Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αλέξανδρος (γιος του Ιβάν Σισμάν)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αλέξανδρος (γιος του Ιβάν Σισμάν)
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση14ος αιώνας
Δεύτερη Βουλγαρική Αυτοκρατορία
Θάνατος1418
Οθωμανική Αυτοκρατορία
ΘρησκείαΙσλάμ
Πληροφορίες ασχολίας
Οικογένεια
ΓονείςΙβάν Σισμάν
ΑδέλφιαΦρουζίν

Ο Αλέξανδρος, βουλγαρικά: Александър‎‎ / Alexander, στη συνέχεια Iskender, οθωμανικά τουρκικά : اسكندر) (απεβ. το 1418), ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Iβάν Σισμάν τσάρου της Βουλγαρίας (βασ. 1371–1395). Ο Αλέξανδρος πιθανότατα έγινε συναυτοκράτορας από τον πατέρα του, πριν από την Οθωμανική κατάκτηση τού κράτους τού Τάρνοβο το 1395. Μετά την υποταγή τού βασιλείου τού Ιβάν Σισμάν και την εκτέλεσή του, ο Αλέξανδρος ασπάστηκε το Ισλάμ για να αποφύγει τη μοίρα τού πατέρα του. Έγινε κυβερνήτης της Σαμψούντας, όπου παρέμεινε μέχρι το 1402. Ήταν επικεφαλής της Σμύρνης (Ιzmir) από το 1413, έως το 1418 που σκοτώθηκε σε μάχη εναντίον ενός ντόπιου επαναστάτη,

Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την πρώιμη ζωή του Αλεξάνδρου στις σύγχρονες πηγές. Πράγματι, ο μόνος υπαινιγμός για την ύπαρξή του σε μία βουλγαρική πηγή είναι μία ανώνυμη αναφορά στον Κανόνα Προσευχής του Εφραίμ στον Τσάρο, όπου αναφέρεται μόνο ως «γιος τού τσάρου». Δεν είναι βέβαιο, εάν ο Αλέξανδρος γεννήθηκε από την πρώτη σύζυγο του Iβάν Σισμάν, Kυρά Μαρία, ή από τη δεύτερη σύζυγό του, κόρη του Λαζάρου πρίγκιπα της Σερβίας (βασ. 1371–1389).[1]

Λόγω τού ότι ήταν ο πρωτότοκος, ο Βούλγαρος ιστορικός Πέταρ Νίκοβ εικάζει, ότι κάποια στιγμή πριν από το 1395, ο Αλέξανδρος έγινε συγκυβερνήτης από τον πατέρα του Iβάν Σισμάν. Αυτό θα ήταν σύμφωνο με ένα έθιμο, που χρονολογείται από τη βασιλεία του Ιβάν Αλεξάνταρ (βασ. 1331–1371), πατέρα τού Ιβάν Σισμάν.[2][3] Ο Αλέξανδρος είχε έναν μικρότερο αδελφό, τον Φρουζίν, ο οποίος, σε αντίθεση με τον Αλέξανδρο, ήταν ένθερμος αντίπαλος των Οθωμανών και Ούγγρος υπήκοος.[4][5] Εκτός από τον Φρουζίν, ο Αλέξανδρος είχε άλλους αδελφούς και αδελφές, για τους οποίους σχεδόν τίποτε δεν είναι γνωστό.[6]

Η Άλωση του Tάρνοβo το 1393 και η επακόλουθη υποταγή ολόκληρου τού κράτους τού Tάρνοβo το 1395 οδήγησαν στην εκτέλεση του Iβάν Σισμάν από τον σουλτάνο Bαγιαζήτ Α΄ (βασ. 1389–1402). Αν και ο διάδοχός του Αλέξανδρος γλίτωσε από τους Οθωμανούς, αναγκάστηκε να αποδεχτεί το Ισλάμ και εξορίστηκε στη Μ. Ασία για να κρατηθεί μακριά από τις προηγούμενες επικράτειες τού πατέρα του. Ο Αλέξανδρος, ο οποίος στη συνέχεια αναφέρεται ως Iσκεντέρ στις οθωμανικές πηγές, τοποθετήθηκε ως κυβερνήτης της Σαμψούντας και των γειτονικών περιοχών («της γης του Τζάνικ (Canik)»). Αυτά τα εδάφη βρίσκονταν κατά μήκος της νότιας ακτής της Μαύρης Θάλασσας, μεταξύ Σινώπης και Τραπεζούντας, και είχαν κατακτηθεί πρόσφατα από τον Βαγιαζήτ.[3] Ο Αλέξανδρος πιθανότατα παρέμεινε κυβερνήτης της Σαμψούντας μέχρι το 1402, όταν η περιοχή αυτή κατακτήθηκε από τους Τιμουρίδες στον απόηχο της μάχης της Άγκυρας στις 20 Ιουλίου του ίδιου έτους. Μετά τη νίκη των Τιμουριδών, η περιοχή της Σαμψούντας περιήλθε στην κυριαρχία του Σελτζούκου πρίγκιπα Ισφεντιγιάρ.[7]

