Θειόλες: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Vchorozopoulos (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Vchorozopoulos (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 29: Γραμμή 29:


Τέλος, αν οι διακλαδώσεις είναι πολύπλοκες, μπορεί για λόγους απλούστευσης της ονομασίας κάποιες υδροθειομάδες ή υδροθειοαλκυλομάδες (HSC<sub>x</sub>H<sub>y</sub>-), να τεθούν μπροστά αυτές ως [[υποκαταστάτες]].
Τέλος, αν οι διακλαδώσεις είναι πολύπλοκες, μπορεί για λόγους απλούστευσης της ονομασίας κάποιες υδροθειομάδες ή υδροθειοαλκυλομάδες (HSC<sub>x</sub>H<sub>y</sub>-), να τεθούν μπροστά αυτές ως [[υποκαταστάτες]].

Σύμφωνα με μια παλαιότερη μέθοδο ονοματολογίας, οι θειόλες ονομάζονταν με το όνομα του αντίστοιχου αλκυλίου και την κατάληξη «-μερκαπτάνη».

Τέλος, υπάρχουν και αρκετές θειόλες που διατηρούν εμπειρικές (δηλαδή μη συστηματικές) ονομασίες. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε όσες από αυτές οι συστηματικές ονομασίες είναι πολύπλοκες.


== Δομή ==
== Δομή ==
Γραμμή 38: Γραμμή 42:
γ) Στην [[υγρό|υγρή]] ή τη [[στερεό|στερεή]] κατάσταση, σχηματίζονται πολύ ασθενέσθεροι [[δεσμός υδρογόνου|δεσμοί υδρογόνου]] στις θειόλες, από αυτούς που σχηματίζονται στις αλκοόλες. Έτσι, οι κύριες δυνάμεις συνοχής στις θειόλες είναι οι [[δυνάμεις van der Waals]].<br />
γ) Στην [[υγρό|υγρή]] ή τη [[στερεό|στερεή]] κατάσταση, σχηματίζονται πολύ ασθενέσθεροι [[δεσμός υδρογόνου|δεσμοί υδρογόνου]] στις θειόλες, από αυτούς που σχηματίζονται στις αλκοόλες. Έτσι, οι κύριες δυνάμεις συνοχής στις θειόλες είναι οι [[δυνάμεις van der Waals]].<br />
δ) Η μικρότερη [[ηλεκτραρνητικότητα]] του θείου σε σύγκριση με το οξυγόνο, οδηγεί σε μικρότερη [[διπολική ροπή]] στις θειόλες σε σύγκριση με τις αλκοόλες.
δ) Η μικρότερη [[ηλεκτραρνητικότητα]] του θείου σε σύγκριση με το οξυγόνο, οδηγεί σε μικρότερη [[διπολική ροπή]] στις θειόλες σε σύγκριση με τις αλκοόλες.

