Δημάδης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Για το βουλευτή, δείτε Δημήτριος Δημάδης
Δημάδης
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Δημάδης (Αρχαία Ελληνικά)
ΓέννησηΔεκαετία του 380 π.Χ.
Καθύπερθεν Παιανία
Θάνατος317 π.Χ.
Πέλλα
Χώρα πολιτογράφησηςΑρχαία Αθήνα[1]
Δημότης (αρχ. Αττική)Παιανία Πανδιονίδας[2]
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςαρχαία ελληνικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπολιτικός
ρήτορας
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΒραβεύσειςΟλυμπιονίκης (αρχαίοι Ολυμπιακοί) (328 π.Χ.)

Ο Δημάδης (περ. 380318 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας ρήτορας και πολιτικός στην Αθήνα, καταγόμενος από τον αρχαίο αττικό δήμο της Παιανίας. Ο πατέρας του ήταν βαρκάρης και ο ίδιος ο Δημάδης εργάστηκε σε καράβια αλλά κατόρθωσε με την οξύνοιά του και την ρητορική του δεινότητα να αναδειχθεί σε κορυφαίο παράγοντα της Αθηναϊκής πολιτικής.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εικόνα που έχουμε για τον Δημάδη οφείλεται κυρίως στον Πλούταρχο και είναι ζοφερή όσο κι ενδιαφέρουσα: «Ο Δημάδης ο ρήτορας, ισχυρός άνδρας της Αθήνας λόγω της φιλομακεδονικής του πολιτικής, επειδή αναγκαζόταν να προτείνει πράγματα αντίθετα με τις αρχές και τα ήθη της πόλης, έλεγε ότι ήταν άξιος συγγνώμης αφού πολιτευόταν σε μια πόλη ναυάγιο……Αλλά ο Δημάδης ήταν ο ίδιος ναυάγιο της πόλης, έτσι ξεδιάντροπα που έζησε και πολιτεύτηκε, τόσο που ο Αντίπατρος είπε γι’ αυτόν, γέροντα πια, ότι σαν να ήταν σφάγιο, μόνο η γλώσσα και η κοιλιά του έμεινε».[3]

Στην αρχή, μάλλον, της πολιτικής του σταδιοδρομίας υποστήριζε τον Δημοσθένη στην εκκλησία του δήμου, αν κι ο τελευταίος φαινόταν να μη θέλει σχέσεις μαζί του.[4] Δεν είναι πάντως γνωστή η πολιτική τοποθέτηση του Δημάδη την εποχή αυτή, αλλά μετά την μάχη της Χαιρωνείας έχουμε πλήρη εικόνα.

Ο Δημάδης πολέμησε στην μάχη και ήταν ανάμεσα στους αιχμαλώτους Αθηναίους. Μετά την μάχη, ο Φίλιππος μεθυσμένος από την νίκη όσο κι από το κρασί, περιερχόταν τον χώρο των αιχμαλώτων χλευάζοντάς τους. Τότε ο Δημάδης του είπε: «Η τύχη, βασιλιά, σου έδωσε το ανάστημα του Αγαμέμνονα κι εσύ κάνεις έργα του Θερσίτη». Ο Φίλιππος συνήλθε αμέσως, θαύμασε τον Δημάδη και τον ελευθέρωσε. Και υποκύπτοντας στην αττική ευγλωττία του Δημάδη, ελευθέρωσε όλους τους αιχμαλώτους χωρίς λύτρα και φέρθηκε επιεικέστατα στην Αθήνα και την Θήβα.[5]

