Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ιγνάτιος Αντιοχείας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Εκκλησιαστικοί Πατέρες
Ιγνάτιος Αντιοχείας
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Ιγνάτιος ο Θεοφόρος (Ελληνικά)
Γέννηση35 (περίπου)[1]
Συρία
Θάνατος108 (πιθανώς)
Ρώμη
Συνθήκες θανάτουθανατική ποινή
Τόπος ταφήςΒασιλική του Αγίου Πέτρου
Ψευδώνυμοsvatý Ignác Bohonosec[2] και svatý Theophoros[2]
Χώρα πολιτογράφησηςΑρχαία Ρώμη
ΘρησκείαΧριστιανισμός
Eορτασμός αγίου20 Δεκεμβρίου και 17 Φεβρουαρίου
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςαρχαία ελληνικά[3]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταθεολόγος
πρεσβύτερος
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαεπίσκοπος (69–107)
Ελληνορθόδοξος Πατριάρχης Αντιοχείας
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Ιγνάτιος Αντιοχείας, γνωστός και ως Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, (περ. 50 - μεταξύ 98-117) είναι ο δεύτερος επίσκοπος Αντιοχείας, διάδοχος του Ευοδίου.

Γεννήθηκε στη Συρία. Στις επιστολές του αυτοαποκαλείται και Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, ενώ κατά το μαρτύριο του ονομάζεται ως «τον Χριστόν έχων εν στέρνοις», προφανώς λόγω της αφοσίωσής του σ' Αυτόν που ήταν πάντα πιστός και κάθε νύκτα προσευχόταν. Κατά τον Συμεώνα τον μεταφραστή, συγγραφέα του 10ου αιώνα και άλλους μεταγενέστερους, ονομάσθηκε έτσι διότι αυτός ήταν πιθανώς το παιδί το οποίον έστησε εν μέσω των μαθητών του ο Ιησούς Χριστός: «Εν εκείνη τη ώρα προσήλθον οι μαθηταί τω Ιησού λέγοντες: τις άρα μείζων εστίν εν τη Βασιλεία των ουρανών; Και προσκαλεσάμενος ο Ιησούς παιδίον, έστησεν αυτό εν μέσω αυτών και είπεν: αμήν λέγω υμίν, εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την Βασιλείαν των ουρανών. Όστις εστιν ο μείζων εν τη Βασιλεία τω ουρανών. Και ός εάν δέξητε παιδίον τοιούτον εν επί τω ονόματί μου, εμέ δέχεσθαι»[4].

Η περίοδος της επισκοπής του άρχισε περίπου το 70 και άκμασε κατά τα τέλη του πρώτου αιώνα, με αρχές δευτέρου[5]. Σύμφωνα με μεταγενέστερες πηγές, ο Ιγνάτιος διετέλεσε, μαζί με τον φίλο του Πολύκαρπο Σμύρνης, μαθητής του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου, που αν και από πολλούς αμφισβητείται, σήμερα θεωρείται βέβαιο[6]. Το περιβάλλον που γεννήθηκε και μορφώθηκε, ήταν Ελληνικό, όπως μαρτυρεί το αναπτυγμένο γλωσσικό αισθητήριο των επιστολών του.

Κατά τον διωγμό του Τραϊανού (98-117), μεταφέρθηκε από στρατιωτική συνοδεία από την Αντιόχεια στη Ρώμη «Δεδεμένος δέκα λεοπάρδοις, ό εστι στρατιωτικόν σώμα»[7], ενώ λεοπάρδους αποκαλεί τους στρατιώτες που τον ακολουθούσαν ένεκα της βάναυσης συμπεριφοράς τους. Ο Άγιος Ιγνάτιος τελικώς μαρτύρησε στη Ρώμη, αφού τον έριξαν εν μέσω λεόντων, όπως μαθαίνουμε από το μαθητή του, Ειρηναίο Λουγδούνου[8], τον Ωριγένη[9] και τον Ευσέβιο Καισαρείας[10]. Ο χρονογράφος Ιωάννης Μαλάλας, κατά τον 6ο αιώνα, ισχυρίστηκε ότι ο Άγιος Ιγνάτιος μαρτύρησε στην Αντιόχεια, κάτι που σήμερα όμως θεωρείται αβάσιμο[11]. Σύμφωνα με το (μεταγενέστερο) μαρτυρολόγιο του, δηλαδή το Μαρτυρολόγιο του Ιγνατίου, (7: 1), ο Ιγνάτιος μαρτύρησε την 20ή Δεκεμβρίου του 108. Γι' αυτό και η Ορθόδοξη Εκκλησία τελεί τη μνήμη του σε αυτή την ημερομηνία, ενώ η Καθολική την 28η Φεβρουαρίου.

