Μετάβαση στο περιεχόμενο

Νεροκότσυφας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Νεροκότσυφας
Ενήλικος νεροκότσυφας
Ενήλικος νεροκότσυφας
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1) [2]
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Στρουθιόμορφα (Passeriformes)
Οικογένεια: Κιγκλίδες (Cinclidae) [i]
Γένος: Κίγκλος (Cinclus) (Borkhausen, 1797)
Είδος: C. cinclus
Διώνυμο
Cinclus cinclus (Κίγκλος ο γνήσιος) [1] [i]
Linnaeus, 1758
Υποείδη

Cinclus cinclus aquaticus
Cinclus cinclus baicalensis
Cinclus cinclus cashmeriensis
Cinclus cinclus caucasicus
Cinclus cinclus cinclus
Cinclus cinclus gularis
Cinclus cinclus hibernicus
Cinclus cinclus leucogaster
Cinclus cinclus minor
Cinclus cinclus olympicus
Cinclus cinclus persicus
Cinclus cinclus przewalskii
Cinclus cinclus rufiventris
Cinclus cinclus uralensis

Ο Νεροκότσυφας είναι πτηνό της οικογενείας των Κιγκλιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Cinclus cinclus και περιλαμβάνει 14 υποείδη.[3] Στην Ελλάδα απαντούν τα υποείδη Cinclus cinclus aquaticus (Bechstein, 1803) και Cinclus cinclus olympicus (Madarász, 1903).[3]

  • Ο νεροκότσυφας ανήκει σε μιά οικογένεια πτηνών, μοναδική ανάμεσα στα Στρουθιόμορφα, η οποία περιλαμβάνει μέλη ικανά να καταδύονται και να κολυμπούν υποβρυχίως. Ένα ακόμη στοιχείο που χαρακτηρίζει το πτηνό είναι η συνεχής κίνηση του σώματός του, πάνω-κάτω (κατά τη διεύθυνση της κατακορύφου) (bobbing), που σχετίζεται με την επιστημονική ονομασία του (βλ. Ονοματολογία, Ηθολογία).

Η επιστημονική ονομασία του γένους -και του είδους- παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, παρόλο που οι ετυμολογικές πηγές της λέξης cinclus είναι ελάχιστες. Το πτηνό ήταν γνωστό στην αρχαία Ελλάδα, διότι υπάρχουν αναφορές στον Αριστοτέλη, τον Αριστοφάνη και τον Ησύχιο (βλ. Κουλτούρα).

Οι ρίζες της λατινικής ονομασίας είναι ελληνικές. Προέρχεται από την αρχαία λέξη κίγκλος, η οποία είναι αβέβαιης ετυμολογίας: [ETYM. κίγκλος <πιθ. κέγκλος (με τροπή του ‘ε’ σε ‘ι’ προ ερρίνου) <πιθ. αρχ. ινδικό cañcala «κινητός, ασταθής», αλλά η σύνδεση δεν φαίνεται να ευσταθεί επειδή cañcala <cal-cal-a με ανομοίωση. Έχει προταθεί και κέγκλος <κέλ-κλ-ος, με ανομοίωση, οπότε θα μπορούσε να συνδεθεί με τα ρήματα κέλλω, κέλομαι, αλλά και αυτή η σύνδεση παρουσιάζει σημασιολογικά προβλήματα].[4] Επίσης, θα μπορούσε να συνδέεται με το κιγκλίς, αβεβαίου ετύμου και, αυτό να παράγεται με ανομοίωση από το ρήμα κλίνω.[5]

Υπάρχουν δύο απόψεις για τη σημασία της λέξης κίγκλος, οι οποίες μπορεί να διαφωνούν ως προς την προέλευση, αλλά συμφωνούν ως προς το ουσιαστικό περιεχόμενο: σύμφωνα με την πρώτα άποψη, η λέξη έχει σχέση με το ρήμα κιγκλίζω «ταρακουνώ, ανασηκώνομαι»,[4] οπότε και η αρχική λέξη κιγκλίς θα είχε αρχικά τη σημασία «πόρτα που ανασηκώνεται, που ανοιγοκλείνει», εξ ου και κιγκλίδωμα.[5] [ii]

Σύμφωνα με τη δεύτερη -και πιθανότερη- άποψη η λέξη κίγκλος αναφέρεται σε είδος σατυρικής ορχήσεως, κατά την οποία οι χορευτές έκαναν κωμικές κινήσεις, κουνώντας τη μέση και τα οπίσθιά τους,[4] κάτι που παραπέμπει σαφώς στη χαρακτηριστική κίνηση του νεροκότσυφα (bobbing).

  • Είναι λοιπόν σαφές ότι, οποιαδήποτε πηγή και αν έχει η λέξη κίγκλος, το ουσιαστικό της αντικείμενο είναι το αυτό: η κίνηση. Επομένως, δικαιολογείται απόλυτα η αναφορά στη χαρακτηριστική συνήθεια του πτηνού να ανασηκώνει το οπίσθιο τμήμα του σώματός του (βλ. Ηθολογία)

Η αγγλική του ονομασία «Dipper», οφείλεται στo άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο της ηθολογίας του πτηνού, να κάνει μικρές, σύντομες καταδύσεις στο νερό, όπου αναζητά την τροφή του (βλ. Κίνηση στο νερό). Μάλιστα η ακριβής σημασία της λέξης «Dip», είναι ενεργητική και όχι παθητική, «εμβαπτίζω (εγώ) πρόσκαιρα, βουτάω στιγμιαία ένα αντικείμενο σε ένα υγρό, λ.χ. μια φρυγανιά στο τσάι», που αντικατοπτρίζει ακόμη περισσότερο αυτή τη συνήθεια του πτηνού.[6]

Η ελληνική λαϊκή ονομασία του είδους, παραπέμπει στα υδάτινα ενδιαιτήματά του, από τα οποία εξαρτάται άμεσα.

Συστηματική Ταξινομική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ενήλικος νεροκότσυφας στο βιότοπό του

Ο νεροκότσυφας περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Λινναίο το 1758 ως Sturnus cinclus (Systema naturæ per regna tria naturæ, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata. - pp. [1-4], 1-824. Holmiæ. (Salvius).[7] Ανήκει σε μονοτυπική οικογένεια, δηλαδή η οικογένεια Cinclidae, περιλαμβάνει μόνο το γένος Cinclus, το οποίο διακρίνεται σε 5 είδη που, από αυτά, τα δύο είναι ευρασιατικά.