Αυτά κατά τον Διόδωρο. Ο Πλούταρχος τα λέει κάπως διαφορετικά: Μετά την μάχη της Χαιρωνείας οι Αθηναίοι εμπιστεύθηκαν την τύχη της πόλης στον Φωκίωνα. Αυτός ήταν μεν φιλομακεδόνας και ήθελε την συνδιαλλαγή με τον Φίλιππο, κρατούσε όμως επιφυλακτική στάση περιμένοντας τις εξελίξεις. Τότε ο Δημάδης πρότεινε να μετάσχει η πόλη στην γενική ρύθμιση των πραγμάτων στο πανελλήνιο συνέδριο. Ο Φωκίων εναντιώθηκε γιατί δεν ήξερε ακόμη τί απαιτήσεις είχε ο Φίλιππος, αλλά η γνώμη του Δημάδη υπερίσχυσε. Κι έτσι οι Αθηναίοι βρέθηκαν υποχρεωμένοι να δώσουν στον Φίλιππο πλοία και ιππείς. Και για πολλοστή φορά μετάνιωσαν για απόφασή τους, γιατί θα μπορούσαν να τα αποφύγουν αυτά αν ο Φωκίων ερχόταν σε ιδιαίτερη συμφωνία με τον Φίλιππο.[6]

Το βέβαιο είναι ότι ο Δημάδης έγινε ένας εκ των ηγετών της φιλομακεδονικής παράταξης, παρουσιάζοντας εντυπωσιακή αντίθεση με τον έτερο εκ των ηγετών, τον στρατηγό Φωκίωνα, που ήταν το πρότυπο της αρετής. Ο Αντίπατρος δήλωσε αργότερα ότι από τους δύο φίλους που είχε στην Αθήνα, τον Φωκίωνα και τον Δημάδη, τον μεν ένα δεν μπορούσε να τον πείσει να δεχτεί χρήματα, τον δε άλλο όσα και να του έδινε δεν μπορούσε να τον χορτάσει.[7]

Το 335 ο Δημάδης έσωσε τον Δημοσθένη και τους άλλους αντιμακεδόνες Αθηναίους ρήτορες μετά την ανελέητη καταστροφή της Θήβας από τον Αλέξανδρο. Πρότεινε ένα ψήφισμα, δήθεν για τιμωρία τους, και πήγε πρεσβευτής στον Αλέξανδρο, τον οποίο έπεισε να συγχωρήσει τα πάντα στους Αθηναίους. Αυτά βέβαια έναντι πέντε ταλάντων που πήρε από τον Δημοσθένη και τους άλλους.[8]

Υπήρξε ολυμπιονίκης σε άγνωστο ιππικό αγώνισμα κατά τους 113ους (328 π.Χ.) ολυμπιακούς αγώνες της αρχαιότητας.[9][10]

Δεινός δωρολήπτης ο Δημάδης, ήταν βέβαια ανάμεσα στους πάμπολλους Αθηναίους που δωροδόκησε ο Άρπαλος το 324. Είκοσι τάλαντα πήρε ο Δημοσθένης, έξι χιλιάδες στατήρες χρυσού (;) ο Δημάδης.[11]

Το 323 έφτασε στην Αθήνα η είδηση του θανάτου του Αλέξανδρου. Οι αντιμακεδόνες ρήτορες και στρατιωτικοί ξεσήκωναν τον λαό σε πόλεμο και ο Δημάδης προσπαθούσε να τον συγκρατήσει λέγοντας πως αν ήταν νεκρός ο Αλέξανδρος, θα είχε γεμίσει όλη η οικουμένη από την μυρωδιά του.[12] Μάταια όμως.

Ακολούθησε ο Λαμιακός πόλεμος και οι Αθηναίοι ηττήθηκαν και πάλι. Ο δήμος στην απόγνωσή του στράφηκε στον Δημάδη, ζητώντας να πάει πρεσβευτής στον Αντίπατρο. Αλλά αυτός αρνήθηκε επικαλούμενος την νομιμότητα, μια και ήταν στερημένος από τα πολιτικά του δικαιώματα επειδή τρεις φορές (επτά κατά Πλούταρχον) είχε προτείνει παράνομα ψηφίσματα και δεν είχε πληρώσει τα βαριά πρόστιμα που του είχαν επιβληθεί. Αποκαταστάθηκε αμέσως και συμμετείχε στην πρεσβεία υπό τον Φωκίωνα.[13] Και μόλις ο Δημάδης επέστρεψε στην Αθήνα, ο δήμος με πρότασή του καταδίκασε σε θάνατο τους, φυγάδες πλέον, αντιμακεδόνες ηγέτες.[14] Ενδεχομένως ήταν κι αυτό ένα τέχνασμα για να τους σώσει όπως έγινε το 335 με τον Αλέξανδρο, αλλά η ανοχή των Μακεδόνων είχε εξαντληθεί. Οι αντιμακεδόνες καταδιώχθηκαν, ο Υπερείδης και τρεις άλλοι θανατώθηκαν με βασανιστήρια κι ο Δημοσθένης αυτοκτόνησε.[15]

