτζούκων μετά τη νίκη του Ρογήρου του Σαλέρνο στη μάχη του Σαρμίν ο Βαλδουίνος αποφάσισε να κατακτήσει τα μικρά Αρμενικά πριγκιπάτα στην κοιλάδα του Ευφράτη.[181] Ο Αρμένιος Θόρος Α΄ της Κιλικίας συνέλαβε τον Βασίλ Ντγκά διάδοχο του Κογ Βασίλ που έκανε συμμαχία με τον Μπουρσούκ.[182] Ο Θόρος πούλησε τον Βασίλ Ντγκά στον Βαλδουίνο που ανάγκασε τον αιχμάλωτο του να παραιτηθεί από το Ραμπάν και το Καιζούν (1116).[183][184] Ο Βαλδουίνος ξεκίνησε την πολιορκία του κάστρου του Μπιρεζίκ, η πολιορκία κράτησε έναν χρόνο και ο Αμπούλ Γκαρίμπς παραδόθηκε (1117), ο Βαλδουίνος το έδωσε στον ξάδελφο του Βαλεράν Λε Πουισσέτ.[185][186] Την ίδια χρονιά ο αδελφός του Κογ Βασίλ εγκατέλειψε το Κύρρος και ο Βαλδουίνος συνέλαβε τον Κωνσταντίνο του Γκαργκάρ.[187][188]

Βασιλιάς της Ιερουσαλήμ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άνοδος στον θρόνο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η στέψη του Βαλδουίνου Β΄ της Ιερουσαλήμ
Η στέψη του Βαλδουίνου Β΄ της Ιερουσαλήμ

Ο άτεκνος Βαλδουίνος Α΄ της Ιερουσαλήμ πέθανε σε εκστρατεία στην Αίγυπτο (2 Ιουλίου 1118).[189][190] Η επιθυμία του ήταν να τον διαδεχθεί ο μεγαλύτερος αδελφός του Ευστάθιος Γ΄ της Βουλώνης αλλά αν αρνηθεί σύμφωνα με τον Αλβέρτο του Άαχεν να γίνει διάδοχος του ο Βαλδουίνος του Μπούρκ "λόγω ηλικίας".[191][192] Ο Βαλδουίνος έφτασε στην Ιερουσαλήμ την ημέρα που μετέφεραν τη σορό του βασιλιά στην πόλη.[193] Ο ιστορικός της εποχής Αλβέρτος του Άαχεν σημειώνει ότι ο Βαλδουίνος του Μπούρκ πήγε στα Ιεροσόλυμα να γιορτάσει το Πάσχα χωρίς να γνωρίζει τον θάνατο του βασιλιά.[194] Μερικές δεκαετίες αργότερα ο Γουλιέλμος της Τύρου αναφέρει ότι ο Βαλδουίνος πληροφορήθηκε τον θάνατο του βασιλιά στον δρόμο για τα Ιεροσόλυμα.[195] Το ζήτημα της διαδοχής του Βαλδουίνου Α΄ απασχόλησε έντονα τους βαρόνους και τους επισκόπους.[196][197] Ο Λατίνος πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης Αρνούλφος του Τσοκ και ο Ζοσλέν του Κουρτεναί που είχε τα περισσότερα εδάφη συμφώνησαν να τον διαδεχτεί ο Βαλδουίνος χωρίς διαπραγματεύσεις.[198][199] Άλλοι ευγενείς ζήτησαν να κληθεί ο Ευστάθιος όπως ήταν η επιθυμία του βασιλιά, "μεγάλοι ευγενείς" που ο Γουλιέλμος της Τύρου δεν κατονομάζει ανέλαβαν να πληροφορήσουν τον Ευστάθιο για τον θάνατο του αδελφού του.[200] Αμέσως μετά την αναχώρηση τους ο Βαλδουίνος του Μπούρκ χρίστηκε βασιλιάς ως Βαλδουίνος Β΄ της Ιερουσαλήμ (14 Απριλίου 1118) αλλά η στέψη του καθυστέρησε για άγνωστους λόγους.[201][202][203] Ο πατριάρχης Αρνούλφος πέθανε δύο βδομάδες μετά το χρίσμα στον Βαλδουίνο και ο διάδοχος του Γουαρμούντ του Πικουινί εγκαταστάθηκε τον Αύγουστο ή τον Σεπτέμβριο.[204]

Ο Βαλδουίνος υποσχέθηκε την κομητεία της Έδεσσας στον Ζοσλέν αλλά προτίμησε να μείνει στο βασίλειο του για να εξασφαλίσει την άμυνα της Γαλιλαίας.[205] Ο Αλβέρτος του Άαχεν αναφέρει ότι συγκάλεσε συνέλευση στην οποία ζήτησε "πίστη και όρκο συμμαχίας".[206] Ο Βαλδουίνος είχε απ΄ευθείας τον έλεγχο στις οκτώ μεγαλύτερες πόλεις του βασιλείου όπως τη Ναμπλούς, τη Γιάφα, την Άκρα, τη Σιδώνα και την Τιβεριάδα.[207][208] Ο Άλαν Β. Μάρεϊ γράφει ότι σύμφωνα με τις πηγές του Αλβέρτου του Άαχεν ο Βαλδουίνος Β΄ έκανε νέα σημαντική ανακατανομή στα εδάφη του και αναδιοργάνωση του νοικοκυριού του.[209] Ο Ευστάθιος δέχτηκε την πρόταση των βαρόνων και ταξίδευσε για τα Ιεροσόλυμα να στεφτεί νέος βασιλιάς αλλά όταν έφτασε στην Απουλία πληροφορήθηκε τη στέψη του Βαλδουίνου Β΄ και αποφάσισε να επιστρέψει στην πατρίδα του.[210] Οι βαρόνοι τον πίεσαν να συνεχίσει το ταξίδι του και ισχυρίστηκαν ότι η στέψη του Βαλδουίνου Β΄ ήταν παράνομη αλλά ο Ευστάθιος ήταν αμετάπειστος και επέστρεψε στη Βουλώνη.[211]

Εχθροπραξίες με τον Ιλγκαζί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο προκάτοχος του έκανε εκστρατεία στην Αίγυπτο όταν ξεκίνησε μια συμμαχία ανάμεσα στην Αίγυπτο και τη Δαμασκό.[212] Ο Βαλδουίνος Β΄ έστειλε απεσταλμένους στη Δαμασκό για να ζητήσουν από τον Τογκτεκίν να μην συμμαχήσει με τον βεζίρη της Αιγύπτου Μαλίκ αλ-Αφντάλ αλλά ο Τογκτεκίν ζήτησε σαν αντάλλαγμα για την ουδετερότητα την Υπεριορδανία.[213] Ο Τογκτεκίν επιτέθηκε στη Γαλιλαία και ο Μαλίκ αλ-Αφντάλ συγκέντρωσε στρατό στην Ασκελόν τον Μάιο ή τον Ιούνιο του 1118.[214][215] Ο Βαλδουίνος Β΄ πήγε στα νότια σύνορα και πίεσε τον Ρογήρο και τον Πονς να του στείλουν ενισχύσεις από την Αντιόχεια και την Τρίπολη.[216] Η μάχη δεν δόθηκε επειδή οι Αιγύπτιοι και οι Σταυροφόροι δεν ρίσκαραν ανοιχτό πόλεμο, οι στρατοί τους διαλύθηκαν σε τρείς μήνες.[217] Ο Βαλδουίνος και ο Ζοσλέν έκαναν νέα επιδρομή το φθινόπωρο στην περιοχή της Δαμασκού και νίκησαν στην Νταράα τον γιο του Τογκτεκίν Μουλούκ Μπουρί.[218][219]

