Λιμένας του Προσφόριου
Το λιμάνι του Προσφόριου ήταν ένα λιμάνι στην Κωνσταντινούπολη, ενεργό από την εποχή που η πόλη ήταν ακόμη η ελληνική αποικία του Βυζαντίου (657 π.Χ. - 324 μ.Χ.), μέχρι την παραμονή της πρώτης χιλιετίας. [1] [2] Ήταν το πρώτο λιμάνι, που φτιάχτηκε στην περιοχή της μελλοντικής Κωνσταντινούπολης και επεκτεινόταν βαθμιαία.
Τοποθεσία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το λιμάνι βρισκόταν στη νότια ακτή του Κεράτιου Κόλπου, ανατολικά της σημερινής Γέφυρας του Γαλατά, στην Πέμπτη περιοχή της Κωνσταντινούπολης, όπου τα Θαλάσσια Τείχη έκαναν έναν βαθύ όρμο, μπροστά από τη ρωμαϊκή Πύλη του Ευγενίου (την Οθωμανική Γιαλίκιοσκιου καπισί), [2] και επεκτάθηκε διαδοχικά προς τα δυτικά, καταλήγοντας τελικά να γίνει το πρώτο λιμάνι μετά την είσοδο του Κόλπου. Ο όρμος, όπου κάποτε βρισκόταν το λιμάνι, είναι τώρα προσχωμένος από ιλύ και βρίσκεται σήμερα στο ανατολικό τμήμα της περιοχής του σιδηροδρομικού σταθμού Σίρκεσι, νότια του οθωμανικού Σεπετσιλέρ κιοσκιού (κιόσκι Καλαθοπλεκτών). Διοικητικά, ο ιστότοπος ανήκει στη γειτονιά του Χοτσά Πασά στο Εμίνονου, το οποίο είναι μέρος της συνοικίας Φατίχ (η εντός των τειχών Πόλη) της Κωνσταντινούπολης.
Ιστορία και περιγραφή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το πρώτο λιμάνι, που χτίστηκε στην περιοχή της Κωνσταντινούπολης, κατά την περίοδο που ήταν η πόλη-κράτος του Βυζαντίου, βρισκόταν στον Κεράτιο, στην είσοδο του Βοσπόρου, στη γωνία που σχηματίζεται από τη θάλασσα και το άκρο των τειχών του Βυζαντίου, που αντιστοιχεί με τη μελλοντική ρωμαϊκή συνοικία με το όνομα «τα Ευγενίου», μετά την Πύλη του Ευγενίου του θαλάσσιου τείχους (το Οθωμανικό Γιαλίκιοσκιου Καπισί). [1] Η θέση του βρισκόταν αμέσως κάτω από τη βορειοδυτική πλαγιά του Πρώτου λόφου της πόλης. Χάρη στην τοποθεσία του κατά μήκος της νότιας ακτής του Κεράτιου, το λιμάνι προστατευόταν από τις βαριές καταιγίδες που προκαλούσε ο Λόντος, ο νοτιοδυτικός άνεμος που φυσά από τη Θάλασσα του Μαρμαρά. Έπειτα από την καταστροφή της πόλης από τον Σεπτίμιο Σεβήρο (β. 193-211), ο Αυτοκράτορας την ανοικοδόμησε και μεγάλωσε το λιμάνι προς τα δυτικά, περικλείοντας τελικά ολόκληρη την περιοχή που σήμερα καταλαμβάνεται από το σιδηροδρομικό σταθμό Σίρκεσι και τα παραρτήματά του. Ο πρώτος τόπος αποβίβασης που συναντούσε κάποιος στα ανατολικά της πόλης, πιθανότατα κοντά στην Πύλη του Ευγενίου, πήρε το όνομά του από τον Τιμάσιο (απεβ. 396), έναν ανώτερο αξιωματούχο, που έδρασε υπό τους Αυτοκράτορες Βάλη (β. 364–378) και Θεοδόσιο Α΄ (β. 379 –395). Αμέσως μετά την ίδρυση της Νέας Ρώμης από τον Κωνσταντίνο Α΄ το 324, το λιμάνι έλαβε το όνομα κλειστός λιμήν, καθώς προστατευόταν από προβλήτες και υπερασπιζόταν από τα θαλάσσια τείχη και από τον Πύργο του Ευγενίου. [2]