Η επιστολογραφία του Αγίου Ιγνατίου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δεν είναι απίθανο να συνέθεσε και να μελοποίησε και ο ίδιος ύμνους.

Οι επιστολές του Ιγνατίου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ιγνάτιος συνέταξε 7 γνήσιες επιστολές, οι οποίες ήταν:

  • Προς Εφεσίους
  • Προς Μαγνησιείς
  • Προς Τραλλιανούς
  • Προς Ρωμαίους
  • Προς Φιλαδελφείς
  • Προς Σμυρναίους
  • Προς Πολύκαρπον

Οι 6 από τις 7 Γνήσιες αυτές επιστολές του Ιγνατίου, έχουν ως κύριο στόχο:

  • Την ομόνοια μεταξύ των πιστών [«Χρήσιμον ουν εστιν υμάς εν αμώμω ενότητι είναι, ίνα και Θεού πάντοτε μετέχετε» (Προς Εφεσ. 4, 1), κλπ]
  • Την υπακοή στον Επίσκοπο, ως το κέντρο της Εκκλησιαστικής εν Χριστώ ζωής και ενότητας της Εκκλησίας, καθώς και τον σεβασμό στο Πρεσβυτέριο και τους Διακόνους.
  • Αποφυγή των ετεροδοξιών, και
  • Εμμονή στην αρετή και την πίστη.

Η προς Ρωμαίους επιστολή συντάχθηκε με σκοπό να πείσει τους Χριστιανούς της Ρώμης να μη αποπειραθούν να προβούν σε ενέργειες για τη διάσωσή του από το μαρτύριο, επειδή επιθυμούσε το ταχύτερο, να επιτύχει δια του μαρτυρικού θανάτου του, την τελείωση. Η επιστολή αυτή έχει διαφορετική θεματολογία και του ύφος, λόγω των ειδικών συγκινησιακών συνθηκών κάτω από τις οποίες γράφτηκε. Η προς Ρωμαίους ανευρέθηκε στον κώδικα Paris. gr. 1475 του 10ου αιώνα.

Η σημαντικότητα των επιστολών του Ιγνατίου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πληροφορίες για το βίο του Ιγνατίου που σήμερα διασώζονται είναι ελάχιστες και κατά βάση προέρχονται από τις επιστολές του. Η σημαντικότητα των επιστολών του όμως είναι σπουδαία διότι μέσα από την επιστολογραφία του, διακρίνουμε τη σαφή αποστολική διαδοχή από τον Προφήτη στον επίσκοπο, που από την προτεσταντική θεολογία αμφισβητείται, ώστε να εκφραστεί είτε το φαινόμενο της έκπτωτης εκκλησίας, είτε το φαινόμενο μιας εκκλησίας, χωρίς ιερατείο, καθώς καθαυτές τις ομολογίες ο Χριστός ουδέποτε παρέδωσε ιερατείο και σίγουρα οι απόστολοι ποτέ δεν έδωσαν το ιερατικό χρίσμα στους προφήτες μια ιερατική ομάδα, που αποτέλεσε διάδοχο των αποστόλων και πρόγονο των επισκόπων. Η έννοια προφήτης στηρίχθηκε καθαυτούς σε διάφορα επιχειρήματα, πως αντιστοιχεί μόνο προς το χάρισμα. Ο Ιγνάτιος όμως, φορέας της αποστολικής διδαχής, μέσω των επιστολών, σαφώς επιβεβαιώνει το κύρος της αποστολικής διαδοχής μέσα από τις επιστολές του, μια διαδοχή, η οποία ήδη έχει αρχίσει να διαφαίνεται προοδευτικά τόσο από την επιστολή Κλήμεντα Ρώμης, ο οποίος απαριθμεί ως επισκοπή το προφητικό αξίωμα, δηλαδή έχουμε μια πρώτη διαδοχή των όρων, αλλά και στον Ποιμένα του Ερμά, που παρατηρείται επίσης αντικατάσταση των όρων.

