Φαιός πελεκάνος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Φαιός πελεκάνος

Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1) [1]
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Υποσυνομοταξία: Σπονδυλωτά (Vertebrata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Πελεκανόμορφα (Pelecaniformes)
Οικογένεια: Πελεκανίδες (Pelecanidae)
Γένος: Πελεκάνος (Pelecanus)
Είδος: Φαιός πελεκάνος
Pelecanus occidentalis
Linnaeus, 1766


Γεωγραφική κατανομή
(γαλάζιο = μη αναπαραγωγικές περιοχές,
μοβ = περιοχές όπου ζει όλο το έτος)

Ο φαιός πελεκάνος (επιστημονική-λατινική ονομασία Pelecanus occidentalis) είναι είδος πελεκάνου, το ένα από τα τρία που ζουν στην αμερικανική ήπειρο και το ένα από τα δύο, που τρέφονται καταδυόμενα μέσα στο νερό. Συναντάται στη μεν ακτή του Ατλαντικού από το Νιου Τζέρσεϊ μέχρι τις εκβολές του Αμαζονίου, στη δε ακτή του Ειρηνικού από τη Βρετανική Κολομβία μέχρι τη βόρεια Χιλή, συν τα Νησιά Γκαλαπάγκος. Το είδος αυτό έχει 5 υποείδη, τα οποία σε γενικές γραμμές έχουν λευκή κεφαλή και σκούρο γκρίζο-καφέ σώμα. Ο φαιός πελεκάνος τρέφεται κυρίως με ψάρια, αλλά κάποτε τρώει και αμφίβια, οστρακόδερμα, αβγά και νεοσσούς άλλων ειδών πτηνών. Φωλιάζει σε αποικίες σε απομονωμένες περιοχές, συχνά πάνω σε μικρά νησιά, σε εδάφη με βλάστηση ανάμεσα σε αμμόλοφους, σε συστάδες θάμνων και δέντρων, καθώς και σε μαγκρόβια βλάστηση. Τα θηλυκά γεννούν δύο ή τρία λευκά αβγά, η επώαση των οποίων διαρκεί 28 έως 30 ημέρες με αμφότερους τους γονείς να μοιράζονται το καθήκον αυτό. Οι νεοσσοί έχουν ρόδινο χρώμα αμέσως μετά την εκκόλαψή τους, το οποίο γίνεται γκρίζο ή σχεδόν μαύρο μέσα σε 4 έως 14 ημέρες. Για να πετάξουν χρειάζονται κατά μέσο όρο 63 ημέρες από την εκκόλαψη, ενώ κάποια ημέρα στην έκτη έως την ένατη εβδομάδα της ζωής τους εγκαταλείπουν τη φωλιά και συγκεντρώνονται σε μικρές ομάδες.

Ο φαιός πελεκάνος έχει ανακηρυχθεί «εθνικό πτηνό» σε μερικές νησιωτικές χώρες της Καραϊβικής: στον Άγιο Μαρτίνο, στο Μπαρμπάντος, στον Άγιο Χριστόφορο και Νέβις, καθώς και στα Τερκς και Κέικος. Επιπλέον, είναι το «επίσημο» πτηνό της πολιτείας Λουιζιάνα των ΗΠΑ, εμφανιζόμενος στη σφραγίδα και τη σημαία της.

Ταξινομική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο φαιός πελεκάνος περιγράφηκε από τον μεγάλο Σουηδό ζωολόγο Κάρολο Λινναίο στη 12η έκδοση του βιβλίου του Systema Naturae (έτος 1766), όπου του δόθηκε η σημερινή του διωνυμική ονομασία: Pelecanus occidentalis.[2] Ανήκει στον κλάδο του Νέου Κόσμου του γένους Pelecanus.[3]

Σήμερα γίνονται δεκτά γενικώς τα παρακάτω πέντε υποείδη φαιού πελεκάνου.[4][5] Αυτά είναι γενετικώς διαφοροποιημένα, παρά το ότι έχουν σχεδόν την ίδια εμφάνιση, και ξεχωρίζουν συνήθως από τα διαφορετικά ενδιαιτήματά τους.[6] :[7]

Εικόνα Υποείδος Γεωγραφική κατανομή
P. o. californicus[8]
(Ridgway, 1884)
Αναπαράγεται στα παράλια της Καλιφόρνια και της Μπάχα Καλιφόρνια, νοτίως έως το Χαλίσκο. Η μη-αναπαραγωγική κατανομή του εκτείνεται βορείως κατά μήκος των ακτών του Ειρηνικού Ωκεανού έως τη Βρετανική Κολομβία και νοτίως έως τη Γουατεμάλα. Σπανίως παρατηρείται στο Ελ Σαλβαδόρ.
P. o. carolinensis [9]
(Gmelin, 1789)
Αναπαράγεται στις ανατολικές ΗΠΑ, από το Μέριλαντ έως τον Κόλπο του Μεξικού, σε όλη την ακτογραμμή του Κόλπου και την Καραϊβική. Νοτίως φθάνει έως την Ονδούρα (και την ακτή της στον Ειρηνικό Ωκεανό), την Κόστα Ρίκα και τον Παναμά. Η μη-αναπαραγωγική κατανομή του εκτείνεται από τη Νέα Υόρκη μέχρι τη Βενεζουέλα.
P. o. occidentalis[10]
(Linnaeus, 1766)
Αναπαράγεται στις Μεγάλες και τις Μικρές Αντίλλες, τις Μπαχάμες, την Κολομβία και τη Βενεζουέλα, μέχρι το Τρίνινταντ και Tομπάγκο.
P. o. murphyi[11]
(Wetmore, 1945)
Συναντάται από τη δυτική Κολομβία έως το Εκουαδόρ και (χωρίς να αναπαράγεται) στο βόρειο Περού.
P. o. urinator[12]
(Wetmore, 1945)
Συναντάται μόνο στα Νησιά Γκαλαπάγκος.

