Μετάβαση στο περιεχόμενο

Η Μελωδία της Ευτυχίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η Μελωδία της Ευτυχίας
ΣκηνοθεσίαΡόμπερτ Γουάιζ
ΠαραγωγήΡόμπερτ Γουάιζ
ΣενάριοΈρνεστ Λέμαν
Χάουαρντ Λίντσεϊ
Ράσελ Κράουζ (Λιμπρέτο)
Μαρία φον Τραπ (Αυτοβιογραφία)
Βασισμένο σεThe Story of the Trapp Family Singers και The Sound of Music
ΠρωταγωνιστέςΤζούλι Άντριους
Κρίστοφερ Πλάμερ
Έλινορ Πάρκερ
Ρίτσαρντ Χέιντεν
ΜουσικήΡίτσαρντ Ρότζερς
Όσκαρ Χάμερσταϊν
ΦωτογραφίαΤεντ ΜακΚόρντ
ΜοντάζΟυίλιαμ Ρέινολντς
ΕνδυματολόγοςΝτόροθι Τζέκινς
Εταιρεία παραγωγής20th Century Fox
Διανομή20th Century Fox, Walt Disney Studios Motion Pictures και Disney+
Πρώτη προβολήCountry flag 2/3/1965
Κυκλοφορία1965
Διάρκεια174 λεπτά
ΠροέλευσηΗνωμένες Πολιτείες Αμερικής
ΓλώσσαAγγλικά
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Η Τζούλι Άντριους και ο Κρίστοφερ Πλάμερ σε σκηνή της ταινίας

Η Μελωδία της Ευτυχίας (αγγλ.: The Sound of Music) είναι Αμερικανικό μιούζικαλ παραγωγής 1965, σε σκηνοθεσία Ρόμπερτ Γουάιζ. Πρωταγωνιστούν οι Τζούλι Άντριους και Κρίστοφερ Πλάμερ. Η ταινία είναι βασισμένη στο ομώνυμο μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ, του οποίου τα τραγούδια έγραψαν οι Ρίτσαρντ Ρότζερς και Όσκαρ Χάμερσταϊν. Το μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ όπως και η ταινία βασίστηκαν με τη σειρά τους στο αυτοβιογραφικό βιβλίο της Μαρίας φον Τραπ The Story of the Trapp Family Singers και η προσαρμογή για τη μεγάλη οθόνη έγινε από τους Έρνεστ Λέμαν, Χάουαρντ Λίντσεϊ και Ράσελ Κράουζε. Μερικά από τα τραγούδια του μιούζικαλ όπως: Edelweiss, My Favorite Things, Climb Ev'ry Mountain, Do-Re-Mi, Sixteen Going on Seventeen, The Lonely Goatherd και The Sound of Music έχουν αντέξει το πέρασμα του χρόνου. Η ταινία γυρίστηκε στην πόλη και την ευρύτερη περιοχή του Σάλτσμπουργκ της Αυστρίας, σε περιοχή της Βαυαρίας της Νότιας Γερμανίας, καθώς και στα στούντιο της 20th Century Fox στην Καλιφόρνια. Η ταινία γυρίστηκε σε φιλμ 70mm Todd-AO.

Η ταινία βραβεύτηκε με 5 βραβεία Όσκαρ μεταξύ των οποίων και με Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας και έσπασε το ρεκόρ εισπράξεων που κατείχε από το 1939 η ταινία Όσα παίρνει ο άνεμος (Gone With the Wind). Κράτησε την πρώτη θέση μέχρι και το 1975, χρονιά στην οποία η ταινία Τα σαγόνια του καρχαρία (Jaws, 1975)κατέρριψε το ρεκόρ εισπράξεων. Προσαρμοσμένη στον πληθωρισμό, η ταινία κατέχει την 3η θέση (μετά το Όσα παίρνει ο άνεμος και μετά το Ο Πόλεμος των Άστρων: Επεισόδιο 4 - Μια Νέα Ελπίδα (Star Wars Episode IV: A New Hope)) στη λίστα με τις εμπορικότερες ταινίες όλων των εποχών στις Η.Π.Α. και τον Καναδά.

