Γενς Γιάκομπ Ασμούσεν Βόρσε

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γενς Γιάκομπ Ασμούσεν Βόρσε
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση14  Μαρτίου 1821[1][2][3]
Βέιλε
Θάνατος15  Αυγούστου 1885[1][2][3]
Hagestedgaard[4]
Τόπος ταφήςHolmen Cemetery
Χώρα πολιτογράφησηςΔανία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΔανικά[5]
Αγγλικά[6]
ΣπουδέςΠανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταανθρωπολόγος
αρχαιολόγος
προϊστορικός
συγγραφέας[7]
ΕργοδότηςΠανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης
Οικογένεια
ΓονείςJens Worsaae
ΣυγγενείςTorben Grut (γαμπρός)
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαKultus Minister of Denmark (1874–1875)[8][9][10]
Βραβεύσειςεπίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Ουψάλα (1877)[8]
Καθηγητής (1854)[8]
Decoration of the Cross of Honour of the Dannebrog (1855)[8]
Μεγαλόσταυρος του Τάγματος του Ντάνεμπρογκ (1882)[8]
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Γενς Γιάκομπ Ασμούσεν Βόρσε (Jens Jacob Asmussen Worsaae) (14 Μαρτίου 1821 – 15 Αυγούστου 1885) ήταν Δανός αρχαιολόγος, ιστορικός και πολιτικός, επίσης ο δεύτερος διευθυντής του Εθνικού Μουσείου της Δανίας (1865–1874). Έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη θεμελίωση της επιστημονικής αρχαιολογίας. Ο Βόρσε ήταν ο πρώτος που ανέσκαψε και χρησιμοποίησε τη στρωματογραφία για να αποδείξει την ακολουθία του συστήματος των τριών εποχών εποχών . Ήταν επίσης πρωτοπόρος στην ανάπτυξη της παλαιοβοτανικής μέσω των ανασκαφών του στους τυρφώνες της Γιουτλάνδης. Υπηρέτησε, επίσης, ως υπουργός πολιτισμού της Δανίας για τον Κρίστεν Αντρέας Φόνεσμπεχ (Christen Andreas Fonnesbech) από το 1874 έως το 1875.

Πρώιμος βίος και εκπαίδευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βόρσε γεννήθηκε στο Βέιλε της Δανίας το 1821. Ήταν το πέμπτο από τα έντεκα παιδιά που γεννήθηκαν σε πλούσια, μορφωμένη οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν δημόσιος υπάλληλος (ταμίας κομητείας) για την κομητεία Βέιλε και μέλος της Βασιλικής Εταιρείας Βορείων Αρχαιοτήτων.

Τα αρχαιολογικά ενδιαφέροντα του Βόρσε ξεκίνησαν το 1832 όταν ο πατέρας του του έδωσε δύο λίθινα τσεκούρια, το ένα που είχε βρεθεί στη γη του και το άλλο που ανακτήθηκε κατά τη βυθοκόρηση του λιμανιού του Βέιλε[11]. Ο Βόρσε εμπνεύστηκε και άρχισε να ψάχνει στην ανατολική ακτή της Γιουτλάνδης, πριν επεκτείνει την περιοχή έρευνάς του στην κεντρική και νότια Γιουτλάνδη.

Το 1835, ενώ ήταν στο σχολείο στο Ράντερς, ο Βόρσε προσκλήθηκε να συμμετάσχει σε ανασκαφή ενός τάφου στο Μπίχολμ (Bygholm), έξω από το Χόρσενς. Συμμετείχε, επίσης, σε ανασκαφές κοντά στο Γιέλινγκε (Jellinge) το επόμενο έτος.

Το 1838 ξεκίνησε σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, αποφοιτώντας το 1841. Εκλέχτηκε μέλος της Αμερικανικής Φιλοσοφικής Εταιρείας το 1869[12].

Σταδιοδρομία και συνεισφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενώ βρισκόταν στην Κοπεγχάγη για το κολέγιο, ο Βόρσε άρχισε να εργάζεται ως εθελοντής με τον Κρίστιαν Γιούργκενσεν Τόμσεν, τον πρώτο διευθυντή του Εθνικού Μουσείου της Δανίας. Έμαθε τις μεθόδους του Τόμσεν για τη χρονολόγηση αντικειμένων και την ελεγχόμενη αρχαιολογικής ανασκαφή.