Ο φαιός πελεκάνος ανήκει σε έναν κλάδο που περιλαμβάνει τον πελεκάνο του Περού (P. thagus) και τον αμερικανικό λευκό πελεκάνο (P. erythrorhynchos).[5] Ο πελεκάνος του Περού ταξινομείτο παλαιότερα ως υποείδος του φαιού πελεκάνου, αλλά πλέον θεωρείται ξεχωριστό είδος, καθώς έχει αρκετά μεγαλύτερο μέγεθος (περίπου το διπλάσιο βάρος από εκείνο του φαιού), διαφέρει στο χρώμα του ράμφους και το πτέρωμα, και δεν υβριδίζεται με τον φαιό, παρά την κοινή παρουσία τους σε μεγάλη περιοχή.[3]

Το 1932 ο Τζέιμς Λ. Πήτερς διαχώρισε τον αμερικανικό λευκό πελεκάνο από τον φαιό (και από τον πελεκάνο του Περού) σε μονοτυπικά υπογένη. Αυτός ο διαχωρισμός υποστηρίχθηκε το 1979 από μελέτες των Γάλλων ορνιθολόγων Ζαν Ντορστ και Ραούλ Μουζέν. Φυλογενετικά δέντρα με βάση το γενετικό υλικό τους, με πρωτοπόρα τη μελέτη του 1990 από τους Τσαρλς Σίμπλυ και Τζον Άλκβιστ, που έγινε με την τεχνική του υβριδισμού DNA-DNA, έδειξαν ότι ο αμερικανικός λευκός πελεκάνος, ο μεγάλος λευκός πελεκάνος και ο αυστραλιανός πελεκάνος είναι αδελφά είδη, και ότι ο φαιός πελεκάνος είχε τη μεγαλύτερη απόκλιση από όλα.[3]

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φαιός πελεκάνος που δείχνει τον θύλακά του.

Ο φαιός πελεκάνος είναι το μικρότερο από τα οκτώ είδη πελεκάνου που ζουν σήμερα στον κόσμο, αν και συχνά είναι ένα από τα μεγαλύτερα θαλασσοπούλια των περιοχών όπου συχνάζει.[13][14] Το μήκος του είναι 1 έως 1,52 μέτρο, ενώ το άνοιγμα πτερύγων του είναι 2,03 έως 2,28 μέτρα.[5] Το βάρος των ώριμων ατόμων ξεκινά από τα 2 κιλά και μπορεί να φθάσει έως τα 5, περίπου το μισό του βάρους των άλλων αμερικανικών ειδών πελεκάνου. Το μέσο βάρος δείγματος 47 θηλυκών από τη Φλόριντα υπολογίσθηκε σε 3,17 κιλά, ενώ το μέσο βάρος 56 αρσενικών σε 3,7 κιλά.[15][16][17] Το ράμφος του, όπως και όλων των πελεκάνων, έχει μεγάλο μήκος, από 28 μέχρι 34,8 εκατοστά.[5]

Το πτέρωμα του βασικού υποείδους, του Pelecanus occidentalis occidentalis, την εποχή της αναπαραγωγής είναι λευκό στην κεφαλή με κιτρινωπή την κορυφή. Ο λαιμός είναι καστανός, αλλά το επάνω μέρος του φέρει λευκές γραμμές κατά μήκος της βάσης του θύλακα του ράμφους, ενώ το κατώτερο μέρος της εμπρόσθιας πλευράς του λαιμού έχει χλομό κιτρινωπό «μπάλωμα». Το κάτω όριο του αυχένα είναι ασημόγκριζο, όπως και η περιοχή κάτω από τις πτέρυγες και η επάνω πλευρά των πτερύγων, με μια καφετιά απόχρωση. Το πτέρωμα επάνω από την ουρά είναι ασημόλευκο στο κέντρο, ενώ τα άκρα των πτερύγων είναι σχεδόν μαύρα.[5]. Γενικώς η ουρά είναι σκούρα γκρίζα, με μεταβλητές ασημί αποχρώσεις. Η κάτω σιαγόνα είναι γκριζόμαυρη, ενώ ο θύλακας πρασινόμαυρος[18] Το στήθος και η κοιλιά είναι σκουρόχρωμα[19], ενώ τα πόδια μαύρα.[18] Το ράμφος είναι γκριζόλευκο με φαιά (καφετιά) απόχρωση και διάστικτο με χλομές κεραμιδί κηλίδες.[18] Το αρσενικό και το θηλυκό είναι πολύ παρόμοια μεταξύ τους, με το θηλυκό να είναι ελαφρώς μικρότερο.[5] Επιπλέει με άνεση στο νερό, καθώς έχει κάτω από το δέρμα και στα οστά σάκους με αέρα. Πετά με χάρη, ενώ βαδίζει αδέξια στο έδαφος.[20]

Εκτός της εποχής αναπαραγωγής έχει λευκή κεφαλή και λαιμό, ενώ το ρόδινο δέρμα γύρω από τα μάτια γίνεται θαμπό και γκρίζο. Ο θύλακας παίρνει χρώμα μεταξύ του χρώματος της ώχρας και του πράσινου λαδί, ενώ τα πόδια γίνονται γκρίζα. Οι ίριδες των ματιών έχουν χρώμα από γαλάζιο μέχρι κιτρινόλευκο, που γίνεται καφετί την εποχή της αναπαραγωγής.[5]

