Δημαγωγός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
«Ο δημαγωγός», ζωγραφιά του Χοσέ Κλεμέντε Ορόσκο

Δημαγωγός (από τις Αρχαία ελληνικές λέξεις δῆμος = λαός και άγω = οδηγώ) είναι ένας πολιτικός σε δημοκρατικό καθεστώς ο οποίος κερδίζει σημαντική επιρροή στον λαό εξάπτοντας με τη ρητορική του τα πάθη των πολιτών, κυρίως με επίκληση στο συναίσθημα, δημιουργία αποδιοπομπαίων τράγων, κινδυνολογία, ψεύδη και άλλες μεθόδους που τείνουν να καταπνίγουν την οροθλογική σκέψη και να ενθαρρύνουν τον φανατισμό.[1] Οι δημαγωγοί ανατρέπουν καθιερωμένες συμβάσεις της πολιτικής συμπεριφοράς, ή τουλάχιστον υπόσχονται ή απειλούν ότι θα το πράξουν.[2]: 32–38 

Ιστορικώς, οι δημαγωγοί αποτελούν προϊόντα μιας πολιτικής παραδόσεως σχεδόν τόσο παλαιάς όσο και ο Δυτικός πολιτισμός.[3]: 3  Πρωτοεμφανίζονται καταγεγραμμένα στην αρχαία Αθηναϊκή δημοκρατία και από τότε εκμεταλλεύονται μια θεμελιώδη αδυναμία των δημοκρατικών καθεστώτων: επειδή σε αυτά η υπέρτατη εξουσία βρίσκεται στα χέρια της πλειοψηφίας του λαού, είναι εύκολο ο λαός να την εκχωρήσει σε κάποιον που απευθύνεται στον κατώτερο «κοινό παρονομαστή» ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού.[2]: 31–71  Συνήθως οι δημαγωγοί συνηγορούν υπέρ άμεσων και «σκληρών» δράσεων για την αντιμετώπιση μιας κρίσεως, κατηγορώντας την ίδια στιγμή μετριοπαθείς αντιπάλους τους για αδυναμία ή απιστία. Πολλοί δημαγωγοί εκλεγόμενοι στα ανώτατα εκτελεστικά αξιώματα έχουν «ξεχειλώσει» τα συνταγματικά όρια της εκτελεστικής εξουσίας και έχουν επιχειρήσει να μετατρέψουν το δημοκρατικό σε δικτατορικό πολίτευμα, κάποιες φορές με επιτυχία.

Ορισμοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λέξη «δημαγωγός» στην αρχική χρήση της στην αρχαία Ελλάδα δεν είχε αρνητική σημασία, αλλά τελικώς κατέληξε να σημαίνει ένα είδος προβληματικού ηγετικού προσώπου που αναφαινόταν κάθε τόσο στην αθηναϊκή δημοκρατία.[4][5] Παρά το ότι η δημοκρατία έδινε την εξουσία στους απλούς ανθρώπους, οι εκλογές έτειναν αρχικώς να ευνοούν την τάξη των αριστοκρατών. Οι δημαγωγοί ως νέο είδος πολιτικού ξεπρόβαλλαν από τα κατώτερα στρώματα του πληθυσμού. Συνηγορούσαν αδυσώπητα υπέρ της άμεσης και συνήθως βίαιης δράσεως, χωρίς πολλές σκέψεις.

Ο όρος «δημαγωγός» έχει χρησιμοποιηθεί και ως κατηγορία προς πολιτικούς που δίνουν την εντύπωση χειριστικών, βλαβερών ή μισαλλόδοξων ηγετών.[2]: 32–38  Ωστόσο, εκείνο που διακρίνει έναν δημαγωγό μπορεί να ορισθεί ανεξαρτήτως του εάν ο ομιλητής πρόσκειται ή αντιτίθεται προς έναν συγκεκριμένο πολιτικό.[2]: 32–38  Η ειδοποιός διαφορά ενός δημαγωγού είναι το πώς αποκτά ή διατηρεί δημοκρατική ισχύ: εξάπτοντας τα πάθη των κατώτερων τάξεων και των λιγότερο μορφωμένων ανθρώπων σε μια δημοκρατία προς μια «σκληρή» ή βίαιη δράση, αλλά και η παραβίαση καθιερωμένων δημοκρατικών θεσμών, όπως η κυριαρχία του νόμου.[2]: 32–38  Ο Αμερικανός συγγραφέας Τζέιμς Φένιμορ Κούπερ ταυτοποίησε το 1838 μια τετράδα θεμελιωδών γνωρισμάτων των δημαγωγών[2]: 32–38 [6]:

  • Παρουσιάζουν τους εαυτούς τους ως μέλη του απλού λαού, σε αντίθεση με τις ελίτ.
  • Οι ίδιοι και οι πολιτικές τους εξαρτώνται από έναν συναισθηματικό σύνδεσμο με τον λαό, έναν σύνδεσμο που υπερβαίνει κατά πολύ τη συνήθη πολιτική δημοφιλία.
  • Είναι χειριστικοί ως προς αυτόν τον σύνδεσμο και τη μεγάλη δημοφιλία που προσφέρει, για το δικό τους όφελος και φιλοδοξίες.
  • Απειλούν ή και παραβιάζουν ευθέως καθιερωμένους κανόνες πολιτικής συμπεριφοράς, θεσμούς, ακόμα και τον νόμο.

Το κεντρικό χαρακτηριστικό της δημαγωγίας είναι η πειθώ που πηγάζει από το πάθος και καταπνίγει την ορθολογική και ώριμη σκέψη, και την προσεκτική εξέταση των επιχειρημάτων υπέρ και κατά σε ένα ζήτημα καθώς και την αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων. Βεβαίως πολλοί πολιτικοί σε μια δημοκρατία θυσιάζουν κάποιες φορές την αλήθεια ή το μακροπρόθεσμο συμφέρον προκειμένου να διατηρήσουν τη λαϊκή υποστήριξη, αλλά οι δημαγωγοί το κάνουν αδυσώπητα και χωρίς αυτοσυγκράτηση.[7] Οι δημαγωγοί δρουν ως «προαγωγοί του πάθους, της προκατάληψης, της μισαλλοδοξίας και της άγνοιας, όχι της λογικής».[1]

Ιστορία και χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

«Γιατί η δημαγωγία δεν θέλει μόρφωση, μα ούτε και ήθος. Μούτρο και άσχετος να 'σαι μονάχα.»

— Αριστοφάνης, Ιππής (424 π.Χ.), στ. 191-193, μετάφρ. Μιχαήλ Μπαχαράκη[8]

Πολλοί δημαγωγοί έχουν ανέλθει στην εξουσία σε δημοκρατίες, από την αρχαία Αθήνα μέχρι σήμερα. Αν και αρκετοί αποτελούν μοναδικές, συναρπαστικές προσωπικότητες, οι ψυχολογικές τακτικές που εφαρμόζουν υπήρξαν παρόμοιες σε όλη την Ιστορία.

