Μετάβαση στο περιεχόμενο

Τσουνάμι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η διάδοση του τσουνάμι της Ινδονησίας το 2004 στον Ινδικό ωκεανό.

Τα τσουνάμι είναι θαλάσσια φαινόμενα, που δημιουργούνται κατά την απότομη μετατόπιση μεγάλων ποσοτήτων νερού, σε ένα υδάτινο σχηματισμό, όπως ένας ωκεανός ή θάλασσα ή λίμνη ή και ένα φιόρδ.

Το τσουνάμι εκδηλώνεται ως κύματα, τα οποία στα βαθιά νερά των ωκεανών (μέσο βάθος 4.500 μέτρα) οδεύουν με μέση ταχύτητα 210 μέτρων το δευτερόλεπτο ή 756 χιλιομέτρων την ώρα (παραπάνω από το μισό της ταχύτητας του ήχου στην ατμόσφαιρα της Γης). Διαδίδονται με μέτωπα κυμάτων, που μπορούν να πλησιάσουν σε πλάτος ακόμα και τη γήινη περίμετρο και οδεύουν με σύνηθες μήκος κύματος της τάξης των 50-400 χιλιομέτρων και ύψος που κυμαίνεται, συνήθως, από μερικά εκατοστά έως 40 μέτρα.

Φτάνοντας τα κύματα αυτά σε ρηχά νερά, χάνουν την ταχύτητά τους, έως και 20 φορές, αρχικά στο μπροστινό τους μέτωπο, αυτό που φτάνει πρώτο στα ρηχά, και έτσι το μήκος τους μικραίνει, καθώς το πίσω μέρος του κύματος ταξιδεύει ακόμη, με σχετικά μεγαλύτερη ταχύτητα. Το μήκος του κύματος ενός τσουνάμι μεταβάλλεται, ακολουθώντας την μεταβολή της μέσης ταχύτητάς του σύμφωνα με το βάθος της θάλασσας που διατρέχει, και η ορμή του διατηρείται (θεωρώντας προσεγγιστικά πως δεν εξαπλώνεται και κατά πλάτος) με αντίστοιχη μεταβολή του ύψους του. Φτάνοντας στις ακτές το κύμα συμπιέζεται και κερδίζει σε ύψος, που είναι και ο λόγος για τον οποίο γίνεται καταστρεπτικό φθάνοντας στις ακτές, αφού το ύψος του διατηρείται και καθώς εισβάλλει στην ενδοχώρα.

Η αρχική απότομη μετατόπιση του νερού, που προκαλεί τη γένεση ενός τσουνάμι, μπορεί να είναι αποτέλεσμα σεισμού, κυρίως υποθαλάσσιου, που προκαλεί κατακόρυφη ανάταξη του βυθού, παραθαλάσσιας κατάρρευσης βουνοπλαγιάς ή ηφαιστείου, υποθαλάσσιας ηφαιστειακής έκρηξης ή κατολίσθησης, καθώς και πτώσης ικανού μεγέθους ουράνιου σώματος στη θάλασσα. Ενώ σε βαθιά νερά το τσουνάμι, λόγω των χαρακτηριστικών του εκεί, δεν θεωρείται σοβαρός κίνδυνος για τις πλέουσες κατασκευές, φτάνοντας στις ακτές έχει ιδιαίτερα καταστρεπτικές συνέπειες.

Η ονομασία του, που αποτελεί διεθνή όρο, προέρχεται από τις ιαπωνικές λέξεις τσου-νάμι (tsu, 津, λιμάνι και nami, 波, κύμα), που θα μεταφραζόταν στα ελληνικά ως «κύμα του λιμανιού». Η ονομασία αυτή δόθηκε από τους Ιάπωνες, που πλήττονται συχνά από αυτά, λόγω του ότι δεν γίνονται αντιληπτά και δεν αποτελούν κίνδυνο για τα πλοία στην ανοιχτή θάλασσα, αλλά είναι πολύ καταστρεπτικά όταν φθάσουν σε παράλιες περιοχές.

Το τσουνάμι πολλοί το αποκαλούν παλιρροιακό κύμα (tidal wave) ή θαλάσσιο σεισμικό / σεισμογενές κύμα (seismic sea wave).

