Οντάριο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Οντάριο

Σημαία

Εθνόσημο
Τοποθεσία της χώρας στον κόσμο
Τορόντο
Αγγλικά
Ελίζαμπεθ Ντάουντσγουελ
Νταγκ Φορντ
 • Σύνολο
 • % Νερό

1.076.395 km2
158.654 (14,7%)
Πληθυσμός
 • Εκτίμηση 2023 
 • Απογραφή 2021 
 • Πυκνότητα 

15.608.369[1]  
14.223.942[2]  
14,5 κατ./km2 
ΑΕΠ (ΙΑΔ)
 • Ολικό  (2013)
 • Κατά κεφαλή 

C$695,705 δις[3]  
C$51.340  
UTC-4, UTC-5, UTC-6
Καταρράκτες του Νιαγάρα - Οντάριο

Το Οντάριο (αγγλικά: Ontario), είναι η μεγαλύτερη σε πληθυσμό και η πλέον οικονομικά ανεπτυγμένη επαρχία του Καναδά. Πρωτεύουσα του Οντάριο είναι το Τορόντο. Στο Οντάριο επίσης βρίσκεται και η πρωτεύουσα του Καναδά, Οττάβα. Το Οντάριο έχει έκταση 1.076.395 τ.χλμ. που ισοδυναμεί στο 10,8% περίπου της έκτασης όλου του Καναδά και κατοικείται από 14.223.942 κατοίκους, σύμφωνα με την απογραφή του 2021[2] και αντιπροσωπεύει το 38,5% του πληθυσμού της χώρας.

Σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις για το 2023, ο πληθυσμός του Οντάριο, ανέρχεται σε 15.608.369 κατοίκους.[1]

Γεωγραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 15% της έκτασης του Οντάριο καταλαμβάνεται από λίμνες και ποταμούς. Υπολογίζεται ότι στο Οντάριο υπάρχουν περισσότερες από 200.000 λίμνες, ενώ το συνολικό μήκος των ποταμών της επαρχίας φτάνει τα 100.000 χλμ.

Η ονομασία της επαρχίας προέρχεται από την ομώνυμη, η οποία με τη σειρά της οφείλει την ονομασία της σε παραφθορά της ιροκέζικης λέξης "Onitariio", που σημαίνει «όμορφη λίμνη», ή σε παραφθορά της επίσης ιροκέζικης λέξης Kanadario, που σημαίνει «όμορφο νερό».

Συνοπτικός χάρτης του Οντάριο

Το Οντάριο αποτελεί κεντρική–ανατολική επαρχία του Καναδά. Ανατολικά συνορεύει με το Κεμπέκ. Νότια συνορεύει με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και βρέχεται από το σύστημα των Μεγάλων Λιμνών (λίμνες Οντάριο, Ήρι, Χιούρον και Σουπήριορ ή Ανωτέρα). Δυτικά συνορεύει με τη Μανιτόμπα και βορείως βρέχεται από τον Κόλπο Τζέιμς και τον πιο μεγάλο Κόλπο Χάντσον.

Η κοιλάδα του Αγίου Λαυρεντίου στο νότιο τμήμα της επαρχίας είναι η πλέον γόνιμη περιοχή, όπου καλλιεργούνται ακόμα και αμπέλια. Η ίδια κοιλάδα, με το Τορόντο στο κέντρο της, είναι και η πλέον πυκνοκατοικημένη περιοχή του Καναδά. Το βόρειο τμήμα της επαρχίας αποτελεί μέρος της λεγόμενης Καναδικής πλάκας, ενός τεκτονικού σχηματισμού που είναι πολύ πλούσιος σε ορυκτά και μεταλλεύματα.

Τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα της επαρχίας είναι το Τορόντο (2.794.356 κάτοικοι), η Οττάβα (1.017.449 κάτοικοι), η Μισισάγκα (717.961 κάτοικοι), το Μπράμπτον (656.480 κάτοικοι), το Χάμιλτον (569.353 κάτοικοι), το Λόντον (422.324 κάτοικοι), το Κίτσενερ (256.885 κάτοικοι), το Γουίντσορ (229.660 κάτοικοι) και η Όσαβα (175.383 κάτοικοι), σύμφωνα με την απογραφή του 2021.[4] Μικρότερα και κάπως απόμακρα αστικά κέντρα είναι το Γκρέιτερ Σάντμπερι (166.004 κάτοικοι), το Κίνγκστον (132.485 κάτοικοι) και το Θάντερ Μπέι (108.843 κάτοικοι), σύμφωνα με την απογραφή του 2021.

Κλίμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κλιματικοί τύποι Κέππεν του Οντάριο (Dfc: Υποαρκτικό, Dfb: Υγρό ηπειρωτικό με θερμά καλοκαίρια, Dfa: Υγρό ηπειρωτικό με καυτά καλοκαίρια)

Το κλίμα του Οντάριο είναι ηπειρωτικό, αλλά επηρεάζεται από τις Μεγάλες Λίμνες. Το καλοκαίρι είναι ζεστό με πολλή υγρασία, βροχές και καταιγίδες. Ο χειμώνας είναι βαρύς με χιόνια και πάγους και ισχυρούς ανέμους που διαρκούν αρκετούς μήνες.

Καλοκαίρι στις παραλίες της λίμνης Οντάριο

Το νότιο Οντάριο, και κυρίως η ευρύτερη περιοχή του Τορόντο είναι πιο θερμή σε σύγκριση με το υπόλοιπο Οντάριο και τις άλλες καναδικές επαρχίες. Γι' αυτό και στο νότιο Οντάριο ευδοκιμούν πολλά οπωροφόρα δέντρα και αμπέλια.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πριν την έλευση των Ευρωπαίων, η περιοχή του σημερινού Οντάριο κατοικούνταν από αυτόχθονες Ινδιάνους: Κρι, Οτζίμπουα και Αλγκόνκιν στα δάση του βορρά και Ιροκέζους και Χιούρον στα νότια κοντά στις Μεγάλες Λίμνες. Ο πρώτος Ευρωπαίος που εξερεύνησε περιοχές του Οντάριο ήταν ο Ετιέν Μπρουλέ (Étienne Brûlé) κατά την περίοδο 16101612. Το 1611, ο άγγλος θαλασσοπόρος Χένρυ Χάντσον ανακάλυψε τον μεγάλο κόλπο στα βόρεια της επαρχίας — κόλπος που φέρει σήμερα το όνομά του. Το 1615, ο γάλλος εξερευνητής Σαμουέλ ντε Σαμπλαίν έφτασε μέχρι τη λίμνη Χιούρον δημιουργώντας στην πορεία του γαλλικά οχυρά για την προστασία του εμπορίου γούνας. Ωστόσο, οι προσπάθειες των Γάλλων για εποικισμό της περιοχής δεν ευοδώθηκαν, επειδή τους εμπόδιζαν οι αυτόχθονες Ιροκέζοι, οι οποίοι ήταν σύμμαχοι των Βρετανών.

Κατά τον 17ο αι., οι Βρετανοί άρχισαν να δημιουργούν οχυρά κατά μήκος των ακτών του Κόλπου Χάντσον και εντάθηκε η διαμάχη ΑγγλίαςΓαλλίας για τον έλεγχο της περιοχής. Με το τέλος του Επταετούς Πολέμου (1763), η Γαλλία παρέδωσε σχεδόν όλη την αποικία της Νέας Γαλλίας στην Αγγλία και η σημερινή περιοχή του Οντάριο προσαρτήθηκε στο Κεμπέκ (1774).

Με την έκρηξη της Αμερικανικής Επανάστασης, η Αγγλία παραχώρησε σε αποίκους που έμειναν πιστοί στο βρετανικό στέμμα και δεν επαναστάτησαν, τους λεγόμενους «United Empire Loyalists», γη δυτικά του ποταμού της Οττάβας. Έτσι, με τη Συνταγματική Πράξη του 1791, το Κεμπέκ χωρίστηκε σε δύο αποικίες: τον Ανώτερο Καναδά, που εξελίχθηκε στο σημερινό Οντάριο, και τον Κατώτερο Καναδά, που εξελίχθηκε στο σημερινό Κεμπέκ.