Συχνά θεωρούμενος ο πρώτος που χαρακτηρίσθηκε ως δημαγωγός, ο Κλέων ο Αθηναίος έμεινε στην ιστορία για την κτηνωδία της εξουσίας του και το γεγονός ότι έφερε την Αθηναϊκή δημοκρατία κοντά στην καταστροφή της, εξαιτίας των εκκλήσεών του προς τον «απλό άνθρωπο» να αντιβαίνει στις ήπιες συνήθειες και τακτικές της αριστοκρατικής ελίτ.[2]: 40–51  Οι σύγχρονοι δημαγωγοί, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και οι κυριότεροι δικτάτορες του 20ού αιώνα, δημιούργησαν μάζες οπαδών με τον ίδιο τρόπο που το έπραξε και ο Κλέων: εξάπτοντας τα πάθη του λαού εναντίον συνηθειών και συμβάσεων κάποιων προνομιούχων στρωμάτων της κοινωνίας της χώρας και της εποχής τους.[2]: 32–38 

Οι δημαγωγοί έχουν συχνά εκμεταλλευθεί τις κατώτερες τάξεις και τους λιγότερο μορφωμένους πολίτες. Ενώ οι δημοκρατίες είναι σχεδιασμένες έτσι ώστε να εξασφαλίζουν την ελευθερία όλων και τον λαϊκό έλεγχο στην κυβερνητική εξουσία, οι δημαγωγοί αποκτούν πολιτική ισχύ χρησιμοποιώντας τη λαϊκή υποστήριξη προκειμένου να υπονομεύσουν αυτές ακριβώς τις ελευθερίες και τους δημοκρατικούς νόμους.[2]: 38–40 . Ο Έλληνας ιστορικός Πολύβιος είχε τη γνώμη ότι οι δημοκρατίες αναπόφευκτα καταλύονται από τους δημαγωγούς. Προειδοποίησε ότι η κάθε δημοκρατία τελικώς παρακμάζει σε μια διακυβέρνηση της βίας και των όσων έχουν «βαρύ χέρι», γεγονός που οδηγεί σε «ταραγμένες συνελεύσεις, σφαγές και εξορίες».[2]: 38–40 

Αν και η συμβατική θεώρηση αντιπαραθέτει τη δημοκρατία και τον φασισμό ως αντίθετα, οι αρχαίοι διανοητές είχαν κατανοήσει ότι η δημοκρατία έχει μια εγγενή τάση να οδηγεί σε ακραία λαϊκιστική διακυβέρνηση και να παρέχει σε δημαγωγούς ιδανικές ευκαιρίες να ανέλθουν στην εξουσία. Ο Βρετανός συγγραφέας Άιβο Μόσλεϋ (Ivo Mosley, γενν. 1951) υπεστήριξε ότι ολοκληρωτικά καθεστώτα μπορεί να είναι το λογικό επακόλουθο της μαζικής δημοκρατίας χωρίς περιορισμούς.[9]

Μέθοδοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπάρχουν ορισμένες κοινές τακτικές που εφαρμόζουν οι δημαγωγοί ανά την Ιστορία για τον χειρισμό του δημόσιου αισθήματος και τη διέγερση του πλήθους. Δεν χρησιμοποιούνται όλες από όλους τους δημαγωγούς και δεν υπάρχουν δύο δημαγωγοί που να χρησιμοποίησαν ποτέ τις ίδιες ακριβώς μεθόδους για να κερδίσουν σε δημοφιλία και αφοσίωση. Ακόμα και μη δημαγωγοί πολιτικοί εφαρμόζουν κάποιες από αυτές τις μεθόδους σποραδικά, καθώς ένας πολιτικός που απευθύνεται μόνο στη λογική και καθόλου στο συναίσθημα θα είχε ελάχιστες ελπίδες να εκλεγεί ποτέ. Αυτό που διακρίνει τη χρήση τους από τους δημαγωγούς είναι η συνεχής και αυτοσυνεπής πρόθεσή τους να αποτρέπουν την ορθολογική κρίση αναρριπίζοντας πάθη.[10][11]

Σε αντίθεση με έναν δημαγωγό, η συνήθης ρητορική ενός πολιτικού που αίρεται υπεράνω της πολιτικής τύρβης αποσκοπεί στο «να ηρεμήσει αντί να εξάψει τα πάθη, να συμφιλιώσει αντί να διαιρέσει, να νουθετήσει αντί να κολακεύσει».[12]

Χρήση «αποδιοπομπαίων τράγων»[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πλέον θεμελιώδης τεχνική του δημαγωγού είναι η εξεύρεση και χρήση αποδιοπομπαίων τράγων: Το να καθιστά δηλαδή υπεύθυνη μια εξωτερική ομάδα ανθρώπων για τα δεινά του «λαού» στον οποίο απευθύνεται. Η εξωτερική ομάδα έχει συνήθως διαφορετική εθνικότητα, φυλή, θρησκεία ή ανήκει σε άλλη κοινωνική τάξη ή ασπάζεται άλλη ιδεολογία. Π.χ. ο γερουσιαστής Μακάρθυ ισχυριζόταν ότι όλα τα προβλήματα των ΗΠΑ οφείλονταν σε «κομμουνιστές υπονομευτές». Ο Χίτλερ κατηγορούσε τους Εβραίους για την ήττα της Γερμανίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και για την οικονομική κρίση που επακολούθησε. Αυτό ήταν βασικός λόγος της δημοφιλίας του: πολλοί άνθρωποι είπαν ότι ο μόνος λόγος που τους άρεσε ο Χίτλερ ήταν η εναντίωσή του στους Εβραίους. Ο Χίτλερ μπόρεσε έτσι να εντείνει τον εθνικισμό και την ενότητα των (υπόλοιπων) Γερμανών.[13]

Οι ισχυρισμοί σε βάρος της «αποδιοπομπαίας ομάδας» έχουν κοινή βάση, ανεξαρτήτως της προσωπικότητας του δημαγωγού και του είδους της «αποδιοπομπαίας ομάδας», αλλά και του είδους της κρίσεως που εκμεταλλεύεται ο δημαγωγός. Στην κάθε περίπτωση κυριαρχεί το σχήμα «εμείς εναντίον εκείνων».[14]

Κινδυνολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολλοί δημαγωγοί ήρθαν στην εξουσία προκαλώντας φόβο στα ακροατήριά τους, προκειμένου να τα προτρέψουν σε δράση και να τα αποτρέψουν από το να σκεφθούν ψύχραιμα και λογικά. Σε συμφωνία με τα πορίσματα της ανθρωπολογίας και της εξελικτικής βιολογίας, οι άνθρωποι έχουν ισχυρή τάση να δίνουν προσοχή στον κίνδυνο, επειδή η συναίσθηση του κινδύνου υπήρξε σημαντική για την επιβίωσή τους σε ολόκληρη την ιστορία του είδους. Το αποτέλεσμα ενισχύεται από την εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού, με τα ΜΜΕ να εξυπηρετούν την όρεξη των πολιτών για ειδήσεις σχετικές με κινδύνους.[15] Η κινδυνολογία συνδέεται με την καταστροφολογία, με επαπειλούμενες καταστροφές που δήθεν θα επιφέρει η διοίκηση από τον πολιτικό αντίπαλο του δημαγωγού.