Το 2001 η ταινία επελέγη από τη Βιβλιοθήκη του Αμερικάνικου Κογκρέσου να διατηρηθεί στο Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου ως πολιτιστικά, ιστορικά και αισθητικά σημαντική.

Στην Αυστρία του 1930 η Μαρία (Τζούλι Άντριους), μια νεαρή και γεμάτη ζωντάνια κοπέλα αποφασίζει να αποσυρθεί από τα εγκόσμια και πηγαίνει σε μοναστήρι ως δόκιμη μοναχή. Το ανήσυχο της πνεύμα όμως δεν φαίνεται να μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της μοναστικής ζωής. Όταν ο πλοίαρχος Γκεόργκ φον Τραπ (Κρίστοφερ Πλάμερ) γράφει στο μοναστήρι, ζητώντας να του παρέχει μια από τις μοναχές ως γκουβερνάντα για τα 7 του άτακτα παιδιά, η ηγουμένη (Πέγκι Γουντ) αποφασίζει να στείλει τη Μαρία για να αναλάβει τη δουλειά, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να τη βοηθήσει να βρει τον δρόμο της. Η σύζυγος του πλοιάρχου φον Τραπ έχει πεθάνει και ο πλοίαρχος λείπει συχνά σε ταξίδι και όταν βρίσκεται στο σπίτι συμπεριφέρεται στα παιδιά του όπως ακριβώς συμπεριφέρεται και στο πλήρωμα των πλοίων στα οποία δουλεύει. Τα ανυπάκουα παιδιά του πλοιάρχου έχουν καταφέρει να διώξουν τις προηγούμενες γκουβερνάντες που είχε προσλάβει ο πατέρας τους. Η υποδοχή που λαμβάνει η Μαρία όταν φτάνει στην οικία φον Τραπ είναι εχθρική, καθώς τα παιδιά σκαρφίζονται μια σειρά από τεχνάσματα για να την τρέψουν σε φυγή. Όμως η υπομονετική και γλυκιά Μαρία δεν το βάζει κάτω και καταφέρνει να κερδίσει τη συμπάθεια των παιδιών. Ο πλοίαρχος επιστρέφει από ένα από τα ταξίδια του έχοντας στο πλάι του τη βαρόνη Έλσα Σρέντερ (Έλινορ Πάρκερ), την οποία ανακοινώνει ως μέλλουσα σύζυγό του. Μετά την είδηση του επερχόμενου γάμου μεταξύ του πλοιάρχου και της βαρόνης, η Μαρία διαπιστώνει ότι είναι ερωτευμένη μαζί του. Προκειμένου να αποδεσμευτεί από το πάθος που κρύβει για τον πλοίαρχο η Μαρία επιστρέφει στο μοναστήρι, τότε όμως και ο πλοίαρχος διαπιστώνει ότι είναι ερωτευμένος μαζί της.

