Πράσινη χημεία
Η Πράσινη χημεία, λέγεται επίσης βιώσιμη χημεία, είναι μια φιλοσοφία χημικής έρευνας και μηχανικής που ενθαρρύνει τη σχεδίαση προϊόντων και διεργασιών που ελαχιστοποιούν τη χρήση και τη δημιουργία επικίνδυνων ουσιών.[1] ενώ η Χημεία περιβάλλοντος είναι η χημεία του φυσικού περιβάλλοντος και των χημικών ρύπων στη φύση, η πράσινη χημεία επιδιώκει τη μείωση της επίδρασης της χημείας στο περιβάλλον αποτρέποντας τη μόλυνση στις πηγές της και χρησιμοποιώντας λιγότερους φυσικούς πόρους.
Ως φιλοσοφία, η πράσινη χημεία εφαρμόζεται στην οργανική χημεία, στην ανόργανη χημεία, στη βιοχημεία, στην αναλυτική χημεία, στη φυσικοχημεία και ακόμα στη χημική μηχανική. Αν και η πράσινη χημεία φαίνεται να εστιάζει σε βιομηχανικές εφαρμογές, εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε χημεία. Η Χημεία κλικ αναφέρεται συχνά ως ένας τρόπος χημικής σύνθεσης που είναι συνεπής με τους σκοπούς της πράσινης χημείας. Σκοπός είναι η ελαχιστοποίηση του κινδύνου και η μεγιστοποίηση της αποτελεσματικότητας οποιασδήποτε χημικής επιλογής.
Το 2005 το Ryōji Noyori ξεχώρισε τρία βασικά στάδια στην πράσινη χημεία: τη χρήση του υπερκρίσιμου διοξειδίου του άνθρακα ως πράσινου διαλύτη, του υδατικού υπεροξειδίου του υδρογόνου για καθαρισμό οξειδώσεων και τη χρήση υδρογόνου στην ασύμμετρη σύνθεση.[2] Παραδείγματα της εφαρμοσμένης πράσινης χημείας είναι η υπερκρίσιμη οξείδωση νερού, σε αντιδράσεις νερού και σε ξηρές αντιδράσεις μέσων.
Η Βιολογική μηχανική εμφανίζεται επίσης ως μια υποσχόμενη τεχνική για την επίτευξη των σκοπών της πράσινης χημείας. Ένας αριθμός σημαντικών διεργασιών χημικών προϊόντων μπορεί να συντεθεί σε μηχανικά κατασκευασμένους οργανισμούς, όπως σε shikimate, έναν πρόδρομο του Tamiflu που είναι ζυμωμένο από τη Roche σε βακτήρια.
Ο όρος πράσινη χημεία επινοήθηκε από τον Paul Anastas το 1991.[3] Όμως, έχει προταθεί[4] ότι η έννοια προέρχεται από τον Trevor Kletz όπου το 1978 πρότεινε ότι οι χημικοί πρέπει να επιδιώκουν εναλλακτικές διεργασίες αντί για αυτές που περιέχουν πιο επικίνδυνες ουσίες και συνθήκες.[5]
Αρχές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Paul Anastas, που δούλευε τότε στην Υπηρεσία προστασίας περιβάλλοντος των ΗΠΑ, και ο John C. Warner ανέπτυξαν 12 αρχές της πράσινης χημείας,[6] που βοηθούν στην επεξήγηση τι σημαίνει ο ορισμός στην πράξη. Οι αρχές που καλύπτουν τέτοιες έννοιες είναι:
- η σχεδίαση διεργασιών για τη μεγιστοποίηση της ποσότητας ακατέργαστου υλικού που καταλήγει στο προϊόν·
- τη χρήση ασφαλών, φιλικών προς το περιβάλλον ουσιών, που περιλαμβάνουν διαλύτες, όπου είναι δυνατόν·
- τη σχεδίαση ενεργειακά αποτελεσματικών διεργασιών·
- Την καλύτερη μορφή των διαθέσιμων αποβλήτων: όχι να δημιουργούνται στην αρχή.