Ψεύδη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι δημαγωγοί επιλέγουν τις λέξεις που χρησιμοποιούν με γνώμονα το αποτέλεσμά τους πάνω στο συναίσθημα του ακροατηρίου, συχνά χωρίς να δίνουν σημασία στην πραγματικότητα ή πιθανούς κινδύνους από τη διάδοση ψευδών.[16][17] Ως οπορτουνιστές, θα πουν οτιδήποτε θα συζητηθεί πολύ και θα κινητοποιήσει τους πολλούς. Υπάρχουν και δημαγωγοί που πιστεύουν μερικά από τα ψεύδη που εκστομίζουν.[10]

Εάν ένα ψεύδος δεν φέρει αποτέλεσμα, ο δημαγωγός συχνά προσθέτει και άλλα. Ο Τζόζεφ Μακάρθυ ισχυρίσθηκε ότι είχε έναν κατάλογο με 205 μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος των ΗΠΑ που εργάζονταν στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Πιεζόμενος να δώσει ονόματα, είπε ότι τα αρχεία δεν ήταν διαθέσιμα σε εκείνον, αλλά γνώριζε «απολύτως» ότι «περίπου» 300 κομμουνιστές είχαν πιστοποιηθεί στον Υπουργό για απομάκρυνση από τα καθήκοντά τους και «περίπου» 80 είχαν πράγματι απομακρυνθεί. Ο Μακάρθυ δεν βρήκε ποτέ ούτε έναν κομμουνιστή στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ.[3]: 282–283 

Συναισθηματική ρητορική και προσωπικό χάρισμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολλοί δημαγωγοί έχουν αξιοσημείωτη ικανότητα στο να κινούν το συναίσθημα του ακροατηρίου τους σε μεγάλο βαθμό κατά τη διάρκεια ενός λόγου τους. Κάποτε αυτό οφείλεται σε εξαιρετική ευγλωττία, ενώ άλλοτε στο λεγόμενο «προσωπικό χάρισμα» («χαρισματικοί ηγέτες») ή και στα δύο.

Ο Χίτλερ ξεκινούσε συχνά τους λόγους του μιλώντας σιγά και με αργό ρυθμό, ιδίως όταν μιλούσε για τη φτωχική ζωή του μετά τη θητεία του στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα βάσανά του στο χάος και την ταπείνωση της Γερμανίας του Μεσοπολέμου, και μετά για την απόφασή του να «ξυπνήσει» και πάλι την Πατρίδα. Βαθμιαία κλιμάκωνε τον τόνο και τον ρυθμό της ομιλίας του, καταλήγοντας σε ένα αποκορύφωμα, κατά το οποίο κραύγαζε το μίσος του για Μπολσεβίκους, Εβραίους, Τσέχους, Πολωνούς ή όποια άλλη ομάδα εύρισκε εκείνη τη στιγμή πρόσφορη, γελοιοποιώντας την, προσβάλλοντάς την και απειλώντας την με καταστροφή. Συνήθως λογικοί άνθρωποι συναρπάζονταν από τον ιδιόμορφο σύνδεσμο που εγκαθιστούσε ο Χίτλερ με το ακροατήριό του, πιστεύοντας ακόμα και προφανή ψεύδη όσο εκείνος μιλούσε. Ο Χίτλερ δεν είχε γεννηθεί με αυτές τις φωνητικές και ρητορικές ικανότητες: τις απέκτησε μετά από μακρά εξάσκηση.[18]

Το χάρισμα και η συναισθηματική ρητορική οδήγησαν πολλές φορές δημαγωγούς να κερδίσουν εκλογές παρά το ότι είχαν όλο σχεδόν τον τύπο εναντίον τους. Ακόμα και η απλή πληροφόρηση από τα ΜΜΕ είναι συχνά βλαπτική για τους δημαγωγούς. Η δημαγωγική ρητορική αποσπά την προσοχή, συναρπάζει, φθάνει ακόμα και στην απόλαυση των ακροατών, που δεν σκέπτονται τη συνήθη ιστορία ψευδών, καταχρήσεων εξουσίας και αθετημένων υποσχέσεων του δημαγωγού. Η εφεύρεση του ραδιοφώνου κατέστησε δυνατό να υπερνικήσει η ικανότητα στον προφορικό λόγο πολλών δημαγωγών του 20ού αιώνα τον γραπτό λόγο των εφημερίδων.[3]: 309–314 

Χαρακτηρισμός των αντιπάλων ως αδύναμων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Κλέων ο Αθηναίος, όπως και πολλοί μεταγενέστεροι δημαγωγοί, υπερασπιζόταν σταθερά τη βίαιη συμπεριφορά προκειμένου να επιδεικνύει ισχύ, ενώ υπεστήριζε ότι η συμπόνοια ήταν σημάδι αδυναμίας, που απλώς θα το εκμεταλλεύονταν οι εχθροί. «Είναι γενικός κανόνας της ανθρώπινης φύσεως οι άνθρωποι να περιφρονούν όσους τους συμπεριφέρονται καλά και να υπολήπτονται όσους δεν προβαίνουν σε υποχωρήσεις.» Στη συζήτηση στην Εκκλησία του Δήμου τού εάν θα έπρεπε να ανακαλέσουν τα πλοία που είχε στείλει την προηγούμενη ημέρα να κατασφάξουν και να υποδουλώσουν ολόκληρο τον πληθυσμό της Μυτιλήνης, ο Κλέων αντιτέθηκε ακόμα και στο να διεξαχθεί καν η συζήτηση, λέγοντας ότι ήταν μια ασθενής διανοητική ευχαρίστηση και απώλεια χρόνου: «Το να αισθανθείς οίκτο, το να παρασύρεσαι από την ευχαρίστηση να ακούσεις ένα έξυπνο επιχείρημα, το να ακούς τους ισχυρισμούς περί δικαίου, είναι τρία πράγματα εντελώς αντίθετα προς τα συμφέροντα μιας αυτοκρατορικής δυνάμεως.»[2]: 40–51 [19][20]

Εκτρέποντας την προσοχή από την έλλειψη αποδείξεων για τους ισχυρισμούς του,ο Μακάρθυ μονίμως χαρακτηρίζε κάθε αντίπαλό του ως κομμουνιστή ή «συνοδοιπόρο». Ο G.M. Gilbert συνόψισε αυτή τη ρητορική λογική ως εξής: «Εγώ είμαι εναντίον των κομμουνιστών, εσύ είσαι εναντίον μου, άρα εσύ πρέπει να είσαι κομμουνιστής.»[21]

Υποσχέσεις απίθανων πραγμάτων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια άλλη θεμελιώδης τεχνική του δημαγωγού είναι το να υπόσχεται μόνο για την επίδραση των υποσχέσεων στο συναίσθημα των ακροατών του, ανεξαρτήτως του πόσο είναι δυνατή η πραγματοποίηση των υποσχέσεων.[22] Οι δημαγωγοί διατυπώνουν τις κενές υποσχέσεις τους με απλό και θεατρικό τρόπο, αλλά παραμένουν πολύ ασαφείς ως προς το πώς θα τις υλοποιήσουν, καθώς συνήθως αυτό είναι ακατόρθωτο. Π.χ. ο κυβερνήτης της Λουιζιάνα Χιούι Λονγκ είχε υποσχεθεί ότι εάν εκλεγόταν Πρόεδρος, κάθε οικογένεια θα είχε σπίτι, αυτοκίνητο, ραδιόφωνο και 2.000 δολάρια κάθε χρόνο. Δεν έγινε ποτέ σαφής ως προς το πώς θα επετύγχανε κάτι τέτοιο, αλλά και πάλι οι άνθρωποι τον πίστευαν.[3]: 266  Ο άγνωστος στην πολιτική δημαγωγός Στανίσγουαφ Τυμίνσκι «κατέβηκε» στις προεδρικές εκλογές της Πολωνίας το 1990 με βάση μόνο την πρότερη επιτυχία του ως επιχειρηματίας στον Καναδά, υποσχόμενος «άμεση ευημερία» και εκμεταλλευόμενος τις οικονομικές δυσκολίες των εργατών. Παίρνοντας 40% οδήγησε σε δεύτερο γύρο τις εκλογές, όπου έχασε από τον Λεχ Βαλέσα.[23][24]

