Στεφαναετός
Στεφαναετός | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ενήλικος στεφαναετός φωτογραφημένος σε ζωολογικό κήπο στην Ουγγαρία
| ||||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
| ||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Stephanoaetus coronatus (Στεφαναετός ο εστεμμένος) Linnaeus, 1766 |
Ο Στεφαναετός είναι ημερόβιο αρπακτικό πτηνό της οικογενείας των Αετιδών, ένας από τους μεγαλύτερους και ισχυρότερους αετούς του Παλαιού Κόσμου. Απαντά αποκλειστικά στην αφρικανική ήπειρο, η επιστημονική του ονομασία είναι Stephanoaetus coronatus και δεν περιλαμβάνει υποείδη.[2]
- Ο στεφαναετός είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος αετός της Αφρικής μετά τον πολεμαετό (βλ. Βιομετρικά στοιχεία). Όμως, ως προς την πίεση που ασκούν οι γαμψώνυχές του είναι ο ισχυρότερος της ηπείρου και, υπό αυτό το πρίσμα -μαζί με άλλες οικολογικές ομοιότητες-, θεωρείται ότι καταλαμβάνει τον ανάλογο θώκο με την πανίσχυρη άρπυια της Νότιας Αμερικής. Οι θηρευτικές του ικανότητες τον τοποθετούν στις κορυφαίες θέσεις των ιπτάμενων θηρευτών, ενώ υπάρχει διχογνωμία για το εάν αυτός κυνηγάει τα βαρύτερα ζώα (πτηνά και θηλαστικά) που είναι δυνατόν να θηρεύονται από ένα πτηνό (βλ. Τροφή, Κυνήγι), ή ο συμπατρικός πολεμαετός. Χάρη στην «τολμηρή» και άκρως εμφανή συμπεριφορά του, είναι πολύ καλά μελετημένο πτηνό, κάτι δύσκολο για μεγάλα αρπακτικά των αιθέρων που κατοικούν στα πυκνά δάση. Οι ειδικοί τον θεωρούν, ως έναν από τους πλέον άφοβους και αξιόμαχους αετούς, με ιδιαίτερα ηθολογικά χαρακτηριστικά, ακόμη και όσον αφορά στη σχέση του με τον άνθρωπο.
Κύρια διαγνωστικά στοιχεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Μεγάλο μέγεθος
- Χαρακτηριστικό λοφίο στο κεφάλι
Τάση παγκόσμιου πληθυσμού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Καθοδική ↓ [3]
Ονοματολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η λατινική ονομασία του γένους, Stephanoaetus, έχει ελληνική προέλευση, με προφανή ετυμολογία και σημασία, που παραπέμπει στο χαρακτηριστικό λοφίο του. Το ίδιο ισχύει και για την επιστημονική ονομασία του είδους, coronatus «ο φέρων κορώνα/στέμμα, ο εστεμμένος», που λειτουργεί ως επιτατικό της ονομασίας του γένους. Άλλωστε, η λαϊκή αγγλική ονομασία του, Crowned Eagle, έχει ακριβώς την ίδια σημασία.
Συστηματική Ταξινομική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο στεφαναετός αποτελεί μονοτυπικό γένος (Stephanoaetus) εντός της οικογενείας των Αετιδών (Accipitridae), δηλαδή δεν περιλαμβάνονται περαιτέρω είδη στη συγκεκριμένη ταξινομική μονάδα (taxon).
Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Λινναίο στην 12η και τελευταία έκδοση του Systema Naturae, ως Falco coronatus (Γουϊνέα, 1766). Αυτό συνέβη επειδή, πολλά πτηνά ταξινομήθηκαν σε μεγάλο βαθμό, από επιφανειακά χαρακτηριστικά εκείνη την εποχή. Κάποτε, το γένος Stephanoaetus θεωρήθηκε ως «εξειδικευμένη παρακλάδι» των γερακαετών (hawk-eagles) του γένους Spizaetus, με βάση μορφολογικά χαρακτηριστικά.[4] Aλληλουχίες DNA από ένα (1) μιτοχονδριακό και τρία πυρηνικά γονίδια έδειξαν ότι, ο στεφαναετός είναι αδελφικό είδος με τους ασιατικούς γερακαετούς, οι οποίοι σήμερα συνηθίζεται να τοποθετούνται στο γένος, Nisaetus, ξεχωριστά από τους γερακαετούς της Νεοτροπικής οικοζώνης, που εξακολουθούν να διατηρούνται στο γένος Spizaetus.[5] Ωστόσο, άλλη πρόσφατη μελέτη, αυτή τη φορά αλληλουχιών από δύο μιτοχονδριακά και ένα (1) πυρηνικό, γονίδια, δεν συνηγορεί υπέρ μιας στενής σχέσης του στεφαναετού με οποιοδήποτε άλλο μέλος της οικογένειας Αετίδες, συμπεριλαμβανομένων των ειδών του γένους Nisaetus.[6] Βέβαια, βάσει της συγκλίνουσας εξέλιξης, η -πολύ βαρύτερη- άρπυια, η οποία τοποθετείται αρκετά μακριά, φυλογενετικά, έχει παρόμοια σκελετική μορφολογία με τον στεφαναετό.[7]
Δύο λιγότερο γνωστοί, ίσως μακρινά συγγενικοί αετοί, ο Nisaetus nipalensis και Spizaetus Isidori, έχουν επίσης βρεθεί συγκρίσιμοι με τον στεφαναετό.[4] Ενώ και οι δύο είναι λεπτότεροι και μικρότεροι, ωστόσο, έχουν επίσης μεγάλο σώμα και ισχυρούς ταρσούς, εξελικτικά «παρακλάδια» των μεγάλων δασόβιων αετών που κατανέμονται στην Α. Ασία και τη Ν. Αμερική. Μάλιστα, ο ενήλικος στεφαναετός εμφανίζει ένα -κάπως ενδιάμεσο- παρουσιαστικό μεταξύ των προαναφερθέντων ειδών, με το μεταβλητό μοτίβο πτερώματος του πρώτου και κάποιους από τους χρωματισμούς τού δεύτερου.[4][7] Περίπου μέχρι το 1500, υπήρχε ένα ακόμη είδος στεφαναετού, ο στεφαναετός της Μαδαγασκάρης (Stephanoaetus mahery),[8] παρόμοιος σε μέγεθος και μορφή με τον σημερινό που, πιθανώς, πλήρωνε παρόμοια οικοθέση στη Μαδαγασκάρη. Προφανώς, εξαφανίστηκε λόγω της μείωσης των κυρίων θηραμάτων του (λεμούριοι) και τη μετατροπή των ενδιαιτημάτων του, που χρεώνεται στον άνθρωπο.[9][10]
Μέχρι σήμερα, δεν έχουν αναγνωριστεί υποείδη στον στεφαναετό. Ωστόσο, ο εξειδικευμένος ερευνητής Σ. Τόμσετ (Simon Thomsett), από παρατηρήσεις στο πεδίο, κατέγραψε πιθανές διαφορές μεταξύ των πληθυσμών που ζουν στα αραιά δάση της ανατολικής και νότιας Αφρικής, και εκείνων που ζουν στα πυκνότερα δυτικά αφρικανικά τροπικά δάση, περίπου στο κέντρο του φάσματος κατανομής του είδους. Παρατήρησε ότι, οι πληθυσμοί των δυτικών δασών περιελάμβαναν μικρότερα σε μέγεθος άτομα, αλλά με σχετικά μεγαλύτερα πόδια και ευρύτερο θώρακα, ενώ φαίνεται να έχουν παχύτερα φρύδια από τα άτομα των άλλων περιοχών. Επίσης, όσον αφορά στην ηθολογία, οι δυτικοί πληθυσμοί φαίνεται να αρθρώνουν δυνατότερες κραυγές από τα άτομα των ανατολικών και νότιων πληθυσμών.[4][11]
Γεωγραφική κατανομή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο στεφαναετός απαντά αποκλειστικά στην Αφρική, ως επιδημητικό πτηνό των περιοχών όπου κατανέμεται. Η εξάπλωσή του περιλαμβάνει πολλές περιοχές, από το κέντρο της ηπείρου και νοτιότερα, όπου η τροφή είναι άφθονη και το περιβάλλον ευνοϊκό. Στην Α. Αφρική, το φάσμα κατανομής εκτείνεται από την κεντρική Αιθιοπία, νότια στην Ουγκάντα, τις δασώδεις περιοχές της Κένυας και της Τανζανίας, φθάνοντας στην ανατολική Νότια Αφρική, με νότιο όριο την περιοχή κοντά στην πόλη Νάισνα (Knysna).[12] Στη Δ. και Κ. Αφρική, οι στεφαναετοί απαντούν σε μεγάλο μέρος του -κάποτε- τεράστιου αφρικανικού τροπικού δάσους, από τη Σενεγάλη, την Γκάμπια και τη Σιέρα Λεόνε στα δυτικά, μέχρι τα πυκνά δάση βροχής στο Καμερούν και της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό ανατολικότερα, ενώ προς νότο φθάνουν μέχρι την Ανγκόλα. Ωστόσο, παρά το ευρύ φάσμα κατανομής του, ο στεφαναετός είναι μόνον κατά τόπους κοινός, ενώ είναι πλέον σπάνιος σε πολλά μέρη της Δ. Αφρικής.[7]
Βιότοπος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο στεφαναετός διαβιοί κυρίως στα πυκνά δάση, συμπεριλαμβανομένων των δασών της βροχής, αν και μερικές φορές μπορεί να βρεθεί σε δασικές συστάδες, κατάφυτους γκρεμούς, παρόχθιες ζώνες με ακακίες (Acacia spp. ), πυκνά δασωμένους λόφου και βραχώδεις εξάρσεις. Υψομετρικά, κινείται από το επίπεδο της θάλασσας, μέχρι και τα 3.000 μ. Λόγω της σημερινής έλλειψης κατάλληλων βιοτόπων, το εύρος του στεφαναετού είναι, συχνά, κάπως ασυνεχές.[13]
Στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό καταγράφονται οι μεγαλύτερες πυκνότητες των πληθυσμών του, σε προστατευόμενες περιοχές που διατηρούνται στα πρωτογενή, πυκνά τροπικά δάση.[14] Στην Κένυα, το 84% των στεφαναετών απαντούν στο ηπειρωτικό τροπικό δάσος, όπου το ετήσιο ύψος βροχής υπερβαίνει τα 150 εκ.[15] Στις περιοχές της Α. Αφρικής, όπου οι προστατευόμενες εκτάσεις, ως επί το πλείστον, αποτελούνται από ανοικτά ενδιαιτήματα, οι στεφαναετοί ζουν συνήθως σε δασικές θέσεις βραχωδών λόφων και στενές παραποτάμιες λωρίδες, ενώ σπανίως εισέρχονται στη σαβάνα.[4] Στη νότια Αφρική, οι οικότοποι του στεφαναετού έχουν μελετηθεί σε μεγάλο βαθμό, δεδομένου ότι πολλές περιοχές εκεί, φαίνονται αφιλόξενες για ένα τόσο μεγάλο αρπακτικό, συχνά συνδεόμενο με τα πυκνά παρθένα δάση.[16] Η κατανομή του νότια του ποταμού Λιμπόπο συμπίπτει σε μεγάλο βαθμό με εκείνη των ορεινών δασών, αν και δεν περιορίζεται στον εν λόγω οικότοπο και μπορεί να κυμαίνεται δευτερευόντως σε φυτείες, συνήθως από ευκαλύπτους.[13][16]
Στη Νότια Αφρική, ο στεφαναετός εμφανίζεται τόσο σε πεδινά όσο και σε ορεινά αειθαλή, πυκνά δάση, σε δασωμένες χαράδρες και φαράγγια, αλλά και στην ανοικτή σαβάνα και θαμνότοπους.[17] Στη Ζιμπάμπουε μπορεί να βρεθεί σε αρκετά ανοικτά δάση με δέντρα Αδανσονίας, ενώ μπορεί περιστασιακά να αναζητά τροφή στη σαβάνα και στη δευτερογενή βλάστηση.[4] Στο Μαλάουι, οι στεφαναετοί αναζητούν τροφή στα ορεινά δάση τύπου μιόμπο (miombo) ενώ, χαμηλότερα, εμφανίζονται σε δάση φυλλοβόλων, στα λιγότερο κοινά στην περιοχή, μιόμπο, στα ψηλά παραποτάμια δάση και σε δασικά απομεινάρια κοντά σε καλλιέργειες.[18] Στην περιοχή του Ζαμβέζη, τέλος, ο στεφαναετός εμφανίζεται στα αειθαλή δάση των ανατολικών υψιπέδων, σε τραχύ, λοφώδες ανάγλυφο πάνω από το κεντρικό πλατώ, σε λόφους και γκρεμούς στο νοτιοανατολικό τμήμα της κεντρικής λεκάνης απορροής του ποταμού, καθώς και στους παραποτάμιους βιοτόπους κατά μήκος των μεγαλυτέρων, πλην του Ζαμβέζη, ποταμών.[19]
Όπως όλα τα αρπακτικά πτηνά που αναπαράγονται στην Αφρική, ο στεφαναετός είναι μη-μεταναστευτικό και, σε μεγάλο βαθμό, καθιστικό είδος.[16] Ως ενήλικο άτομο απαντά, συνήθως, σε μια σταθερή περιοχή καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Υπάρχουν ενδείξεις μικρών μετακινήσεων, όταν οι περιστάσεις το απαιτούν, για παράδειγμα, όταν τα πουλιά πρέπει να αλλάξουν συντρόφους σε απομονωμένες περιοχές αναπαραγωγής.[4] Οι μεγαλύτερες διανυόμενες αποστάσεις συνδέονται συνήθως με νεαρά άτομα, που περιφέρονται σε σχετικά μεγάλη ακτίνα από τις τοποθεσίες όπου γεννήθηκαν και, μέχρι να ωριμάσουν.[16][20] Σαράντα τέσσερα άτομα διαφόρων ηλικιών που δακτυλιώθηκαν στη Νότια Αφρική και ανακτήθηκαν, βρέθηκαν όλα κοντά στις περιοχές δακτυλίωσης.[16]
Μορφολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο στεφαναετός είναι μεγάλου μεγέθους αετός, ο δεύτερος μεγαλύτερος της Αφρικής (βλ. Βιομετρικά στοιχεία) σε μήκος σώματος, μετά τον πολεμαετό. Ωστόσο, ο στεφαναετός διαθέτει μεγαλύτερη ουρά που, εάν συνυπολογισθεί, τού προσδίδει μεγαλύτερο συνολικό μήκος. Το άνοιγμα των πτερύγων του είναι μικρό σε σχέση με το σώμα του, περίπου όσο ενός φιδαετού, αλλά το πλάτος τους είναι μεγάλο, σχεδόν όσο ενός χρυσαετού. Οι συγκεκριμένες διαστάσεις των πτερύγων -όπως και το στρογγυλεμένο σχήμα τους- θεωρούνται προσαρμογές για πτήση σε κλειστό, δασικό περιβάλλον έτσι, ώστε να μπορεί το πτηνό να ελίσσεται ανάμεσα στα δένδρα.
Το ράμφος και οι ταρσοί του θεωρούνται, επίσης, ότι έχουν σχετικά μικρό μέγεθος, σε σχέση -πάντοτε- με το μήκος σώματός του, σαφώς μικρότερα από ό, τι του πολεμαετού. Όμως το πάχος των ταρσών είναι μεγαλύτερο από εκείνο του πολεμαετού, ενώ οι γαμψώνυχες είναι πολύ μεγάλοι και συγκρίνονται μόνον με εκείνους της άρπυιας, αν και ο μεγάλος νοτιοαμερικανικός αετός έχει μακράν τους μεγαλύτερους γαμψώνυχες παγκοσμίως. Αυτό σημαίνει ότι ο στεφαναετός, παρόλο μικρότερος από τον πολεμαετό, αναπτύσσει ίδια ή και μεγαλύτερη ισχύ στους γαμψώνυχες και, άρα, ανυψώνει θηράματα ίσου ή και μεγαλυτέρου μεγέθους από αυτόν (βλ. Κυνήγι, Τροφή, Βάρος θηραμάτων).
Το πτέρωμα του στεφαναετού είναι αρκετά εντυπωσιακό. Το στέμμα είναι ερυθροκίτρινο καφέ προς σκούρο, με χαρακτηριστικό λοφίο με διπλή κορυφή και μαύρες άκρες, που προσδίδει στο κεφάλι κάπως τριγωνική εμφάνιση. Η άνω επιφάνεια του σώματος ενός ενήλικα έχει μαυριδερό καφέ-γκρι χρώμα, με κάποια μεταβλητή απόχρωση του μπλε. Ο λαιμός είναι καφέ, ενώ η κοιλιά και το στήθος είναι λευκά με πυκνές μαυριδερές μπάρες και κηλίδες, μεταβλητά χρωματισμένες με κρέμ ή πλούσιο ερυθροκίτρινο. Τα πρωτεύοντα ερετικά φτερά έχουν λευκή βάση και παχύ, μαύρο περιθώριο, ενώ διατρέχονται από δύο μαύρες λωρίδες. Η ουρά είναι μαύρη με καφέ-γκρι ζώνες, όπως οι ταρσοί και τα πόδια, με επί πλέον πυκνές ασπρόμαυρες κηλίδες. Τα καλυπτήρια φτερά του κάτω μέρους των πτερύγων έχουν φωτεινό καστανό χρώμα, με αραιές μαύρες στίξεις. Η ίριδα των ενηλίκων ατόμων είναι από κίτρινη έως σχεδόν λευκή, το κήρωμα και τα πόδια ωχροκίτρινα και οι γαμψώνυχες μαύροι.
Στην παρατήρηση πεδίου είναι δύσκολο να μην αναγνωριστεί ένας ενήλικος στεφαναετός, λόγω της χαρακτηριστικής στάσης και φωνής του. Οι πτέρυγες και η ουρά είναι έντονα ραβδωτές και αποτελούν διαγνωστικά στοιχεία κατά την πτήση. Επί πλέον, το λοφίο, η ορθή στάση του όταν κάθεται και, το μεγάλο μέγεθος, ταυτοποιούν εύκολα τον στεφαναετό. Στα ενήλικα άτομα εμφανίζεται φυλετικός διμορφισμός κατά τον οποίον, όπως συμβαίνει με όλα σχεδόν τα αετόμορφα, το θηλυκό είναι μεγαλύτερο από το αρσενικό. Ωστόσο, στην περίπτωση του στεφαναετού, αυτή η διαφορά δεν είναι μεγάλη και δεν αποτελεί -το μέγεθος από μόνο του- ασφαλές διαγνωστικό στοιχείο για τη διάκριση των φύλων.
- Ο αρσενικός στεφαναετός δείχνει να φτεροκοπάει γρηγορότερα από τον θηλυκό, με 4-5 φτεροκοπήματα ανά δευτερόλεπτο, έναντι 3-4 του θηλυκού.[4]
Τα νεαρά άτομα έχουν αρκετά διαφορετικό πτέρωμα από τους ενήλικες, με διάφορες παραλλαγές να εμφανίζονται κατά τη διαδικασία ωρίμανσης. Μεγάλη πλειονότητα των νεαρών αετιδέων διαθέτει λευκό κεφάλι και λευκή κάτω επιφάνεια σώματος, ερχόμενη σε αντίθεση με τους ταρσούς και τα πόδια που, σε μεγάλο βαθμό έχουν μαύρες στίξεις. Η ράχη τους είναι ανοικτή καφέ ή γκρίζα-καφέ, με αχνά «τελειώματα» στα φτερά, που δίνουν συχνά στην περιοχή «κεραμιδωτή» εμφάνιση, ειδικά στα καλυπτήρια φτερά του πάνω μέρους των πτερύγων. Υπάρχει, συχνά, κάποια ροζ απόχρωση στο πάνω μέρος του θώρακα. Οι νεοσσοί που μόλις έχουν πτερωθεί τείνουν να έχουν σκουρόχρωμο πρόσωπο, «φακίδες», ελαφρώς ραβδωτό στήθος και στίξεις στα πόδια. Μάλιστα, υπάρχουν τόσο ραβδωτά πτερώματα σε κάποιους νεοσσούς που, ακόμη και όταν είναι κάτω του ενός (1) έτους σε ηλικία και βρίσκονται ακόμα υπό γονική προστασία, θα μπορούσε κανείς εύκολα να τους θεωρήσει ηλικίας δύο έως τριών ετών. Η ουρά των νεαρών ατόμων είναι μαύρη με τρεις «αχνές» μπάρες και στενή μαύρη άκρη. Το κήρωμα είναι γκρι και τα πόδια είναι θαμπά κίτρινα. Το χρώμα της ίριδας ποικίλλει, με κάποια νεαρά άτομα να έχουν χακί, ανοικτό καφέ λίγο πριν από την ανάπτυξη του πρώτου πτερώματος, ενώ άλλα έχουν κίτρινα μάτια. Πάντως, οι νεαροί στεφαναετοί εύκολα συγχέονται με τους νεαρούς πολεμαετούς, ειδικά κατά την πτήση. Διακρίνονται από την πολύ μεγαλύτερη, περισσότερο ραβδωτή ουρά, τις μικρότερες πτέρυγες και τους στικτούς ταρσούς.
Βιομετρικά στοιχεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Μήκος σώματος: 80 έως 95 εκατοστά.
- Άνοιγμα πτερύγων: 150 έως 180 εκατοστά.
- Μήκος χορδής πτέρυγας: 44,5 έως 53,2 εκατοστά.
- Μήκος ουράς: 30 έως 41 εκατοστά.
- Μήκος ταρσού: 8,5 έως 10,3 εκατοστά.
- Μήκος ράμφους: 5,5 εκατοστά.
- Μήκος γαμψωνύχων: 4,7 έως 10 εκατοστά
- Βάρος: ♂ 2,70 έως 4,12 κιλά, ♀ 3,16 έως 4,70 κιλά κατά μέσον όρο.