Οι 12 αρχές είναι:
- Είναι καλύτερη η αποτροπή αποβλήτων από την επεξεργασία τους ή τον καθαρισμό τους μετά τον σχηματισμό τους.
- Οι μέθοδοι σύνθεσης πρέπει να σχεδιαστούν ώστε να μεγιστοποιήσουν την ενσωμάτωση όλων των χρησιμοποιούμενων υλικών στη διεργασία προς το τελικό προϊόν.
- Όπου είναι εφικτό, οι μεθοδολογίες σύνθεσης πρέπει να σχεδιαστούν ώστε να χρησιμοποιούν και να παράγουν ουσίες που έχουν λίγη ή καθόλου τοξικότητα στην ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον.
- Τα χημικά προϊόντα πρέπει να σχεδιάζονται ώστε να διατηρούν αποτελεσματικότητα της λειτουργίας τους, ενώ μειώνουν την τοξικότητα.
- Η χρήση βοηθητικών ουσιών (π.χ. διαλύτες, παράγοντες διαχωρισμού κλπ.) πρέπει να μην γίνεται όπου είναι εφικτό και να είναι αβλαβείς όταν χρησιμοποιούνται.
- Πρέπει να αναγνωρίζονται και να ελαχιστοποιούνται οι ενεργειακές απαιτήσεις λαμβάνοντας υπόψη τα περιβαλλοντικά και οικονομικά αποτελέσματα. Οι μέθοδοι σύνθεσης πρέπει να διεξάγονται σε θερμοκρασία και πίεση περιβάλλοντος.
- Ένα ακατέργαστο υλικό ή πρώτη ύλη πρέπει να είναι ανανεώσιμο αντί να εξαντλείται όπου είναι τεχνικά και οικονομικά εφικτό.
- Μείωση παραγώγων – Πρέπει να αποφεύγεται αναίτια δημιουργία παραγώγων (ομάδα προστασίας, προστασία/αποπροστασία, προσωρινή τροποποίηση), όπου είναι εφικτό.
- Τα καταλυτικά αντιδραστήρια (όσο το δυνατό πιο επιλεκτικά) είναι ανώτερα από τα στοιχειομετρικά αντιδραστήρια.
- Τα χημικά προϊόντα πρέπει να σχεδιάζονται έτσι ώστε μετά το τέλος της λειτουργίας τους να μην παραμένουν στο περιβάλλον και να μην διασπώνται σε επιβλαβή προϊόντα αποσύνθεσης.
- Οι μέθοδοι ανάλυσης πρέπει να αναπτυχθούν παραπέρα για να επιτρέπουν την παρακολούθηση και τον έλεγχο σε πραγματικό χρόνο κατά τη διεργασία πριν το σχηματισμό επικίνδυνων ουσιών.
- Οι ουσίες και οι χρησιμοποιούμενες μορφές τους σε μια χημική διεργασία πρέπει να επιλέγονται ώστε να ελαχιστοποιούνται οι δυνητικοί κίνδυνοι για χημικά ατυχήματα, συμπεριλαμβανομένων των εκλύσεων, εκρήξεων και πυρκαγιών.
Τάσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Έχουν γίνει προσπάθειες όχι μόνο για ποσοτικοποίηση του πράσινου μιας χημικής διεργασίας, αλλά επίσης να συσχετίζεται με άλλες μεταβλητές όπως απόδοση, την αξία των συστατικών της αντίδρασης, την ασφάλεια στον χειρισμό χημικών, τις απαιτήσεις υλικών, την ενεργειακή χρήση και την ευκολία επεξεργασίας και καθαρισμού του προϊόντος. Σε μια ποσοτική μελέτη,[7] η αναγωγή του νιτροβενζολίου σε ανιλίνη δέχεται 64 σημεία από τα 100 της βαθμολογίας ως μια αποδεκτή γενικά σύνθεση, ενώ η σύνθεση ενός αμιδίου χρησιμοποιώντας HMDS περιγράφεται ως επαρκής μόνο σε 32 σημεία.