Οι επιστολές είναι επίσης σημαντικές, διότι συγκρινόμενες με άλλα αρχαιότερα πρωτοχριστιανικά συγγράμματα, μας δείχνουν περίπου το χρονικό σημείο, στο οποίο είχε εκκινήσει η μετάβαση από την ηγεσία των Αποστόλων και Προφητών, προς τους Επισκόπους, μια και λίγα μόλις χρόνια νωρίτερα, όπως εξάγεται από το πρωτοχριστιανικό Σύγγραμμα της Διδαχής των 12 Αποστόλων, λειτουργούσε ακόμα σε εκτεταμένη έκταση ο θεσμός των Προφητών, που ήταν και οι άμεσοι διάδοχοι των Αποστόλων. [12]Από τον Άγιο Ιγνάτιο διασώζονται 7 γνήσιες συνοπτικές επιστολές. Οι επιστολές αυτές διασώζονται σε δύο μορφές, μια συνοπτική και μια πιο μακροσκελή, που όμως αξιολογείται σήμερα πως είναι ψευδεπίγραφη, μεταξύ 2ου και 4ου αιώνα. Πιθανότερος πλαστογράφος φέρεται ο Νεοαρειανός Ιουλιανός, υπεύθυνος και για πλαστογράφηση πολλών άλλων πρωτοχριστιανικών κειμένων. Οι πρώτες τέσσερις επιστολές παραδόθηκαν από τον ίδιο στη Σμύρνη κατά τη σύλληψή του στην Αντιόχεια, ενώ άλλες τρεις όταν έληξε ο διωγμός και βρισκόταν στην Τρωάδα. Από εκεί μεταφέρθηκε από το Δυρράχιο πιθανότατα, δια θαλάσσης, στο Βρινδήσιο, και από εκεί πεζός ως τη Ρώμη, όπου και μαρτύρησε.

Η αξιοπιστία των Συνοπτικών Επιστολών του Ιγνατίου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι 7 γνήσιες επιστολές του Ιγνατίου, σήμερα αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα σημεία τριβής στην παγκόσμια θεολογική κοινότητα, διότι η ύπαρξή τους αναιρεί πολλές προτεσταντικές ομολογίες, οι οποίες αρνούνται την επισκοπική ως γνήσια αποστολική διαδοχή. Έτσι πολλοί θεολόγοι διαφωνούν για τη γνησιότητα των συνοπτικών συγγραμμάτων, αν και υπάρχουν σήμερα στοιχεία που καταδεικνύουν ως επικρατέστερη άποψη τη γνησιότητά τους. Εκτός από τις γνήσιες 7 Συνοπτικές επιστολές του Ιγνατίου, υπάρχει και η Βραχεία Παραλλαγή, αλλά και η Λατινική παραλλαγή των εκτενών επιστολών, μαζί με μερικές ακόμα πλαστές με αποτέλεσμα ορισμένοι θεολόγοι να αμφισβητούν πέραν των νοθευμένων και τις γνήσιες επιστολές. Η Βραχεία παραλλαγή περιλαμβάνει στη Συριακή τρεις μόνο επιστολές, και μάλιστα σε επιτομή, τις: Προς Εφεσίους, Προς Ρωμαίους και Προς Πολύκαρπον. Επίσης η Προς Ρωμαίους υπάρχει και με άλλη μορφή, στην Αραβική, ενώ η Λατινική παραλλαγή περιλαμβάνει τέσσερις άλλες επιστολές: Θεοτόκου Προς Ιγνάτιον, Ιγνατίου Προς Θεοτόκον και Προς Ιωάννην Α' και Β', μαζί με τις 12 της μικτής παραλλαγής, πλην της Προς Φιλιππησίους.

