Γερμανοί της Βαλτικής

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γερμανοί της Βαλτικής
Deutsch-Balten
Балтийские немцы
Χρώματα της Βαλτικής
Σφάλμα Lua: bad argument #1 to 'unstrip' (string expected, got nil).
Περιοχές με σημαντικούς πληθυσμούς
Ιστορικά Κουρλάνδη, Εσθονία, Λιβονία
Τυπικά αφανισμένη μετά το 1945/Μεταπολεμική Γερμανία
Γλώσσες
Γερμανικά (Κάτω Γερμανικά), Ρωσικά
Θρησκεία
Λουθηρανισμός
Καθολικισμός, Ορθοδοξία
Σχετιζόμενες εθνικές ομάδες
Γερμανοί, Γερμανοί στη Ρωσία, Εσθονοί, Λετονοί, Πρώσοι της Λιθουανίας, Σουηδοί της Εσθονίας

Οι Γερμανοί της Βαλτικής (γερμανικά: Deutsch-Balten‎‎, ή Baltendeutsche) ήταν κυρίως γερμανικής εθνικής καταγωγής κάτοικοι των ανατολικών ακτών της Βαλτικής Θάλασσας, σε μία γεωγραφική περιοχή η οποία σήμερα αποτελεί τις χώρες της Εσθονίας και της Λετονίας. (Η Λιθουανία, η οποία σήμερα λογίζεται ως Βαλτικό Κράτος, ακολούθησε εντελώς διαφορετική ιστορική πορεία και ορισμένες από τις πόλεις της φιλοξένησαν μια μικρή τάξη Γερμανών εμπόρων, ωστόσο ουδέποτε αυτό συνέβη με τάξη ευγενών ή τοπικών αρχόντων.) Ο Βαλτικός Γερμανικός πληθυσμός ποτέ δεν ξεπέρασε το 10% επί του συνόλου.[1] Αποτελούσαν την κοινωνική, εμπορική, πολιτική και πολιτισμική ελίτ σε αυτή την περιοχή για διάστημα αρκετών αιώνων. Ορισμένοι εξ'αυτών πέτυχαν να φτάσουν σε υψηλές θέσεις στη στρατιωτική και πολιτική ιεραρχία της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, ειδικότερα στην Αγία Πετρούπολη.

Γενικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1881, περίπου 46.700 Γερμανοί ζούσαν στην Εσθονία (ποσοστό 5,3% επί του συνολικού πληθυσμού).[2] Σύμφωνα με την Απογραφή της Ρωσικής Αυτοκρατορίας του 1897, 120.191 Γερμανοί ζούσαν στη Λετονία, ή αλλιώς ποσοστό 6,2% επί του συνολικού πληθυσμού.[3]

Κατά τη διάρκεια 12ου και του 13ου αιώνα, Γερμανοί, τόσο άποικοι (δείτε το λήμμα Ostsiedlung) όσο και Σταυροφόροι, εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Βαλτικής.[4] Μετά τις Λιβονικές Σταυροφορίες, σε σύντομο διάστημα πέτυχαν να αποκτήσουν τον έλεγχο της κυβέρνησης, της πολιτικής, της οικονομίας, της εκπαίδευσης και του πολιτισμού των περιοχών αυτών, τον οποίο και διατήρησαν για διάστημα μεγαλύτερο των 700 ετών έως το 1918, κι αυτό παρά το γεγονός ότι αποτελούσαν εθνική μειονότητα. Σε αντίθεση με την ευρεία πλειοψηφία των αστικών γαιών αποικήθηκαν από εμπόρους, αγροτικές γαιές[5] σύντομα δημιουργήθηκαν από τους Σταυροφόρους και τους απογόνους τους. Με τη σταδιακή παρακμή των λατινικών, τα γερμανικά σύντομα κατέστησαν η γλώσσα όλων των επίσημων εγγράφων, των εμπορικών συναλλαγών και της διακυβέρνησης για εκατοντάδες χρόνια έως το 1919.