Η πράσινη χημεία εμφανίζεται με αυξανόμενους ρυθμούς ως ένα ισχυρό εργαλείο που οι ερευνητές πρέπει να χρησιμοποιήσουν για να αξιολογήσουν την περιβαλλοντική επίδραση της νανοτεχνολογίας.[8] Καθώς τα νανοϋλικά αναπτύσσονται, οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις καθώς και οι επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία και των προϊόντων αυτών καθεαυτών και των διεργασιών παραγωγής τους πρέπει να εξεταστούν για να επιβεβαιώσουν τη μακροχρόνια οικονομική τους βιωσιμότητα.
Νόμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1990 ο νόμος αποφυγής της μόλυνσης πέρασε στις ΗΠΑ. Αυτός ο νόμος βοήθησε στη δημιουργία τρόπου λειτουργίας για την αντιμετώπιση της ρύπανσης με δημιουργικό και καινοτόμο τρόπο. Σκοπεύει στην αποφυγή προβλημάτων πριν αυτά συμβούν.
Το 2007, η Ευρώπη εφάρμοσε το πρόγραμμα χημικών (REACH) Registration, Evaluation, Authorisation, and Restriction, που απαιτεί από τις εταιρείες να εμφανίζουν δεδομένα που να αποδεικνύουν ότι τα προϊόντα τους είναι ασφαλή. Αυτός ο κανονισμός (1907/2006) εξασφαλίζει όχι μόνο την εκτίμηση των χημικών κινδύνων και της επικινδυνότητας κατά τη διάρκεια της χρήσης τους, αλλά επίσης περιλαμβάνει μέτρα απαγόρευσης ή περιορισμού/έγκρισης χρήσεων συγκεκριμένων ουσιών. Τα ECHA, το γραφείο χημικών της ΕΕ στο Ελσίνκι, υλοποιεί τον κανονισμό, ενώ η εφαρμογή του εναπόκειται στα κράτη-μέλη της ΕΕ. Ο νόμος ελέγχου τοξικών ουσιών, ψηφίστηκε το 1976, βασικά έχει παρόμοιες διατάξεις, αλλά δεν συγκρίνεται με τον REACH όσον αφορά την ρυθμιστική αποτελεσματικότητά του.
Στις 29 Σεπτεμβρίου 2008, η Καλιφόρνια ενέκρινε δύο νόμους που ενθαρρύνουν την πράσινη χημεία, με την Πρωτοβουλία Πράσινης Χημείας Καλιφόρνιας. Ο νόμος απαιτεί από το τμήμα ελέγχου τοξικών ουσιών της Καλιφόρνιας να δώσει προτεραιότητα στα "χημικά ενδιαφέροντος" και αναθέτει τον έλεγχο στο δημόσιο παρά στη βιομηχανία. Οι νόμοι δέχτηκαν κριτική από τον Paul Anastas, ο οποίος δήλωσε ότι οι νόμοι δεν πηγαίνουν αρκετά μακριά στην ενθάρρυνση της έρευνας, της εκπαίδευσης και στα βιομηχανικά κίνητρα.[9]. Ο νόμος προέβλεπε εφαρμογή των κανονισμών από 1 Ιανουαρίου 2011, αλλά η καθολική αντίδραση στους προηγούμενους προταθέντες κανονισμούς κατέστησε αυτήν την ημερομηνία αδύνατη. Μέσα Οκτωβρίου 2012 είναι η νέα ημερομηνία στόχος για το νέο σχέδιο κανονισμών για να υλοποιηθεί ο νόμος.[10]
Παραδείγματα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στη δήλωση για το Βραβείο Νόμπελ Χημείας του 2005 για "την ανάπτυξη της μεθόδου μετάθεσης στην οργανική σύνθεση," η επιτροπή του βραβείου Νόμπελ δηλώνει, "αυτό αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο βήμα προς την 'πράσινη χημεία', μειώνοντας τους δυνητικούς κινδύνους αποβλήτων μέσα από πιο έξυπνη παραγωγή. Η μετάθεση είναι ένα παράδειγμα της σημασίας εφαρμογής της βασικής επιστήμης προς όφελος του ανθρώπου, της κοινωνίας και του περιβάλλοντος."[11] Η έννοια της πράσινης φαρμακευτικής αναπτύχθηκε πρόσφατα με βάση παρόμοιες αρχές.[12]
1,3-προπανεδιόλη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η 1,3-προπανεδιόλη παράγεται από τη βιοαπομόνωση της 1,3-προπανεδιόλης χρησιμοποιώντας γενετικά τροποποιημένα στελέχη του E. coli.[13] Αυτή η διόλη χρησιμοποιείται για να κάνει νέους πολυεστέρες στην κατασκευή χαλιών.