Πληροφορίες παραγωγής

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ντάριλ και ο Ρίτσαρντ Ζάνουκ πρότειναν αρχικά στον Ρόμπερτ Γουάιζ να σκηνοθετήσει την ταινία, αλλά ο σκηνοθέτης απέρριψε την προσφορά καθώς θεωρούσε ότι η υπόθεσή της ήταν γλυκανάλατη. Έπειτα προσέγγισαν τους Στάνλεϊ Ντόνεν, Τζιν Κέλι, Βίνσεντ Ντόναχιου και Τζορτζ Ρόι Χιλ οι οποίοι την απέρριψαν[1]. Επόμενη επιλογή του Ζάνουκ ήταν ο Γουίλιαμ Γουάιλερ. Ο Γουάιλερ είχε αρχίσει να χάνει την ακοή του, πράγμα που δεν του επέτρεπε να εκτιμήσει τη μουσική όσο θα ήθελε και γι' αυτόν το λόγο δεν αισθανόταν ότι ήταν ο κατάλληλος σκηνοθέτης για την ταινία. Παρ' όλα αυτά ο Γουάιλερ συμφώνησε δει το μιούζικαλ στο Μπρόντγουεϊ προκειμένου να πάρει την απόφασή του. Ο σκηνοθέτης είχε την αίσθηση ότι πολλά από τα τραγούδια δεν ταίριαζαν με την πλοκή και γι' αυτόν το λόγο έγραψε γράμμα στον παραγωγό της ταινίας του 1956 Die Trapp-Familie, ζητώντας τη συμβουλή του. Η απάντηση του ήταν ότι δεν υπήρχε περίπτωση αποτυχίας σε ένα τέτοιο εγχείρημα και ο σκηνοθέτης αποφάσισε να δεχτεί την προσφορά του Ζάνουκ[2].

Ο Γουάιλερ είχε δει το μιούζικαλ Ωραία μου κυρία στο Μπρόντγουεϊ και είχε εντυπωσιαστεί από την ερμηνεία της Τζούλι Άντριους, η οποία εκείνη την περίοδο γύριζε το μιούζικαλ Μαίρη Πόππινς (Mary Poppins, 1964) για λογαριασμό της Ντίσνεϊ. Τη συνάντησε στο σετ των γυρισμάτων και ζήτησε από τον Γουόλτ Ντίσνεϊ να δει μερικά αποσπάσματα από το υλικό που είχαν ήδη γυρίσει. Ο Γουάιλερ πεπεισμένος ότι ήταν κατάλληλη για το ρόλο, της τον ανέθεσε[2].

Ο Γουάιλερ επέστρεψε στη Νέα Υόρκη και συνάντησε τη Μαρία φον Τραπ και έπειτα εκείνος και ο σεναριογράφος Έρνεστ Λέμαν πέταξαν στην Αυστρία για να ερευνήσουν τις Άλπεις του Τιρόλου και να βρουν τις κατάλληλες τοποθεσίες για την αρχή των γυρισμάτων. Επισκέφτηκαν επίσης το μοναστήρι στο οποίο η Μαρία φον Τραπ ήταν νεόφυτη μοναχή και συζήτησαν με την ηγουμένη την πιθανότητα του να γυρίσουν κάποιες σκηνές εκεί. Έπειτα μίλησαν με τον δήμαρχο του Σάλτσμπουργκ. Ο σκηνοθέτης φοβόταν ότι τα γυρίσματα στο Σάλτσμπουργκ, όπου θα γινόταν αναπαράσταση της περιόδου του Β' Παγκοσμίου Πολέμου με γερμανικές στρατιές να παρελαύνουν στους δρόμους και σημαίες του Γ' Ράιχ να αιωρούνται από τα παράθυρα θα ξυπνούσε νωπές ακόμα μνήμες στο μυαλό όσων από την περιοχή είχαν ζήσει την προσάρτηση της Αυστρίας. Ο δήμαρχος τους καθησύχασε λέγοντας ότι ο κόσμος κατάφερε να το ξεπεράσει την πρώτη φορά και ότι ήταν σίγουρος ότι θα το ξεπερνούσε πάλι[2].