(Πηγές: Thomsett, Brown & Amadon, Ferguson-Lees & Christie, Sinclair & Ryan
Τροφή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η διατροφική γκάμα του στεφαναετού είναι, χωρίς υπερβολή, τεράστια, αν και οι δύο βασικές «ομάδες» τις οποίες προτιμάει είναι τα πρωτεύοντα και τα αρτιοδάκτυλα οπληφόρα. Μάλιστα, ο στεφαναετός καταλαμβάνει μοναδική οικοθέση υπό την έννοια ότι, είναι το μόνο αρπακτικό πτηνό που η διατροφή του αποτελείται σε τόσο μεγάλο ποσοστό από πρωτεύοντα (primates), σε επίπεδο είδους.[21] Αν και, τουλάχιστον μια ντουζίνα άλλων αετομόρφων θηρεύουν μικρούς ή νεαρούς πιθήκους, μόνον η άρπυια και, ενδεχομένως, ο αετός της Γουιάνας (Morphnus guianensis), περιλαμβάνουν στη διατροφή τους πρωτεύοντα σε τόσο μεγάλο ποσοστό (δηλ. πολύ μεγαλύτερο από τα υπόλοιπα θηράματα). Ωστόσο, οι πίθηκοι του Νέου Κόσμου είναι, γενικά, μικρότεροι και λιγότερο επιθετικοί από τους πιθήκους του Παλαιού Κόσμου. Επίσης, οι δύο αμερικανικοί αετοί μπορεί να προτιμούν διαφορετικά θηράματα, όπου αυτά είναι διαθέσιμα (λ.χ. βραδύποδες). Άλλοι μεγάλοι αετοί του Παλαιού Κόσμου που έχει επιβεβαιωθεί να κυνηγούν ενήλικους πιθήκους, είναι οι πολεμαετοί, οι αετοί του Βερώ και οι αετοί των Φιλιππίνων, ωστόσο, οι περισσότεροι ερευνητές πιστεύουν ότι, αντίθετα με τους στεφαναετούς, βασίζονται σε μη-πρωτεύοντα στην πλειοψηφία της διατροφής τους.[13]
Από τα πρωτεύοντα, η αγαπημένη «ομάδα» στη διατροφή του στεφαναετού είναι, αναμφίβολα, το γένος Cercopithecus. Στο Εθνικό Πάρκο Κιμπάλε της Ουγκάντας, ο κερκοπίθηκος με κόκκινη ουρά (Cercopithecus ascanius) είναι το πλέον θηρευόμενο πρωτεύον, και αποτελεί το 40% των υπολειμμάτων οστών που βρίσκονται κοντά στις φωλιές. Ελαφρώς μεγαλύτεροι πίθηκοι, όπως ο κόκκινος κολοβός της δυτικής Αφρικής (Piliocolobus badius), ο ασπρόμαυρος κολοβός της ανατολικής Αφρικής (Colobus guereza) και ο κολοβός με γκρίζα μάγουλα (Lophocebus albigena), αποτελούν δευτερεύοντα θηράματα. Συνολικά, τα πρωτεύοντα θηλαστικά στη συγκεκριμένη περιοχή φθάνουν μέχρι το 82,2% των υπολειμμάτων.[22]
Στο μεγάλο δάσος βροχής Ιτούρι, στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, τα θηρευόμενα πρωτεύοντα ήσαν ο μπλέ κερκοπίθηκος (Cercopithecus mitis), ο κόκκινος κολοβός της δυτικής Αφρικής (Piliocolobus badius), ο κερκοπίθηκος του Βολφ (C. wolfi) και ο κερκοπίθηκος με κόκκινη ουρά (Cercopithecus ascanius).[23] Επίσης, σε 16 φωλιές στο δάσος Τάι, στην Ακτή Ελεφαντοστού, περισσότερο από το 60% των υπολειμμάτων γύρω από τις φωλιές των στεφαναετών περιελάμβαναν πιθήκους, από τους οποίους περισσότερο από το 45% ήσαν κερκοπίθηκοι.[24] Η διατροφή των στεφαναετών στο Εθνικό Καταφύγιο Κιβέννγκβα/Πόνγκβε της Τανζανίας εμφανίζει, αναγκαστικά, μεγαλύτερη ποικιλία αλλά και πάλι, ο μπλέ κερκοπίθηκος (Cercopithecus mitis) εξακολουθεί να αποτελεί το 20% των υπολειμμάτων. Μάλιστα, σε μία (1) φωλιά στη συγκεκριμένη περιοχή, ο μπλέ κερκοπίθηκος αντιπροσώπευε πάνω από το 90% των υπολειμμάτων.[25]
Έξω από το τροπικό δάσος, η διατροφή του στεφαναετού τείνει να είναι κάπως πιο ποικιλόμορφη. Έτσι, οι πίθηκοι συλλαμβάνονται σε, σχετικά, μικρή κλίμακα, ενώ αποκτούν προτεραιότητα άλλες οικογένειες θηλαστικών, κυρίως αντιλόπες και ύρακες.[26] Σε ορισμένες φωλιές σε δασώδεις πλαγιές στην Κένυα, περίπου τα μισά από τα υπολείμματα ήσαν από μικρές αντιλόπες. Το κυρίαρχο είδος λείας είναι το μικρόσωμο σούνι (Neotragus moschatus).[27] Στους λόφους Ματούμπι (Matumbi Hills) της Τανζανίας, οι αντιλόπες αποτελούν περίπου το 30% της λείας, με τις περισσότερες να είναι σούνι, και πάλι.[25] Ενήλικες αντιλόπες παρομοίου μεγέθους με τα σούνι, γύρω στα 5 κιλά ή ελαφρώς λιγότερο, εύκολα θηρεύονται, όπως το ντικ-ντικ του Κερκ (Madoqua kirkii) και ο μπλε κεφάλοφος (Philantomba monticola). Μεγαλύτερες αντιλόπες, που ζυγίζουν περίπου 10 κιλά -ως ενήλικες-, μπορεί να δεχθούν επίθεση, αλλά είναι κυρίως μικρά μοσχάρια και μόνο περιστασιακά ώριμα άτομα. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονται ο ορεότραγος (Oreotragus oreotragus), το στέινμποκ (Raphicerus campestris), το χρίσμποκ του Σαρπ (Raphicerus sharpei) και ο μικρόσωμος κόκκινος κεφάλοφος (Cephalophus natalensis).[11][21][28] Ωστόσο, έχουν καταγραφεί επιθέσεις και σε βαρύτερες αντιλόπες, όπως τραγέλαφους (Tragelaphus spp.), γαζέλες του Τόμσον (Eudorcas thomsonii), ρέμποκ (Pelea capreolus) και ιμπάλα (Aepyceros melampus), από τις οποίες θηρεύονται κυρίως τα μικρά τους και, σπανιότερα, μικρά ενήλικα θηλυκά.[11][29]
- Οι μεγαλύτερες αντιλόπες που -είναι καταγεγραμμένο- ότι έχουν θανατωθεί από στεφαναετούς, ζύγιζαν από 15,9 κιλά έως 20 κιλά, περίπου. Ωστόσο, υπήρχε και μία (1) περίπτωση θανάτωσης μιας τραγελάφου, η οποία είχε βάρος 30 κιλά, δηλ. περίπου οκτώ φορές το βάρος του αετού ! [13][26][30][31]
Πλην των δύο αυτών μεγάλων κατηγοριών θηλαστικών (πρωτεύοντα και αρτιοδάκτυλα οπληφόρα), οι στεφαναετοί, πρακτικά, επιτίθενται σε κάθε ζωντανό οργανισμό που απαντά στην επικράτειά τους. Μικρότερα θηλαστικά έχουν καταγραφεί ως ευκαιριακά θηράματα, όπως νυχτερίδες, λαγοί, αρουραίοι, σκίουροι, μυγαλές, ακόμη και ύστρικες (porcupines), οι οποίοι παρ’ όλη την άμυνα που διαθέτουν με τα επικίνδυνα αγκάθια τους, αναφέρεται ότι συχνά θηρεύονται στη Νότια Αφρική.[29] Οι στεφαναετοί επιτίθενται και σε μικρά σαρκοφάγα όπως, μαγκούστες, γενέτες και τσακάλια. Όλα αυτά τα θηλαστικά είναι, γενικά, μικρότερα από τα πρωτεύοντα και τα οπληφόρα και, συνήθως, συλλαμβάνονται μόνον όταν σπανίζουν τα τελευταία.
Το ίδιο ισχύει και για τη θήρευση πτηνών, στα οποία στρέφονται οι στεφαναετοί όταν σπανίζουν τα θηλαστικά, αλλά στη Νότια Αφρική μπορεί να αποτελούν μεγάλο ποσοστό του διαιτολογίου τους. Στα κυριότερα πτηνά που θηρεύονται περιλαμβάνονται φραγκόκοτες, φρανκολίνοι, ίβιδες, περιστέρια, ακόμη και νεοσσοί στρουθοκαμήλων, ερωδιών και πελαργών. Σε μια φωλιά υπήρχαν τα υπολείμματα από ένα μαραμπού, το οποίο είναι πολύ επικίνδυνο πουλί και, συνήθως, όχι ευκατάβλητο από τα αρπακτικά πτηνά. Οι βούκεροι εκπροσωπούνται ευρέως στη διατροφή του στεφαναετού, ιδιαίτερα ο μαύρος βούκερος (Ceratogymna atrata). Στην Κένυα, αρκετά φίδια, συμπεριλαμβανομένων και δηλητηριωδών ειδών μπορεί να συμπληρώνουν τακτικά τη διατροφή των στεφαναετών, όπως και οι μεγάλοι αφρικανικοί βάρανοι (Varanus niloticus και V. albigularis). Τέλος, οι στεφαναετοί μπορεί να επιτεθούν και σε οικόσιτα ζώα, όπως σε οικιακές κότες, γαλοπούλες, γάτες, μικρά σκυλιά, μικρά γουρούνια, αρνιά και κατσίκες, αλλά μόνον όταν τα άγρια θηράματα έχουν, σε μεγάλο βαθμό, εξαντληθεί.[13][29]
Θηρευτικές ικανότητες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Διαδικασία κυνηγιού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στο πυκνό δάσος, ένας ενήλικος στεφαναετός μπορεί να καλύψει περιοχή αναζήτησης τροφής 6,5 - 16 χμ², ενώ για τα πουλιά που διαβιούν σε βραχώδεις λόφους και γκρεμούς -οι οποίες βρίθουν από ύρακες- (βλ. Βάρος θηραμάτων, Τροφή), οι καλυπτόμενες εκτάσεις είναι μικρότερες. Όντας κατά βάσιν δασόβιο είδος, ο στεφαναετός δεν έχει ανάγκη να διανύει μεγάλες αποστάσεις για να κυνηγήσει, ούτε να καταναλώνει το μεγάλο ενεργειακό ποσό που δαπανούν τα περισσότερα αρπακτικά των ανοικτών εκτάσεων, όταν γυροπετούν για ώρες μέχρι να ανακαλύψουν τη λεία τους (όπως λ.χ. οι γύπες). Η διαδικασία θήρευσης αρχίζει λίγο μετά την αυγή και, οι περισσότερες θανατώσεις θηραμάτων πραγματοποιούνται το πρωί ή/και το βράδυ, κοντά στην ώρα δύσης του ηλίου.[4]