  • Ο πρώτος όρος είναι εντελώς λανθασμένος, καθώς αφορά την 6-ωρη περιοδική μετατόπιση υδάτινων μαζών της Γης λόγω των βαρυτικών επιδράσεων από τη Σελήνη και τον Ήλιο που τείνουν να παραμορφώνουν τη Γη και το καταφέρνουν στο ευκίνητο μέρος της, την υδρόσφαιρα. Αν και τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να μειώνεται η συχνότητα της χρήσης του όρου «παλιρροιακό κύμα», ωστόσο εξακολουθεί να αναφέρεται συχνά στα Μέσα Ενημέρωσης, πλην όμως οι επιστήμονες (ωκεανογράφοι) είναι αντίθετοι στη χρήση του όρου.
  • Ο δεύτερος όρος αποδίδει πιο σωστά το φαινόμενο, καθώς το τσουνάμι είναι παράγωγο οδεύον κύμα θραύσης, μεγάλης κλίμακας και μελετάται με σεισμολογικούς όρους. Ωστόσο, αγνοεί άλλες πιθανές αιτίες που ενδέχεται να προκαλέσουν τσουνάμι.

Παράλληλα, υπάρχει και ο όρος «Μετεο-τσουνάμι», για μεγάλα κύματα, που προκαλούνται από μετεωρολογικά φαινόμενα, που φυσικά όμως δεν έχουν σχέση με τα πραγματικά τσουνάμι. Επίσης, συχνά χρησιμοποιείται και ο άτυπος όρος «μεγα-τσουνάμι», που περιγράφει τα εξαιρετικά μεγάλα τσουνάμι (συνήθως τα ύψους άνω των 50 μέτρων).

Όλα ρηχά, λόγω της μείωσης του βάθους αναδιπλώνονται και, ενώ χάνουν ταχύτητα, κερδίζουν σε ύψος.
Όταν τελικώς σκάσουν στην ακτή, έχουν φτάσει στο μέγιστο ύψος.

Τα τσουνάμι έχουν μεγάλο μήκος κύματος και μεταφέρουν τεράστια ποσά ενέργειας. Ενώ μία σειρά μεγάλων θαλάσσιων κυμάτων που προκαλούνται από τον άνεμο, έχει μήκος κύματος (απόσταση από κορυφή σε κορυφή κύματος) τα 30 - 40 μέτρα, με μέγιστο τα 100 μέτρα, και περιοδικότητα μερικά δευτερόλεπτα, τα τσουνάμι έχουν τεράστια μήκη κύματος, που μπορεί να φτάσουν τα 100 ή και τα 200 χιλιόμετρα και περιοδικότητα ακόμα και άνω της μιας ώρας.

Όσο διαδίδονται στην ανοιχτή θάλασσα με μεγάλο βάθος, έχουν ελάχιστο ύψος, συνήθως στα 30 εκατοστά, αλλά ποτέ δεν ξεπερνάει το 1 μέτρο, και ταξιδεύουν προς όλες τις επιτρεπτές από τον αρχικό σχηματισμό του μετώπου, κατευθύνσεις, με ταχύτητα 500 - 800 χλμ./ώρα. Παρά την τρομακτική αυτή ταχύτητα, δεν γίνονται αντιληπτά, από τα πλοία στην ανοιχτή θάλασσα, ούτε καν από βάρκες, καθώς σχηματίζουν χαμηλά, πλατιά εξογκώματα και φαίνονται ως μία φουσκοθαλασσιά (λείας και αδιάσπαστης επιφάνειας, με κορυφές που δεν σκάνε, ούτε ασπρίζουν), που κυριολεκτικά περνάει «σαν αστραπή» και φεύγει.

Φθάνοντας όμως στα ρηχά, λόγω της μείωσης του βάθους, αναδιπλώνονται και ενώ χάνουν ταχύτητα και μήκος κύματος, τα οποία τότε πέφτουν κάτω από 80 χλμ./ώρα και κάτω από 20 χιλιόμετρα αντίστοιχα, κερδίζουν σε ύψος. Όταν τελικώς «σκάσουν» στην ακτή, αν και η ταχύτητα πρόσκρουσης συνήθως είναι μόνο 40 χλμ./ώρα, το τελικό τους ύψος είναι καταστροφικό, καθώς διατηρείται και ενώ εισβάλλουν μέσα στην ενδοχώρα, προκαλώντας ένα φαινόμενο που θυμίζει ρήξη φράγματος και εισβολή πλημμύρας ή σαν ξαφνική εισβολή εξωπραγματικά ακραίας παλίρροιας (σε αντίθεση με τα κοινά κύματα, που όταν «σκάσουν» στην ακτή, μετά αποσύρονται). Συνήθως δεν καμπυλώνουν όπως τα κανονικά κύματα, αλλά όμως έχουν υπάρξει και λίγες εξαιρέσεις όπου έχει συμβεί αυτό και τότε έχουν περιγραφεί από επιζώντες ως «βουνό» και «τείχος νερού». Το τελικό τους ύψος μπορεί να ποικίλλει από 1 μέχρι 15 μέτρα, ενώ τα μεγαλύτερα τσουνάμι στην ιστορία έχουν φτάσει τα 30 - 40 μέτρα, αν και στο πιο ακραίο θεωρητικό σενάριο μπορεί να φτάσει έως και τα 50 μέτρα (το σενάριο της πιθανής κατάρρευσης ολόκληρου του ηφαιστείου Κούμπρε Βιέχα στη θάλασσα, στο νησί Λα Πάλμα[1]) ή και πολύ υψηλότερα σε συμβάν πρόσκρουσης με αστεροειδή ή κομήτη. Πρακτικά όμως, αρκεί να φτάσει τα 1 - 2 μέτρα για να υπάρξουν ζημιές και θύματα.