Η φυλογενετική θέση της οικογένειας βρίσκεται ακόμη υπό έρευνα. Βάσει παλαιοτέρων μορφολογικών και ηθολογικών στοιχείων, είναι πιθανότερη η φυλογενετική σχέση με τις οικογένειες Τουρδίδες και Μιμίδες.[8] Μέχρι και 20 υποείδη είχαν περιγραφεί στο παρελθόν, αλλά μετά την ενσωμάτωση αρκετών από αυτά, σήμερα υπάρχουν 14 υποείδη, από τα οποία μόνον ένα αμφισβητείται, το Cinclus cinclus olympicus. Σε γενικές γραμμές, διακρίνονται 2 μεγάλες συστηματικές ομάδες (groups): η ομάδα cinclus και η ομάδα leucogaster. Στην πρώτη, ανήκουν τα υποείδη της Ευρώπης, της Αφρικής και της ΝΔ. Ασίας, ενώ στη δεύτερη τα υποείδη της Κ. και Α. Ασίας (συμπεριλαμβανομένων της περιοχής των Ιμαλαΐων και της Δ. Κίνας). Οι διαφορές μεταξύ των ομάδων είναι σχετικά λίγες και, βασίζονται κυρίως στους χρωματισμούς, τη λευκή περιοχή στο στήθος του πτηνού και στο μέγεθος. Παρά ταύτα, υπάρχουν ακόμη διαφωνίες μεταξύ των ερευνητών και, είναι πιθανόν να υπάρξουν αλλαγές στη συστηματική ταξινομική του είδους στο άμεσο μέλλον.[9]

Γεωγραφική κατανομή υποειδών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Χάρτης εξάπλωσης των υποειδών του Cinclus cinclus: Πράσινο σκούρο = μόνιμες ή/και περιοχές αναπαραγωγής των υποειδών, Πράσινο σκούρο = Περιοχές διαχείμασης

Το είδος κατανέμεται σε μία σχετικά ευρεία ζώνη της Δ. και Κ. Παλαιαρκτικής, κυρίως στην Ευρασία και, σε κάποιες περιοχές της ΒΔ. Αφρικής όπου και αναπαράγεται ή μετακινείται τοπικά κατά τους χειμερινούς μήνες. Αυτό σημαίνει ότι το είδος είναι κατά βάσιν καθιστικό, δηλαδή προτιμά να βρίσκεται σε μία περιοχή, είτε όλο το χρόνο ως επιδημητικό, είτε να μετακινείται τοπικά. Όμως, υπάρχουν και διακριτοί μεταναστευτικοί πληθυσμοί, οι οποίοι κάνουν κάποιες αποστάσεις για να ξεχειμωνιάσουν. Στην Κ. Ασία, οι περιοχές όπου ανευρίσκονται τα εκεί υποείδη (βλ. Γεωγραφική κατανομή), αλληλοεπικαλύπτονται σε αρκετό βαθμό με τις περιοχές του ετέρου ασιατικού υποείδους Cinclus pallasii, το οποίο όμως, προτιμά ως ενδιαίτημα τα ύδατα με αργότερη ροή (βλ Βιότοπος).

Σε γενικές γραμμές και, ανεξάρτητα από το υποείδος, η επικράτεια του πτηνού έχει ως δυτικά όρια τα βρετανικά νησιά στο βορρά και τη ΒΔ. Αφρική στο νότο. Η ζώνη συνεχίζεται συμπαγής προς τα ανατολικά, συμπεριλαμβάνοντας σχεδόν όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, εκτός από μεγάλα τμήματα της Ουκρανίας και της Ευρωπαϊκής Ρωσίας. Στη συνέχεια η επικράτεια κατακερματίζεται και, οι πληθυσμοί γίνονται αρκετά σποραδικοί και τοπικοί, με γενική κατεύθυνση τα Ουράλια Όρη και τη λίμνη Βαϊκάλη. Νοτιοανατολικά, η ζώνη επεκτείνεται μέχρι το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, την περιοχή των Ιμαλαΐων, το Θιβέτ, τη Μογγολία και την Κ. Κίνα. Ένας, σχετικά απομονωμένος, θύλακας αναπαραγωγής βρίσκεται στην περιοχή των ορέων Στανοβόι,[10] στη μακρινή Σιβηρία, ενώ οι μεγαλύτεροι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί αναπαραγωγής απαντώνται στη Ρουμανία.[11]

Αρ. Υποείδος Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης Σημειώσεις
1 Cinclus cinclus aquaticus Κ και ΝΑ Ευρώπη (Βέλγιο, Α Γαλλία νότια προς Α και Ν Ισπανία, Ιταλία Σικελία, Ελλάδα) Μόνον τοπικές μετακινήσεις
2 Cinclus cinclus baicalensis Όρη Αλτάι, Μογγολία και περιοχές γύρω από τη Βαϊκάλη, ΝΑ Σιβηρία Μόνον τοπικές μετακινήσεις
3 Cinclus cinclus cashmeriensis βόρεια όψη των Δ και Κ Ιμαλαΐων, Β Πακιστάν και Δ Κασμίρ προς Σικκίμ Μόνον τοπικές μετακινήσεις
4 Cinclus cinclus caucasicus Β Μικρά Ασία, Καύκασος Μετακινήσεις προς Κ και Ν Μικρά Ασία, Β Ιράκ, Β Ιράν, Πακιστάν (;)
5 Cinclus cinclus cinclus Β Ευρώπη (Σκανδιναβία ανατολικά προς ΒΔ Ρωσία, ΝΔ και Κ Γαλλία, Β Ισπανία, Κορσική, Σαρδηνία Μετακινούνται Ν, ΝΔ προς Βαλτική, Β Πολωνία, Β Γερμανία και Δανία
6 Cinclus cinclus gularis Νησιά Όρκνει, Σκωτία (εκτός από τα δυτικά), Ν, Δ και Κ Αγγλία, Ουαλία Μαζί με το 7 είναι τα υποείδη των βρετανικών νησιών
7 Cinclus cinclus hibernicus Ιρλανδία, Δ Σκωτία (συμπεριλαμβανομένων των Δ Εβρίδων) Μαζί με το 6 είναι τα υποείδη των βρετανικών νησιών
8 Cinclus cinclus leucogaster ΝΚ Ρωσία, Β και Ν Αφγανιστάν, ΒΔ Κίνα (Όρη Τιέν Σαν και Δ Κουνλούν), ΒΔ Πακιστάν, Μογγολία]
9 Cinclus cinclus minor ΒΔ Αφρική (Μαρόκο, Β Αλγερία Ενδημικό στην περιοχή
10 Cinclus cinclus olympicus Κρήτη, Κύπρος (??), Δ και Ν Μικρά Ασία Πιθανότατα ενδημικό στις περιοχές, αλλά αμφισβητείται ως υποείδος. Από την Κύπρο, πιθανότατα έχει εκλείψει πλέον [12]
11 Cinclus cinclus persicus ΝΑ Τουρκία, ΒΔ και ΝΔ Ιράν (Όρη Ζάγκρος και Μπαχτιάρι), Ιράκ Μόνον τοπικές μετακινήσεις
12 Cinclus cinclus przewalskii Α ΙμαλάιαΜπουτάν, Ν Θιβέτ), Δ και Κ Κίνα (ΒΔ Σιτσουάν) Μόνον τοπικές μετακινήσεις
13 Cinclus cinclus rufiventris Δ Συρία, Λίβανος (Αντιλίβανος όρος) Πιθανότατα ενδημικό στην περιοχή
14 Cinclus cinclus uralensis Δ Ρωσία (Ουράλια Όρη) Μετακινούνται νοτιότερα προς Καζακστάν

