Ιωάννης Τσαγκαρίδης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ιωάννης Τσαγκαρίδης
Γενικές πληροφορίες
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςνέα ελληνική γλώσσα
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταστρατιωτικός

Ο Ιωάννης Τσαγκαρίδης του Χριστοφή (1887-1939, αγγλικά: Ioannis Tsangaridis) ήταν υποστράτηγος του Ελληνικού Στρατού.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γόνος πλούσιας οικογένειας, ο Ιωάννης Τσαγκαρίδης γεννήθηκε το 1887[1] στη Λάπηθο της επαρχίας Κερήνειας στην υπό βρετανική κατοχή Κύπρο. Το 1904 μετέβη στην Αθήνα για σπουδές στη Χημεία. Το 1906 πήρε την απόφαση να παρατήσει τις σπουδές του και να μεταβεί στη Μακεδονία για να λάβει μέρος στο Μακεδονικό Αγώνα. Τον αποθάρρυνε όμως ο συντοπίτης του και αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, Λεωνίδας Λαπαθιώτης, επειδή τον θεωρούσε άπειρο στα πολεμικά. Παράλληλα όμως, τον προέτρεψε να ενταχθεί ως εθελοντής στον Ελληνικό Στρατό, με αποτέλεσμα ο νεαρός Ιωάννης να καταταχθεί εθελοντικά στο Ιππικό. Το 1907 έγινε λοχίας και το 1910, μετά από εξετάσεις, εισήλθε στη Σχολή Υπαξιωματικών, από την οποία εξήλθε με το βαθμό του Ανθυπασπιστή Ιππικού.

Πολέμησε στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο ως ανθυπασπιστής του Ιππικού, επικεφαλής 40 ιππέων. Έλαβε το βάφτισμα του πυρός στη μάχη της Τσαριτσάνης, πολεμώντας ως εμπροσθοφυλακή του διαδόχου Κωνσταντίνου. Αργότερα μετατέθηκε στην Ταξιαρχία Ιππικού όπου ανέλαβε τη διοίκηση ουλαμού πολυβόλων. Έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις προς Σόροβιτς-Μοναστήρι, και στην απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Στο Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο που ακολούθησε έλαβε μέρος ως ανθυπίλαρχος στις μάχες του Κιλκίς, της Δοϊράνης, της Στρωμνίτσης και του Χάνι-Βερβέν.

Το Μάιο του 1914 προβιβάστηκε σε υπίλαρχο, και με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και το διχασμό μεταξύ βενιζελικών και βασιλικών βρέθηκε, λόγω και της ιδιαίτερης σχέσης που είχε με τον Κωνσταντίνο, στο πλευρό του βασιλιά, υποστηρίζοντας την ουδετερότητα της Ελλάδος. Γι’ αυτή του τη στάση απομακρύνθηκε το 1917 από το στράτευμα από τους βενιζελικούς και εκτοπίστηκε στη Σαντορίνη για 4,5 μήνες. Σύντομα όμως ανακλήθηκε η διαθεσιμότητά του και στάλθηκε στην Κρήτη. Πολέμησε ως προσωρινός διοικητής ημιλαρχίας, με το βαθμό του ιλάρχου πλέον, στο Μακεδονικό Μέτωπο και τιμήθηκε για την προσφορά του στις μάχες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Τον Ιανουάριο του 1920 μετατέθηκε στη Μικρά Ασία με το βαθμό του επίλαρχου και ανέλαβε τη διοίκηση της 2ης επιλαρχίας του 3ου Συντάγματος Ιππικού της Ταξιαρχίας Ιππικού. Στις επιχειρήσεις προς τη Φιλαδέλφεια ο Τσαγκαρίδης έδωσε αποφασιστική μάχη στους λόφους της τοποθεσίας Μπιν Τεπέ (κοντά στις Σάρδεις) έναντι υπέρτερων τουρκικών δυνάμεων. Χαρακτηριστικές στιγμές από τις επιχειρήσεις εκείνες ήταν η πεζομαχία της επιλαρχίας Τσαγκαρίδη στο Κερεμέτς (09/06/1920), και η πεζομαχία και επέλαση της ιδίας επιλαρχίας κατά τουρκικού πεζικού (11/06/1920). Ο Τσαγκαρίδης έλαβε επίσης μέρος στις μάχες της Προύσας ως επιτελάρχης πλέον της Ταξιαρχίας Ιππικού. Στις 11 Μαρτίου 1921 η Ταξιαρχία Ιππικού έφτασε στο Κεπελέρ, όπου ο Τσαγκαρίδης ανέλαβε τη διοίκηση της Μοίρας Πολυβόλων της, και τον διαδέχθηκε στη θέση του επιτελάρχη της ταξιαρχίας ο συνταγματάρχης Στ. Στάικος. Ο Τσαγκαρίδης συμμετείχε μέχρι και στις επιχειρήσεις που έγιναν από τον Ελληνικό Στρατό προς την Άγκυρα, και έφτασε μέχρι το όρος Καλέ-Γκρότο στις παρυφές της κεμαλικής πρωτεύουσας. Εκεί, τον Αύγουστο του 1921 τραυματίστηκε σοβαρά στη μάχη του Καλέ-Γκρότο (13-17 Αυγούστου 1921). Έτσι, αναγκαστικά μεταφέρθηκε στην Αθήνα για νοσηλεία. Κατά τη διάρκεια της ανάρρωσής του ο Τσαγκαρίδης επισκέφτηκε την Κύπρο και το χωριό του Λάπηθο, αλλά και τη Λευκωσία όπου τον υποδέχτηκαν με μεγάλες τιμές. Λόγω της σημαντικής διακριτής δράσης του στη Μικρασιατική Εκστρατεία τού εδόθη η προσωνυμία «θρυλικός επίλαρχος».