Υπάρχουν όμως και επιχειρήματα τα οποία καταδεικνύουν πως οι συνοπτικές επιστολές του Αγίου Ιγνατίου, με ισχυρά επιχειρήματα είναι οι γνήσιες. Εν αρχή πρέπει να τονιστεί ότι η συντομότερη μορφή των επιστολών του Αγίου Ιγνατίου παρατίθεται σε επιστολές σε συγγράμματα Χριστιανών του 2ου και 3ου αιώνα, κάτι που δεικνύει πως οι επιστολές του ήταν υπαρκτές και γνωστές. Χαρακτηριστικό είναι πως ο Ειρηναίος και άλλοι Εκκλησιαστικοί συγγραφείς, αναφέρονται αυτολεξεί σχεδόν, σε εδάφια των επιστολών αυτών, όπως υπάρχουν στη Συνοπτική μορφή των 7 γνησίων επιστολών. Σε αυτό συνηγορεί και η διασωθείσα Αρμενική μετάφραση, αλλά και τα διασωθέντα αποσπάσματα Συριακής και Κοπτικής μεταφράσεως, που συμφωνούν απόλυτα με τις επιστολές αυτές.

Έτσι παρατηρούμε πως:

  • Πολύκαρπος Επίσκοπος Σμύρνης (Κεφ. ιγ) «τας επιστολάς Ιγνατίου... επέμψαμεν υμίν... εξ ων μεγάλα ωφεληθήναι δυνήσεσθε. Περιέχουσι γαρ πίστιν και υπομονήν και πάσαν οικοδομήν, την εις τον Κύριον ημών ανήκουσαν».
  • Ειρηναίος Επίσκοπος Λυών (130 - 202 μ.Χ.): Έλεγχος 28, 4 και μέσω Ευσεβίου Εκκλησιαστική Ιστορία 3, 36. Παράβαλε με Ιγνατίου προς Ρωμαίους 4, 1.
  • Ωριγένης (182 - 254 μ.Χ.): Περί Προσευχής 20 (Παράβαλε με Ιγνατίου προς Ρωμ. 3, 3). Ερμηνεία εις άσμα προλεγόμενα. (Παράβαλε με Ιγνατίου προς Ρωμαίους 7, 2). Ομιλία εις Λουκάν (Παράβαλλε Ιγνατίου προς Εφεσίους 19, 1)
  • Θεοδώρητος Κύρου (393 - 457) Harnack Gesch. d. altchr. Lit. 1. Leipzig 1893, σελ. 79 - 86.

Με τις εργασίες των Zahn, Funk, Lightfoot και Harnack κατά τα τέλη του 19ου αιώνος, οι οποίοι ακολούθησαν την γραμμή την οποία είχε δείξει δύο αιώνες πριν ο Pearson, κατοχυρώθηκε η γνησιότητα των επτά συντόμων επιστολών της μικτής παραλλαγής, δηλαδή, των Εφεσίους, Τραλλιανούς, Μαγνησιείς, Ρωμαίους, Φιλαδελφείς, Σμυρναίους και Πολύκαρπον.