== Φυσικές ιδιότητες ==

=== Οσμή ===

Πολλές θειόες έχουν ισχυρές οσμές που θυμίζουν αυτή του σκόρδου. Οι οσμές των θειολών είναι συχνά ισχυρές και απωθητικές. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις θειόλες με μικρότερο σχετικό [[μοριακό βάρος]]. Πολλά σπρέυ από [[κουνάβι|κουνάβια]] περιέχουν χαμηλού μοριακού βάρους θειόλες ή και παράγωγα αυτών<ref>{{cite journal |journal=Journal of Chemical Ecology |volume= 1 |issue= 4 |year= 1978 |title=Some Chemical Constituents of the Scent of the Striped Skunk (''Mephitis mephitis'') |author= Andersen K. K., Bernstein D. T. |doi=10.1007/BF00988589 |pages = 493–499 }}</ref><ref>{{cite journal |journal=Journal of Chemical Education |volume= 55 |issue= 3 |year= 1978 |title=1-Butanethiol and the Striped Skunk |author= Andersen K. K., Bernstein D. T. |doi=10.1021/ed055p159|pages = 159–160 |bibcode = 1978JChEd..55..159A }}</ref><ref>{{cite journal |journal=Tetrahedron |volume= 38 |issue= 13 |year= 1982 |title=Chemical Constituents of the Defensive Secretion of the Striped Skunk (''Mephitis mephitis'') |author= Andersen K. K., Bernstein D. T., Caret R. L., Romanczyk L. J., Jr. |doi=10.1016/0040-4020(82)80046-X |pages = 1965–1970 }}</ref><ref>{{cite journal|journal=Journal of Chemical Ecology | volume= 28| issue= 9| year= 2002 |title=Volatile Components in Defensive Spray of the Hooded Skunk, ''Mephitis macroura'' |author= Wood W. F., Sollers B. G., Dragoo G. A., Dragoo J. W.|doi=10.1023/A:1020573404341 | pages = 1865–70 | pmid=12449512}}</ref><ref>{{cite web|url=http://users.humboldt.edu/wfwood/chemofskunkspray.html|title=Chemistry of Skunk Spray|accessdate=January 2, 2008 |author=William F. Wood|publisher=Dept. of Chemistry, [[Humboldt State University]]}}</ref>. Οι θειόλες είναι ανιχνεύσιμες από τους ανθρώπους σε πολύ μικρές [[συγκέντρωση|συγκεντρώσεις]] της τάξης των 10 ppb<ref>{{Cite journal | doi= 10.1084/jem.1.2.323 | last= Aldrich | first= T.B. | title= A CHEMICAL STUDY OF THE SECRETION OF THE ANAL GLANDS OF MEPHITIS MEPHITIGA (COMMON SKUNK), WITH REMARKS ON THE PHYSIOLOGICAL PROPERTIES OF THIS SECRETION | journal= J. Exp. Med. | volume= 1 | issue= 2 | pages= 323–340 | year= 1896 | pmid= 19866801 | pmc= 2117909}}</ref>. Ο ανθρώπινος [[ιδρώτας]] περιέχει [[3-μεθυλο-3-υδροθειο-1-εξανόλη]] (CH<sub>3</sub>CH<sub>2</sub>CH<sub>3</sub>CH(CH<sub>3</sub>)CH(SH)CH<sub>2</sub>OH), που είναι ανιχνεύσιμη από τα 2 ppb και έχει μια φρουτώδη οσμή που μοιάζει μ' αυτήν του [[κρεμμύδι|κρεμμυδιού]]. Οι γυναίκες απελευθερώνουν περισσότερη 3-μεθυλο-3-υδροθειο-1-εξανόλη, απ' ότι οι άνδρες<ref>Βέβαια, η συγκεκριμένη ένωση ανήκει τυπικά στις αλκοόλες, αφού η κύρια χαρακτηριστική της ομάδα είναι το υδροξύλιο.