Βία και εκφοβισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι δημαγωγοί έχουν συχνά ενθαρρύνει τους οπαδούς τους να εκφοβίζουν με βία τους αντιπάλους, ώστε να σφυρηλατούν την αφοσίωσή τους και να αποθαρρύνουν ή να αποτρέπουν την έκφραση αντίθετων απόψεων ή την προσέλευση στις ψηφοφορίες των αντίθετων ψηφοφόρων. Ο Χίτλερ έγραψε στο Mein Kampf ότι ο σωματικός εκφοβισμός του αντιπάλου ήταν αποτελεσματικός τρόπος κινητοποιήσεως των μαζών.[25]

Προσωπικές προσβολές και γελοιοποίηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολλοί δημαγωγοί προσβάλλουν ή γελοιοποιούν τους αντιπάλους τους προκειμένου να αποκλείσουν τη σοβαρή συζήτηση ή εξέταση των ανταγωνιστικών απόψεων, ιδίως όταν τα ακροατήριά τους είναι απλοϊκά. Μια συνήθης δημαγωγική τεχνική είναι να «προσκολλάται» ένα προσβλητικό επίθετο σε έναν αντίπαλο, με τη συνεχή επανάληψή του σε όλους τους λόγους του δημαγωγού. Π.χ. ο Αμερικανός Δημοκρατικός Τζέιμς Κ. Κέρλυ αναφερόταν στον Χένρυ Κάμποτ Λοτζ, τον κατά 27 έτη νεότερό του Ρεπουμπλικανό ανθυποψήφιό του για τη Γερουσία με την ονομασία «το μικρό μπλε αγοράκι». Ο Χιούι Λονγκ αποκαλούσε τον Τζόζεφ Ράνσντελ, επίσης ανθυποψήφιό του για τη Γερουσία, «γερο-πουπουλοξεσκονίστρα». Η χρήση τέτοιων χαρακτηρισμών, συχνά με ευφάνταστο χιούμορ, αποσπά την προσοχή από την αντικειμενική σκέψη του πώς θα έπρεπε να αντιμετωπισθούν τα σημαντικά δημόσια ζητήματα και την αντικαθιστά με εύκολα ψυχαγωγικά γέλια.[3]: 309–314 

Χυδαιότητα και εκκεντρική συμπεριφορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα νομοθετικά σώματα (κοινοβούλια) έχουν συνήθως υψηλά πρότυπα σοβαρότητας στη συμπεριφορά, που αποσκοπούν στην κατασίγαση των παθών και την προαγωγή της ορθολογικής συζητήσεως. Πολλοί δημαγωγοί παραβιάζουν αυτούς τους άγραφους (ή και γραπτούς) κανόνες με κραυγαλέο τρόπο, προκειμένου να επιδείξουν ότι προκαλούν την κατεστημένη ευπρέπεια και τους ευγενικούς τρόπους των ανώτερων τάξεων, αλλά και επειδή επιζητούν την προσοχή που αυτό επιφέρει. Κάποιοι απλοί άνθρωποι ίσως να βρουν αηδιαστική αυτή τη συμπεριφορά, ωστόσο ο δημαγωγός μπορεί να χρησιμοποιήσει την περιφρόνηση της «ανώτερης τάξεως» για εκείνον προς όφελός του.[12]

Ο Χιούι Λονγκ ήταν «...τόσο ξεδιάντροπος στην επιδίωξη της δημοσιότητας, και τόσο προσαρμοσμένος στο να προσελκύει την κάλυψη από τα ΜΜΕ, ώστε σύντομα είχε περισσότερη εξασφαλισμένη προσοχή από τον τύπο και τη «γαλαρία», από όσο οι περισσότεροι από τους συναδέλφους του μαζί.»[26]

Στην αρχαία Ελλάδα, ο Αριστοτέλης επεσήμανε τους «κακούς τρόπους» του Κλέωνος: «[Ο Κλέων] ήταν ο πρώτος που ούρλιαξε σε δημόσιο βήμα, ο πρώτος που χρησιμοποίησε προσβλητική γλώσσα και που μίλησε με τον μανδύα του πρόχειρα ζωσμένο γύρω του, ενώ όλοι οι άλλοι μιλούσαν με ευπρεπή ενδυμασία και τρόπους.»[12]

Λαϊκισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι δημαγωγοί συχνά θέλουν να εμφανίζονται «προσγειωμένοι» απλοί πολίτες, ακριβώς ίδιοι με τους ανθρώπους των οποίων τις ψήφους αποζητούν. Ο τρεις φορές κυβερνήτης της Τζόρτζια με το Δημοκρατικό Κόμμα Γιουτζήν Τάλματζ (1884-1946) έκτισε έναν στάβλο και κοτέτσι δίπλα στο μέγαρο του κυβερνήτη, εξηγώντας ότι ήταν τόσο «παιδί της αγροτιάς», ώστε δεν μπορούσε να κοιμηθεί αν δεν είχε ακόυσει εκείνη τη μέρα τα μουγκανητά των αγελάδων και το κακάρισμα των πουλερικών.[3]: 303–304, 306–307 [3]: 188–189  Συναντώμενος με αγρότες, μασούσε καπνό και μιμείτο τη χωριάτικη προφορά, παρά το γεγονός ότι είχε πανεπιστημιακή μόρφωση. Πάλευε, όπως έλεγε, κατά των «φλώρων» και των «ξένων αγαπησιάρηδων των αραπάδων» (nigger-lovin' furriners), προσδιορίζοντας τον «ξένο» (furriner) ως «οποιονδήποτε επιχειρεί να επιβάλει ιδέες αντίθετες με τις καθιερωμένες παραδόσεις της Τζόρτζια». Ωστόσο η προφορά και το λεξιλόγιό του άλλαζαν προς το εκλεπτυσμένο όταν μιλούσε σε αστικά ακροατήρια.[3]: 197  Επίσης ήταν διάσημος για τις κόκκινες τιράντες που φορούσε επιδεικτικά.[27][3]: 184 

Από την άλλη, πολλοί λαϊκιστές εμφανίζονταν πάντοτε με ευπρεπή και επιμελημένη ενδυμασία, όπως ο Πρόεδρος της Αργεντινής Χουάν Περόν, όντας παλαιός αξιωματικός του στρατού, και η σύζυγός του Εβίτα Περόν. Ο Ιταλός πρωθυπουργός Σίλβιο Μπερλουσκόνι έδινε έμφαση στις σεξουαλικές του ικανότητες.[28]

Υπεραπλουστεύσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι δημαγωγοί συνήθως θεωρούν πολυσύνθετα προβλήματα που απαιτούν λεπτομερείς αναλύσεις ως προκύπτοντα από μία απλή αιτία ή επιλύσιμα με μία και απλή «θεραπεία». Για παράδειγμα, ο Χιούι Λονγκ ισχυριζόταν ότι όλα τα οικονομικά προβλήματα των ΗΠΑ μπορούσαν να λυθούν απλώς με το «μοίρασμα του πλούτου».[10] Ο Χίτλερ ισχυριζόταν ότι η Γερμανία είχε χάσει τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εξαιτίας μιας «πισώπλατης μαχαιριάς». Η αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων (βλ. παραπάνω) μπορεί επίσης να θεωρηθεί μια μορφή υπεραπλουστεύσεως της πραγματικότητας.