Με την επακόλουθη κατάργηση της δημοκρατίας και με μακεδονική φρουρά στην Μουνυχία, ο Δημάδης αποθρασύνθηκε εντελώς κι έκανε επίδειξη του παράνομα αποκτημένου πλούτου του. Παρ’ όλο που υπήρχε νόμος στην Αθήνα που απαγόρευε σε ξένους να είναι μέλη του χορού, αυτός έφερε στο θέατρο μόνο ξένους, εκατό τον αριθμό, και πλήρωσε το πρόστιμο -χίλιες δραχμές για τον καθένα. Κι όταν πάντρευε τον γιο του τού είπε: «Παιδί μου, όταν εγώ παντρεύτηκα την μητέρα σου, ούτε ο γείτονας το κατάλαβε. Αλλά στον γάμο σου βασιλιάδες κι άρχοντες θα συνεισφέρουν».[16]

Ο μόνος που τον συγκρατούσε κάπως ήταν ο Φωκίων. Δεδομένου ότι ως ολιγαρχικοί ήταν, κατά τεκμήριον τουλάχιστον, θαυμαστές και οι δύο της σπαρτιατικής πολιτείας, ο Δημάδης του πρότεινε κάποτε να εισηγηθούν στον δήμο το λακωνικό πολίτευμα. Η απάντηση του Φωκίωνα ήταν: «Πολύ θα σου ταίριαζε να προτείνεις συσσίτια και να επαινείς τον Λυκούργο, με τα αρώματα που βρωμοκοπάς και με τέτοια [πολυτελή] χλαμύδα».[17]

Το τέλος του ήταν οικτρό. Παρά το ότι οι δημοκρατικοί και οι ταραχοποιοί είχαν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα και πάρα πολλοί απ’ αυτούς είχαν απομακρυνθεί από την Αθήνα, ο δήμος δυσφορούσε για την μακεδονική φρουρά στην Μουνυχία και ζητούσε από τον Φωκίωνα να μεσιτεύσει στον Αντίπατρο ώστε να την αποσύρει. Ο Φωκίων δεν ήθελε και τότε ανάλαβε την αποστολή ο Δημάδης. Πήγε με τον γιο του στην Μακεδονία και παρουσιάστηκε στον Αντίπατρο ζητώντας την ανάκληση της φρουράς και εκτρεπόμενος μάλιστα σε απειλές. Για κακή του τύχη είχαν πέσει στα χέρια του Αντίπατρου επιστολές του Δημάδη προς τον Περδίκκα στις οποίες τον παρακαλούσε να έρθει στην Μακεδονία και την υπόλοιπη Ελλάδα «που κρεμόταν από παλιά και σάπια κλωστή» εννοώντας τον Αντίπατρο. Ο Δημάδης και ο γιος του θανατώθηκαν χωρίς πολλές διατυπώσεις.[18] Κι έτσι επαληθεύτηκε αυτό που του είχε πει κάποτε ο Δημοσθένης κι εκείνος δεν τον πίστεψε, ότι οι προδότες πρώτα τον εαυτό τους πουλάνε.[19]

Ρητορική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ως ρήτορας, ο Δημάδης ήταν αξεπέραστος αυτοσχεδιαστής («πολλάκις ἐκ προχείρου συνεῖπεν»).[20] Ο Πλούταρχος γράφει ότι «όλοι ομολογούσαν ότι ο Δημάδης ήταν ένας ρήτορας με ανυπέρβλητα χαρίσματα και ότι η αυτοσχέδια ομιλία του, παρέσυρε τις καλά μελετημένες σκέψεις του Δημοσθένη». Ο δε Θεόφραστος είπε ότι ο Δημοσθένης ήταν «ἄξιος τῆς πόλεως» ο δε Δημάδης «ὑπὲρ τὴν πόλιν». Πολλές φορές πράγματι ο Δημάδης έπεισε τους Αθηναίους υπέρ των απόψεών του και εναντίον του Δημοσθένους.[21]