Ο Ιλγκαζί, ο Τογκτεκίν και οι εμίρηδες του Σαϊζάρ έκαναν συμμαχία και τα στρατεύματα τους ξεκίνησαν τον Μάιο του 1119 εκστρατεία στην Αντιόχεια και την Έδεσσα.[220][221] Ο Ρογήρος έστειλε απεσταλμένους στον Βαλδουίνο και του ζήτησε να έρθει βόρεια για να πολεμήσει τους εισβολείς.[222][223] Οι απεσταλμένοι συναντήθηκαν με τον Βαλδουίνο στην Τιβεριάδα όταν έκανε μια σύντομη εκστρατεία εναντίον μιας φυλής Βαλδουίνων.[224] Συγκέντρωσε στρατό και αναχώρησε για την Αντιόχεια με ένα κομμάτι του Τιμίου Σταυρού. [225] Ο Ρογήρος δεν περίμενε την άφιξη του Βαλδουίνου και βάδισε από την Αντιόχεια μέχρι τις πεδιάδες της Σαρμάντα.[226][227] Ο στρατός του Ιλγκαζί περικύκλωσε τους Σταυροφόρους και τους συνέτριψε στη μάχη του "πεδίου του αίματος" (28 Ιουνίου 1119).[228][229] Ο Ρογήρος και χιλιάδες στρατιώτες του έπεσαν στη μάχη, όσοι επέζησαν από το μακελειό έγιναν αιχμάλωτοι αφήνοντας την Αντιόχεια ανυπεράσπιστη αλλά ο Ιλγκαζί δεν επιτέθηκε στην πόλη.[230] Ο Βαλδουίνος και ο Πονς της Τρίπολης έφτασαν στην Αντιόχεια στα τέλη Απριλίου με αρχές Αυγούστου.[231][232] Οι ηγέτες της πόλης τον αναγνώρισαν αντιβασιλιά για λογαριασμό του 10χρονου διαδόχου Βοημούνδου Β΄ της Αντιόχειας που ζούσε στη Νότια Ιταλία.[233][234]

Μοίρασε στους οπαδούς του τα εδάφη των νεκρών ευγενών από τη μάχη του "πεδίου του αίματος" και τους έδωσε συζύγους τις χήρες τους.[235][236] Ο Ιλγκαζί και ο Τογκτεκίν συμμάχησαν και κατέλαβαν όλα τα φρούρια της Αντιόχειας ανατολικά του ποταμού Ορόντη.[237] Ο Βαλδουίνος συγκέντρωσε όλα τα υπολείμματα των Σταυροφόρων και έφτασαν μέχρι τη Ζαρντάνα.[238][239] Οι Σταυροφόροι και οι ενωμένες δυνάμεις του Ιλγκαζί και του Τογκτεκίν συναντήθηκαν για την τελική μάχη στις 14 Αυγούστου.[240] Ο Γουόλτερ ο Καγκελάριος αναφέρει ότι οι Σταυροφόροι συνέτριψαν τους μουσουλμάνους, ο Ματθαίος της Έδεσσας αντίθετα σημειώνει ότι "δεν υπήρχε νικητής".[241] Ο Βαλδουίνος επέστρεψε στην Αντιόχεια όπου ο λαός της πόλης και ο πατριάρχης τον "υποδέχτηκαν σαν νικητή".[242] Ο Βαλδουίνος Β΄ πριν φύγει από την Αντιόχεια έδωσε την κομητεία της Έδεσσας στον Ζοσλέν του Κουρτεναί.[243]

Δημιουργία των Ναΐτων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ Βαλδουίνος Β΄ με τους ιδρυτές του τάγματος των Ναϊτών Ιπποτών Ούγο ντε Πεγιέ και Γοδεφρείδο του Σαιντ-Ομέρ.

Ο Βαλδουίνος Β΄ της Ιερουσαλήμ και η σύζυγός του στέφθηκαν βασιλείς τα Χριστούγεννα του 1119· ο βασιλιάς και ο πατριάρχης συγκάλεσαν συνέλευση στη Ναμπλούς (16 Ιανουαρίου 1120).[244] Στη συνέλευση επικυρώθηκε το δικαίωμα των κληρικών να συγκεντρώσουν χρήματα σε περίοδο πολέμου και να μπορούν να έχουν όπλα "για την άμυνα του βασιλείου".[245] Το Συμβούλιο αποφάσισε επίσης την τιμωρία της μοιχείας, του σοδομισμού, της πολυγαμίας και των σεξουαλικών σχέσεων με τους Μουσουλμάνους, καθορίστηκαν επίσης ποινές για την κλοπή και για τις ψευδείς κατηγορίες σε άλλους.[246][247] Η απόφαση της συνέλευσης αποτελεί το πρώτο παράδειγμα νομοθεσίας στο βασίλειο της Ιερουσαλήμ.[248] Σε νέα συνέλευση ιπποτών ο Ούγος ντε Παιν και ο Γοδεφρείδος του Σαιντ-Ομέρ αποφάσισαν να ιδρύσουν ένα τάγμα για την προστασία των προσκυνητών στους Αγίους Τόπους, σύμφωνα με τους ιστορικούς Μάλκολμ Μπάρμπερ (γενν. το 1943) και Κρίστοφερ Τιέρμαν (γενν. το 1953) δέχτηκαν επίσημη αναγνώριση.[249][250] Ο Βαλδουίνος Β΄ εγκατέστησε προσωρινά τους ιππότες στα βασιλικά ανάκτορα στο Όρος του Ναού και έγιναν σύντομα γνωστοί σαν Ναΐτες Ιππότες.[251][252] Παραχώρησαν την κώμη Ναμπί Σαμουήλ στο Τάγμα των Κιστερκιανών, αλλά ο Βερνάρδος του Κλαιρβώ (1090 - 1153) έδωσε την περιοχή στους Πρεμονστρατενσιανούς και έκτισε ένα μοναστήρι. Ο Βαλδουίνος Β΄ και ο πατριάρχης Γουάρμουντ έστειλε γράμματα στον πάπα Κάλλιστο Β΄ και τους Βενετούς για να τους υποστηρίξουν, καθώς οι Σταυροφόροι είχαν ανάγκη το Βενετσιάνικο ναυτικό εναντίον των Αιγυπτίων.[253]

