Κομητεία της Έδεσσας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κομητεία της Έδεσσας
10981150

Σημαία

Έμβλημα
ΠρωτεύουσαΈδεσσα
ΘρησκείαΡωμαιοκαθολική Εκκλησία
Πολίτευμαμοναρχία

Η κομητεία της Έδεσσας ήταν ένα από τα Σταυροφορικά κράτη του 12ου αιώνα. Η έδρα της ήταν η πόλη Έδεσσα (η σημερινή Σανλιούρφα της Τουρκίας). Κατά την ύστερη Βυζαντινή περίοδο, η Έδεσσα έγινε το κέντρο της πνευματικής ζωής της Συριακής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Έτσι έγινε επίσης το κέντρο για τη μετάφραση της Αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας στη Συριακή γλώσσα, και παρείχε το μέσο για τις επακόλουθες μεταφράσεις στην Αραβική γλώσσα. Κατά την εποχή των Σταυροφοριών εξακολουθούσε να είναι αρκετά σημαντική για να αποτελέσει το δέλεαρ μιας παράλληλης εκστρατείας μετά την Πολιορκία της Αντιόχειας.[1]

Ο Βαλδουίνος της Βουλώνης ο πρώτος κόμης της Έδεσσας έγινε Βασιλέας της Ιερουσαλήμ, οι επόμενοι κόμητες ήταν συνεπώς ξαδέλφια του. Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα Σταυροφορικά κράτη η κομητεία της Έδεσσας δεν βρεχόταν από τη θάλασσα, σύντομα απομονώθηκε και δεν είχε καλές σχέσεις με το γειτονικό Πριγκιπάτο της Αντιόχειας. Η μισή κομητεία μαζί με την πρωτεύουσα βρισκόταν ανατολικά του Ευφράτη, πολύ ανατολικά σε βαθμό που δεν μπορούσε να προστατευτεί, το τμήμα που βρισκόταν δυτικά του Ευφράτη ελεγχόταν από το ισχυρότατο Τυρμπεσέλ. Το ανατολικότερο όριο της κομητείας ακούγεται ότι ήταν ο Τίγρης ποταμός αλλά πιθανότατα δεν είχε επεκταθεί τόσο μακριά.[2] Η πτώση της Έδεσσας (1144) ήταν η πρώτη μεγάλη απώλεια για τα Σταυροφορικά κράτη και προκάλεσε τη Β΄ Σταυροφορία, όλες οι επόμενες Σταυροφορίες ήταν αβέβαιες και αποτυχημένες. Η Έδεσσα δεν ανακτήθηκε με τη Β΄ Σταυροφορία, θεωρούσαν περισσότερο στρατηγική πόλη τη Δαμασκό, η Έδεσσα χάθηκε οριστικά για τους χριστιανούς. Η πόλη ανήκει σήμερα στην Τουρκία με το όνομα Σανλιούρφα χωρίς να έχει καμιά ιδιαίτερη αξία για τους χριστιανούς. Οι Προχαλκηδόνιες Εκκλησίες εξαφανίστηκαν σε σημαντικό βαθμό με τη Γενοκτονία των Αρμενίων όταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.[3]

Ίδρυση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα Σταυροφορικά κράτη (1135)