Πηγές:[3][13][14][15][16][17][18]

(σημ. με έντονα γράμματα τα υποείδη που απαντούν στον ελλαδικό χώρο)

Μεταναστευτική συμπεριφορά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όπως προαναφέρθηκε, οι περισσότεροι πληθυσμοί του νεροκότσυφα είναι καθιστικοί και, υπομένουν ακόμη και σκληρούς χειμώνες στην περιοχή αναπαραγωγής τους, εκτός εάν παγώσουν τα νερά εκεί, οπότε αναγκάζονται να μεταναστεύσουν. Μάλιστα, τα θηλυκά φαίνεται να έχουν μεγαλύτερη τάση να μετακινηθούν απ’ ό, τι τα αρσενικά.[19] Όσοι πληθυσμοί μεταναστεύουν, κινούνται προς τις πλησιέστερες περιοχές με τις καλύτερες καιρικές συνθήκες και, αποφεύγουν τα μεγάλα ταξίδια (βλ. πίνακα).

Τα νεαρά άτομα, φεύγουν συνήθως από την περιοχή όπου γεννήθηκαν, αλλά και πάλι, προσπαθούν να δημιουργήσουν δική τους επικράτεια, σε ακτίνα λίγων χιλιομέτρων από εκεί. Μπορεί να εγκαθίστανται 50 χιλιόμετρα ή και περισσότερο από τις φωλιές τους, αλλά αυτό αποτελεί εξαίρεση.[20]

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από τις Φεςρόες, τη Μάλτα και την Τυνησία [2]

Στην Ελλάδα, ο νεροκότσυφας απαντά όλο το έτος ως αναπαραγόμενο είδος, κυρίως από την κεντρική χώρα και βορειότερα, αλλά είναι τοπικά περιορισμένο διότι εξαρτάται άμεσα από την ύπαρξη καθαρών υδάτων συγκεκριμένης ροής (βλ. Βιότοπος).

Τυπικός φυσικός οικότοπος του Νεροκότσυφα (με το βέλος σημειώνεται η θέση της φωλιάς)

Οι περιοχές αναπαραγωγής του νεροκότσυφα συνδέονται στενά με ρέοντα, καθαρά και πλούσια σε οξυγόνο νερά, ποταμών ή άλλων υδάτινων συστημάτων συνεχούς ροής. Αυτά, τις περισσότερες φορές απαντώνται σε ορεινούς όγκους αλλά ακόμη και σε λοφώδεις περιοχές.[21] Σε ορισμένες περιοχές, είναι πολύ σπάνιο πουλί αναπαραγωγής, αλλά σε άλλες μπορεί να φθάσει σε υψηλές πληθυσμιακές πυκνότητες, όταν οι συνθήκες διαβίωσης είναι ευνοϊκές. Σε αρκετές περιπτώσεις μοιράζεται τα ίδια ενδιαιτήματα με τη Σταχτοσουσουράδα.

Σύμφωνα με το σύστημα κατάταξης των ποταμίων ευρωπαϊκών ζωνών (European river zonation) [22] τα προτιμώμενα ενδιαιτήματα αφορούν τη Ζώνη της Πέστροφας (Trout zone), η οποία χαρακτηρίζεται από απότομες κοίτες, με ρέοντα ύδατα υψηλής ταχύτητας και σχετικά χαμηλής θερμοκρασίας. Η ταχεία ροή των υδάτων δημιουργεί δίνες, οι οποίες συμβάλλουν στη σημαντική οξυγόνωσή τους. Επί πλέον, οι κοίτες των συστημάτων πρέπει να είναι ευρύτερες από 2 μέτρα και να έχουν ένα ελάχιστο όγκο απορροής 1 κυβικό μέτρο ανά δευτερόλεπτο (1m³/sec),[23] και επιφανειακή ταχύτητα ροής, 12-20 μέτρα ανά δευτερόλεπτο (12-20m/sec).[24]

Γενικά, τηρείται η παρουσία του στη συγκεκριμένη ποτάμια ζώνη και, μόνο κατ’ εξαίρεσιν, μπορεί να βρεθεί σε άλλες ζώνες. Τα νερά πρέπει να έχουν υπόστρωμα βραχώδες ή με βότσαλα και, τουλάχιστον εν μέρει, όχθες με πυκνούς θάμνους. Μικροί καταρράκτες, βράχια ή μεγάλες πέτρες στη ροή του ρεύματος και ρωγμές στις όχθες, είναι ευχαρίστως αποδεκτά στοιχεία. Σημαντικό παράγοντα αποτελεί, η κατά το δυνατόν ομοιογενής ροή των υδάτων και, χωρίς πάγο το χειμώνα. Η ποιότητα του νερού των συγκεκριμένων συστημάτων είναι συνήθως πολύ υψηλή, αλλά οι νεροκότσυφες μπορεί να αντέξουν και πιο υποβαθμισμένα ύδατα, εφόσον επιλέξουν την περιοχή. Ωστόσο, τα ύδατα αργής ροής, οι λίμνες ή τα κανάλια είναι ενδιαιτήματα που το πτηνό αποφεύγει, τουλάχιστον κατά την περίοδο αναπαραγωγής, ενώ η παρουσία του σε αυτά είναι πιο συχνή τον χειμώνα. Επίσης, όταν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές και, τα νερά αρκετά καθαρά, μπορεί να βρίσκεται ακόμη και σε αστικές περιοχές, όπως λ.χ. σε αρκετές βορειοευρωπαϊκές πόλεις που είναι κτισμένες σε ένα πυκνό δίκτυο καθαρών ρευμάτων. Κατά την διάρκεια του χειμώνα έχει παρατηρηθεί και κατά μήκος κάποιων ακτών, ιδιαίτερα άν τα γλυκά νερά όπου ζει έχουν παγώσει.[25]

Το υψόμετρο όπου μπορεί να παρατηρηθεί ο νεροκότσυφας, εξαρτάται από την εποχή και το γεωγραφικό πλάτος. Έτσι, οι ασιατικοί πληθυσμοί είναι ικανοί να βρεθούν σε μεγάλα υψόμετρα, λόγω του αναγλύφου της περιοχής, μέχρι και πάνω από τα 4000 μέτρα, ειδικά τα υποείδη C. c. cashmeriensis και C. c. przewalski.[10] Στην περιοχή των Ιμαλαΐων αναπαράγονται από τα 2590 μέτρα και πάνω, συνήθως στα 3500-4800 μέτρα.[26] Το ευρωπαϊκό υποείδος C. c. aquaticus δεν φθάνει, βέβαια, σε τέτοια υψόμετρα, όμως έχει παρατηρηθεί να αναπαράγεται στην Ελβετία στα 2500 μέτρα, περίπου.[11]