Εκστρατεία στην Αντιόχεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Τογκτεκίν και ο Νουρ αλ Ντoλάκ Μπαλάκ επιτέθηκαν στην Έδεσσα και την Αντιόχεια τον Μάιο του 1120.[254][255] Ο Βαλδουίνος Β΄ αποφάσισε να εκστρατεύσει στην Αντιόχεια για να βοηθήσει τα βόρεια Σταυροφορικά κράτη αλλά βρήκε σκληρή αντίδραση από τους ευγενείς και τον κλήρο.[256][257] Ο πατριάρχης Γουαρμούντ αρνήθηκε να συνοδεύσει τον βασιλιά και δέχτηκε να του δώσει τον Σταυρό ύστερα από σκληρές διαπραγματεύσεις.[258][259] Ο Βαλδουίνος Β΄ έφτασε στην Αντιόχεια τον Ιούνιο, ο Ιλγκαζί έκλεισε μαζί του ειρήνη ενός έτους παραχωρώντας στους Σταυροφόρους μερικά ισχυρά κάστρα.[260][261] Ο Βαλδουίνος επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα στις αρχές του 1121 ύστερα από επιδρομή του Τογκτεκίν στη Γαλιλαία.[262] Τον Ιούλιο επιτέθηκε στην περιοχή της Δαμασκού και κατέστρεψε ένα κάστρο που είχε ανεγείρει πρόσφατα ο Ιλγκαζί στη Γέρασα.[263] Ο Δαυίδ Δ΄ της Γεωργίας λεηλάτησε τον Αύγουστο τους στρατούς του Ιλγκαζί και του Σελτζούκου πρίγκιπα Τογρούλ Αρσλάν.[264] Με την εξασθένηση του Ιλγκαζί ο Βαλδουίνος ανέλαβε το πλεονέκτημα για νέα εκστρατεία στον Ορόντη, ανάγκασε τον γιο του Ιλγκαζί να του παραδώσει τη Ζαρντάνα, το Άθαρεμπ και άλλα μεγάλα κάστρα που είχε κατακτήσει ο πατέρας του την προηγούμενη χρονιά.[265][266]

Ο Πονς της Τρίπολης αρνήθηκε στις αρχές του 1122 να δώσει φόρο υποτέλειας στον Βαλδουίνο για άγνωστους λόγους.[267][268] Όταν ο Βαλδουίνος συγκέντρωσε στρατό και βάδισε εναντίον της Τρίπολης ο Πονς του έδωσε φόρο χωρίς αντίσταση.[269] Ο Ιλγκαζί και ο Βαλάκ πολιόρκησαν τον Ιούνιο τη Ζαρντάνα αλλά ο Βαλδουίνος και ο Ζοσλέν Α΄ της Έδεσσας πήγαν στο κάστρο και τους ανάγκασαν να εγκαταλείψουν την πολιορκία τον Ιούλιο.[270] Ο Βαλάκ παγίδευσε και συνέλαβε τον Ζοσλέν στο Σαρούζ (13 Σεπτεμβρίου 1322), ο Ιλγκαζί ανακατέλαβε το Αθαρέμπ αλλά πέθανε (3 Νοεμβρίου 1322), το βασίλειο του μοιράστηκε στους γιους και τους ανιψιούς του.[271][272] Ο Βαλδουίνος Β΄ παρέμεινε στην Αντιόχεια και έπεισε τον νέο κυβερνήτη του Χαλεπιού να του παραδώσει το Αθαρέμπ (2 Απριλίου 1123).[273] Ο Βαλδουίνος ανακατέλαβε το Μπιρεζίκ και έκανε τον Γοδεφρείδο, λόρδο του Καχραμανμαράς αντιβασιλιά της Έδεσσας.[274]

Δεύτερη αιχμαλωσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αιχμαλωσία του Βαλδουίνου Β΄

Ο Βαλδουίνος έκανε επιδρομή στη Χαρπούτ που ο Βαλάκ κρατούσε αιχμάλωτους τον Ζοσλέν με άλλους ιππότες αλλά σταμάτησε κοντά στην Γκαργκάρ.[275] Το πρωί της 18ης Απριλίου 1123 ενώ ο Βαλδουίνος ήταν έτοιμος για κυνήγι άγριων αλόγων δέχτηκε αιφνίδια επίθεση από τον Βαλάκ στο στρατόπεδο του που τον συνέλαβε αιχμάλωτο, μεταφέρθηκε στο κάστρο του Χαρπούτ.[276][277] Τον Ιούνιο που ο Βαλάκ βρισκόταν στο Χαλέπι 15 οπαδοί του Ζοσλέν μεταμφιεσμένοι σε μοναχούς ήρθαν στο Χαρπούτ και έδιωξαν τη φρουρά των Σελτζούκων από το κάστρο.[278] Ο Ζοσλέν άφησε το Χαρπούτ για να συγκεντρώσει στρατό στο Τυρμπυσέλ και την Αντιόχεια αλλά οι Αρμένιοι οπαδοί του παρέμειναν στο κάστρο για να το υπερασπιστούν από τον Βαλάκ.[279] Ο Βαλάκ επέστρεψε σύντομα στο Χαρπούτ και ανάγκασε τον Βαλδουίνο να παραδοθεί, διέταξε την εκτέλεση των Αρμενίων και μετέφερε τον Βαλδουίνο στη Χαρράν.[280] Ο πατριάρχης Γουάρμουντ όταν έμαθε την αιχμαλωσία του Βαλδουίνου συγκάλεσε συνέλευση ευγενών και κληρικών και εξέλεξε αντιβασιλιά τον Γουλιέλμο του Μπουρ.[281][282] Ο αντιβασιλιάς και ο πατριάρχης συνεργάστηκαν με τους υψηλούς αξιωματούχους για να κυβερνήσουν το βασίλειο όσο ο βασιλιάς ήταν αιχμάλωτος.[283][284] Συμμάχησαν με τον δόγη της Βενετίας Ντομένικο Μίσιελ, έδωσαν εμπορικά προνόμια στους Βενετούς με αντάλλαγμα την υποστήριξη απέναντι στις Αιγυπτιακές πόλεις της ακτής, κατέλαβαν την Τύρο (8 Ιουλίου 1124).[285][286][287]

Ο ιστορικός της εποχής Γκάλμπερτ της Μπρυζ σημειώνει ότι απεσταλμένοι από τα Ιεροσόλυμα πήγαν στη Φλάνδρα όταν ήταν αιχμάλωτος ο Βαλδουίνος.[288][289] Ο Γκάλμπερτ σημειώνει ότι ο Βαλδουίνος ήταν "αυταρχικός, φιλάργυρος και δεν κυβερνούσε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού".[290][291] Οι ευγενείς πρόσφεραν το στέμμα στον Κάρολο Α΄ της Φλάνδρας.[292] Ο Κάρολος σύμφωνα με τον Γκάλμπερτ ήταν η ιδανική περίπτωση για να γίνει νέος βασιλιάς επειδή καταγόταν από την οικογένεια των δυο πρώτων βασιλέων και ήταν επικυρίαρχος του μεγαλύτερου αδελφού τους Ευστάθιου, δεν το δέχτηκε.[293] Ο Μάρεϊ σχετίζει τον αρχηγό των δυσαρεστημένων ευγενών με τον Φλαμανδό Ευστάθιο Γκρενιέ.[294] Ο Βαλάκ πέθανε πολεμώντας απέναντι σε έναν από τους επαναστάτες αξιωματούχους του (6 Μαΐου 1124), ο Βαλδουίνος αιχμαλωτίστηκε από τον γιο του Ιλγκαζί Τιμουρτάς.[295] Ο Τιμουρτάς διέταξε τον εμίρη του Σαϊζάρ να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις για την απελευθέρωση του Βαλδουίνου με τον Ζοσλέν και τον Μορφία.[296] Ο Βαλδουίνος θα έπρεπε να δώσει 70.000 δηνάρια, το Αθαρέμπ, το Ζαρντάνα, το Αζάζ και πολλά άλλα κάστρα των Αρμενίων στον Τιμουρτάς, του υποσχέθηκε επίσης να τον βοηθήσει απέναντι στον Βεδουίνο επικυρίαρχο του.[297][298] Όταν πληρώθηκε το τέταρτο των λύτρων και ο Τιμουρτάς πήρε για εγγύηση 12 ομήρους όπως η μικρότερη κόρη του Βαλδουίνου και ο γιος του Ζοσλέν ο Βαλδουίνος ελευθερώθηκε (29 Αυγούστου 1124).[299][300]