Ο Βαλδουίνος της Βουλώνης εγκατέλειψε τον Σταυροφορικό στρατό (1098) που βάδιζε προς την Αντιόχεια και την Ιερουσαλήμ. Πήγε νότια στην Κιλικία όπου τον υποδέχθηκε ο ηγεμόνας της περιοχής Θεόδωρος Χετάμης, τον έπεισε να τον ορίσει θετό γιο και διάδοχο του. Ο Βαλδουίνος παντρεύτηκε την κόρη του Θεόδωρου Χετάμη Άρντα της Αρμενίας και έγινε η πρώτη βασίλισσα της Ιερουσαλήμ. Ο Θεόδωρος Χετάμης είχε ασπαστεί την Ορθόδοξη Εκκλησία αν και Αρμένιος, αυτό δυσαρέστησε έντονα τους υπηκόους του που ανήκαν στην Αρμενική Αποστολική Εκκλησία με αποτέλεσμα την πτώση του τον Μάρτιο του 1098. Ο Βαλδουίνος έγινε ο πρώτος βασιλιάς της Ιερουσαλήμ όταν πέθανε ο αδελφός του Γοδεφρείδος του Μπουιγιόν (1100). Στην κομητεία της Έδεσσας τον διαδέχθηκε ο ξάδελφος του Βαλδουίνο του Μπούρκ. Συμμάχησε με τον Ζοσλέν Α΄ της Έδεσσας που έγινε κύριος του κάστρου του Τυρμπεσέλ στον Ευφράτη, ένα σημαντικό σημείο στις μάχες απέναντι στη Δυναστεία των Σελτζούκων. Οι λόρδοι των Φράγκων είχαν καλές σχέσεις με τους Αρμένιους υπηκόους τους που εκφράστηκαν μέσω των γάμων, οι τρείς πρώτοι κόμητες παντρεύτηκαν γυναίκες από την Αρμενία. Η πρώτη σύζυγος του κόμητος Βαλδουίνου πέθανε (1091) και όταν τη διαδέχθηκε στην Έδεσσα παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο την Άρντα εγγονή του Κωνσταντίνου Α΄ της Αρμενίας από τον Οίκο των Ρουπενιδών. Ο Βαλδουίνος του Μπούρκ παντρεύτηκε τη Μορφία της Μελιτηνής κόρη του Γαβριήλ της Μελιτήνης και ο Ζοσλέν Α΄ του Κουρτεναί παντρεύτηκε τη Βεατρίκη της Αρμενίας επίσης κόρη του Κωνσταντίνου.

Συγκρούσεις με γείτονες Μουσουλμάνους[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βαλδουίνος Β΄ βρέθηκε σύντομα σε εμπλοκή με τις υποθέσεις στη Συρία και τη Μικρά Ασία. Βοήθησε να ελευθερωθεί ο Βοημούνδος Α΄ της Αντιόχειας που είχε αιχμαλωτιστεί από τους Δανισμενδίδες (1103), σε συμμαχία με την Αντιόχεια επιτέθηκε στη Βυζαντινή αυτοκρατορία στην περιοχή της Κιλικίας (1104). Η Έδεσσα δέχτηκε επίθεση από την Μοσούλη, ο Βαλδουίνος και ο Ζοσλέν ηττήθηκαν στη "μάχη του Χαρράν" και αιχμαλωτίστηκαν στα τέλη του 1104. Ο ξάδελφος του Βοημούνδου Ταγκρέδος, πρίγκιπας της Γαλιλαίας έγινε αντιβασιλιάς της Έδεσσας αν και κυβερνούσε την περιοχή ο Ριχάρδος του Σαλέρνο μέχρι την εποχή που ο Βαλδουίνος και ο Ζοσλέν ελευθερώθηκαν από την αιχμαλωσία (1108). Ο Βαλδουίνος είχε στόχο να πολεμήσει για να κερδίσει τον έλεγχο στην πόλη, ο Ταγκρέδος ηττήθηκε αν και ο Βαλδουίνος είχε συμμαχήσει με μερικούς τοπικούς Μουσουλμάνους κυβερνήτες. Ο Ατάμπεης της Μοσούλης κατέκτησε όλα τα εδάφη ανατολικά του Ευφράτη, δεν ακολούθησε λεηλασία της Έδεσσας επειδή οι Μουσουλμάνοι ήθελαν να ανασυγκροτήσουν τις δυνάμεις τους. Ο Βαλδουίνος Α΄ πέθανε (1118) και τον διαδέχθηκε ο ξάδελφος του Βαλδουίνος Β΄, ο μεγαλύτερος αδελφός του Βαλδουίνου Α΄ Ευστάθιος Β΄ της Βουλώνης είχε περισσότερα κληρονομικά δικαιώματα αλλά βρισκόταν στη Γαλλία και δεν μπορούσε να κληρονομήσει τον θρόνο. Η Έδεσσα δόθηκε στον Ζοσλέν (1119) αλλά αιχμαλωτίστηκε (1122), ο Βαλδουίνος Β΄ ήρθε να τον ελευθερώσει αλλά αιχμαλωτίστηκε και ο ίδιος, το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ έμεινε χωρίς βασιλιά. Ο Ζοσλέν Α΄ τελικά δραπέτευσε (1123) και πέτυχε και την απελευθέρωση του ίδιου του Βαλδουίνου την επόμενη χρονιά. Ο Ζοσλέν Α΄ τραυματίστηκε θανάσιμα στη διάρκεια μιας πολιορκίας (1131), τον διαδέχθηκε ο γιος του Ζοσλέν Β΄ της Έδεσσας. Την ίδια εποχή ο Ιμαντεντίν Ζενγκί ένωσε το Χαλέπι με τη Μοσούλη και απείλησε την Έδεσσα. Ο Ζοσλέν Β΄ έδωσε μικρή προσοχή στην ασφάλεια της κομητείας του και ήρθε σε συμφωνία με την Κομητεία της Τρίπολης που είχε αρνηθεί να έρθει να τον βοηθήσει.