Ερευνητές όμως διατύπωσαν διάφορες απόψεις επί του θέματος. Ο Ρενάν δέχεται ως γνήσια μόνο την Προς Ρωμαίους, απορρίπτοντας τις άλλες λόγω της διαφοράς ύφους, διαθέσεως και θέματος, σαν να είναι υποχρεωμένος κάθε συγγραφέας να γράφει μόνο για ένα θέμα και μόνο με μία διάθεση[13]. Ο Βόλτερ, ακολουθώντας τον Μαλάλα σχετικά με την εκτέλεση του μαρτυρίου του Ιγνατίου στην Αντιόχεια, ισχυρίζεται πως ο Ιγνάτιος δεν πήγε ποτέ στη Ρώμη, και αρνείται πως έγραψε οποιεσδήποτε επιστολές, προβάλλοντας την εντελώς απίθανη γνώμη ότι τις επιστολές αυτές τις έγραψε ο φανταστικός Περεγρίνος του Λουκιανού[14]. Ο Weijenborg αρνείται επίσης την υπό του Ιγνατίου σύνταξη των επιστολών, και τοποθετεί τις επιστολές που είναι στο όνομά του – και της εκτενούς και της μικτής παραλλαγής – στην περίοδο μετά το 360, προτείνοντας τον Ευάγριο Αντιοχείας ως τον πιθανό συγγραφέα. Παρακάμπτει όμως το γεγονός το ότι ο Ευσέβιος Καισαρείας είχε παραθέσει ολόκληρο κεφάλαιο της Προς Ρωμαίους επιστολής του Ιγνατίου στην Εκκλησιαστική Ιστορία του[15], όπου παρατίθεται το κεφ.5 της Προς Ρωμαίους επιστολής του Ιγνατίου, αποδίδοντας και το έργο του Ευσεβίου σε νοθευτή που εργάσθηκε μετά το 360.

Ο νοθευτής των Μακροσκελών και των Προσθέτων επιστολών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην εποχή του 355-380 περίπου άκμασε κι έδρασε ο νεοαρειανός Ιουλιανός. Έζησε μάλλον στην Αντιόχεια και αναμίχτηκε με δικό του σιωπηρό τρόπο στις θεολογικές συζητήσεις της εποχής. Ο ίδιος έδρασε ως υπομνηματιστής, αλλά και ως συμπιλητής και φαλκιδευτής εκκλησιαστικών κειμένων. Γνώριζε την ερμηνευτική παράδοση της Αλεξάνδρειας και της Αντιόχειας, την κανονιστική γραμματεία της Εκκλησίας και τον τρόπο να κυκλοφορεί τις απόψεις του μέσω κειμένων του που δεν αναφέρουν το όνομά του. Θεολογικά ήταν τοποθετημένος με τους νέο-αρειανούς ή Ευνομοιανούς (Αέτιο, Ευνόμιο) ή το λιγότερο κινήθηκε μεταξύ αυτών και των όμοιων. Για την ζωή του δεν γνωρίζουμε τίποτα, ούτε μπορούμε να τον ταυτίσουμε με άλλον σύγχρονό του Ιουλιανό.

Το όνομα του Ιουλιανού βρίσκεται στις ερμηνευτικές Σειρές στον Ιώβ. Ταυτίζοντας με ευκολία το πλήθος ερμηνευτικών αποσπασμάτων, που φέρουν το όνομα αυτό, με το ανώνυμα παραδιδόμενο στα χειρόγραφα (Paris gr. 454 και 169) υπόμνημα στον Ιώβ, έχουμε τον συντάκτη του τελευταίου, που από παρανόηση είχε θεωρηθεί έργο του Ιουλιανού Αλικ(αρνασσέα) ή του Ωριγένη. Ο D. Hagedorn, βάσει των παραπάνω χειρογράφων και των Σειρών, εξέδωσε κριτικά (1973) το υπόμνημα τούτο και με συγκριτική μελέτη στερέωσε την παλαιότερη υπόθεση ότι ο συντάκτης του Ιουλιανός ταυτίζεται με τον ανώνυμο συμπιλητή της κανονιστικής συλλογής «Διαταγαί των Αποστόλων», όπως και με τον ανώνυμο συντάκτη των λεγόμενων εκτενών «ψευδο-Ιγνατιανών Επιστολών». Πράγματι, τα παράλληλα χωρία στα κείμενα αυτά είναι πολλές φορές εντυπωσιακά. Το ίδιο παρατηρείται και για θεολογικά σημεία τους. Επομένως η πρόταση του Hagedorn είναι δικαιολογημένη και μας υποχρεώνει να περιλάβουμε τα τρία κείμενα στο παρόν κεφάλαιο. Το ασθενές σημείο της προτάσεως είναι η έλλειψη κοινής για τα τρία έργα ορολογίας, κάτι που ίσως εξηγεί ο συμπιληματικός χαρακτήρας της επεμβάσεως του Ιουλιανού σε υλικό παλαιότερο. Διατυπώθηκε ακόμα η μη ευλογοφανής υπόθεση ότι τα τρία κείμενα συμπιλήθηκαν σε οργανωμένο εργαστήριο κατασκευής ψευδεπίγραφων, όπου εργαζόταν ολόκληρη ομάδα ειδικών με κάποιον επικεφαλής (Μ. Metzger).