Νομοθεσία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αναφέρθηκε ότι η μακροχρόνια αδυναμία του προγράμματος διαχείρισης χημικών στις ΗΠΑ, ειδικά ο Νόμος ελέγχου τοξικών ουσιών (TSCA) του 1976, κάνει εκπτώσεις ως προς τις επικίνδυνες ιδιότητες των χημικών σχετικά με τη λειτουργία, αξία και απόδοση τους.[14] Η αναφορά καταλήγει ότι αυτές οι συνθήκες εμπορίου αντιπροσωπεύουν ένα βασικό εμπόδιο στην επιστημονική, τεχνική και εμπορική επιτυχία της πράσινης χημείας στις ΗΠΑ και ότι χρειάζονται βασικές αλλαγές πολιτικής για να διορθωθούν αυτές οι αδυναμίες.[15]
Εκπαίδευση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πολλά ιδρύματα έχουν μαθήματα [16] και πτυχία στην Πράσινη Χημεία. Παραδείγματα από όλον τον κόσμο είναι το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο στη Δανία,[17] και πολλά άλλα στις ΗΠΑ, όπως στα πανεπιστήμια της Μασαχουσέτης-Βοστώνης,[18] Michigan,[19] and Oregon.[20] Ένα μεταπτυχιακό τμήμα στην Πράσινη Χημεία, έχει εισαχθεί από το Institute of Chemical Technology, Ινδία. Στο Ενωμένο Βασίλειο στο Πανεπιστήμιο της Υόρκης[21] στο πανεπιστήμιο Leicester, τομέας Χημείας και MRes στην Πράσινη Χημεία στο Imperial College του Λονδίνου.
Χημικά εργαστηρίων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πολλά χημικά εργαστήρια είναι αμφιλεγόμενα και έχουν διερευνηθεί εναλλακτικά. Το Massachusetts Institute of Technology έχει δημιουργήσει το [2] για να βοηθήσει στην ταυτοποίηση εναλλακτικών λύσεων. Ethidium bromide, ξυλένιο, υδράργυρος και η μεθανάλη έχουν αναγνωριστεί ως οι "χειρότεροι ένοχοι" που έχουν εναλλακτικά υποκατάστατα.[22] Οι διαλύτες ειδικά έχουν μεγάλη συμμετοχή στην περιβαλλοντική επίπτωση της χημικής βιομηχανίας και υπάρχει μια αυξανόμενη εστίαση στην εισαγωγή πιο πράσινων διαλυτών στα αρχικά στάδια ανάπτυξης αυτών των διεργασιών: στις αντιδράσεις εργαστηριακής κλίμακας και στις μεθόδους καθαρισμού. Στη φαρμακευτική βιομηχανία, οι GSK[23][24] και Pfizer[25] έχουν δημοσιεύσει οδηγούς επιλογής διαλυτών για τους χημικούς ερευνητές τους.