Επίθεση κατά των μέσων ενημέρωσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Επειδή η απλή παράθεση γεγονότων και πληροφοριών από τα μέσα ενημέρωσης μπορεί από μόνη της να υποσκάψει τους ισχυρισμούς ενός δημαγωγού στα μάτια των οπαδών του, οι σύγχρονοι δημαγωγοί έχουν κατά καιρούς επιτεθεί στον τύπο και τα άλλα ΜΜΕ. Σε κάποιες περιπτώσεις έχουν καλέσει ανοικτά για την άσκηση βίας εναντίον εφημερίδων που είχαν αντίθετη άποψη, ενώ άλλοτε έχουν ισχυρισθεί ότι ο τύπος δρούσε μυστικά ως μισθοφόρος στην υπηρεσία μεγάλων οικονομικών συμφερόντων ή ξένων δυνάμεων, ή ότι κάποια εφημερίδα έχει «προσωπική βεντέτα» εναντίον τους. Ο γερουσιαστής Μακάρθυ είχε κατηγορήσει κατά καιρούς τις εφημερίδες The Christian Science Monitor, New York Post, The New York Times, The Washington Post και άλλες ότι ήταν «κομμουνιστικές μουτζουροφυλλάδες» (Communist smear sheets) υπό τον έλεγχο του Κρεμλίνου.[3]: 309–314 

Οι δημαγωγοί στην εξουσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

«Ο συντομότερος τρόπος για να καταστραφεί μια χώρα είναι να δοθεί εξουσία σε δημαγωγούς.»

— Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, Ρωμαϊκή Ἀρχαιολογία, VI (20 π.Χ.)[29]

Προσωποκρατική διακυβέρνηση και ανατροπές του κατά νόμον άρχειν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολλοί δημαγωγοί, μόλις ανέλαβαν εξουσία κινήθηκαν γρήγορα για να επεκτείνουν τις εξουσίες τους, τόσο de jure όσο και de facto: με ψήφιση νόμων για την επίσημη επέκταση των αρμοδιοτήτων τους και με το στήσιμο δικτύων ανεπίσημων πιέσεων ώστε να είναι βέβαιοι ότι οι εντολές τους εκτελούνται ανεξαρτήτως της συνταγματικότητάς τους.

Μέσα σε δύο μήνες από την ημέρα (30/1/1933) που διορίσθηκε καγκελάριος, ο Χίτλερ ξήλωσε όλους τους συνταγματικούς περιορισμούς στην εξουσία του.[30] Αυτό το πέτυχε με σχεόν καθημερινές πράξεις βίας από τα μέλη του κόμματός του, αποσταθεροποιώντας το κράτος και παρέχοντας όλο και ισχυρότερες αφορμές που δικαιολογούσαν την ανάληψη περισσότερων εξουσιών: με την πυρπόληση του Ράιχσταγκ στις 27 Φεβρουαρίου, την επόμενη ημέρα το ομώνυμο διάταγμα τού έδωσε έκτακτες εξουσίας και κατάργησε πολιτικές ελευθερίες. Στις 5 Μαρτίου έγιναν νέες γενικές εκλογές και στις 22 άνοιξε το πρώτο στρατόπεδο συγκεντρώσεως στο Νταχάου, όπου άρχισαν να κρατούνται πολιτικοί κρατούμενοι. Στις 24 Μαρτίου ψηφίσθηκε ο Εξουσιοδοτικός Νόμος του 1933, δίνοντας στον Χίτλερ πλήρεις νομοθετικές εξουσίες, καταργώντας έτσι όλους τους συνταγματικούς περιορισμούς και καθιστώντας τον Χίτλερ απόλυτο δικτάτορα.

Διορισμός οπαδών χωρίς προσόντα σε υψηλά αξιώματα και διαφθορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι δημαγωγοί διορίζουν συχνά ανθρώπους σε υψηλά αξιώματα με βάση την τυφλή τους αφοσίωση σε εκείνους, χωρίς να ενδιαφέρονται για τα προσόντα τους. Ανοίγουν έτσι ευρείς δρόμους για τη επικράτηση της διαφθοράς.

Περίφημοι δημαγωγοί της Ιστορίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κλέων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Κλέων ο Αθηναίος αναφέρεται συχνά ως ο πρώτος δημαγωγός εξαιτίας τριών συγκεκριμένων γεγονότων που περιγράφονται από τον Θουκυδίδη[31] και τον Αριστοφάνη.[32]

Τα πλήθη των Αθηναίων χαιρετούν την επιστροφή του Αλκιβιάδη με δυνατές επευφημίες. Εικονογράφηση του βιβλίου The story of Greece της Mary Macgregor.[33]

1) Μετά απο αποτυχημένη εξέγερση των κατοίκων της Μυτιλήνης, ο Κλέων έπεισε τους Αθηναίους να κατασφάξουν όχι μόνο τους Μυτιληναίους αιχμαλώτους, αλλά και όλο τον ανδρικό πληθυσμό της πόλεως, και να πωλήσουν τα γυναικόπαιδα ως δούλους. Οι Αθηναίοι ανεκάλεσαν την απόφαση την επόμενη ημέρα, όταν «ήρθαν στα λογικά τους».

2) Μετά τη νίκη των Αθηναίων κατά του πελοποννησιακού στόλου στη Μάχη της Πύλου και της Σφακτηρίας, οπότε η Σπάρτη μπορούσε μόνο να ικετεύσει για ειρήνη σχεδόν άνευ όρων, ο Κλέων έπεισε τους Αθηναίους να σπορρίψουν κάθε προσφορά για ειρήνη.

3) Ο Κλέων ονείδισε τους Αθηναίους στρατηγούς επειδή δεν μπορούσαν να τελειώσουν γρήγορα την πολιορκία των Σπαρτιατών της Σφακτηρίας, κατηγορώντας τους για δειλία, και διακήρυξε ότι εκείνος θα μπορούσε να είχε τελειώσει την υπόθεση μέσα σε 20 ημέρες, παρά το ότι δεν είχε στρατιωτικές γνώσεις. Τότε οι στρατηγοί τού ανέθεσαν να το κάνει, αναμένοντας να αποτύχει. Ο Κλέων υπεχώρησε όταν κλήθηκε να πραγματοποιήσει την καυχησιά του, και προσπάθησε να το αποφύγει, αλλά υποχρεώθηκε να αναλάβει την αρχιστρατηγία. Στην πραγματικότητα, ο Κλέων τα κατάφερε, αναθέτοντας την πολιορκία στον άξιο στρατηγό Δημοσθένη, δείχνοντάς του τώρα σεβασμό, ενώ παλαιότερα τον συκοφαντούσε πίσω από την πλάτη του.