Τέλος πρέπει να αναφέρουμε και το Μαρτύριο του Ιγνατίου. Σήμερα διασώζονται πέντε Μαρτύρια, από τα οποία αρχαιότερο θεωρείται αυτό που εκδόθηκε το 1689, από τον Th. Ruinart, από χειρόγραφο του 10ου αιώνα, της Κολβερτινής βιβλιοθήκης των Παρισίων, γι' αυτό και λέγεται συνήθως Κολβερτινόν Μαρτύριον. Αυτό είναι αναντίρρητα έργο του 4ου ή του 5ου αιώνα, αν και προβάλλει την αξίωση ότι γράφτηκε από αυτόπτες μάρτυρες και φυσικά δεν ανήκει στα γνήσια συγγράμματα του αγίου Ιγνατίου.

Εκδόσεις επιστολών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από τις επιστολές του Ιγνατίου, γνήσιες και νόθες, εκδόθηκαν αρχικά 3 νόθες, οι εξής:

  • «Προς τον Απόστολο Ιωάννη»,
  • «Προς την Παρθένο Μαρία»,
  • «απάντησή της» (Παρίσι 1495).

Η Εκτενής Παραλλαγή, εκτυπώθηκε στα Λατινικά το 1489 και στα Ελληνικά το 1555, και προκάλεσε διχασμό των κριτικών, οφειλόμενο αρχικά και στις αντιθέσεις μεταξύ Ρωμαιοκαθολικών και Προτεσταντών ως προς την αρχαιότητα του θεσμού του Επισκόπου. Το 1498 εκδόθηκε, στο Παρίσι αρχικά, η νοθευμένη συλλογή των 7 γνησίων επιστολών, και οι νόθες, σε Λατινική μετάφραση. Το Ελληνικό τους κείμενο, εκδόθηκε το 1557 από τον V. Hariung στο Dillingen. Στον Migne E. Π. 5, 643 - 960, βρίσκονται οι 7 γνήσιες επιστολές στον νοθευμένο εκτενέστερο τύπο, και οι 6 νόθες. Η συντομότερη και προφανώς αρχική μορφή των 7 γνησίων επιστολών μαζί με τις 5 νόθες, εκδόθηκαν αρχικά στα Λατινικά στην Οξφόρδη, το 1644. Στα Ελληνικά εκδόθηκαν από τον J. Voss, στο Άμστερνταμ, το 1646, από μοναδικό φλωρεντινό χειρόγραφο του 11ου αιώνα, από το οποίο λείπει το τέλος. Τέλος η έκδοση του σύντομου τύπου των 3ών Συριακών επιστολών, έγινε αρχικά από τον W. Cureton το 1845 στο Λονδίνο.

Για τις επιστολές του Ιγνατίου γράφτηκαν πολλές μονογραφίες, εκ των οποίων μερικές είναι οι εξής: Th. Zahn, Ign. v. ant., Gotha 1873. A. Harnack, Die Zeit des J. v. A. 1883. E. Bruston, Ign. d' An., Paris 1897. Delafosse, Nouvel examen des Lettres d' Ign. d' ant., στο Revue d' hist. et de Litt. religieuses, Paris 1922, 303 - 337 και 477 - 533.