Ο Γουάιλερ επέστρεψε στο Χόλιγουντ κι άρχισε να κάνει προετοιμασίες για την ταινία. Αλλά η σύζυγός του κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να δεσμευτεί ολοκληρωτικά με το εγχείρημα. Έπειτα προσεγγίστηκε από τους παραγωγούς Τζαντ Κίντμπεργκ και Τζον Κον που είχαν αγοράσει τα δικαιώματα του μυθιστορήματος του Τζον Φόουλς Ο συλλέκτης πριν αυτό κυκλοφορήσει στην αγορά και σκόπευαν να παρέχουν το προϋπολογισμό για την οπτικοποίησή του με πρωταγωνιστή τον Τέρενς Σταμπ και τον Γουάιλερ ως σκηνοθέτη. Ο Γουάιλερ διάβασε το σενάριο του Στάνλεϊ Μαν και κατάλαβε ότι του ταίριαζε περισσότερο ως σκηνοθέτης, σε σχέση με το Η μελωδία της ευτυχίας. Ζήτησε λοιπόν από τον Ζάνουκ να τον απαλλάξει από το συμβόλαιό του. Ο Ζάνουκ συμφώνησε κι ο Ρόμπερτ Γουάιζ που συναντούσε προβλήματα λόγω των καθυστερήσεων με την παραγωγή της ταινίας Τα βότσαλα της άμμου (The Sand Pebbles, 1966) συμφώνησε να αντικαταστήσει τον Γουάιλερ[1][2].

Η ταινία έκανε πρεμιέρα τον Μάρτιο του 1965 στις Ηνωμένες Πολιτείες και κατάφερε να ξεπεράσει για κάμποσα χρόνια την ταινία Όσα παίρνει ο άνεμος (Gone With the Wind) στην κορυφή των εισπράξεων όλων των εποχών[3]. Η ταινία έχει κάνει συνολικά εισπράξεις 286.214.286 εκατομμυρίων δολαρίων[4][4][5]. Με την προσαρμογή του πληθωρισμού, η ταινία βρίσκεται στην τρίτη θέση με τις εμπορικότερες όλων των εποχών πίσω από τα: Όσα παίρνει ο άνεμος και μετά το Ο πόλεμος των άστρων: Επεισόδιο 4 - Μια νέα ελπίδα (Star Wars Episode IV: A New Hope)[6].

Το σάουντρακ της ταινίας πούλησε περισσότερα από 11 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως.

Παρά τη δημοτικότητα της ταινίας οι περισσότεροι κριτικοί της περιόδου δεν ενθουσιάστηκαν[7]. Ο Γουόλτερ Κερ της εφημερίδας New York Herald Tribune είχε γράψει αρνητική κριτική για το μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ αποκαλώντας το: Όχι μόνο γλυκανάλατο για τους στίχους, αλλά γλυκανάλατο επίσης και για τη μουσική του. Με τον ίδιο τρόπο η κριτικός κινηματογράφου Πολίν Κάελ το αποκάλεσε: Η πίτα με τη γλυκιά επικάλυψη που όλοι άνθρωποι θέλουν μάλλον να φάνε και προσέθεσε: Μετατρεπόμαστε σε ηλίθιους όταν πιάνουμε τους εαυτούς μας να μουρμουρίζουμε τα λόγια των αρρωστημένων και εύπεπτων τραγουδιών[8]. Αυτή η κριτική είχε ως αποτέλεσμα η Κάελ να απολυθεί από το περιοδικό McCall's[8]. Με την πάροδο των χρόνων η κριτικοί φαίνεται ότι άρχισαν να εκτιμούν περισσότερο την ταινία που από το Δεκέμβριο του 2012 φέρει βαθμολογία της τάξης του 84% από την ιστοσελίδα των κριτικών Rotten Tomatoes[9].