Αντιπαράθεση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ακολουθώντας ιστορικές αναλύσεις της ανάπτυξης της Πράσινης Χημείας, υπάρχουν υποστηρικτές της πράσινης χημείας που την βλέπουν ως έναν καινοτόμο τρόπο σκέψης. Από την άλλη μεριά, υπάρχουν χημικοί που υποστηρίζουν ότι η Πράσινη Χημεία δεν είναι τίποτα άλλο παρά δημόσιες σχέσεις. Στην πραγματικότητα, πολλοί χημικοί χρησιμοποιούν τον όρο "Πράσινη Χημεία" ανεξάρτητα από το παράδειγμα της πράσινης χημείας, όπως αυτό προτάθηκε από τους Anastas και Warner. Αυτό εξηγεί την αβεβαιότητα της επιστημονικής κατάστασης της Πράσινης Χημείας.[26]
Βραβεία-Επιτεύγματα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πολλές επιστημονικές ενώσεις έχουν δημιουργήσει βραβεία για να ενθαρρύνουν την έρευνα στην Πράσινη Χημεία.
- Το 1996, η Dow Chemical κέρδισε το βραβείο των πιο πράσινων συνθηκών αντίδρασης 1996 για το διογκωτικό 100% διοξείδιο του άνθρακα για την παραγωγή αφρού πολυστυρενίου. Ο αφρός πολυστυρενίου είναι ένα κοινό υλικό που χρησιμοποιείται στη συσκευασία και μεταφορά τροφίμων. Επτακόσια εκατομμύρια λίβρες παράγονται κάθε χρόνο μόνο στις ΗΠΑ. Παραδοσιακά, οι CFC και άλλα χημικά που μειώνουν το όζον στη διεργασία της παραγωγής φύλλων αφρού, που εμφάνισαν έναν σημαντικό περιβαλλοντικό κίνδυνο. Εύφλεκτοι, εκρηκτικοί και σε κάποιες περιπτώσεις τοξικοί υδρογονάνθρακες έχουν επίσης χρησιμοποιηθεί ως υποκατάστατα των CFC, αλλά εμφανίζουν τα δικά τους προβλήματα. Η Dow Chemical ανακάλυψε ότι το υπερκρίσιμο διοξείδιο του άνθρακα δουλεύει εξίσου καλά ως διογκωτικό, χωρίς την ανάγκη επικίνδυνων ουσιών, επιτρέποντας την πιο εύκολη επανακύκλωση του πολυστυρενίου. Το CO2 που χρησιμοποιείτο στη διεργασία επαναχρησιμοποιείται από άλλες βιομηχανίες, έτσι ώστε ο καθαρός απελευθερούμενος άνθρακας από τη διεργασία να είναι μηδέν.
- Το 2002, η Cargill Dow (τώρα NatureWorks) κέρδισε το βραβείο ων πιο πράσινων συνθηκών αντίδρασης για τη βελτιωμένη της διεργασία πολυμερισμού πολυγαλακτικού οξέος . Δυστυχώς, τα πολυμερή με βάση το λακτίδιο δεν αποδίδουν καλά και το έργο διεκόπη από την Dow αμέσως μετά το βραβείο. Το γαλακτικό οξύ παράγεται με ζύμωση καλαμποκιού και μετατροπή σε λακτίδιο, του κυκλικού διμερούς εστέρα του γαλακτικού οξέος χρησιμοποιώντας μια αποτελεσματική κυκλοποίηση με καταλύτη ψευδάργυρο. Το εναντιομερές L,L-λακτίδιο απομονώνεται με απόσταξη και πολυμερίζεται σε τήξη για να κάνει ένα κρυσταλλώσιμο πολυμερές, που χρησιμοποιείται σε πολλές εφαρμογές συμπεριλαμβανόμενων των υφασμάτων και ρούχων, μαχαιροπήρουνων και συσκευασιών τροφίμων. Η Wal-Mart ανακοίνωσε ότι χρησιμοποιεί ή θα χρησιμοποιήσει PLA για τη συσκευασία της παραγωγής του. Η διεργασία με PLA της NatureWorks υποκαθιστά ανανεώσιμα υλικά αντί για πετρελαϊκές πρώτες ύλες, δεν απαιτεί τη χρήση επικίνδυνων οργανικών διαλυτών που είναι τυπικοί στις διεργασίες PLA και καταλήγει σε ένα υψηλής ποιότητας πολυμερές που είναι ανακυκλώσιμο και γίνεται κοπρόχωμα.
