Ένωση Σουηδίας–Νορβηγίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Ένωση Σουηδίας-Νορβηγίας)
Σύμβολο της Ένωσης Σουηδίας-Νορβηγίας και διπλωματική σημαία (1844-1905)

Η Σουηδία και Νορβηγία ή Σουηδία-Νορβηγία (νορβ.: Den svensk-norske union, σουηδ.: Svensk-norska unionen), επίσημα Ηνωμένα βασίλεια της Σουηδίας και της Νορβηγίας ή ω Ηνωμένα Βασίλεια ήταν μια προσωπική ένωση των ξεχωριστών βασιλείων της Σουηδίας και της Νορβηγίας υπό κοινό μονάρχη και κοινή εξωτερική πολιτική που διήρκεσε από το 1814 έως την ειρηνική διάλυσή της το 1905[1][2].

Τα δύο κράτη διατηρούσαν χωριστά συντάγματα, δίκαια, νομοθετικά σώματα, διοικήσεις, κρατικές εκκλησίες, ένοπλες δυνάμεις και νομίσματα. Οι βασιλείς κατοικούσαν κυρίως στη Στοκχόλμη, όπου βρίσκονταν οι ξένες διπλωματικές αντιπροσωπείες. Της Νορβηγικής κυβέρνησης προέδρευαν αντιβασιλείς: Σουηδοί μέχρι το 1829, Νορβηγοί μέχρι το 1856. Η θέση αυτή έμεινε στη συνέχεια κενή και καταργήθηκε το 1873. Η εξωτερική πολιτική ασκείτο από το Σουηδικό υπουργείο εξωτερικών μέχρι τη διάλυση της ένωσης το 1905[3][4].

Η Νορβηγία βρισκόταν στενότερη ένωση με τη Δανία αλλά η συμμαχία της Δανίας–Νορβηγίας με τη Γαλλία του Ναπολέοντα οδήγησε το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Ρωσία να συμφωνήσουν στην προσάρτηση του βασιλείου από τη Σουηδία ως αποζημίωση για την απώλεια της Φινλανδίας το 1809 και ως ανταμοιβή για τη συμμετοχή της στη συμμαχία κατά του Ναπολέοντα. Με τη Συνθήκη του Κιέλου του 1814 ο Βασιλιάς της Δανίας-Νορβηγίας αναγκάστηκε να παραχωρήσει τη Νορβηγία στον Βασιλιά της Σουηδίας. Αλλά η Νορβηγία αρνήθηκε να υποταχθεί στις διατάξεις της Συνθήκης, κήρυξε την ανεξαρτησία της και συγκάλεσε συντακτική συνέλευση στο Ειντσβολ στις αρχές του 1814.

Μετά την υιοθέτηση του νέου Συντάγματος της Νορβηγίας στις 17 Μαΐου 1814 ο Πρίγκιπας Χριστιανός Φρειδερίκος εκλέχτηκε βασιλιάς. Ο Σουηδονορβηγικός Πόλεμος (1814) και η Σύμβαση του Mος που ακολούθησαν υποχρέωσαν τον Χριστιανό Φρειδερίκο να παραιτηθεί αφού κάλεσε μια έκτακτη σύνοδο του Νορβηγικού Κοινοβουλίου, του Storting, για να αναθεωρήσει το Σύνταγμα προκειμένου να επιτραπεί μια προσωπική ένωση με τη Σουηδία. Στις 4 Νοεμβρίου το Storting εξέλεξε τον Κάρολος ΙΓ΄ ως Βασιλιά της Νορβηγίας, επικυρώνοντας έτσι την ένωση. Οι συνεχιζόμενες διαφορές μεταξύ των δύο βσσιλείων κατέληξε σε αδυναμία δημιουργίας ξεχωριστής νορβηγικής προξενικής υπηρεσίας και τέλος, στις 7 Ιουνίου 1905, στη μονομερή διακήρυξη ανεξαρτησίας από το Storting. Η Σουηδία δέχθηκε τη διάλυση της ένωσης στις 26 Οκτωβρίου. Μετά από δημοψήφισμα που επικύρωσε την εκλογή του Πρίγκιπα Κάρολου της Δανίας ως νέου βασιλιά της Νορβηγίας, αυτός αποδέχτηκε την προσφορά του θρόνου από το Storting στις 18 Νοεμβρίου και πήρε το βασιλικό όνομα Χάακον Ζ΄.

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Σουηδία και η Νορβηγία ήταν ενωμένες υπό το ίδιο στέμμα δύο φορές: από το 1319 έως το 1343 και για λίγο από το 1449 έως το 1450 αντιτασσόμενες στον Χριστιανό του Όλντενμπουργκ, που εξελέγη βασιλιάς της Ένωσης του Κάλμαρ από τους Δανούς. Κατά τους επόμενους αιώνες η Νορβηγία παρέμεινε ενωμένη με τη Δανία σε μια στενή ένωση, ονομαστικά ως βασίλειο, αλλά στην πραγματικότητα περιορισμένη στο καθεστώς μιας επαρχίας, που την κυβερνούσαν Δανοί βασιλιάδες από την πρωτεύουσά τους Κοπεγχάγη. Μετά την εγκαθίδρυση της απολυταρχίας το 1660 δημιουργήθηκε μια περισσότερο συγκεντρωτική μορφή διακυβέρνησης, αλλά η Νορβηγία διατήρησε μερικούς ξεχωριστούς θεσμούς, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν οι δικοί της νόμοι, ο στρατός και το νόμισμα. Τα ενωμένα βασίλεια αναφέρονται ως Δανία-Νορβηγία από μεταγενέστερους ιστορικούς.

Η Σουηδία αποσύρθηκε από την Ένωση του Κάλμαρ οριστικά το 1523 υπό τον Βασιλιά Γουσταύο Βάσα και στα μέσα του 17ου αιώνα απέκτησε το καθεστώς μιας μεγάλης περιφερειακής δύναμης μετά την εμπλοκή του Γουσταύου Β΄ Αδόλφου στον Τριακονταετή Πόλεμο. Οι φιλόδοξοι πόλεμοι που διεξήγαγε ο Βασιλιάς Κάρολος ΙΒ΄ ωστόσο, οδήγησαν στην απώλεια αυτού του καθεστώτος μετά τον Μεγάλο Βόρειο Πόλεμο, 1700-1721.

Μετά τη διάλυση της Ένωσης του Κάλμαρ η Σουηδία και η Δανία-Νορβηγία παρέμειναν αντίπαλες δυνάμεις και συγκρούστηκαν σε πολλούς πολέμους, κατά τους οποίους η Δανία και η Νορβηγία αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν σημαντικές επαρχίες στη Σουηδία το 1645 και το 1658. Η Σουηδία εισέβαλε επίσης στη Νορβηγία το 1567, το 1644, το 1658 και το 1716 για να αποσπάσει τη χώρα από την ένωση με τη Δανία και είτε να την προσαρτήσει είτε να σχηματίσει ένωση με αυτή. Οι επανειλημμένοι πόλεμοι και εισβολές οδήγησαν στη λαϊκή δυσαρέσκεια κατά της Σουηδίας μεταξύ των Νορβηγών.

Κατά τον 18ο αιώνα η Νορβηγία απολάμβανε μια περίοδο μεγάλης ευημερίας και έγινε όλο και πιο σημαντικό μέρος της ένωσης. Ο μεγαλύτερος αναπτυσσλομενος κλάδος ήταν η εξαγωγή σανίδων ξύλου, με τη Μεγάλη Βρετανία ως κύρια αγορά. Οι ιδιοκτήτες πριονιστηρίων και οι έμποροι ξυλείας στην περιοχή της Χριστιανίας, με μεγάλες περιουσίες και οικονομική επιρροή, σχημάτισαν μια ελίτ, που άρχισε να βλέπει την κεντρική κυβέρνηση της Κοπεγχάγης ως εμπόδιο στις νορβηγικές φιλοδοξίες. Η αυξανόμενη αυτάρκεια τους οδήγησε στην αμφισβήτηση των πολιτικών που ευνοούσαν τα συμφέροντα της Δανίας και απέρριπταν τις νορβηγικές απαιτήσεις για σημαντικά εθνικά ιδρύματα, όπως μια τράπεζα και ένα πανεπιστήμιο. Ορισμένα μέλη της «αριστοκρατίας της ξυλείας» είδαν τη Σουηδία ως έναν πιο φυσικό εταίρο και καλλιέργησαν εμπορικές και πολιτικές επαφές με αυτή. Περί το 1800 πολλοί εξέχοντες Νορβηγοί τάσσονταν μυστικά υπέρ της απόσχισης από τη Δανία, χωρίς να λαμβάνουν ενεργά μέτρα για την προώθηση της ανεξαρτησίας. Ο αδήλωτος ηγέτης τους ήταν ο Κόμης Χέρμαν-Βέντελ-Γιάρλσμπεργκ.

Η πολιτική της Σουηδίας κατά την ίδια αυτή περίοδο ήταν η καλλιέργεια επαφών με τη Νορβηγία και η ενθάρρυνση όλων των αποσχιστικών τάσεων. Ο Βασιλιάς Γουσταύος Γ΄ (1746-1792) προσέγγισε ενεργά κύκλους της Νορβηγίας που θα μπορούσαν να ευνοήσουν μια ένωση με τη Σουηδία αντί της Δανίας.

Αυτές οι προσπάθειες και από τις δύο πλευρές των συνόρων προς μια «προσέγγιση» δεν ήταν καθόλου ρεαλιστικές πριν οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι δημιουργήσουν τις συνθήκες, που προκάλεσαν πολιτικές αναταραχές στη Σκανδιναβία.

Συνέπειες των Ναπολεόντειων Πολέμων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Σουηδία και η Δανία-Νορβηγία προσπάθησαν να παραμείνουν ουδέτερες κατά τους Ναπολεόντειων Πολέμων και το κατάφεραν για μεγάλο χρονικό διάστημα, παρά τις πολλές προσκλήσεις για ένταξη στις εμπόλεμες συμμαχίες. Και οι δύο χώρες συγκρότησαν με τη Ρωσία και την Πρωσία την Ένωση Ένοπλης Ουδετερότητας το 1800. Η Δανία-Νορβηγία αναγκάστηκε να αποσυρθεί από την Ένωση μετά τη Βρετανική επιδρομή στον στόλο της κατά την πρώτη Ναυμαχία της Κοπεγχάγης (1801) τον Απρίλιο του 1801, αλλά εξακολουθούσε να παραμένει σταθερή σε μια πολιτική ουδετερότητας. Η Ένωση κατέρρευσε μετά τη δολοφονία του Τσάρου Παύλου Α΄ της Ρωσίας το 1801.