Πρόγνωση και μέθοδοι επιβίωσης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Διάγραμμα του συστήματος ανίχνευσης τσουνάμι Dart II.

Η έκδοση έκτακτου δελτίου για επερχόμενο τσουνάμι είναι σχετικά απλή υπόθεση, όταν έχει προηγηθεί σημαντική επένδυση σε μη επανδρωμένους σταθμούς παρακολούθησης, σε δίκτυα που βρίσκονται μακριά από την ξηρά (σε συνδυασμό με σεισμογράφους). Χώρες όπως η Ιαπωνία (και μετά τον σεισμό του 2004 και χώρες γύρω από την περιοχή του Ινδικού Ωκεανού) έχουν ποντίσει και χρησιμοποιούν τέτοια δίκτυα.

Πριν χτυπήσει ένα ισχυρό τσουνάμι, η στάθμη της θάλασσας χαμηλώνει και το νερό αποτραβιέται από την ακτή, δίνοντας την εντύπωση ότι «όλη η θάλασσα έφυγε προς τα πίσω». Αυτό είναι ένα πολύτιμο σημάδι για όσους βρίσκονται σε περιοχή που πρόκειται να χτυπηθεί από τσουνάμι και δεν διαθέτει σύστημα πρόγνωσης ή αν στο συγκεκριμένο σημείο δεν υπάρχει πρόσβαση σε Μ.Μ.Ε.

Αν γίνει κάτι τέτοιο αντιληπτό, τότε όλοι πρέπει αμέσως να αρχίσουν να τρέχουν προς το εσωτερικό της ξηράς, μακριά από την ακτή, χωρίς να σταματήσουν ούτε δευτερόλεπτο και να προσπαθήσουν να απομακρυνθούν όσο μπορούν από τις παράλιες περιοχές, καταφεύγοντας κατά προτίμηση σε λόφους με υψόμετρα αρκετά πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Εναλλακτικά, αν υπάρχει στην περιοχή κάποιο υψηλό κτίριο, ύψους άνω των 15 μέτρων, μπορούν να αναζητήσουν καταφύγιο στον υψηλότερο όροφό του.

Μία επιπλέον καθοριστική οδηγία: Μην περιμένετε να δείτε το κύμα να έρχεται, για να αρχίσει η διαφυγή! Ο διαθέσιμος χρόνος, από την στιγμή που το νερό αποτραβιέται από την ακτή έως το χτύπημα του τσουνάμι, είναι ελάχιστος, καθώς έχει μετρηθεί εμπειρικά ότι η φάση που το νερό αποτραβιέται διαρκεί γύρω στα 3 λεπτά και μετά, σταδιακά, το τσουνάμι εμφανίζεται στον ορίζοντα, αναδιπλώνεται, κερδίζει σε ύψος και εισβάλλει στην ακτή. Ειδικά από την εμφάνιση του τσουνάμι στον ορίζοντα έως το χτύπημα, ο χρόνος είναι πλέον εντελώς μηδαμινός και ένας πρακτικός κανόνας λέει ότι «αν το δεις να έρχεται, τότε είναι πλέον αργά για να τρέξεις».

Επίσης, σχεδόν ποτέ δεν έρχεται μόνο ένα κύμα. Όπως προαναφέρθηκε, δημιουργείται μία ολόκληρη σειρά κυμάτων, με περιοδικότητα άνω της 1 ώρας και επομένως, σχεδόν πάντα, μετά το πρώτο κύμα ακολουθούν και άλλα. Από το σύνολο των ιστορικών καταγραφών του φαινομένου, προκύπτει ότι ο συνολικός αριθμός των διαδοχικών τσουνάμι μετά από έναν ισχυρό σεισμό, κυμαίνεται από 2 έως 10. Επομένως, δεν πρέπει να δημιουργείται αίσθηση εφησυχασμού, ότι μετά το πρώτο χτύπημα «ο κίνδυνος πέρασε» και ότι είναι «ασφαλής η επιστροφή στην ακτή», καθώς μάλιστα ενδέχεται τα επόμενα κύματα να είναι ακόμα υψηλότερα και καταστρεπτικότερα. Στατιστικώς, έχει βρεθεί ότι συνήθως το υψηλότερο κύμα είναι το τρίτο στην σειρά, αν και αυτό δεν ισχύει πάντα και δεν θα πρέπει να λαμβάνεται ως δεσμευτικός κανόνας. Ενδεικτικώς, στον σεισμό του Ινδικού ωκεανού το 2004 το υψηλότερο τσουνάμι στις περισσότερες ακτές ήταν το δεύτερο στη σειρά, ενώ στον σεισμό της Αλάσκας το 1964 ήταν το τέταρτο στη σειρά.