Στην Ελλάδα, ο νεροκότσυφας απαντά σε παρόμοια ενδιαιτήματα, αλλά οι προδιαγραφές της καθαρότητας του νερού είναι ακόμη υψηλότερες, πιθανότατα γιατί υπάρχει σημαντική όχληση σε πιο υποβαθμισμένες περιοχές. Ιδιαίτερα στα καθαρά νερά των ποταμών της Ηπείρου και της ανατολικής Μακεδονίας, μπορεί να βρεθεί σε σημαντικούς αριθμούς.[27][28]

Ενήλικος νεροκότσυφας με τη λεία του

Ο νεροκότσυφας, σε συνδυασμό με τα ιδιαίτερα ενδιαιτήματά του, είναι από εκείνα τα είδη, που εύκολα ξεχωρίζουν στην ορνιθολογική παρατήρηση. Με τα απολύτως οριοθετημένα χρώματά του και το «στρουμπουλό» παρουσιαστικό του, κυρίως όμως με τη συνήθειά του να «βουτάει» για σύντομο διάστημα στο νερό, αποτελεί από τα πιο ευδιάκριτα είδη του ιπτάμενου βασιλείου. Το κεφάλι και ο τράχηλος έχουν ελαφρώς σκούρο καφέ χρώμα, ενώ το υπόλοιπο πάνω μέρος του σώματος μέχρι το ουροπύγιο, έχει ένα χαρακτηριστικό γκρίζο του σχιστόλιθου χρώμα (slate grey), που με τις σκουρότερες περιοχές δίνει την αίσθηση μιας χρωματικής κλιμάκωσης. Ο λαιμός, ό λάρυγγας και το στήθος έχουν συνήθως «απέριττο» λευκό χρώμα, αλλά ανάλογα με το υποείδος, μπορεί να εμπεριέχει και παλ αποχρώσεις. Το λευκό αυτό, οριοθετείται απότομα στο ύψος της κοιλιάς, όπου αρχίζει μια περιοχή σκούρου καστανού χρώματος, διαφορετικού από την κορυφή του κεφαλιού που, πάλι ανάλογα με το υποείδος, μπορεί να κυμαίνεται από το σκωριόχρωμο έως το κοκκινωπό καφέ. Το ουροπύγιο και η βάση των πηδαλιωδών φτερών της -κοντής και τετραγωνισμένης- ουράς είναι γκρι-καφέ.

Το ράμφος είναι κοντό και ισχυρό και, έχει χρώμα μαυριδερό, όπως οι επίσης ισχυροί ταρσοί και τα πόδια. Τα νύχια ξεχωρίζουν γιατί είναι εξαιρετικά μακριά, σε σχέση με το μέγεθος του πουλιού, και έχουν ένα ελαφρύ ασημόγκριζο χρώμα, ενώ η ίριδα είναι καστανή. Δεν εμφανίζεται φυλετικός διμορφισμός, όμως τα αρσενικά είναι ελαφρώς βαρύτερα, κατά μέσο όρο, από τα θηλυκά και έχουν λίγο μεγαλύτερες πτέρυγες.

Τα νεαρά πτηνά, ωστόσο, διαφέρουν αρκετά από τους ενήλικες. Έχουν πολύ πιο ανοικτούς χρωματισμούς στο πτέρωμά τους, μη καλώς οριοθετημένους, σε εναλλασσόμενες αποχρώσεις του γκρίζου και του λευκού που, ιδιαίτερα στο κάτω μέρος εμφανίζουν αλληλοεπικαλυπτόμενες «νιφάδες», όπως τα διατεταγμένα κεραμίδια μιας σκεπής. Συγκεκριμένα φέρουν σκοτεινές φολιδώσεις σε γκρι υπόστρωμα στην άνω επιφάνεια και, γκρίζες φολιδώσεις σε υπόλευκο υπόστρωμα στην κάτω επιφάνεια.[26] Οι ταρσοί και τα πόδια τους έχουν ανοικτό γκρίζο χρώμα με ροζ απόχρωση. Συνήθως, μέχρι τον Οκτώβριο του έτους γέννησής τους, αλλάζουν αυτό το πτέρωμα (moult) και αποκτούν εκείνο των ενηλίκων. Η ίριδά τους είναι πιο σκούρα από εκείνη των ενηλίκων.

Βιομετρικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Μήκος σώματος: (16-)17 έως 18(-19) εκατοστά
  • Μήκος χορδής πτέρυγας: Αρσενικό 8,8 έως 10,3 εκατοστά, Θηλυκό 8,1 έως 9,9 εκατοστά
  • Βάρος: Αρσενικό 45 έως 85 γραμμάρια, Θηλυκό 43 έως 78 γραμμάρια [29]

Οι νεροκότσυφες τρέφονται αποκλειστικά με ζωική ύλη και, όποιο φυτικό υλικό έχει εντοπιστεί στην ανάλυση τροφίμων είναι περιστασιακό, όπως και οι πέτρες που βρίσκονται συχνά στο στομαχικό περιεχόμενο και, που προέρχονται από την ταχεία κατάποση μαζί με τις διάφορες προνύμφες, που ζουν ανάμεσά τους.

Το αμφίποδο Gammarus από τα αγαπημένα εδέσματα του νεροκότσυφα

Μεταξύ των θηραμάτων υπερέχουν τα τυπικά έντομα που ζουν στα ορμητικά νερά, ιδιαίτερα οι προνύμφες των Τριχοπτέρων, Εφημεροπτέρων, Πλεκοπτέρων και Διπτέρων. Λιγότερο σημαντικές είναι οι προνύμφες των κουνουπιών και τα διάφορα σκαθάρια του νερού. Άλλα ασπόνδυλα συμπεριλαμβάνουν σαλιγκάρια του γλυκού νερού, σκουλήκια, Αμφίποδα και Ισόποδα. Μερικές φορές καταναλώνονται μικρά ψάρια, γόνοι ψαριών και γυρίνοι. Ζωντανά χερσαία θηράματα, όπως σκαθάρια, μυρμήγκια, σαρανταποδαρούσες και αράχνες, επίσης μπορεί να καταναλώνονται ανά περίσταση. Η διατροφή των νεοσσών αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από προνύμφες Εφημεροπτέρων, ενώ αργότερα υπερτερούν οι προνύμφες Τριχοπτέρων, όπως και στους ενήλικες.[30]

Οι νεροκότσυφες χρησιμοποιούν διαφορετικές στρατηγικές αναζήτηση τροφής. Η απλούστερη είναι το ράμφισμα του θηράματος από το έδαφος ή από την επιφάνεια των φύλλων που επιπλέουν. Περιστασιακά, μπορεί να αναποδογυρίζουν φύλλα ή πέτρες, ενώ μία προσφιλής μέθοδος είναι να κολυμπούν στην επιφάνεια του νερού και, έχοντας το κεφάλι κάτω από αυτήν, να εποπτεύουν το βυθό. Την ίδια μέθοδο μπορεί να υιοθετούν και από όρθια θέση, στεκόμενοι πάνω σε μία πέτρα ή ένα βράχο. Ωστόσο, η πιο κοινή και εξειδικευμένη μέθοδος ανάκτησης της τροφής, είναι η κατάδυση. Σπάνια, και μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις υπεραφθονίας, μπορεί να κυνηγάει στον αέρα διάφορα ιπτάμενα έντομα.

