Μετάβαση στο περιεχόμενο

Λεοπάρδαλη του χιονιού

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Λεοπάρδαλη του χιονιού
Λεοπάρδαλη του χιονιού
Λεοπάρδαλη του χιονιού
Κατάσταση διατήρησης
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Θηλαστικά (Mammalia)
Τάξη: Σαρκοφάγα (Carnivora)
Οικογένεια: Αιλουρίδες (Felidae)
Υποοικογένεια: Πανθηρίνες (Pantherinae) (Pocock, 1917) [1]
Γένος: Πάνθηρ (Panthera) (Oken, 1816)
Είδος: P. uncia
Διώνυμο
Panthera uncia [i]
Schreber, 1775
Υποείδη

Panthera uncia uncia
Panthera uncia uncioides [i]

Η λεοπάρδαλη του χιονιού είναι σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογενείας των αιλουριδών. Ανήκει στην υποοικογένεια των πανθηρινών, «ομάδα» η οποία περιλαμβάνει τα μεγαλύτερα είδη της οικογενείας. Το είδος έχει την επιστημονική ονομασία Panthera uncia,[i] απαντά αποκλειστικά στην Ασία και περιλαμβάνει 2 υποείδη.[i]

Η λεοπάρδαλη του χιονιού ανήκει στα μεγάλου μεγέθους αιλουροειδή, τους πάνθηρες, μαζί με την τίγρη, το λιοντάρι, την λεοπάρδαλη και τον ιαγουάρο. Είναι από τα ομορφότερα αιλουροειδή και από τους σπανιότερους πάνθηρες, με πληθυσμούς που δεν ξεπερνούν τα 7.000 άτομα παγκοσμίως και, με συνεχή καθοδική τάση (βλ. Κατάσταση πληθυσμού). Η μελέτη του είδους στην φύση είναι εξαιρετικά δύσκολη, η δε φωτογράφηση ατόμων στο φυσικό τους περιβάλλον επιτυγχάνεται μόνο με ειδικές «κάμερες παγίδευσης», οι οποίες τίθενται σε λειτουργία ανιχνεύοντας την κίνηση του αντικειμένου. Παρά το παρουσιαστικό της, η λεοπάρδαλη του χιονιού έχει ήπιο χαρακτήρα (βλ. Ηθολογία).

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Καθοδική ↓ [2]

Για την επιστημονική ονομασία του γένους Panthera «πάνθηρας» υπάρχουν δύο εκδοχές: σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή, η λέξη είναι ελληνική και προέρχεται από τον αρχικό αμάρτυρο τύπο πάρθηρ, λόγω της παρετυμολογικής σύνδεσής της με τις λέξεις παν και θηρώ «κυνηγώ».[3]

Σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή, η λέξη έχει ανατολική προέλευση και συνδέεται με την αρχαία ινδική pundarīka που σήμαινε την «τίγρη».[3] Ο όρος uncia στην επιστημονική ονομασία του είδους δεν έχει απόλυτα καθορισμένη προέλευση, αν και υπάρχουν δύο εκδοχές: σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή, σχετίζεται με την λατινική unguis «νύχι» (πρβλ. αγγλ. ungulate, anchor, and angle) που, με τη σειρά της, προέρχεται από το επίθετο uncus «καμπυλωτός, κυρτός» (curved). Η πρωτο-Γερμανική ρίζα του όρου είναι **-nk-*, «λυγίζω, καμπυλώνω) (Oxford English Dictionary).[4] Ωστόσο, αυτή η εκδοχή, είναι δύσκολο να συσχετιστεί σαφέστερα με το συγκεκριμένο θηλαστικό [εκκρεμεί παραπομπή]

Σύμφωνα με την δεύτερη και, πιθανότερη, εκδοχή ο όρος uncia προέρχονται από την παλαιά (13ος αιώνας) γαλλική λέξη once, που χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να περιγράψει τον ευρωπαϊκό λύγκα. Ο όρος once προήλθε από την λέξη lonce, με αφαίρεση του l που, πιθανότατα, αντιπροσώπευε το άρθρο la. Ο όρος, αργότερα, παρέμεινε για να περιγράψει την λεοπάρδαλη του χιονιού.[5][6]

Η λέξη λεοπάρδαλη, προέρχεται από τα επί μέρους συνθετικά λέων + πάρδαλις. Ο όρος πάρδαλις (βλ. παρακάτω) η οποία έχει πρωτογενή σημασία και σημαίνει «λεοπάρδαλη», ζώο που ήταν ευρύτατα διαδεδομένο και αγαπητό στην αρχαιότητα. Επομένως, οποιαδήποτε επιστημονική ονομασία περιλαμβάνει αυτούσια την λέξη ή κάποια επί μέρους συνθετικά της, έχει τη σημασία της λεοπάρδαλης. Ακόμη και η λέξη «παρδαλός» είναι μεταγενέστερη και σημαίνει «αυτός που έχει στίξεις ή κηλίδες σαν της λεοπάρδαλης».[7]

Ο όρος πάρδαλις είναι παλαιά λόγια ονομασία που χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει την λεοπάρδαλη και προέρχεται από την αρχαία λέξη πόρδαλις. Το Λεξικό Απολλωνίου του Σοφιστού, αναφέρεται με σαφήνεια: πόρδαλις: ο άρσην, η δε θήλεια πάρδαλις. Πρόκειται για δάνεια λέξη που, πιθανόν, έχει ανατολική προέλευση και συνδέεται με την ιρανική Pwrδηκ, την περσική palang και την αρχ. ινδική prdãku-. Ωστόσο το επίθημα -αλις δεν εξηγείται ετυμολογικά.[7] Η λαϊκή ονομασία λεοπάρδαλη του χιονιού, παραπέμπει, σαφώς, στα ορεινά, αλπικά ενδιαιτήματα του θηλαστικού.

Η λεοπάρδαλη του χιονιού απαντάται με πολλές ονομασίες στις χώρες κατανομής της, μερικές από τις οποίες είναι: wāwrīn pṛāng (Παστού: واورين پړانګ), shan (Λαντάκ), irves (Μογγολικά: ирвэс), bars ή barys (Κοζάκικα: барыс), ilbirs (Κιργιζικά: Илбирс), barfānī chītā (Ούρντου: برفانی چیتا), him tendua (Σανσκριτικά: हिम तेन्दुआ).

Συστηματική ταξινομική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Γεωγραφική εξάπλωση του είδους Panthera uncia

Η λεοπάρδαλη του χιονιού περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Γερμανό φυσιοδίφη Γιόχαν Σρέμπερ (Johann Christian Daniel von Schreber, 1739-1810), το 1775, με βάση μια ζωγραφική απεικόνιση. Ο Σρέμπερ ονόμασε το θηλαστικό Felis uncia και υπέθεσε ότι εξαπλώνεται στην Ακτή των Βερβέρων, την Περσία, την ανατολική Ινδία, και την Κίνα.[8][9]

Το 1854, ο Βρετανός ζωολόγος Τζον Γκρέι (John Edward Gray, 1800-1875) πρότεινε την ονομασία Uncia, για το -νέο- γένος στο οποίο τοποθέτησε την λεοπάρδαλη του χιονιού, υπό την ονομασία Uncia irbis.[10] Ο περίφημος Βρετανός ζωολόγος Ρέτζιναλντ Πόκοκ (Reginald Innes Pocock, 1863-1947) επιβεβαίωσε αυτή την ταξινόμηση, αλλά έδωσε την επιστημονική ονομασία Uncia uncia στο θηλαστικό.[11]

  • Βάσει μελετών μοριακών δεδομένων, η λεοπάρδαλη του χιονιού έχει θεωρηθεί ως μέλος του γένους Panthera από το 2008.[12] Ωστόσο, η συγκεκριμένη ταξινόμηση δεν έχει γίνει ακόμη ευρέως αποδεκτή από όλους τους ταξινομικούς φορείς. Για παράδειγμα, η IUCN έχει αποδεχθεί την νέα κατάσταση,[2] όχι όμως και η ITIS, που εξακολουθεί να ακολουθεί την εγκυρότατη συστηματική κατά Wilson and Reeder’s.[13][i]

Η αγγλική ονομασία του είδους είναι Snow leopard «λεοπάρδαλη των χιόνων», από όπου πήρε και την ελληνική ονομασία το θηλαστικό, αλλά η τίγρη θεωρείται στενότερη συγγενής του, παρά η «πραγματική» λεοπάρδαλη.[14][15]

Οι συγγραφείς του έργου Handbook of the Mammals of the World (Lynx ed.) αναγνωρίζουν 2 υποείδη (βλ. Πίνακα) της λεοπάρδαλης του χιονιού,[16] ωστόσο, δεδομένου ότι απαιτείται περαιτέρω έρευνα, αυτές οι ταξινομήσεις πρέπει να αντιμετωπίζονται με επιφύλαξη.