Μη θέλοντας να συνεχίσει να εργάζεται χωρίς αμοιβή, βρήκε προστάτη τον Χριστιανό Η΄. Κατόπιν αιτήματος του Χριστιανού Η΄, ο Βόρσε έγραψε το The Primeval Antiquities of Denmark (Danmarks Oldtid oplyst ved Oldsager og Gravhøie), επισκόπηση του δανικού αρχαιολογικού πεδίου. Εκεί εξήγησε την αρχαιολογία και το σύστημα των τριών εποχών. Το έργο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1843 στη Δανία και έγινε ευρέως δημοφιλές. Ο Βόρσε αντέδρασε ενάντια στην κρατούσα τότε άποψη της προϊστορίας στη Δανία, περισσότερο από τον Τόμσεν. Ο ιστορικός Suhm προσδιόρισε την πρωτοϊστορική περίοδο ως «θρυλική εποχή». Σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να μελετηθεί από τους παλαιοσκανδιναβικούς μύθους και θρύλους. Ερμήνευσε τους σκανδιναβικούς θεούς και τις μυθικές μορφές ως βασιλείς και ηγέτες των προϊστορικών λαών. Ο Βόρσε απέρριψε αυτή την άποψη της προϊστορίας ως ευφημισμό. Θεωρούσε ότι η προϊστορία ήταν μια περίοδος που έπρεπε να ερευνηθεί καλύτερα όχι από ιστορικούς, αλλά από αρχαιολόγους, που ασχολούνταν με τα υλικά τέχνεργα. Πίστευε ότι η γνώση που μπορεί να αποκτηθεί για την προϊστορία θα ήταν αναγκαστικά διαφορετική ποιοτικά από τη γνώση των ιστορικών περιόδων, βασισμένη σε γραπτά κείμενα[13].

Ο Βόρσε δούλευε σε ένα πλαίσιο εθνικιστικού αγώνα. Στα μέσα του 19ου αιώνα, εν μέσω δανογερμανικής πολιτικής έντασης, ο Νορβηγός λόγιος και εθνικιστής Πίτερ Αντρέας Μουντς (Peter Andreas Munch) παρείχε στους Γερμανούς επιχειρήματα για εισβολή στη Δανία, προτείνοντας ότι η Δανία είχε αρχικά εποικιστεί από Γερμανούς. Στον αντίποδα ο Βόρσε υποστήριξε ότι οι προϊστορικοί λαοί των αρχαιολογικών αρχείων δεν μπορούσαν να ταυτιστούν με κανέναν σύγχρονο λαό λόγω του καθαρού χρονοδιαγράμματος που εμπλέκεται. Ωστόσο, το έργο του για τις αρχαιότητες της Δανίας θεωρήθηκε πως σήμαινε ότι οι Δανοί ιθαγενείς είχαν μακρά ιστορία στην περιοχή[14].

Ομοίως, όταν η «Γυναίκα Haraldskær», μια μούμια τύρφης που βρέθηκε στη νότια Δανία το 1843, εκτέθηκε ως η θρυλική Βασίλισσα Γκούνχιλντ της πρώιμης μεσαιωνικής περιόδου. Ο Βόρσε αμφισβήτησε αυτήν την άποψη, υποστηρίζοντας ότι το σώμα προέρχεται από την Εποχή του Σιδήρου, όπως τα περισσότερα από τους βάλτους, και προϋπήρχε των ιστορικών προσώπων των χρονικών κατά τουλάχιστον 500 χρόνια[15] [16].

Ο Χριστιανός Η΄ τον έστειλε σε ερευνητικό ταξίδι στη Βρετανία και την Ιρλανδία το 1846 και το 1847, προκειμένου να μελετήσει στοιχεία για τους Βίκινγκς. Έκανε έρευνα σε αρχαιότητες και ιστορίες για να αναπτύξει την επισκόπησή του για τον πολιτισμό της Βόρειας Θάλασσας. Ο Βόρσε έγραψε το An Account of the Danes and the Norsemen in England, Scotland and Ireland (1852).