Η περιοχή βρισκόταν από πολιτικής άποψης υπό την εξουσία των μοναρχών της Σουηδίας έως το 1710, καθώς και των τσάρων της Ρωσικής Αυτοκρατορίας έως το 1917. Και οι δύο αυτές δυνάμεις εξασφάλισαν τη συνέχιση του υπέρ των Γερμανών της Βαλτικής προνομιακού αυτού καθεστώτος, καθώς και των πολιτικών τους δικαιωμάτων, όταν ενέταξαν τις επαρχίες αυτές στις Αυτοκρατορίες τους.[εκκρεμεί παραπομπή]

Σε αντίθεση με τους Γερμανούς της Βαλτικής, η εθνική πλειοψηφία των Εσθονών και Λετονών είχε περιορισμένα δικαιώματα και προνόμια, ενώ κατοικούσαν κυρίως στις αγροτικές περιοχές όπου εργάζονταν ως δουλοπάροικοι, έμποροι, ή ως υπηρέτες σε αστικές οικίες. Η κατάσταση αυτή ήταν ανάλογη της κοινωνικής τάξης των πραγμάτων εντός της Αυτοκρατορικής Ρωσίας, ενώ διήρκεσε έως και τα μέσα του 19ου, όταν η απελευθέρωση του θεσμού της δουλοπαροικίας έφερε σε αυτή την πληθυσμιακή ομάδα αυξημένα πολιτικά δικαιώματα και ελευθερίες.

Η κυριαρχία, καθώς και τα ταξικά προνόμια των Γερμανών της Βαλτικής έλαβαν τέλος με τη διάλυση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας (λόγω της Επανάστασης των Μπολσεβίκων τον Οκτώβριο του 1917) και την ανεξαρτητοποίηση της Εσθονίας και της Λετονίας την περίοδο μεταξύ 1918–1919. Μετά το 1919, πολλοί Γερμανοί της Βαλτικής ένιωσαν την υποχρέωση να αναχωρήσουν για τη Γερμανία, ωστόσο ορισμένοι εξ'αυτών παρέμειναν ως απλοί πολίτες στις νεοϊδρυθείσες ανεξάρτητες χώρες της Εσθονίας, της Λετονίας και της Λιθουανίας.[6]

Η ιστορία και η παρουσίας τους στην περιοχή της Βαλτικής έλαβε απότομα τέλος στις αρχές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στα τέλη του 1939, μετά την υπογραφή του Συμφώνου Μολότοφ-Ρίμπεντροπ και της μετέπειτα ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ των Ναζί και των Σοβιετικών. Σχεδόν το σύνολο των Γερμανών της Βαλτικής μετεγκαταστάθηκε από τη Γερμανική Κυβέρνηση στα πλαίσια του προγράμματος Heim ins Reich στα νεοϊδρυθέντα Ραϊχσγκάουε του Βάρτελαντ και του Ντάντσιχ-Δυτικής Πρωσίας (στα εδάφη της καταληφθείσας Πολωνίας). Το 1945, οι περισσότεροι εξ'αυτών εκδιώχθηκαν και μετεγκαταστάθηκαν στα εδάφη που είχαν απομείνει στη Γερμανία με βάση τους όρους περί αλλαγής των συνοριογραμμών που προβλέπονταν από τη Διάσκεψη του Πότσδαμ, δηλαδή στα δυτικά της Γραμμής Όντερ-Νάισε. Οι σημερινοί απόγονοι των Γερμανών της Βαλτικής είναι διάσπαρτοι ανά τον κόσμο, με τις μεγαλύτερες πληθυσμιακές ομάδες αυτών να βρίσκονται στη Γερμανία και τον Καναδά.[εκκρεμεί παραπομπή] Μετά τη φυγή τους από την Εσθονία και τη Λετονία κατά τη διάρκεια και μετά το πέρας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Γερμανοί της Βαλτικής έχουν, πλέον, πάψει να υφίστανται ως ξεχωριστή εθνική μειονότητα.[7]

Εθνική σύσταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη διάρκεια της 700 ετών ιστορίας τους, οι γερμανικές οικογένειες της Βαλτικής δεν είχαν αποκλειστικά γερμανική καταγωγή, καθώς σε αρκετές περιπτώσεις η καταγωγή τους ήταν ανάμεικτη με εκείνη λαών μη-γερμανικής καταγωγής, όπως οι γηγενείς Εσθονοί, Λιβόνιοι και Λετονοί, καθώς και άλλους λαούς όπως οι Δανοί, οι Σουηδοί, οι Ιρλανδοί, οι Άγγλοι, οι Σκωτσέζοι, οι (Σλάβοι) Πολωνοί, οι Ούγγροι και οι (Γερμανοί) Ολλανδοί.

Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες λάμβαναν χώρα γάμοι μεταξύ ατόμων διαφορετικής εθνικής καταγωγής, τις περισσότερες φορές το άτομο που προερχόταν από διαφορετική εθνική ομάδα αφομοιωνόταν από τον γερμανικό πολιτισμό, υιοθετούσε τη γερμανική γλώσσα και τις γερμανικές παραδόσεις, στις οποίες συχνά συμπεριλαμβανόταν η «γερμανοποίηση» του ονόματος και του επιθέτου του. Έπειτα, θεωρούνταν, επίσης, ως Γερμανοί της Βαλτικής. (Δείτε επίσης: Εθνογένεση)

Εδάφη και υπηκοότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στους οικιστικούς σχεδιασμούς των Γερμανών της Βαλτικής, η περιοχή της Βαλτικής αποτελείτο από τα παρακάτω εδάφη:

Εσφαλμένα, οι εθνικά Γερμανοί οι οποίοι κατάγονται από την Ανατολική Πρωσία θεωρούνται σε ορισμένες περιπτώσεις ως Γερμανοί της Βαλτικής, λόγω πολιτισμικών, γλωσσολογικών και ιστορικών ομοιοτήτων. Ωστόσο, οι Γερμανοί της Ανατολικής Πρωσίας ήσαν κάτοχοι Πρωσικής, και μετά το 1871, Γερμανικής υπηκοότητας, καθώς τα εδάφη στα οποία ζούσαν, αποτελούσαν τμήμα της Πρωσίας. Από το 1871 κι έπειτα, η Ανατολική Πρωσία αποτέλεσε τμήμα του νεοσυσταθέντος ενοποιημένου γερμανικού κράτους, επίσης γνωστού ως Γερμανικού Ράιχ.

Ωστόσο, οι Γερμανοί της Βαλτικής κατείχαν υπηκοότητα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας έως το 1918 και της Εσθονίας ή της Λετονίας την περίοδο μεταξύ 1918–1939.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μεσαίωνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρτης της Terra Mariana το 1260

Η εγκατάσταση γερμανικών πληθυσμών στη σημερινή περιοχή των βαλτικών κρατών ξεκίνησε στη διάρκεια του 12ου αιώνα, όταν έμποροι και ιεραπόστολοι ξεκίνησαν να καταφτάνουν στα παράκτια εδάφη τα οποία κατοικούνταν από φυλές οι οποίες ομιλούσαν φιννικές και βαλτικές γλώσσες. Συστηματική εγκατάσταση ξεκίνησε στη διάρκεια των Βόρειων Σταυροφορίων του 12ου και του 13ου αιώνα. Καταφθάνοντας μαζί με τους πρώτους Γερμανούς εμπόρους, ένας μοναχός με το όνομα Μάινχαρντ κατέφθασε στις εκβολές του ποταμού Ντάουγκαβα, στη σημερινή Λετονία, το 1180. Το 1184, η πρώτη Χριστιανική εκκλησία στην περιοχή ανεγέρθηκε στο Λιβονικό χωριό του Ύξκυλ, ενώ το 1186, ο Μάινχαρντ χειροτονήθηκε ως ο πρώτος Επίσκοπος του Ύξκυλ. Ο Πάπας κήρυξε Σταυροφορία εναντίον των ειδωλολατρών της Βαλτικής το 1193, ενώ ένα σταυροφορικό στράτευμα υπό την ηγεσία του διαδόχου του Μάινχαρντ, Επισκόπου Μπέρτολντ φον Χάνοβερ, κατέφθασε στη Λιβονία. Το 1196, ο νέος Επίσκοπος του Ύξκυλ, Μπέρτολντ, συγκέντρωσε το πρώτο σταυροφορικό στράτευμα στην περιοχή της Βαλτικής. Το 1199, ο Χάρτβιγκ Β΄, Πρίγκιπας-Αρχιεπίσκοπος της Βρέμης, ανέθεσε στον Άλμπερτ φον Μπούξτχεφεν τον εκχριστιανισμό των βαλτικών χωρών. Προκειμένου να εξασφαλίσει μόνιμη στρατιωτική παρουσία στην περιοχή, ο Άλμπερτ φον Μπούξτχεφεν, πλέον, Επίσκοπος της Λιβονίας, ίδρυσε το Λιβονικό Τάγμα των Αδελφών του Ξίφους το 1202. Τριάντα χρόνια αργότερα, η κατάληψη και ο εκχριστιανισμός της σημερινής Εσθονίας και της βόρειας Λετονίας είχε ολοκληρωθεί.[8] Την ίδια εκείνη περίοδο, γερμανόφωνοι έμποροι και βιοτέχνες αποτελούσαν την πλειοψηφία του ραγδαία αυξανόμενου αστικού πληθυσμού της περιοχής. Οι Λιβόνιοι Αδελφοί του Ξίφους εντάχθηκαν στο Τευτονικό Τάγμα το 1236. Για διάστημα 200 ετών, οι ιππότες στις ακτές της ανατολικής Βαλτικής έχαιραν της υποστήριξης της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Καθώς η επιρροή των Τευτόνων Ιπποτών άρχισε να ασθενεί στη διάρκεια του 15ου αιώνα, λόγω των πολέμων με την Πολωνία και τη Λιθουανία, ο Λιβονικός κλάδος στα βόρεια άρχισε, σταδιακά, να ακολουθεί δική του ανεξάρτητη πολιτική. Όταν ο Πρωσικός κλάδος του Τάγματος εκκοσμικεύτηκε το 1525 και μετατράπηκε στο Δουκάτο της Πρωσίας, το Λιβονικό Τάγμα παρέμεινε αυτόνομο, αν και περιτριγυρισμένο από ιδιαιτέρως επιθετικούς γείτονες. Το 1558, η εισβολή της Ρωσίας στη Λιβονία αποτέλεσε το έναυσμα για το ξέσπασμα του Λιβονικού Πολέμου μεταξύ της Ρωσίας, της Πολωνίας, της Σουηδίας και της Δανίας, ο οποίος και διήρκεσε για διάστημα 20 ετών. Στη διάρκεια του πολέμου, το κράτος διαμοιράστηκε μεταξύ της Δανίας (η οποία έλαβε το Έζελ), τη Σουηδία (η οποία έλαβε την Εσθονία), την Πολωνία (η οποία έλαβε τη Λιβονία), καθώς και το Δουκάτο της Κουρλάνδης και της Σεμιγαλλίας, ένα υποτελές κράτος της Πολωνίας-Λιθουανίας.