Γεωγραφική εξάπλωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος απαντά σε περιορισμένης έκτασης περιοχή της Κ. Ασίας, εξαιρετικά διάσπαρτη και διακεκομμένη. Κατ’ ουσίαν πρόκειται για μικρούς, ασυνεχείς θύλακες σε θέσεις ορεινές και απομονωμένες 12 κρατών, συνολικά, όπου το θηλαστικό αγωνίζεται για την επιβίωσή του.

Το φάσμα εξάπλωσης περιλαμβάνει τις περιοχές δυτικά της λίμνης Βαϊκάλης στη νότια Σιβηρία και τις μεγάλες οροσειρές Κουνλούν, Αλτάι, Σαγιάν, Τιεν Σαν και Τάνου-Όλα. Δυτικά, το όριο του εύρους κατανομής είναι το Ν. Ουζμπεκιστάν και το ΒΑ. Αφγανιστάν, ενώ το ανατολικό βρίσκεται στις αχανείς εκτάσεις της Ν. Μογγολίας και της Κ. Κίνας. Οι οροσειρές του Παμίρ και τα υψίπεδα των Ιμαλαΐων στην Ινδία, το Νεπάλ, το Μπουτάν και το Θιβέτ, φιλοξενούν τους υγιέστερους πληθυσμούς (βλ. Κατανομή ανά κράτος).[17]

Με βάση υψομετρικές αναλύσεις,[18] το εκτιμώμενο δυνητικό εύρος του θηλαστικού είναι 3.000.000 χλμ², με πολλά από αυτά στη Μογγολία και τα οροπέδια του Θιβέτ, αν και δεν είναι σαφές σε ποιο βαθμό οι λεοπαρδάλεις του χιονιού χρησιμοποιούν τα πλατύτερα τμήματα των οροπεδίων. [19] Τα πιθανά ενδιαιτήματα του είδους στα ινδικά Ιμαλάια εκτιμάται ότι καταλαμβάνουν έκταση μικρότερη των 90.000 χλμ², στις πολιτείες Τζαμού και Κασμίρ, Ουταράχαντ, Χιμάτσαλ Πραντές, Σικκίμ και Αρουνάτσαλ Πραντές, εκ των οποίων περίπου 34.000 χλμ² θεωρούνται «καλός» βιότοπος και, ποσοστό 14,4% εξ αυτών, είναι προστατευμένα. Γενικά, εξακολουθεί να υπάρχει σημαντική έλλειψη πληροφοριών σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση της λεοπάρδαλης του χιονιού σε πολλά μέρη της γνωστής και πιθανής κατανομής της.

  • Σε μια προσπάθεια να εμπλουτιστούν οι γνώσεις για την κατανομή και την πληθυσμική κατάσταση του είδους, πραγματοποιήθηκε διάσκεψη σχεδιασμού διατήρησης στο Πεκίνο (Μάρτιος 2008), που έφερε σε επαφή εμπειρογνώμονες από 11 χώρες - από τις 12 χώρες του φάσματος κατανομής. Το συνέδριο χαρτογράφησε συγκεκριμένες θέσεις εξάπλωσης και μπόρεσε να καθορίσει Μονάδες Διατήρησης (Conservation Units), δηλαδή περιοχές που είναι οι πιο σημαντικές για την επιβίωση του είδους. Η χαρτογράφηση αυτή αποτελεί, σήμερα, πολύτιμο «όπλο» βιολόγων και οικολόγων για πιο «στρατηγική» προσέγγιση, στα πλαίσια των προσπαθειών σωτηρίας του θηλαστικού.[20]
Αρ. Υποείδος Περιοχή εξάπλωσης Σημειώσεις
1 Panthera uncia uncia Μογγολία, Ρωσία, χώρες δυτικά των Ιμαλαΐων
2 Panthera uncia uncioides Δ Κίνα, Ιμαλάια
Τα βραχώδη εδάφη αποτελούν ιδανικά ενδιαιτήματα για την λεοπάρδαλη του χιονιού

Οι λεοπαρδάλεις του χιονιού συνδέονται στενά με τα αλπικά και υποαλπικά ενδιαιτήματα, σε έδαφος με απότομο, «σπασμένο» ανάγλυφο με βράχια και σάρες, που διακόπτεται από κορυφογραμμές, ρεματιές και πετρώδεις εξάρσεις.[21] Πολλές φορές κινούνται και φωλιάζουν σε έδαφος με κλίση που φθάνει τις 40°, στοιχείο που δεν τους δημιουργεί κάποια ανασφάλεια. Ωστόσο, στη Μογγολία και το Θιβέτ μπορούν να καταλαμβάνουν σχετικά επίπεδα εδάφη ή σάρες, εφόσον υπάρχει επαρκής κάλυψη. [22] Στα βουνά Σαγιάν της Ρωσίας και μέρος των Τιεν Σαν της Κίνας, απαντούν σε ανοικτά δάση κωνοφόρων αποφεύγοντας, ωστόσο, το πυκνό δάσος. Οι χαμηλές θερμοκρασίες και η υψηλή ξηρασία κάνει τους οικοτόπους του είδους, μεταξύ των λιγότερο παραγωγικών συστημάτων, από άποψη βιομάζας με Αγρωστώδη και, κατά συνέπεια, τα θηράματα που τρέφονται με αυτά εμφανίζονται σε σχετικά χαμηλές πυκνότητες.[22]

Γενικά, οι λεοπαρδάλεις του χιονιού εμφανίζονται σε υψόμετρα από 3.000-4.500 μ., κατά μέσον όρο, με εξαίρεση το βόρειο όριο του φάσματος κατανομής τους, όπου βρίσκονται σε χαμηλότερα υψόμετρα (900-2.500 μ.).[21] Ωστόσο, το καλοκαίρι, συνήθως κινούνται πάνω από την γραμμή των δέντρων σε ορεινά λιβάδια και σε βραχώδεις περιοχές, ακόμη και μέχρι τα 6.000 μ. Τον χειμώνα, κατεβαίνουν στα δάση, στα 1.200-2.000 μ.

  • Οι λεοπαρδάλεις του χιονιού μπορούν να κινούνται χωρίς δυσκολία σε χιόνι βάθους, μέχρι 85 εκ., αν και προτιμούν να χρησιμοποιούν τα υφιστάμενα μονοπάτια που έχουν δημιουργηθεί από άλλα ζώα.[23]
Χαρακτηριστικά πορτρέτα λεοπάρδαλης του χιονιού

Οι λεοπαρδάλεις του χιονιού ανήκουν στα μεγάλα αιλουροειδή (πάνθηρες) χωρίς, ωστόσο, να φθάνουν τις διαστάσεις και το βάρος των μεγάλων «εξαδέλφων» τους, την τίγρη και το λιοντάρι. Χαρακτηρίζονται από κηλίδες στον τράχηλο που επιμηκύνονται και σχηματίζουν δύο πλαϊνές σειρές από επιμηκυσμένους δακτυλίους σαν διακεκομμένες λωρίδες, κατά μήκος της ράχης μέχρι την βάση της ουράς. Οι κηλίδες στο κεφάλι, τον τράχηλο και τα κάτω άκρα είναι συμπαγείς. Κύκλοι ή ροζέτες εμφανίζονται στα πλαϊνά του σώματος και στην ουρά, με διάμετρο 5-9 εκ., λιγότερες και πιο αραιές από εκείνες των λεοπαρδάλεων και των ιαγουάρων.