Η Δανία-Νορβηγία αναγκάστηκε να συμμαχήσει με τη Γαλλία μετά τη Βρετανική προληπτική δεύτερη επίθεση κατά του Δανικού στόλου, κατά τη (δεύτερη) Ναυμαχία της Κοπεγχάγης (1807). Η ανυπεράσπιστη πρωτεύουσα αναγκάστηκε να παραδώσει τον στόλο μετά από σφοδρό βομβαρδισμό, επειδή ο στρατός βρισκόταν στα νότια σύνορα για να τα υπερασπιστεί έναντι πιθανής Γαλλικής επίθεσης. Δεδομένου ότι η Σουηδία εν τω μεταξύ είχε προσχωρήσει στους Βρετανούς, η Δανία-Νορβηγία αναγκάστηκε από τον Ναπολέοντα να κηρύξει πόλεμο στη Σουηδία στις 29 Φεβρουαρίου 1808.

Επειδή ο βρετανικός ναυτικός αποκλεισμός διέκοψε τις επικοινωνίες μεταξύ της Δανίας και της Νορβηγίας, δημιουργήθηκε προσωρινή Νορβηγική κυβέρνηση στη Χριστιανία, υπό την ηγεσία του στρατάρχη Πρίγκιπα Χριστιανού Αύγουστου του Αουγκούστενμποργκ. Αυτή η πρώτη εθνική κυβέρνηση, μετά από αρκετούς αιώνες Δανικής κυριαρχίας, απέδειξε ότι η κυριαρχία της Νορβηγίας ήταν εφικτή και αργότερα θεωρήθηκε ως δοκιμή της βιωσιμότητας της ανεξαρτησίας. Η μεγαλύτερη πρόκληση του Χριστιανού Αύγουστου ήταν να εξασφαλίσει την παροχή τροφίμων κατά τη διάρκεια του αποκλεισμού. Όταν η Σουηδία εισέβαλε στη Νορβηγία την άνοιξη του 1808 αυτός διοικούσε τον στρατό της Νότιας Νορβηγίας και ανάγκασε τις αριθμητικά ανώτερες Σουηδικές δυνάμεις να αποχωρήσουν πίσω από τα σύνορα μετά τις μάχες του Tόβερουντ και του Πρεστεμπάκε. Η επιτυχία του ως στρατιωτικού διοικητή και ως αρχηγού της προσωρινής κυβέρνησης τον έκανε πολύ δημοφιλή στη Νορβηγία. Επιπλέον οι Σουηδοί αντίπαλοί του παρατήρησαν τα πλεονεκτήματά του και τη δημοτικότητά του και το 1809 τον επέλεξαν ως διάδοχο του Σουηδικού θρόνου μετά την εκθρόνιση του Βασιλιά Γουσταύου Δ΄ Αδόλφου.

Ο Ζαν Μπατίστ Μπερναντότ, Στρατάρχης της Γαλλίας, Πρίγκιπας του Στέμματος της Σουηδίας το 1810 και της Νορβηγίας το 1814, Βασιλιάς της Σουηδίας και της Νορβηγίας το 1818. Πίνακας του Φρανσουά-Ζόζεφ Κίνσον.

Ένας παράγοντας που συνέβαλε στην αποτυχία της Σουηδικής εισβολής στη Νορβηγία ήταν ότι η Ρωσία εισέβαλε ταυτόχρονα στη Φινλανδία στις 21 Φεβρουαρίου 1808. Ο διμέτωπος πόλεμος αποδείχθηκε καταστροφικός για τη Σουηδία και όλη η Φινλανδία παραχωρήθηκε στη Ρωσία με τη Συνθήκη του Φρέντρικσχαμν στις 17 Σεπτεμβρίου 1809. Εν τω μεταξύ η δυσαρέσκεια για τη διεξαγωγή του πολέμου οδήγησε στην εκθρόνιση του Βασιλιά Γουσταύου Δ΄ στις 13 Μαΐου 1809. Ως διάδοχός του επιλέχθηκε ο Πρίγκιπας Χριστιανός Αύγουστος, ο διοικητής του εχθρού που είχε προαχθεί σε αντιβασιλέα της Νορβηγίας το 1809, επειδή οι Σουηδοί στασιαστές διείδαν ότι η μεγάλη δημοτικότητά του μεταξύ των Νορβηγών θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για μια ένωση με τη Νορβηγία, για να αντισταθμιστεί η απώλεια της Φινλανδίας. Εχαιρε επίσης μεγάλης εκτίμησης, επειδή απέφυγε να καταδιώξει τον στρατό της Σουηδίας που υποχώρησε, ενώ η χώρα πιεζόταν σκληρά από τη Ρωσία κατά τον Φινλανδικό Πόλεμο. Ο Χριστιανός Αύγουστος εξελέγη Πρίγκιπας του Στέμματος της Σουηδίας της Σουηδίας στις 29 Δεκεμβρίου 1809 και έφυγε από τη Νορβηγία στις 7 Ιανουαρίου 1810. Μετά τον αιφνίδιο θάνατό του τον Μάιο του 1810 η Σουηδία επέλεξε ως διάδοχό του έναν άλλο εχθρικό στρατηγό, τον Γάλλο στρατάρχη Ζαν Μπατίστ Μπερναντότ, που θεωρήθηκε επίσης χαρισματικός αντίπαλος και είχε αποδείξει την ικανότητά του ως στρατιωτικού διοικητή.

Η Σουηδία ζητάει αποζημίωση για την απώλεια της Φινλανδίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βασιλιάς Κάρολος ΙΔ΄ (Κάρολος Β΄ στη Νορβηγία)

Ο πρωταρχικός στόχος της εξωτερικής πολιτικής του Μπερναντότ ως πρίγκιπα του Στέμματος Κάρολου Ιωάννη της Σουηδίας ήταν η απόκτηση της Νορβηγίας και επιδίωξε αυτό τον στόχο αποποιούμενος οριστικά των αξιώσεων της Σουηδίας επί της Φινλανδίας και συντασσόμενος με τους εχθρούς του Ναπολέοντα. Το 1812 υπέγραψε τη μυστική Συνθήκη της Αγίας Πετρούπολης με τη Ρωσία κατά της Γαλλίας και της Δανίας-Νορβηγίας. Η εξωτερική του πολιτική προκάλεσε επικρίσεις μεταξύ των Σουηδών πολιτικών, που το θεωρούνταν ανήθικο να αποζημιώσει τη Σουηδία σε βάρος ενός ασθενέστερου φιλικού γείτονα. Επιπλέον το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ρωσία επέμειναν ότι το πρώτο καθήκον του Κάρολου Ιωάννη ήταν ο συνασπισμός κατά του Ναπολέοντα. Η Βρετανία αντιτάχθηκε έντονα στο ξόδεμα των επιχορηγήσεών της για την εγκληματική Νορβηγική περιπέτεια προτού συντριβεί ο κοινός εχθρός. Μόνο μετά την πολύ απρόθυμη συμμόρφωσή της, το Ηνωμένο Βασίλειο υποσχέθηκε επίσης να υποστηρίξει την ένωση της Νορβηγίας και της Σουηδίας με τη Συνθήκη της Στοκχόλμης της 3ης Μαρτίου 1813. Μερικές εβδομάδες αργότερα η Ρωσία έδωσε την εγγύηση της για την ενέργεια αυτή και τον Απρίλιο η Πρωσία της υποσχέθηκε επίσης τη Νορβηγία ως λάφυρο για την ένταξή της στον αγώνα ενάντια στον Ναπολέοντα. Εν τω μεταξύ η Σουηδία υποχρέωσε τους συμμάχους της να ενταχθούν στον Έκτο Συνασπισμό και να κηρύξουν πόλεμο εναντίον της Γαλλίας και της Δανίας-Νορβηγίας στις 24 Μαρτίου 1813.

Κατά τις εκστρατείες του στην Ευρώπη ο Κάρολος Ιωάννης ηγήθηκε με επιτυχία του Βόρειου Στρατού στη Μάχη της Λειψίας και στη συνέχεια βάδισε κατά της Δανίας για να αναγκάσει τον βασιλιά της να παραδώσει τη Νορβηγία.

1814[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συνθήκη του Κιέλου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 7 Ιανουαρίου, προκειμένου να αποτρέψει τα Σουηδικά, Ρωσικά και Γερμανικά στρατευμάτα υπό τη διοίκηση του εκλεγμένου πρίγκιπα του στέμματος της Σουηδίας, ο Βασιλιάς Φρειδερίκος ΣΤ΄ της Δανίας (και της Νορβηγίας) συμφώνησε να παραχωρήσει τη Νορβηγία στον Βασιλιά της Σουηδίας, για να αποφύγει την κατάληψη της Γιουτλάνδης.

Οι όροι αυτοί επισημοποιήθηκαν και υπογράφηκαν στις 14 Ιανουαρίου με τη Συνθήκη του Κιέλου, με την οποία η Δανία πέτυχε τη διατήρηση της κυριαρχίας επί των Νορβηγικών κτήσεων των Νήσων Φερόες, της Ισλανδίας και της Γροιλανδίας. Το άρθρο IV της συνθήκης ανέφερε ότι η Νορβηγία παραχωρείτο στο «Βασιλιά της Σουηδίας» και όχι στο Βασίλειο της Σουηδίας - μια διάταξη ευνοϊκή για τους πρώην Νορβηγούς υπηκόους του, καθώς και για τον μελλοντικό βασιλιά τους, η θέση του οποίου ως πρώην επαναστάτη, που έγινε κληρονόμος του Σουηδικού θρόνου δεν ήταν καθόλου ασφαλής. Μυστική αλληλογραφία από τη Βρετανική κυβέρνηση τις προηγούμενες ημέρες είχε ασκήσει πίεση στα διαπραγματευόμενα μέρη να καταλήξουν σε συμφωνία προκειμένου να αποφευχθεί μια πλήρης εισβολή στη Δανία. Ο Μπερναντότ απέστειλε επιστολή στις κυβερνήσεις της Πρωσίας, της Αυστρίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, ευχαριστώντας τες για την υποστήριξή τους, αναγνωρίζοντας τον ρόλο της Ρωσίας στη συνομολόγηση της συνθήκης και οραματιζόμενος μεγαλύτερη σταθερότητα στην περιοχή. Στις 18 Ιανουαρίου ο Δανός βασιλιάς εξέδωσε επιστολή προς τον Νορβηγικό λαό, απελευθερώνοντάς τον από υποτελή του.

