Βασιλικό Κάστρο του Πόζναν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 52°24′32.87″N 16°55′51.55″E / 52.4091306°N 16.9309861°E / 52.4091306; 16.9309861

Βασιλικό Κάστρο του Πόζναν
Χάρτης
Είδοςκάστρο
Αρχιτεκτονικήρομανική αρχιτεκτονική
Γεωγραφικές συντεταγμένες52°24′33″N 16°55′52″E
Διοικητική υπαγωγήΠόζναν
ΧώραΠολωνία
ΑρχιτέκτοναςWitold Milewski
ΧρηματοδότηςΠσέμισλ Α΄ της Μεγάλης Πολωνίας
Προστασίααμετακίνητο μνημείο[1]
Commons page Πολυμέσα

Το Βασιλικό Κάστρο στο Πόζναν (πολωνικά: Zamek Królewski w Poznaniu‎‎) χρονολογείται από το 1249 και τη βασιλεία του Πσέμισλ Α΄. Βρίσκεται στην πολωνική πόλη Πόζναν, καταστράφηκε σε μεγάλο βαθμό κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά έκτοτε έχει εν μέρει ανοικοδομηθεί.

Ιστορία και σύγχρονη άποψη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κατασκευή του κάστρου ξεκίνησε πιθανώς από τον Πσέμισλ Α΄ το 1249, στον λόφο που αργότερα ονομάστηκε Λόφος του Κάστρου (πολων.: Góra Zamkowa, λατινικά mons castrenis), και τώρα πιο γνωστός ως Λόφος του Πσέμισλαφ (Góra Przemysława). Το πρώτο κτίσμα ήταν ένας κατοικήσιμος πύργος από τούβλα με ένα πηγάδι στο εσωτερικό του, και ο υπόλοιπος λόφος περιβαλλόταν από προμαχώνα με περίβολο. Μια μικρή δουκική κατοικία ενσωματώθηκε στο σύστημα των τειχών της πόλης στα τέλη του 13ου αι.

Το κεφάλι αναγνωρίζεται παραδοσιακά ως το πρόσωπο του Πσέμισλ Α΄ από την Εκκλησία της Αγίας Καρδιάς του Ιησού και της Μητέρας του Θεού της Παρηγοριάς στο Πόζναν.

Ο γιος του Πσέμισλ Α΄, Πσέμισλ Β΄, ελπίζοντας στην επανένωση της Πολωνίας υπό την κυριαρχία του, αποφάσισε να κτίσει ένα μεγαλύτερο κάστρο, πιο κατάλληλο για έναν βασιλιά. Το 1295 ο Πσέμισλ έγινε βασιλιάς της Πολωνίας, αλλά δολοφονήθηκε ένα χρόνο αργότερα. Το κάστρο δεν είχε τελειώσει. Το έργο που ξεκίνησε ο Πσέμισλ Β΄ συνεχίστηκε από έναν κλάδο των Πιάστ από το Γκλόγκουφ, που κυβερνούσε στη Μεγάλη Πολωνία και ολοκληρώθηκε πριν από το 1337. Το κάστρο χρησίμευε ως κατοικία του πρίγκιπα Καζίμιρ (Γ΄), τότε κυβερνήτη της Μεγάλης Πολωνίας.

Το 1337, το Βασιλικό Κάστρο στο Πόζναν ήταν το μεγαλύτερο κάστρο στο Πολωνικό Βασίλειο, διαμορφωμένο σύμφωνα με το παναάκτορο του Ερρίκου Α' του Γενειοφόρου στη Λεγκνίτσα. Το κάστρο αποτελούνταν από έναν πύργο, που έκτισε ο Πσέμισλ Α΄ και ένα τεράστιο κτίριο (63,0 μ. x 17,5 μ.) με τρία επίπεδα και ένα υπόγειο. Είναι αβέβαιο αν υπήρχε εκείνη την εποχή η χαρακτηριστική στέγη του κάστρου, αποτελούμενη από τέσσερα μέρη.

Το κάστρο φαίνεται από την Παλαιά Πόλη.