Κατά τον αμερικανοβρετανικό πόλεμο του 1812, οι Αμερικανοί εισέβαλαν στην περιοχή του Νιαγάρα και πυρπόλησαν το Γιορκ (σημερινό Τορόντο), αλλά τελικά απωθήθηκαν από τους Βρετανούς και τους αυτόχθονες που είχαν συμμαχήσει με τους τελευταίους. Με το τέλος του πολέμου, ο Ανώτερος Καναδάς άρχισε να δέχεται νέους εποίκους από τα βρετανικά νησιά. Όμως οι νέοι έποικοι δεν άργησαν να ξεσηκωθούν κατά των προηγούμενων εποίκων που, ως μεγάλοι γαιοκτήμονες, είχαν την εξουσία στα χέρια τους. Το 1837, οι έποικοι του Ανώτερου Καναδά με αρχηγό τον Γουίλλιαμ Λάιον Μακένζι (William Lyon Mackenzie) επαναστάτησαν ζητώντας «υπεύθυνη κυβέρνηση». Ταυτοχρόνως, και οι Γαλλοκαναδοί στον Κατώτερο Καναδά, με αρχηγό τον Λουί-Ζοζέφ Παπινώ (Louis-Joseph Papineau), ξεσηκώθηκαν έχοντας παρόμοια αιτήματα.

Οι Βρετανοί κατέστειλαν και τις δύο επαναστάσεις με τη βία. Το 1840, οι Βρετανοί αποφάσισαν να ενώσουν τις δύο αποικίες στην «Επαρχία του Καναδά», με απώτερο στόχο να αφομοιωθούν οι Γαλλοκαναδοί με τους εποίκους βρετανικής καταγωγής. Το Οντάριο έλαβε την ονομασία «Δυτικός Καναδάς» και το 1848 τού παραχωρήθηκε το δικαίωμα να έχει αυτόνομο κοινοβούλιο.

Το 1851 οι βρετανοί έποικοι στην «Επαρχία του Καναδά» ξεπέρασαν σε πληθυσμό τούς Γαλλοκαναδούς, γεγονός που άρχισε να προκαλεί ένταση μεταξύ των δύο εθνικών ομάδων. Ο φόβος μίας ενδοκαναδικής σύγκρουσης και η μόνιμη απειλή από τους Αμερικανούς οδήγησε την πολιτική ηγεσία της εποχής στην απόφαση να δημιουργήσει ένα ομόσπονδο κράτος στα πρότυπα των ΗΠΑ, αλλά με στενούς δεσμούς με το βρετανικό στέμμα. Έτσι, την 1η Ιουλίου του 1867 τέθηκε σε ισχύ η νομοθετική «Πράξη περί Βρετανικής Βορείου Αμερικής» (British North America Act), με την οποία δημιουργήθηκε η «Κτήση του Καναδά» (Dominion of Canada) με τέσσερις επαρχίες: τη Νέα Σκωτία, το Νιου Μπράνσγουικ, το Κεμπέκ και το Οντάριο. Η Επαρχία του Καναδά διαιρέθηκε ξανά σε δύο ομόσπονδες επαρχίες, έτσι ώστε οι καθολικοί Γαλλοκαναδοί και οι προτεστάντες Αγγλοκαναδοί να έχουν ξεχωριστά κοινοβούλια. Με την ίδια νομοθετική πράξη, πρωτεύουσα του Οντάριο ορίσθηκε το Τορόντο.

Η σημαία του Οντάριο με τα χαρακτηριστικά βρετανικά σύμβολα και τα τρία φύλλα σφένδαμου

Ένας από τους πρώτους πρωθυπουργούς της ομόσπονδης επαρχίας του Οντάριο ήταν ο Όλιβερ Μόουατ (Oliver Mowat), ο οποίος κυβέρνησε από το 1872 έως το 1896. Ο Μόουατ ήταν οπαδός ενός αποκεντρωμένου συστήματος κυβέρνησης και κατάφερε να μετατρέψει το Οντάριο στο βιομηχανικό και οικονομικό κέντρο του Καναδά, εκμεταλλευόμενος κυρίως την ανάπτυξη των σιδηροδρόμων και τη δημιουργία νέων ομόσπονδων επαρχιών στα δυτικά του Οντάριο.