Εχθροπραξίες με τους μουσουλμάνους[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βαλδουίνος πήγε στην Αντιόχεια, ο πατριάρχης Μπερνάρντ του υπενθύμισε ότι δεν έχει δικαιώματα να παραχωρήσει περιοχές και κάστρα της Αντιόχειας στον Τιμουρτάς (6 Σεπτεμβρίου 1124).[301][302][303] Ο Βαλδουίνος ξεκίνησε την πολιορκία στο Χαλέπι που ήταν κρατούμενοι οι όμηροι για τα λύτρα (6 Οκτωβρίου 1124), ο Ντουμπαί ιμπν Σαντάκα και άλλοι δυο Σελτζούζοι πρίγκιπες ενώθηκαν μαζί του.[304][305][306] Η πόλη ήταν έτοιμη να παραδοθεί μετά από τρίμηνη πολιορκία, στη συνέχεια ο Σελτζούκος Ατάμπεης της Μοσούλης Ιλ-Μπουρσουκί ήρθε να βοηθήσει τους πολιορκημένους, με την άφιξη του ο Βαλδουίνος οπισθοχώρησε χωρίς μάχη (25 Ιανουαρίου 1125).[307][308] Ο Βαλδουίνος Β΄ επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ ύστερα από δυο χρόνια (3 Απριλίου 1127).[309][310] Ακολούθησε νέα συνθήκη με τους Βενετούς με τους ίδιους όρους, οι Βενετοί ήταν επίσης υποχρεωμένοι να του παρέχουν στρατιωτική στήριξη.[311] Ο Ιλ-Μπουρσουκί και ο Τογκτεκίν κυρίευσαν το Καφαρτάμπ και ξεκίνησαν την πολιορκία του Ζαρντάνα, ο Βαλδουίνος πήγε ξανά βόρεια να τα υπερασπιστεί.[312] Με τις περιγραφές του Μάρεϊ και του Μπάρμπερ φαίνεται ότι ελάχιστοι ευγενείς τον ακολούθησαν επειδή είχαν κουραστεί με τις ασταμάτητες εκστρατείες.[313][314] Ο Πονς της Τρίπολης και ο Ζοσλέν της Έδεσσας ήρθαν να τον βοηθήσουν, ο Βαλδουίνος Β΄ νίκησε τους Σελτζούκους στη μάχη του Αζάζ στα τέλη Μαίου, η μάχη περιγράφεται από τον ιστορικό Πέτερ Λοκ σαν μια "από τις αιματηρότερες στην ιστορία των Σταυροφορικών κρατών".[315] Η νίκη επέτρεψε στον Βαλδουίνο να πληρώσει τα λύτρα και να επιστρέψει στα Ιεροσόλυμα.[316]

Η σταδιοδρομία μερικών μεγάλων λόρδων ξεκίνησε όταν ο Βαλδουίνος Β΄ επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα.[317] Ο Γουόλτερ Α΄ του Μπρισιμπάρ έκανε την ίδια συνθήκη με τους Βενετούς σαν λόρδος της Βηρυτού (2 Μαΐου 1125), ο Παγιάν λε Μπουτεγιέ καταγράφεται πρώτη φορά λόρδος της Υπεριορδανίας (1126).[318] Ο Παγιάν σύμφωνα με τον Γουλιέλμο της Τύρου κυρίευσε την Υπεριορδανία όταν στερήθηκαν την περιοχή ο Ρομάν του Λε Πουί και ο γιος του Ραλφ.[319] Ο Μάρεϊ αναφέρει ότι ο Βαλδουίνος έκανε κατάσχεση της Υπεριορδανίας από τον Ρομάν επειδή ήταν αντίπαλος του όταν ήταν αιχμάλωτος.[320] Ο Μάρεϊ γράφει επίσης ότι στα τέλη της δεκαετίας του 1120 ο Βαλδουίνος ακολούθησε επεκτατική πολιτική στην περιοχή της Δαμασκού επειδή η αριστοκρατία των Ιεροσολύμων ήταν δυσαρεστημένη μαζί του, στις αρχές του 1126 έκανε επιδρομές κατά μήκος του Ιορδάνη.[321][322] Ο Βαλδουίνος συνέτριψε τον Τογκτεκίν και επέστρεψε στο βασίλειο του με πολλά λάφυρα (25 Ιανουαρίου 1126).[323][324] Ο Ιλ-Μπουρσουκί άρχισε τον Ιούλιο του 1126 να πολιορκεί ξανά το Αθαρέμπ, ο Βαλδουίνος βάδισε βόρεια και συμμάχησε με τον Ζοσλέν της Έδεσσας.[325][326] Οι δυο πλευρές δεν πήραν ρίσκο να δώσουν μάχη και ο Ιλ-Μπουρσουκί αποσύρθηκε στο Χαλέπι.[327]

Τελευταία χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γάμος της διαδόχου Μελισσάνθης με τον Φούλκων του Ανζού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βοημούνδος Β΄ της Αντιόχειας όταν ενηλικιώθηκε ήρθε τον Οκτώβριο του 1126 στη Συρία για να διεκδικήσει την κληρονομιά του, η άφιξη του τερμάτισε την ηγεμονία του Βαλδουίνου Β΄ στην Αντιόχεια και παντρεύτηκε τη δεύτερη κόρη του Αλίκη της Αντιόχειας.[328] Ο Βαλδουίνος Β΄ δεν είχε γιους και όρισε διάδοχο του τη μεγαλύτερη κόρη του Μελισσάνθη της Ιερουσαλήμ (1127).[329] Ο Βαλδουίνος Β΄ είχε αναγνωρίσει ότι ήταν αδύναμος να κατακτήσει τη Δαμασκό χωρίς ενισχύσεις από την Ευρώπη.[330] Μετά από συνέλευση ευγενών έδωσε εντολή το φθινόπωρο του 1127 στον Γουίλιαμ Α΄ του Μπουρ και τον Γκυ του Μπρίζεμπαρ να πάνε στη Γαλλία και να προσφέρουν το χέρι της Μελισσάνθης στον ισχυρότατο ευγενή και Σταυροφόρο Φούλκων της Ιερουσαλήμ.[331] Ο Ούγος ντε Παιν με λίγους οπαδούς του συνόδευσε την αποστολή, επισκέφτηκαν τον Γάλλο βασιλιά Λουδοβίκο τον Παχύ που συμφώνησε στον γάμο.[332][333] Οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον Φούλκωνα και τους απεσταλμένους του Βαλδουίνου κράτησαν μερικούς μήνες.[334]