Σε ξηρό έδαφος, οι νεροκότσυφες κινούνται ακατάπαυστα περπατώντας, τρέχοντας ή με μικρά άλματα. Είναι εξαιρετικοί αναρριχητές και μπορούν να αναρριχώνται σε κλιμακωτές, σχεδόν κάθετες επιφάνειες, ενώ μερικές φορές μπορούν ακόμη και να μετακινούνται ανάποδα, με το κεφάλι προς τα κάτω. Πετάνε μόνον όταν πρέπει να διανύσουν μεγαλύτερες αποστάσεις και, αυτό γίνεται με γρήγορη, ευθεία πτήση σε χαμηλό ύψος που συνήθως ακολουθεί την πορεία του ποταμού, ανεβαίνει στα όρια της όχθης και επιστρέφει «τοξωτά» πίσω στη θέση αφετηρίας. Πετούν χωρίς ενδιάμεσες παύσεις ή αερολισθήσεις (glidings), ενώ μερικές φορές η πτήση τους μοιάζει με εκείνη του μυγοχάφτη. Πτήσεις μεγάλων αποστάσεων πραγματοποιούνται με ταχύτητα 50 χμ/ώρα σε ύψη μεταξύ 50 και 100 μέτρων, όπως για παράδειγμα, η διάσχιση θαλασσίων περιοχών, όπως είναι η Βαλτική Θάλασσα.[31]

Νεροκότσυφας ασχολούμενος με την περιποίηση του πτερώματός του

Η περίοδος δραστηριότητας του νεροκότσυφα αρχίζει πριν από την ανατολή του ήλιου και τελειώνει περίπου στο ηλιοβασίλεμα. Νωρίς το πρωί και αργά το απόγευμα, είναι οι ώρες που χρησιμοποιούνται πιο εκτεταμένα στην αναζήτηση τροφής. Στο ενδιάμεσο υπάρχει μια περίοδος για να ξεκουραστεί και να περιποιηθεί το πτέρωμά του (preening), γύρω στο μεσημέρι, αλλά αυτά μπορούν να πραγματοποιηθούν και κατά τη διάρκεια της αναζήτησης τροφής. Περνάει τη νύχτα του σε στεγασμένους χώρους, συχνά σε κόγχες, ρωγμές ή σπηλιές, ως επί το πλείστον στην άκρη του νερού και, όχι σε μια φωλιά.

Οι νεροκότσυφες είναι από τα ελάχιστα ωδικά πτηνά που έχουν μία συγκεκριμένη σχέση με το νερό: μπορούν να κολυμπούν και να καταδύονται. Αυτό οφείλεται, εκτός των άλλων, στη δομή του σώματός τους που, μπορεί να είναι «στρουμπουλό» (stocky), αλλά έχει υδροδυναμικό σχήμα.[32] Στην πρώτη περίπτωση χρησιμοποιούν τα πόδια τους, όπως ακριβώς κάνουν οι κολυμβητές. Εάν τυχόν η πορεία τους είναι αντίθετη με τα -συνήθως ορμητικά- νερά, τότε τοποθετούν με κατάλληλο τρόπο την ουρά τους για να αντιστέκονται στο ρεύμα. Εάν χρειαστεί να κρατηθεί στον πυθμένα, τότε το σώμα του πουλιού «πιέζεται» στην κοίτη υιοθετώντας μια σκυφτή στάση και έτσι, μπορεί να παραμείνει για κάποιο χρονικό διάστημα, εξοικονομώντας ενέργεια για να ψάχνει περπατώντας την τροφή του. Συνήθως η πορεία του κάτω από το νερό «προδίδεται» από τις φυσαλίδες που αναδύονται στην επιφάνεια, παράλληλα με την πορεία του στο βυθό.

Η κατάδυση επιτυγχάνεται είτε με πτώση από στερεό έδαφος, είτε με βύθιση ενώ κολυμπάει στην επιφάνεια του νερού. Η υποβρύχια προώθηση επιτυγχάνεται αφ’ ενός με την κίνηση των ποδιών, αφ’ετέρου με τη χρήση των πτερύγων, που τις χρησιμοποιεί σαν κουπιά. Ο μέσος χρόνος κατάδυσής τους είναι 5-10 δευτερόλεπτα,[33] αν και σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μπορούν να μείνουν κάτω από το νερό μέχρι και 30 δευτερόλεπτα.[34]

Κίνηση του σώματος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιδιαίτερα εντυπωσιακή, σχεδόν χαρακτηριστική αυτού του είδους είναι η κίνηση του σώματός του. Συγκεκριμένα, έχει την αδιάκοπη τάση να κινεί το κάτω μέρος του σώματός του, κατά τη διεύθυνση της κατακορύφου, όταν βρίσκεται σε στέρεο έδαφος και εποπτεύει το χώρο, ή ανάμεσα στις παύσεις του περπατήματός του.[25] Η συγκεκριμένη κίνηση έχει επικρατήσει διεθνώς με την αγγλική της ονομασία, «bobbing», όμως με την ίδια λέξη ονομάζεται και η κίνηση της ουράς πάνω-κάτω, που πολλά πτηνά την υιοθετούν, όπως λ.χ. ο Ακτίτης (Actitis hypoleucos), αλλά και ο ίδιος ο νεροκότσυφας.

  • Ωστόσο στην περίπτωση αυτή, η κίνηση είναι πολύ ιδιαίτερη και, επιτυγχάνεται με ειδικό τρόπο: το πουλί κάμπτει την άρθρωση μεταξύ ταρσοκνήμης και ταρσομεταταρσίου και «κατεβάζει» το σώμα του προς το έδαφος, ενώ ο κορμός παραμένει σε οριζόντια θέση και ακίνητος. Στη ουσία, η κίνηση αυτή μοιάζει έντονα με το σκουότ (squat) των αρσιβαριστών, μόνο που η κάμψη δεν γίνεται στην άρθρωση του γονάτου, όπως στον άνθρωπο, αλλά στην αντίστοιχη «ποδοκνημική» του πτηνού.