Νεαρό άτομο στο Μποντήγκα Χάρμπορ της Καλιφόρνια

Τα νεαρά άτομα είναι παρόμοια, αλλά με γενικά γκρίζο-καφετί χρώμα (και η κεφαλή και ο λαιμός) και λιγότερο σκούρο κάτω μέρος.[21][5] Η ουρά και τα ερειστικά πούπουλα είναι πιο καφετιά από τα αντίστοιχα μέρη των ενηλίκων. Οι ίριδες των ματιών τους είναι σκούρες καφετιές, ενώ το δέρμα του προσώπου έχει γαλαζωπή απόχρωση. Το ράμφος τους είναι γκρίζο με κιτρινόλευκο έως πορτοκαλί άκρο και ροδόγκριζο θύλακα. Αποκτούν το πτέρωμα των ενηλίκων μετά την ηλικία των τριών ετών.[5]

Ο φαιός πελεκάνος ξεχωρίζει εύκολα από τον αμερικανικό λευκό πελεκάνο από το σκούρο χρώμα του, το μικρότερο μέγεθός του και από το ότι καταδύεται ορμώντας από τον αέρα για να πιάσει ψάρια.[22]

Η φωνή του φαιού πελεκάνου παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία, αλλά είναι τραχιά.

Ενδιαίτημα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενήλικος φαιός πελεκάνος σε πτήση στο Μποντήγκα Μπέυ της Καλιφόρνια
Νεαρός P. o. carolinensis στον Παναμά

Μετά την εποχή του φωλιάσματος, οι φαιοί πελεκάνοι της Βόρειας Αμερικής αποδημούν σε κοπάδια προς τα βόρεια κατά μήκος των ακτών, και επιστρέφουν σε θερμότερα νερά για να ξεχειμωνιάσουν.[23] Το καλοκαίρι μπορεί να παρατηρηθούν ακόμα και στον Καναδά.[1]

Ο πελεκάνος του Περού και ο φαιός πελεκάνος αποτελούν τα μόνα πραγματικά θαλάσσια είδη πελεκάνου.[24], με ενδιαίτημα κυρίως την παλιρροιακή περιοχή στη νηριτική ζώνη και τα θερμά ύδατα των εκβολών μεγάλων ποταμών.[25] Συναντάται επίσης σε μαγκρόβια δάση και προτιμά τα αβαθή νερά, ιδίως κοντά σε όρμους και παραλίες.[25] Αποφεύγει την ανοικτή θάλασσα[1], σπανίως παρατηρούμενος σε αποστάσεις άνω των τριάντα χιλιομέτρων από την ακτή. Κάποια νεαρά άτομα μπορεί να φθάσουν μέχρι και σε λίμνες γλυκού νερού μακριά από τη θάλασσα. Κουρνιάζει πάνω σε βράχους, στο νερό, σε αποβάθρες, σε αμμουδιές και αλλού.[25]

Αποδημία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι περισσότεροι πληθυσμοί φαιού πελεκάνου δεν είναι αποδημητικοί και απλώς μετακινούνται από και προς τις περιοχές αναπαραγωγής, ή από μια περιοχή αναπαραγωγής σε μια άλλη. Αποδημητική συμπεριφορά παρατηρείται, όπως προαναφέρθηκε, στις βορειότερες περιοχές της γεωγραφικής κατανομής του πελεκάνου, αλλά αυτές οι μετακινήσεις δεν είναι σταθερές και εξαρτώνται από τις εκάστοτε τοπικές συνθήκες. Προς τα νότια, περιπλανώνται κάποτε μέχρι και τη Γη του Πυρός. Ή παρουσία τους έχει καταγραφεί έξω από την ανατολική ακτή της Βραζιλίας, στην πολιτεία Αλαγκόας. Σπανίως περιπλανώνται μακριά από τη θάλασσα, κυρίως εξαιτίας τυφώνων ή ακραίου φαινομένου Ελ Νίνιο, με περιπτώσεις να έχουν αναφερθεί στις κολομβιανές Άνδεις. Υπάρχουν 4 καταγραφές τους στη λεκάνη του Αμαζονίου πολύ μακριά από τη θάλασσα.[5]

Συμπεριφορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο φαιός πελεκάνος είναι πολύ κοινωνικό ζώο. Ζει όλο το έτος σε κοπάδια αμφότερων των φύλων.[26] Πετάει σε ομάδες, με το κεφάλι του να κρατείται πίσω στους ώμους και το ράμφος να ακουμπά πάνω στον διπλωμένο λαιμό.[27] Κάποτε πετούν σε σχηματισμό V, αλλά συνήθως σε κανονικές γραμμές ή σε σμήνος, συχνά χαμηλά πάνω από την επιφάνεια του νερού.[28] Προκειμένου να μην εισδύει νερό μέσα στα ρουθούνια τους, το εσωτερικό τους είναι στενότερο.[29]

Διατροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φαιός πελεκάνος εφορμά προς κατάδυση.

Ο φαιός πελεκάνος τρέφεται κυρίως με ψάρια.[30] Μέχρι και το 90% της τροφής του μπορεί να αποτελείται από ψάρια της οικογένειας της ρέγγας και της σαρδέλας, τις κλυπεΐδες[31], ενώ και οι πληθυσμοί του γαύρου είναι ιδιαιτέρως σημαντικοί για την επιτυχία της αναπαραγωγής του φαιού πελεκάνου.[32] Κάποια άλλα ψάρια σημαντικά για τη διατροφή του πελεκάνου είναι ο λαγόδων, ο αρχόσαργος, τα αθερινόμορφα, οι κέφαλοι και ψάρια της οικογένειας Fundulidae.[33] Οι φαιοί πελεκάνοι της νότιας Καλιφόρνια βασίζονται πολύ στη σαρδέλα του Ειρηνικού ως πηγή τροφής (έως και το 26% της συνολικής προσλήψεως τροφής).[34] Εκτός από ψάρια, ο φαιός πελεκάνος τρέφεται και με Καρκινοειδή, ιδίως γαρίδες[35][36], και περιπτωσιακά με αμφίβια ή αβγά και νεοσσούς πουλιών (ερωδιών, αλκιδών, ακόμα και του δικού του είδους).[37][38]