Πολλοί σύγχρονοι σχολιαστές υποψιάζονται ότι o Θουκυδίδης και ο Αριστοφάνης υπερβάλλουν στην κακία που αποδίδουν στον χαρακτήρα του Κλέωνος. Αμφότεροι είχαν προσωπικές συγκρούσεις μαζί του και οι Ιππής είναι μια σατιρική και αλληγορική κωμωδία, που δεν αναφέρει καν ονομαστικά τον Κλέωνα. Ο Κλέων ήταν έμπορος και βυρσοδέψης, ενώ ο Θουκυδίδης και ο Αριστοφάνης προέρχονταν από την αριστοκρατική τάξη, που ήταν προδιατεθειμένη να αντιμετωπίζει με υπεροψία την τάξη των εμπόρων. Σε κάθε περίπτωση, οι περιγραφές τους για τον Κλέωνα ορίζουν το αρχέτυπο του «δημαγωγού».[32]

Αλκιβιάδης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αλκιβιάδης έπεισε τους Αθηναίους να επιχειρήσουν τη Σικελική Εκστρατεία κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, με καταστροφικά αποτελέσματα. Ποδηγέτησε την Εκκλησία του Δήμου να στηρίξει την εκλογή του ως επικεφαλής της εκστρατείας, ισχυριζόμενος ότι η νίκη θα ερχόταν εύκολα, κολακεύοντας την αθηναϊκή ματαιοδοξία και καλώντας για δράση και θάρρος αντί για μια προσεκτική εκτίμηση. Ωστόσο η εκστρατεία του ίσως να είχε επιτύχει εάν δεν συνωμοτούσαν οι αντίπαλοί του προκειμένου να τού στερήσουν την αρχηγία της.[34] Σύμφωνα με τον Αριστοφάνη, η Αθήνα «λαχταρούσε τον Αλκιβιάδη και τον μισούσε επίσης, αλλά τον ήθελε πίσω».[35]

Γάιος Φλαμίνιος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Χίτλερ το 1927 σε μια πρόβα των ρητορικών χειρονομιών του. Φωτογραφία του Χάινριχ Χόφμαν, Bundesarchiv.

Ο Γάιος Φλαμίνιος ήταν πολιτικός και ύπατος της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Είναι γνωστότερος για την ήττα του από τον Αννίβα στη Μάχη της λίμνης Τρασιμένης κατά τον Β΄ Καρχηδονιακό Πόλεμο. Ο Αννίβας έλαβε σωστές κρίσιμες αποφάσεις κατά τη μάχη αυτή επειδή κατανοούσε το πώς σκεπτόταν ο εχθρός του. Ο Φλαμίνιος χαρακτηρίζεται ως δημαγωγός από τον Έλληνα ιστορικό Πολύβιο: «... ο Φλαμίνιος είχε ένα σπάνιο ταλέντο για τις τεχνικές της δημαγωγίας...»[36] Επειδή ωστόσο δεν είχε και ανάλογο στρατιωτικό ταλέντο, βρέθηκε ως μη ικανός στη λάθος ηγετική θέση, με αποτέλεσμα να χαθούν 15.000 ζωές Ρωμαίων στρατιωτών και η δική του μαζί στη μάχη.

Αδόλφος Χίτλερ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πλέον διαβόητος δημαγωγός ηγέτης της νεότερης ιστορίας, ο Αδόλφος Χίτλερ, αρχικώς προσπάθησε να ανατρέψει την κυβέρνηση της Βαυαρίας με πραξικόπημα («Πραξικόπημα της μπιραρίας», 1923). Ευρισκόμενος στη φυλακή ωστόσο άλλαξε γνώμη και απεφάσισε να διεκδικήσει την ηγεσία μέσα από τη λαϊκή ψήφο, καλλιεργώντας ένα μαζικό κίνημα.[37] Ακόμα και πριν από το 1923 ο Χίτλερ είχε ξαναγράψει την πλατφόρμα του ναζιστικού κόμματος ώστε να απευθυνθεί στα λαϊκότερα στρώματα του γερμανικού λαού, βασιζόμενος στην πίκρα τους για τις πλουσιότερες τάξεις και καλώντας για αυξημένη κεντρική εξουσία.[38] Αναφέρεται ότι ο Χίτλερ είχε ευχαριστηθεί από την ταχύτατη αύξηση της δημοτικότητάς του μετά από αυτό.[2]: 143–148 

Αλλά όσο εκείνος εξέτιε την ποινή του, το κόμμα του έχανε σε δημοτικότητα και συνέχισε να χάνει και μετά την απελευθέρωση του Χίτλερ το 1924. Για αρκετά χρόνια κατόπιν ο Χίτλερ και το ναζιστικό κόμμα δεν θεωρούνταν γενικώς «σοβαρά πράγματα» στη Γερμανία, ούτε πολύ περισσότερο απειλή για τη χώρα. Ο πρωθυπουργός της Βαυαρίας ήρε την απαγόρευση του κόμματος λέγοντας χαρακτηριστικά: «Το άγριο κτήνος είναι υπό έλεγχο. Μπορούμε να χαλαρώσουμε την αλυσίδα.»[2]: 143–148 

Ο Αμερικανός δημαγωγός Τζόζεφ Μακάρθυ

Το 1929 ωστόσο, με την έναρξη της παγκόσμιας οικονομικής υφέσεως, ο λαϊκισμός του Χίτλερ άρχισε να γίνεται αποτελεσματικός. Ο ίδιος επικαιροποίησε την πλατφόρμα του κόμματός του ώστε να εκμεταλλευθεί τη μεγάλη οικονομική στενότητα του μέσου Γερμανού. Υποσχέθηκε να εξαλείψει τη διαφθορά και να δώσει εργασία σε κάθε Γερμανό. Το 1930 το ναζιστικό κόμμα αύξησε τις ψήφους του από 200.000 σε 6,4 εκατομμύρια, καθιστάμενο έτσι το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα στο γερμανικό κοινοβούλιο. Το 1932 είχε πάρει την πρώτη θέση και στις αρχές του 1933 ο Χίτλερ διορίσθηκε Καγκελάριος της Γερμανίας. Τότε εκμεταλλεύθηκε τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ για να συλλάβει τους πολιτικούς αντιπάλους του και να εδραιώσει τον έλεγχο του στρατεύματος. Μέσα σε λίγα χρόνια, χάρη και στη δημαγωγική του επιτυχία να παρασύρει τις λαϊκές μάζες, μετέτρεψε τη Γερμανία από πολυκομματική δημοκρατία σε τέλεια δικτατορία.[2]: 143–148 