  • Οι κηλίδες του κεφαλιού, ειδικά εκείνες του μετώπου, φαίνεται να διαφέρουν από άτομο σε άτομο σε βαθμό που, όπως αναφέρουν μελέτες, λειτουργούν ως «δακτυλικά αποτυπώματα».[23]

Το κεφάλι είναι σχετικά μικρό, το ρύγχος κοντό και το μέτωπο υπερυψωμένο. Το κρανίο είναι κοντό και πλατύ. Το χαρακτηριστικό του σχήμα προκύπτει από την «συμπίεση» των πλαϊνών γραμμών στο πάνω τμήμα των ρινικών οστών και από το μέτωπο που εμφανίζεται ευρύ και με υψηλό θόλο, λόγω επέκτασης της ρινικής κοιλότητας, πιθανώς λόγω διαβίωσης στα, μεγάλου υψομέτρου, ψυχρά οικοσυστήματα (η αναπνοή διευκολύνεται από το μεγάλο ρινικό άνοιγμα, όταν ο αέρας είναι πτωχός σε οξυγόνο).[24] Τα ρινικά οστά είναι ιδιαιτέρως διευρυμένα στο ρινικό άνοιγμα. Το ύψος της κάτω γνάθου πριν τον 3ο προγόμφιο είναι ίσο ή μεγαλύτερο από το ύψος της πίσω από τον 1ο γομφίο.

  • Όπως και στους άλλους 4 πάνθηρες, η δομή (suspensorium) που συγκρατεί το υοειδές οστό στην περιοχή του λαιμού είναι ατελώς οστεοποιημένη. Παλαιότερα πιστευόταν ότι αυτός είναι ο λόγος που οι πάνθηρες βρυχώνται ενώ τα άλλα αιλουροειδή, όχι. Ωστόσο, η λεοπάρδαλη του χιονιού δεν βρυχάται, κάτι που σημαίνει ότι το υοειδές οστό αποτελεί αναγκαία αλλά όχι ικανή αιτία για τον βρυχηθμό των πανθήρων. Ο βρυχηθμός οφείλεται, πιθανόν, στην διάρθρωση του λάρυγγα και των πέριξ δομών που λειτουργούν ως αντηχείο, κάτι που δεν διαμορφώνεται στην ανατομική της λεοπάρδαλης του χιονιού.[25]

Η γούνα είναι μακριά και παχιά, με τις τρίχες της να έχουν μήκος 25 χλστ. στα πλαϊνά του σώματος και, 50 χλστ. στην κοιλιά και την ουρά, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Ωστόσο, κατά την διάρκεια του χειμώνα φθάνουν τα 50 χλστ. στα πλαϊνά του σώματος, τα 60 χλστ. στην κοιλιά, τα 120 χλστ. στην κοιλιά και τα 30-55 χλστ. στην ράχη. Το χρώμα της γούνας είναι ανοικτό γκρι έως κρεμ-γκρι του καπνού', με πιο ανοικτή λευκωπή απόχρωση στην κάτω περιοχή του σώματος. Ωστόσο, έχουν αναφερθεί αλμπίνο ή μελανιστικά άτομα από την περιοχή του Τουρκεστάν.[26] Μια τούφα από τρίχες υπάρχει ακριβώς στην βάση του οπισθίου τμήματος των αυτιών. όπως και στις άλλες «γάτες».

Η ουρά της λεοπάρδαλης του χιονιού είναι η ογκωδέστερη από όλα τα αιλουροειδή
  • Η ουρά της λεοπάρδαλης του χιονιού είναι η ογκωδέστερη από όλα τα αιλουροειδή, με μήκος σχεδόν όσο το υπόλοιπο σώμα της και, έχει περιγραφεί σαν, να ακολουθεί το ζώο κάποιος πύθωνας (sic).

Η κόρη του ματιού δεν είναι πλήρως κυκλική, αλλά εμφανίζει κάποια αιχμή στο πάνω και κάτω μέρος, έχοντας σχήμα ευρέως ελλειψοειδές ή ρομβοειδές. Η ίριδα είναι γκρίζα ή ανοικτοπράσινη, κάτι ασυνήθιστο για αιλουροειδές.[23]

Στα νεαρά άτομα, οι επιμηκυσμένες λωρίδες του κατωτέρου τμήματος της ράχης, είναι πιο μαύρες και συμπαγείς από εκείνες των ενηλίκων που, σταδιακά και με το πέρασμα της ηλικίας, γίνονται διακεκομμένες και εμφανίζονται ως μεγάλες κηλίδες με ανοικτόχρωμα κέντρα.

Βιομετρικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Μήκος σώματος (χωρίς την ουρά): 100 έως 130 εκατοστά
  • Μήκος ουράς: 80 έως 100 εκατοστά
  • Μήκος κρανίου: 16,5 έως 20 εκατοστά
  • Μήκος κάτω γνάθου: 11,2 έως 13,3 εκατοστά
  • Απόσταση ζυγωματικών: 11,4 έως 13,9 εκατοστά
  • Ύψος στο ακρώμιο: 60 εκατοστά
  • Βάρος: 25 έως 75 κιλά
Το μπαράλ αποτελεί το αγαπημένο έδεσμα της λεοπάρδαλης του χιονιού

Οι λεοπαρδάλεις του χιονιού κυνηγούν ζωντανά θηράματα αλλά, όπως πολλά αιλουροειδή, είναι επίσης ευκαιριακοί κυνηγοί, τρώγοντας ό, τι είδους κρέας μπορούν να βρουν, συμπεριλαμβανομένων θνησιμαίων. Είναι σε θέση να θανατώνουν αρτιοδάκτυλα με βάρος περισσότερο από 3-4 φορές το δικό τους βάρος, όπως μπαράλ (Pseudois nayaur), αίγαγρους της Σιβηρίας (Capra sibirica), ταρ των Ιμαλαΐων (Hemitragus jemlahicus), μαρκόρ (Capra falconeri), ουριάλ (Ovis orientalis vignei) και αργκάλι (Ovis ammon). Ειδικά το μπαράλ φαίνεται να αποτελεί την αγαπημένη τους λεία, γι’ αυτό και σε κάποια μέρη της Ινδίας, οι λεοπαρδάλεις του χιονιού αποκαλούνται bharal-mar ή bharal-hai «φονιάδες των μπαράλ».[23] Γενικά, είναι ικανές να καταβάλλουν όλα σχεδόν τα ζώα που βρίσκονται μέσα στην επικράτειά τους, με πιθανή εξαίρεση το ενήλικο αρσενικό γιακ. Έτσι επιτίθενται σε μοσχελάφους, αγριογούρουνα, γαζέλες, ακόμη και σε γαϊδάρους που ζουν σε άγρια κατάσταση.

Ωστόσο, κυνηγούν και μικρότερα θηράματα, όπως μαρμότες, πίκα (Ochotona dauurica), λαγούς, κουνέλια, φασιανούς και πέρδικες, με τις μαρμότες να αποτελούν σε κάποιες περιοχές το σημαντικότερο θήραμα, σε συντριπτικό ποσοστό (λ.χ. έως 45% στην Μογγολία). Όμως, επιτίθενται και σε κατοικίδια ζώα όπως, πρόβατα, κατσίκες, αγελάδες, άλογα και σκύλους, κάτι που αναπόφευκτα τις έχει οδηγήσει σε σύγκρουση με τους ντόπιους κατοίκους των περιοχών όπου απαντούν.