Οι στεφαναετοί μπορούν να εντοπίσουν το κατάλληλο σημείο επόπτευσης του χώρου μέσω της ακοής, λ.χ. από τη φασαρία που κάνουν οι θορυβώδεις πίθηκοι στα δένδρα, ή μέσω της όρασης, παρατηρώντας τις δραστηριότητες του υποψηφίου θηράματος. Μπορούν, επίσης, να χρησιμοποιήσουν εκ μνήμης τις συνήθεις κούρνιες κυνηγιού, εκεί όπου είχαν επιτυχίες σε παρελθόντα χρόνο.[4][13]
- Αν και αυτή η συμπεριφορά είναι ανεπιβεβαίωτη, ορισμένοι στεφαναετοί έχουν παρατηρηθεί να αρθρώνουν χαρακτηριστικό «μαλακό» σφύριγμα, διαφορετικό από τους συνήθεις ήχους που βγάζουν που, για κάποιο λόγο, τραβάει την προσοχή των πιθήκων και τους εκθέτει στον δασικό θόλο.[13]
Άλλη κυνηγετική μέθοδος είναι εκείνη από θέση ακινησίας (still-hunting), κατά την οποία, ο αετός κάθεται σε θέση επόπτευσης (perch point) και επιτίθεται με κάθετη εφόρμηση, αιφνιδιάζοντας το θήραμα. Αντίθετα, όταν πρέπει να καταδιώξει, πετάει γρήγορα και αθόρυβα, ελισσόμενος ανάμεσα στα κλαδιά υποβοηθούμενος από τις σχετικά μικρές και στρογγυλεμένες πτέρυγές του.[26]
Η πλειοψηφία θανατώσεων των θηραμάτων πραγματοποιείται στο έδαφος. Ακόμη και δενδρόβια θηράματα μπορεί να εξαναγκαστούν να κατεβούν στο έδαφος κατά τη διάρκεια μιας επίθεσης.[26] Οι οξείς, ισχυρότατοι γαμψώνυχες μπορεί να παραγάγουν αρκετή ισχύ, ώστε να θανατώσουν τη λεία με την πρώτη επαφή ή, λίγο αργότερα, από αιμορραγία ή ασφυξία.[13] Αρκετά θηράματα θανατώνονται με βύθιση των νυχιών στο κρανίο και διείσδυσή τους βαθιά στον εγκέφαλο.[32] Σε σπάνιες περιπτώσεις, οι στεφαναετοί μπορούν να κυνηγούν υπεριπτάμενοι του δασικού θόλου και προκαλώντας πανικό στις ομάδες των πιθήκων, μέχρι να εντοπίσουν και να συλλάβουν κάποιον από αυτούς ή έναν δενδρόβιο ύρακα.[4] Μετά τη θανάτωση του θηράματος, ο στεφαναετός έχει την ικανότητα να απογειώνεται σχεδόν κάθετα πάνω σε ένα κλαδί με τη λεία στα νύχια του, εκτός εάν αυτή είναι υπερβολικά βαριά, οπότε τεμαχίζεται στο έδαφος.[4] Οι στεφαναετοί πιστεύεται ότι μεταφέρουν τμήματα της λείας πάνω στα δέντρα, για να τα αποθηκεύσουν γύρω από τη φωλιά ή τις συνήθεις θέσεις κουρνιάσματος, έτσι ώστε να μπορούν να καταναλωθούν κατά τη διάρκεια των επόμενων ημερών.[13] Αν το θήραμα είναι πολύ βαρύ, ακόμη και μετά τον διαμελισμό του, λ.χ. ένα ελάφι, οι στεφαναετοί προτιμούν την προσωρινή αποθήκευση της τροφής στο παχύ στρώμα της βλάστησης κοντά στη βάση ενός δένδρου και μεταφέρουν μόνο κομμάτια της στη φωλιά.[26]
Τα ζευγάρια στεφαναετών μπορούν να συνεργάζονται στη σύλληψη της λείας, με τον έναν εταίρο να αιφνιδιάζει το θήραμα και τον άλλο να γυροπετάει αθόρυβα και να τού στήνει ενέδρα.[13] Έχει παρατηρηθεί ότι, οι θηλυκοί στεφαναετοί στοχεύουν αρσενικούς πιθήκους πιο συχνά από τους αρσενικούς στεφαναετούς, οι οποίοι είναι πιο πιθανό να κυνηγούν θηλυκούς ή νεαρούς πιθήκους.[11] Αυτό εξηγείται πιθανότατα, διότι οι αρσενικοί πίθηκοι είναι συνήθως εκείνοι που ξεμακραίνουν από την ομάδα και μπαίνουν μπροστά σε κάποιον κίνδυνο, ή φωνάζουν έντονα τραβώντας την προσοχή των αετών, ενώ ταυτόχρονα, οι θηλυκοί στεφαναετοί είναι πιο μεγαλόσωμοι και κυνηγούν πρώτοι.[22][33] Τέλος, οι στεφαναετοί έχουν καταγραφεί να καταναλώνουν θνησιμαία, αλλά αυτή η συμπεριφορά έχει μόνο σπάνια παρατηρηθεί.[4]
- Κάποιες φορές, οι στεφαναετοί έχουν παρατηρηθεί να τραυματίζουν το θήραμα και να παρακολουθούν την εξέλιξη του τραύματος. Εάν το θήραμα δείχνει να αναλαμβάνει, επαναλαμβάνουν το κτύπημα όσες φορές χρειαστεί, μέχρις ότου εξασθενημένο να υποκύψει. Αυτή η συμπεριφορά παρατηρείται αρκετά σπάνια στη φύση, κυρίως από τον δράκο του Κομόντο και από τον λευκό καρχαρία, αλλά είναι σχεδόν πρωτοφανής στα πτηνά.[4]
Ισχύς
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο στεφαναετός, συχνά, περιγράφεται ως το πιο ισχυρό αρπακτικό πτηνό στην Αφρική, ισχυρότερος ακόμη περισσότερο από ό, τι οι δύο -ελαφρώς βαρύτεροι- συμπατρικοί αετοί, ο πολεμαετός και ο αετός του Βερώ (Aquila verreauxii).[4][34]
- Μια λίστα περιλαμβάνει τον στεφαναετό ως το μοναδικό πτηνό ανάμεσα στους 10 ισχυρότερους αρτίγονους οργανισμούς στην υφήλιο (σημ. υπό την έννοια της παραγωγής ισχύος σε σχέση με τη σωματική μάζα). Εκεί, αναφέρεται ότι ο στεφαναετός είναι ικανός να ανυψώνει θηράματα με 4-πλάσιο βάρος από το δικό του.[35] (σημ: συγκριτικά, ένας άνθρωπος βάρους 70 κιλών με την ισχύ του στεφαναετού, θα έπρεπε να μπορεί να ανυψώσει βάρος 280 κιλών, περίπου).
- Ωστόσο, στις περισσότερες και εγκυρότερες μελέτες που περιλαμβάνουν μετρήσεις της πίεσης που ασκούν οι γαμψώνυχες ανά τετραγωνική ίντσα (PSI), η άρπυια καταγράφεται, όχι μόνον ως ο ισχυρότερος αετός, αλλά και ως το ισχυρότερο αρπακτικό πτηνό, γενικότερα.[13][36] Δεδομένου, όμως, ότι δεν υπάρχει κάποια γνωστή μελέτη που να περιλαμβάνει πειραματικές μετρήσεις σε κάθε αφρικανικό αρπακτικό πτηνό, τα συμπεράσματα εξάγονται από τον συσχετισμό μεγέθους (σώματος, ποδιών και γαμψωνύχων) και βάρους θηραμάτων.[4]
Βάρος θηραμάτων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μια εκτίμηση του μέσου, τυπικού βάρους λείας είναι 1-5 κιλά, με βάση την οικολογία των θηραμάτων που απαντούν στις δασικές ορεινές πλαγιές των οικοτόπων του πτηνού στην Κένυα. Αυτό το εύρος βάρους είναι περίπου το ίδιο που, συνήθως, αποδίδεται στους πολεμαετούς και στους αετούς του Βερώ (Aquila verreauxii).[34] Ίσως είναι σύμπτωση, ίσως όχι ότι, το συγκεκριμένο εύρος βάρους, συμπίπτει με εκείνο του ύρακα των βράχων (Procavia capensis), ενός θηλαστικού που αποτελεί από τα πλέον αγαπητά θηράματα των τριών αετών στην Α. Αφρική.[37] Σε μια μεγάλη συλλογή οστών από το Μουσείο Νότιας Αφρικής, διαπιστώθηκε ότι το 51,2% των οστών θηραμάτων που προέρχονταν από την Κοιλάδα της Φύσης (Nature’s Valley) στη Νότια Αφρική, ήταν από μικρά είδη κάτω των 2 κιλών, το 26,3% από μεσαίου μεγέθους είδη, 2 έως 20 κιλών, ενώ ποσοστό 22.5% ήταν από μεγάλα είδη βάρους άνω των 20 κιλών, όλα ενήλικα άτομα.[38] Στο δάσος βροχής του Εθνικού Πάρκου Τάι, στην Ακτή Ελεφαντοστού, ο μέσος όρος βάρους θηραμάτων ανεβαίνει στα 5,67 κιλά.[39] Το βάρος αυτό είναι τόσο μεγάλο που, από όλα τα αρτίγονα είδη αετών, μόνον η θηλυκή άρπυια της Νότιας Αμερικής το φθάνει ή το ξεπερνάει.[13]