Τον Σεπτέμβριο του 1127 ο Βαλδουίνος Β΄ έκανε νέα στρατιωτική εκστρατεία στην περιοχή της Δαμασκού.[335] Ο ιστορικός Στιβ Τιμπλ σημειώνει ότι το ισχυρό βασιλικό κάστρο στο Γουάντι Μούσα ανεγέρθη αμέσως μετά.[336] Το όνομα του βασιλιά Βαλδουίνου βρέθηκε σε μια επιστολή που έστειλε η Αγία Έδρα στον Γουίλιαμ Α΄, αρχιεπίσκοπο της Τύρου και στον Ρότζερ, επίσκοπο του Λοντ και του Ράμλα.[337] Ο Πάπας Ονώριος Β΄ σημειώνει σε γράμμα ότι ο Βαλδουίνος Β΄ είναι ο μοναδικός νόμιμος κυβερνήτης των Ιεροσολύμων.[338] Οι ιστορικοί Κρίστοφερ Τιέρμαν (γεν. το 1953) και Χανς Έμπερχαρντ Μάιερ (γεν. το 1932) συμφωνούν ότι ο πάπας έγραψε το γράμμα για να σβήσει όλες τις αμφιβολίες για τη νομιμότητα του Βαλδουίνου.[339][340] Ο Στέφανος του Λα Φέρτε από την άλλη που διαδέχτηκε τον Γουάρμουντ τον Ιούλιο του 1128 σαν πατριάρχης των Ιεροσολύμων στράφηκε εναντίον του Βαλδουίνου Β΄ και του ζήτησε να παραδώσει τα Ιεροσόλυμα στο Πατριαρχείο.[341] Ο Φούλκων του Ανζού έφτασε την άνοιξη του 1129 στους Αγίους Τόπους, παντρεύτηκε τη Μελισσάνθη και του έδωσε δώρο ο πεθερός του τις δυο ισχυρότερες πόλεις του βασιλείου Τύρο και Άκρα.[342] Ο Ούγος ντε Παιν που επικύρωσε στο Συμβούλιο του Τρουά τα Καταστατικά των Ναϊτών επέστρεψε με νέους Σταυροφόρους.[343][344]

Η διαδοχή της Αντιόχειας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο διάδοχος του Τογκτεκίν Τάζ αλ-Μαλούκ Μπουρί διέταξε τον Σεπτέμβριο 1129 τη σφαγή των Νιζαριτών στη Δαμασκό.[345] Ο Νιζαρίτης τοπικός ηγέτης Ισμαΐλ Αλ-Άτζμι έστειλε απεσταλμένους στον Βαλδουίνο Β΄ και πρότεινε να δώσει το κάστρο του Μπανιάς στους Σταυροφόρους, σε αντάλλαγμα να του δώσει άσυλο στο βασίλειο του.[346] Ο βασιλιάς δέχτηκε την πρόταση και έστειλε τον στρατό του να κυριεύσει το Μπανιάς και με πλεονέκτημα την παρουσία νέων Σταυροφόρων αποφάσισε να επιτεθεί στη Δαμασκό.[347][348] Συγκέντρωσε στρατό και βάδισε τον Νοέμβριο μέχρι το Γούντεν Μπρίτζ περίπου 10 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά από την πόλη.[349] Οι Τουρκομάνοι ιππείς του Μπουρί πέτυχαν σκληρό χτύπημα στους Σταυροφόρους και λεηλάτησαν άγρια τις πεδιάδες γύρω από τη Δαμασκό, ο Βαλδουίνος Β΄ δεν είχε άλλη επιλογή στις αρχές Δεκεμβρίου από το να επιστρέψει στο βασίλειο του.[350][351]

Τον Φεβρουάριο του 1130 ο Ντανισμεντίδης Γαζί Γκουμουστιγκίν παγίδευσε και σκότωσε τον Βοημούνδο Β΄ και ο Βαλδουίνος έσπευσε στην Αντιόχεια για να τακτοποιήσει τη διοίκηση του πριγκιπάτου.[352] Η Αλίκη ανέλαβε μόνη την αντιβασιλεία όσο η μικρή της κόρη Κωνσταντία της Αντιόχειας ήταν ανήλικη και δεν επέτρεψε στον Βαλδουίνο Β΄ να μπει στην πόλη.[353][354][355] Η Αλίκη σύμφωνα με Σελτζούκο ιστορικό της εποχής έστειλε απεσταλμένους στον Ατάμπεη της Μοσούλης Ιμαντεντίν Ζενγκί και του ζήτησε βοήθεια εναντίον του πατέρα της.[356] Οι ευγενείς της Αντιόχειας αντιτάχθηκαν σκληρά στα σχέδια της Αλίκης και άνοιξαν τις πύλες για να μπει ο Βαλδουίνος Β΄.[357] Ο βασιλιάς συγχώρεσε την κόρη του αλλά της απαγόρευσε να παραμείνει στην Αντιόχεια όσο η Κωνσταντία ήταν ανήλικη.[358][359] Οι ευγενείς της Αντιόχειας έδωσαν όρκο πίστης στη μικρή Κωνσταντία και τον Βαλδουίνο Β΄ που διόρισε τον Ζοσλέν της Έδεσσας κυβερνήτη.[360]

Θάνατος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ταφή του Βαλδουίνου Β΄

Ο Βαλδουίνος Β΄ αρρώστησε πολύ βαριά αμέσως όταν επέστρεψε από την Αντιόχεια σύμφωνα με τον Γουλιέλμο της Τύρου.[361] Τον Αύγουστο του 1131 που έκανε διαπραγματεύσεις για τη διαδοχή ήταν ετοιμοθάνατος.[362] Μεταφέρθηκε από τα ανάκτορα στον Πανάγιο Τάφο, εκεί όρισε κληρονόμους τη μεγάλη του κόρη Μελισσάνθη, τον γαμπρό του Φούλκωνα και τον μικρό τους γιο Βαλδουίνο.[363] Πήρε όρκους μοναχισμού και μπήκε στο παρεκκλήσι του Παναγίου Τάφου όπου και πέθανε (21 Αυγούστου 1131), η ταφή του έγινε στον Πανάγιο Τάφο.[364][365]

Οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Αρμενική Αποστολική Εκκλησία είχε ασπαστεί τον Μονοφυσιτισμό, αλλά η σύζυγος του Βαλδουίνου Β΄, η Μορφία της Μελιτηνής προερχόταν από ευγενή Ορθόδοξη οικογένεια.[366][367] Ο πατέρας της Γαβριήλ του την έδωσε σύζυγο, επειδή χρειαζόταν την υποστήριξη των Σταυροφόρων για τους εχθρούς του.[368] Ο Βαλδουίνος Β΄ και η Μορφία (απεβ. στις 1 Οκτωβρίου 1127) απέκτησαν τέκνα:[369][370]

  • Μελισσάνθη 1105-1161, παντρεύτηκε τον Φούλκωνα Ε΄ κόμη του Ανζού και στέφθηκαν βασιλείς της Ιερουσαλήμ στον Πανάγιο Τάφο (14 Σεπτεμβρίου 1131).[371][372]
  • Αλίκη π. 1110-μετά το 1136, παντρεύτηκε τον Βοημούνδο Β΄ των Ωτβίλ πρίγκιπα της Αντιόχειας. Προσπάθησε να κυβερνήσει την Αντιόχεια μετά τον θάνατο του συζύγου της και αντιτέθηκε γι' αυτό με τον πατέρα της, χωρίς επιτυχία.[373]
  • Οδριένα π.1110-π.1164, σύζυγός της έγινε ο Ραϋμόνδος Β΄ του Οίκου της Τουλούζης κόμης της Τρίπολης.(1138).[374]
  • Ιοβέτα π.1120-1161-78, ήταν το μοναδικό "πορφυρογέννητο" παιδί των γονέων της.[375] Εισήλθε στη μονή της Αγίας Άννας στην Ιερουσαλήμ γύρω στο 1134.[376] Σε 10 χρόνια έγινε η δεύτερη ηγουμένη στη μονή της Μελισσάνθης και εγκαταστάθηκε στον τάφο του Λαζάρου στη Βηθανία.[377]

Θρύλοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι συγγραφείς της εποχής του παρουσιάζονται κριτικοί με τον Βαλδουίνο Β΄.[378] Ο Ματθαίος της Έδεσσας καταγράφει τα παράπονα των Αρμενίων απέναντί του, όταν κυβερνούσε την Έδεσσα· τον περιγράφει άπληστο με "μεγάλη αγάπη στο χρήμα".[379] Ένας ασκητής μοναχός, ο Στέφανος του Μπλουά, περιγράφει ότι ο βασιλιάς "έζησε με μεγάλες ακρότητες".[380] Ο Φούλχερ του Σαρτρ αναφέρει, ότι η αιχμαλωσία του ήταν θεία τιμωρία για τις αμαρτίες του, κάτι που δεν συνέβη με κανέναν προηγούμενο βασιλιά.[381] Ο Γουλιέλμος της Τύρου χαρακτηρίζει τον Βαλδουίνο Β΄ ως "πιστό και θεοφοβούμενο άνδρα, με μεγάλη εμπειρία στις πολεμικές τέχνες" και τον ονομάζει "Αγκαθωτό". Ο Σελτζούκος συγγραφέας Ίμπν - αλ - Κουαλανισί τον καταγράφει ως "Βαλδουίνος ο μικρός" για να τον διακρίνει από τον Βαλδουίνο Α΄, "μετά από εκείνον δεν βρέθηκε κανένας βασιλιάς ικανότερος να κυβερνήσει".