Το 1847 ο Βόρσε διορίστηκε Επιθεωρητής Συντήρησης Αρχαιοτήτων Μνημείων. Εργάστηκε για τη διατήρηση περιοχών και διηύθυνε ανασκαφές σε όλη τη χώρα. Με ελεγχόμενη ανασκαφή και ανάλυση της στρωματογραφίας, βρήκε αντικείμενα που υποστήριζαν το Σύστημα Τριών Εποχών του Τόμσεν, που παλαιότερα βασιζόταν στη συλλογή τεχνέργων του μουσείου. Χρησιμοποιώντας τις μελέτες του Nilsson για την επιβίωση κατά την προϊστορία και τις μελέτες του Δανού γεωλόγου Johannes Japetus Steenstrup για τις αλλαγές στην προϊστορική δασοκομία, ο Βόρσε άρχισε να εξερευνά τα όρια του τι μπορεί να είναι γνωστό για την προϊστορία. Σε εκείνη την περίοδο, όσοι μπορούσαν να κατανοήσουν την έννοια της προϊστορίας, δυσκολεύονταν να φανταστούν ότι οι πολιτιστικές εξελίξεις μπορούσαν να καλυφθούν από το σύστημα των τριών εποχών. Σε ανασκαφές σε τοποθεσίες της λίθινης εποχής, ο Βόρσε διέκρινε ότι υπήρχαν διακριτές τάσεις ταυτόχρονης εμφάνισης περιόδων με απλά εργαλεία, σημάδια κυνηγιού και αλιείας, όπως επίσης και με οστά σκύλων ως μόνη απόδειξη κατοικίδιων ζώων. Αυτή η περίοδος συνδέθηκε με την ανακάλυψη τεράστιων σωρών απορριμμάτων που παράγονταν από τροφοσυλλέκτες που έτρωγαν στρείδια. Ο Βόρσε σχολίασε στο ημερολόγιό του ότι «αυτοί οι τεράστιοι σωροί από όστρεα πρέπει να αντιπροσωπεύουν τα υπολείμματα των γευμάτων που έτρωγαν οι άνθρωποι της λίθινης εποχής». [17]

Ο Βόρσε προσδιόρισε ότι ένα δεύτερο υποσύνολο των αποθέσεων της λίθινης εποχής, που σχετίζεται με ταφές ντολμέν, παρουσίαζε σημάδια κτηνοτροφίας και γεωργίας. Ακολουθώντας τις αναλύσεις του Nilsson, ο Worsaae πρότεινε ότι η Εποχή του Λίθου περιείχε μια διακριτή περίοδο αναζήτησης τροφής και μια γεωργική περίοδο, κάτι που θα μπορούσε να αποδειχθεί από τα διαθέσιμα τέχνεργα. Αναγνώρισε επίσης ότι τα ευρήματα από σπήλαια στη Γαλλία προϋπήρχαν ακόμη και της λίθινης περιόδου της Δανίας για αναζήτηση τροφής. Ήταν ίσως ο πρώτος που οραματίστηκε αυτό που κατέληξε ως διαχωρισμός μεταξύ Παλαιολιθικής, Μεσολιθικής και Νεολιθικής περιόδου. Οι σχετικές ταξινομήσεις και έγιναν από τον Βρετανό ερευνητή John Lubbock, 1st Baron Avebury το 1865[18].

Ως διευθυντής του Εθνικού Μουσείου της Δανίας (1865–1874), ο Βόρσε έγινε μέντορας μιας νέας γενιάς αρχαιολόγων, συμπεριλαμβανομένου του Σόφους Μίλερ στη Δανία. Υποστήριξε την αρχαιολογία ως επιστήμη και επηρέασε τις μελέτες και τις ανασκαφικές πρακτικές της. Επηρέασε επίσης τους αρχαιολόγους της Σουηδίας, καθώς οι Νιλς Μπρουζέλιους (Nils G. Bruzelius), Χανς Χίλντεμπραντ (Hans Hildebrand) και Όσκαρ Μοντέλιους (Oscar Montelius) ακολούθησαν το παράδειγμά του και ανέπτυξαν περαιτέρω μεθόδους για τη δημιουργία χρονολογιών μέσω ελεγχόμενων ανασκαφών[19]. Κατά τη διάρκεια της διεύθυνσης του στο Εθνικό Μουσείο αγοράστηκε από το Βρετανικό Μουσείο η μεγάλη συλλογή αρχαιοτήτων του Βόρσε [20].