Οι λεοπαρδάλεις του χιονιού τρώνε, επίσης, σημαντική ποσότητα φυτικής ύλης ασυνήθιστα μεγάλη για αιλουροειδές. Σε μελέτη που έγινε στο Πακιστάν, ποσοστό 22% από κόπρανα που εξετάστηκαν περιείχαν κάποιο φυτικό υλικό, κυρίως Salix spp. και Myricaria spp., ενώ στο Λαντάκ το ποσοστό ανήλθε στο 50%. Επίσης, παρόμοιες μελέτες σε πληθυσμούς στα Τιεν Σαν, έδειξαν ασυνήθιστα μεγάλες ποσότητες από αλμυρίκια (Tamarix spp.).[27]

Παρόλο που είναι γνωστό ότι, όλες οι «γάτες» προσθέτουν φυτικές ίνες στην διατροφή τους, πιθανόν για την υποβοήθηση της πέψης ή της αφόδευσης, δεν υπάρχουν αναφορές για κατανάλωση τόσο μεγάλων ποσοτήτων φυτικού υλικού από άλλο αιλουροειδές.

  • Όσο και αν φαίνεται περίεργο, ειδικά στην περίπτωση της λεοπάρδαλης του χιονιού, η κατανάλωση φυτικής ύλης δεν γίνεται μόνον για καλύτερη λειτουργία του πεπτικού, αλλά για καθαρά διατροφικούς λόγους. Κάποια από τα καταναλισκόμενα είδη, όπως τα Tamarix spp., γνωστά στην περιοχή ως φυτά «μάννα», παράγουν σημαντικές ποσότητες θρεπτικού εκκρίματος.[23]

Η λεοπάρδαλη του χιονιού θεωρείται εξπέρ στην αναρρίχηση σε βραχώδη εδάφη, κάτι που της επιτρέπει να επιβιώνει στα ειδικά αυτά ενδιαιτήματα. Τα μεγάλα της πέλματα την βοηθούν τόσο στην κίνηση σε απόκρημνες τοποθεσίες, όσο και στο χιόνι. Μάλιστα όταν το χιόνι είναι μαλακό («πούδρα»), το ζώο μπορεί να κάνει «σκι» (sic) στην επιφάνειά του, ολισθαίνοντας ελεγχόμενα στις κατωφέρειες. Επίσης, η λεοπάρδαλη του χιονιού είναι σε θέση να αναρριχάται και να εκτελεί μεγάλα άλματα, της τάξης των 6 μ., με την παχιά ουρά της να λειτουργεί ως όργανο ισορροπίας, ιδιαίτερα όταν καταδιώκει το θήραμά της.[23] Γενικά, προτιμάει να κινείται σε ήδη πατημένα μονοπάτια, εκτός αν δεν γίνεται διαφορετικά, αλλά ουδέποτε διασχίζει ανοικτές εκτάσεις ή ξέφωτα και προτιμάει να κάνει κύκλο, καλυπτόμενη από βράχια ή βλάστηση.[28]

Η λεοπάρδαλη του χιονιού είναι κυνηγός που δραστηριοποιείται κατά τη διάρκεια του σούρουπου ή την αυγή, όταν το φως είναι λιγοστό (crepuscular), αν και δεν αποκλείεται να κυνηγήσει αργά τη νύχτα ή την ημέρα, ιδιαίτερα όταν δεν υπάρχει ανθρώπινη όχληση. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων προτιμά να επιτίθεται, από ψηλά. Συγκεκριμένα, στήνει ενέδρα κρυμμένη καλά στο βραχώδες τερέν όπου διαβιοί, από σημείο που βρίσκεται ψηλότερα από τη θέση κίνησης του υποψηφίου θηράματος, συνήθως κάποιου μηρυκαστικού αρτιοδάκτυλου των ίδιων ενδιαιτημάτων (μπαράλ, ταρ, μαρκόρ, κ.ο.κ). Πλησιάζει το θήραμα καλυπτόμενη πίσω από τα βράχια και όταν κάνει την εμφάνισή της, το θήραμα αιφνιδιάζεται και αρχίζει να τρέχει στο σαθρό έδαφος, με άμεσο τον κίνδυνο να γλιστρήσει, όσο και αν είναι συνηθισμένο στο συγκεκριμένο υπόστρωμα. Η λεοπάρδαλη, άριστη αναρριχήτρια, εκμεταλλεύεται τα πλατιά της πέλματα και αναμένει το λάθος του καταδιωκόμενου ζώου. Η καταδίωξη σε κατωφερικό, σαθρό υπόβαθρο μπορεί να φθάσει τα 200-300 μ. σε απόσταση, αν και συνήθως είναι μικρότερη. Την κατάλληλη στιγμή, η λεοπάρδαλη πηδάει πάνω στο θήραμα, το ανατρέπει και το θανατώνει με ισχυρό δάγκωμα στον τράχηλο ή τον λαιμό, όπως κάνουν όλοι οι πάνθηρες.[23]

Η λεοπάρδαλη του χιονιού κινείται άνετα σε χιονισμένο έδαφος
  • Παρόλο που δεν είναι επακριβώς γνωστές οι καλύτερες καιρικές συνθήκες για να κυνηγήσει, φαίνεται ότι η βροχή και το χιόνι αυξάνουν τις πιθανότητες επιτυχίας. Αυτό φαίνεται να συμβαίνει διότι, έχει μεγαλύτερες πιθανότητες προσέγγισης του θηράματος χωρίς να γίνει αντιληπτή.[28] Επίσης, υπάρχουν αναφορές για άμεσο κυνήγι μετά από χιονοθύελλες, πιθανόν λόγω του πλεονεκτήματός της στο χιονισμένο τερέν.

Η κατανάλωση της λείας μπορεί να αρχίσει από οποιοδήποτε σημείο του σώματος και όχι αναγκαστικά από την κοιλιακή χώρα, όπως συμβαίνει με τα αφρικανικά αιλουροειδή. Το σφάγιο μπορεί να μεταφερθεί σε ασφαλέστερο σημείο, για προστασία από τους «καθαριστές» (γύπες, κορακοειδή), που ήδη έχουν αρχίσει να συναθροίζονται από ψηλά. Μελέτες στο Νεπάλ έδειξαν ότι, οι λεοπαρδάλεις του χιονιού κατανάλωναν όλα τα φαγώσιμα τμήματα του σφαγίου και δεν κάλυπταν τα υπολείμματα.[29]

Στην φύση, μια λεοπάρδαλη του χιονιού μπορεί να συντηρηθεί με ένα (1) ενήλικο μπαράλ, κάθε 3-5 ημέρες ενώ, κάποια ζώα που είχαν σημανθεί με ραδιοκολάρο στο Νεπάλ, έδειξαν ότι μπορούν να συντηρηθούν μέχρι και 1 εβδομάδα. Ωστόσο, στην πραγματικότητα τα σαρκοφάγα μένουν νηστικά για αρκετό διάστημα, όπως έδειξαν μελέτες σε σημασμένα άτομα, που σκότωναν 1 θήραμα κάθε 10-15 ημέρες. Αυτό σημαίνει ότι, οι λεοπαρδάλεις του χιονιού χρειάζονται 24-36 ενήλικα θηράματα αυτού του μεγέθους, περίπου, κάθε χρόνο.[30] Τα ζώα σε αιχμαλωσία χρειάζονται 6-27 κιλά κρέατος την εβδομάδα, με μέσον όρο ημερήσιας κατανάλωσης 1,5 κιλό, περίπου.