  1. 1,0 1,1 British Museum person-institution thesaurus. 138032. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  2. 2,0 2,1 Τσεχική Εθνική Βάση Δεδομένων Καθιερωμένων Όρων. js20020122090. Ανακτήθηκε στις 30  Αυγούστου 2020.
  3. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: «BnF catalogue général» (Γαλλικά) Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας. Παρίσι. Ανακτήθηκε στις 23  Οκτωβρίου 2016.
  4. Ματθαίος 18/ιη: 2,3
  5. Ευσεβίου Εκκλ. Ιστ. 3. 22 κ.ά.
  6. Ιερωνύμου Χρονικ. έ. 2116 και μαρτύριον κολβερτ. 1, 1
  7. Ιγνατίου προς Ρωμ. 5: 1
  8. Έλεγχος 5, 28
  9. Ομ. 6 εις Λουκάν
  10. Εκκλ. Ιστ. 3, 36
  11. Χρονικογρ. 11, Migne Ε. Π. 97, 417
  12. Παναγιωτάτου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Κυρίου Κυρίου Παντελεήμονος του Β', «Το ιεραρχικόν σύστημα της Εκκλησίας κατά τον Άγιον Ιγνάτιον Αντιοχείας τον Θεοφόρον», Γρηγόριος ο Παλαμάς, έτος 79,τχ.765 (Νοέμβριος Δεκέμβριος 1996),σελ.737-757
  13. Les Evangiles et la seconde generation chretienne, Paris 1877, σελ. Χ και εξής
  14. Die ignatianischen Briefe auf ihren Ursprung untersucht, Tuebingen 1892
  15. Εκκλ. Ιστορία 3, 36
  • Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων, Κλήμης, τόμ. Β΄, σελ. 261 - 263.
  • Μπαλάνος Δημήτριος, Πατρολογία, εν Αθήναις, 1930, σελ. 43 κ.ε.
  • Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, Πατρολογία, τόμ. Α', έκδ. 4η, Αθήνα 2000, σελ. 173-179.
  • Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, Πατρολογία, τόμ. Β', έκδ. 2η, Αθήνα 1999, σελ. 436-437.
  • Χρήστου Παναγιώτης, Ελληνική Πατρολογία, τόμ. Β', 3η έκδ., Κυρομάνος, Αθήνα 1994 (c1976), σελ. 415-416
  • Νικολαΐδης Ι. Νίκος, Αποστολικοί Πατέρες, Γραμματολογική και Θεολογική προσέγγιση, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2002.

Ιερά Λείψανα & Υμνογραφία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Απολυτίκιο

Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Θείῳ ἔρωτι ἐπτερωμένος, τοῦ σὲ ψαύσαντος χερσὶν ἀχράντοις θεοφόρος ἀνεδείχθης, Ἰγνάτιε· καὶ ἐν τῇ Δύσει τελέσας τὸν δρόμον σου, πρὸς τὴν ἀνέσπερον λῆξιν ἐσκήνωσας. Πάτερ ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε δωρίσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Η Κάρα του Αγίου Ιγνατίου φυλάσσεται στη Μητρόπολη Βεροίας ενώ αποτμήματα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου Ιγνατίου βρίσκονται στις παρακάτω Ιερές Μονές:

Μεγίστης Λαύρας Αγίου Όρους, Βαρνάκοβας Ναυπακτίας και Νταού Πεντέλης. Επίσης στην Λαύρα Αγίου Αλεξάνδρου Νέβσκι Αγίας Πετρουπόλεως και στο Ναό του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων Βενετίας.[1]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Πέτρος Παρθένης, «Ιερή Αποδημία προς τον θάνατο. Η περίπτωση του Ιγνάτιου Αντιοχείας» [1]
  1. «Εορτολόγιο 2020 | 20 Δεκεμβρίου γιορτάζει ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος και Ιερομάρτυρας | Εορτολόγιο 2020 | orthodoxia.online». Ορθοδοξία | orthodoxia. Ανακτήθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 2020.