Όλοι οι ημερόβιοι, ενήλικοι αφρικανικοί πίθηκοι ζυγίζουν πάνω από 2 κιλά.[33] Οι κερκοπίθηκοι, το αγαπημένο θήραμα των στεφαναετών, ζυγίζουν από 2,7 έως 4,26 κιλά οι θηλυκοί, ενώ οι αρσενικοί από 4,1 έως 6,9 κιλά, ανάλογα με το είδος.[40] Ωστόσο, κάθε πίθηκος με βάρος μέχρι 10 έως 15 κιλά μπορεί να θηρεύεται.[41][42] Συγκριτικά, το βαρύτερο πρωτεύον που είναι γνωστό ότι έχει θηρευτεί με επιτυχία από την άρπυια ήταν ένα κόκκινο αλουάτα της Βολιβίας (Alouatta sara), το οποίο ζύγιζε 6,5 κιλά.[43] Όμως, η διατροφή του στεφαναετού μπορεί να επεκταθεί σε νεαρά ή ακόμη -σπανιότερα- και σε ενήλικα θηλυκά άτομα μπαμπουίνων και μανδρίλλων, δηλαδή πρωτευόντων με σημαντικά μεγαλύτερο μέγεθος.[11][21][28] Βέβαια, οι συγκεκριμένοι πίθηκοι τείνουν να αποφεύγονται δεδομένου ότι, τα ενήλικα αρσενικά αυτών των ειδών, με το διπλάσιο βάρος από τα θηλυκά, είναι μάλλον αδύνατον να θηρευτούν και είναι «διαβόητοι» για τον οξύθυμο χαρακτήρα τους. Σε μια περίπτωση, ένας ελαιόχρωμος μπαμπουίνος κατέστρεψε τη φωλιά ενός ζευγαριού στεφαναετών, επειδή ένας από τους αετούς σκότωσε ένα μωρό που ανήκε στην ομάδα του μπαμπουίνου.[44] Ο στεφαναετός θεωρείται, επίσης, πιθανός θηρευτής των μικρών του χιμπαντζή (Pan troglodytes) και του μπονόμπο (Ρ. paniscus), αν και αυτό δεν έχει επιβεβαιωθεί.[45]
Ανταγωνισμός με άλλους θηρευτές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στο εσωτερικό του δάσους βροχής, ο στεφαναετός καταλαμβάνει μοναδική οικοθέση και είναι, μακράν, το μεγαλύτερο και κυρίαρχο αρπακτικό πτηνό. Άλλα μεγάλα αρπακτικά που μπορεί να κυνηγούν παρόμοια θηράματα στις ίδιες δασικές περιοχές είναι η λεοπάρδαλη, η αφρικανική χρυσή γάτα (Profelis aurata), ο κροκόδειλος του Νείλου, ο νάνος κροκόδειλος (Osteolaemus tetraspis), ο αφρικανικός πύθωνας των βράχων (Python sebae), αλλά και ο χιμπαντζής μαζί με άλλους μεγαλύτερους πιθήκους, όπως μπαμπουίνους και μανδρίλλους.[11][26][34] Φυσικά, όλοι αυτοί οι ανταγωνιστές είναι μεγαλύτεροι και βαρύτεροι από τον στεφαναετό, από την αφρικανική χρυσή γάτα που ζυγίζει 10 κιλά, μέχρι τον κροκόδειλο του Νείλου που ζυγίζει 225 κιλά. Ενώ τα ερπετά συνήθως κυνηγούν στο έδαφος ή κοντά στο νερό, τα αιλουροειδή και οι πίθηκοι εύκολα μπορούν να αναρριχηθούν στα δέντρα και να «κλέψουν» τη λεία των στεφαναετών.[26]
Σε συγκριτική μελέτη της διατροφής με κρέας πιθήκων, των στεφαναετών από τη μία πλευρά και των λεοπαρδάλεων με τους χιμπαντζήδες από την άλλη, το μεγάλο αιλουροειδές εκτιμάται ότι προσλαμβάνει θηράματα βάρους 11,27 κιλών, κατά μέσον όρο, δηλαδή διπλάσιο από το αντίστοιχο μέσο εκτιμώμενο βάρος της λείας που προσλαμβάνουν οι στεφαναετοί στο ίδιο οικοσύστημα, ενώ οι χιμπαντζήδες προσλαμβάνουν 6,9 κιλά κρέατος, περίπου ένα κιλό περισσότερο από του στεφαναετού.[39] Στη Νότια Αφρική, έχει αναφερθεί ότι οι ύστρικες του Ακρωτηρίου (Hystrix africaeaustralis) και οι ποταμόχοιροι των θάμνων (Potamochoerus larvatus) έλκονται από τα δέντρα που χρησιμοποιούνται από τους στεφαναετούς για την κατανάλωση της λείας τους, ιδιαίτερα από τα υπολείμματα νεύρων και οστών που απορρίπτονται στο έδαφος.[29]
Στα πιο μικτά οικοσυστήματα των ανατολικών και νοτίων περιοχών του φάσματος κατανομής, η ποικιλομορφία των μεγάλων αρπακτικών ζώων είναι υψηλότερη και ο στεφαναετός παρά την ισχύ του, δεν «εξασφαλίζει» την κορυφή της τροφικής αλυσίδας στα πτηνά. Μεταξύ των ισχυροτέρων αρπακτικών, ο πολεμαετός και ο αετός του Βερώ, μπορούν να ζουν στον ίδιο βιότοπο με τον στεφαναετό και να μοιράζονται τα ίδια θηράματα (π.χ. ύρακες). Ενώ ο αετός του Βερώ έχει «εξειδικευθεί» στο κυνήγι του ύρακα των βράχων (Procavia capensis ), ο πολεμαετός έχει μιαν εξαιρετικά ευρεία γκάμα διατροφής, ίσως ακόμη περισσότερο από ό, τι ο στεφαναετός. Γενικά, αυτοί οι μεγάλοι αετοί, εύκολα κλέβουν ο ένας τη λεία του άλλου.[46] Ωστόσο, οι προτιμήσεις των ενδιαιτημάτων τους και οι βασικές τεχνικές κυνηγιού τους, καθιστούν δυνατή τη συμβίωση μεταξύ τους, καθώς και το επιτυχές φώλιασμα, λίγα χιλιόμετρα το ένα είδος από το άλλο. Έτσι, ενώ ο στεφαναετός διαβιοί στο πυκνό δάσος και προτιμάει το κυνήγι από θέση επόπτευσης (perch), ο πολεμαετός έχει την τάση να διαβιοί σε πιο ανοικτά ενδιαιτήματα, τύπου σαβάνας και προτιμάει να κυνηγάει με εναέρια καταδίωξη (χάρη στην εξαιρετική του όραση). Από την άλλη, ο αετός του Βερώ ζει σε απόκρημνα ορεινά ενδιαιτήματα και τείνει να κυνηγάει πετώντας παράλληλα με τη γραμμή των βράχων, ψάχνοντας για θηράματα από σχετικά μικρό ύψος.[13]
Θηρευτές και προσδόκιμο ζωής
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι στεφαναετοί, δυνητικά, μπορούν να αποτελέσουν λεία μεγάλων σαρκοφάγων αρπακτικών. Από επιτόπια παρατήρηση, δύο άτομα που είχαν απελευθερωθεί στο φυσικό τους περιβάλλον, θανατώθηκαν στη θέση σίτισής τους, το ένα από μια λεοπάρδαλη και το άλλο από έναν κροκόδειλο κοντά στην άκρη του νερού.[11] Στην Κένυα, έχουν αναφερθεί περιπτώσεις θήρευσης σε νεοσσούς και νεαρά άτομα στεφαναετών από ασβούς του μελιού (Mellivora capensis) και κόμπρες.[11] Σε άλλη, επιβεβαιωμένη περίπτωση, ένας κερκοπίθηκος επιτέθηκε σε έναν ενήλικο θηλυκό στεφαναετό που προσπαθούσε να κυνηγήσει μέλη της ομάδας του, πηδώντας στη ράχη του ενώ πετούσε, και τον θανάτωσε με ισχυρό δάγκωμα.[47]
Tο μέσο προσδόκιμο ζωής των στεφαναετών είναι τα 14 έτη, περίπου.[4]
Φωνή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο στεφαναετός είναι εξαιρετικά «φωνητικό» είδος, με αρκετά κυματιστή πτήση, κατά τη διάρκεια της οποίας αρθρώνει διάφορα καλέσματα. Στην ισημερινή Αφρική, συχνά φωνάζει ολόκληρο το έτος, ενώ αλλού, κυρίως στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων αναπαραγωγής και ωοτοκίας. Η κύρια φωνή του είναι μια σειρά από δυνατά «σφυρίγματα» αυξομειούμενης έντασης.[13]
- Δείγματα φωνής (εξωτερικός σύνδεσμος)
Πτήση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παρά τις εντυπωσιακές επιδείξεις ζωτικού χώρου και αναπαραγωγής (βλ. Ηθολογία), οι στεφαναετοί θεωρούνται αρκετά «αδέξιοι» όταν πετούν, στερούμενοι της χάρης και της ταχύτητας κάποιων άλλων αετών, ιδιαίτερα εκείνων του γένους Aquila .[26]
Ηθολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τόσο κατά την περίοδο φωλιάσματος όσο και κατά τις άλλες εποχές, το αρσενικό συνηθίζει να εκτελεί έναν περίτεχνο πτητικό μοτίβο, αποτελούμενο από διαδοχικές ανόδους και βυθίσεις πάνω από τον δασικό θόλο, σημάδι εδαφικής «διακήρυξης».[13] Συνήθως, αυτές οι εδαφικές επιδείξεις είναι περισσότερες από τις επιδείξεις αναπαραγωγής και λαμβάνουν χώρα περιφερειακά του ευρύτερου ζωτικού χώρου του πτηνού, ενώ οι αντίστοιχες αναπαραγωγικές πραγματοποιούνται πάνω από τη θέση φωλιάσματος ή κοντά σε αυτήν. Αποτελούνται από σειρά απότομων εναέριων καταδύσεων και αναδύσεων, με λίγα φτεροκοπήματα στο άνω σημείο και καθοδικούς κύκλους σε σχήμα 8 (οκτάρια).[4] Κατά τη διάρκεια των καταδύσεων, οι στεφαναετοί μπορεί να «πέφτουν» μέχρι και 60 μ. πριν την επάνοδο και την επανάληψη της διαδικασίας.[26] Κατά τη διάρκεια αυτής της επίδειξης, το αρσενικό είναι θορυβώδες, αρθρώνοντας έναν διαπεραστικό ήχο kewee-kewee-kewee τραβώντας το κεφάλι του πίσω και για περίοδο περίπου 30 δευτερολέπτων.[13]
- Κατά τη διάρκεια των επιδείξεων, ο αρσενικός στεφαναετός μπορεί να φτάσει σε ύψος άνω των 900 μ. ενώ, μερικές φορές, ακόμη και κοντά στα υψόμετρα νέφωσης, πάνω από τα 2.000 μ. από την επιφάνεια του εδάφους.[4]