Οι λεοπαρδάλεις του χιονιού θεωρούνται, γενικά, ως ζώα με ήπιο χαρακτήρα και, μάλιστα, τα ζώα σε αιχμαλωσία είναι μακράν τα προσηνέστερα από τους μεγάλους πάνθηρες και εύκολα «πιάνουν φιλίες» με τους φροντιστές τους. Κατά βάσιν είναι ζώα που εύκολα εγκαταλείπουν την λεία τους όταν εμφανιστεί κάποιος «κίνδυνος».

  • Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι η λεοπάρδαλη του χιονιού, όταν επιτίθεται σε κατοικίδια ζώα, ακόμη και ένα παιδί που κραδαίνει ένα ξύλο μπορεί να την απομακρύνει, ενώ πολλές φορές δεν αντιστέκεται στους διώκτες της που, εύκολα μπορούν να την τραυματίσουν θανάσιμα.[31] Οι ερευνητές πιστεύουν ότι, επειδή συναντά τον άνθρωπο πολύ σπάνια, δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσει την επικινδυνότητα της επαφής μαζί του.

Στο παρελθόν θεωρείτο ότι, οι λεοπαρδάλεις του χιονιού μετακινούνται και κυνηγούν κατά ζεύγη, αλλά μελέτες σε ζώα εφοδιασμένα με ραδιοκολάρο, έδειξαν ότι είναι μοναχικά, περιπλανώμενα σαρκοφάγα, εκτός από την περίοδο που η μητέρα μετακινείται με τα μικρά της. Στο Νεπάλ, ακόμη και σε εκτάσεις μικρής επιφανείας, κάθε ζώο «απέχει» από το άλλο, τουλάχιστον κατά 2 χλμ. απόσταση,[32] ενώ στην Μογγολία και, για ίδιες επιφάνειες, η απόσταση μεταξύ δύο θηλυκών ατόμων, μπορεί να φθάσει τα 8 χλμ.[33]

Ο ζωτικός χώρος μέσα στον οποίο μετακινείται και αναζητά την τροφή του κάθε άτομο, ποικίλλει αλλά, σε κάθε περίπτωση, είναι πολύ μεγάλος. Μελέτες σε ζώα σημασμένα με ραδιοκολάρο στην Μογγολία έδειξαν, περιοχές περιπλάνησης με έκταση από 14-142 χλμ² αλλά, ίδιες μελέτες με τη χρήση GPS, έδειξαν εκτάσεις 58-1.590 χλμ², επιφάνειες μεγαλύτερες από κάθε αιλουροειδές. Η ταχύτητα κίνησης του ζώου είναι γύρω στα 12 χλμ. την ημέρα, περίπου.[33] Δεδομένης της μεγάλης έκτασης περιπλάνησης, η πυκνότητα των πληθυσμών της λεοπάρδαλης του χιονιού είναι πολύ μικρή. Ακόμη και σε «πυκνοκατοικημένες» θέσεις, όπως στην Κοιλάδα Λανγκού και στην οροσειρά Αναπούρνα, μόνον 5-7 ενήλικες/100 χλμ² καταγράφηκαν να περιπλανιώνται στην περιοχή.[29] Ωστόσο, στις αχανείς εκτάσεις της Κίνας και της Σιβηρίας, η πυκνότητα μπορεί να είναι μόλις 0,5-1 άτομο/100 χλμ².

Παρά το παρουσιαστικό της, η λεοπάρδαλη του χιονιού είναι ο «ηπιότερος» πάνθηρας

Εκτός από τα φωνήματα (βλ. Φωνή), οι λεοπαρδάλεις του χιονιού επικοινωνούν μεταξύ τους με «οσφρητικά σημάδια», που περιλαμβάνουν ούρα, κόπρανα και αποξέσεις (scrapes). Οι αποξέσεις, μάλιστα, αποτελούν τον συνηθέστερο τρόπο επικοινωνίας και γίνονται με τα πίσω πόδια, που αφήνουν σημάδια μήκους έως και 20 εκ. Όταν περάσουν πολλά ζώα από την ίδια περιοχή, ιδιαίτερα σε εκτεθειμένα σημεία, οι αποξέσεις επικαλύπτουν η μία την άλλη σχηματίζοντας «δέσμες απόξεσης». Τα σημεία απόξεσης βρίσκονται σε «πολυσύχναστα» περάσματα, όπως αυχένες και βάσεις ορθοπλαγιών και όχθες ποταμών και χειμάρρων.

Οι λεοπαρδάλεις του χιονιού, σε αντίθεση με τους άλλους πάνθηρες, δεν βρυχώνται, κάτι που -παλαιότερα- δεν είχε εξηγηθεί από την διάρθρωση του υοειδούς οστού (βλ. Μορφολογία), αλλά οφείλεται περισσότερο στην μορφολογία του λάρυγγα. Επίσης, δεν πουρπουρίζουν, ωστόσο αρθρώνουν τα περισσότερα από τα άλλα φωνήματα των αιλουροειδών. Και τα δύο φύλα βγάζουν μια χαρακτηριστική φωνή «χαιρετισμού» (prusten greeting), που ακούγεται ιδιαίτερα από το θηλυκό, κατά την εποχή του οίστρου. Επίσης, αρθρώνουν κάποιο είδος «ουρλιαχτού» που ακούγεται πολύ μακριά, ιδιαίτερα κατά τις εσπερινές ώρες.[23]

Οι λεοπαρδάλεις του χιονιού ζουν σε άγρια, αφιλόξενα ενδιαιτήματα και, έχουν περιορισμένη περίοδο αναπαραγωγής που χαρακτηρίζεται από το -ασυνήθιστο γα μεγάλα αιλουροειδή- στοιχείο, να έχουν μια καλά καθορισμένη αναπαραγωγική «κορυφή» (peak). Συνήθως ζευγαρώνουν στα τέλη του χειμώνα, περίοδο που χαρακτηρίζεται από αισθητή αύξηση στη σηματοδότηση περασμάτων (βλ. Ηθολογία) και στα φωνήματα. Η περίοδος κύησης διαρκεί 90-100 ημέρες έτσι, ώστε τα μικρά να γεννηθούν μεταξύ Απριλίου και Ιουνίου. Ο οίστρος συνήθως διαρκεί 5-8 ημέρες, και τα αρσενικά δεν έχουν την τάση να αναζητήσουν άλλο σύντροφο μετά το ζευγάρωμα, πιθανώς επειδή η σύντομη περίοδος ζευγαρώματος δεν αφήνει αρκετό υπολειπόμενο χρόνο. Οι λεοπαρδάλεις του χιονιού ζευγαρώνουν με το συνηθισμένο τρόπο των αιλουροειδών, 12 έως 36 φορές την ημέρα.

Κουτάβια λεοπάρδαλης του χιονιού

Το θηλυκό γεννάει 1-5 μικρά (συνήθως 2) σε μια βραχώδη κοιλότητα ή ρωγμή, επενδεδυμένη με γούνα από το κάτω μέρος του σώματός της. Τα κουτάβια γεννιούνται με κλειστούς οφθαλμούς και είναι ανήμπορα, παρόλο που, ήδη, είναι εφοδιασμένα με πυκνή γούνα, και ζυγίζουν 320-567 γρ. Τα μάτια τους ανοίγουν σε 1 εβδομάδα, μπορούν να περπατήσουν στις 5 εβδομάδες και απογαλακτίζονται πλήρως στις10 εβδομάδες. Όταν γεννιούνται, έχουν πλήρη μαύρα στίγματα τα οποία μετατρέπονται σε ροζέτες καθώς μεγαλώνουν και οδεύουν στην εφηβεία.

Τα μικρά αφήνουν το λημέρι τους σε 2-4 μήνες, αλλά παραμένουν κοντά στην μητέρα τους μέχρι να γίνουν ανεξάρτητα, μετά από περίπου 18-22 μήνες. Μόλις ανεξαρτητοποιηθούν, μπορεί να διασκορπισθούν σε ικανές αποστάσεις, διασχίζοντας μεγάλες εκτάσεις σε επίπεδο έδαφος για να αναζητήσουν νέους κυνηγότοπους. Αυτό πιθανόν βοηθά στη μείωση της ενδογαμίας που διαφορετικά θα ήταν διαδεδομένη στο, σχετικά, απομονωμένα ενδιαιτήματά τους.