Το όνομα "Προσφόριον", το οποίο το λιμάνι έλαβε μετά την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης, θα μπορούσε να προέρχεται είτε από την εγγύτητά του στην αγορά της πόλης (πρόσφορον), [1] ή από άλλη ονομασία του τόπου, Φωσφόριον, λόγω ενός θρύλου: εκεί η Εκάτη Φωσφόρος («Φωτοφόρος») βοήθησε τη νύχτα τους υπερασπιστές του Βυζαντίου, που πολιορκούσε ο Φίλιππος Β΄ της Μακεδονίας. [3] Μία άλλη θεωρία υποθέτει ότι το όνομα προήλθε από την κοντινή αγορά των βοδιών (βοοσπόριον > βοσπόριον), που βρισκόταν κοντά, μέχρι να μετακινηθεί από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε΄ (β. 741-75) κοντά στην Αγορά του Ταύρου/Θεοδοσίου.
Περίπου διακόσια χρόνια πριν ο Ιουστινιανός Α΄ (β. 527–65) είχε ήδη μετακινήσει την αγορά των θαλάσσιων αγαθών από το Προσπόριον στον μεγαλύτερο Λιμένα της Σοφίας στη θάλασσα του Μαρμαρά. [1] Μέσα στο λιμάνι, ένας τόπος αποβίβασης, το Scala Chalcedonensis, είχε κρατηθεί για τους κατοίκους της Χαλκηδόνας, της πόλης στην απέναντι πλευρά του Βοσπόρου. Παρ' όλα αυτά, το λιμάνι είχε καθαρά εμπορική λειτουργία: στο Προσφόριο αποβιβάζονταν τα αγαθά, που εισάγονταν από τον Βόσπορο, τη Μαύρη Θάλασσα και την Ασία. Ως αποτέλεσμα η περιοχή περιβαλλόταν από πολλές αποθήκες: το Notitia Urbis Constantinopolitanae καταγράφει ότι κατά τον 5ο αι. τέσσερις από τις έξι horrea (αποθήκες), που υπήρχαν στην πόλη, βρισκόταν στην περιοχή του Προσφορίου. [2] Ωστόσο το λιμάνι υπέστη μεγάλη επιχωμάτωση, έτσι ώστε την παραμονή της πρώτης χιλιετίας να αποκλειστεί οριστικά από την ιλύ. Η μόνη λειτουργία που επέζησε μέχρι τα τέλη της Παλαιολόγειας εποχής, ήταν της αποβάθρας (ναυστάθμου) για τον Αυτοκράτορα, κατά τη διάρκεια της μεταβίβασής του από το Παλάτι των Βλαχερνών στον ναό της Αγίας Σοφίας. Η αποβάθρα βρισκόταν ακριβώς μπροστά από την Πύλη του Ευγενίου, γνωστής εκείνη την περίοδο ως Βασιλικής Πύλης, αφού ο Αυτοκράτορας έπρεπε να τη διασχίσει για να φτάσει στην εκκλησία.
Το 1457, λίγο μετά την πτώση της Πόλης το 1453 στους Οθωμανούς, το παραμελημένο λιμάνι συμπεριλήφθηκε στην περιοχή, που περικλείστηκε από τα τείχη του νεόκτιστου παλατιού Τοπ Καπί. [2]
Βιβλιογραφικές αναφορές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Janin, Raymond (1964). Constantinople Byzantine (2 έκδοση). Paris: Institut Français d'Etudes Byzantines.
- Bildlexikon zur Topographie Istanbuls: Byzantion, Konstantinupolis, Istanbul bis zum Beginn d. 17 Jh, Wolfgang Müller-Wiener, ausführung Wasmuth (isbn 978-3-8030-1022-3) Tübingen, 1977