Καθώς ο φαιός πελεκάνος πετάει σε μέγιστο ύψος 18 έως 21 μέτρων πάνω από τη θάλασσα, μπορεί να βλέπει κοπάδια ψαριών.[35] Ψαρεύει καταδυόμενος με το ράμφος, σαν αλκυόνη[39], βυθιζόμενος συχνά τελείως κάτω από το νερό για μερικά δευτερόλεπτα καθώς συλλαμβάνει τη λεία του.[40] Εκτός από τον πελεκάνο του Περού, ο φαιός είναι ο μόνος πελεκάνος που συλλαμβάνει τη λεία του με κατάδυση, με όλα τα άλλα είδη πελεκάνου να επιπλέουν στην επιφάνεια του νερού και απλώς να βυθίζουν σε αυτό το ράμφος και τον λαιμό τους.[41][42] Μόλις βγει στην επιφάνεια, αδειάζει το νερό από τον θύλακά του, στον οποίο παραμένουν τα ψάρια, τα οποία καταπίνει.[40] Αποτελεί κάποιες φορές στόχο κλεπτοπαρασιτισμού από άλλα ιχθυοφάγα πτηνά, που τού κλέβουν την τροφή, όπως είναι οι γλάροι και οι φρεγάτες.[43] Ο φαιός πελεκάνος μπορεί να πίνει θαλάσσιο νερό χάρη στη μεγάλη ικανότητα ειδικών αδένων του να απεκκρίνουν αλάτι.[44]

Αναπαραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο φαιός πελεκάνος είναι σειριακά μονογαμικό είδος, δηλαδή το κάθε άτομο έχει μόνο ένα ταίρι την κάθε αναπαραγωγική εποχή, αλλά δεν κρατά το ίδιο για όλη του τη ζωή.[45] Η εποχή αυτή κορυφώνεται τον Μάρτιο και τον Απρίλιο.[46] Το αρσενικό επιλέγει μια θέση για την κατασκευή φωλιάς και εκτελεί μια σειρά κινήσεων της κεφαλής προκειμένου να προσελκύσει ένα θηλυκό. Στον χώρο της φωλιάς αμφότερα τα φύλα προβαίνουν σε πιο εκτεταμένες επιδείξεις των αισθημάτων τους, όπως υποκλίσεις, στροφές, ανόρθωση πάνω στα αδύναμα πόδια τους και πιθανώς χαμηλές φωνές που ακούγονται σαν ένα «ραααα».[45]

Μόλις ένα ζεύγος συνάψει δεσμό, η μεταξύ τους επικοινωνία διατηρείται σε ένα ελάχιστο. Το είδος σχηματίζει αποικίες, μερικές από τις οποίες διατηρούνται επί πολλά έτη. Εξαιτίας ίσως παρενοχλήσεων, προσβολών από τσιμπούρια ή μεταβολές στην ποσότητα διαθέσιμης τροφής, οι αποικίες αλλάζουν συχνά τοποθεσία.[5] Οι φαιοί πελεκάνοι φωλιάζουν σε απομονωμένες περιοχές, συχνά πάνω σε μικρά νησιά, σε εδάφη με βλάστηση ανάμεσα σε αμμόλοφους, σε συστάδες θάμνων και δέντρων, καθώς και σε μαγκρόβια βλάστηση[21], αλλά κάποιες φορές και σε απόκρημνες ακτές.[1] Στις τοποθεσίες φωλιάσματος παρατηρείται συνήθως συνωστισμός, καθώς η επικράτεια του ενός ζεύγους μπορεί να απέχει μόλις 1 μέτρο από εκείνη του γειτονικού ζεύγους.[45] Συνήθως η φωλιά κατασκευάζεται από το θηλυκό, με υλικά καλάμια, φύλλα, βότσαλα και μικρά κλαδιά.[47] Το εσωτερικό της είναι ένα βαθούλωμα καλυμμένο από πούπουλα και προστατευμένο από ένα τοίχωμα ύψους 10 έως 25 εκατοστών από χώμα και διάφορα άλλα σκόρπια υλικά.[24] Η βάση είναι επίσης υπερυψωμένη από 0,9 έως και 3 μέτρα πάνω από την επιφάνεια του εδάφους.[21] Εάν συμβεί απώλεια των αβγών από τη φωλιά και είναι ακόμα νωρίς στην αναπαραγωγική περίοδο, μπορεί να υπάρξει και δεύτερη ωοτοκία.[45]

Τα θηλυκά γεννούν δύο ή τρία λευκά αβγά (κάποτε μέχρι τέσσερα) σε κάθε ωοτοκία[21][48], που έχουν κανονικό (οβάλ) σχήμα, διαστάσεις[21] 76 επί 51 χιλιοστά και χρώμα «λευκής κιμωλίας».[46] Η επώασή τους διαρκεί 28 έως 30 ημέρες[21] με αμφότερους τους γονείς να μοιράζονται το καθήκον αυτό, κρατώντας τα αβγά ζεστά πάνω στα πόδια τους ή κάτω από αυτά. οι νεοσσοί έχουν μάζα περί τα 60 γραμμάρια και ρόδινο χρώμα αμέσως μετά την εκκόλαψή τους[45][47], το οποίο γίνεται γκρίζο ή σχεδόν μαύρο[47] μέσα σε 4 έως 14 ημέρες. Για να πετάξουν χρειάζονται κατά μέσο όρο 63 ημέρες από την εκκόλαψη[5], ενώ κάποια ημέρα στην έκτη έως την ένατη εβδομάδα της ζωής τους εγκαταλείπουν τη φωλιά και συγκεντρώνονται σε μικρές ομάδες[21]. Η πιθανότητα επιβιώσεως μπορεί να φθάσει το 100% για τον νεοσσό που εκκολάπτεται πρώτος, ενώ είναι περίπου 60% για αυτόν που εκκολάπτεται δεύτερος και μόλις 6% για τον τρίτο.[45]