</ref><ref>{{cite journal | last1 = Troccaz | first1 = Myriam | last2 = Borchard | first2 = Gerrit | last3 = Vuilleumier | first3 = Christine | last4 = Raviot-Derrien | first4 = Sophie | last5 = Niclass | first5 = Yvan | last6 = Beccucci | first6 = Sabine | last7 = Starkenmann | first7 = Christian | title = Gender-Specific Differences between the Concentrations of Nonvolatile (R)/(S)-3-Methyl-3-sulfanylhexan-1-ol and (R)/(S)-3-Hydroxy-3-methylhexanoic Acid Odor Precursors in Axillary Secretions. | url = | journal=Chem. Senses | year=2009 | volume=34| pages=203–210 | doi=10.1093/chemse/bjn076}}</ref>. Η [[μεθυλοθειομεθανοθειόλη]] (CH<sub>3</sub>SCH<sub>2</sub>SH) είναι μια πτητική θειόλη με ισχυρή οσμή και έχει βρεθεί στα [[ούρα]] αρσενικού [[ποντίκι|ποντικιού]]. Έχει αποδειχθεί ότι λειτουργεί ως [[χημικό μήνυμα]], που ενεργοποιεί ορισμένους [[όσφρηση|οσφρητικούς]] [[αισθητήρας|αισθητηριακούς]] [[νευρώνας|νευρώνες]] των ποντικιών, έλκοντας τα θηλυκά ποντίκια<ref>{{cite journal | last1 = Lin | first1 = DaYu | last2 = Zhang | first2 = Shaozhong | last3 = Block | first3 = Eric | last4 = Katz | first4 = Lawrence C | year = | title = Encoding social signals in the mouse main olfactory bulb | url = | journal = Nature | volume = 2005 | issue = 434 | pages = 470–477 | doi=10.1038/nature03414|bibcode = 2005Natur.434..470L }}</ref>. Η χρήση [[χαλκός|χαλκού]] αποδειχθηκε ότι χρειάζεται από ένα ειδικό αισθητηριακό λήπτη των ποντικιών, το MOR244-3, που είναι πολύ ευαίσθητος στην ύπαρξη μεθυλοθειομεθανοθειόλης, καθώς και διαφόρων άλλων θειολών και συγγενικών ενώσεων<ref>{{cite journal | last1 = Duan | first1 = Xufang | last2 = Block | first2 = Eric | last3 = Li | first3 = Zhen | last4 = Connelly | first4 = Timothy | last5 = Zhang | first5 = Jian | last6 = Huang | first6 = Zhimin | last7 = Su | first7 = Xubo | last8 = Pan | first8 = Yi | last9 = Wu | first9 = Lifang | last10 = Chi | first10 = Qiuyi | last11 = Thomas | first11 = Siji | last12 = Zhang | first12 = Shaozhong | last13 = Ma | first13 = Minghong | last14 = Matsunami | first14 = Hiroaki | last15 = Chen | first15 = Guo-Qiang | last16 = Zhang | first16 = Hanyi | year = | title = Crucial role of copper in detection of metal-coordinating odorants | url = | journal = Proc. Natl. Acad. Sci. U.S.A | volume = 2012 | issue = 109| pages = 3492–3497 | doi=10.1073/pnas.1111297109|bibcode = 2012PNAS..109.3492D }}</ref>.