Προσπάθεια πραξικοπήματος από τον Πρίγκιπα του Θρόνου Χριστιανό Φρειδερίκο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ήδη στη Νορβηγία ο αντιβασιλέας της, ο Πρίγκιπα του Θρόνου Χριστιανός Φρειδερίκος αποφάσισε να διατηρήσει την ακεραιότητα της χώρας και, ει δυνατόν, την ένωση με τη Δανία, αναλαμβάνοντας τον ηγετικό ρόλο σε μια Νορβηγική εξέγερση. Ο βασιλιάς ενημερώθηκε για τα σχέδια αυτά με μια μυστική επιστολή του Δεκεμβρίου του 1813 και μάλλον πήρε το μέρος του. Ωστόσο στο προσκήνιο τήρησε τους όρους της Συνθήκης του Κιέλου, διατάσσοντας τον Χριστιανό Φρειδερίκο να παραδώσει τα φρούρια των συνόρων και να επιστρέψει στη Δανία. Αλλά ο Χριστιανός Φρειδερίκος απέκρυψε το περιεχόμενο της επιστολής, διατάζοντας τα στρατεύματά του να υπερασπιστούν τα φρούρια. Αποφάσισε να διεκδικήσει τον θρόνο της Νορβηγίας ως νόμιμος κληρονόμος και να δημιουργήσει μια ανεξάρτητη κυβέρνηση με τον ίδιο επικεφαλής. Στις 30 Ιανουαρίου πραγματοποίησε διαβουλεύσεις με διάφορους εξέχοντες Νορβηγούς συμβούλους υποστηρίζοντας ότι ο Βασιλιάς Φρειδερίκος δεν είχε κανένα νόμιμο δικαίωμα να παραιτηθεί από την κληρονομιά του ισχυριζόμενος ότι ήταν ο νόμιμος βασιλιάς της Νορβηγίας και ότι η Νορβηγία είχε δικαίωμα αυτοδιάθεσης. Το αυτοσχέδιο συμβούλιό του συμφώνησε μαζί του, θέτοντας το σκηνικό για ένα κίνημα ανεξαρτησίας.

Στις 2 Φεβρουαρίου το Νορβηγικό κοινό πληροφορήθηκε ότι η χώρα του είχε παραχωρηθεί στον Βασιλιά της Σουηδίας. Προκάλεσε γενική αγανάκτηση μεταξύ των περισσότερων, που αντιπαθούσαν την ιδέα να υπαχθούν σε Σουηδική κυριαρχία και υιοθέτησαν με ενθουσιασμό την ιδέα της εθνικής ανεξαρτησίας. Ο Σουηδός Πρίγκιπας του Στέμματος Μπερναντότ αντέδρασε απειλώντας ότι θα στείλει στρατό για να καταλάβει τη Νορβηγία και να επιβάλει εμπάργκο στα σιτηρά, εκτός εάν η χώρα συμμορφωνόταν οικειοθελώς με τις διατάξεις της Συνθήκης του Κιέλου. Στην περίπτωση αυτή θα συγκαλούσε μια συντακτική συνέλευση. Αλλά για την ώρα ήταν απασχολημένος με τις τελευταίες μάχες στην Ευρώπη, δίνοντας στους Νορβηγούς χρόνο να αναπτύσσουν τα σχέδιά τους.

Το κίνημα ανεξαρτησίας αναπτύσσεται υπό την απειλή του πολέμου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Χριστιανός Φρειδερίκος, διάδοχος του θρόνου της Δανίας και της Νορβηγίας. Βασιλιάς της Νορβηγίας Μάιος-Οκτώβριος 1814. Βασιλιάς της Δανίας (Χριστιανός Η΄) 1839-48. Πορτραίτο του Γιόχαν Λούντβιχ Λουντ, 1813

Στις 10 Φεβρουαρίου ο Χριστιανός Φρειδερίκος προσκάλεσε εξέχοντες Νορβηγούς σε μια συνάντηση στο κτήμα του φίλου του Κάρστεν Άνκερ στο Eιντσβολ για να συζητήσουν την κατάσταση. Τους ενημέρωσε για την πρόθεσή του να αντισταθεί στη Σουηδική ηγεμονία και να διεκδικήσει το Νορβηγικό στέμμα ως κληρονομιά του. Αλλά στη συγκινησιακά φορτισμένη συνεδρίαση στο Eιντσβολ οι σύμβουλοί του τον έπεισαν ότι το αίτημα της Νορβηγίας για ανεξαρτησία θα πρέπει να βασίζεται στην αρχή της αυτοδιάθεσης και ότι θα πρέπει να ενεργεί ως αντιβασιλέας προς το παρόν. Επιστρέφοντας στη Χριστιανία στις 19 Φεβρουαρίου ο Χριστιανός Φρειδερίκος ανακηρύχθηκε αντιβασιλέας της Νορβηγίας. Έδωσε εντολή σε όλες τις ενορίες να συναντηθούν στις 25 Φεβρουαρίου για να ορκιστούν πίστη στην υπόθεση της Νορβηγικής ανεξαρτησίας και να εκλέξουν εκπροσώπους για μια συνταγματική συνέλευση που θα συγκαλείτο στο Eιντσβολ στις 10 Απριλίου.

Η Σουηδική κυβέρνηση έστειλε αμέσως μια αποστολή στον Χριστιανό Φρειδερίκο, προειδοποιώντας τον ότι η εξέγερση ήταν παραβίαση της Συνθήκης του Κιέλου και έθετε τη Νορβηγία σε πόλεμο με τις συμμαχικές δυνάμεις. Οι συνέπειες θα ήταν λιμός και χρεοκοπία. Ο Χριστιανός Φρειδερίκος έστειλε επιστολές μέσω του προσωπικού του δικτύου σε κυβερνήσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη, διαβεβαιώνοντάς τους ότι δεν ηγείτο μιας Δανικής συνωμοσία για να ανατρέψει τους όρους της Συνθήκης του Κιέλου και ότι οι προσπάθειές του αντανακλούσαν τη νορβηγική βούληση για αυτοδιάθεση. Επεδίωξε επίσης μια μυστική συμφωνία με τον Ναπολέοντα.

Η Σουηδική αντιπροσωπεία έφτασε στη Χριστιανία στις 24 Φεβρουαρίου. Ο Χριστιανός Φρειδερίκος αρνήθηκε να αποδεχθεί μια διακήρυξη του Σουηδού βασιλιά, αλλά επέμεινε αντ 'αυτού να διαβάσει την επιστολή του προς τον Νορβηγικό λαό, διακηρύσσοντας τον εαυτό του αντιβασιλέα. Οι Σουηδοί χαρακτήρισαν τις αποφάσεις του ως απερίσκεπτες και παράνομες και επέστρεψαν στη Σουηδία. Την επόμενη μέρα οι καμπάνες της εκκλησίας στη Χριστιανία χτύπησαν για μια ολόκληρη ώρα και οι πολίτες της πόλης συνήλθαν για να ορκιστούν υπακοή στον Χριστιανό Φρειδερίκο.

Ο Κάρστεν Άνκερ εστάλη στο Λονδίνο για να διαπραγματευτεί την αναγνώριση από τη Βρετανική κυβέρνηση, με την εντολή του αντιβασιλέα: «Η πρωταρχική μας ανάγκη είναι η ειρήνη με την Αγγλία. Αν το θελήσει ο Θεός οι ελπίδες μας για αγγλική υποστήριξη να διαψευστούν πρέπει να καταστήσεις σαφές στον υπουργό ποιες θα είναι οι συνέπειες της εγκατάλειψης ενός απελπισμένου λαού στη δυστυχία. Η πρώτη μας υποχρέωση θα είναι τότε η πιο αιματηρή εκδίκηση κατά της Σουηδίας και των φίλων της αλλά δεν πρέπει ποτέ να χάσεις την ελπίδα ότι η Αγγλία θα συνειδητοποιήσει την αδικία που μας γίνεται και να το φωνάζεις μέχρι την τελευταία στιγμή - καθώς και τη συνεχή επιθυμία μας για ειρήνη. " Η ένσταση του Άνκερ για στήριξη απορρίφθηκε σθεναρά από τον πρωθυπουργό Λόρδο Λίβερπουλ, αλλά εκείνος επέμεινε στην αποστολή του να πείσει τις γνωριμίες του μεταξύ των Βρετανών αριστοκρατών και πολιτικών για τη δίκαιη υπόθεση της Νορβηγίας. Κατάφερε να εισαχθεί η υπόθεση αυτή στο Κοινοβούλιο, όπου ο Κόμης Γκρέι μίλησε για περίπου τρεις ώρες στη Βουλή των Λόρδων στις 10 Μαΐου. Τα επιχειρήματά του εκφράστηκαν επίσης στη Βουλή των Κοινοτήτων - αφού είχε αγωνιστεί για την ελευθερία στην Ευρώπη επί 22 χρόνια, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν μπορούσε να συνεχίσει να αγωνίζεται για την αναγκαστική υποταγή ενός ελεύθερου λαού υπό ξένο ζυγό. Αλλά η Συνθήκη μεταξύ Βρετανίας και Σουηδίας δεν μπορούσε να αγνοηθεί: η Σουηδία είχε βοηθήσει τους συμμάχους κατά τη διάρκεια του πολέμου και οι υποσχέσεις έπρεπε να τηρηθούν. Ο Άνκερ παρέμεινε στο Λονδίνο μέχρι το φθινόπωρο, συνεχίζοντας με επιμονή τις προσπάθειές του να ξυπνήσει τη συμπάθεια και την υποστήριξη για τα νορβηγικά συμφέροντα.

Στις αρχές Μαρτίου ο Χριστιανός Φρειδερίκος οργάνωσε επίσης μια κυβέρνηση και πέντε υπουργεία, αν και διατηρούσε ο ίδιος όλη την εξουσία λήψης αποφάσεων.

Ο Χριστιανός Φρειδερίκος αντιμετωπίζει αυξανόμενη αντίδραση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Κόμης Βέντελ-Γιάρλσμπεργκ, το πιο σημαντικό μέλος της Νορβηγικής αριστοκρατίας, είχε πάει στη Δανία για να οργανώσει προμήθειες τροφίμων για τον λιμοκτονούντα πληθυσμό, ενώ ο Πρίγκιπας Χριστιανός Φρειδερίκος οργάνωνε την εξέγερσή του. Στο ταξίδι επιστροφής του είδε τον Κόμη Χανς Χένρικ φον Εσεν, νεοδιορισθέντα Σουηδό γενικό κυβερνήτη της Νορβηγίας. Όταν έφτασε τον Μάρτιο αυτός προειδοποίησε τον αντιβασιλέα ότι έπαιζε ένα επικίνδυνο παιχνίδι, αλλά κατηγορήθηκε και ο ίδιος για μυστική συνεννόηση με τη Σουηδία. Η κοινή γνώμη ήταν όλο και περισσότερο επικριτική για την πολιτική του αντιβασιλέα, που τον υποπτεύονταν ότι ελισσόταν για να επαναφέρει τη Νορβηγία υπό τη Δανική κυριαρχία.