Τα πλοία που βρίσκονται «εν πλω», τα αντιμετωπίζουν εύκολα, στρέφοντας την πλώρη σε γωνία 35 - 45 μοιρών και έτσι δεν κλυδωνίζονται, λόγω του μεγάλου μήκους αυτών των κυμάτων. Αντιθέτως, την νύχτα είναι πιο επικίνδυνα, αν δεν γίνουν αντιληπτά από το ραντάρ, στην οθόνη του οποίου παρουσιάζονται, ως ολοένα προσεγγίζουσα ακτογραμμή. Όσα πλοία όμως βρίσκονται στο αγκυροβόλιο ή ελλιμενισμένα, θα πρέπει να προβούν σε άμεσο απόπλου, κόβοντας ακόμη και τους κάβους ή εγκαταλείποντας και τις άγκυρες και τούτο, διότι φθάνοντας το τσουνάμι, αυτά ανυψώνονται και οι άγκυρες συνήθως αποσπώνται απ' το βυθό, οπότε και ακολουθούν έρμαια την ορμή του κύματος, ενώ τα ελλιμενισμένα κινδυνεύουν να καταστραφούν.

Ιστορικά τσουνάμι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μεγαλύτερο σε μέγεθος τσουνάμι στην πρόσφατη ιστορία, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, ήταν αυτό που δημιουργήθηκε από την έκρηξη του ηφαιστείου Κρακατόα στην Ινδονησία, στις 27 Αυγούστου 1883. Το μέγιστο ύψος των κυμάτων που δημιουργήθηκαν, εκτιμήθηκε στα 30 - 40 μέτρα.

Ένα από τα πλέον καταστρεπτικά τσουνάμι της σύγχρονης ιστορίας (και αυτό με τον μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπινων θυμάτων), εκδηλώθηκε μετά τον σεισμό της 26ης Δεκεμβρίου 2004 στην Ινδονησία, μεγέθους 9,1 - 9,3 Ρίχτερ και είχε ως αποτέλεσμα, σχεδόν 250.000 νεκρούς και τεράστιες υλικές ζημιές.

Στις 11 Μαρτίου 2011, σημειώθηκε σεισμός μεγέθους 9,0 - 9,1 Ρίχτερ στην βορειοανατολική Ιαπωνία, με αποτέλεσμα να διαδοθεί τσουνάμι σε ολόκληρο τον Ειρηνικό ωκεανό. Στις Ιαπωνικές ακτές το τσουνάμι έφτασε σε ύψος τα 10 μέτρα, προκαλώντας χιλιάδες απώλειες σε ανθρώπινες ζωές (με 19.759 νεκρούς) και τεράστιες καταστροφές, ενώ σε κάποια σημεία έφτασε ακόμα και τα 30 μέτρα, αν και το μέγιστο ύψος που καταγράφηκε ήταν 40,5 μέτρα.

  1. Steven N. Ward and Simon Day (2001). «Cumbre Vieja Volcano—Potential collapse and tsunami at La Palma, Canary Islands». Geophys. Res. Let. 28: 3397-3400. doi:10.1029/2001GL013110. 
  • NOAA - The Tsunami Story.
  • TSUNAMI - Warnings and What to do - from the NOAA Tsunami Warning Center.
  • Ι. Ζαφειρόπουλος: «Επιφανειακός και υποβρύχιος κυματισμός», Περισκόπιο της Επιστήμης, Δεκέμβριος 1996, σελ. 58.
  • Μιχάλης Καρύδης (Επιμέλεια ελληνικής έκδοσης) (2017). Εισαγωγή στην Ωκεανογραφία (7η Έκδοση). ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΡΙΣΙΑΝΟΥ Α.Ε. ISBN 978-960-583-088-5. 
  • Θεοδώρου, Α. (2004). Ωκεανογραφία: Εισαγωγή στο Θαλάσσιο Περιβάλλον. Εκδόσεις Σταμούλη Α.Ε. ISBN 978-960-351-540-1. 
  • Σακελαρίδου, Φ. Λ. (2007). Ωκεανογραφία. Εκδόσεις Αθ. Σταμούλης. ISBN 978-960-351-695-8.