Στις αρχές του 20ου αι. ανακαλύφθηκαν πλούσια κοιτάσματα νικελίου στην περιοχή του Σάντμπερυ, ενώ ξεκίνησε και η παραγωγή φθηνής ηλεκτρικής ενέργειας από υδατοφράγματα. Το 1904, η αμερικανική αυτοκινητοβιομηχανία Φορντ ανήγειρε το πρώτο καναδικό εργοστάσιο αυτοκινήτων στο Ουίνσδορ του Οντάριο.

Τα χρόνια του μεσοπολέμου σημαδεύτηκαν από την ποτοαπαγόρευση, που οδήγησε στο σημερινό επαρχιακό μονοπώλιο που ελέγχει τις πωλήσει αλκοολούχων ποτών στο Οντάριο. Στα μεταπολεμικά χρόνια, το Οντάριο — κυρίως η περιοχή του Τορόντο — γνώρισε σημαντική οικονομική ανάπτυξη, ενώ η εισδοχή νέων μεταναστών από τον αναπτυσσόμενο κόσμο έχει αλλάξει σημαντικά τη φυσιογνωμία της επαρχίας. Η άνοδος του εθνικισμού στο Κεμπέκ ήταν επίσης προς όφελος του Οντάριο, αφού πολλοί Αγγλοκαναδοί και πολλές μεγάλες επιχειρήσεις μετακόμισαν από το Μόντρεαλ στο Τορόντο.

Δημογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιστορική εξέλιξη πληθυσμού
Έτος Πληθ.   ±%  
1851 952.004 —    
1861 1.396.091 +46.6%
1871 1.620.851 +16.1%
1881 1.926.922 +18.9%
1891 2.114.321 +9.7%
1901 2.182.947 +3.2%
1911 2.527.292 +15.8%
1921 2.933.662 +16.1%
1931 3.431.683 +17.0%
1941 3.787.655 +10.4%
1951 4.597.542 +21.4%
1956 5.404.933 +17.6%
1961 6.236.092 +15.4%
1966 6.960.870 +11.6%
1971 7.703.105 +10.7%
1976 8.264.465 +7.3%
1981 8.625.107 +4.4%
1986 9.101.695 +5.5%
1991 10.084.885 +10.8%
1996 10.753.573 +6.6%
2001 11.410.046 +6.1%
2006 12.160.282 +6.6%
2011 12.851.821 +5.7%
2016 13.448.494 +4.6%
2021 14.223.942 +5.8%
Τορόντο: Η μεγαλύτερη μητρόπολη και το οικονομικό κέντρο του Καναδά

Σήμερα το Οντάριο κατοικείται κυρίως από άτομα ευρωπαϊκής καταγωγής (Βρετανοί, Ιρλανδοί, Γάλλοι, κ.λπ.). Ωστόσο, το 15% των κατοίκων έχουν προέλευση ασιατική, αφρικανική ή λατινοαμερικανική, και το ποσοστό των μη-ευρωπαίων κατοίκων συνεχώς αυξάνει. Μόλις 1,7% των κατοίκων είναι αυτόχθονες Ινδιάνοι.

Στο Οντάριο κατοικούν 148.555 άτομα ελληνικής καταγωγής, σύμφωνα με την απογραφή του 2016.[5] Οι περισσότεροι έλληνες μετανάστες κατοικούν στην ευρύτερη περιοχή του Τορόντο.

Οι κάτοικοι του Οντάριο είναι στην πλειονότητα χριστιανοί (35% προτεστάντες, 35% ρωμαιοκαθολικοί, 2% ορθόδοξοι, 3% άλλα δόγματα). Οι μουσουλμάνοι αποτελούν το 3% του πληθυσμού, οι ινδουιστές το 2% και οι εβραίοι το 2% του πληθυσμού.

Το Οντάριο δεν έχει επίσημη γλώσσα. Η πλέον διαδεδομένη γλώσσα της επαρχίας είναι τα αγγλικά, αλλά και τα γαλλικά έχουν σημαντική διάδοση. (Οι γαλλόφωνοι αποτελούν το 5% του πληθυσμού του Οντάριο).

Οικονομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η οικονομία του Οντάριο στηρίζεται κυρίως στη βιομηχανία και το εμπόριο. Τα πολλά νερά επιτρέπουν την παραγωγή φθηνής ηλεκτρικής ενέργειας. Η επαρχία βρίσκεται επίσης κοντά στα μεγάλα καταναλωτικά κέντρα της Βορείου Αμερικής, γεγονός που της δίνει σημαντικά πλεονεκτήματα. Η άνοδος των εθνικιστών στο Κεμπέκ κατά τη δεκαετία του 1970 και η αβεβαιότητα για το εάν το Κεμπέκ θα παραμείνει στην καναδική ομοσπονδία, είχαν ως αποτέλεσμα πολλές μεγάλες επιχειρήσεις να εγκαταλείψουν το Μόντρεαλ και να εγκατασταθούν στο Τορόντο. Έτσι το Οντάριο έγινε και ο οικονομικός πυρήνας του Καναδά.

Στο Οντάριο, η βαριά βιομηχανία περιλαμβάνει αυτοκινητοβιομηχανίες (αμερικανικών και ιαπωνικών συμφερόντων), χαλυβουργίες, μεταλλουργίες μη-σιδηρούχων μετάλλων, βιομηχανίες ηλεκτρικών συσκευών, μονάδες χημικών προϊόντων, χαρτοβιομηχανίες και βιομηχανίες τροφίμων. Στα μέσα της δεκαετίας του 2000, η μείωση της ζήτησης αμερικανικών αυτοκινήτων και η μετακίνηση πολλών βιομηχανιών προς χώρες με χαμηλό κόστος εργασίας προκάλεσαν μία μείωση της βιομηχανικής παραγωγής. Ορισμένοι αναλυτές εκτιμούν η ύφεση στη βιομηχανική παραγωγή θα συνεχιστεί, κυρίως ως συνέπεια της παγκοσμιοποίησης.

Σήμερα, ο τομέας των υπηρεσιών συμβάλει σχεδόν κατά 70% στο ΑΕΠ της επαρχίας. Οι επιχειρήσεις πληροφορικής, οι τραπεζικές υπηρεσίες, οι οικοδομικές επιχειρήσεις και οι τουριστικές επιχειρήσεις συνεισφέρουν σημαντικά στην οικονομία της επαρχίας. Ο τομέας των υπηρεσιών τηλεαγορών παρουσίασε μία πρόσκαιρη άνθηση στις αρχές της δεκαετίας του 2000, αλλά η επιβολή σκληρής νομοθεσίας για τέτοιου είδους υπηρεσίες είχε ως αποτέλεσμα πολλές από αυτές τις επιχειρήσεις να κλείσουν.

Ο τομέας της γεωργίας, που κάποτε είχε σημαντική συμβολή στην οικονομία του Οντάριο, συνεχώς περιορίζεται. Η καλλιέργεια οπωροφόρων δέντρων, λαχανικών και αμπελιών γίνεται κυρίως στη χερσόνησο του Νιαγάρα και κατά μήκος των ακτών της λίμνης Ήρι.

Κυβέρνηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με τη νομοθετική «Πράξη περί Βρετανικής Βορείου Αμερικής», το Οντάριο διοικείται από τη «Νομοθετική Συνέλευση του Οντάριο» (Legislative Assembly of Ontario), τον επαρχιακό πρωθυπουργό («Premier») και την επαρχιακή κυβέρνηση.

Τελευταίες εκλογές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Government of Canada, Statistics Canada (27 Σεπτεμβρίου 2023). «Population estimates, quarterly». www150.statcan.gc.ca. Ανακτήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 2023. 
  2. 2,0 2,1 «Census Profile, 2021 Census of Population». Στατιστική Υπηρεσία Καναδά. 29 Μαρτίου 2023. Ανακτήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 2023. 
  3. «Gross domestic product, expenditure-based, by province and territory (2013)». Στατιστική Υπηρεσία του Καναδά. 5 Νοεμβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 2015. 
  4. «Population and dwelling counts: Canada and census subdivisions (municipalities)». Στατιστική Υπηρεσία Καναδά. 29 Μαρτίου 2023. Ανακτήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 2023. 
  5. Εθνική καταγωγή, Οντάριο, Απογραφή 2016

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συντεταγμένες: 50°N 085°W / 50°N 85°W / 50; -85