Μετά την κατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώπου, ανέλαβε το Δεκέμβριο του 1922 επιτελάρχης της Μεραρχίας Ιππικού στη Στρατιά Έβρου, αργότερα πήρε μέρος στην καταστολή του κινήματος Λεοναρδόπουλου-Γαργαλίδη, και ακολούθως εστάλη στη Γαλλία για μετεκπαίδευση. Όταν επέστρεψε ανέλαβε φρούραρχος Αθηνών, και αργότερα συνελήφθη από τη δικτατορία του Θεόδωρου Πάγκαλου. Μετά την πτώση της δικτατορίας Πάγκαλου, φοίτησε στη Σχολή Πολέμου, και τοποθετήθηκε πάλι φρούραρχος Αθηνών. Με τη συμπαράσταση δε του Νικολάου Πλαστήρα εξουδετέρωσε την αντίδραση του Στρατιωτικού Συνδέσμου (ανασύσταση από μερίδα βενιζελικών αξιωματικών του παλαιού ομώνυμου συνδέσμου) για την επαναφορά των αντιβενιζελικών αποτάκτων του 1923.

Το 1928-1930 αναλαβάνει επόπτης μετεκπαιδευόμενων αξιωματικών στη Γαλλία, αλληλογραφώντας παράλληλα με τον Πλαστήρα, ενώ συνδέθηκε τότε και με τον Σοφοκλή Βενιζέλο. Στη συνέχεια αναλαμβάνει διοικητής του 2ου Συντάγματος Ιππικού της 1ης Ταξιαρχίας Ιππικού, ενώ παρακολουθεί στενά τις πολιτικές διεργασίες, όπου λόγω της αυξανόμενης φθοράς της κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο Πλαστήρας και πολλοί βενιζελικοί αξιωματικοί ανησυχούν για τις εκδικητικές τάσεις των αντιβενιζελικών όταν οι τελευταίοι έλθουν στην εξουσία. Το 1933 το Λαϊκό Κόμμα αναγνωρίζει το πολίτευμα της αβασίλευτης δημοκρατίας, ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος διαλύεται, και ο Πλαστήρας, με τις ευλογίες του Ελευθερίου Βενιζέλου, κάνει κίνημα στις 6 Μαρτίου 1933 για αποτροπή της μεταβίβασης της εξουσίας στη νικήτρια των εκλογών του 1933, αντιβενιζελική παράταξη. Ο Τσαγκαρίδης, διοικητής τότε της Ταξιαρχίας Ιππικού στη Λάρισα, αν και στενός φίλος και θαυμαστής του Πλαστήρα, μένει πιστός στη νομιμότητα, αντιτάσσεται στο κίνημα, και με τη στάση του παρασύρει το Β΄ Σώμα Στρατού και οδηγεί το κίνημα του Πλαστήρα σε αποτυχία.

Κατόπιν απορρίπτει πρόταση ν' αναλάβει αρχηγός της Χωροφυλακής, τοποθετείται δε διοικητής της Σχολής Ευελπίδων, όμως η τοποθέτηση αυτή τελικώς ματαιώνεται. Στη συνέχεια συμμετέχει σε αποστολή στην Ουγγαρία, και κατόπιν μεταβαίνει στη Σόφια ως στρατιωτικός ακόλουθος, απ΄ όπου αποστέλλει εκθέσεις για τον εξοπλισμό της Βουλγαρίας που προκαλούν εντύπωση.

Αργότερα, την περίοδο της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά, συνεπεία παλαιότερων επαφών τους, ο δικτάτορας του πρότεινε ν΄ αναλάβει τη θέση του υφυπουργού Στρατιωτικών, αλλά ο Τσαγκαρίδης αρνήθηκε. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του περιέπεσε σε δυσμένεια από τον Αλέξανδρο Παπάγο, αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού από την 1η Αυγούστου 1936, και το 1938 εκτοπίστηκε στη Σίφνο, και αργότερα στην Ικαρία. Το Μάρτιο του 1939, με επιβαρυμένη την υγεία του από τα πολεμικά του τραύματα και τον εκτοπισμό, αρρώστησε ξαφνικά βαρέως και απεβίωσε στον Ευαγγελισμό σε ηλικία 52 ετών.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]