Οι γονείς μπορούν να βγάζουν χωνευμένη τροφή από τον στόμαχό τους και να ταΐζουν με αυτή τα μικρά τους μέχρι που να μπορέσουν να πετάξουν. Σε ηλικία περίπου 35 ημερών μετά την εκκόλαψή τους οι νεοσσοί περπατούν για πρώτη φορά έξω από τη φωλιά[24] και αρχίζουν να πετούν 71 έως 88 ημέρες μετά την εκκόλαψή τους.[48] Οι γονείς παραμένουν μαζί τους για λίγο καιρό ακόμη, συνεχίζοντας να τα ταΐζουν.[21] Στους 8 μέχρι 10 μήνες του ταΐσματος από τους γονείς τους, τα μικρά πελεκανάκια καταναλώνουν περίπου 70 κιλά ψάρια.[49] Τα νεαρά άτομα φθάνουν στη σεξουαλική ωριμότητα (και το ενήλικο πτέρωμά τους) σε ηλικία τριών έως πέντε ετών.[50] Η μέγιστη ηλικία που έχει φθάσει φαιός πελεκάνος έχει καταγραφεί για έναν πελεκάνο σε αιχμαλωσία και είναι 31+ έτη.[5]

Θηρευτές και παράσιτα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φαιός πελεκάνος επισκέπτεται αποβάθρα στη Χάντινγκτον Μπητς της Καλιφόρνια.

Θηρευτές αυγών και νεοσσών του πελεκάνου είναι οι γλάροι, αρπακτικά πτηνά (ιδίως ο λευκοκέφαλος θαλασσαετός), το είδος Ctenosaura pectinata (σαύρα συγγενής του ιγκουάνα), [51]ο αμερικανικός αλιγάτορας, όρνεα, αδέσποτες γάτες και σκύλοι, ρακούν,[51] ο ψαροκόρακας (Corvus ossifragus) και άλλες κορακίδες.[52][53][54][55] Οι απώλειες μειώνονται πιθανώς όταν η αποικία βρίσκεται πάνω σε νησί. Σπανίως, ερυθροί λύγκες έχουν καταγραφεί να τρώνε νεοσσούς, αλλά και τραυματισμένα ενήλικα άτομα.[51] Η επίθεση σε ενήλικες φαιούς πελεκάνους αναφέρεται σπανίως, αλλά έχουν αναφερθεί περιπτώσεις που έχουν αποτελέσει τη λεία λευκοκέφαλων θαλασσαετών. Επίσης, νοτιοαμερικανικοί θαλάσσιοι λέοντες και μεγάλοι καρχαρίες έχουν παρατηρηθεί να τρώνε ενήλικες φαιούς πελεκάνους, συλλαμβάνοντάς τους από κάτω όταν τα πουλιά επιπλέουν στην επιφάνεια της θάλασσας.[56] Το επιθέτικό κόκκινο μυρμήγκι Solenopsis invicta[57] είναι γνωστό ότι τρώει νεοσσούς που μόλις έχουν εκκολαφθεί.[58] Καθώς συμβαίνει και με όλα τα άλλα είδη πελεκάνου, οι φαιοί πελεκάνοι είναι πολύ ευαίσθητοι σε οχλήσεις από ανθρώπους (τουρίστες ή ψαράδες ή όποιους άλλους ανεξαιρέτως) στις θέσεις φωλιάσματος και μπορεί ακόμα και να εγκαταλείψουν τις φωλιές τους υπό τέτοιες συνθήκες.[59] Παρόλο ότι εξαιτίας του μεγάλου μεγέθους τους τα ενήλικα άτομα σπανίως θηρεύονται από άλλα όντα[24], υποφέρουν συνήθως από όχι λίγα διαφορετικά γένη παρασιτικών σκωλήκων, όπως τα Petagiger, Echinochasmus, Phagicola, Mesostephanus και Contracaecum, εξαιτίας της διατροφής του με κέφαλους και άλλα τέτοια είδη ψαριών.[52]

Σχέση με τον άνθρωπο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ως συνήθης παρουσία σε πολυσύχναστες σήμερα παραλιακές περιοχές, ο φαιός πελεκάνος διετρέχει ως έναν βαθμό κινδύνους από ψαράδες των οποίων την ψαριά τρώει (ιδίως από παραγάδια) και από ταχύπλοα σκάφη. Στις αρχές του 20ού αιώνα το κυνήγι αποτελούσε μείζονα αιτία θανάτου για το πτηνό αυτό, και μερικοί άνθρωποι το κυνηγούν ακόμα για τα πούπουλά του, ή συλλέγουν τα αβγά του, στις ακτές της Καραϊβικής, στην Κεντρική και Νότια Αμερική, και σπανιότερα στις ΗΠΑ, παρά το ότι στην τελευταία χώρα προστατεύεται με νόμο ήδη από το 1918.[5]

Στον πολιτισμό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σημαία της πολιτείας της Λουιζιάνας, στην οποία κυριαρχεί ο φαιός πελεκάνος