Τζόζεφ Μακάρθυ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Τζόζεφ Μακάρθυ[39][40] ήταν γερουσιαστής των ΗΠΑ που εκπροσωπούσε την πολιτεία του Ουισκόνσιν από το 1947 μέχρι το 1957. Το ιδιάζον στην περίπτωσή του ως δημαγωγού ήταν ότι υστερούσε πολύ σε ρητορική ικανότητα.[41][42] Ωστόσο έγινε γνωστός σε όλη τη χώρα στις αρχές της δεκαετίας του 1950 διακηρύσσοντας ότι υψηλές θέσεις στην αμερικανική κυβέρνηση και το στράτευμα είχαν «μολυνθεί» με κομμουνιστές[43], δημιουργώντας μια υπέρμετρη φοβία σχετικώς (Red Scare, βλ. την ενότητα «Κινδυνολογία»), μεταξύ των θυμάτων της οποίας ήταν και ο γνωστός φυσικός Ρόμπερτ Οπενχάιμερ. Τελικώς η αδυναμία του να δώσει αποδείξεις των ισχυρισμών του, αλλά και οι δημόσιες επιθέσεις του κατά των ενόπλων δυνάμεων[44], οδήγησαν σε ακροάσεις από το κοινοβούλιο το 1954, που με τη σειρά τους προκάλεσαν την επίσημη καταδίκη των ισχυρισμών του (censure) από τη Γερουσία και την πτώση της δημοτικότητάς του, η οποία επισφραγίσθηκε με τον πρόωρο θάνατό του σε ηλικία 48 ετών.[40]