Στις 9 Μαρτίου η Σουηδική αποστολή στην Κοπεγχάγη απαίτησε την αποκλήρωση του Χριστιανού Φρειδερίκου από τη διαδοχή στον Δανικό θρόνο και οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις να πολεμήσουν κατά της Δανίας, εκτός εάν αποκήρυσσε το Νορβηγικό κίνημα ανεξαρτησίας. Ο Νηλς Ρόσενκραντζ, υπουργός εξωτερικών της Δανίας, ανταποκρίθηκε στα σουηδικά αιτήματα υποστηρίζοντας ότι η κυβέρνηση της Δανίας δεν υποστήριξε κατ' ουδένα τρόπο τη Νορβηγική ανεξαρτησία, αλλά ότι δεν μπορούσαν να εκκενώσουν συνοριακές θέσεις που δεν κατείχαν. Η απαίτηση να αποκληρωθεί ο Χριστιανός Φρειδερίκος δεν εξετάστηκε. Σουηδικά στρατεύματα συγκεντρώθηκαν κατά μήκος των συνόρων και υπήρξαν καθημερινές φήμες για εισβολή. Σε αρκετές επιστολές προς το φον Εσεν, διοικητή των Σουηδικών δυνάμεων στα σύνορα της Νορβηγίας, ο Μπερναντότ αναφέρθηκε στον Χριστιανό Φρειδερίκο ως επαναστάτη και έδωσε εντολή όλοι οι Δανοί αξιωματούχοι που δεν επέστρεφαν στην πατρίδα τους να θεωρηθούν εκτός νόμου. Αλλά ο αντιβασιλέας αντέδρασε κατάσχοντας όλα τα πλοία του στόλου, που στάθμευαν στη Νορβηγία και συνέλαβε τους αξιωματικούς που σχεδίαζαν να τα μεταφέρουν στη Δανία.

Την 1η Απριλίου ο Βασιλιάς Φρειδερίκος ΣΤ΄ της Δανίας έστειλε επιστολή στον Χριστιανό Φρειδερίκο ζητώντας του να παραιτηθεί από τις προσπάθειές του και να επιστρέψει στη Δανία. Αναφέρθηκε και η πιθανότητα αποκλήρωσης του πρίγκιπα. Ο Χριστιανός Φρειδερίκος απέρριψε την προοπτική, επικαλούμενος το δικαίωμα της Νορβηγίας για αυτοδιάθεση, καθώς και τη δυνατότητα επανένωσης Νορβηγίας και Δανίας στο μέλλον. Λίγες μέρες αργότερα ματαίωσε μια συνάντηση με τον Υπουργό Εξωτερικών της Δανίας, επισημαίνοντας ότι θα τύγχανε εκμετάλλευσης ότι ο πρίγκιπας παρακινείτο από τα σχέδια της Δανίας για τη Νορβηγία.

Αν και οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν το Νορβηγικό κίνημα ανεξαρτησίας, υπήρξαν ενδείξεις από τις αρχές Απριλίου ότι δεν ήταν διατεθειμένοι να πάρουν το μέρος της Σουηδίας σε μια καθολική αντιπαράθεση. Καθώς η συνταγματική συνέλευση πλησίαζε το κίνημα της ανεξαρτησίας ενισχυόταν.

Η συντακτική συνέλευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Oσκαρ Βέργκελαντ: Η Συντακτική Συνέλευση της Νορβηγίας το 1814

Στις 10 Απριλίου οι αντιπρόσωποι συνήλθαν στο Eιντσβολ. Συνεδριάζοντας σε άβολους πάγκους η συνέλευση εξέλεξε το προεδρείο της παρουσία του Χριστιανού Φρειδερίκου στις 11 Απριλίου, πριν αρχίσουν οι συζητήσεις την επόμενη μέρα. Σύντομα σχηματίστηκαν δύο κόμματα, το «κόμμα της Ανεξαρτησίας», αλλιώς γνωστό ως «Δανικό κόμμα» ή «το κόμμα του Πρίγκιπα», και από την άλλη, το «κόμμα της Ένωσης», γνωστό επίσης ως «Σουηδικό κόμμα». Όλοι οι αντιπρόσωποι συμφώνησαν ότι η ανεξαρτησία θα ήταν η ιδανική λύση, αλλά διαφωνούσαν για το τι ήταν εφικτό.

  • Το κόμμα της Ανεξαρτησίας είχε την πλειοψηφία και υποστήριζε ότι η εντολή περιοριζόταν στην επισημοποίηση της ανεξαρτησίας της Νορβηγίας βάσει του λαϊκού όρκου υπακοής νωρίτερα εκείνο το έτος. Με τον Χριστιανό Φρειδερίκο ως αντιβασιλέα η σχέση με τη Δανία θα αποτελούσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο της Νορβηγικής ανεξαρτησίας.
  • Το κόμμα της Ένωσης, μια μειοψηφία των αντιπροσώπων, πίστευε ότι η Νορβηγία θα επιτύγχανε ένα πιο ανεξάρτητο καθεστώς μέσα σε μια χαλαρή ένωση με τη Σουηδία παρά ως μέρος της Δανικής μοναρχίας και ότι η συνέλευση θα έπρεπε να συνεχίσει το έργο της ακόμη και μετά την ολοκλήρωση του συντάγματος.
Ο Κρίστιαν Μάγκνους Φάλσεν, στα 32 του, θεωρείται πατέρας του συντάγματος

Η συνταγματική επιτροπή υπέβαλε τις προτάσεις της στις 16 Απριλίου, προκαλώντας μια ζωηρή συζήτηση. Το Κόμμα Ανεξαρτησίας επικράτησε με πλειοψηφία 78-33, καθιερώνοντας τη Νορβηγία ως ανεξάρτητη μοναρχία. Τις επόμενες ημέρες μέσα στη συνέλευση ήρθαν στην επιφάνεια η αμοιβαία υποψία και δυσπιστία. Οι αντιπρόσωποι διαφώνησαν σχετικά με το αν θα λάβαιναν υπ' όψη τους τα συναισθήματα των Ευρωπαϊκών δυνάμεων, που θα μπορούσαν να εμποδίσουν ορισμένες ενέργειές τους.

Στις 20 Απριλίου καθιερώθηκε ως βάση του συντάγματος η αρχή του δικαιώματος του λαού για αυτοδιάθεση, που διατύπωσαν ο Κρίστιαν Μάγκνους Φάλσεν και ο Γκούντερ Αντλερ. Το πρώτο σχέδιο του Συντάγματος υπογράφηκε από την προπαρασκευαστική επιτροπή στις 1 Μαΐου. Βασικές αρχές του συντάγματος ήταν η εξασφάλιση της ατομικής ελευθερίας, του δικαιώματος ιδιοκτησίας και της ισότητας.

Μετά από μια επίμαχη συζήτηση στις 4 Μαΐου η συνέλευση αποφάσισε ότι η Νορβηγία θα ενέμενε στο Λουθηρανικό δόγμα, ότι ο μονάρχης της πρέπει πάντα να ομολογεί αυτό (εμποδίζοντας έτσι το γεννημένο Καθολικό Μπερναντότ να γίνει βασιλιάς) και ότι οι Εβραίοι και οι Ιησουίτες θα εμποδίζονταν να εισέλθουν στο βασίλειο. Αλλά το Κόμμα Ανεξαρτησίας έχασε μια άλλη μάχη όταν η συνέλευση ψήφισε 98 με 11 να επιτρέπει στον μονάρχη να βασιλεύει και σε άλλη χώρα με τη σύμφωνη γνώμη των δύο τρίτων της νομοθετικής συνέλευσης.

Αν και το τελικό κείμενο του συντάγματος υπογράφηκε στις 18 Μαΐου, Ημέρα του Συντάγματος στη Νορβηγία θεωρείται η 17 Μαΐου, ημέρα της ομόφωνης εκλογής του Χριστιανού Φρειδερίκου. Η εκλογή ήταν ομόφωνη, αλλά αρκετοί από τους αντιπροσώπους είχαν ζητήσει να αναβληθεί μέχρι να σταθεροποιηθεί η πολιτική κατάσταση.

Αναζήτηση εγχώριας και διεθνoύς νομιμοποίησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Σουηδός Πρίγκιπας του Στέμματος Κάρολος Ιωάννης (Μπερντατότ), που αντιδρούσε σθεναρά στην ανεξαρτησία της Νορβηγίας, μόνο για να προσφέρει γενναιόδωρους όρους συνένωσης

Στις 22 Μαΐου ο νεοεκλεγείς βασιλιάς έκανε μια θριαμβευτική είσοδο στη Χριστιανία. Τα πυροβόλα του Φρουρίου Aκερσους ήχησαν τον βασιλικό χαιρετισμό και πραγματοποιήθηκε μια εορταστική εκδήλωση στον Καθεδρικό Ναό. Υπήρχε συνεχής ανησυχία για το διεθνές κλίμα και η κυβέρνηση αποφάσισε να στείλει δύο από τους αντιπροσώπους της συντακτικής συνέλευσης για να συνδράμουν τον Κάρστεν Άνκερ στην Αγγλία στις εκκλήσεις για την υπόθεση της Νορβηγίας. Συγκλήθηκε το πρώτο κρατικό συμβούλιο και ίδρυσε το ανώτατο δικαστήριο του έθνους.