Αλλά και το ενήλικο θηλυκό μπορεί επίσης να εκτελέσει δικές του, ανεξάρτητες πτήσεις επίδειξης, αρθρώνοντας έναν ελαφρά χαμηλότερο, μελωδικότερο ήχο kooee-kooee-kooee, αν και αυτές οι επιδείξεις δεν είναι τόσο πολλές όσο του αρσενικού. Τα ζευγάρια, επίσης, εκτελούν οπτικά εντυπωσιακές, αμοιβαίες επιδείξεις, συνήθως όταν ξανασυναντιώνται μετά από σύντομη απουσία.[4]
Ως προς τον «χαρακτήρα» του, ο στεφαναετός θεωρείται γενικά νευρικός, διαρκώς σε εγρήγορση και εξιταρισμένος. Είναι αρκετά διαφορετικός από τους -συχνά «αρχοντικούς»- αετούς των ανοικτών περιοχών, όπως του γένους Aquila, θυμίζοντας περισσότερο κάποια μεγάλα, μη-γνήσια γεράκια, όπως το διπλοσάινο.[11] Η υπερκινητική συμπεριφορά του, ωστόσο, έρχεται σε αντίθεση με την κύρια κυνηγετική του τακτική, που απαιτεί μακρές περιόδους αδράνειας, όταν κάθεται στη θέση επόπτευσης (perch).[26]
- Οι στεφαναετοί θεωρούνται άφοβα πτηνά, ακόμη και στη συμπεριφορά τους προς τον άνθρωπο, τον οποίο αντιμετωπίζουν με επιθετική διάθεση, στην πλειονότητα των περιπτώσεων.[26]
Μερικοί βιολόγοι θεωρούν τον στεφαναετό ιδιαίτερα ευφυές πτηνό, προσεκτικό, ανεξάρτητο και διερευνητικό σε σύγκριση με άλλα αετόμορφα. Για παράδειγμα, στην ιερακοθηρία, οι στεφαναετοί δεν μπορούν να παρακινηθούν να κατευθύνουν το κυνηγετικό τους ένστικτο αυξάνοντας την πείνα τους, όπως γίνεται με τους αετούς του γένους Aquila.[11] Στο πλαίσιο της αλληλεπίδρασης με τον άνθρωπο, τα άγρια, ενήλικα άτομα είναι διερευνητικά και περίεργα, ακριβώς το αντίθετο των πολεμαετών, οι οποίοι είναι συνήθως πολύ επιφυλακτικοί και τείνουν να αποφεύγουν οποιαδήποτε έκφανση ανθρώπινης δραστηριότητας.[13]
Ωστόσο, τα νεαρά άτομα, στο προ-πτέρωσης στάδιο, διαφέρουν κατά πολύ στη συμπεριφορά από τους ενήλικες. Επίσης, μεταξύ των ατόμων που μεγαλώνουν σε συνθήκες ημι-αιχμαλωσίας, έχουν επισημανθεί άτομα που κινούνται στα όρια της «αβοηθησίας» από διατροφική και αμυντική άποψη, σε σύγκριση με άλλα αετόμορφα, με χαρακτήρα που μπορεί να περιγράφεται ακόμη και ως «δειλός», αρνούμενα να επιτεθούν ακόμα και σε μοντέλα θηραμάτων, ακόμα και αρκετούς μήνες μετά την πτέρωση (fledging). Αυτό, πιθανότατα, συνεπάγεται ότι οι άγριοι, νεαροί στεφαναετοί υπόκεινται σε μαθησιακά στοιχεία από τους γονείς τους, κατά τη διάρκεια της εξαιρετικά μεγάλης χρονικής περιόδου που ακολουθεί τη γέννησή τους (βλ. Αναπαραγωγή). Γενικά, πάντως, οι στεφαναετοί θεωρούνται ως εξαιρετικά ευμετάβλητης ιδιοσυγκρασίας πτηνά, σε βαθμό μεγαλύτερο από αυτόν που διαπιστώνεται στα περισσότερα άλλα αρπακτικά.[11]
Αναπαραγωγή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι στεφαναετοί έχουν από τους πιο παρατεταμένους κύκλους αναπαραγωγής στον κόσμο των πτηνών. Βέβαια, συνηθίζεται στα αρπακτικά που ζουν γύρω από τους τροπικούς να έχουν μια, σχετικά, μακρά περίοδο αναπαραγωγής,[13] αλλά οι στεφαναετοί αναπαράγονται μία (1) φορά κάθε δύο χρόνια, με τον αναπαραγωγικό κύκλο να διαρκεί 500 (!) ημέρες, περίπου.[4] Στα περισσότερα άλλα είδη αετών ο κύκλος αναπαραγωγής ολοκληρώνεται σε λιγότερο από έξι μήνες, δηλαδή στο 35%, περίπου, του χρόνου που χρειάζεται ο στεφαναετός. Αυτή η μακρά περίοδος, δεν οφείλεται τόσο στα στάδια της επώασης και της παραμονής των νεοσσών στη φωλιά. Για παράδειγμα ο μαύρος φιδαετός, Circaetus pectoralis, που ζει και αυτός στα τροπικά δάση και με, περίπου, το μισό βάρος του στεφαναετού, έχει ίσης διάρκειας αντίστοιχα στάδια. Όμως, ο στεφαναετός έχει πολύ επιμηκυσμένη περίοδο μετά-πτέρωσης (post fledging), διαρκείας 9-11 μηνών, που κάνει τον κύκλο αναπαραγωγής του τόσο μεγάλο.[26] Παρόμοιας διάρκειας αναπαραγωγικούς κύκλους φαίνεται να έχουν η άρπυια και ο αετός των Φιλιππίνων, παρόλο που οι συγκεκριμένοι αετοί δεν έχουν μελετηθεί διεξοδικά.[48][49]
Το φώλιασμα μπορεί να συμβεί σχεδόν όλο το χρόνο και σε όλο το εύρος κατανομής του πτηνού, αν και η ωοτοκία φαίνεται να κορυφώνεται γύρω στα τέλη της αφρικανικής υγρής περιόδου ή στις αρχές της ξηρής περιόδου, από τον Ιούλιο έως τον Νοέμβριο.[13] Οι στεφαναετοί υπερασπίζονται έντονα τον ζωτικό τους χώρο. Στη Ζιμπάμπουε, αυτός ο χώρος ποικίλλει από 140 έως 200 χμ²,[19] αλλά στη Νότια Αφρική, κυμαίνεται, κατά μέσον όρο, μόνον στα 30 χμ².[29] Γενικότερα, στο νότιο τμήμα της αφρικανικής ηπείρου, η μέση απόσταση μεταξύ των ενεργών φωλιών μπορεί να κυμαίνεται από 2 έως 19,5 χλμ.[17]
Μετά τις τελετουργικές επιδείξεις, (βλ. Ηθολογία) το ζευγάρι συνεργάζεται για την κατασκευή της -πολύ μεγάλης- φωλιάς, στη διχάλα ενός μεγάλου δένδρου βαθιά στο δάσος, συνήθως 12-45 μ. πάνω από το έδαφος. Το θηλυκό φέρνει τα υλικά και το αρσενικό κατασκευάζει. Στην Α. Αφρική, πολλές φωλιές φαίνεται να είναι κοντά σε ένα δασικό ποτάμι.[4][50] Γενικά, οι στεφαναετοί φαίνεται να έλκονται από τα ψηλότερα δέντρα του δάσους.[29] Στο Μαλάουι, τα «αγαπημένα» δένδρα των στεφαναετών για τις φωλιές τους είναι τα είδη Aningeria adolfi-friedericii και Chrysophyllum gorungosanum,[51] ενώ στη Ζιμπάμπουε, το Newtonia buchananii φέρεται να είναι από τα πλέον χρησιμοποιούμενα είδη δένδρων για φώλιασμα.[19] Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, φωλιές έχουν παρατηρηθεί σε ορθοπλαγιές.[34] Στη νότια Αφρική, οι φωλιές κατασκευάζονται σε πιο ξηρά και απογυμνωμένα εδάφη, κυρίως με δένδρα τύπου αδανσονίας. Παρά τη σχετική σπανιότητα του οικοτόπου αυτού, αυτές οι περιοχές έχουν ποικίλη και «ανάμικτη» σύνθεση εδάφους, με βυθίσματα, σχισμές, κοιλάδες, ορθοπλαγιές και κρησφύγετα που επιτρέπουν στον στεφαναετό να εξασκήσει τις θηρευτικές του δεξιότητες. Στην Κένυα, τέτοια «σπασμένα» τοπία είναι τα ηφαιστειακά πεδία του Δυτικού Εθνικού Πάρκου Τσάβο, τα χαμηλά τμήματα των Λόφων Τσιούλου, η περιοχή του Κιμπουέζι και το Σοϊσάμπου. Εδώ κυριαρχούν διάσπαρτοι ογκόλιθοι που καλύπτονται από χαμηλή βλάστηση και -κατά το παρελθόν-, αρκετά ψηλά δέντρα. Ωστόσο, οι στεφαναετοί μπορεί να φωλιάσουν και σε ανεπτυγμένες περιοχές, ή και κοντά στον οικιστικό ιστό, αρκεί να υπάρχει αφθονία και πρόσβαση σε θηράματα.[11]
Μια φωλιά που κτίζεται από το μηδέν μπορεί να διαρκέσει μέχρι 5 μήνες για να ολοκληρωθεί, αλλά πολλές παλαιότερες φωλιές συχνά επισκευάζονται και επαναχρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια διαδοχικών εποχών αναπαραγωγής, μια διαδικασία που μπορεί να διαρκέσει έως και 3 μήνες.[4] Είναι τυπικό για ένα ζευγάρι στεφαναετών να χρησιμοποιεί την ίδια φωλιά για περισσότερα από πέντε χρόνια και, σε αντίθεση με άλλους αετούς, σπάνια κατασκευάζονται περισσότερες από μία (1) φωλιά για εναλλακτική χρήση.[11] Οι περισσότεροι μεγάλοι αετοί κατασκευάζουν πολύ μεγάλες φωλιές και ο στεφαναετός δεν αποτελεί εξαίρεση, καθώς χτίζει μία από τις μεγαλύτερες στον κόσμο των πτηνών. Κατά το πρώτο έτος, η φωλιά, μπορεί να φθάσει το 1,5 μ. σε μήκος και τα 50 εκ. σε βάθος. Ωστόσο, μετά από αρκετά χρόνια χρήσης και με τη διαδοχική προσθήκη υλικών, η φωλιά μπορεί να γίνει μέχρι και 2,5 μ. σε μήκος και έως 3 μ. σε βάθος. Συνήθως, αποτελείται τόσο από φρέσκο, όσο και αποξηραμένο φυτικό υλικό και καλύπτεται από λίγα φύλλα ή/και ζωικό υλικό.[13] Το ζευγάρωμα λαμβάνει χώρα στη φωλιά, αρκετές φορές την ημέρα.