Η θετική πλευρά της δημαγωγίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μερικοί πολιτικοί επιστήμονες έχουν αμφισβητήσει τη γενική άποψη ότι η δημαγωγία είναι απαραιτήτως μια κακή μορφή ηγεσίας και ρητορικής. Π.χ. στο έργο του Demagogues in American Politics ο Τσαρλς Ζαγκ (Charles U. Zug) υποστηρίζει ότι η δημαγωγία μπορεί να νομιμοποιείται ηθικώς ή να είναι ακόμα και θετικός παράγοντας, εάν είναι ενσωματωμένη στα πλαίσια μιας ευρύτερης στρατηγικής πολιτικών μεταρρυθμίσεων και αν ακολουθεί ένα στέρεο σκεπτικό για πολιτική αλλαγή.[45][46] Ο Zug φέρνει σε αντίθεση την κλασική ή παραδοσιακές απόψεις για τη δημαγωγία, που προϋποθέτουν ότι οι δημαγωγοί έχουν κακές προθέσεις (όπως έναν αχαλίνωτο πόθο για εξουσία), με μια σύγχρονη προσέγγιση που εστιάζει στις εξωτερικές πράξεις που τελούν οι δημαγωγοί προκειμένου να προάγουν πολιτικούς στόχους.[45] Σχετικώς, η καθηγήτρια κλασικών σπουδών στο Πρίνστον Μελίσα Λέιν έχει υποστηρίξει ότι στην προσωκρατική σκέψη οι δημαγωγοί δεν θεωρούνταν ούτε ενδογενώς καλοί, ούτε ενδογενώς κακοί, αλλά περισσότερο ως υπερασπιστές του απλού λαού, σε αντίθεση με τους ολιγάρχες.[47]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Larson, Allan Louis: Southern Demagogues: A Study in Charismatic Leadership, σσ. 76, 79, 85, University Microfilms, Ann Arbor 1964
  2. 2,00 2,01 2,02 2,03 2,04 2,05 2,06 2,07 2,08 2,09 2,10 2,11 2,12 2,13 Signer, Michael (2009). Demagogue: The Fight to Save Democracy from Its Worst Enemies. Macmillan. ISBN 978-0230606241. 
  3. 3,00 3,01 3,02 3,03 3,04 3,05 3,06 3,07 3,08 3,09 Luthin, Reinhard H. (1954). American DemagoguesΑπαιτείται δωρεάν εγγραφή. Beacon Press. OCLC 1098334. 
  4. Samons, Loren J. (2004). What's Wrong with Democracy? From Athenian Practice to American Worship. University of California Press. σελίδες 43–44. ISBN 978-0520236608. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Ιανουαρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 22 Ιουλίου 2016. 
  5. Ostwald, Martin (1989). From Popular Sovereignty to the Sovereignty of Law. University of California Press. σελ. 201. ISBN 978-0520067981. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Σεπτεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 14 Οκτωβρίου 2016. 
  6. Cooper, James Fenimore (1838). «On Demagogues». The American Democrat, or Hints on the Social and Civic Relations of the United States of America. Cooperstown: H. & E. Phinney. σελίδες 98–104. OCLC 838066322. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Ιουλίου 2021. Ανακτήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 2020. 
  7. Ceaser, James W. (2011). «Demagoguery, Statesmanship, and Presidential Politics». Designing a Polity: America's Constitution in Theory and Practice. Rowman & Littlefield. σελίδες 75–118. ISBN 978-1442207905. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Σεπτεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 14 Οκτωβρίου 2016. 
  8. Κωμικοί, σειρά «Κιβωτός», εκδ. Μπαχαράκη, Θεσσαλονίκη 1994
  9. Ivo Mosley, Democracy, Fascism and the New World Order, Imprint Academic (2003)
  10. 10,0 10,1 10,2 Gustainis, J. Justin (άνοιξη 1990). «Demagoguery and Political Rhetoric: A Review of the Literature». Rhetoric Society Quarterly 20 (2): 155-161. doi:10.1080/02773949009390878. https://sdsuwriting.pbworks.com/w/file/fetch/73380194/Gustainis_overview_demagoguery_lit.pdf. Ανακτήθηκε στις 2016-07-29. 
  11. Lomas, Charles W.: «The Rhetoric of Demagoguery», Western Journal of Speech Communication, τόμ. 25 (1961), no. 3, σελ. 160
  12. 12,0 12,1 12,2 Ceaser, James W. (2011). «Demagoguery, Statesmanship, and Presidential Politics». Designing a Polity: America's Constitution in Theory and Practice. Rowman & Littlefield. σελίδες 87–88. ISBN 978-1442207905. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Σεπτεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 12 Νοεμβρίου 2016. 
  13. Allport, Gordon Willard. The Nature of Prejudice, 25th-anniversary edition (1979), p. 420 Αρχειοθετήθηκε 2017-01-18 στο Wayback Machine.. Basic Books.
  14. Allport, Gordon Willard: The Nature of Prejudice, 25th-anniversary edition (1979), σελ. 414 Αρχειοθετήθηκε 2017-01-18 στο Wayback Machine., Basic Books
  15. Shoemaker, Pamela J. (1996). «Hardwired for News: Using Biological and Cultural Evolution to Explain the Surveillance Function». Journal of Communication 46 (3): 32-47. doi:10.1111/j.1460-2466.1996.tb01487.x. https://archive.org/details/sim_journal-of-communication_summer-1996_46_3/page/32. 
  16. Logue, Cal M. και Howard Dorgan: «The Demagogue» στο The Oratory of Southern Demagogues (επιμ. Cal M. Logue και Howard Dorgan), σσ. 1-11, Louisiana University Press, 1981
  17. Gilbert, G.M. (καλοκαίρι 1955). «Dictators and Demagogues». Journal of Social Issues 11 (3): 51-52. doi:10.1111/j.1540-4560.1955.tb00330.x. https://archive.org/details/sim_journal-of-social-issues_1955_11_3/page/51. «[A demagogue's] behavior is guided more by its potential effect in beguiling public opinion than by any scrupulous regard for the truth, for basic social values, or for the integrity of the individual in his person, property, livelihood, or reputation—his assertion of patriotic and pious platitudes notwithstanding.». 
  18. Shirer, William: William Shirer's Twentieth-Century Journey: 1930-1940: The Nightmare Years, τόμ. 2 Αρχειοθετήθηκε 2017-01-18 στο Wayback Machine..
  19. Shore, Zachary (2010). Blunder: Why Smart People Make Bad Decisions. Bloomsbury Publishing. σελίδες 16 ff. ISBN 978-1608192540. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Ιουλίου 2021. Ανακτήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 2020. 
  20. Θουκυδίδου Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου, Βιβλίο 6, §37ff Αρχειοθετήθηκε 2016-10-20 στο Wayback Machine.
  21. Gilbert, G.M. (καλοκαίρι 1955). «Dictators and Demagogues». Journal of Social Issues 11 (3): 52-53. doi:10.1111/j.1540-4560.1955.tb00330.x. https://archive.org/details/sim_journal-of-social-issues_1955_11_3/page/52. «Perhaps most dangerous of all is his insinuation that anybody who is against him is a communist sympathizer—an insinuation that has done more than anything else to intimidate free expression of opinion on vital issues and on demagoguery in America.». 
  22. Rhodes, Peter John (2004): Athenian Democracy, σελ. 178 Αρχειοθετήθηκε 2017-09-13 στο Wayback Machine.. Oxford University Press.
  23. Koźmiński, Andrzej K. (1993): Catching Up?: Organizational and Management Change in the Ex-Socialist Block, σελ. 23 Αρχειοθετήθηκε 2017-09-13 στο Wayback Machine.. SUNY Press.
  24. Sztompka, Piotr (2003): «Trust: A Cultural Resource» στο The Moral Fabric in Contemporary Societies, επιμ. Graçzyna Skñapska, Anna Maria Orla-Bukowska, Krzysztof Kowalski, σελ. 58 Αρχειοθετήθηκε 2017-09-13 στο Wayback Machine.
  25. Roberts-Miller, Patricia (φθινόπωρο 2005). «Democracy, Demagoguery, and Critical Rhetoric». Rhetoric & Public Affairs 8 (3): 459-476. doi:10.1353/rap.2005.0069. https://sdsuwriting.pbworks.com/w/file/fetch/75389567/roberts-miller_demagoguery.pdf. Ανακτήθηκε στις 2016-07-29. 
  26. Alan Brinkley (1983): Voices of Protest: Huey Long, Father Charles Coughlin, and the Great Depression, σελ. 31, αναφέρεται στο Signer, Michael (2009). «Part II, Demagoguery in America». Demagogue: The Fight to Save Democracy from Its Worst Enemies. Macmillan. σελ. 113. ISBN 978-0230606241. 
  27. Dykeman, Wilma (φθινόπωρο 1957). «The Southern Demagogue». The Virginia Quarterly Review 33 (4): 561. https://archive.org/details/sim_virginia-quarterly-review_autumn-1957_33_4/page/561. 
  28. Cas Mudde και Cristóbal Rovira Kaltwasser: Populism: A Very Short Introduction, Oxford University Press, Οξφόρδη 2017, ISBN 978-0-19-023487-4
  29. Διονυσίου του Αλικαρνασσέως (περ. 20 π.Χ.) Ρωμαϊκή Ἀρχαιολογία, αναφ. στο βιβλίο του Luthin American Demagogues (1954), σελ. vii
  30. Mitchell, Otis (2013). Hitler's Stormtroopers and the Attack on the German Republic, 1919-1933. McFarland. σελίδες 154–169. 
  31. Michael Grant: Ancient Historians, σελ. 98 Αρχειοθετήθηκε 2017-01-18 στο Wayback Machine., σσ. 110-111 Αρχειοθετήθηκε 2017-01-19 στο Wayback Machine., Barnes & Noble Publishing, 1994, ISBN 1566195993
  32. 32,0 32,1 Αριστοφάνους Ιππής εδώ Αρχειοθετήθηκε 2017-01-19 στο Wayback Machine. παλαιά δωρεάν μετάφραση του William Walter Merry, Clarendon Press, 1902, με σχετικό σχόλιο του μεταφραστή στη σελ. 5
  33. Macgregor, Mary (190). The story of Greece: told to boys and girls. T.C. & E.C. Jack, Λονδίνο. σελ. 257. 
  34. Kagan, Donald (1991). The Peace of Nicias and the Sicilian Expedition. Cornell University Press. σελ. 185. ISBN 978-0801499401. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Ιουλίου 2021. Ανακτήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 2020. 
  35. Αριστοφάνους Βάτραχοι, στ. 1425
  36. Πολυβίου Ιστορίαι
  37. Shirer, William (1960). The Rise and Fall of the Third Reich. Νέα Υόρκη: Simon & Schuster. σελ. 119. ISBN 978-0671728687. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Ιουλίου 2021. Ανακτήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 2020. He had explained the new tactics to one of his henchmen, Karl Ludecke, while still in prison: «When I resume active work, it will be necessary to pursue a new policy. Instead of working to achieve power by armed coup, we shall have to hold our noses and enter the Reichstag against the Catholic and Marxist deputies. If outvoting them takes longer than outshooting them, at least the result will be guaranteed by their own constitution. … Sooner or later we shall have a majority—and after that, Germany.» 
  38. Shirer, William (1960). The Rise and Fall of the Third Reich. Νέα Υόρκη: Simon & Schuster. σελίδες 40–42. ISBN 978-0671728687. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Ιουλίου 2021. Ανακτήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 2020. A good many paragraphs of the party program were obviously merely a demagogic appeal to the mood of the lower classes when they were in bad straits… Point 11, for example, demanded abolition of incomes unearned by work; Point 12, the nationalization of trusts… Point 18 demanded the death penalty for traitors, usurers, and profiteers. 
  39. Rovere, Richard: Senator Joe McCarthy, Methuen Books, 1959, ανατύπωση από το University of California Press το 1996 με ISBN 0520204727
  40. 40,0 40,1 Wicker, Tom: Shooting Star: the Brief Arc of Joe McCarthy, Houghton Mifflin Harcourt, 2006: «Joe McCarthy may have been the most destructive demagogue in American history», σελ. 5
  41. «What Qualifies as Demagoguery?». History News Network. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Ιουλίου 2013. Ανακτήθηκε στις 24 Μαρτίου 2009. 
  42. Mayer, Michael (2007). The Eisenhower Years. Infobase Publishing. Unlike most demagogues, McCarthy did not give stem-winding, highly emotional speeches. Rather, he spoke in a monotone, even as he made his most outrageous charges. The delivery lent credence to his accusations, in that they seemed to be unemotional and therefore "factual". 
  43. Harold Barrett (1991). Rhetoric and Civility: Human Development, Narcissism, and the Good Audience. SUNY Press. σελ. 108. ISBN 978-0791404836. 
  44. «Have You No Sense of Decency?». United States Senate. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Δεκεμβρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 7 Ιανουαρίου 2017. 
  45. 45,0 45,1 Zug, Charles U. (18 Οκτωβρίου 2022). Demagogues in American Politics. Oxford University Press. ISBN 978-0-19-765194-0. 
  46. Constitutionalist, The (3 Οκτωβρίου 2022). «Demagogues in American Politics». The Constitutionalist. Ανακτήθηκε στις 12 Ιανουαρίου 2023. 
  47. Lane, Melissa (2012). «The Origins of the Statesman? Demagogue Distinction in and After Ancient Athens». Journal of the History of Ideas 73 (2): 179-200. doi:10.1353/jhi.2012.0020. https://philpapers.org/rec/LANTOO-3. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]