Πτώση της κομητείας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ζενγκί πολιόρκησε την πόλη και την κατέλαβε (24 Δεκεμβρίου 1144). Ο Ζοσλέν Β΄ συνέχισε να κυβερνά τα εδάφη του δυτικά του Ευφράτη, με τον θάνατο του Ζενγκί τον Σεπτέμβριο του 1146 βρήκε την ευκαιρία να ανακτήσει και να κερδίσει την παλιά του πρωτεύουσα. Η πόλη χάθηκε ξανά τον Νοέμβριο και ο Ζοσλέν δραπέτευσε. Αργότερα (1150) κατακτήθηκε από τον γιο του Ζενγκί Νουρεντίν Ζενγκί και φυλακίστηκε στο Χαλέπι όπου και πέθανε (1159). Η σύζυγος του πούλησε την Τυρμπυσέλ και κατέφυγε στον Βυζαντινό αυτοκράτορα Μανουή Α΄ Κομνηνό αλλά αργότερα κατακτήθηκαν τα εδάφη από τον Νουρεντίν, την ίδια χρονιά κατακτήθηκε και το Σουλτανάτο του Ρουμ. Η Έδεσσα ήταν το πρώτα από τα Σταυροφορικά κράτη που δημιουργήθηκαν και το πρώτο που έπεσε.

Δημογραφικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Έδεσσα ήταν το μεγαλύτερο Σταυροφορικό κράτος σε έκταση και το μικρότερο σε πληθυσμό με 10.000 κατοίκους, το μεγαλύτερο τμήμα του ήταν καλυμμένο με φρούρια. Η περιοχή της επεκτεινόταν δυτικά μέχρι τον Ευφράτη και ανατολικά είχε τη μεγαλύτερη επέκταση, στα βόρεια έφτανε μέχρι την Αρμενία και στα νότια βρίσκονταν οι πανίσχυρες πόλεις Χαλέπι και Μοσούλη. Οι κάτοικοι ήταν στην πλειοψηφία τους Σύριοι Ορθόδοξοι και Αρμένιοι Ορθόδοξοι χριστιανοί και λίγοι Έλληνες Ορθόδοξοι και Άραβες Μουσουλμάνοι, οι Λατίνοι ήταν λίγοι και είχαν Καθολικό πατριάρχη. Η πτώση της Αντιόχεια ήταν καταλυτικό γεγονός το οποίο ερέθισε την Ευρώπη για να πραγματοποιήσει τη Β΄ Σταυροφορία.

Κόμητες της Έδεσσας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Sergio Ferdinandi, La contea franca di Edessa. Fondazione e profilo storico del primo principato crociato nel Levante (1098-1150), Pontificia Universita Antonianum - Roma, 2017.