Στις 5 Ιουνίου ο Βρετανός απεσταλμένος Τζον Φίλιπ Μόριερ έφτασε στη Χριστιανία για μια ανεπίσημη επίσκεψη. Αποδέχθηκε τη φιλοξενία ενός από τους υπουργούς του Χριστιανού Φρειδερίκου και συμφώνησε να συναντηθεί ανεπίσημα με τον ίδιο τον βασιλιά, τονίζοντας ότι τίποτα που έκανε δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως αναγνώριση της Νορβηγικής ανεξαρτησίας. Φημολογήθηκε ότι ο Μόριερ ήθελε ο Μπερντατότ να εκθρονιστεί και να εξοριστεί στο Δανικό νησί Μπόρνχολμ. Ο βασιλιάς ζήτησε από το Ηνωμένο Βασίλειο να μεσολαβήσει μεταξύ της Νορβηγίας και της Σουηδίας, αλλά ο Μόριερ δεν απέκλινε ποτέ από τη βρετανική απόρριψη μιας ανεξάρτητης Νορβηγίας. Ζήτησε να υποταγεί η Νορβηγία στη Σουηδική κυριαρχία και επίσης να δημοσιευθεί η θέση της κυβέρνησής του σε όλες τις νορβηγικές εφημερίδες. Στις 10 Ιουνίου ο Νορβηγικός στρατός επιστρατεύτηκε και διανεμήθηκαν όπλα και πυρομαχικά.

Στις 16 Ιουνίου ο Κάρστεν Ανκερ έγραψε στον Χριστιανό Φρειδερίκο για τις πρόσφατες συζητήσεις του με υψηλόβαθμο Πρώσο διπλωμάτη. Έμαθε ότι η [[[Πρωσία]] και η Αυστρία περιόρισαν την υποστήριξή τους στις αξιώσεις της Σουηδίας για τη Νορβηγία, ότι ο Τσάρος Αλέξανδρος Α΄ της Ρωσίας (μακρινός ξάδερφος του Χριστιανού Φρειδερίκου) ευνοούσε μια Σουηδονορβηγική ένωση αλλά χωρίς τον Μπερντατότ ως βασιλιά και ότι το Ηνωμένο Βασίλειο αναζητούσε μια λύση που θα κρατούσε τη Νορβηγία έξω από την επιρροή της Ρωσίας.

Πορεία προς τον πόλεμο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 26 Ιουνίου έφτασαν στο Βένερσμποργκ της Σουηδίας απεσταλμένοι από τη Ρωσία, την Πρωσία, την Αυστρία και το Ηνωμένο Βασίλειο για να πείσουν τον Χριστιανό Φρειδερίκο να συμμορφωθεί με τις όρους της Συνθήκης του Κιέλου. Εκεί συναντήθηκαν με τον φον Εσεν, που τους είπε ότι 65.000 Σουηδικά στρατεύματα ήταν έτοιμα να εισβάλουν στη Νορβηγία. Στις 30 Ιουνίου οι απεσταλμένοι έφτασαν στη Χριστιανία, όπου απέρριψαν τη φιλοξενία του Χριστιανού Φρειδερίκου. Σε συνάντησή του με το Νορβηγικό συμβούλιο του κράτους την επόμενη μέρα ο Ρώσος απεσταλμένος Oρλώφ το έθεσε προ του διλήμματος : ή η Νορβηγία θα υποτασσόταν οικειοθελώς στο Σουηδικό στέμμα ή θα αντιμετώπιζε πόλεμο με την υπόλοιπη Ευρώπη. Όταν ο Χριστιανός Φρειδερίκος υποστήριξε ότι ο Νορβηγικός λαός είχε το δικαίωμα να καθορίσει το πεπρωμένο του, ο Αυστριακός απεσταλμένος Αουγκουστ Ερνστ Στάιγκεντες έκανε το περίφημο σχόλιο: «Οι άνθρωποι; Τι έχουν να πουν ενάντια στη βούληση των κυβερνώντων τους;»

Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων ο Χριστιανός Φρειδερίκος πρότεινε να παραιτηθεί από τον θρόνο και να επιστρέψει στη Δανία, υπό την προϋπόθεση οι Νορβηγοί να είχαν λόγο στο μέλλον τους μέσα από μια έκτακτη σύνοδο του Κοινοβουλίου τους. Ωστόσο αρνήθηκε να παραδώσει τα Νορβηγικά οχυρά των συνόρων σε Σουηδικά στρατεύματα. Η αντιπροσωπεία των τεσσάρων δυνάμεων απέρριψε την πρόταση του Χριστιανού Φρειδερίκου το σύνταγμα της Νορβηγίας να αποτελέσει τη βάση για τις διαπραγματεύσεις για ένωση με τη Σουηδία, αλλά υποσχέθηκε να την υποβάλει στον Σουηδό βασιλιά προς εξέταση.

Στις 20 Ιουλίου ο Μπερντατότ έστειλε επιστολή στον «ξάδερφο» του, τον Χριστιανό Φρειδερίκο, κατηγορώντας τον για μηχανοραφίες και παράτολμη διακινδύνευση. Δύο ημέρες αργότερα συναντήθηκε με την αντιπροσωπεία που είχε πάει στη Νορβηγία. Τον ενθάρρυναν να εξετάσει τους όρους που πρότεινε ο Χριστιανός Φρειδερίκος για μια ένωση με τη Σουηδία, αλλά ο Πρίγκιπας του Στέμματος ήταν εξοργισμένος. Επανέλαβε το τελεσίγραφο του προς τον Χριστιανό Φρειδερίκο είτε να παραιτηθεί από όλα τα δικαιώματα στον θρόνο και να εγκαταλείψει τις συνοριακές θέσεις είτε να αντιμετωπίσει πόλεμο. Στις 27 Ιουλίου μια Σουηδική αρμάδα κατέλαβε τα νησιά Χβάλερ, θέτοντας ουσιαστικά τη Σουηδία σε πόλεμο με τη Νορβηγία. Την επόμενη μέρα ο Χριστιανός Φρειδερίκος απέρριψε το σουηδικό τελεσίγραφο λέγοντας ότι η παράδοση θα αποτελούσε προδοσία εναντίον του λαού. Στις 29 Ιουλίου οι Σουηδικές δυνάμεις εισέβαλαν στη Νορβηγία.

Σύντομος πόλεμος με δύο νικητές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Σουηδικές δυνάμεις αντιμετώπισαν μικρή αντίσταση καθώς προχώρησαν προς τα βόρεια στη Νορβηγία, παρακάμπτοντας το φρούριο του Φρέντρικστεν. Οι πρώτες εχθροπραξίες ήταν σύντομες και τελείωσαν με σαφείς νίκες για τη Σουηδία. Στις 4 Αυγούστου, παραδόθηκε η οχυρωμένη πόλη του Φρέντρικσταντ. Ο Χριστιανός Φρειδερίκος διέταξε υποχώρηση στον ποταμό Γκλόμα. Ο Σουηδικός στρατός προσπαθώντας να εμποδίσει την υποχώρηση αναχαιτίστηκε στη Μάχη του Λάνγκνες, μια σημαντική τακτική νίκη για τους Νορβηγούς. Οι Σουηδικές επιθέσεις από τα ανατολικά αναχαιτίστηκαν αποτελεσματικά κοντά στο Κόνγκσβινγκερ.

Στις 3 Αυγούστου ο Χριστιανός Φρειδερίκος ανακοίνωσε την πολιτική του βούληση σε συνάντηση του υπουργικού συμβουλίου στο Moς. Στις 7 Αυγούστου μια αντιπροσωπεία του Μπερντατότ έφθασε στο Νορβηγικό στρατιωτικό αρχηγείο στο Σπύντεμπεργκ με πρόταση για κατάπαυση του πυρός, βασισμένη στην υπόσχεση μιας ένωσης με σεβασμό του Νορβηγικού συντάγματος. Την επόμενη μέρα ο Χριστιανός Φρειδερίκος εκφράστηκε υπέρ της πρότασης, επιτρέποντας στα Σουηδικά στρατεύματα να παραμείνουν σε θέσεις ανατολικά του Γκλόμα. Εχθροπραξίες ξέσπασαν στο Γκλόμα με απώλειες, αλλά οι Νορβηγικές δυνάμεις διατάχτηκαν να υποχωρήσουν. Οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με τους Σουηδούς απεσταλμένους άρχισαν στις 10 Αυγούστου στο Moς. Στις 14 Αυγούστου συνήφθη η Συμφωνία του Μος: μια γενική κατάπαυση του πυρός, βασισμένη ουσιαστικά στους όρους της ειρήνης.

Ο Χριστιανός Φρειδερίκος πέτυχε να αποκλείσει από το κείμενο οποιαδήποτε αναφορά ότι η Νορβηγία είχε αναγνωρίσει τη Συνθήκη του Κιέλου και η Σουηδία δέχθηκε ότι αυτή δεν έπρεπε να θεωρηθεί προϋπόθεση μιας μελλοντικής ένωσης μεταξύ των δύο κρατών. Κατανοώντας το πλεονέκτημα της αποφυγής ενός δαπανηρού πολέμου και της οικειοθελούς προσχώρησης της Νορβηγίας σε μια ένωση, αντί της προσάρτησής της ως κατακτημένης χώρας, ο Μπερντατότ προσέφερε ευνοϊκούς όρους ειρήνης. Υποσχέθηκε να αναγνωρίσει το Νορβηγικό Σύνταγμα, βέβαια με τις τροπολογίες που ήταν απαραίτητες για να καταστεί δυνατή η ένωση των δύο χωρών. Ο Χριστιανός Φρειδερίκος συμφώνησε να συγκαλέσει μια έκτακτη σύνοδο του Κοινοβουλίου τον Σεπτέμβριο ή τον Οκτώβριο. Εκεί έπρεπε να μεταβιβάσει τις εξουσίες του στους εκλεγμένους αντιπροσώπους του λαού, που θα διαπραγματεύονταν τους όρους της ένωσης με τη Σουηδία και τελικά θα παραιτείτο από όλες τις αξιώσεις στον Νορβηγικό θρόνο και θα εγκατέλειπε τη χώρα.

Μια ανήσυχη κατάπαυση του πυρός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Tα νέα απογοήτευσαν σφόδρα το νορβηγικό κοινό και οι αντιδράσεις περιλάμβαναν θυμό για τη «δειλία» και την «προδοσία» των στρατιωτικών διοικητών, απελπισία για τις προοπτικές της νορβηγικής ανεξαρτησίας και σύγχυση σχετικά με τις επιλογές της χώρας. Ο Χριστιανός Φρειδερίκος επιβεβαίωσε την προθυμία του να παραιτηθεί από τον θρόνο για «λόγους υγείας», αφήνοντας την εξουσία του στο κρατικό συμβούλιο, όπως συμφωνήθηκε σε ένα μυστικό πρωτόκολλο στο Moς. Σε επιστολή του στις 28 Αυγούστου διέταξε το συμβούλιο να δέχεται εντολές από την "ανώτατη αρχή", αναφερόμενος σιωπηρά στον Σουηδό βασιλιά. Δύο ημέρες αργότερα ο Σουηδός βασιλιάς ανακήρυξε τον εαυτό του ηγεμόνα της Σουηδίας και της Νορβηγίας.