Τα υπόγεια χρησίμευαν ως φυλακές και για αποθήκευση κρασιών, ενώ στο ισόγειο υπήρχαν αίθουσες ανθράκων. Αυτοί οι δύο όροφοι καλύπτονταν από θόλους. Δύο υψηλότεροι όροφοι είχαν πιθανώς ξύλινες οροφές. Στις άκρες του πρώτου ορόφου υπήρχαν αντιπροσωπευτικοί θάλαμοι, και ανάμεσά τους υπήρχαν συνηθισμένα δωμάτια. Ολόκληρος ο δεύτερος όροφος καταλαμβανόταν από μια αίθουσα για 2000 επισκέπτες. Στο νότιο άκρο του μεγάλου κτηρίου υπήρχε ένας αμυντικός πύργος. Από τη βασιλεία του Βλαδίσλαου Α΄ του Βραχύ, το κάστρο χρησίμευε ως κατοικία του σταρόστα, στρατηγού της Μεγάλης Πολωνίας. Αργότερα μόνο ένας βασιλιάς, ο Βλαδίσλαος Β΄ Γιαγκέλο, διέταξε κάποιες μικρές εργασίες στο κάστρο.

Κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς του Πόζναν το 1536 το κάστρο κάηκε επίσης. Ξαναχτίστηκε σε αναγεννησιακό στυλ από τον κυβερνήτη της Μεγάλης Πολωνίας, Aντρέι Β΄ Γκόρκα. Τα επόμενα χρόνια το παλαιότερο μέρος του κάστρου μετατράπηκε σε κουζίνα. Το κάστρο καταστράφηκε αργότερα κατά τη διάρκεια της σουηδικής εισβολής, λεηλατήθηκε το 1704 από τους στρατούς της Ρωσίας και της Σαξονίας κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Βόρειου Πολέμου και το 1716 κατά τη διάρκεια της Συνομοσπονδίας του Tάρνογκρουντ από τους ομοσπονδιακούς. Το κάστρο ανακαινίστηκε μερικώς το 1721, αλλά δεν σταμάτησε την καταστροφή. Ο τελευταίος σταρόστα, στρατηγός Kαζίμιες Ρατσύνσκι, ξαναέκτισε τα ερείπια των μεσαιωνικών κτιρίων σε αρχείο (ολοκληρώθηκε το 1783). Το 1804, μετά τον Β΄ διαμελισμό της Πολωνίας, οι Πρώσοι κατεδάφισαν το νότιο τμήμα του κάστρου, αντικαθιστώντας το από κτίρια, τα οποία, μαζί με το αρχείο του Ρατσύνσκι χρησίμευαν ως το γραφείο του τοπικού διοικητή (Regierungsbezirk). Αργότερα το κάστρο λειτουργούσε και ως έδρα του Εφετείου και του Κρατικού Αρχείου (το κάστρο χρησίμευε ως αρχείο μέχρι το 1939). Κατά τη διάρκεια της μάχης για την ακρόπολη του Πόζναν, τον Φεβρουάριο του 1945, ο λόφος Πσέμισλ βρισκόταν στη γραμμή των πυρών του πυροβολικού και το υπόλοιπο τμήμα του κάστρου κατεδαφίστηκε.

Κατά τα έτη 1959–1964, το αρχείο του Ρατσύνσκι και μέρος του πρωσικού κτηρίου ξανακτίστηκαν και στη βάση του παλαιότερου πύργου στέκεται ένα μικρό περίπτερο, που ονομάζεται Βασιλική Κουζίνα (Kuchnia Królewska). Σήμερα το Κάστρο φιλοξενεί το Μουσείο Χρηστικής Τέχνης (Muzeum Sztuki Użytkowej).