- Το 2003 η Shaw Industries τιμήθηκε με το βραβείο σχεδιασμού πιο πράσινων χημικών ουσιών για την ανάπτυξη του τμήματος μοκέτας EcoWorx. Ιστορικά, οι βάσεις των μοκετών κατασκευάζονται χρησιμοποιώντας άσφαλτο, πολυβινυλοχλωρίδιο (PVC), ή πολυουρεθάνη (PU). Ενώ αυτά τα υποστηρικτικά συστήματα έχουν ικανοποιητική απόδοση, υπάρχουν αρκετές έμφυτες αρνητικές ιδιότητες λόγω των πρώτων υλών τους ή της ικανότητάς τους για ανακύκλωση. Η Shaw επέλεξε έναν συνδυασμό ρητινών πολυολεφίνης ως το βασικό πολυμερές για το EcoWorx λόγω της χαμηλής τοξικότητας των πρώτων υλών της, ανώτερες ιδιότητες επικόλλησης, σταθερότητα διαστάσεων και της ικανότητάς του να ανακυκλώνεται. Το προϊόν EcoWorx έπρεπε επίσης να σχεδιαστεί για να είναι συμβατό με νάιλον ίνες χαλιών. Αν και το EcoWorx μπορεί να ανακτηθεί από οποιονδήποτε τύπο ινών, το νάιλον-6 παρέχει ένα σημαντικό πλεονέκτημα. Οι πολυολεφίνες είναι συμβατές με γνωστές μεθόδους αποπολυμερισμού του νάιλον-6. Το PVC εμπλέκεται με αυτές τις διεργασίες. Η χημεία του νάιλον-6 είναι αρκετά γνωστή και δεν απευθύνεται στην παραγωγή πρώτης γενιάς. Από την έναρξή του, το EcoWorx κάλυπτε όλα τα απαραίτητα κριτήρια σχηματισμού για να ικανοποιεί τις ανάγκες της αγοράς από άποψη απόδοσης, υγείας και περιβάλλοντος. Η έρευνα έδειξε ότι ο διαχωρισμός της ίνας και η υποστήριξη μέσα από διαχωρισμό, άλεση, και διαχωρισμό αέρα αποδείχτηκε να είναι ο καλύτερος τρόπος για ανάκτηση των εμπρόσθιων και οπίσθιων συστατικών, αλλά μια υποδομή για επιστροφή του μετά την κατανάλωση του EcoWorx στην διεργασία διαχωρισμού ήταν απαραίτητη. Η έρευνα έδειξε επίσης ότι το τμήμα μοκέτας μετά την κατανάλωση είχε μια θετική οικονομική αξία στο τέλος της χρήσιμης ζωής του. Το EcoWorx αναγνωρίστηκε από το MBDC ως ένα πιστοποιημένο αναγεννητικό σχεδιασμό.
