Μάγγανα (Κωνσταντινούπολη)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χάρτης της Μεσαιωνικής Κωνσταντινούπολης.

Τα Μάγγανα (Mangana, πολεμικές μηχανές) ήταν μία από της περιοχές της Μεσαιωνικής Κωνσταντινούπολης. Βρίσκεται στο ανατολικότερο άκρο της χερσονήσου στην οποία βρίσκεται η πόλη, και στέγαζε ένα αυτοκρατορικό παλάτι, μία οπλοθήκη και αρκετές εκκλησίες και φιλανθρωπικά ιδρύματα καθ' όλη τη μέση και ύστερη Μεσαιωνική περίοδο.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η συνοικία βρισκόταν στα ανατολικό άκρο της χερσονήσου, πιο βορειοανατολικά από το Μεγάλο Παλάτιο και ανάμεσα στην αρχαία Ακρόπολη του Βυζαντίου και το στενό του Βοσπόρου[1][2] και πήρε το όνομά του από ένα μεγάλο οπλοστάσιο για στρατιωτικές μηχανές (mangana, καταπέλτες)[3]. Η τοποθεσία συνδέθηκε στενά με το κοντινό Μεγάλο Παλάτιο, και αρκετοί Αυτοκράτορες έκτισαν κτίρια εκεί. Ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ Α΄ Ραγκαβέ (β. 811-813) διέθετε ένα μέγαρο εκεί, που μετατράπηκε σε ιδιοκτησία του στέμματος από τον Αυτοκράτορα Βασίλειο Α΄ (β. 867–886) και εδιοικείτο από έναν κουράτορα. Η θέση του (μεγάλου) κουράτορα των Μαγγάνων περιλάμβανε επίσης την εποπτεία των Αυτοκρατορικών κτημάτων στις επαρχίες, των οποίων τα έσοδα πήγαιναν στη συντήρηση της Αυτοκρατορικής Αυλής, καθώς και στον εφοδιασμό των στρατιωτικών εκστρατειών.

Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος (β. 1042-1055) έχτισε ένα μοναστήρι αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο με περίκλειστη αυλή και γύρω κήπο, καθώς και ένα νοσοκομείο, ένα παλάτι, ένα γηροκομείο, ξενώνες, ένα πτωχοκομείο και μία νομική σχολή[3][4] Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του ο Κωνσταντίνος Θ΄ παραχώρησε την προνοία του Μαγγάνου στον Κωνσταντίνο (Γ΄) Λειχούδη, που αργότερα θα γινόταν Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης. Ο όρος πρόνοια συνήθως σημαίνει ότι ο Λειχούδης απολάμβανε τα έσοδα των Μαγγάνων, αλλά σε αυτήν την περίπτωση το νόημά του είναι αμφιλεγόμενο. Κατά τον 14ο αιώνα, ο Αυτοκράτορας Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός (1347-1354) έζησε στα Μάγγανα ως μοναχός, για ένα χρονικό διάστημα μετά την παραίτησή του το 1354.

Μονή Αγίου Γεωργίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος (β. 1042-1055) πέθανε μετά από πλευρίτιδα, ενώ έκανε μπάνιο στη λίμνη στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου τον Ιανουάριο του 1055. [5] Τάφηκε τελικά στο μοναστήρι[3]. Χρόνια αργότερα, το ανάκτορο που έχτισε ο Κωνσταντίνος Θ΄ στα Μάγγανα καταστράφηκε από τον Αυτοκράτορα Ισαάκ Β΄ Άγγελο (β. 1185–95, 1203–04), αλλά το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου επέζησε μέχρι την πτώση της Κωνσταντινούπολης τον Μάιο του 1453. Από την ίδρυση του μοναστηριού, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορική Αυλή πραγματοποιούσε ετήσιες επισκέψεις σε αυτό στις 23 Απριλίου, που ήταν η εορτή του Αγίου Γεωργίου. Αυτή η παράδοση διακόπηκε κατά τη διάρκεια της Δ΄ Σταυροφορίας τον 13ου αιώνα, όταν οι Λατίνοι μοναχοί κατέλαβαν για λίγο το μοναστήρι, έως ότου αποκαταστάθηκε στους Έλληνες της Νίκαιας υπό τον Αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο (β. 1259–1261). Κατά τη διάρκεια του Β΄ Βυζαντινού εμφυλίου πολέμου (1341–1347), ο Ρωμαίος θεολόγος και πολιτικός Δημήτριος Κυδώνης αποσύρθηκε σε ένα διαμέρισμα στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου, αφού απέκτησε ένα αδελφάτον (δηλ. το δικαίωμα, που χορηγείτε με την πληρωμή ενός χρηματικού ποσού, για να ζήσει σε μοναστήρι χωρίς να γίνει μοναχός). [2] Το μοναστήρι ήταν ιδιαίτερα διάσημο κατά τον 14ο αιώνα, όταν περιείχε κειμήλια του Πάθους του Χριστού και έγινε τόπος προσκυνήματος για τους Ορθόδοξους πιστούς, ακόμη και από τη Ρωσία. Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453 το συγκρότημα του μοναστηριού κατελήφθη για μικρό χρονικό διάστημα από δερβίσηδες, πριν κατεδαφιστεί από τους Οθωμανούς για να ανοίξει ο χώρος για την κατασκευή του παλατιού Τοπ Καπί.

Bιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. McGeer, Nesbitt & Oikonomides 2005.
  2. 2,0 2,1 Dendrinos, Harris & Harvalia-Crook 2003.
  3. 3,0 3,1 3,2 ODB.
  4. Magdalino 2002.
  5. Franzius 1967: "In January 1055 Monomachus bathed in the pond at the monastery of Saint George of Mangana, contracted pleurisy, and soon breathed his last."

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]