Οι θειόλες είναι επίσης υπεύθυνες για την οσμή μιας κατηγορίας ελαττωματικών [[κρασί|κρασιών]] και που προέρχονται από την ανεπιθύμητη αντίδραση μεταξύ θειούχων συστατικών των κρασιών αυτών και της [[μαγιά|μαγιάς]]. Ομοίως, θειόλες είναι πίσω από την αηδιαστική οσμή [[μπύρα|μπύρας]] που έχει εκτεθεί σε [[υπεριώδης ακτινοβολία|υπεριώδες φως]].

Ωστόαο δεν έχουν όλες οι θειόλες δυσάρεστες οσμές. Π.χ. η [[2-φουρανυλομεθσνοθειόλη]] συνεισφέρει στο άρωμα του καβουρδισμένου [[καφές|καφέ]], ενώ μια άλλη θειόλη, μια μονοτερποειδή θειόλη, είναι υπεύθυνη για το χαρακυηριστικό άρωμα του [[κίτρο|κίτρου]]. Η συγκεκριμένη ένωση έχει ευχάριστη οσμή μόνο σε χαμηλές συγκεντρώσεις, ενώ η καθαρή ένωση έχει δυσάρεστη οσμή.

Στο [[φυσικό]] αέριο προστίθενται ως οσμοθέτες θειόλες, συνήθως [[αιθανοθειόλη]], γιατί το φυσικό αέριο είναι συνήθως άοσμο από μόνο του. Η συνήθεια αυτή άρχησε να γενικεύεται μετά από ένα θανατηφόρο δυστύχημα στο New London School στην πόλη [[Νέο Λονδίνο]] του [[Τέξας]], κατά το [[1937]]. Υπήρχαν όμως και πολλές εταιρίες διάθεσης φυσικού αερίου που ήδη πρόσθεταν οσμοθέτες. Οι περισσότεροι οσμοθέτες αερίων περιέχουν μίγματα θειολών και [[θειαιθέρες|θειαιθέρων]], με τη [[μεθυλο-2-προπανοθειόλη]] ως κύριο συστατικό. Στις περιπτώσεις που χρησιμοποιούνται θειόλες στην [[εμπόριο|εμπορική]] [[βιομηχανία]], όπως στα [[τάνκερ]] υγραερίου και στα αντίστοιχα συστήματα χειρισμού αυτού χρησιμοποιείται [[οξειδοαναγωγή|οξειδωτικός]] [[καταλύτης]] για την καταστροφή του οσμοθέτη (αν είναι ανεπιθύμητη η παρουσία του). Ένας οξειδωτικός καταλύτης που βασίζεται στο χαλκό εξουδετερώνει τις πτητικές θειόλες και τις μετατρέπει σε πιο αδρανή παράγωγα.

Οι θειόλες δείχνουν μικρή διασύνδεση με δεσμούς υδρογόνου, τόσο με μόρια νερού, όσο και μεταξύ τους. Έτσι, έχουν χαμηλότερα [[σημείο βρασμού|σημεία βρασμού]] και είναι λιγότερο ευδιάλυτες στο νερό και άλλους πολικούς διαλύτες, σε σύγκριση με τις αντίστοιχες αλκοόλες. Επίσης οι θειόλες και οι θειαιθέρες έχουν παρόμοια διαλυτότητα και σημεία βρασμού, ενώ οι αντίστοιχες αλκοόλες και [[αιθέρες]] διαφέρουν σημαντικά.


== Aναφορές και σημειώσεις ==
== Aναφορές και σημειώσεις ==

Έκδοση από την 01:55, 19 Ιανουαρίου 2013

Γενικός τύπος θειόλης. Με μπλε παρουσιάζεται η υδροθειομάδα.

Στην Οργανική Χημεία ως θειόλες αναφέρονται οι οργανικές ενώσεις που περιέχει μια (τουλάχσιστον) υδροθειομάδα (-SH), συνδεμένες με άτομο άνθρακα και εφόσον η υδροθειομάδα είναι η κύρια χαρακτηριστική ομάδα της ένωσης. Έτσι, π.χ. το 2-υδροθειοπροπανικό οξύ (CH3CH(SH)COOH), που περιέχει υδροθειομάδα, δεν θεωρείται θειόλη, αλλά καρβοξυλικό οξύ (και πιο συγκεκριμένα υδροθειοξύ), διότι η κύρια χαρακτηριστική του ομάδα είναι το καρβοξύλιο (-COOH).

Ως χαρακτηριστική ομάδα, το υδρόθειο έπεται για χαρακτηρισμό ως κύρια χαρακτηριστική ομάδα του καρβοξυλίου (-COOH), των άλλων όξινων ομάδων, όπως της σουλφοξυομάδας (-SO3H), των εστερομάδων, των αμιδομάδων, των αλακυλομάδων, του νιτριλίου (-CN), του καρβονυλίου (>CO) και αντίστοιχων ομάδων που περιέχουν άλλα στοιχεία και πολλαπλούς δεσμούς ταυτόχρονα και του υδροξυλίου. Προηγείται όμως όλων των υπόλοιπων χαρακτηριστικών ομάδων.

Πρόκειται για μια κατηγορία οργανικών ενώσεων του θείου. Οι θειόλες θεωρούνται ότι είναι τα θειούχα ανάλογα των σλκοολών. Άλλωστε και ετυμολογικά η λέξη «θειόλη», προέρχεται από το πρόθεμα «θείο» και την κατάληξη «όλη», και σύμφωνα με τη χημική ορολοηία σημαίνει «αλκοόλη που περιέχει θείο αντί οξυγόνου.».