Οι λεοπαρδάλεις του χιονιού ωριμάζουν σεξουαλικά σε ηλικία 2-3 ετών και, υπό φυσιολογικές συνθήκες ζουν 15-18 χρόνια, αν και σε αιχμαλωσία μπορούν να φθάσουν και τα 21 χρόνια ζωής.[23]

Στις σημαντικότερες απειλές του είδους περιλαμβάνονται η μείωση της βασικής τροφής (οπληφόρα μηρυκαστικά), το παράνομο εμπόριο, η σύγκρουση με τους ντόπιους κατοίκους, καθώς και η έλλειψη της ικανότητας διατήρησης, της στρατηγικής πολιτικής και της ευαισθητοποίησης του κοινού.[21] Ειδικότερα ανά επικράτεια:

  1. Στην περιοχή των Ιμαλαΐων (στο οροπέδιο του Θιβέτ και την υπόλοιπη Ν. Κίνα, την Ινδία, το Νεπάλ και το Μπουτάν): μείωση των φυσικών θηραμάτων λόγω του ανταγωνισμού με την κτηνοτροφία, θανάτωσή τους ως αντίποινα για την λεηλασία οικόσιτων ζώων, έλλειψη διασυνοριακής συνεργασίας, έντονη στρατιωτική δραστηριότητα, καθώς και αύξηση του ανθρώπινου πληθυσμού.
  2. Στην περιοχή των οροσειρών Καρακορούμ και Χίντου Κους (Αφγανιστάν, Πακιστάν και ΝΔ. Κίνα): υποβάθμιση και κατακερματισμός οικοτόπων, μείωση του αριθμού των φυσικών θηραμάτων από το παράνομο κυνήγι, θανάτωσή τους ως αντίποινα για την λεηλασία οικόσιτων ζώων, έλλειψη αποτελεσματικής επιβολής του νόμου, έλλειψη θεσμικού πλαισίου και ευαισθητοποίησης των ντόπιων κατοίκων, καθώς και αύξηση του ανθρώπινου πληθυσμού.
  3. Στις τέως νότιες Σοβιετικές δημοκρατίες και την Δ. Κίνα (Ουζμπεκιστάν, Τατζικιστάν, Κιργιστάν, Καζακστάν και την επαρχία Xinjiang της Κίνας): μείωση του αριθμού των φυσικών θηραμάτων από το παράνομο κυνήγι, θανάτωση από λαθροθήρες για εμπόριο των δερμάτων ή των οστών, έλλειψη διασυνοριακής συνεργασίας, έντονη στρατιωτική δραστηριότητα, καθώς και αύξηση του ανθρώπινου πληθυσμού.
  4. Στα βόρεια της κατανομής (Ρωσία, Μογγολία, Αλτάι και Τιεν Σαν): λαθροθηρία για εμπόριο δερμάτων ή οστών, έλλειψη της κατάλληλης πολιτικής και αποτελεσματικής εφαρμογής της, έλλειψη θεσμικού πλαισίου και ευαισθητοποίησης των ντόπιων κατοίκων, καθώς και αύξηση του ανθρώπινου πληθυσμού.[34]

Σύγκρουση με τους ντόπιους κατοίκους

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ενδιαιτήματα της λεοπάρδαλης του χιονιού υφίστανται εκτεταμένη γεωργοκτηνοτροφική χρήση, τόσο εντός όσο και εκτός των προστατευόμενων περιοχών. Η σύγκρουση με τις τοπικές κοινότητες για το ζωικό κεφάλαιο που λεηλατείται είναι αναπόφευκτη και αποτελεί από τις πιο σημαντικές απειλές για το είδος. Η χαμηλή πυκνότητα στους πληθυσμούς άγριων οπληφόρων θηλαστικών, λόγω της σχετικά χαμηλής πρωτογενούς παραγωγικότητας, επιδεινώνεται περαιτέρω από την μείωση λόγω του κυνηγιού για το κρέας και τον ανταγωνισμό με την κτηνοτροφία. Έτσι, δημιουργείται φαύλος κύκλος δεδομένου ότι, επειδή οι λεοπαρδάλεις δεν βρίσκουν τροφή, επιτίθενται στα κατοικίδια ζώα.

Οι λεοπαρδάλεις του χιονιού είναι ικανές να σκοτώσουν όλα τα κατοικίδια ζώα, εκτός, ίσως, από τα ενήλικα αρσενικά γιακ. Παρά το γεγονός ότι οι κτηνοτρόφοι λαμβάνουν μέτρα για να μειώσουν τον κίνδυνο μιας επίθεσης,[35] τα κατοικίδια ζώα αποτελούν άφθονη και «εύκολη» λεία για το σαρκοφάγο, που μπορεί να καλύψει μέχρι και 58% της διατροφής του σε ορισμένους τομείς. Η σχετική αφθονία αυτών των ζώων έναντι των άγριων θηραμάτων αποτελεί παράγοντα που, εύλογα, οδηγεί στην εύκολη λύση.[36] Έτσι, οι λεοπαρδάλεις θανατώνονται σε αντίποινα, αλλά και για εμπορικούς σκοπούς. Η γούνα του ζώου φαίνεται να αποτελεί την κύρια αιτία, αλλά υπάρχουν επίσης στοιχεία για ζήτηση ζωντανών ατόμων για ζωολογικούς κήπους. Κάποια μέρη του σώματος όπως τα οστά γίνονται, επίσης, αντικείμενο εμπόρευσης, κυρίως στην κινεζική ιατρική ως υποκατάστατο των οστών τίγρης, καθώς επίσης και τα νύχια, το κρέας και τα γεννητικά όργανα των αρσενικών.[37] Το παράνομο εμπόριο αυξήθηκε κατά τη δεκαετία του 1990 στα -οικονομικά υποβαθμισμένα- νέα, ανεξάρτητα κράτη της Κεντρικής Ασίας που προέκυψαν από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης.[38][39] Το παράνομο εμπόριο φαίνεται να αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς, συμβαδίζοντας με την αυξανόμενη οικονομική δύναμη της Κίνας, για παράδειγμα, στη γειτονική Μογγολία.[40] Στο Αφγανιστάν, μια νέα αγορά έχει προκύψει, που είναι δύσκολο να αστυνομευθεί λόγω των συνεχιζομένων στρατιωτικών συγκρούσεων.[41]

Η γενική έλλειψη ευαισθητοποίησης τόσο σε τοπικό όσο και σε εθνικό επίπεδο για την ανάγκη διατήρησης της άγριας ζωής και ιδιαίτερα των αρπακτικών, δυσχεραίνει τις περαιτέρω προσπάθειες διατήρησης. Έως το 1/3 της κατανομής του είδους «πέφτει» κατά μήκος -πολιτικά ευαίσθητων- διεθνών συνόρων, περιπλέκοντας το πλαίσιο διασυνοριακών πρωτοβουλιών διατήρησης. Στρατιωτικές συγκρούσεις λαμβάνουν χώρα σε πολλά μέρη του φάσματος κατανομής της λεοπάρδαλης του χιονιού, προκαλώντας τεράστιες καταστροφές στην άγρια πανίδα μέσω της άμεσης απώλειας των ειδών και της καταστροφής των ενδιαιτημάτων, ενώ υπάρχουν απώλειες από τις νάρκες, και από τις ανάγκες των εκτοπισμένων πληθυσμών ανθρώπων για τρόφιμα και καύσιμα, καθώς και από το εμπόριο άγριας ζωής.[35]

Κατάσταση πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος κατατάσσεται στα Κινδυνεύοντα (EN, C1) σύμφωνα με την λίστα της IUCN.[34] Υπάρχουν υπόνοιες ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός έχει μειωθεί τουλάχιστον 20% κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο γενεών (16 έτη), κάτι που οφείλεται στην απώλεια των ενδιαιτημάτων και της λείας του θηλαστικού, αλλά και στην λαθροθηρία και τις διώξεις που υφίσταται. Οι απώλειες από το λαθραίο κυνήγι ήταν πιο σοβαρές στις πρώην ρωσικές δημοκρατίες, κατά τη δεκαετία του 1990.[39][42][37] Αν και οι συνθήκες έχουν βελτιωθεί εκεί,[43] η λαθροθηρία και το παράνομο εμπόριο είναι πιθανό να συνεχιστεί σε μεγάλα τμήματα του φάσματος κατανομής του θηλαστικού δεδομένης της αυξανόμενης ζήτησης από την Κίνα.