Το πρώιμο έργο του Βόρσε, The Primeval Antiquities of Denmark (Danmarks Oldtid oplyst ved Oldsager og Gravhøie), στο οποίο εξήγησε το σύστημα των τριών εποχών, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1843 στη Δανία και στα αγγλικά το 1849. Επηρέασε έντονα τους ερευνητές στη Μεγάλη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Για παράδειγμα, ο Λιούις Χένρι Μόργκαν (Lewis Henry Morgan), πρωτοπόρος Αμερικανός εθνολόγος, ανέπτυξε το δικό του σύστημα προϊστορίας τριών σταδίων στο βιβλίο του Ancient Society (1877). Υποστήριξε τη θεωρία ότι οι προϊστορικοί λαοί πέρασαν από προοδευτικά στάδια «αγριότητας», «βαρβαρότητας» και «πολιτισμού», για να εντοπιστούν με διάφορα κριτήρια, συμπεριλαμβανομένων των συγγενικών και κοινωνικών δομών τους, καθώς και των εργαλείων και της καλλιέργειας[21].

Προσωπική ζωή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βόρσε παντρεύτηκε τη Severine Jacobine Grevencop-Castenschiold, μέλος της εξέχουσας οικογένειας Grevencop-Castenschiold. Απέκτησαν δύο κόρες. Η Jacobine Cathrine Margrethe Worsaae (1869–1951), η μεγαλύτερη των δύο, παντρεύτηκε τον πολιτικό και κυβερνήτη των Δανικών Δυτικών Ινδιών Χένρι Κόνοου (Henri Konow). Η μικρότερη αδερφή της, Caroline "Lilli" Alvilda Nini Worsaae, πέθανε μόλις 22 ετών.

Ο Βόρσε και η σύζυγός του έζησαν στο κτήμα του πεθερού του Hagestedgaard για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Εκεί πέθανε το 1885[22].

Παραπομπές σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb10657699g. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  2. 2,0 2,1 2,2 «Encyclopædia Britannica» (Αγγλικά) biography/Jens-Jacob-Asmussen-Worsaae. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  3. 3,0 3,1 3,2 (Αγγλικά) SNAC. w67943rq. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  4. «Dansk Biografisk Lexikon». (Δανικά) Dansk Biografisk Leksikon.
  5. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb10657699g. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  6. CONOR.SI. 316724067.
  7. «Library of the World's Best Literature». Library of the World's Best Literature. 1897.
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 8,4 «Dansk Biografisk Leksikon, 3. udgave» (Δανικά) 20ος αιώνας. J.J.A._Worsaae. Ανακτήθηκε στις 7  Οκτωβρίου 2022.
  9. «Regeringen Fonnesbech». Ανακτήθηκε στις 7  Οκτωβρίου 2022.
  10. «Regeringen Holstein-Holsteinborg». Ανακτήθηκε στις 7  Οκτωβρίου 2022.
  11. Hermansen, 1934
  12. «APS Member History». search.amphilsoc.org. Ανακτήθηκε στις 26 Απριλίου 2021. 
  13. Gjerløff 1999
  14. Rowley-Conwy 2006
  15. P.V. Glob (1969). The Bog People: Iron Age Man Preserved. London: Faber and Faber Limited, pp. 69–73.
  16. Gjerløff 1999
  17. Diary entry September 1850 – Gräslund 1987
  18. Gräslund 1987:38
  19. Gräslund 1987
  20. British Museum Collection
  21. Conn, Steven (2004). History's Shadow: Native Americans and Historical Consciousness in the Nineteenth Century, Chicago: University of Chicago Press, pp. 137–139
  22. «Hagestedgaard: Ejerhistorie». danskeherregaarde.dk. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Αυγούστου 2018. Ανακτήθηκε στις 25 Αυγούστου 2018. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Gjerløff, Anne Katrine. (1999) "Syn for sagn: Dansk Arkæologi og Historie i 1800-tallet", Historisk Tidsskrift 99:2
  • Gräslund, Bo. (1987) The Birth of Prehistoric Chronology. Dating Methods and Dating Systems in Nineteenth-Century Scandinavian Archeology, Cambridge University Press.
  • Hermansen, V. (1934) En Oldgranskers Erindringer, København.
  • Rowley-Conwy, Peter. (2006) "The Concept of Prehistory and the Invention of the Terms 'Prehistoric' and 'Prehistorian': the Scandinavian Origin, 1833–1850", European Journal of Archaeology 9:1 pp. 103–130.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]