Στις 3 Σεπτεμβρίου οι Βρετανοί ανακοίνωσαν την άρση του ναυτικού αποκλεισμού της Νορβηγίας. Η ταχυδρομική υπηρεσία μεταξύ Νορβηγίας και Σουηδίας αποκαταστάθηκε. Ο Σουηδός στρατηγός στις κατεχόμενες παραμεθόριες περιοχές της Νορβηγίας, Μάγκνους Φρέντρικ Φέρντιναντ Μπγέρνστγερνα, απείλησε να επαναλάβει τις εχθροπραξίες αν οι Νορβηγοί δεν συμμορφωθούν με τη σύμβαση ανακωχής και δεν αποδεχτούν οικειοθελώς την ένωση με τη Σουηδία. Ο Χριστιανός Φρειδερίκος φημολογείτο ότι είχε πέσει σε βαθιά κατάθλιψη και κατηγορείτο ποικιλοτρόπως για τις ήττες στα πεδία των μαχών.

Στα τέλη Σεπτεμβρίου προέκυψε διένεξη μεταξύ των Σουηδικών αρχών και του Νορβηγικού συμβουλίου του κράτους σχετικά με τη διανομή σιτηρών μεταξύ των φτωχών στη Χριστιανία. Το σιτάρι προοριζόταν ως δώρο από τον "Νορβηγό" βασιλιά στους νέους του υπηκόους, αλλά έγινε θέμα αρχής για το Νορβηγικό συμβούλιο να αποφύγει να φανεί ότι η Νορβηγία είχε νέο βασιλιά μέχρι να επισημοποιηθεί η μετάβαση. Ο Μπγέρνστγερνα έστειλε αρκετές επιστολές απειλώντας να επαναλάβει τις εχθροπραξίες.

Εκπλήρωση των όρων της Συμφωνία του Μος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις αρχές Οκτωβρίου οι Νορβηγοί απέρριψαν και πάλι την αποδοχή μιας αποστολής καλαμποκιού από το Μπερντατότ και οι Νορβηγοί έμποροι, αντ 'αυτού, συνήψαν δάνεια για την αγορά τροφίμων και άλλων αναγκών από τη Δανία. Ωστόσο στις αρχές Οκτωβρίου ήταν γενικά αποδεκτό ότι η ένωση με τη Σουηδία ήταν αναπόφευκτη. Στις 7 Οκτωβρίου συνήλθε μια έκτακτη σύνοδος του Κοινοβουλίου. Αντιπρόσωποι από περιοχές κατεχόμενες από τη Σουηδία στο Εστφολντ έγιναν δεκτοί μόνο αφού υπέβαλαν διαβεβαιώσεις ότι δεν είχαν καμία νομιμοφροσύνη στις Σουηδικές αρχές. Στις 10 Οκτωβρίου ο Χριστιανός Φρειδερίκος παραιτήθηκε σύμφωνα με τους όρους που συμφωνήθηκαν στο Moς και απέπλευσε για τη Δανία. Οι εκτελεστικές αρμοδιότητες ανατέθηκαν προσωρινά στο Κοινοβούλιο, μέχρι να μπορέσουν να γίνουν οι αναγκαίες τροποποιήσεις στο Σύνταγμα.

Μια μέρα πριν τη λήξη της κατάπαυσης του πυρός το Κοινοβούλιο ψήφισε με 72 έναντι 5 να ενταχθεί στη Σουηδία σε μια προσωπική ένωση, αλλά δεν είχε τύχη μια κίνηση να εκλεγεί ο Κάρολος ΙΓ΄ βασιλιάς της Νορβηγίας. Το ζήτημα αναβλήθηκε εν αναμονή των αναγκαίων συνταγματικών τροποποιήσεων. Τις επόμενες ημέρες το Κοινοβούλιο ψήφισε αρκετές αποφάσεις για να διεκδικήσει όσο το δυνατόν περισσότερη κυριαρχία μέσα στην ένωση. Την 1η Νοεμβρίου ψήφισε με 52 έναντι 25 ότι η Νορβηγία δεν θα όριζε τους δικούς της προξένους, μια απόφαση που αργότερα θα είχε σοβαρές συνέπειες. Το Κοινοβούλιο υιοθέτησε τις συνταγματικές τροποποιήσεις που απαιτήθηκαν για να επιτρέψει την ένωση στις 4 Νοεμβρίου και εξέλεξε ομόφωνα τον Κάρολο ΧΙΙΙ Βασιλιά της Νορβηγίας αντί να τον αναγνωρίσει ως τέτοιο.

Η Ένωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νορβηγία και Σουηδία, 1847. Χάρτης του Πέτερ Αντρέας Μουνχ

Ο νέος βασιλιάς δεν πάτησε ποτέ το πόδι του στο Νορβηγικό βασίλειο, αλλά ο υιοθετημένος διάδοχός του Κάρολος Ιωάννης έφτασε στη Χριστιανία στις 18 Νοεμβρίου 1814. Στη συνάντησή του με το Κοινοβούλιο δέχθηκε τις εκλογές και ορκίστηκε να τηρεί το σύνταγμα εκ μέρους του βασιλιά. Στην ομιλία του ο πρίγκιπας του στέμματος τόνισε ότι η Ένωση ήταν μια σύνδεση του βασιλιά με τον λαό της Νορβηγίας και ότι «είχε επιλέξει να αναλάβει τις υποχρεώσεις που είχαν μεγαλύτερη αξία στην καρδιά του, εκείνες που εξέφραζαν την αγάπη του λαού, παρά τα προνόμια που αποκτήθηκαν μέσω επίσημων συνθηκών ». Η απόρριψη εκ μέρους του της Συνθήκης του Κιέλου ως νομικής βάσης για την Ένωση εγκρίθηκε από τη Σουηδική Riksens ständer (Συνέλευση των τάξεων) στο προοίμιο της Πράξης της Ένωσης στις 15 Αυγούστου 1815. Για να γίνει κατανοητή η φύση της Ένωσης, είναι αναγκαία η γνώση των ιστορικών γεγονότων που οδήγησαν στη δημιουργία της. Αυτά αποδεικνύουν σαφώς ότι η Σουηδία, με τη βοήθεια των μεγάλων δυνάμεων, ανάγκασε τη Νορβηγία να εισέλθει στην Ένωση. Από την άλλη πλευρά, η Νορβηγία, με τη βοήθεια των ίδιων δυνάμεων, ουσιαστικά υπαγόρευσε τους όρους της Ένωσης.

Οι σπόροι της διαφωνίας ήταν φυσικά εγγενείς σε μια συνταγματική ένωση δύο μερών που βασιζόταν σε τέτοιους συγκρουόμενους υπολογισμούς. Η Σουηδία τη θεωρούσε ως την υλοποίηση μιας ιδέας που είχε εκθρέψει επί αιώνες και που ενισχύθηκε από την πρόσφατη απώλεια της Φινλανδίας. Ελπιζε ότι με την πάροδο του χρόνου οι απρόθυμοι Νορβηγοί θα δέχονταν μια στενότερη σχέση. Οι Νορβηγοί όμως, ως ασθενέστερο μέρος, απαίτησαν την αυστηρή τήρηση των όρων που είχαν συμφωνηθεί και περιφρουρούσαν με ζήλο τη συνεπή τήρηση όλων των λεπτομερειών, που επιβεβαίωναν την ισότητα μεταξύ των δύο κρατών.[5]

Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της Ένωσης ήταν ότι η Νορβηγία είχε ένα πιο δημοκρατικό σύνταγμα από τη Σουηδία. Το Νορβηγικό σύνταγμα του 1814 ακολουθούσε αυστηρότερα την αρχή του διαχωρισμού των εξουσιών εκτελεστικής, νομοθετικής και δικαστικής. Η Νορβηγία είχε ένα μεταρρυθμισμένο μονοθάλαμο κοινοβούλιο με περισσότερη εξουσία από κάθε άλλο νομοθετικό σώμα στην Ευρώπη. Αντίθετα ο βασιλιάς της Σουηδίας ήταν σχεδόν αυτοκράτορας. Ο Κυβερνητικός Οργανισμός (σύνταγμα) του 1809 ανέφερε απερίφραστα ότι «ο βασιλιάς και μόνο θα κυβερνά το βασίλειο». Περισσότεροι (άνδρες) πολίτες στη Νορβηγία (περίπου το 40%) είχαν δικαίωμα ψήφου απ 'ό, τι στην πιο διαστρωματισμένη κοινωνικά Σουηδία. Κατά τα πρώτα χρόνια της Ένωσης μια τάξη δημοσίων υπαλλήλων με επιρροή κυριάρχησε στη νορβηγική πολιτική. Αλλά ήταν ελάχιστοι και θα μπορούσαν εύκολα να χάσουν την ισχύ τους αν οι νέοι εκλογείς επέλεγαν να επωφεληθούν από την αριθμητική τους υπεροχή επιλέγοντας μέλη από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα. Για να διατηρήσουν την ηγεμονία τους οι δημόσιοι υπάλληλοι σχημάτισαν συμμαχία με τους εύπορους αγρότες των περιφερειών. Μια πολιτική ευνοϊκή για τη γεωργία και τα αγροτικά συμφέροντα εξασφάλισε την πίστη τους προς το παρόν. Αλλά με τη συνταγματική πρόβλεψη ότι τα 2/3 των βουλευτών θα εκλέγονταν από τις αγροτικές περιοχές, εξελέγησαν τελικά περισσότεροι αγρότες. Η νομοθεσία που ενθάρρυνε τη λαϊκή συμμετοχή στην τοπική κυβέρνηση κορυφώθηκε με την εισαγωγή της τοπικής αυτοδιοίκησης το 1837, δημιουργώντας τις 373 αγροτικές Formannskapsdistrikt, που αντιστοιχούσαν στις ενορίες της Κρατικής Εκκλησίας της Νορβηγίας. Η λαϊκή συμμετοχή στην κυβέρνηση παρείχε διοικητική και πολιτική εμπειρία σε περισσότερους πολίτες, που τελικά προωθούσαν τα δικά τους συμφέροντα, συχνά σε αντίθεση με την τάξη των δημοσίων υπαλλήλων [6].