Πολλές θειόλες έχουν έντονες οσμές που θυμίζουν αυτή του σκόρδου. Οι θειόλες (συνήθως η μεθανοθειόλη) χρησιμοποιούνται ως οσμοθετικές ενώσεις, δηλαδή ενώσεις που προστίθενται σε άοσμες ενώσεις ή μίγματα, όπως το υγραέριο, το φυσικό αέριο ή το φωταέριο, ώστε η χαρακτηριστική οσμή να προειδοποιεί για τυχόν υπάρχουσα διαρροή, και να αποφεύγονται έτσι, κατά το δυνατό, τα σχετικά ατυχήματα.

Επίσης οι θειόλες αναφέρονται συχνά και με την ονομασία μερκαπτάνες[1][2]. Η λέξη προέρχεται από τη λατινική έκφραση «mercurium captans», που σημαίνει «συλλαμβάνοντας υδράργυρο»[3], γιατί οι θειόλες έχουν την τάση να παράγουν παράγωγα με ενώσεις του υδραργύρου[4].

Ονοματολογία

H συστηματική (κατά IUPAC) ονομασία κάθε θειόλης προέρχεται από την ονομασία του κύριου υδρογονάνθρακα (που κυριαρχεί στην αλυσίδα του μορίου της) όπου η κατάληξη "-ιο", αντικαθίσταται με την «-(ο)θειόλη», π.χ. μεθάνιομεθανοθειόλη, αιθάνιοαιθανοθειόλη, προπάνιοπροπανοθειόλη, βουτένιο → βουτενοθειόλη, κ.τ.λ..

Αν υπάρχουν ισομερή θέσης ως προς τη θέση της υδροθειομάδας, τότε της ονομασίας προηγείται ένας αριθμός που δηλώνει τον αύξοντα αριθμό του ατόμου άνθρακα της κύριας ανθρακικής αλυσίδας (της πολυπλοκότερης που φέρει την υδροθειομάδα) στον οποίο συνδέεται η υδροθειομάδα. Π.χ. 1-βουτανοθειόλη, 2-βουτανοθειόλη, κ.τ.λ..

Η τυχόν παρουσία περισσότερων της μιας υδροθειομάδας σημειώνεται με ένα πρόθεμα -δι-, -τρι-, κ.τ.λ. μεταξύ του ονόματος του αντίστοιχου υδρογονάνθρακα και της κατάληξης -θειόλη. Π.χ. αιθανοδιθειόλη, προπανοτριθειόλη, κ.τ.λ.. Αν είναι αναγκαίο προατίθενται και οι αντιστοιχοι αριθμοί θέσης των υδροθειομάδων. Π.χ. 1,3-βουτανοδιθειόλη.

Αν συνυπάρχουν δευτερεύουσες χαρακτηριστικές ομάδες, αυτές μπάίνουν ως προθέματα μπροστά από το κυρίως όνομα της θειόλης, με τους αριθμούς θέσης τους, αν είναι απαραίτητο. Π.χ. 2-αμινοαιθανοθειόλη.

Τέλος, αν οι διακλαδώσεις είναι πολύπλοκες, μπορεί για λόγους απλούστευσης της ονομασίας κάποιες υδροθειομάδες ή υδροθειοαλκυλομάδες (HSCxHy-), να τεθούν μπροστά αυτές ως υποκαταστάτες.

Σύμφωνα με μια παλαιότερη μέθοδο ονοματολογίας, οι θειόλες ονομάζονταν με το όνομα του αντίστοιχου αλκυλίου και την κατάληξη «-μερκαπτάνη».