Διχογνωμία σε Αυστρία και Γερμανία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ταινία χαρακτηρίστηκε από διχογνωμία κατά την κυκλοφορία της σε Αυστρία και Γερμανία, καθώς οι συγκρίσεις που έγιναν μεταξύ της Μελωδίας της ευτυχίας και της δημοφιλούς ταινίας του 1956 Die Trapp-Familie ήταν ουκ ολίγες. Η ταινία Die Trapp-Familie αποτέλεσε την πηγή έμπνευσης για τη δημιουργία του μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ και μαζί με τη συνέχεια της Die Trapp-Familie in Amerika του 1958 αποτελούν για τις γερμανόφωνες χώρες την πραγματική ιστορία της οικογένειας φον Τραπ. Σύμφωνα με το ντοκιμαντέρ του 1994 με τίτλο: From Fact to Phenomenon: The Real Story of the von Trapp Family Singers, η ταινία υπέστη αρχικά περικοπές λόγω του έντονου αντιναζιστικού ύφους. Οι Αυστριακοί ειδικά απεχθάνονταν τον τρόπο με τον οποίον απεικονιζόταν ο εθνικοσοσιαλισμός στη χώρα τους. Υπήρξαν λοιπόν πιέσεις για την περικοπή της τρίτης πράξης της ταινίας που ξεκινάει αμέσως μετά το γάμο της Μαρίας με τον πλοίαρχο φον Τραπ και περιέχει σκηνές που απεικονίζουν την Αυστρία μετά την προσάρτηση. Η εκδοχή της ταινίας όπου τελειώνει με τη Μαρία και τον πλοίαρχο να βαδίζουν τα σκαλιά της εκκλησίας τα πήγε καλά όσον αφορά τις εισπράξεις. Αλλά όταν η 20th Century Fox άσκησε πιέσεις για την επαναπροσάρτηση της τρίτης πράξης το κοινό της ταινίας στην Αυστρία μειώθηκε σημαντικά. Ως αποτέλεσμα, στην Αυστρία και τη Γερμανία η ταινία αγνοείται μέχρι και σήμερα[10].

Η μελωδία της ευτυχίας θεωρείται ότι είναι η ταινία που έσωσε την 20th Century Fox από την χρεωκοπία. Σε αυτή την κατάσταση είχε οδηγήσει την εταιρία η πολυέξοδη παραγωγή της ταινίας του 1963 Κλεοπάτρα (Cleopatra), η οποία θεωρήθηκε παταγώδης αποτυχία[11]. Η ταινία επανακυκλοφόρησε το 1973 κάνοντας εισπράξεις 11 εκατομμυρίων.[12]

Η ταινία έλαβε 10 υποψηφιότητες για βραβεία Όσκαρ[13], μεταξύ των οποίων και για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας κατηγορία στην οποία επρόκειτο να συναγωνιστεί την ταινία του Ντέιβιντ Λιν Δόκτωρ Ζιβάγκο (Doctor Zhivago, 1965). Τελικά Η μελωδία της ευτυχίας υπερίσχυσε του Δόκτωρ Ζιβάγκο κερδίζοντας το Όσκαρ. Ο σκηνοθέτης της ταινίας Ρόμπερτ Γουάιζ βραβεύτηκε επίσης με Όσκαρ Σκηνοθεσίας. Η Τζούλι Άντριους που είχε κερδίσει την προηγούμενη χρονιά το Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου για την ταινία Μαίρη Πόππινς (Mary Poppins, 1964) βρέθηκε και πάλι υποψήφια για το ίδιο βραβείο, χάνοντάς το τελικά από την Τζούλι Κρίστι που κέρδισε για την ταινία του Τζον Σλέσιντζερ Ντάρλινγκ (Darling). Η ταινία κέρδισε συνολικά πέντε βραβέία Όσκαρ.

Βράβευση

  • Καλύτερης Ταινίας - Ρόμπερτ Γουάιζ
  • Καλύτερης Σκηνοθεσίας - Ρόμπερτ Γουάιζ
  • Ήχου - Τζέιμς Κόρκοραν & Φρεντ Χάινς
  • Μουσικής Προσαρμογής - Έρβιν Κοστάλ
  • Μοντάζ - Γουίλιαμ Χ. Ρέινολντς

Υποψηφιότητα:

  • Α’ Γυναικείου Ρόλου – Τζούλι Άντριους
  • Β’ Γυναικείου Ρόλου – Πέγκι Γουντ
  • Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης – Μπόρις Λίβεν, Γουόλτερ Μ. Σκοτ & Ράμπι Λένβιτ
  • Φωτογραφίας - Τεντ ΜακΚορντ
  • Κοστουμιών - Ντόροθι Τζέκινς

Άλλα βραβεία:

Η ταινία έλαβε 4 υποψηφιότητες για Χρυσή Σφαίρα κατακτώντας 2[14].