Στη Νότια Αφρική τα αυγά εναποτίθενται Σεπτέμβριο με Οκτώβριο, στη Ζιμπάμπουε από Μάιο έως Οκτώβριο, στις περιοχές γύρω από τον ποταμό Κονγκό κοντά στον Οκτώβριο, στην Κένυα από τον Ιούνιο έως τον Νοέμβριο με κορύφωση από τον Αύγουστο μέχρι τον Οκτώβριο, στην Ουγκάντα από Δεκέμβριο μέχρι Ιούλιο και στη Δ. Αφρική η κορύφωση είναι τον Οκτώβριο.[4]
Η γέννα αποτελείται από 1 ή 2 αβγά και στην Α. Αφρική, μόνον ένα (1). Τα αβγά είναι συνήθως λευκά, αν και μερικές φορές μπορεί να επικαλύπτονται με αραιές κόκκινες-καφέ κηλίδες. Έχουν διαστάσεις 68,2 Χ 53,6 χιλιοστά (εύρος 60,9-75,5 Χ 50,8-57,9 χιλιοστά). Εάν απωλεσθεί η ωοτοκία, η αντικατάσταση μπορεί να γίνει μέσα σε 2 μήνες.[4] Η επώαση διαρκεί περίπου 49 ημέρες και, σε ποσοστό 80-90%, πραγματοποιείται από το θηλυκό κατά τη διάρκεια της ημέρας. Η τροφοδοσία της φωλιάς γίνεται αρχικά από το αρσενικό, κάθε 3-5 ημέρες, αν και μερικές φορές και τα δύο φύλα μπορεί να κυνηγούν. Μετά την ασύγχρονη εκκόλαψη οι νεοσσοί (αετιδείς) τείνουν να είναι αρκετά ήσυχοι. Όμως, αν εκκολαφθούν και οι δύο, ο νεότερος πεθαίνει λίγο αργότερα από πείνα, αφού ο γηραιότερος παίρνει όλη την τροφή ή μπορεί να τον θανατώσει ο ίδιος με το ράμφος του. Στις περιπτώσεις που ο γηραιότερος νεοσσός πεθάνει, ο νεότερος μπορεί να τροφοδοτείται πιο τακτικά και να επιβιώσει.[13] Σε άγρια κατάσταση δεν έχει καταγραφεί, επί του παρόντος, κάποια φωλιά με δύο ανεπτυγμένους αετιδείς. Αντίθετα, σε αιχμαλωσία, επιβιώνουν και οι δύο λόγω ανθρώπινης παρέμβασης (δίνεται τροφή στον νεότερο νεοσσό ή απομακρύνεται από τη φωλιά).[11][29]
Μετά την εκκόλαψη, ο πατέρας αυξάνει τη συχνότητα θήρευσης, σε 1,5 θανατώσεις ημερησίως. Η συμπεριφορά των αρσενικών όσο ανατρέφονται οι αετιδείς είναι πολύ μεταβλητή, με κάποια να είναι πολύ προσεκτικά με τα μικρά τους, ενώ άλλα αφήνουν σχεδόν όλα τα γονικά καθήκοντα στο θηλυκό. Μετά από 40 ημέρες, ο αετιδέας είναι ικανός να παίρνει μόνος την τροφή του (ενν. από το δάπεδο της φωλιάς), αν και συχνά εξακολουθεί να σιτίζεται από τους γονείς του. Τότε εμφανίζονται και τα πρώτα φτερά κάτω από το λευκό χνούδι και, στις 76 ημέρες περίπου, το επικαλύπτουν οριστικά. Η πτέρωση (fledging) πραγματοποιείται σε 90-115 ημέρες (μέσος όρος 110,6 ημέρες), με κάθε χρονικό διάστημα μικρότερο από 100 ημέρες να θεωρείται ασυνήθιστο. Γενικά, οι αρσενικοί αετιδείς τείνουν να είναι πιο δραστήριοι από τους θηλυκούς και πετούν πρώτοι, περίπου 10 ημέρες νωρίτερα από ό, τι εκείνες.[13]
Μετά την πτέρωση, η μητέρα προσέχει τον αετιδέα κατά το 95% της διάρκειας της ημέρας και τον σιτίζει κατά 50-75%, με το ποσοστό να μειώνεται σταδιακά κάθε ημέρα. Επίσης, είναι αυτή που, κατά μεγάλο μέρος, συλλαμβάνει τη λεία και οργανώνει την άμυνα της φωλιάς. Μετά την πτέρωση, ο αετιδέας παραμένει στη γειτονιά της φωλιάς και σιτίζεται κάθε 3 έως 5 ημέρες και από τους δύο γονείς για τις πρώτες 270-350 ημέρες της ζωής του. Ωστόσο, η πρώτη καταγεγραμμένη θανάτωση λείας από νεαρό στεφαναετό, ήταν μόλις 61 ημέρες μετά τη γέννησή του, αν και αυτό θεωρείται εξαιρετικά πρώιμο για τις προδιαγραφές του συγκεκριμένου είδους.[4] Οι πτήσεις των αετιδέων αυξάνουν σταδιακά εντός της, μετά-την-πτέρωση (post-fledging) περιόδου, αν και δεν φαίνεται να απασχολούνται ιδιαίτερα με τη συγκεκριμένη διαδικασία, εφόσον δεν είναι ακόμη πλήρως ανεξάρτητοι. Η ανεξαρτησία φαίνεται να έρχεται σταδιακά και να «προκαλείται» από την αυξημένη αδιαφορία των γονέων για να φέρουν τροφή. Επίσης, λόγω της έντονης επικοινωνίας γονέων και αετιδέων με δυνατές φωνές, οι ενήλικες φαίνεται να αντιλαμβάνονται ότι οι απόγονοι τους επιδιώκουν να ανεξαρτητοποιηθούν, όταν επιστρέφουν στην περιοχή φωλιάσματος και δεν λαμβάνουν «ακουστική» απόκριση.[11] Συνολικά, ένας νεαρός στεφαναετός συνήθως παραμένει υπό τη φροντίδα των γονέων του για, έως και 11 μήνες μετά την πτέρωσή του, περίοδο μεγαλύτερη από την αντίστοιχη σε οποιαδήποτε άλλο αρπακτικό πτηνό. Το πλεονέκτημα αυτής της παρατεταμένης πορείας προς την ανεξαρτησία είναι ότι, ανατρέφονται άτομα ισχυρότερα από, αντίστοιχης ηλικίας, αετιδείς άλλων ειδών. Το ποσοστό επιτυχίας μιας γέννας στεφαναετού μέχρι την πτέρωση είναι υψηλό και κυμαίνεται στο 83%, περίπου.[4] Οι παλαιότερες εκτιμήσεις ότι, χρειάζονται έως και 20 χρόνια για το είδος, μέχρι την ενηλικίωση, είναι εσφαλμένες και εκτιμάται ότι οι περισσότεροι στεφαναετοί θα φτάσουν σε αναπαραγωγική ωριμότητα στα 5 χρόνια, περίπου, όπως συμβαίνει με πολλούς μεγάλους αετούς.[26]
Απειλές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όπως έχει συμβεί και με τον πολεμαετό, ο στεφαναετός έχει υποστεί και υφίσταται διώξεις από τους αγρότες των περιοχών όπου απαντά, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι αποτελεί μεγάλη απειλή για τα οικόσιτα ζώα τους.[13] Στην πραγματικότητα, τόσο αυτός όσο και ο συμπατρικός πολεμαετός, σπανίως επιτίθενται στα ζώα κτηνοτροφίας (βλ. Τοφή),[7] αλλά υπήρξαν περιπτώσεις θανάτωσής του από ντόπιους χωρικούς ενώ προσπαθούσε να κυνηγήσει κατοικίδια ζώα.[11] Άλλη αιτία για τη δίωξη του είδους, όσο και αν ακούγεται υπερβολικό, είναι ότι οι στεφαναετοί θεωρούνται ανταγωνιστές των λαθροθήρων στις παράνομες θανατώσεις και συναλλαγές ζώων της άγριας πανίδας για το κρέας τους (bushmeat). Μέσα στα μεγάλα ηπειρωτικά δάση της Αφρικής, το εμπόριο θηραμάτων είναι η μεγαλύτερη πηγή ζωικής πρωτεΐνης για τον άνθρωπο [52] και, εάν αυτό φαίνεται εν πολλοίς φυσιολογικό για τους ανθρώπους των δασών, πίσω από εκεί κρύβεται μια καλοστημένη επιχείρηση πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων, με συναλλαγές περίπου 5 εκατομμυρίων τόνων άγριου κρέατος,[53] ως επί το πλείστον αντιλοπών και πιθήκων, που τυγχάνει να αποτελούν την αγαπημένη τροφή του στεφαναετού. Στα 500 εκατομμύρια στρέμματα της Λεκάνης του Κονγκό, που ανήκει σε 8 χώρες, αφαιρείται κάθε χρόνο ποσότητα άγριας ζωής, που ισοδυναμεί με βάρος 40.700.000 ανθρώπων, ή 740.000 αφρικανικών ελεφάντων).[54]
Το αποτέλεσμα αυτού του μακελλειού είναι η εξόντωση της άγριας πανίδας των μεγάλων αφρικανικών δασών της βροχής. Ένας (1) στεφαναετός απαιτεί περίπου 430 κιλά θηραμάτων τον χρόνο και έτσι, «ανταγωνίζεται» άμεσα τη «βιομηχανία άγριου κρέατος».[11][28][52] Ο κόκκινος κολοβός, μια μεγάλη ομάδα πιθήκων που χαρακτηρίζει τη βέλτιστη ποιότητα των δασών και αποτελεί το κυριότερο θήραμα των στεφαναετών, έχει επισημανθεί ως ένα από τα ταχύτερα μειούμενα και απειλούμενα θηλαστικά στον κόσμο, κάτι που οφείλεται κυρίως στην εμπορία «άγριου κρέατος».[55]
- Σε ορισμένες περιπτώσεις, σύμφωνα με πληροφορίες, κάποιοι στεφαναετοί έχουν πυροβοληθεί από «οικολόγους» σε μια ασύνετη προσπάθεια να μετριάσουν τους πληθυσμούς πρωτευόντων που θηρεύονται από αυτούς.[11]
Εκτιμάται ότι το 90% της παγκόσμιας κατανομής των στεφαναετών μπορεί να υπόκεινται σε διώξεις ή ακόμη και να τρώγονται ως θήραμα.[11][29] Αντίθετα, άλλοι ερευνητές και επιστήμονες ενθαρρύνουν την προστασία των πληθυσμών, λόγω της περιοριστικής δράσης που ασκούν στα, δυνητικά, επιβλαβή θηλαστικά.[13][29] Στην Γκάνα, το είδος απειλείται από την αποψίλωση των δασών και από το κυνήγι. Μερικές περιοχές όπου παλαιότερα υπήρχε, έχουν πλέον αποψιλωθεί σχεδόν εντελώς, ενώ άλλες, όπως ο Δασικός Δρυμός Μποσομόα (Bosomoa Forest Reserve), έχουν μετατραπεί σε φυτείες τικ.[56]. Ο στεφαναετός μπορεί να έχει αλλάξει τη διατροφή του για να αντισταθμίσει τις μειώσεις πρωτευόντων σε τμήματα της Γκάνα, αλλά ο πληθυσμός του είναι απίθανο να μην έχει επηρεαστεί από μια τέτοια δραματική μείωση του θηράματος βάσης του (η οποία πιθανότατα επιδεινώθηκε περαιτέρω από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και μετά). Παρά το γεγονός ότι τα είδος φαίνεται να πηγαίνει καλά σε περιοχές της Τανζανίας, μπορεί να απουσιάζει από κάποιες άλλες, λόγω της μείωσης της λείας του από τον άνθρωπο.[57] Στη Νιγηρία, φαίνεται πιθανόn ότι ο πληθυσμός έχει επηρεαστεί από την εκτεταμένη αποψίλωση των δασών στα νότια της χώρας.[58]
Κατάσταση πληθυσμού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παρόλο που ο στεφαναετός είναι αρκετά κοινό είδος σε κατάλληλα ενδιαιτήματα, σε συνολικό επίπεδο πληθυσμού, οι αριθμοί του εμφανίζουν πτώση, κάτι που, πιθανότατα, συμβαδίζει με την αποψίλωση των δασών στις περιοχές όπου απαντά. Μάλιστα, αυτή η πτώση φαίνεται να είναι διαρκώς κλιμακούμενη λόγω του πυρετώδους ρυθμού υλοτόμησης.[13] Η κοπή των δένδρων, είναι από τους βασικούς στόχους όχι μόνον των εταιρειών ξυλείας, αλλά και γεωπόνων, καλλιεργητών φοινίκων για φοινικέλαιο και βιοκαύσιμα, καθώς και των εταιριών εκμετάλλευσης άνθρακα.