Τέλος, υπάρχουν και αρκετές θειόλες που διατηρούν εμπειρικές (δηλαδή μη συστηματικές) ονομασίες. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε όσες από αυτές οι συστηματικές ονομασίες είναι πολύπλοκες.

Δομή

Οι θειόλες και οι αλκοόλες έχουν παρόμοια μοριακή δομή. Οι μεγάλες διαφορές στη δομή είναι:

α) Το μήκος του δεσμού C-S είναι μεγαλύτερο, περίπου 180 pm, αντί 150 pm του δεσμού C-O.
β) Η δεαμική γωνία C-S-H είναι περίπου 90°, αντί 109° της δεσμικής γωνίας C-O-H.
γ) Στην υγρή ή τη στερεή κατάσταση, σχηματίζονται πολύ ασθενέσθεροι δεσμοί υδρογόνου στις θειόλες, από αυτούς που σχηματίζονται στις αλκοόλες. Έτσι, οι κύριες δυνάμεις συνοχής στις θειόλες είναι οι δυνάμεις van der Waals.
δ) Η μικρότερη ηλεκτραρνητικότητα του θείου σε σύγκριση με το οξυγόνο, οδηγεί σε μικρότερη διπολική ροπή στις θειόλες σε σύγκριση με τις αλκοόλες.

Φυσικές ιδιότητες

Οσμή

Πολλές θειόες έχουν ισχυρές οσμές που θυμίζουν αυτή του σκόρδου. Οι οσμές των θειολών είναι συχνά ισχυρές και απωθητικές. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις θειόλες με μικρότερο σχετικό μοριακό βάρος. Πολλά σπρέυ από κουνάβια περιέχουν χαμηλού μοριακού βάρους θειόλες ή και παράγωγα αυτών[5][6][7][8][9]. Οι θειόλες είναι ανιχνεύσιμες από τους ανθρώπους σε πολύ μικρές συγκεντρώσεις της τάξης των 10 ppb[10]. Ο ανθρώπινος ιδρώτας περιέχει 3-μεθυλο-3-υδροθειο-1-εξανόλη (CH3CH2CH3CH(CH3)CH(SH)CH2OH), που είναι ανιχνεύσιμη από τα 2 ppb και έχει μια φρουτώδη οσμή που μοιάζει μ' αυτήν του κρεμμυδιού. Οι γυναίκες απελευθερώνουν περισσότερη 3-μεθυλο-3-υδροθειο-1-εξανόλη, απ' ότι οι άνδρες[11][12]. Η μεθυλοθειομεθανοθειόλη (CH3SCH2SH) είναι μια πτητική θειόλη με ισχυρή οσμή και έχει βρεθεί στα ούρα αρσενικού ποντικιού. Έχει αποδειχθεί ότι λειτουργεί ως χημικό μήνυμα, που ενεργοποιεί ορισμένους οσφρητικούς αισθητηριακούς νευρώνες των ποντικιών, έλκοντας τα θηλυκά ποντίκια[13]. Η χρήση χαλκού αποδειχθηκε ότι χρειάζεται από ένα ειδικό αισθητηριακό λήπτη των ποντικιών, το MOR244-3, που είναι πολύ ευαίσθητος στην ύπαρξη μεθυλοθειομεθανοθειόλης, καθώς και διαφόρων άλλων θειολών και συγγενικών ενώσεων[14].

Οι θειόλες είναι επίσης υπεύθυνες για την οσμή μιας κατηγορίας ελαττωματικών κρασιών και που προέρχονται από την ανεπιθύμητη αντίδραση μεταξύ θειούχων συστατικών των κρασιών αυτών και της μαγιάς. Ομοίως, θειόλες είναι πίσω από την αηδιαστική οσμή μπύρας που έχει εκτεθεί σε υπεριώδες φως.