Ο αυξανόμενος εκδημοκρατισμός της Νορβηγίας έτεινε με την πάροδο του χρόνου να απομακρύνει όλο και περισσότερο το ένα από το άλλο τα πολιτικά συστήματα της Νορβηγίας και της Σουηδίας, να περιπλέκει τη συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών και τελικά να οδηγήσει στη διάλυση της μεταξύ τους ένωσης. Για παράδειγμα ενώ ο βασιλιάς είχε το δικαίωμα του απόλυτου βέτο στη Σουηδία, είχε μόνο ανασταλτικό βέτο στη Νορβηγία. Ο Κάρολος Ιωάννης ζήτησε από το Νορβηγικό Κοινοβούλιο να του δώσει απόλυτο βέτο, αλλά αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Ενώ το Σύνταγμα ανέθετε την εκτελεστική εξουσία στον βασιλιά, στην πράξη αυτή περιερχόταν όλο και περισσότερο στο Συμβούλιο του Κράτος (statsråd). Μια κρίσιμη καμπή σε αυτή τη διαδικασία ήταν το 1884, όταν η Νορβηγία έγινε η πρώτη σκανδιναβική μοναρχία που υιοθέτησε το κοινοβουλευτικό σύστημα. Μετά το 1884 ο βασιλιάς δεν ήταν πλέον σε θέση να διορίσει μια κυβέρνηση εξ ολοκλήρου της δικής του επιλογής ή να την κρατήσει στην εξουσία ενάντια στη βούληση του Κοινοβουλίου. Αντ'αυτού μπορούσε να ορίσει μόνο μέλη του κόμματος ή του συνασπισμού που είχαν την πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο. Το Συμβούλιο λογοδοτούσε επίσης στο Κοινοβούλιο, έτσι ώστε μια αποτυχία ψήφου εμπιστοσύνης να αναγκάζει την κυβέρνηση να παραιτηθεί. Συγκριτικά η κοινοβουλευτική διακυβέρνησε καθιερώθηκε στη Σουηδία το 1905 - λίγο πριν το τέλος της ένωσης.

Η Πράξη της Ένωσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η έλλειψη κοινής συνταγματικής βάσης για την Ένωση έγινε αντιληπτή έντονα από τον πρίγκηπα του στέμματος Κάρολο Ιωάννη από τον πρώτο χρόνο. Τα θεμελιώδη έγγραφα ήταν μόνο η Συμφωνία του Μος και το αναθεωρημένο Νορβηγικό σύνταγμα της 4ης Νοεμβρίου 1814. Αλλά το συντηρητικό Σουηδικό Riksdag δεν επέτρεπε την αναθεώρηση του Σουηδικού συντάγματος. Ως εκ τούτου έπρεπε να υπάρξει διαπραγμάτευση μιας διμερούς συνθήκης προκειμένου να αποσαφηνιστούν οι διαδικασίες για την αντιμετώπιση συνταγματικών ζητημάτων που έπρεπε να αποφασιστούν από κοινού από τις δύο κυβερνήσεις. Η Πράξη της Ένωσης (Riksakten) αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης την άνοιξη του 1815, με τον πρωθυπουργό Πέντερ Άνκερ να ηγείται της νορβηγικής αντιπροσωπείας. Η συνθήκη περιείχε δώδεκα άρθρα σχετικά με την εξουσία του βασιλιά, τη σχέση μεταξύ των δύο νομοθετικών σωμάτων, τον τρόπο άσκησης της εκτελεστικής εξουσίας αν ο βασιλιάς πέθαινε πριν ο πρίγκιπας του στέμματος λάβει πλειοψηφία και τη σχέση μεταξύ των κυβερνήσεων. Επικύρωσε επίσης την πρακτική της αντιμετώπισης ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής στο Σουηδικό υπουργικό συμβούλιο, με την παρουσία του Νορβηγού πρωθυπουργού. Ζητήματα ζωτικής σημασίας για την Ένωση έπρεπε να αντιμετωπίζονται σε κοινή συνεδρίαση των υπουργικών συμβουλίων στη Στοκχόλμη, όπου θα ήταν παρόντες όλοι οι υπουργοί της Νορβηγίας. Η Πράξη εγκρίθηκε από το Storting στις 31 Ιουλίου 1815 και από το Riksdag στις 6 Αυγούστου και κυρώθηκε από τον βασιλιά στις 15 Αυγούστου. Στη Σουηδία η Πράξη της Ένωσης ήταν μια σειρά διατάξεων βάσει νόμου, αλλά το Νορβηγικό Storting της έδωσε συνταγματικό καθεστώς, ώστε οι διατάξεις της να μπορούν να αναθεωρηθούν μόνο σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζονται στο σύνταγμα.

Η Ένωση στην πράξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι όροι της Ένωσης, όπως είναι καταγεγραμμένοι στη Συμφωνία του Moς, στο αναθεωρημένο σύνταγμα της Νορβηγίας και στην Πράξη της Ένωσης, εξασφάλισαν στη Νορβηγία περισσότερη ανεξαρτησία από εκείνη που προβλεπόταν στη Συνθήκη του Κιέλου. Από όλες τις απόψεις η Νορβηγία είχε εισέλθει στην Ένωση οικειοθελώς και σταθερά αρνιόταν τη σουηδική υπεροχή, ενώ πολλοί Σουηδοί θεωρούσαν τη Νορβηγία ως κατώτερο εταίρο και πολεμικό λάφυρο.

Από νομική άποψη η Νορβηγία είχε το καθεστώς ανεξάρτητης συνταγματικής μοναρχίας, με περισσότερη εσωτερική ανεξαρτησία από όση είχε επί πάνω από 400 χρόνια. Αν και μοιραζόταν κοινό μονάρχη και κοινή εξωτερική πολιτική με τη Σουηδία, όλα τα άλλα υπουργεία και κυβερνητικά θεσμικά όργανα ήταν ξεχωριστά για κάθε κράτος. Η Νορβηγία είχε δικό της στρατό, ναυτικό και ταμείο. Το υπουργείο εξωτερικών υπαγόταν άμεσα στον βασιλιά, ρύθμιση που είχε ενσωματωθεί ήδη στο Νορβηγικό σύνταγμα της 17ης Μαΐου 1814, πριν από την αναθεώρηση της 4ης Νοεμβρίου. Ένα απρόβλεπτο αποτέλεσμα ήταν ότι η εξωτερική πολιτική αποφασιζόταν στο Σουηδικό υπουργικό συμβούλιο και ασκείτο από το Σουηδικό υπουργείο εξωτερικών. Όταν συζητούντο θέματα εξωτερικής πολιτικής στις συνεδριάσεις του υπουργικού συμβουλίου ο μόνος παρών Νορβηγός που μπορούσε να επικαλεστεί τα συμφέροντα της Νορβηγίας ήταν ο πρωθυπουργός. Το Σουηδικό Riksdag μπορούσε να επηρεάσει έμμεσα την εξωτερική πολιτική, αλλά όχι το Νορβηγικό Storting. Επειδή οι αντιπροσωπείες στο εξωτερικό διορίζονταν από τη Σουηδική κυβέρνηση και ήταν κυρίως επανδρωμένες με Σουηδούς. Η Ένωση θεωρείτο συχνά από τους ξένους περισσότερο ως ένα ενιαίο κράτος παρά δύο κυρίαρχα κράτη. Με την πάροδο του χρόνου όμως έγινε λιγότερο συνηθισμένο να αναφέρονται στην ένωση ως "Σουηδία" και αναφέρονταν από κοινού στη "Σουηδία και Νορβηγία".

Σύμφωνα με το σύνταγμα της Νορβηγίας ο βασιλιάς όριζε τη δική του κυβέρνηση. Επειδή ο βασιλιάς κατοικούσε ως επί το πλείστον στη Στοκχόλμη, ένα τμήμα του υπουργικού συμβουλίου έπρεπε να παρευρεθεί υπό τον πρωθυπουργό, συνοδευόμενο από δύο υπουργούς. Πρώτος πρωθυπουργός ήταν ο Πέντερ Ανκερ, που είχε διακριθεί μεταξύ των Νορβηγών που σχεδίασαν το σύνταγμα και δήλωνε ανοιχτά ότι ήταν υπέρ της Ένωσης. Η Νορβηγική κυβέρνηση απέκτησε ένα θαυμάσιο αρχοντικό, το Pechlinska huset, ως κατοικία του τμήματος του υπουργικού συμβουλίου στη Στοκχόλμη και ως άτυπη «πρεσβεία» της Νορβηγίας. Οι άλλοι έξι υπουργοί με έδρα τη Χριστιανία ήταν υπεύθυνοι για τις αντίστοιχες κυβερνητικές υπηρεσίες τους. Κατά την απουσία του βασιλιά, στις συνόδους του υπουργικού συμβουλίου της Χριστιανία προέδρευε ο αντιβασιλέας (stattholder), που διορίστηκε από τον βασιλιά ως εκπρόσωπός του. Ο πρώτος που κατείχε αυτό το αξίωμα ήταν ο Χανς Χένρικ φον Εσεν, που είχε ήδη οριστεί ως γενικός κυβερνήτης της Νορβηγίας όταν υπογράφηκε η Συνθήκη του Κιέλου, για την υλοποίηση της αναμενόμενης Σουηδικής κατοχής [7].

Οι επόμενοι αντιβασιλείς ήταν επίσης Σουηδοί και αυτή η σταθερή πολιτική τα πρώτα 15 χρόνια της Ένωσης προκάλεσε δυσαρέσκεια στη Νορβηγία. Από το 1829 οι αντιβασιλείς ήταν Νορβηγοί, έως ότου η θέση έμεινε κενή μετά το 1856 και τελικά καταργήθηκε το 1873.

Συγχώνευση ή διαχωρισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βασιλιάς Κάρολος ΙΔ΄ Ιωάννης (Κάρολος Γ΄ Ιωάννης στη Νορβηγία). Πορτρέτο από τον Φρέντρικ Βέστιν

Μετά την ανάρρηση του το 1818 ο Κάρολος Ιωάννης προσπάθησε να φέρει τις δύο χώρες πιο κοντά και να ενισχύσει την εκτελεστική εξουσία. Στις προσπάθειες αυτές αντιστάθηκε κυρίως το Νορβηγικό Storting. Το 1821 ο βασιλιάς πρότεινε συνταγματικές τροποποιήσεις που θα του έδιναν απόλυτο βέτο, διευρυμένη εξουσία πάνω στους υπουργούς του, το δικαίωμα διακυβέρνησης με διατάγματα και εκτεταμένο έλεγχο του Storting. Μια περαιτέρω πρόκληση ήταν οι προσπάθειές του να δημιουργήσει μια νέα κληρονομική αριστοκρατία στη Νορβηγία. Άσκησε πίεση στο Storting διεξάγοντας στρατιωτικά γυμνάσια κοντά στη Χριστιανία, ενώ εκείνο συνεδρίαζε. Όλες οι προτάσεις του εξετάστηκαν λεπτομερώς και στη συνέχεια απορρίφθηκαν. Εγιναν δεκτές εξίσου αρνητικά από το επόμενο Storting το 1824 και έπειτα παραμερίστηκαν, εκτός από το ζήτημα του εκτεταμένου βέτο. Αυτή η απαίτηση επαναλαμβανόταν πριν από κάθε Storting κατά τη διάρκεια της ζωής του βασιλιά.