  • Καλύτερη Κωμωδία / Μιούζικαλ
  • Γυναικείας Ερμηνείας σε Κωμωδία ή Μιούζικαλ - (Τζούλι Άντριους)

Ο πλοίαρχος Φον Τραπ (Κρίστοφερ Πλάμερ) με τα επτά αξιολάτρευτα παιδιά του και η γλυκιά και γοητευτική Μαρία (Τζούλι Άντριους) κατέχουν τον τίτλο της πιο δημοφιλούς κινηματογραφικής οικογένειας που εκτίναξε τη Μελωδία της ευτυχίας στην πρώτη θέση ως το επιτυχέστερο μιούζικαλ όλων των εποχών[15].

Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου κατέταξε την ταινία στην 55η θέση στη λίστα με τις 100 καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Κατέλαβε επίσης την 4η θέση στη λίστα με τα καλύτερα 10 μιούζικαλ όλων των εποχών, την 27η θέση στη λίστα «100 Χρόνια... 100 Πάθη», την 41η θεση στη λίστα «100 Χρόνια... 100 Επευφημίες» και το τραγούδι The Sound of Music κατέλαβε την 10η θέση στη λίστα με τα 100 καλύτερα κινηματογραφικά τραγούδια.

  1. 1,0 1,1 Classic American films: conversations with the screenwriters. William Baer. 2008: Greenwood.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 Herman, Jan, A Talent for Trouble: The Life of Hollywood's Most Acclaimed Director. New York: G.P. Putnam's Sons 1995. ISBN 0-399-14012-3, pp. 419–422
  3. Thomas, Bob (November 23, 1969). «'Sound of Music' Sound Finance». Pittsburgh Post-Gazette: σελ. 22. 
  4. 4,0 4,1 «The Sound of Music». The Numbers. Nash Information Services. Ανακτήθηκε στις 26 Απριλίου 2011. 
  5. Solomon, Aubrey. Twentieth Century Fox: A Corporate and Financial History (The Scarecrow Filmmakers Series). Lanham, Maryland: Scarecrow Press, 1989. ISBN 978-0-8108-4244-1. p254
  6. «All Time Box Office Adjusted For Ticket Price Inflation». Box Office Mojo. Ανακτήθηκε στις 2 Απριλίου 2008. 
  7. Griffith, Richard; Arthur Mayer and Eileen Bowser (1981). The Movies. Simon and Schuster.
  8. 8,0 8,1 Tucker, Ken (9 Φεβρουαρίου 1999). «A Gift for Effrontery». Salon.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαρτίου 2000. Ανακτήθηκε στις 3 Απριλίου 2008. 
  9. «The Sound of Music (1965)». rottentomatoes.com. Ανακτήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 2012. 
  10. Dassanowsky, Robert Von (2003). «An Unclaimed Country: The Austrian Image in American Film and the Sociopolitics of The Sound of Music». Bright Lights Film Journal 41. http://www.brightlightsfilm.com/41/soundofmusic.htm. Ανακτήθηκε στις April 7, 2007. [νεκρός σύνδεσμος]
  11. Purdum, Todd (1 Ιουνίου 2005). «'The Sound of Music':40 years of unstoppable success». International Herald Tribune. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Ιουνίου 2005. Ανακτήθηκε στις 3 Απριλίου 2008. 
  12. "Big Rental Films of 1973", Variety, 9 January 1974 p 19
  13. «The 38th Academy Awards (1966) Nominees and Winners». oscars.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Οκτωβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 24 Αυγούστου 2011. 
  14. http://www.imdb.com/title/tt0059742/awards
  15. Ιστορικό Λεύκωμα 1966, σελ. 142-143, Καθημερινή (1997)

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]