Ο παγκόσμιος πληθυσμός του είδους εκτιμάται σε 4,080-6,590 άτομα. [42] Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της IUCN (IUCN 2006) ο πληθυσμός ορίζεται από τον αριθμό των ωρίμων ατόμων, που «είναι σε θέση να αναπαραχθούν». Δύο παράγοντες που αυξάνουν την τάση του είδους προς εξαφάνιση είναι οι χαμηλές πυκνότητες τους (σε σχέση με άλλα θηλαστικά, συμπεριλαμβανομένων των θηραμάτων τους) και τα σχετικά χαμηλά ποσοστά «αντικατάστασης» (λίγα ζώα ανατρέφουν απογόνους που επιβιώνουν και μπορούν να ενταχθούν στον αναπαραγωγικό πληθυσμό).[44][18][45]

Οι κατευθυντήριες γραμμές της IUCN αναφέρουν ότι, κατά την καταμέτρηση των πληθυσμών, τα «ώριμα άτομα που ποτέ δεν θα παράγουν νέα άτομα δεν πρέπει να συνυπολογίζονται». Γι’ αυτό, έχει εισαχθεί ο δείκτης του «αποτελεσματικού πληθυσμού» (ΝΕ) ως εκτιμητής του γενετικού μεγέθους του πληθυσμού. Ο δείκτης αυτός θεωρείται αντιπροσωπευτικός του ποσοστού του συνολικού ενήλικου πληθυσμού (Ν), το οποίο αναπαράγεται μέσω απογόνων που οι ίδιοι επιβιώνουν και δύνανται με τη σειρά τους να αναπαραχθούν. Ο δείκτης NE είναι συνήθως μικρότερος από το Ν και, στηριζόμενος σε τέσσερις μελέτες, χονδρικά εκτιμάται στο 50%.[46] Αυτό σημαίνει ότι ο «αποτελεσματικός» πληθυσμός του είδους μπορεί να απαριθμεί λιγότερα από 2.500 άτομα (50% του συνολικού πληθυσμού).

Κατανομή ανά κράτος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Στρατηγική Επιβίωσης της Λεοπάρδαλης του Χιονιού (The Snow Leopard Survival Strategy, McCarthy et al. 2003, Πίνακας ΙΙ) κατήρτισε τις εκτιμήσεις πληθυσμού του είδους, ανά χώρα κατανομής, επικαιροποιώντας τις εργασίες του Fox (1994). Πολλές από τις εκτιμήσεις είναι ξεπερασμένες, αλλά παρέχουν μιαν αδρή «εικόνα» της κατάστασης του είδους, με τον συνολικό πληθυσμό να υπολογίζεται στα 4,080-6,590 άτομα.

Κράτος Υπολογισμός
Αφγανιστάν 100-200 ;
Μπουτάν 100-200 ;
Καζακστάν 180-200
Κίνα 2.000-2.500
Ινδία 200-600
Κιργιστάν 150-500
Μογγολία 500-1.000
Πακιστάν 200-420
Τατζικιστάν 180-220
Νεπάλ 300-500
Ουζμπεκιστάν 20-50
Ρωσία 150-200

i. ^ Τόσο η ονομασία του είδους, όσο και η συστηματική του θέση (υποείδη), πρέπει να αντιμετωπίζονται με επιφύλαξη (βλ. Συστηματική ταξινομική)