Η κίνηση αυτή γίνεται ταχύτατα και αδιάκοπα, ενώ η έντασή της, δηλαδή πόσο χαμηλά «κατεβαίνει» ο κορμός, φαίνεται ότι εξαρτάται από διάφορους παράγοντες.[35] Συχνά, κατά την εκτέλεση της κίνησης, οι πτέρυγες είναι ελαφρά ανοιγμένες και, ενδιάμεσα μπορεί να παρατηρηθεί μιά ανεπαίσθητη συστροφή του κορμού. Η χαρακτηριστική αυτή κίνηση γίνεται τόσο συχνά που, όταν το πουλί είναι εξιταρισμένο, μέχρι και 81 (!) μεμονωμένα «ανεβοκατεβάσματα» ανά λεπτό έχουν μετρηθεί.[36]

Cinclus cinclus

Η πυκνότητα του εκάστοτε τοπικού πληθυσμού σχετίζεται με την αφθονία τροφής και, μπορεί να κυμαίνεται αναλόγως, από μερικές εκατοντάδες μέτρα νερού, μέχρι και αρκετά χιλιόμετρα ανά ζεύγος αναπαραγωγής. Ένα ζευγάρι χρειάζεται ζωτικό χώρο με εμβαδόν, περίπου 0,4 εκτάρια νερού, γι’ αυτό και οι ευνοϊκές περιοχές φωλιάσματος έχουν περίπου ένα ζευγάρι αναπαραγωγής ανά χιλιόμετρο ύδατος.[37] Απόσταση μικρότερη από 100 μέτρα, ανάμεσα στα ζευγάρια, θα μπορούσε να είναι λόγος για διγυνία, δηλαδή ένα αρσενικό να ζευγαρώσει με περισσότερα του ενός θηλυκά.[37]

Η ηλικία που επιτυγχάνεται η σεξουαλική ωριμότητα του νεροκότσυφα είναι μικρή, ήδη από τον πρώτο χειμώνα της ζωής τους. Γι’ αυτό και τα νεαρά πουλιά προσπαθούν να βρούν ταίρι από το φθινόπωρο, αλλά λόγω ανισοκατανομής των δύο φύλων, πολλά αρσενικά συχνά δεν προσέρχονται κατά το 1ο έτος για να αναπαραχθούν. Σε κάθε περίπτωση, ο σχηματισμός των ζευγαριών έχει ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του χειμώνα. Οι νεροκότσυφες είναι κατά μεγάλο ποσοστό μονογαμικό είδος, ωστόσο έχει παρατηρηθεί αλλαγή συντρόφου μεταξύ πρώτης και δεύτερης γενιάς και η διγυνία δεν θα πρέπει να είναι σπάνια.[38] Η μεγάλη συντροφικότητα των δύο εταίρων συχνά οδηγεί σε πολλαπλά ζευγαρώματα και, μάλιστα, περιστασιακά διά βίου. Στους περισσότερους πληθυσμούς συμβαίνουν τακτικά 2, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, 3 ωοτοκίες (broods)σε κάθε αναπαραγωγική περίοδο. Το τελετουργικό συμπεριλαμβάνει σκηνές ερωτοτροπίας από το αρσενικό, με χαρακτηριστικές φωνές και κελαηδίσματα και, επίδειξη του άσπρου στήθους του. Συνήθως ακολουθεί κατά πόδας το θηλυκό, μπορεί να ανεβαίνει πάνω σε δένδρα και να πραγματοποιεί εντυπωσιακές βουτιές στο νερό.

Τυπική φωλιά νεροκότσυφα σε τεχνητό υπόβαθρο. Διακρίνεται η χαρακτηριστική είσοδος

Στα εδάφη αναπαραγωγής (βλ. Βιότοπος), οι νεροκότσυφες φωλιάζουν σε προσεκτικά επιλεγμένες θέσεις, οι οποίες είναι αρκετά δυσεύρετες. Αυτός είναι ο λόγος που, τα ζευγάρια έχουν την τάση να διατηρούν τις ίδιες θέσεις φωλιάσματος κέθε έτος και, ακόμη και αν είναι παλιές, προτιμούν να τις επισκευάσουν παρά να αναζητούν νέες. Το αρσενικό έχει την πρωτοβουλία επιλογής της φωλιάς, με πτήσεις προς ένα συγκεκριμένο μέρος, όπου κελαηδάει και, με περιστροφικές κινήσεις προσποιείται την κατασκευή της.

Οι φωλιές είναι πάντοτε κοντά στο νερό, συχνά μερικά εκατοστά πάνω από την επιφάνειά του και, ως εκ τούτου, επιρρεπείς σε πλημμύρες κατά καιρούς. Μπορεί να βρίσκονται σε υπερυψωμένη στερεή επιφάνεια, ακόμη όμως και να κρέμονται σε ένα κλαδί πάνω από το νερό. Κατασκευάζονται σε ένα βράχο, ένα γείσο βράχου, στην όχθη, στις ρίζες ενός παραποτάμιου δένδρου, σε μία κόγχη ή κοιλότητα, αλλά μπορεί να βρίσκονται ακόμη και κάτω από μία γέφυρα, ενώ δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις να κατασκευάζονται πίσω από τις «κουρτίνες» ενός καταρράκτη.[21] Συνήθως η φωλιά καλύπτεται στην κορυφή της για να προφυλάσσεται από τη βροχή και, προτιμώνται ημι-σκοτεινές περιοχές. Μερικές φορές είναι κτισμένη εξ ολοκλήρου μέσα σε μια σπηλιά και, μετά βίας γίνεται ορατή από το εξωτερικό περιβάλλον.[39]

Στην κατασκευή της συμμετέχουν και τα δύο φύλα, ενώ η ολοκλήρωσή της εκτός απροόπτου, πραγματοποιείται σε περίπου 14 ημέρες, συνήθως στο τέλος Φεβρουαρίου. Είναι μία σχετικά ογκώδης, σφαιρική κατασκευή από σταθερά πλεγμένα μεταξύ τους βρύα και, ενσωματώνει στο εσωτερικό της μια δομή επίσης από βρύα και γρασίδι, επιστρωμένη κυρίως με νεκρά φύλλα. Τα υλικά κατασκευής της, συνήθως εμβαπτίζονται στο νερό πριν χρησιμοποιηθούν.

  • Χαρακτηριστική είναι η είσοδος της φωλιάς: βλέπει πάντοτε προς το νερό έχοντας αρνητική κλίση και, κατασκευάζεται έτσι, ώστε η οπή εισόδου να «πατάει» σε ένα σταθερό σημείο, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως «σκαλοπάτι», λ.χ. μια προεξοχή στο βράχο, για να μπορεί ο εισερχόμενος να μη γλυστράει προς τα πίσω. Η ανηφορική της κλίση συντελεί, ώστε να δημιουργείται μία τεχνητή υδρορροή, για να τρέχουν τα νερά της βροχής προς τα κάτω, ενώ ταυτόχρονα, το πάνω μέρος της προεξέχει σε σχέση με το κάτω, έτσι ώστε να δημιουργείται ένα επιπλέον προστατευτικό γείσο για τη βροχή. Οι διαστάσεις της εισόδου είναι περίπου 70 Χ 50 χιλιοστά, είναι δηλαδή πλατύτερη απ’ ότι ψηλότερη. Η συνολική διάμετρος της φωλιάς φθάνει τα 20 εκατοστά, περίπου, αλλά επειδή αυτή επαναχρησιμοποιείται για χρόνια και επεκτείνεται διαρκώς, μπορεί να φθάσει μέχρι και το μισό μέτρο σε διάμετρο.[21]

Το φώλιασμα μπορεί να ξεκινάει από το Φεβρουάριο, αλλά τις περισσότερες φορές αργά το Μάρτιο με αρχές Απριλίου στα νότια της επικράτειας, ενώ στο βορρά ή σε μεγάλα υψόμετρα, μπορεί να παραταθεί μέχρι και τις αρχές Ιουνίου.[21] Κατά τα τελευταία 20 χρόνια έχει παρατηρηθεί μία μετάθεση του χρόνου έναρξης της ωοτοκίας προς τους καλοκαιρινούς μήνες, γεγονός που κατά μία υπόθεση οφείλεται στην υπερθέρμανση του πλανήτη. Ωστόσο, η πιθανότερη αιτία είναι η επέμβαση του ανθρώπου στα ευαίσθητα υδάτινα οικοσυστήματα του πτηνού που, αυτά με τη σειρά τους, εμφανίζουν αυξημένες θερμοκρασίες.