- Το 2005, οι Archer Daniels Midland (ADM) και Novozymes κέρδισαν το βραβείο για τις πιο πράσινες συνθετικές οδούς για την ενζυματική τους διεργασία διεστεροποίησης. Σε απάντηση προς την U.S. Food and Drug Administration (FDA) για τα trans-λιπαρά όσον αφορά διατροφικές πληροφορίες μέχρι την 1 Ιανουαρίου 2006, οι Novozymes και ADM δούλεψαν μαζί για να αναπτύξουν μια καθαρή, ενζυματική διεργασία, για την διεστεροποίηση ελαίων και λιπών ανταλλάσσοντας κορεσμένα και ακόρεστα λιπαρά οξέα. Το αποτέλεσμα είναι εμπορικά βιώσιμα προϊόντα χωρίς trans-λιπαρά. Πέρα από τα οφέλη για την ανθρώπινη υγεία από την κατάργηση των trans-λιπαρών, η διεργασία έχει μειώσει τη χρήση τοξικών χημικών και νερού, αποτρέπει τεράστιες ποσότητες παραπροϊόντων και μειώνει τις ποσότητες ελαίων και λιπών που σπαταλώνται.
- Το 2006, ο καθηγητής Galen J. Suppes, από το Πανεπιστήμιο του Μισούρι στην Columbia, Missouri, τιμήθηκε με το ακαδημαϊκό βραβείο για το σύστημά μετατροπής αποβλήτων γλυκερόλης από παραγωγή βιοντίζελ σε προπυλενογλυκόλη. Μέσα από τη χρήση καταλύτη χαλκού-χρωμίτη,[εκκρεμεί παραπομπή] ο καθηγητής Suppes μπόρεσε να χαμηλώσει την απαιτούμενη θερμοκρασία μετατροπής, ενώ αύξησε την αποτελεσματικότητα της απόσταξης. Η παραγόμενη προπυλενογλυκόλη με αυτόν τον τρόπο μπορεί να είναι αρκετά φτηνή για να αντικαταστήσει την πιο τοξική 1,2-αιθανοδιόλη που είναι το βασικό συστατικό σε αντιπηκτικά οχημάτων.
- Το 2011, το βραβείο για εξαιρετικά επιτεύγματα πράσινης χημείας από μικρές επιχειρήσεις πήγε στην BioAmber Inc. για την ολοκληρωμένη παραγωγή και μεταγενέστερες εφαρμογές με βάση το βιο-ηλεκτρικό οξύ. Το ηλεκτρικό οξύ είναι βασικό χημικό που είναι ένα σημαντικό αρχικό υλικό στις επεξεργασίες καθημερινών προϊόντων. Παραδοσιακά, το ηλεκτρικό οξύ παρασκευάζεται από πρώτες ύλες με βάση το πετρέλαιο. Η BioAmber έχει αναπτύξει διεργασία και τεχνολογία που παράγει ηλεκτρικό οξύ από τη ζύμωση ανανεώσιμων πρώτων υλών με χαμηλότερο κόστος και χαμηλότερη ενεργειακή κατανάλωση από το πετρελαϊκό ισοδύναμο, ενώ δεσμεύει CO2 αντί να το εκπέμπει.[27]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ «Green Chemistry». United States Environmental Protection Agency. 28 Ιουνίου 2006. Ανακτήθηκε στις 23 Μαρτίου 2011.
- ↑ Pursuing practical elegance in chemical synthesis Ryoji Noyori Chemical Communications, 2005, (14), 1807–1811 Abstract
- ↑ Chemistry Explained
- ↑ Martin Poliakoff (2013) The Chemical Engineer 868 p42 "A new father figure?"
- ↑ Kletz, T.A., (1978) Chemistry and Industry pp, 287–292 “What You Don’t Have, Can’t Leak”
- ↑ «The 12 Principles of Green Chemistry». United States Environmental Protection Agency. Ανακτήθηκε στις 31 Ιουλίου 2006.
- ↑ EcoScale, a semi-quantitative tool to select an organic preparation based on economical and ecological parameters. Van Aken K, Strekowski L, Patiny L Beilstein Journal of Organic Chemistry, 2006 2:3 (3 March 2006 ) Article Αρχειοθετήθηκε 2008-03-07 στο Wayback Machine.
- ↑ «Green nanotechnology» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 6 Απριλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 2014.