  1. Pocock
  2. 2,0 2,1 «Panthera uncia (Ounce, Snow Leopard)». www.iucnredlist.org. Ανακτήθηκε στις 2 Ιανουαρίου 2018. 
  3. 3,0 3,1 Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, τ. 48, σ. 401
  4. «Why is 1/12 called an "uncia" in Latin?». linguistics.stackexchange.com. Ανακτήθηκε στις 2 Ιανουαρίου 2018. 
  5. Allen
  6. «ounce | Origin and meaning of ounce by Online Etymology Dictionary». www.etymonline.com (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 2 Ιανουαρίου 2018. 
  7. 7,0 7,1 Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, 48:456
  8. Schreber
  9. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Ιουλίου 2017. Ανακτήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2014. 
  10. Gray
  11. Pocock 1930
  12. Janecka et al
  13. «Mammal Species of the World - Browse: uncia». www.departments.bucknell.edu. Ανακτήθηκε στις 2 Ιανουαρίου 2018. 
  14. Johnson et al
  15. Davis et al
  16. Wilson & Mittermeier
  17. IUCN Red List maps
  18. 18,0 18,1 Jackson & Hunter
  19. R. Jackson pers. comm. 2008
  20. Williams 2008
  21. 21,0 21,1 21,2 McCarthy et al., 2003
  22. 22,0 22,1 Jackson et al. in press
  23. 23,0 23,1 23,2 23,3 23,4 23,5 23,6 23,7 23,8 Sunquist & Sunquist
  24. Haltenorth, 1937
  25. Weissengruber et al
  26. Krumbiegel
  27. Schaller et al
  28. 28,0 28,1 Koshkarev, 1984
  29. 29,0 29,1 Jackson & Ahlborn, 1988
  30. Jackson & Ahlborn, 1984
  31. Heptner & Sludskii
  32. Jackson, 1996
  33. 33,0 33,1 McCarthy
  34. 34,0 34,1 «Panthera uncia (Ounce, Snow Leopard)». www.iucnredlist.org. Ανακτήθηκε στις 2 Ιανουαρίου 2018. 
  35. 35,0 35,1 Jackson et al., in press
  36. Bagchi & Mishra
  37. 37,0 37,1 Theile
  38. Koshkarev 1994
  39. 39,0 39,1 Koshkarev & Vyrypaev 2000
  40. Wingard & Zahler
  41. Habibi
  42. 42,0 42,1 McCarthy et al. 2003
  43. Τ. McCarthy pers comm. 2008
  44. Nowell & Jackson
  45. McCarthy et al 2003
  46. Nowell et al 2007
  • Allen, Edward A (1908). "English Doublets". Publications of the Modern Language Association of America. 23 (new series 16): 214
  • Anonymous. 2007. Snow Leopard Project Stalled: Ambitious Plans to Conserve Himalayan Snow Leopards Face Fund Crunch. Sikkim Express.
  • Bagchi, S. and Mishra, C. 2006. Living with large carnivores: predation on livestock by the snow leopard (Uncia uncia). Journal of Zoology (London) 268: 217.
  • Davis, B.W.; Li G.; Murphy W. J. (2010). "Supermatrix and species tree methods resolve phylogenetic relationships within the big cats, Panthera (Carnivora: Felidae)". Molecular Phylogenetic Evolution 56 (56): 64–76. doi:10.1016/j.ympev.2010.01.036. PMID 20138224.
  • Eizirik, E., Johnson, W. E. and O'Brien, S. J. Submitted. Molecular systematics and revised classification of the family Felidae (Mammalia, Carnivora). Journal of Mammalogy.
  • Fox, J. L. 1994. Snow leopard conservation in the wild - a comprehensive perspective on a low density and highly fragmented population. In: J. L. Fox and J. Z. Du (eds), Proceedings of the seventh International Snow Leopard Symposium, International Snow Leopard Trust, Seattle, WA, USA.
  • Gray, J. E. (1854). The ounces. Annals and Magazine of Natural history including Zoology, Botany, and Geology, 2nd series (XIV): 394
  • Habibi, K. 2003. Mammals of Afghanistan. Zoo Outreach Organisation/ USFWS, Coimbatore, India.
  • Haltenorth, T. 1936. Die verwandtschaftliche Stellung der Grosskatzen zueinander. I. Beschreibung der Schädelknochen. Z. Säugetierk. 11:32-105 +pls. 21-46.
  • Haltenorth, T. 1937. Die verwandtschaftliche Stellung der Grosskatzen zueinander. VII. Z. Säugetierk. 12:97-240 +pls. 4-14.
  • Heptner, V. G. and Sludskii, A. A. 1992. The Mammals of the Soviet Union
  • IUCN. 2008. 2008 IUCN Red List of Threatened Species. Available at: http://www.iucnredlist.org.
  • Jackson, R. 1996. Home range, movements and habitat use of snow leopard (Panthera uncia) in Nepal. PH. D. dissertation, University of London, England
  • Jackson, R. and Ahlborn, G.G. 1989. Snow leopards (Panthera uncia) in Nepal - Home range and movements. National Geographic Research 5(2): 161-175.
  • Jackson, R. and Ahlborn, G.G. 1988. Observations on the ecology of snow leopard (Panthera uncia) in West Nepal. 5th International Symposium for the snow leopard, 65-87
  • Jackson, R. and Ahlborn, G.G. 1984. A preliminary habitat suitability model for the snow leopard, hn West Nepal. International pedigree book of snow leopards, 4:43-52
  • Jackson, R. and Hunter, D. O. 1997. Snow Leopard Survey and Conservation Hand Book. International Snow Leopard Trust and U.S. Geological Survey, Science Centre, Seattle, Washington and Fort Collins, Colorado, US.
  • Jackson, R., Mishra, C., McCarthy, T. M. and Ale, S. B. In press. Snow leopards, conflict and conservation. In: D. W. Macdonald and A. Loveridge (eds), Biology and Conservation of Wild Felids, Oxford University Press, Oxford, UK.
  • Janecka, J. E., Jackson, R., Zhang, Y., Diqiang Li, Munkhtsog, B., Buckley-Beason, V. and Murphy, W. J. 2008. Population Monitoring of Snow Leopards Using Noninvasive Genetics. Cat News 48: 7–10.
  • Johnson, W. E., Eizirik, E., Pecon-Slattery, J., Murphy, W. J., Antunes, A., Teeling, E. and O'Brien, S. J. 2006. The late miocene radiation of modern felidae: A genetic assesstment. Science 311: 73-77.
  • Koshkarev, E. P. 1994. Snow leopard poaching in Central Asia. Cat News 21: 18.
  • Koshkarev, E. P. 1984. Characteristics of snow leopard movements in the Tien Shan. International pedigree book of snow leopards, 4:15-21
  • Koshkarev, E. P. and Vyrypaev, V. 2000. he snow leopard after the break-up of the Soviet Union. Cat News 32: 9-11.
  • Krumbiegel, 1953. Biologie der Säugertiere, Vol. I, pp. 1-144. Agis Verlag. Krefeld
  • Mallon, D. P. 1988. A further report of the snow leopard in Ladakh. 5th International Symposium for the snow leopard, 89-97
  • McCarthy, T. M.,2000. Ecology and conservation of snow leopards, Gobi brown bears and wild Bactrian camels in Mongolia. PH. D. dissertation, University of Massachussets, Amherst
  • McCarthy, T. M., Allen, P. M., Fox, J., Chapron, G., Jackson, R. M., Mishra, C. and Theile, S. 2003. Snow leopard survival strategy. ISLT, Seattle.
  • McCarthy, T. M., Fuller, T. K. and Munkhtsog, B. 2005. Movements and activities of snow leopards in Southwestern Mongolia. Biological Conservation 124: 527-537.
  • Mishra, C., Allen, P., Mccarthy, T., Madhusudan, M. D., Bayarjargal, A. and Prins, H. H. T. 2003. The role of incentive programs in conserving the snow leopard. Conservation Biology 17(6): 1512.
  • Nowell, K. and Jackson, P. 1996. Wild Cats. Status Survey and Conservation Action Plan. IUCN/SSC Cat Specialist Group, Gland, Switzerland and Cambridge, UK.
  • Nowell, K., Schipper, J. and Hoffmann, M. 2007. Re-evaluation of the Felidae of the 2008 IUCN Red List. Cat News 47: 5.
  • Nowell,K. 2007. Asian big cat conservation and trade control in selected range States: evaluating implementation and effectiveness of CITES Recommendations. TRAFFIC International, Cambrudge, UK.
  • O'Brien, S. J. and Johnson, W. E. 2007. The evolution of cats. Scientific American July: 68-75.
  • Pocock, R. I. (1917). The Classification of existing Felidae. The Annals and Magazine of Natural History. Series 8, Volume XX: 329–350.
  • Pocock, R. I. (1930). The panthers and ounces of Asia. Part II. The panthers of Kashmir, India, and Ceylon. Journal of the Bombay Natural History Society 34(2): 307–336
  • Schaller, G. B., Li, H.T., Ren, J. and Qiu, M. 1998. Distribution of snow leopard in Xinjiang, China.Oryx 22:197-204
  • Schreber, J. C. D. (1778). Die Säugethiere in Abbildungen nach der Natur mit Beschreibungen. Theil 3: Die Kaze. Felis. Wolfgang Walther, Erlangen. Pp. 386–387. Illustration of Felis uncia published by Schreber
  • Snow Leopard Conservancy. 2008. Snow leopard treks. Available at: https://web.archive.org/web/20090927062909/http://www.snowleopardconservancy.org/visitladakh.htm.
  • Snow Leopard Network. 2008. Snow Leopard Network. Available at: http://www.snowleopardnetwork.org.
  • Snow Leopard Trust. 2008. Snow Leopard Enterprises. Available at: https://web.archive.org/web/20120213102336/http://www.snowleopard.org/programs/communitybasedconservation/sle.
  • Sunquist, Mel; Sunquist, Fiona (2002). Wild cats of the World. Chicago: University of Chicago Press. pp. 377–394. ISBN 0-226-77999
  • Theile, S. 2003. Fading footprints: the killing and trade of snow leopards. TRAFFIC International, Cambridge, UK.
  • Weissengruber, GE; G Forstenpointner; G Peters; A Kübber-Heiss; WT Fitch (September 2002). "Hyoid apparatus and pharynx in the lion (Panthera leo), jaguar (Panthera onca), tiger (Panthera tigris), cheetah (Acinonyx jubatus) and domestic cat (Felis silvestris f. catus)". Journal of Anatomy (Anatomical Society of Great Britain and Ireland) 201 (3): 195–209. doi:10.1046/j.1469-7580.2002.00088.x. PMC 1570911. PMID 12363272.
  • Williams, N. 2008. International Conference on Range-wide Conservation Planning for Snow Leopards: Saving the Species Across its Range. Cat News 48: 33.
  • Williams, P. A. 2006. A GIS assessment of snow leopard potential range and protected areas throughout inner Asia; and the development of an internet mapping service for snow leopard protection. M.A. Thesis, University of Montana.
  • Wilson, D. E., Mittermeier, R. A. (eds.) (2009). Handbook of the Mammals of the World. 1. Carnivores. Barcelona, Spain: Lynx Edicions. ISBN 978-84-96553-49-1.
  • Wingard, J.R. and Zahler, P. 2006. Silent Steppe: The Illegal Wildlife Trade Crisis in Mongolia. Mongolia Discussion Papers. World Bank, East Asia and Pacific Environment and Social Development Department, Washington, DC, USA.