Τούλτσεα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 24: Γραμμή 24:
Το 1853, οι ''[[The Times|Times]]'' του [[Λονδίνο]]υ σημείωναν ότι η "Τούλτσα" ήταν "η τελευταία οχυρωμένη θέση που κατέχουν οι Τούρκοι στο Δούναβη και έχει μια φρουρά 1.200 ανδρών".
Το 1853, οι ''[[The Times|Times]]'' του [[Λονδίνο]]υ σημείωναν ότι η "Τούλτσα" ήταν "η τελευταία οχυρωμένη θέση που κατέχουν οι Τούρκοι στο Δούναβη και έχει μια φρουρά 1.200 ανδρών".


Το 1878 η Τούλτσεα τελικά επιδικάστηκε στη Ρουμανία, μαζί με τη Βόρεια (βλ Συνέδριο του Βερολίνου). Tulcea είχε καταληφθεί από τις Κεντρικές Δυνάμεις μεταξύ 1916-1918 κατά τη διάρκεια του Α Παγκοσμίου Πολέμου και μέρος της συγκυριαρχία τους μετά τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, Μάιος 1918 (μέχρι τον Νοέμβριο του 1918).
Το 1878 η Τούλτσεα τελικά επιδικάστηκε στη Ρουμανία, μαζί με τη Βόρεια [[Δοβρουτσά]] (βλ. [[Συνέδριο του Βερολίνου]]). Η Τούλτσεα καταλήφθηκε από τις [[Κεντρικές Δυνάμεις]] μεταξύ 1916-1918 κατά τη διάρκεια του [[Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος|Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου]].


Από το ''1419'' τέθηκε υπό [[Οθωμανική αυτοκρατορία|Οθωμανικό]] έλεγχο που διήρκεσε πάνω από τέσσερις αιώνες. Καταστράφηκε κατά τη διάρκεια των [[Ρωσοτουρκικός πόλεμος|Ρωσσοτουρκικών πολέμων]] και ανοικοδομήθηκε σε νέα θέση μετά τη [[Συνθήκη της Αδριανούπολης]] και γνώρισε τις επόμενες δεκαετίες οικονομική ανάπτυξη, κυρίως λόγω της αύξησης των εξαγωγών [[δημητριακά|δημητριακών]] προς την [[Κωνσταντινούπολη]] αλλά και τη δυτική Ευρώπη. Η Τούλτσεα κατά τον ''19ο'' αιώνα κατοικούνταν από πανσπερμία εθνικοτήτων, μεταξύ αυτών και Ελλήνων που σύμφωνα με τον Έλληνα υποπρόξενο, ανέρχονταν στα 3.000 με 4.000 άτομα<ref>http://blacksea.ehw.gr/forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaID=11173</ref>.
Καταστράφηκε κατά τη διάρκεια των [[Ρωσοτουρκικός πόλεμος|Ρωσσοτουρκικών πολέμων]] και ανοικοδομήθηκε σε νέα θέση μετά τη [[Συνθήκη της Αδριανούπολης]] και γνώρισε τις επόμενες δεκαετίες οικονομική ανάπτυξη, κυρίως λόγω της αύξησης των εξαγωγών [[δημητριακά|δημητριακών]] προς την [[Κωνσταντινούπολη]] αλλά και τη δυτική Ευρώπη. Η Τούλτσεα κατά τον ''19ο'' αιώνα κατοικούνταν από πανσπερμία εθνικοτήτων, μεταξύ αυτών και Ελλήνων που σύμφωνα με τον Έλληνα υποπρόξενο, ανέρχονταν στα 3.000 με 4.000 άτομα<ref>http://blacksea.ehw.gr/forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaID=11173</ref>.


Το ''1878'' η πόλη μαζί με την υπόλοιπη [[Δοβρουτσά]] παραχωρήθηκε στη [[Ρουμανία]] παρότι η κυρίαρχη εθνική ομάδα –τόσο [[δημογραφία|δημογραφικά]], όσο και κοινωνικά– ήταν η [[Βούλγαροι|βουλγαρική]].
Το ''1878'' η πόλη μαζί με την υπόλοιπη [[Δοβρουτσά]] παραχωρήθηκε στη [[Ρουμανία]] παρότι η κυρίαρχη εθνική ομάδα –τόσο [[δημογραφία|δημογραφικά]], όσο και κοινωνικά– ήταν η [[Βούλγαροι|βουλγαρική]].

Έκδοση από την 10:27, 2 Δεκεμβρίου 2016

Συντεταγμένες: 45°11′N 28°48′E / 45.18°N 28.80°E / 45.18; 28.80

Τούλτσεα
Τοποθεσία στον χάρτη της χώρας
Τοποθεσία στον χάρτη της χώρας
χάρτης
ΧώραΡουμανία
ΠεριφέρειαΝοτιοανατολική
ΕπαρχίαΤούλτσεα
ΔήμαρχοςȘtefan Ilie
Πληθυσμός66.644
Έκταση ( km²)177,24
Πινακίδες κυκλοφορίαςTL
Επίσημος ιστότοπος
Commons page Πολυμέσα σχετικά με την πόλη

Η Τούλτσεα ή Τούλτσα (Tulcea ρουμανική προφορά [ˈtult͡ʃe̯a], Boυλγαρικά, Ρωσσικά και Ουκρανικά Тулча, προφ. Τούλτσα, Ελληνικά Αιγισσός, Τουρκικά Hora-Tepé ή Tolçu ) είναι πόλη και λιμάνι της νοτιοανατολικής Ρουμανίας, έδρα της ομώνυμης επαρχίας με πληθυσμό 73.707 το 2011 [1] κατοίκους. Είναι χτισμένη στην δεξιά όχθη του Δούναβη στο σημείο που αρχίζει το δέλτα του ποταμού, στην γεωγραφική περιοχή της Δοβρουτσάς.