Η μετέπειτα μοίρα του Αλέξανδρου είναι άγνωστη μέχρι το τέλος της Οθωμανικής Μεσοβασιλείας το 1413, όταν ο Μωάμεθ Α' (βασ. 1413–1421) είχε καθιερωθεί ως ηγεμόνας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και είχε ανακαταλάβει την περιοχή της Σμύρνης στην ανατολική ακτή του Αιγαίου. Μέχρι τότε, η Σμύρνη διοικούνταν από τον Τζιουνεΐτ, τον μπέη του Αϊδινίου, ο οποίος εξορίστηκε στον Δούναβη και έγινε κυβερνήτης της πρώην βουλγαρικής Νικόπολης. Ο Αλέξανδρος εγκαταστάθηκε ως ηγεμόνας της Σμύρνης στη θέση του Τζιουνεΐτ. Παρέμεινε επικεφαλής της πόλης μέχρι το 1418, όταν προσπάθησε να καταστείλει μία εξέγερση στα νότια της Σμύρνης με επικεφαλής τον οπαδό του σεΐχη Μπεντρεντίν, τον Μπορκλιουτζέ Mουσταφά. Ωστόσο, οι δυνάμεις του Αλεξάνδρου αποδείχθηκαν ανεπαρκείς για τον σκοπό αυτό. Ο στρατός του έπεσε σε ενέδρα σε ένα ορεινό φαράγγι και υπέστη μεγάλη ήττα, κατά την οποία σκοτώθηκε ο Αλέξανδρος.[5][7][8]

Σύμφωνα με τη θεωρία του Βούλγαρου ιστορικού Πλάμεν Πάβλοβ, κατά τη διάρκεια της θητείας του ως κυβερνήτη της Σμύρνης, ο Αλέξανδρος μπορεί να βρισκόταν σε ενεργή επαφή με τον πιθανό ετεροθαλή αδελφό του, τον μελλοντικό Πατριάρχη Ιωσήφ Β΄ της Κωνσταντινούπολης. Από το 1393 έως το 1416, ο Ιωσήφ Β΄ ήταν μητροπολίτης της Εφέσου, μίας άλλης πόλης στην ανατολική ακτή του Αιγαίου που βρίσκεται όχι μακριά από τη Σμύρνη. Ο Παβλόφ εικάζει, ότι η επιλογή του Ιωσήφ Β΄ ως πατριάρχη μπορεί να επηρεάστηκε από τους δεσμούς του με τον Μωάμεθ Α΄ μέσω του Αλεξάνδρου. Κατά τη γνώμη του Πάβλοβ, είναι επίσης πιθανό ότι η υποστήριξη τού Κωνσταντίνου Β΄ τιτουλάριου τσάρου της Βουλγαρίας προς τον Μωάμεθ Α΄ σχετιζόταν κατά κάποιο τρόπο με τη θέση τού -συγγενή του- Αλεξάνδρου ως Οθωμανού κυβερνήτη.[9]

Βιβλιογραφικές αναφορές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. Божилов, pp. 229, 241
  2. Божилов, p. 241
  3. 3,0 3,1 Андреев, p. 10
  4. Божилов, pp. 242–244
  5. 5,0 5,1 Бакалов, p. 100
  6. Божилов, pp. 245–246
  7. 7,0 7,1 Божилов, p. 242
  8. Андреев, pp. 10–11
  9. Павлов, pp. 235–236
  • Андреев, Йордан· Лазаров, Иван (1999). Кой кой е в средновековна България (στα Bulgarian). Петър Берон. ISBN 978-954-402-047-7. CS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link)
  • Бакалов, Георги (2003). История на българите: В 8 тома. Късно средновековие и Възраждане (στα Bulgarian). София: Труд. ISBN 978-954-528-467-0. CS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link)
  • Божилов, Иван (1994). Фамилията на Асеневци (1186–1460). Генеалогия и просопография (στα Bulgarian). София: Издателство на Българската академия на науките. ISBN 954-430-264-6. CS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link)
  • Павлов, Пламен (2008). Българското средновековие. Познато и непознато (στα Bulgarian). Велико Търново: Абагар. ISBN 978-954-427-796-3. CS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link)