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά, Αγγλικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 2  Απριλίου 2015.
  2. p507.htm#i5070. Ανακτήθηκε στις 7  Αυγούστου 2020.
  3. Murray 1992, p. 5.
  4. Murray 1992, pp. 7–9.
  5. Murray 1992, p. 5.
  6. Barber 2012, pp. 55, 62.
  7. Murray 1992, p. 6.
  8. Asbridge 2004, pp. 308–309.
  9. Runciman 1989a, p. 147.
  10. Lock 2006, pp. 20–21.
  11. Asbridge 2004, p. 110.
  12. Runciman 1989a, p. 150.
  13. Asbridge 2004, pp. 111, 117.
  14. Asbridge 2004, pp. 142–143.
  15. Asbridge 2004, p. 143.
  16. Runciman 1989a, p. 198.
  17. Murray 2000, p. 61.
  18. Barber 2012, p. 17.
  19. Lock 2006, pp. 22–23.
  20. Runciman 1989a, p. 276.
  21. Runciman 1989a, pp. 277–278.
  22. Asbridge 2004, pp. 308–309.
  23. Asbridge 2004, p. 309.
  24. Lock 2006, p. 25.
  25. Runciman 1989a, pp. 298–299.
  26. Runciman 1989a, p. 299.
  27. Lock 2006, p. 25.
  28. Asbridge 2004, p. 332.
  29. Runciman 1989a, p. 322.
  30. MacEvitt 2010, p. 75.
  31. Fink 1969, pp. 380, 382.
  32. Barber 2012, p. 62.
  33. Murray 2000, p. 94.
  34. Fink 1969, p. 381.
  35. Tyerman 2006, p. 186.
  36. Runciman 1989b, p. 36.
  37. MacEvitt 2010, p. 78.
  38. Runciman 1989b, p. 37.
  39. Runciman 1989b, p. 37.
  40. Lock 2006, p. 26.
  41. MacEvitt 2010, p. 78.
  42. MacEvitt 2010, p. 78.
  43. Runciman 1989b, p. 37.
  44. Runciman 1989b, p. 37.
  45. Tyerman 2006, p. 186.
  46. Runciman 1989b, p. 38.
  47. Runciman 1989b, pp. 76, 80.
  48. Runciman 1989b, p. 80.
  49. Fink 1969, p. 383.
  50. Runciman 1989b, pp. 80–81.
  51. Runciman 1989b, p. 38.
  52. Runciman 1989b, p. 38.
  53. Fink 1969, p. 388.
  54. Runciman 1989b, p. 38.
  55. Fink 1969, p. 388.
  56. Lock 2006, p. 27.
  57. Fink 1969, pp. 392–393.
  58. Runciman 1989b, p. 41.
  59. Barber 2012, p. 82.
  60. Runciman 1989b, p. 41.
  61. Runciman 1989b, pp. 41–42.
  62. Fink 1969, p. 389.
  63. Runciman 1989b, p. 42.
  64. Fink 1969, p. 389.
  65. Barber 2012, p. 82.
  66. Barber 2012, p. 82.
  67. Kohler 2013, p. 65.
  68. Fink 1969, p. 389.
  69. Barber 2012, p. 82.
  70. Runciman 1989b, p. 43.
  71. Runciman 1989b, p. 43.
  72. Barber 2012, p. 82.
  73. Runciman 1989b, pp. 43, 44.
  74. Fink 1969, p. 390.
  75. Runciman 1989b, p. 45.
  76. Runciman 1989b, p. 111.
  77. Runciman 1989b, p. 45.
  78. Maalouf 1984, p. 70.
  79. Runciman 1989b, p. 45.
  80. Maalouf 1984, p. 70.
  81. Runciman 1989b, p. 45.
  82. Barber 2012, p. 84.
  83. Lock 2006, p. 28.
  84. Fink 1969, p. 393.
  85. Fink 1969, p. 393.
  86. Runciman 1989b, pp. 110–111.
  87. Runciman 1989b, p. 111.
  88. Runciman 1989b, pp. 111–112.
  89. Runciman 1989b, p. 112.
  90. Runciman 1989b, p. 112.
  91. Kohler 2013, p. 124.
  92. Runciman 1989b, p. 112.
  93. Kohler 2013, p. 66.
  94. Lock 2006, p. 29.
  95. Lock 2006, p. 29.
  96. Maalouf 1984, p. 69.
  97. Kohler 2013, p. 65.
  98. Runciman 1989b, p. 112
  99. Runciman 1989b, pp. 112–113.
  100. Kohler 2013, p. 65.
  101. Runciman 1989b, p. 113.
  102. Fink 1969, p. 394.
  103. Lock 2006, p. 30.
  104. Fink 1969, p. 394.
  105. Maalouf 1984, p. 69.
  106. Runciman 1989b, p. 113.
  107. Runciman 1989b, p. 113.
  108. Kohler 2013, p. 70.
  109. Runciman 1989b, p. 113.
  110. Maalouf 1984, p. 70.
  111. Kohler 2013, p. 65.
  112. Runciman 1989b, p. 113.
  113. Lock 2006, p. 30.
  114. Runciman 1989b, p. 114.
  115. Lock 2006, p. 30.
  116. Runciman 1989b, p. 114.
  117. Fink 1969, p. 394.
  118. Runciman 1989b, p. 114.
  119. Maalouf 1984, p. 70.
  120. Runciman 1989b, p. 114.
  121. Maalouf 1984, pp. 70–71.
  122. Lock 2006, p. 30.
  123. Fink 1969, p. 397.
  124. Runciman 1989b, p. 115.
  125. Fink 1969, p. 398.
  126. Lock 2006, p. 30.
  127. Runciman 1989b, p. 115.
  128. Runciman 1989b, p. 115.
  129. Barber 2012, p. 99.
  130. Lock 2006, p. 30.
  131. Lock 2006, p. 30.
  132. Barber 2012, p. 99.
  133. MacEvitt 2010, p. 91.
  134. Barber 2012, pp. 99–100.
  135. Barber 2012, p. 100.
  136. Runciman 1989b, p. 116.
  137. Runciman 1989b, p. 116.
  138. Runciman 1989b, pp. 116–117.
  139. Runciman 1989b, p. 116.
  140. Fink 1969, p. 399.
  141. Barber 2012, p. 100.
  142. Runciman 1989b, p. 117.
  143. MacEvitt 2010, p. 92.
  144. Runciman 1989b, pp. 117–118.
  145. Runciman 1989b, p. 118.
  146. Barber 2012, p. 101.
  147. Fink 1969, p. 400.
  148. Runciman 1989b, pp. 121–122.
  149. Runciman 1989b, p. 122.
  150. Runciman 1989b, p. 122.
  151. Lock 2006, p. 31.
  152. Runciman 1989b, p. 122.
  153. Fink 1969, p. 400.
  154. Fink 1969, p. 400.
  155. Runciman 1989b, p. 123.
  156. Fink 1969, p. 400.
  157. Lock 2006, p. 31.
  158. Fink 1969, p. 400.
  159. Runciman 1989b, p. 124.
  160. Fink 1969, pp. 400–401.
  161. Lock 2006, p. 32.
  162. Fink 1969, p. 399.
  163. Runciman 1989b, p. 124.
  164. Runciman 1989b, p. 124.
  165. Runciman 1989b, p. 124.
  166. Fink 1969, p. 402.
  167. Fink 1969, p. 402.
  168. Runciman 1989b, pp. 125–126.
  169. Fink 1969, p. 402.
  170. Runciman 1989b, p. 129.
  171. Fink 1969, p. 402.
  172. Runciman 1989b, p. 129.
  173. Lock 2006, p. 32.
  174. Runciman 1989b, p. 129.
  175. Fink 1969, p. 403.
  176. Fink 1969, p. 404.
  177. Fink 1969, p. 404.
  178. Barber 2012, p. 104.
  179. Fink 1969, p. 404.
  180. Fink 1969, p. 404.
  181. Fink 1969, p. 405.
  182. Runciman 1989b, p. 129.
  183. Fink 1969, p. 405.
  184. Runciman 1989b, p. 129.
  185. Fink 1969, p. 405.
  186. Runciman 1989b, p. 129.
  187. Fink 1969, p. 405.
  188. Runciman 1989b, pp. 129–130.
  189. Murray 1992, p. 1.
  190. Barber 2012, p. 117.
  191. Barber 2012, p. 117.
  192. Murray 1994, p. 61.
  193. Barber 2012, p. 117.
  194. Barber 2012, p. 117.
  195. Barber 2012, pp. 117–118.
  196. Murray 1994, p. 61.
  197. Barber 2012, p. 118.
  198. Murray 1994, p. 61.
  199. Barber 2012, p. 118.
  200. Barber 2012, p. 118.
  201. Barber 2012, pp. 118–119.
  202. Barber 2012, p. 119.
  203. Mayer 1985, p. 139.
  204. Barber 2012, p. 120.
  205. Runciman 1989b, p. 146.
  206. Barber 2012, p. 118.
  207. Barber 2012, p. 118.
  208. Murray 1992, p. 128.
  209. Murray 1992, p. 128.
  210. Mayer 1985, p. 139.
  211. Mayer 1985, p. 139.
  212. Runciman 1989b, p. 146.
  213. Runciman 1989b, p. 146.
  214. Runciman 1989b, p. 146.
  215. Lock 2006, p. 34.
  216. Runciman 1989b, p. 146.
  217. Runciman 1989b, p. 146.
  218. Runciman 1989b, p. 146.
  219. Lock 2006, p. 34.
  220. Runciman 1989b, p. 148.
  221. Barber 2012, p. 122.
  222. Runciman 1989b, p. 148.
  223. Barber 2012, p. 122.
  224. Runciman 1989b, p. 147.
  225. Runciman 1989b, p. 148.
  226. Barber 2012, p. 123.
  227. Runciman 1989b, p. 149.
  228. Lock 2006, p. 34.
  229. Barber 2012, pp. 123, 360.
  230. Barber 2012, pp. 123–124.
  231. Runciman 1989b, p. 152.
  232. Barber 2012, p. 124.
  233. Runciman 1989b, p. 152.
  234. Barber 2012, p. 125.
  235. Runciman 1989b, p. 152.
  236. Barber 2012, p. 129.
  237. Runciman 1989b, p. 153.
  238. Runciman 1989b, p. 153.