Στις 22 Απριλίου 2002 ιδρύθηκε επιτροπή για την ανοικοδόμηση του κάστρου. Από την προηγούμενη κατασκευή σώζονται ακόμη στηρίγματα πλάτους 2 μ. από τον 13ο και 14ο αι., οι εσωτερικοί τοίχοι του υπογείου και ο δυτικός τοίχος (ύψος έως 10 μ.) της ίδιας περιόδου και ένας ελαφρώς νεότερος ανατολικός τοίχος (μέχρι 7 ή 8 μ. ύψος), τώρα ενσωματωμένο στο κτήριο του Ρατσύνσκι. Στο σωζόμενο τμήμα του κάστρου υπάρχουν τρεις πλάκες: η θεμελιώδης πλάκα του Kαζίμιες Ρατσύνσκι από το 1783, μία από το 1993 που σηματοδοτεί την 500ή επέτειο του φόρου τιμής του Μεγάλου Μαγίστρου του Τευτονικού Τάγματος, Γιόχαν φον Τήφεν, και μια άλλη πλάκα για τη μνήμη της 700ής επετείου από τη στέψη του Πσέμισλ Β΄.

Στις 20 Δεκεμβρίου 2010 ξεκίνησαν οι εργασίες για την ολική ανακατασκευή των κατεδαφισμένων τμημάτων του κάστρου και την σχολαστική αποκατάσταση των σωζόμενων κτιρίων.

Σημαντικά γεγονότα στην ιστορία του κάστρου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ανακατασκευή το 2011.
Βασιλικό Κάστρο περί το 1617. Μέρος μιας εικονογράφησης της πόλης Ποσνανίας από το βιβλίο, Civitates Orbis Terrarum . Theatri praecipuarum totius mundi urbium liber sextus.

Θρύλοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με το μύθο, ο λόφος Πσέμισλ δημιουργήθηκε από σκοτεινές δυνάμεις. Όταν βαπτίστηκε ο Mιέσκο Α΄, ο Διάβολος, θυμωμένος, αποφάσισε να βυθίσει ολόκληρη την πόλη του Πόζναν. Τράβηξε έναν από τους λόφους κοντά στο Γκνιέζνo και, με μια ομάδα δαιμόνων, προσπάθησε να εμποδίσει τη ροή του Βάρτα. Ωστόσο, οι κακές δυνάμεις άρχισαν να εορτάζουν τη νίκη τους πολύ νωρίς: η θορυβώδης συμπεριφορά τους ξύπνησε τα κοκόρια, που άρχισαν να λαλούν. Ο διάβολος και οι δαίμονές του φοβήθηκαν τόσο πολύ, που έφυγαν από τον λόφο στην όχθη του Βάρτα.

Ένας άλλος θρύλος συνδέεται με τη μυστηριώδη δολοφονία της Λουτγκάρντας, συζύγου του Πσέμισλ Β΄ της Πολωνίας, που πιθανότατα στραγγαλίστηκε από υπηρέτες στο μπάνιο ή στην κρεβατοκάμαρά της στις 14 Δεκεμβρίου 1283. Ο δούκας συνδέθηκε με αυτόν τον φόνο, επειδή η δούκισσα δεν μπορούσε να του δώσει γιο. Το Ίδρυμα της Γυναικείας Μονής των Δομινικανών στο Πόζναν, που δημιουργήθηκε κοντά στα τέλη του 1238, λέγεται ότι ήταν η συμφιλίωση του Πσέμισλ Β΄ γι' αυτήν την πράξη. Ωστόσο, τα σύγχρονα χρονικά αναφέρουν μόνο ασαφείς συνθήκες θανάτου της Λουνγκάρντα. Η πρώτη σαφής σύνδεση του Πσέμισλ Β΄ και αυτής της δολοφονίας αναφέρεται στο Χρονικό του Oλίβα, που χρονολογείται από τον 14ο αι., και στο χρονικό του Eρνστ φον Κίρχμπεργκα, που χρονολογείται περίπου στο 1370. Ο Γιαν Νλούγκος, στα χρονικά του, γράφει μόνο για το γεγονός ότι οι άνθρωποι μιλούσαν γι' αυτή τη σύνδεση.

Έχει επίσης ειπωθεί ότι το φάντασμα της Λουντγκάρντας, που φαίνεται ως Λευκή Κυρία, περπατούσε στους θαλάμους και στους τοίχους του Βασιλικού Κάστρου. Κάτω από τα τείχη εθεάθη ο Μαύρος Ιππότης, ο οποίος έκλαψε για τη δούκισσα στην κηδεία της.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]