Ωστόαο δεν έχουν όλες οι θειόλες δυσάρεστες οσμές. Π.χ. η 2-φουρανυλομεθσνοθειόλη συνεισφέρει στο άρωμα του καβουρδισμένου καφέ, ενώ μια άλλη θειόλη, μια μονοτερποειδή θειόλη, είναι υπεύθυνη για το χαρακυηριστικό άρωμα του κίτρου. Η συγκεκριμένη ένωση έχει ευχάριστη οσμή μόνο σε χαμηλές συγκεντρώσεις, ενώ η καθαρή ένωση έχει δυσάρεστη οσμή.

Στο φυσικό αέριο προστίθενται ως οσμοθέτες θειόλες, συνήθως αιθανοθειόλη, γιατί το φυσικό αέριο είναι συνήθως άοσμο από μόνο του. Η συνήθεια αυτή άρχησε να γενικεύεται μετά από ένα θανατηφόρο δυστύχημα στο New London School στην πόλη Νέο Λονδίνο του Τέξας, κατά το 1937. Υπήρχαν όμως και πολλές εταιρίες διάθεσης φυσικού αερίου που ήδη πρόσθεταν οσμοθέτες. Οι περισσότεροι οσμοθέτες αερίων περιέχουν μίγματα θειολών και θειαιθέρων, με τη μεθυλο-2-προπανοθειόλη ως κύριο συστατικό. Στις περιπτώσεις που χρησιμοποιούνται θειόλες στην εμπορική βιομηχανία, όπως στα τάνκερ υγραερίου και στα αντίστοιχα συστήματα χειρισμού αυτού χρησιμοποιείται οξειδωτικός καταλύτης για την καταστροφή του οσμοθέτη (αν είναι ανεπιθύμητη η παρουσία του). Ένας οξειδωτικός καταλύτης που βασίζεται στο χαλκό εξουδετερώνει τις πτητικές θειόλες και τις μετατρέπει σε πιο αδρανή παράγωγα.

Οι θειόλες δείχνουν μικρή διασύνδεση με δεσμούς υδρογόνου, τόσο με μόρια νερού, όσο και μεταξύ τους. Έτσι, έχουν χαμηλότερα σημεία βρασμού και είναι λιγότερο ευδιάλυτες στο νερό και άλλους πολικούς διαλύτες, σε σύγκριση με τις αντίστοιχες αλκοόλες. Επίσης οι θειόλες και οι θειαιθέρες έχουν παρόμοια διαλυτότητα και σημεία βρασμού, ενώ οι αντίστοιχες αλκοόλες και αιθέρες διαφέρουν σημαντικά.