  239. Barber 2012, p. 125.
  240. Lock 2006, p. 34.
  241. Barber 2012, p. 125.
  242. Barber 2012, p. 125.
  243. Lock 2006, p. 34.
  244. Barber 2012, p. 129.
  245. Barber 2012, p. 131.
  246. Barber 2012, p. 131.
  247. Tyerman 2006, p. 206.
  248. Lock 2006, p. 34.
  249. Barber 2012, p. 134.
  250. Tyerman 2006, p. 254.
  251. Barber 2012, p. 134.
  252. Tyerman 2006, p. 254.
  253. Barber 2012, p. 139.
  254. Lock 2006, p. 35.
  255. Runciman 1989b, p. 158.
  256. Murray 1994, p. 67.
  257. Barber 2012, p. 137.
  258. Murray 1994, p. 67.
  259. Barber 2012, p. 137.
  260. Lock 2006, p. 35.
  261. Runciman 1989b, p. 159.
  262. Runciman 1989b, p. 159.
  263. Runciman 1989b, p. 159.
  264. Runciman 1989b, p. 159.
  265. Lock 2006, p. 35.
  266. Runciman 1989b, p. 159.
  267. Lock 2006, p. 35.
  268. Murray 1994, p. 67.
  269. Runciman 1989b, p. 160.
  270. Lock 2006, p. 35.
  271. Lock 2006, p. 36.
  272. Runciman 1989b, p. 162.
  273. Runciman 1989b, p. 162.
  274. Runciman 1989b, p. 162.
  275. Murray 1994, p. 68.
  276. Maalouf 1984, p. 95.
  277. Barber 2012, p. 138.
  278. MacEvitt 2010, p. 93.
  279. MacEvitt 2010, p. 93.
  280. MacEvitt 2010, p. 94.
  281. Murray 1992, pp. 194, 236.
  282. Barber 2012, p. 140.
  283. Murray 1994, p. 68.
  284. Tyerman 2006, p. 204.
  285. Runciman 1989b, pp. 167–168.
  286. Barber 2012, p. 141.
  287. Maalouf 1984, p. 97.
  288. Barber 2012, p. 143.
  289. Tyerman 2006, p. 207.
  290. Galbert of Bruges: The Murder of Charles the Good (ch. 5.), p. 93.
  291. Barber 2012, pp. 143–144.
  292. Barber 2012, p. 144.
  293. Barber 2012, p. 144.
  294. Murray 1994, p. 73.
  295. Runciman 1989b, p. 171.
  296. Runciman 1989b, p. 171.
  297. Runciman 1989b, p. 171.
  298. Kohler 2013, p. 113.
  299. Lock 2006, p. 37.
  300. Runciman 1989b, p. 171.
  301. Lock 2006, p. 37.
  302. Runciman 1989b, p. 172.
  303. Kohler 2013, p. 114.
  304. Lock 2006, p. 37.
  305. Runciman 1989b, p. 172.
  306. Kohler 2013, p. 114.
  307. Runciman 1989b, p. 173.
  308. Lock 2006, p. 38.
  309. Runciman 1989b, p. 173.
  310. Lock 2006, p. 38.
  311. Barber 2012, p. 142.
  312. Runciman 1989b, p. 173.
  313. Barber 2012, p. 143.
  314. Murray 1994, p. 79.
  315. Lock 2006, p. 38.
  316. Runciman 1989b, pp. 173–174.
  317. Murray 1994, p. 76.
  318. Murray 1994, pp. 76–77.
  319. Murray 1994, p. 78.
  320. Murray 1994, p. 78.
  321. Lock 2006, p. 38.
  322. Murray 1992, p. 149.
  323. Lock 2006, p. 38.
  324. Runciman 1989b, p. 174.
  325. Lock 2006, p. 38.
  326. Runciman 1989b, p. 175.
  327. Runciman 1989b, p. 175.
  328. Barber 2012, pp. 143–144.
  329. Mayer 1985, p. 139.
  330. Barber 2012, p. 145.
  331. Mayer 1985, p. 140.
  332. Barber 2012, p. 145.
  333. Mayer 1985, p. 142.
  334. Mayer 1985, p. 142.
  335. Tibble 1989, p. 82.
  336. Tibble 1989, pp. 82–83.
  337. Mayer 1985, pp. 142–143.
  338. Mayer 1985, p. 143.
  339. Tyerman 2006, p. 207.
  340. Mayer 1985, p. 143.
  341. Barber 2012, p. 151.
  342. Barber 2012, p. 146.
  343. Barber 2012, pp. 146–147.
  344. Lock 2006, p. 40.
  345. Barber 2012, p. 147.
  346. Barber 2012, p. 147.
  347. Lock 2006, p. 40.
  348. Runciman 1989b, p. 180.
  349. Runciman 1989b, p. 180.
  350. Runciman 1989b, p. 180.
  351. Barber 2012, pp. 147–148.
  352. Maalouf 1984, p. 115.
  353. Maalouf 1984, p. 115.
  354. Barber 2012, p. 152.
  355. Runciman 1989b, p. 184.
  356. Maalouf 1984, p. 115.
  357. Runciman 1989b, p. 184.
  358. Runciman 1989b, p. 184.
  359. Maalouf 1984, p. 116.
  360. Runciman 1989b, p. 184.
  361. Barber 2012, p. 149.
  362. Runciman 1989b, pp. 184–185.
  363. Barber 2012, p. 149.
  364. Barber 2012, p. 149.
  365. Runciman 1989b, p. 185.
  366. Murray 1992, p. 186.
  367. MacEvitt 2010, p. 78.
  368. MacEvitt 2010, p. 77.
  369. Mayer 1985, p. 140.
  370. Mayer 1985, p. 139.
  371. Barber 2012, p. 149.
  372. Lock 2006, p. 41.
  373. Lock 2006, p. 41.
  374. Mayer 1985, p. 140.
  375. Mayer 1985, p. 140.
  376. Barber 2012, p. 146.
  377. Barber 2012, pp. 158, 160.
  378. Barber 2012, p. 150.
  379. Barber 2012, p. 150.
  380. Barber 2012, p. 150.
  381. Barber 2012, p. 150.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Asbridge, Thomas (2004). The First Crusade: A New History: The Roots of Conflict between Christianity and Islam. Oxford University Press.
  • Barber, Malcolm (2012). The Crusader States. Yale University Press.
  • Fink, Harold S. (1969). "The Foundation of the Latin States, 1099–1118". In Setton, Kenneth M.; Baldwin, Marshall W. A History of the Crusades, Volume One: The First Hundred Years. The University of Wisconsin Press.
  • Köhler, Michael (2013). Alliances and Treaties between Frankish and Muslim Rulers in the Middle East: Cross-Cultural Diplomacy in the Period of the Crusades.
  • Lock, Peter (2006). The Routledge Companion to the Crusades. Routledge.
  • Maalouf, Amin (1984). The Crusades Through Arab Eyes.
  • MacEvitt, Christopher (2010). The Crusades and the Christian World of the East: Rough Tolerance. University of Pennsylvania Press.
  • Mayer, Hans Eberhard (1985). "The Succession to Baldwin II of Jerusalem: English Impact on the East".
  • Murray, Alan V. (1992). "Dynastic continuity or dynastic change? Accession of Baldwin II and the nobility of the Kingdom of Jerusalem". Medieval Prosopography.
  • Murray, Alan V. (1994). "Baldwin II and his Nobles: Baronial Factionalism and Dissent in the Kingdom of Jerusalem, 1118–1134".
  • Murray, Alan V. (2000). The Crusader Kingdom of Jerusalem: A Dynastic History, 1099–1125. Prosopographica et Geneologica.
  • Runciman, Steven (1989a). A History of the Crusades, Volume I: The First Crusade and the Foundations of the Kingdom of Jerusalem. Cambridge University Press.
  • Runciman, Steven (1989b). A History of the Crusades, Volume II: The Kingdom of Jerusalem and the Frankish East, 1100-1187. Cambridge University Press.
  • Tibble, Steven (1989). Monarchy and Lordships in the Latin Kingdom of Jerusalem, 1099-1291. Clarendon Press.
  • Tyerman, Christopher (2006). God's War: A New History of the Crusades. The Belknap Press of Harvard University Press.
  • Sergio Ferdinandi, La Contea franca di Edessa. Fondazione e profilo storico del primo principato crociato nel Levante (1098-1150), Pontificia Università Antonianum, Roma 2017.
  • William of Tyre, A History of Deeds Done Beyond the Sea, trans. E. A. Babcock and A. C. Krey. Columbia University Press, 1943.
  • Galbert of Bruges: The Murder of Charles the Good (Translated by James Bruce Ross) (1959). Columbia University Press.
Βαλδουίνος Β΄ της Ιερουσαλήμ
Γέννηση: 1060 Θάνατος: 21 Αυγούστου 1131
Βασιλικοί τίτλοι
Προκάτοχος
Βαλδουίνος Α΄ της Ιερουσαλήμ
1100 - 1118
Βασιλιάς της Ιερουσαλήμ

1118 - 1131
Διάδοχος
Μελισσάνθη της Ιερουσαλήμ
1131 - 1153
Με τον σύζυγό της Φούλκωνα των Ανζού (1131-43),
με τον γιο της Βαλδουίνο Γ΄ (1143-53)
Κόμης της Έδεσσας

1100 - 1118
Διάδοχος
Ζοσλέν του Κουρτεναί