  • Έχει παρατηρηθεί ότι, η έναρξη της αναπαραγωγικής δραστηριότητας του είδους, τουλάχιστον στην Κ. Ευρώπη, συμπίπτει με την εποχή που ανθίζουν τα φυτά Tussilago spp και Anemone nemorosa.[40]
Νεαρός νεροκότσυφας (διακρίνονται οι χαρακτηριστικές «φολίδες» του)

Η γέννα αποτελείται συνήθως από 5, κάποιες φορές από 3-8 αβγά, διαστάσεων 26,1 Χ 18,5 χιλιοστών, περίπου και, η εναπόθεσή τους γίνεται μέρα παρά μέρα. Η δεύτερη ωοτοκία περιλαμβάνει, ωστόσο, λιγότερα και μικρότερα αβγά. Η επώαση πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό, αρχίζει συνήθως με την εναπόθεση του προτελευταίου αβγού, και διαρκεί 15-18 ημέρες. Κατά τη διάρκεια της επώασης, το αρσενικό βρίσκεται κοντά στην φωλιά και ενίοτε τροφοδοτεί το θηλυκό, αλλά επίσης και η ίδια μπορεί να αφήνει την φωλιά, ψάχνοντας για τροφή. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι, χρήζουν δηλαδή της προστασίας των γονέων. Κατά τις πρώτες ημέρες σιτίζονται από το θηλυκό, με τροφή που φέρνει το αρσενικό, αργότερα όμως φέρνουν τροφή και οι δύο γονείς, ενώ ταυτόχρονα απομακρύνουν τα περιττώματα από τη φωλιά. Μετά από 19-25 ημέρες οι νεοσσοί μπορούν να εγκαταλείψουν τη φωλιά, αλλά μένουν κοντά στους γονείς τους για, ακόμη 10 έως 14 ημέρες πριν μεταναστεύσουν.[21]

  • Οι νεοσσοί είναι ικανοί να κολυμπούν και να καταδύονται, προτού να μπορούν να πετάξουν,[21] ιδιαίτερα σε περίπτωση κινδύνου.

Η δεύτερη ωοτοκία αρχίζει κατά μέσο όρο, 9 ημέρες μετά την ανάπτυξη του πρώτου πτερώματος της πρώτης γενεάς, μερικές φορές ακόμη και νωρίτερα. Συχνά, σε τέτοιες περιπτώσεις, τα αρσενικά αναλαμβάνουν κατ΄αποκλειστικότητα τους νεοσσούς της πρώτης γέννας, αφού το θηλυκό επωάζει ήδη τα αβγά της δεύτερης.

Κατάσταση πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πληθυσμοί του είδους σε παγκόσμια κλίμακα, δεν φαίνεται να έχουν υποστεί μείωση κατά τα τελευταία χρόνια, όμως αυτό αφορά κυρίως στα ευρωπαϊκά υποείδη, διότι για τους πληθυσμούς της Β. Αφρικής και της Ασίας, δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου αξιόπιστες μελέτες.[41]

Ωστόσο, τα πράγματα δεν ήταν έτσι στο πρόσφατο παρελθόν, διότι οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί του νεροκότσυφα είχαν υποστεί σημαντική μείωση στις αρχές της δεκαετίας του '60. Κύριες αιτίες υπήρξαν τα αναχώματα, η διευθέτηση της ροής των ποταμών και άλλα τεχνικά μέτρα, εκτός από την ρύπανση των υδάτων και το κλείσιμο πολλών μικρών υδρόμυλων και άλλων μικρών δομών που λειτουργούσαν με βάση το νερό. Αλλά από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, εκτεταμένες προσπάθειες και αυστηρά μέτρα προστασίας ανέσχεσαν αυτή την πτώση. Οι τοπικοί πληθυσμοί είχαν τη δυνατότητα να ανακάμψουν, έτσι ώστε σήμερα τα κατάλληλα ενδιαιτήματα του νεροκότσυφα να καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος της Κ. και Β. Ευρώπης. Γι’ αυτό, η IUCN θεωρεί ότι το πτηνό δεν διατρέχει άμεσο κίνδυνο και, κατατάσσεται στα είδη Ελαχίστης Ανησυχίας (LC).[2] Για την Ελλάδα τα στοιχεία είναι ανεπαρκή.

Οι κυριότεροι κίνδυνοι για το είδος είναι οι απώλειες από φυσικά αίτια, όπως τοπικές πλημμύρες κατά την περίοδο αναπαραγωγής, τα αρπακτικά ζώα (κυρίως νυφίτσες και ποντικοί), καθώς και οι πολύ βαρείς χειμώνες, που μπορούν να προκαλέσουν εκτεταμένο πάγωμα των υδάτων σε μια μεγάλη περιοχή. Σε σχέση με τον άνθρωπο, το είδος δεν φαίνεται να απειλείται ιδιαίτερα από τη λαθροθηρία, αλλά από την υποβάθμιση των οικοσυστημάτων του, μέσω της ραγδαίας ανάπτυξης του οικοτουρισμού, που πρέπει να γίνεται πάντοτε με σεβασμό στις θέσεις αναπαραγωγής του.[42]

Ο νεροκότσυφας ήταν γνωστό πτηνό στην αρχαία Ελλάδα, διότι ο Αριστοτέλης αναφέρει: «...και σχοίνιλος και κίγκλος...πάντες δε ούτοι το ουραίον κινούσι...».[4] Ο μεγάλος φιλόσοφος κάνει αναφορά στη χαρακτηριστική κίνηση του σώματος του πτηνού.