Ο φαιός πελεκάνος είναι το «εθνικό πτηνό» σε μερικές νησιωτικές χώρες της Καραϊβικής: στον Άγιο Μαρτίνο, στο Μπαρμπάντος, στον Άγιο Χριστόφορο και Νέβις, καθώς και στα Τερκς και Κέικος.[60] Επιπλέον, είναι το «επίσημο» πτηνό της πολιτείας Λουιζιάνα των ΗΠΑ[61] από το 1902, εμφανιζόμενος στη σφραγίδα της και από το 1912 και στη σημαία της.[62] Η Λουιζιάνα φέρει και την προσωνυμία «The Pelican State».[63] Στα πλαίσια αυτά, ο φαιός πελεκάνος είναι ειδικότερα μία από τις μασκότ του Πανεπιστημίου Τουλέιν της Νέας Ορλεάνης και εικονίζεται στο επάνω μέρος της σφραγίδας του[64], όπως και στην κορυφή του εμβλήματος του Πανεπιστημίου των Δυτικών Ινδιών.[65] Επίσης, η ομάδα καλαθοσφαιρίσεως του NBA Νιου Ορλίνς Πέλικανς ονομάσθηκε έτσι προς τιμή του φαιού πελεκάνου.[66]

Στην κινηματογραφική ταινία του 1993 The Pelican Brief, που βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Τζων Γκρίσαμ, μια νομικός εικάζει ότι οι δολοφόνοι δύο δικαστών του ανώτατου δικαστηρίου είχαν ως κίνητρο την επιθυμία για γεωτρήσεις πετρελαίου σε έναν υγρότοπο της Λουιζιάνας που ήταν ενδιαίτημα του φαιού πελεκάνου. Το ίδιο έτος η γνωστή ταινία Τζουράσικ Παρκ έδειχνε φαιούς πελεκάνους στο τέλος της. Το 1998 ο Αμερικανός διευθυντής ορχήστρας Ντέιβιντ Γούνταρντ διεύθυνε την εκτέλεση ενός ρέκβιεμ για έναν φαιό πελεκάνο της Καλιφόρνια στο ανάχωμα της παραλίας όπου είχε πέσει νεκρό το πουλί. Το 2003 η ταινία κινούμενων σχεδίων Ψάχνοντας τον Νέμο, ένας φαιός πελεκάνος (του οποίου τη φωνή δίνει στο πρωτότυπο ο Τζέφρεϊ Ρας με αυστραλιανή προφορά) παριστάνεται ως ένας φιλικός και ενάρετος χαρακτήρας, με το όνομα «Νάιτζελ».[67] Το περίεργο είναι ότι η υπόθεση αυτής της ταινίας διαδραματίζεται στην Αυστραλία[68], όπου το μοναδικό είδος πελεκάνου είναι ο αυστραλιανός πελεκάνος.[69]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 BirdLife International (2018): "Pelecanus occidentalis", IUCN Red List of Threatened Species, 2018, e.T22733989A132663224, doi 10.2305/IUCN.UK.2018-2.RLTS.T22733989A132663224.en. Ανακτήθηκε στις 19 Νοεμβρίου 2021.
  2. Museum, United States National (1941). Proceedings of the United States National Museum. 87 (1941). Smithsonian Institution Press. σελ. 180. 
  3. 3,0 3,1 3,2 Kennedy, Martyn; Taylor, Scott A.; Nádvorník, Petr; Spencer, Hamish G. (2013). «The phylogenetic relationships of the extant pelicans inferred from DNA sequence data». Molecular Phylogenetics and Evolution 66 (1): 215-222. doi:10.1016/j.ympev.2012.09.034. PMID 23059726. 
  4. Grzimek, Bernhard· Schlager, Neil (2003). Grzimek's Animal Life Encyclopedia, Volume 8: Birds I. Gale. σελ. 231. ISBN 978-0-7876-5784-0. 
  5. 5,00 5,01 5,02 5,03 5,04 5,05 5,06 5,07 5,08 5,09 5,10 5,11 5,12 5,13 Turner, Angela (2020). Elliott, A.; Christie, D.A.; Jutglar, F. και άλλοι, επιμ. «Brown Pelican (Pelecanus occidentalis. Handbook of the Birds of the World Alive (Βαρκελώνη: Lynx Edicions). doi:10.2173/bow.brnpel.01. http://www.hbw.com/species/brown-pelican-pelecanus-occidentalis. Ανακτήθηκε στις August 18, 2017. 
  6. «Genetic distinctiveness of brown pelicans (Pelecanus occidentalis) from the Galápagos Islands compared to continental North America». researchgate. 
  7. «Listed Distinct Population Segment of the Brown Pelican (Pelecanus occidentalis)» (PDF). Fws.gov. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 28 Ιουνίου 2017. Ανακτήθηκε στις 17 Μαρτίου 2022. 
  8. «Pelecanus occidentalis californicus». itis.gov. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Οκτωβρίου 2011. 
  9. «Pelecanus occidentalis carolinensis». itis.gov. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Οκτωβρίου 2011. 
  10. «Pelecanus occidentalis occidentalis». itis.gov. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Οκτωβρίου 2011. 
  11. «Pelecanus occidentalis murphyi». itis.gov. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Οκτωβρίου 2011. 
  12. «Pelecanus occidentalis urinator». itis.gov. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Οκτωβρίου 2011. 
  13. Bond, James (1999). A Field Guide to the Birds of the West Indies. Houghton Mifflin Harcourt. σελίδες 23–24. ISBN 978-0-618-00210-8. 
  14. Daniels, R.C., White, T.W., & Chapman, K.K.: «Sea-level rise: destruction of threatened and endangered species habitat in South Carolina», Environmental management, τόμ. 17(3), έτος 1993, σσ. 373-385
  15. Dunning, John B. Jr., επιμ. (2008). CRC Handbook of Avian Body Masses (2η έκδοση). CRC Press. ISBN 978-1-4200-6444-5. 
  16. Schreiber, R.W., Schreiber, E.A., Anderson, D.W., & Bradley, D.W. (1989). «Plumages and molts of Brown Pelicans» Αρχειοθετήθηκε 2016-10-20 στο Wayback Machine., Natural History Museum of Los Angeles County Contributions to Science, 402
  17. Bartholomew, G.A.; Dawson, W.R. (1954). «Temperature regulation in young pelicans, herons, and gulls». Ecology 35 (4): 466-472. doi:10.2307/1931037. 