Στον Δημάδη αποδίδονται 14 λόγοι και 40 αποφθέγματα, τα οποία ονόμαζαν «Δημάδεια». Στα «Δημάδεια» ανήκουν και ευφυολογήματα όπου ο Δημάδης χαρακτηρίζει τους εφήβους ως την «άνοιξη της πόλεως», την Αίγινα ως «λίμνη του Πειραιά», το τείχος ως «φόρεμα της πόλεως», τον σαλπιγκτή ως «κοινό πετεινό των Αθηναίων», κλπ.. Μεγάλα αποσπάσματα σώθηκαν από τους εξής λόγους του:

  • Υπέρ της δωδεκαετίας
  • Ιστορία περί Δήλου και της γενέσεως των Λητούς παίδων

Μικρό απόσπασμα του πρώτου λόγου, στον οποίο ο ρήτορας υπερασπίζεται τη διαγωγή του, βρίσκεται στο Oratores Attici, του C. Müller (ii. 438), αλλά η γνησιότητά του είναι εξαιρετικά αμφίβολη. Ήδη ο Κικέρων τον 1ο π.Χ. αιώνα λέει ότι δεν σώζεται κανένας λόγος του Δημάδη.[22]

Ο Δημάδης έχει εκφραστικό ύφος, γεμάτο υπερβολές και τολμηρότατες αλληγορίες, πολλές από τις οποίες έχουν ποιητική αξία.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. (Ισπανικά) Biblioteca Virtual Miguel de Cervantes. 2100. Ανακτήθηκε στις 13  Μαΐου 2020.
  2. Johannes Kirchner: «Prosopographia Attica». (λατινική γλώσσα) Prosopographia Attica. Βερολίνο. 1901.
  3. Πλούταρχος Φωκίων 1
  4. Πλούταρχος Δημοσθένης 8
  5. Διόδωρος 16.87
  6. Πλούταρχος Φωκίων 16
  7. Πλούταρχος Φωκίων 30
  8. Διόδωρος 17.15. Πλούταρχος Δημοσθένης 23
  9. (Αγγλικά) Golden, Mark (2003). Sport in the ancient world from A to Z. London: Routledge. σελ. 49. ISBN 0-203-49732-5. 
  10. Moretti, Luigi (2014). Luigi Moretti e il catalogo degli Olympionikai. Testimonianze epigrafiche, letterarie, papirologiche e numismatiche sui vincitori degli agoni olimpici panellenici (Ellade e Magna Grecia: 776 a.C. - 393 d.C.). Maria Elisa Garcia Barraco (στα Ιταλικά). AM; 7 - Arbor Sapientiae Editore S.r.l. ISBN 978-88-97805-32-8.  (καταχώριση 455)
  11. Δείναρχος Κατά Δημοσθένους 89
  12. Πλούταρχος Φωκίων 22
  13. Διόδωρος 18.18. Κατά τον Πλούταρχο (Φωκίων 26) ο Δημάδης πρότεινε πάλι ψηφίσματα χωρίς να δικαιούται, αλλά ο δήμος εμπιστεύτηκε τον Φωκίωνα
  14. Πλούταρχος Δημοσθένης 28
  15. Πλούταρχος Δημοσθένης 28-29
  16. Πλούταρχος Φωκίων 30
  17. Πλούταρχος Φωκίων 20
  18. Διόδωρος 18.48. Κατά Πλούταρχον (Φωκίων 30) ο Αντίπατρος ήταν πια ετοιμοθάνατος και την θανάτωση διέταξε ο γιος του Κάσσανδρος, η δε επιστολή ήταν προς τον Αντίγονο
  19. Πλούταρχος Δημοσθένης 31
  20. Πλούταρχος Δημοσθένης 8
  21. Πλούταρχος Δημοσθένης 10
  22. Cicero Brutus 36

Πηγές αρχαίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Πηγές νεώτερες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ιωάννης Κακαβούλιας: Ελληνική Γραμματολογία (αρχαία και βυζαντινή), εκδ. Νικόδημος, Αθήνα, σελίδα 23