Όμως το πτηνό αναφέρεται και στον Αριστοφάνη: «...λορδού κιγκλοβάταν ρυθμόν...», «αυτός που περπατάει λορδωτά σαν τον κίγκλο», αλλά και στον Ησύχιο: «...κιγκλίζει, σαλεύει, μοχλεύει, κινεί...».[4]

Όλες οι αναφορές έχουν να κάνουν με τη χαρακτηριστική κίνηση του πτηνού (βλ. Κίνηση του σώματος) που, φαίνεται ότι προκαλούσε ιδιαίτερη εντύπωση από τα αρχαία χρόνια και δικαιολογούν απόλυτα την επιστημονική ονομασία του.

i. ^ Η οικογένεια Cinclidae έχει αποδοθεί λανθασμένα στα ελληνικά ως Κινκλίδες από τον καθηγητή του Παναπιστημίου Πατρών, Ιωάννη Όντρια.[44][45] Παρόλο που είναι σαφής η πρόθεσή του να αντιστοιχίσει τη λατινική γραφή nc με την ελληνική νκ, η αρχαία λέξη κίγκλος, δίνει την απάντηση (βλ. Ονοματολογία, Κουλτούρα). Ωστόσο, στο έργο του Συστηματική Ζωολογία, υπάρχει η ορθή αναφορά Κιγκλίδες.[46]

ii. ^ Αυτή την άποψη παραθέτει ως πηγή το λήμμα Otocinclus της αγγλικής βικιπαίδειας.[47]

  1. Απαλοδήμος, σ. 45
  2. 2,0 2,1 2,2 BirdLife International (2012). Cinclus cinclus στην Κόκκινη Λίστα Απειλούμενων Ειδών της IUCN. Έκδοση 2013.2. Διεθνής Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN). Ανακτήθηκε 29 Μαρτίου 2014.
  3. 3,0 3,1 3,2 Howard and Moore, p. 698
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, τ. 33, σ. 469
  5. 5,0 5,1 Μπαμπινιώτης, σ. 887
  6. http://dictionary.reference.com/browse/dip?s=t
  7. http://www.animalbase.org/
  8. Brewer & MacKay (2001), S. 19
  9. Lauga et al. (2005), S. 261
  10. 10,0 10,1 Creutz (1986), S. 19
  11. 11,0 11,1 HBV (1985), Bd. 10/2, S. 975
  12. http://www.sigmalive.com/simerini/news/local/234895
  13. Singer, p. 245
  14. del Hoyo et al
  15. BirdLife International and NatureServe (2012). «Cinclus cinclus: Χάρτης γεωγραφικής κατανομής». IUCN. Ανακτήθηκε στις 29 Μαρτίου 2014. 
  16. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Απριλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 2013. 
  17. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Ιουλίου 2014. Ανακτήθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 2013. 
  18. http://avibase.bsc-eoc.org/species.jsp?lang=EN&avibaseid=FDECE3B9278A17EC
  19. Brewer (2001), S. 201
  20. HBV (1985), Bd. 10/2, S. 986
  21. 21,0 21,1 21,2 21,3 21,4 21,5 Harrison, p. 282
  22. http://en.wikipedia.org/wiki/European_river_zonation
  23. Creutz (1986), S. 53
  24. HBV (1985), Bd. 10/2, S. 987
  25. 25,0 25,1 Bruun, p. 220
  26. 26,0 26,1 Grimmett et al, p. 168
  27. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Σεπτεμβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 2013. 
  28. http://www.xanthi.ilsp.gr/cultureportalweb/article.php?article_id=765&topic_id=22&level=2&belongs=15&area_id=13&lang=gr
  29. http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob10500.htm#trends
  30. Hölzinger (1999), Bd. 3.1, S. 251f
  31. Creutz (1986), S. 60
  32. Colin Harrison & Alan Greensmith, σ. 280
  33. Creutz (1986), S. 63
  34. HBV (1985), Bd. 10/2, S. 1005
  35. Bezzel, Prinzinger (1990), S. 153
  36. HBV (1985), Bd. 10/2, S. 1000
  37. 37,0 37,1 HBV (1985), Bd. 10/2, S. 988
  38. HBV (1985), Bd. 10/2, S. 989
  39. Hölzinger (1999), S. 250
  40. Hegelbach (2001), S. 285
  41. Datenblatt Birdlife Europe (2008; Daten 1992−2002)
  42. Bauer, Berthold (1997), S. 322f
  43. http://en.wikipedia.org/wiki/List_of_national_birds
  44. Όντρια, σ. 151
  45. Απαλοδήμος, σ. 34
  46. Ιωάννη Όντρια, Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3, σ. 272
  47. http://en.wikipedia.org/wiki/Otocinclus
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Jim Flegg,, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Πάπυρος-Λαρούς Μπριτάνικα, τόμος 45 , λήμμα «Νεροκότσυφας»
  • Ιωάννη Όντρια, Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια, Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας, Αθήνα 1992»
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • IUCN Red List: http://www.iucnredlist.org/
  • BirdLife International. 2004. Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status. BirdLife International, Cambridge, U.K.
  • Crick, H. Q. P.; Dudley, C.; Glue, D.E.; Thomson, D.L. 1997. UK birds are laying earlier. Nature 388: 526.
  • Crick, H. Q. P.; Sparks, T.H. 1999. Climate change related to egg-laying trends. Nature 399: 423-424.
  • del Hoyo, J.; Elliott, A.; Christie, D. 2005. Handbook of the Birds of the World, vol. 10: Cuckoo-shrikes to Thrushes. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • Flint, P. R.; Stewart, P. F. 1983. The birds of Cyprus. British Ornithologists' Union, London.
  • Taylor, A. J.; O'Halloran, J. 2001. Diet of Dippers Cinclus cinclus during an early winter spate and the possible implications for Dipper populations subjected to climate change. Bird Study 48: 173-179.
  • Hans-Günther Bauer und Peter Berthold: Die Brutvögel Mitteleuropas. Bestand und Gefährdung. 2. Auflage. AULA-Verlag, Wiesbaden 1997, ISBN 3-89104-613-8, S. 322–323.
  • Einhard Bezzel, Roland Prinzinger: Ornithologie. Ulmer, Stuttgart 1990. 3-8001-2597-1.
  • Urs N. Glutz von Blotzheim (Hrsg.): Handbuch der Vögel Mitteleuropas. Bearb. u. a. von Kurt M. Bauer und Urs N. Glutz von Blotzheim. 17 Bde in 23 Tln., Akadem. Verlagsges., Frankfurt/M. 1966ff., Aula-Verlag, Wiesbaden 1985ff. (2. Aufl.). Bd 10, Teilband 2; ISBN 3-89104-435-6, S. 958–1020. = HBV
  • David Brewer, Barry Kent MacKay: Wrens, Dippers and Thrashers. Yale University Press, New Haven/ London 2001, ISBN 0-300-09059-5, S. 19, 62–63 und 199−202.
  • Gerhard Creutz: Die Wasseramsel. Neue Brehm Bücherei 364; A. Ziemsen Verlag Wittenberg 1986; ISBN 3-7403-0008-6
  • Johann Hegelbach: Wassertemperatur und Blütenphänologie als Anzeiger des früheren Brutbeginns der Wasseramsel (Cinclus cinclus) im schweizerischen Mittelland. In: Journal of Ornithology Band 142, 2001, S. 284–294.
  • Jochen Hölzinger (Hrsg.): Die Vögel Baden-Württembergs. Singvögel 1. Ulmer, Stuttgart 1999, ISBN 3-8001-3493-4, S. 244−264.
  • Béatrice Lauga, Christine Cagnon, Frank D'Amico, Solange Karama, Claude Mouchès: Phylogeography of the White-throated Dipper (Cinclus cinclus) in Europe. In: Journal of Ornithology.146, 2004, S. 257−262.