Ιστορία

Ερείπια της Αιγισσού

Η πόλη ιδρύθηκε [2] τον 7ο αιώνα π.χ. από Έλληνες αποίκους με το όνομα Αιγισσός, όπως αναφέρεται από το Διόδωρο το Σικελιώτη (3ος αιώνας π.Χ.) και μαζί με τις άλλες αποικίες στην περιοχή συναποτελούσαν το "Κοινό των Ελλήνων" με έδρα την πόλη Τόμις. Στο έργο του Epistulae ex Ponto ο Οβίδιος κατέγραψε μια τοπική παράδοση, που αποδίδει το όνομά της στο μυθικό της ιδρυτή Αίγισο τον Κάσπιο.

Μετά από πόλεμο (12-15 μ.Χ.) οι Ρωμαίοι κατέλαβαν την πόλη. Την ξανάχτισαν σύμφωνα με τα σχέδιά, την τεχνική και το αρχιτεκτονικό τους όραμα, αναδιοργανώνοντάς τη. Η οχυρωμένη πόλη αναφερόταν μέχρι και το 10ο αιώνα, σε έγγραφα, όπως το Notitia Episcopatuum ή το Πρὸς τὸν ἴδιον υἱὸν Ρωμανόν.

Υπό τη Βυζαντινή διοίκηση, που άρχισε τον 5ο αιώνα μ.Χ., η πόλη εγκαταλείφθηκε από το πρώτο μισό του 7ου αιώνα λόγω των βαρβαρικών επιδρομών. Η επικράτεια του πρώην οικισμού περιήλθε στην κυριαρχία της Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας (681-1000 και 1185-14ος αιώνας). Η κατοίκηση αποκαταστάθηκε το δεύτερο μισό του 10ου αιώνα, όταν οι Βυζαντινοί έχτισαν ένα φρούριο εκεί, μετά την ανακατάληψη της περιοχής. Το φρούριο σύντομα καταστράφηκε το 1064 από μια επίθεση του Ογούζων, ωστόσο κάποια κατοίκηση συνεχίστηκε. Ένας οικισμός, μεγαλύτερος από εκείνο 11ο αιώνα, έχει πιστοποιηθεί από αρχαιολογικά ευρήματα που ξεκινούν από το 14ο αιώνα. Η Οθωμανική κυριαρχία επιβλήθηκε γύρω 1420, και διήρκεσε τούς επόμενους τέσσερις αιώνες.

Η πόλη αναφέρεται για πρώτη φορά με το σύγχρονο όνομά της το 1506, σε Οθωμανικά τελωνειακά αρχεία. Στην περίπτωση αυτή περιγραφόταν ως "σημαντικό κέντρο για το διαμετακομιστικό εμπόριο".

Γύρω στα 1848 ήταν ακόμα μια μικρή πόλη-ναυπηγείο και το 1860 της απονεμήθηκε το καθεστώς της πόλης, όταν έγινε πρωτεύουσα της επαρχίας. Έγινε κέντρο σαντζακίου του Εγιαλετίου της Σιλίστρας το 1860 και του Βιλαετίου του Δούναβη το 1864.

Το 1853, οι Times του Λονδίνου σημείωναν ότι η "Τούλτσα" ήταν "η τελευταία οχυρωμένη θέση που κατέχουν οι Τούρκοι στο Δούναβη και έχει μια φρουρά 1.200 ανδρών".

Το 1878 η Τούλτσεα τελικά επιδικάστηκε στη Ρουμανία, μαζί με τη Βόρεια Δοβρουτσά (βλ. Συνέδριο του Βερολίνου). Η Τούλτσεα καταλήφθηκε από τις Κεντρικές Δυνάμεις μεταξύ 1916-1918 κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Καταστράφηκε κατά τη διάρκεια των Ρωσσοτουρκικών πολέμων και ανοικοδομήθηκε σε νέα θέση μετά τη Συνθήκη της Αδριανούπολης και γνώρισε τις επόμενες δεκαετίες οικονομική ανάπτυξη, κυρίως λόγω της αύξησης των εξαγωγών δημητριακών προς την Κωνσταντινούπολη αλλά και τη δυτική Ευρώπη. Η Τούλτσεα κατά τον 19ο αιώνα κατοικούνταν από πανσπερμία εθνικοτήτων, μεταξύ αυτών και Ελλήνων που σύμφωνα με τον Έλληνα υποπρόξενο, ανέρχονταν στα 3.000 με 4.000 άτομα[3].

Το 1878 η πόλη μαζί με την υπόλοιπη Δοβρουτσά παραχωρήθηκε στη Ρουμανία παρότι η κυρίαρχη εθνική ομάδα –τόσο δημογραφικά, όσο και κοινωνικά– ήταν η βουλγαρική.

Παραπομπές