Aναφορές και σημειώσεις

  1. Patai, Saul “The chemistry of the thiol group” Saul Patai, Ed. Wiley, London, 1974. ISBN 0-471-66949-0.
  2. R. J. Cremlyn “An Introduction to Organosulfur Chemistry” John Wiley and Sons: Chichester (1996). ISBN 0-471-95512-4.
  3. Oxford American Dictionaries (Mac OS X Leopard).
  4. "Mercaptan" (ethyl thiol) was discovered in 1834 by the Danish professor of chemistry William Christopher Zeise (1789-1847). He called it "mercaptan", a contraction of "corpus mercurium captans" (mercury-capturing substance) [p. 88], because it reacted violently with mercury (II) oxide ("deutoxide de mercure") [p. 92]. See:
  5. Andersen K. K., Bernstein D. T. (1978). «Some Chemical Constituents of the Scent of the Striped Skunk (Mephitis mephitis)». Journal of Chemical Ecology 1 (4): 493–499. doi:10.1007/BF00988589. 
  6. Andersen K. K., Bernstein D. T. (1978). «1-Butanethiol and the Striped Skunk». Journal of Chemical Education 55 (3): 159–160. doi:10.1021/ed055p159. Bibcode1978JChEd..55..159A. 
  7. Andersen K. K., Bernstein D. T., Caret R. L., Romanczyk L. J., Jr. (1982). «Chemical Constituents of the Defensive Secretion of the Striped Skunk (Mephitis mephitis)». Tetrahedron 38 (13): 1965–1970. doi:10.1016/0040-4020(82)80046-X. 
  8. Wood W. F., Sollers B. G., Dragoo G. A., Dragoo J. W. (2002). «Volatile Components in Defensive Spray of the Hooded Skunk, Mephitis macroura». Journal of Chemical Ecology 28 (9): 1865–70. doi:10.1023/A:1020573404341. PMID 12449512. 
  9. William F. Wood. «Chemistry of Skunk Spray». Dept. of Chemistry, Humboldt State University. Ανακτήθηκε στις 2 Ιανουαρίου 2008. 
  10. Aldrich, T.B. (1896). «A CHEMICAL STUDY OF THE SECRETION OF THE ANAL GLANDS OF MEPHITIS MEPHITIGA (COMMON SKUNK), WITH REMARKS ON THE PHYSIOLOGICAL PROPERTIES OF THIS SECRETION». J. Exp. Med. 1 (2): 323–340. doi:10.1084/jem.1.2.323. PMID 19866801. 
  11. Βέβαια, η συγκεκριμένη ένωση ανήκει τυπικά στις αλκοόλες, αφού η κύρια χαρακτηριστική της ομάδα είναι το υδροξύλιο.
  12. Troccaz, Myriam; Borchard, Gerrit; Vuilleumier, Christine; Raviot-Derrien, Sophie; Niclass, Yvan; Beccucci, Sabine; Starkenmann, Christian (2009). «Gender-Specific Differences between the Concentrations of Nonvolatile (R)/(S)-3-Methyl-3-sulfanylhexan-1-ol and (R)/(S)-3-Hydroxy-3-methylhexanoic Acid Odor Precursors in Axillary Secretions.». Chem. Senses 34: 203–210. doi:10.1093/chemse/bjn076. 
  13. Lin, DaYu; Zhang, Shaozhong; Block, Eric; Katz, Lawrence C. «Encoding social signals in the mouse main olfactory bulb». Nature 2005 (434): 470–477. doi:10.1038/nature03414. Bibcode2005Natur.434..470L. 
  14. Duan, Xufang; Block, Eric; Li, Zhen; Connelly, Timothy; Zhang, Jian; Huang, Zhimin; Su, Xubo; Pan, Yi και άλλοι.. «Crucial role of copper in detection of metal-coordinating odorants». Proc. Natl. Acad. Sci. U.S.A 2012 (109): 3492–3497. doi:10.1073/pnas.1111297109. Bibcode2012PNAS..109.3492D. 

Πηγές πληροφόρησης

  1. SCHAUM'S OUTLINE SERIES, «ΟΡΓΑΝΙΚΗ ΧΗΜΕΙΑ», Μτφ. Α. Βάρβογλη, 1999
  2. «Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας» Ν. Α. Πετάση 1982
  3. Αναστάσιου Βάρβογλη, «Χημεία Οργανικών Ενώσεων», Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1991
  4. Καραγκιοζίδη Σ. Πολυχρόνη, «Ονοματολογία Οργανικών Ενώσεων στα Ελληνικά & Αγγλικά» Β΄ Έκδοση, Θεσσαλονίκη 1991
  5. Νικολάου Ε. Αλεξάνδρου, «Γενική Οργανική Χημεία», Εκδόσεις Ζήτη, Θεσσαλονίκη 1985
  6. Δημητρίου Ν. Νικολαΐδη, «Ειδικά Μαθήματα Οργανικής Χημείας», ΑΠΘ, θεσσαλονίκη 1983
  7. Νικολάου Ε. Αλεξάνδρου, Αναστάσιου Βάρβογλη, Φαίδωνα Χατζημηχαλάκη, «Εργαστηριακός Οδηγός», Εκδόσεις Ζήτη, Θεσσαλονίκη 1986
CC-BY-SA
Μετάφραση
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Thiol της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).