  18. 18,0 18,1 18,2 Reports of Explorations and Surveys to Ascertain the Most Practicable and Economical Route for a Railroad from the Mississippi River to the Pacific Ocean. 1860. σελ. 266. 
  19. Maehr, David S.· II, Herbert W. Kale (2005). Florida's Birds: A Field Guide and Reference. Φλόριντα: Pineapple Press Inc. σελ. 36. ISBN 978-1-56164-335-6. 
  20. The New Encyclopaedia Britannica: Macropaedia : Knowledge in depth. Encyclopaedia Britannica. 2003. σελ. 26. ISBN 978-0-85229-961-6. 
  21. 21,0 21,1 21,2 21,3 21,4 21,5 21,6 21,7 Fergus, Charles (2003). Wildlife of Virginia and Maryland and Washington. Stackpole Books. σελ. 130. ISBN 978-0-8117-2821-8. 
  22. Rea, Amadeo M. (2007). Wings in the Desert: A Folk Ornithology of the Northern Pimans. University of Arizona Press. σελ. 108. ISBN 978-0-8165-2459-4. 
  23. Kaufman, Kenn (2001). Lives of North American Birds. Houghton Mifflin Harcourt. σελ. 40. ISBN 978-0-618-15988-8. 
  24. 24,0 24,1 24,2 24,3 Sweat, L.H. (28 Σεπτεμβρίου 2010). «Pelecanus occidentalis». www.sms.si.edu. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Μαρτίου 2017. Ανακτήθηκε στις 19 Αυγούστου 2017. 
  25. 25,0 25,1 25,2 Bureau of Reclamation, United States (2002). Imperial Irrigation District Water Conservation and Transfer Project and Draft Habitat Conservation Plan: Environmental Impact Statement. Northwestern University. σελίδες 25–26. 
  26. The Audubon Bulletin. Illinois Audubon Society. 1958. σελίδες 208–209. 
  27. Lynch, Maurice P. (1998). Minding the Coast: It's Everybody's Business : Proceedings of the Sixteenth International Conference of the Coastal Society, Addendum Volume, 12-15 Ιουλίου 1998, the College of William & Mary, Williamsburg, Virginia. Coastal Society. σελ. 21. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Σεπτεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 5 Οκτωβρίου 2022. 
  28. Hall, Derek (2004). Encyclopedia of North American Birds. Thunder Bay Press. σελ. 21. ISBN 978-1-59223-190-4. 
  29. Richardson, F. (1939). «Functional Aspects of the Pneumatic System of the California Brown Pelican». The Condor 41 (1): 13-17. doi:10.2307/1364267. https://sora.unm.edu/sites/default/files/journals/condor/v041n01/p0013-p0017.pdf. 
  30. Region, United States Minerals Management Service Pacific OCS· Sciences, University of California, Santa Cruz Institute of Marine· Observatory, Point Reyes Bird· Division, Science Applications International Corporation Applied Environmental Science (1987). Final report, California seabird ecology study. Institute of Marine Sciences, University of California. σελ. 98. 
  31. Michot, T.C.· Bettinger, K.M. (1975). New Orleans to Venice Hurricane Protection and Barrier Features: Environmental Impact Statement. σελ. 4. 
  32. Anderson, Daniel W.; Gress, Franklin; Mais, Kenneth F.; Kelly, Paul R. (1980). «Brown Pelicans as Anchovy Stock Indicators and their Relationships to Commercial Fishing». CalCOFI Reports 21: 54-61. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2012-12-23. https://web.archive.org/web/20121223174905/http://calcofi.org/publications/calcofireports/v21/Vol_21_Anderson_etal.pdf. Ανακτήθηκε στις 2022-10-05. 
  33. «Pelecanus occidentalis (Brown Pelican)» (PDF). Sta.uwi.edu. Ανακτήθηκε στις 17 Μαρτίου 2022. 
  34. Kaplan, I.C.; Francis, T.B.; Punt, A.E.; Koehn, L.E.; Curchitser, E.; Hurtado-Ferro, F.; Johnson, K.F.; Lluch-Cota, S.E. και άλλοι. (2019-05-16). «A multi-model approach to understanding the role of Pacific sardine in the California Current food web». Marine Ecology Progress Series 617-618: 307-321. doi:10.3354/meps12504. ISSN 0171-8630. Bibcode2019MEPS..617..307K. https://www.int-res.com/abstracts/meps/v617-618/p307-321/. 
  35. 35,0 35,1 Vegetation Treatments Using Herbicides on BLM Lands in Oregon: Environmental Impact Statement. 2010. σελ. 486. 
  36. Casotte Landing LNG Project, Bayou Casotte Energy LLC: Environmental Impact Statement. 2006. σελίδες 4–66. 
  37. Mora, M.A. (1989). «Predation by a Brown Pelican at a Mixed Species Heronry». Condor 91 (3): 742-743. doi:10.2307/1368134. 
  38. Horton, C.A.; R.M. Suryan (2012). «Brown Pelicans: A new disturbance source to breeding Common Murres in Oregon?». Oregon Birds 38: 84-88. https://www.researchgate.net/publication/255995589. 
  39. Dan A. Tallman· David L. Swanson· Jeffrey S. Palmer (2002). Birds of South Dakota. Northern State University Press. σελ. 11. ISBN 978-0-929918-06-8. 
  40. 40,0 40,1 Rylander, Kent (2010). The Behavior of Texas Birds. University of Texas Press. σελίδες 28–29. ISBN 978-0-292-77472-8. 
  41. Arnqvist, G.: «Brown pelican foraging success related to age and height of dive», The Condor, τόμ. 94(2), έτος 1992, σσ. 521-522.