Επειδή οι πληθυσμοί του στεφαναετού έχουν μειωθεί αισθητά κατά την τελευταία δεκαετία, γι’ αυτό και η IUCN έχει κατατάξει το είδος στα Σχεδόν Απειλούμενα (Nearly Threatened).[3]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Thiollay, 1994
- ↑ Howard and Moore, p. 114
- ↑ 3,0 3,1 http://www.iucnredlist.org/details/22696201/0
- ↑ 4,00 4,01 4,02 4,03 4,04 4,05 4,06 4,07 4,08 4,09 4,10 4,11 4,12 4,13 4,14 4,15 4,16 4,17 4,18 4,19 4,20 4,21 4,22 4,23 4,24 4,25 4,26 Brown & Amadon
- ↑ Helbig et al
- ↑ Lerner & Mindell
- ↑ 7,0 7,1 7,2 7,3 Kemp
- ↑ Feduccia
- ↑ Goodman et al
- ↑ Bustamante
- ↑ 11,00 11,01 11,02 11,03 11,04 11,05 11,06 11,07 11,08 11,09 11,10 11,11 11,12 11,13 11,14 11,15 11,16 11,17 11,18 Thomsett
- ↑ Sinclair & Ryan
- ↑ 13,00 13,01 13,02 13,03 13,04 13,05 13,06 13,07 13,08 13,09 13,10 13,11 13,12 13,13 13,14 13,15 13,16 13,17 13,18 13,19 13,20 13,21 13,22 13,23 13,24 Ferguson-Lees & Christie
- ↑ Hare
- ↑ Lewis & Pomeroy
- ↑ 16,0 16,1 16,2 16,3 16,4 Oatley et al
- ↑ 17,0 17,1 Boshoff
- ↑ Dowsett-Lemaire
- ↑ 19,0 19,1 19,2 Irwin
- ↑ Bildstein
- ↑ 21,0 21,1 21,2 Mitani et al
- ↑ 22,0 22,1 Struhsaker & Leakey
- ↑ Hart et al
- ↑ McGraw et al
- ↑ 25,0 25,1 Msuya
- ↑ 26,00 26,01 26,02 26,03 26,04 26,05 26,06 26,07 26,08 26,09 26,10 26,11 26,12 Brown, 1976
- ↑ Brown, 1971
- ↑ 28,0 28,1 28,2 Cowlishaw
- ↑ 29,0 29,1 29,2 29,3 29,4 29,5 29,6 29,7 29,8 Markus
- ↑ Ginn et al
- ↑ Grambo
- ↑ Wieczkowski
- ↑ 33,0 33,1 Arlet & Isbell
- ↑ 34,0 34,1 34,2 34,3 Steyn
- ↑ http://www.telegraph.co.uk/news/earth/earthpicturegalleries/7521275/The-strongest-living-land-creatures-on-Earth-measured-by-their-power-to-weight-ratio.html?image=4
- ↑ Schulenberg
- ↑ http://www.afrotheria.net/Hyracoidea.html
- ↑ Tarboton & Allan
- ↑ 39,0 39,1 Shultz et al
- ↑ Novak
- ↑ Daneel
- ↑ Cordeiro
- ↑ Peres
- ↑ Kamotho
- ↑ Badrian & Malenky
- ↑ http://www.africanraptors.org/interview-with-alan-kemp-about-the-martial-eagle-in-southern-africa/
- ↑ Jones, T., Laurent, S., Mselewa, F., & Mtui, A. 2004. Sanje mangabey Cercocebus sanjei kills an African crowned eagle Stephanoaetus coronatus. Folia Primatologica, 77(5), 359-363
- ↑ Rettig
- ↑ Delacour & Mayr
- ↑ Maisels et al
- ↑ Dowsett-Lemaire & Dowsett
- ↑ 52,0 52,1 Topp-Jørgensen et al
- ↑ Bowen‐Jones & Pendry
- ↑ Wilkie & Carpenter
- ↑ Struhsaker
- ↑ F. Dowsett-Lemaire in litt. 2012
- ↑ T. Jones in litt. 2012
- ↑ P. Hall in litt. 2012
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
- Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
- Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
- Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
- Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
- Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
- Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
- Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
- Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
- Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
- Mary Taylor Gray, The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
- Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
- Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
- R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
- Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
- Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
- Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
- Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
- Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
- Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
- Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
- Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
- «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
- Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
- Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
- Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
- Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Arlet, M. E., & Isbell, L. A. (2009). "Variation in behavioral and hormonal responses of adult male gray-cheeked mangabeys (Lophocebus albigena) to crowned eagles (Stephanoaetus coronatus) in Kibale National Park, Uganda". Behavioral Ecology and Sociobiology, 63(4), 491-499
- Badrian, N., & Malenky, R. K. (1984). Feeding ecology of Pan paniscus in the Lomako Forest, Zaire. In The Pygmy chimpanzee (pp. 275–299). Springer US
- Bildstein, K.L. 2006. Migrating raptors of the world: their ecology and conservation. Cornell University Press, Ithaca, NY.
- Boshoff, A.F. 1997. Crowned Eagle. pp. 194–195 in J.A. Harrison et al. (eds.), The atlas of South African birds. Volume 1: Non-passerines. BirdLife South Africa and Avian Demography Unit, Johannesburg, South Africa.
- Bowen‐Jones, E., & Pendry, S. (1999). The threat to primates and other mammals from the bushmeat trade in Africa, and how this threat could be diminished 1. Oryx, 33(3), 233-246.
- Brown, L. 1976. Eagles of the World. David and Charles, ISBN 0360003184
- Brown, L. H. (1971). The relations of the crowned eagle stephanoaetus coronatus and some of its prey animals. Ibis, 113(2), 240-243.
- Brown, Leslie & Dean Amadon Eagles, Hawks and Falcons of the World by. The Wellfleet Press (1986), ISBN 978-1555214722.
- Bustamante, J. S24. 3: Ecological factors affecting hunting behaviour during the post-fledging dependence period of raptors.
- Cordeiro, N. J. (2008). "Behaviour of blue monkeys (Cercopithecus mitis) in the presence of crowned eagles (Stephanoaetus coronatus)". Folia Primatologica, 59(4), 203-206.
- Cowlishaw, G. (1994). "Vulnerability to predation in baboon populations". Behav., 131(3–4): 293–304.
- Daneel A (1979) Prey size and hunting methods of the crowned eagle. Ostrich 50: 120–121
- Delacour, J., E. Mayr. 1946. Birds of the Philippines. New York: The MacMillan Company.
- Dowsett-Lemaire, F.; Dowsett, R. J. 2006. The birds of Malawi: an atlas and handbook. Touraco Press/Aves, Liege, Belgium.
- Feduccia, A. (1999). The Origin and Evolution of Birds (2nd ed.). New Haven: Yale University Press. ISBN 0-300-07861-7.
- Ferguson-Lees, J.; Christie, D. A. 2001. Raptors of the world. Christopher Helm, London.
- Ginn, P.J., McIlleorn, W.G. & le S Milstein, P. 1989. The Complete Book of Southern African Birds. Johnnesburg: Strake Winchester.
- Goodman, S. M., Rasoloarison, R. M., & Ganzhorn, J. U. (2004). On the specific identification of subfossil Cryptoprocta (Mammalia, Carnivora) from Madagascar. ZOOSYSTEMA-PARIS-, 26(1), 129-143.
- Grambo, Rebecca L. Eagles. Voyageur Press, 1999.
- Hare, Alice. "Bonobos and their Habitat" (PDF). Friends of Bonobos
- Hart J, Katembo M, Punga K (1996) "Diet, prey selection and ecological relations of leopard and golden cat in the Ituri Forest, Zaire". African Journal of Ecology, 34:364–379
- Helbig, A.J., Kocum, A., Seibold, I. & Braun, M.J. "A multi-gene phylogeny of aquiline eagles (Aves: Accipitriformes) reveals extensive paraphyly at the genus level" (PDF). Elseveir.
- Hockey, P. A. R.; Dean, W. R. J.; Ryan, P. G. 2005. Roberts birds of southern Africa. Trustees of the John Voelcker Bird Book Fund, Cape Town, South Africa.
- Irwin, M. P. S. 1981. The birds of Zimbabwe. Quest Publshing, Salisbury, Zimbabwe
- IUCN. 2012. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2012.1). Available at: http://www.iucnredlist.org.
- Kamotho Steve. "The African Crowned Makes a Mistake of Having the Olive Baboon for Dinner". Wildlife Direct.
- Kemp, A. C. (1994). Crowned Hawk-eagle (Stephanoaetus coronatus). Pp. 205 in: del Hoyo, Elliott & Sargatal. eds. (1994). Handbook of the Birds of the World, vol. 2. ISBN 84-87334-15-6
- Lerner, H.R. & Mindell, D.P. "Phylogeny of eagles, Old World vultures, and other Accipitridae based on nuclear and mitochondrial DNA" (PDF). Elseveir.
- Lewis, A. & Pomeroy, D. A Bird Atlas of Kenya. CRC Press (1989), ISBN 9061917166
- Maisels, F. G., Gautier, J. P., Cruickshank, A., & Bosefe, J. P. (1993). Attacks by crowned hawk eagles (Stephanoaetus coronatus) on monkeys in Zaire. Folia Primatologica, 61(3), 157-159.
- Markus Jais. "Interview with Garth Batchelor about the African Crowned Eagle in South Africa". African Raptors
- McGraw, W. S., Cooke, C., & Shultz, S. (2006). "Primate remains from African crowned eagle (Stephanoaetus coronatus) nests in Ivory Coast's Tai Forest: Implications for primate predation and early hominid taphonomy in South Africa". American journal of physical anthropology, 131(2), 151-165
- Mitani J.C., Sanders W.J., Lwanga J.S. & T.L. Windfelder (2001) "Predatory behavior of crowned hawk-eagles (Stephanoaetus coronatus) in Kibale National Park, Uganda" Behavioral Ecology and Sociobiology 49(2–3): 187–195 doi:10.1007/s002650000283
- Msuya, C. A. (1993). "Feeding habits of crowned eagles Stephanoaetus coronatus in Κiwengoma forest reserve, Μatumbi Ηills, Τanzania". In Annales Musee Royal de l'Afrique Centrale. Sciences Zoologiques (Vol. 268).
- Novak, R. M. 1999. Walker's Mammals of the World. 6th edition. Johns Hopkins University Press, Baltimore. ISBN 0-8018-5789-9
- Oatley, T.B., Oschadleus, H.D., Navarro, R.A. and Underhill, L.G. 1998. Review of ring recoveries of birds of prey in southern Africa: 1948-1998. Johannesburg: Endangered Wildlife Trust.
- Parker, V. 1999. The atlas of the birds of Sul do Save, southern Mozambique. Avian Demography Unit and Endangered Wildlife Trust., Cape Town and Johannesburg.
- Peres, C. A. 1990. A "Harpy Eagle successfully captures an adult male Red Howler Monkey". Wilson Bulletin 102: 560-561.
- Rettig, N. 1978. Breeding behavior of the Harpy Eagle (Harpia harpyja). Auk 95: 629-643
- Schulenberg, T.S. (2009) Harpy eagle (Harpia harpyja). In: Schulenberg, T.S. (Ed.) Neotropical Birds Online. Cornell Lab of Ornithology, Ithaca.
- Shultz, S., Noë, R., McGraw, W. S., & Dunbar, R. I. M. (2004). "A community-level evaluation of the impact of prey behavioural and ecological characteristics on predator diet composition". Proceedings of the Royal Society of London, Series B: Biological Sciences, 271(1540), 725-732
- Sinclair & Ryan (2003). Birds of Africa south of the Sahara. ISBN 1-86872-857-9
- Steyn, P. 1982. Birds of prey of southern Africa: their identification and life histories. David Phillip, Cape Town, South Africa.
- Struhsaker, T. T. (2005). Conservation of red colobus and their habitats. International Journal of Primatology, 26(3), 525-538.
- Struhsaker, T. T., & Leakey, M. (1990). "Prey selectivity by crowned hawk-eagles on monkeys in the Kibale Forest, Uganda". Behavioral Ecology and Sociobiology, 26(6), 435-443.
- Tarboton, W.R. & Allan, D.G. 1984. The Status and conservation of Birds of Prey in the Transvaal. Pretoria: Transvaal Museum Monograph, No. 3.
- Thomsett, S. 2011. Simon Thomsett on the African Crowned Eagle. Available at: http://www.africanraptors.org/simon-thomsett-on-the-african-crowned-eagle-part-1/.
- Topp-Jørgensen, E., Nielsen, M. R., Marshall, A. R., & Pedersen, U. (2009). Relative densities of mammals in response to different levels of bushmeat hunting in the Udzungwa Mountains, Tanzania. Tropical Conservation Science, 2(1), 70-87.
- Wieczkowski, J., McGraw, W. S., & Butynski, T. M. (2012). Inferred African Crowned Eagle (Stephanoaetus coronatus) Predation on a Tana River Mangabey (Cercocebus galeritus). African Primates, 7(2), Pp-218.
- Wilkie, D. S., & Carpenter, J. F. (1999). Bushmeat hunting in the Congo Basin: an assessment of impacts and options for mitigation. Biodiversity & Conservation, 8(7), 927-955.