Μεταρρύθμιση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι περιοχές της Βαλτικής ασπάστηκαν τον Προτεσταντισμό στη διάρκεια της Μεταρρύθμισης, ενώ τα εκκοσμικευμένα εδάφη διαμοιράστηκαν μεταξύ των εναπομεινάντων αριστοκρατών ιπποτών.

Η Κουρλάνδη παρέμεινε ως ανεξάρτητο κράτος υπό τον έλεγχο γερμανόφωνων για διάστημα άνω των 200 ετών, ενώ η Λιβονία διασπάστηκε εκ νέου. Η Σουηδία ήλεγχε την Εσθονία την περίοδο μεταξύ του 1561 και του 1710 και τη Λιβονία μεταξύ του 1621 και του 1710, έχοντας, προηγουμένως, υπογράψει συμφωνία, σύμφωνα με την οποία δεσμευόταν να μην υποβαθμίσει την αυτονομία των Γερμανών της Βαλτικής. Το γερμανόφωνο Universität Dorpat, η ίδρυση του οποίου υποστηρίχθηκε από τον Βασιλέα Γουσταύο Β΄ Αδόλφο της Σουηδίας, παρέμεινε το μοναδικό στα πρώην εδάφη της Λιβονίας για διάστημα αιώνων και αποτέλεσε το πνευματικό κέντρο των Γερμανών της Βαλτικής, καθώς και των υπόλοιπων εθνικών πληθυσμών της Βαλτικής στη διάρκεια της σουηδικής περιόδου κατοχής. Στα τέλη του 17ου αιώνα, η Σουηδία εισήγαγε την υποβίβαση και στις επαρχίες της Βαλτικής, η οποία είχε ως αποτέλεσμα γαίες που ανήκαν στους τοπικούς ευγενείς να περάσουν υπό τον έλεγχο του Στέμματος. Η μεταρρύθμιση αυτή πέτυχε να μετατρέψει τους δουλοπάροικους σε ελεύθερους αγρότες, ωστόσο αυτή ακυρώθηκε όταν η Ρωσία κατέλαβε τα εδάφη αυτά το 1710.[εκκρεμεί παραπομπή]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Baltic states :: Gradual modernization
  2. Baltic Germans in Estonia, Estonian Institute www.einst.ee
  3. Latvia – Population
  4. Eric Christiansen (1980). The Northern Crusades – The Baltic and the Catholic Frontier 1100–1525. ISBN 0-333-26243-3. 
  5. Για παράδειγμα, δείτε τα λήμματα Κατάλογος παλατιών και αρχοντικών στη Λετονία και Κατάλογος παλατιών και αρχοντικών στην Εσθονία.
  6. John Hiden (1987). The Baltic States and Weimar Ostpolitik. Cambridge University Press. ISBN 0-521-32037-2. 
  7. Miljan, Toivo (2004). Historical Dictionary of Estonia. Scarecrow Press. σελ. 121. ISBN 9780810865716. 
  8. James A. Brundage, επιμ. (2003) [1961]. The Chronicle of Henry of Livonia. Μτφρ. James A. Brundage (Αναθεωρημένη έκδοση). Columbia University. ISBN 0-231-12888-6.