- ↑ Renner R. (November 19, 2008). California launches nation’s first green chemistry program. Environmental Science & Technology.
- ↑ Livingston, Gene (July 21, 2011). California's Green Chemistry Rulemaking Renewed. National Law Review.
- ↑ «The Nobel Prize in Chemistry 2005». The Nobel Foundation. Ανακτήθηκε στις 4 Αυγούστου 2006.
- ↑ Michel Baron (2012). «Towards a greener pharmacy by more eco design». Waste and Biomass Valorization . 3: 395–407. doi: .
- ↑ Kurian, Joseph V. "A New Polymer Platform for the Future – Sorona from Corn Derived 1,3-Propanediol" Journal of Polymers and the Environment, Vol. 13, No. 2 (April 2005).
- ↑ M. P. Wilson, D. A. Chia, B. C. Ehlers "Green Chemistry in California: A Framework for Leadership in Chemicals Policy and Innovation" <http://coeh.berkeley.edu/news/06_wilson_policy.htm Αρχειοθετήθηκε 2014-05-03 στο Wayback Machine.>.
- ↑ Wilson M, Schwarzman M. 2009. Toward a New U.S. Chemicals Policy: Rebuilding the Foundation to Advance New Science, Green Chemistry, and Environmental Health 117(8) 1202–1209 and A358. Available: http://www.ehponline.org/docs/2009/0800404/abstract.html Αρχειοθετήθηκε 2009-08-25 στο Wayback Machine. and EHP Science Selections, http://www.ehponline.org/docs/2009/117-8/ss.html#chem[νεκρός σύνδεσμος]
- ↑ Anastas, P.T.· Levy, I.J.· Parent, K.E., επιμ. (2009). Green Chemistry Education: Changing the Course of Chemistry. ACS Symposium Series. 1011. Washington, DC: American Chemical Society. doi:10.1021/bk-2009-1011. ISBN 978-0-8412-7447-1.
- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Νοεμβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 2014.
- ↑ Ph.D. στην Πράσινη Χημεία.«Department of Chemistry – UMass Boston». Chem.umb.edu. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Ιουνίου 2010. Ανακτήθηκε στις 23 Μαρτίου 2011.
- ↑ Ecology Center Annual Report (2011). [1] Αρχειοθετήθηκε 2014-12-05 στο Wayback Machine..
- ↑ Greener Education Materials Αρχειοθετήθηκε 2014-09-17 στο Wayback Machine., a database of green chemistry topics. EurekAlert. (2009). Thinking of turning your chemistry green? Consult GEMs. AAAS.
- ↑ MSc in Green Chemistry & Sustainable Industrial Technology at the Green Chemistry Centre of Excellence based at the University of York
- ↑ Coombs A. (2009). Green at the Bench Αρχειοθετήθηκε 2009-07-10 στο Wayback Machine.. The Scientist.
- ↑ Richard K. Henderson, Concepcion Jimenez-Gonzalez, David J. C. Constable, Sarah R. Alston, Graham G. A. Inglis, Gail Fisher, James Sherwood, Steve P. Binks and Alan D. Curzons, Green Chem., 2011, 13, 854–862 doi=10.1039/c0gc00918k.
- ↑ http://www.rsc.org/suppdata/gc/c0/c0gc00918k/c0gc00918k.pdf
- ↑ Kim Alfonsi, Juan Colberg, Peter J. Dunn, Thomas Fevig, Sandra Jennings, Timothy A. Johnson, H. Peter Kleine, Craig Knight, Mark A. Nagy, David A. Perry and Mark Stefaniak, Green Chem., 2008, 10, 31–36 .
- ↑ J.A. Linthorst (2010). «An Overview: Origins and Development of Green Chemistry». Foundations of Chemistry 12 (1): 55–68. doi: .
- ↑ «2011 Small Business Award». United States Environmental Protection Agency. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Νοεμβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 2014.