  42. Zavalaga, C.B., Dell'Omo, G., Becciu, P., & Yoda, K. (2011): «Patterns of GPS tracks suggest nocturnal foraging by incubating Peruvian pelicans (Pelecanus thagus)». PloS one, τόμ. 6(5), e19966.
  43. «Brown pelican». Smithsonian's National Zoological Park. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Μαρτίου 2008. Ανακτήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 2017. 
  44. Schmidt-Nelsen, K.; Fange, R. (1958). «The function of the salt gland in the Brown Pelican». The Auk 75 (3): 282-289. doi:10.2307/4081974. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2017-10-23. https://web.archive.org/web/20171023230659/http://cescos.fau.edu/gawliklab/papers/Schmidt-NielsenKandRFange1958.pdf. Ανακτήθηκε στις 2017-10-23. 
  45. 45,0 45,1 45,2 45,3 45,4 45,5 Nellis, David W. (2001). Common Coastal Birds of Florida and the Caribbean. Pineapple Press Inc. σελίδες 99. ISBN 978-1-56164-191-8. 
  46. 46,0 46,1 East Harrison County Connector, Harrison County: Environmental Impact Statement. 2003. σελίδες 4–67. 
  47. 47,0 47,1 47,2 Campbell, Bruce· Lack, Elizabeth (2013). A Dictionary of Birds. Bloomsbury Publishing. σελ. 443. ISBN 978-1-4081-3839-7. 
  48. 48,0 48,1 Construction, Maintenance and Operation of Tactical Infrastructure, Rio Grande Valley Sector: Environmental Impact Statement. 2007. σελίδες A–1. 
  49. Soper, Tony (1989). Oceans of Birds. David & Charles. σελ. 32. ISBN 978-0-7153-9199-0. 
  50. Gage, Laurie J.· Duerr, Rebecca S. (2008). Hand-Rearing Birds. John Wiley & Sons. σελ. 92. ISBN 978-0-470-37630-0. 
  51. 51,0 51,1 51,2 Scott, Victoria. «Pelecanus occidentalis (brown pelican)». Animaldiversity.org. Ανακτήθηκε στις 17 Μαρτίου 2022. 
  52. 52,0 52,1 «Pelecanus occidentalis». www.sms.si.edu. Indian River Lagoon Species Inventory. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Ιουνίου 2017. Ανακτήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 2017. 
  53. San Diego Harbor Deepening Project: Environmental Impact Statement. 3. 2003. σελ. 21. 
  54. Anderson, Daniel W.; Keith, James O. (1980-06-01). «The human influence on seabird nesting success: Conservation implications». Biological Conservation 18 (1): 65-80. doi:10.1016/0006-3207(80)90067-1. 
  55. Pinson, D.; Drummond, H. (1993-02-01). «Brown pelican siblicide and the prey-size hypothesis». Behavioral Ecology and Sociobiology 32 (2): 111-118. doi:10.1007/BF00164043. https://archive.org/details/sim_behavioral-ecology-and-sociobiology_1993-02_32_2/page/111. 
  56. Shields, Mark (2014). «Brown Pelican (Pelecanus occidentalis), The Birds of North America (P. G. Rodewald, Ed.)». The Birds of North America Online. doi:10.2173/bna.609. https://birdsna.org/Species-Account/bna/species/brnpel. Ανακτήθηκε στις 2017-09-26. 
  57. Todd, David A.· Ogren, Jonathan· Crosby, Clare (2016). The Texas Landscape Project: Nature and People. Texas A&M University Press. σελ. 475. ISBN 978-1-62349-372-1. 
  58. Nellis, David W. (2001). Common Coastal Birds of Florida and the Caribbean. Pineapple Press Inc. σελ. 118. ISBN 978-1-56164-191-8. 
  59. Brown Pelican. Smithsonian's National Zoological Park
  60. Minahan, James (2009). The Complete Guide to National Symbols and Emblems (2 τόμοι). American Bibliographical Center-Clio Press. σελίδες 669, 741, 751, 761. ISBN 978-0-313-34497-8. 
  61. Capace, Nancy (1999). Encyclopedia of Louisiana. Somerset Publishers, Inc. σελ. 4. ISBN 978-0-403-09816-3. 
  62. Louisiana Conservationist. Louisiana Wildlife and Fisheries Department. 1969. σελ. 92. 
  63. Ryan, Mary Meghan (2013). State Profiles 2013: The Population and Economy of Each U.S. State. Bernan Press. σελ. 195. ISBN 978-1-59888-641-2. 
  64. «Brown Pelican | The Common Pelican of America». 2017. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2017-07-06. https://web.archive.org/web/20170706025749/https://www.aboutanimals.com/bird/brown-pelican/. Ανακτήθηκε στις 2017-07-06. 
  65. Hall, Douglas (1998). The University of the West Indies: A Quinquagenary Calendar, 1948-1998. University of the West Indies Press. σελ. 1. ISBN 978-976-640-073-6. 
  66. «Hornets announce name change to Pelicans». National Basketball Association. January 24, 2013. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2017-08-01. https://web.archive.org/web/20170801173042/http://www.nba.com/2013/news/01/24/hornets-pelicans.ap/. Ανακτήθηκε στις February 28, 2017. 
  67. TV Guide film & video companion. Barnes & Noble Books. 2004. σελ. 316. ISBN 978-0-7607-6104-5. 
  68. Beeton, Sue (2005). Film-induced Tourism. Channel View Publications. σελ. 65. ISBN 978-1-84541-014-8. 
  69. Campbell, Iain· Woods, Sam (2013). Wildlife of Australia. Princeton University Press. σελ. 80. ISBN 978-1-4008-4682-5. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]