Το πιο αμφιλεγόμενο πολιτικό ζήτημα στην αρχή βασιλείας του Κάρολου Ιωάννη ήταν το θέμα του πώς θα διευθετηθεί το εθνικό χρέος της Δανίας-Νορβηγίας. Το φτωχό Νορβηγικό κράτος προσπάθησε να αναβάλει ή να μειώσει την πληρωμή στη Δανία του ποσού που είχε συμφωνηθεί. Αυτό οδήγησε σε μια σφοδρή σύγκρουση μεταξύ του βασιλιά και της Νορβηγικής κυβέρνησης. Αν και το χρέος τελικά καταβλήθηκε με ξένο δάνειο, η διαφωνία που προκάλεσε οδήγησε στην παραίτηση του Κόμη Βέντελ-Γιάρλσμπεργκ από υπουργό οικονομικών το 1821. Ο πεθερός του, πρωθυπουργός Πέντερ Ανκερ, παραιτήθηκε σύντομα μετά επειδή αισθάνθηκε ότι είχε χάσει την εμπιστοσύνη του βασιλιά.

Η απάντηση των Νορβηγικών πολιτικών σε όλες τις βασιλικές πρωτοβουλίες ήταν η αυστηρή προσήλωση σε μια πολιτική συνταγματικού συντηρητισμού, που αντιδρούσε σε τροπολογίες που θα επέκτειναν τη βασιλική εξουσία ή θα οδηγούσαν σε στενότερους δεσμούς και ενδεχόμενη συγχώνευση με τη Σουηδία.

Οι διαφορές και η δυσπιστία αυτών των πρώτων χρόνων έγιναν βαθμιαία λιγότερο έντονες και η όλο και περισσότερο συμβιβαστική στάση του Κάρολου Ιωάννη τον έκανε πιο δημοφιλή. Μετά τις ταραχές στη Στοκχόλμη το φθινόπωρο του 1838 ο βασιλιάς έβρισκε τη Χριστιανία πιο ευχάριστη και όταν ήταν εκεί, ενέδιδε σε διάφορα αιτήματα. Σε κοινή συνάντηση της Σουηδικής και της Νορβηγικής κυβέρνησης στις 30 Ιανουαρίου 1839 διορίστηκε μια επιτροπή της Ένωσης με τέσσερα μέλη από κάθε χώρα για να επιλύσει αμφισβητούμενα ζητήματα μεταξύ τους. Όταν το Storting του 1839 συγκλήθηκε παρουσία του, έγινε δεκτός με μεγάλη αγάπη από τους πολιτικούς και το κοινό.

Εθνικά σύμβολα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα άλλο θέμα διενέξεων ήταν εκείνο των εθνικών συμβόλων - σημαίες, εθνόσημα, βασιλικοί τίτλοι και εορτασμός της 17ης Μαΐου ως εθνικής εορτής. Ο Κάρολος Ιωάννης αντιτάχθηκε έντονα στον δημόσιο εορτασμό του συντάγματος του Μαΐου, που υποψιαζόταν ότι ήταν εορτασμός της εκλογής του Χριστιανού Φρειδερίκου. Αντ 'αυτού, αλλά ανεπιτυχώς, ενθάρρυνε τον εορτασμό του αναθεωρημένου συντάγματος της 4ης Νοεμβρίου, που ήταν και η ημέρα ίδρυσης της Ένωσης. Αυτή η σύγκρουση κορυφώθηκε με τη Μάχη της Πλατείας (torvslaget) στη Χριστιανία στις 17 Μαΐου 1829, όταν ειρηνικοί εορτασμοί κλιμακώθηκαν σε διαδηλώσεις και ο αρχηγός της αστυνομίας διάβασε τον Νόμο για τις Διαδηλώσεις και διέταξε το πλήθος να διαλυθεί. Τελικά μονάδες του πεζικού και του ιππικού κλήθηκαν να αποκαταστήσουν την τάξη με τη χρήση βίας. Η δημόσια κατακραυγή για αυτή την πρόκληση ήταν τόσο μεγάλη που ο βασιλιάς υποχρεώθηκε να συναινέσει στον εορτασμό της εθνικής εορτής από τότε και στο εξής.

Λίγο μετά τη Συνθήκη του Κιέλου η Σουηδία συμπεριέλαβε το Εθνόσημο της Νορβηγίας στο μεγαλύτερο Εθνόσημο της Σουηδίας. Οι Νορβηγοί θεωρούσαν επιθετικό το ότι εμφανιζόταν επίσης σε σουηδικά νομίσματα και κυβερνητικά έγγραφα, σαν να ήταν η Νορβηγία αναπόσπαστο μέρος της Σουηδίας. Δυσανασχετούσαν επίσης για το γεγονός ότι ο τίτλος του βασιλιά στα νορβηγικά νομίσματα μέχρι το 1819 ήταν βασιλιάς της Σουηδίας και της Νορβηγίας [8]. Όλα αυτά τα ζητήματα επιλύθηκαν μετά την ανάρρηση του βασιλιά Όσκαρ Α΄ το 1844, που άρχισε αμέσως να χρησιμοποιεί τον τίτλο βασιλιάς της Σουηδίας και της Νορβηγίας σε όλα τα έγγραφα που σχετίζονταν με τα νορβηγικά θέματα. Οι προτάσεις μιας μεικτής επιτροπής σχετικά με τις σημαίες και τα εθνόσημα θεσπίστηκαν και για τις δύο χώρες. Ένα σήμα της ένωσης τοποθετήθηκε στην πάνω αριστερή γωνία όλων των σημαιών και στα δύο κράτη, που συνδύαζε τα χρώματα των σημαιών και των δύο κρατών, σε ίση αναλογία. Οι δύο χώρες απέκτησαν χωριστά, αλλά παράλληλα συστήματα σημαιών, που δήλωναν σαφώς την ισότητα τους. Οι Νορβηγοί ικανοποιήθηκαν με την αντικατάσταση της πρώην κοινής σημαίας στρατού και ναυτικού με ξεχωριστές σημαίες. Το Νορβηγικά εθνόσημο απομακρύνθηκε από το μεγαλύτερο εθνόσημο της Σουηδίας και δημιουργήθηκαν κοινά ενωσιακά και βασιλικά εθνόσημα για να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά από τη βασιλική οικογένεια, το υπουργείο εξωτερικών και σε έγγραφα που αφορούσαν και τις δύο χώρες. Μια σημαντική λεπτομέρεια του εθνόσημου της Ένωσης είναι ότι δύο βασιλικά στέμματα ήταν τοποθετημένα στο πάνω μέρος της ασπίδας για να δειχθεί ότι ήταν μια ένωση μεταξύ δύο κυρίαρχων βασιλείων.

Σημαίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εραλδική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Zενίθ της Ενωσης, 1844–60[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα χρόνια των μέσων του 19ου αιώνα ήταν ειρηνικά για την Ένωση. Όλα τα ζητήματα των συμβόλων είχαν διευθετηθεί, η Νορβηγία είχε αποκτήσει μεγαλύτερη επιρροή στην εξωτερική πολιτική, η θέση του αντιβασιλέα ή του κυβερνήτη ήταν κενή ή την κατείχε ο Νορβηγός Σέβεριν Λέβενσκιολντ και το εμπόριο μεταξύ των δύο χωρών άκμαζε λόγω των συνθηκών (mellomriksloven) που προωθούσαν το ελεύθερο εμπόριο και ουσιαστικά κατάργησαν τα προστατευτικά δασμολογικά τείχη. Η ολοκλήρωση της Γραμμής Κόνγκσβινγκερ, της πρώτης διασυνοριακής σιδηροδρομικής σύνδεσης, αύξησε σημαντικά τις επικοινωνίες. Ένα πολιτικό κλίμα συνδιαλλαγής προωθήθηκε από τις σουηδικές παραχωρήσεις σχετικά με το θέμα της ισότητας μεταξύ των χωρών.

Σκανδιναβισμός, μεταξύ Νορβηγίας, Σουηδίας και Δανίσς

Ο Σκανδιναβισμός βρισκόταν στο απόγειό του την περίοδο αυτή και συνέβαλε στην αυξανόμενη προσέγγιση μεταξύ των εταίρων της Ένωσης. Υποστήριζε την ιδέα της Σκανδιναβίας ως ενοποιημένης περιοχής ή ενιαίου έθνους, με βάση την κοινή γλωσσική, πολιτική και πολιτιστική κληρονομιά των Σκανδιναβικών χωρών. (Αυτές οι τρεις χώρες αναφέρονται ως "τρία αδέρφια" στην έκτη στροφή του εθνικού ύμνου της Νορβηγίας.) Το ελιτίστικο αυτό κίνημα ξεκίνησε από Δανούς και Σουηδούς φοιτητές το 1840. Στην αρχή τα πολιτικά κατεστημένα στις δύο χώρες έβλεπαν το κίνημα με καχυποψία. Ωστόσο, όταν ο Όσκαρ Α΄ έγινε βασιλιάς της Σουηδίας και της Νορβηγίας το 1844, η σχέση με τη Δανία βελτιώθηκε και το κίνημα άρχισε να κερδίζει υποστήριξη. Οι Νορβηγοί φοιτητές προσχώρησαν το 1845 και συμμετείχαν σε ετήσιες συναντήσεις που εναλλάσσονταν μεταξύ των χωρών. Κατά τον πόλεμο μεταξύ Δανίας και Πρωσίας το 1848 ο Βασιλιάς Όσκαρ προσέφερε την υποστήριξή του με τη μορφή μιας Νορβηγοσουηδικής εκστρατευτικής δύναμης, που όμως ποτέ δεν πολέμησε. Το κίνημα υπέστη ένα πλήγμα, από το οποίο ποτέ δεν ανέκαμψε πλήρως, μετά τον δεύτερο Δανογερμανικό Πόλεμο για το Σλέσβιχ το 1864, όταν η Σουηδική και η Νορβηγική κυβέρνηση ανάγκασαν από κοινού τον Βασιλιά Κάρολο ΙΕ΄ να αθετήσει την υπόσχεση στρατιωτικής υποστήριξης που είχε δώσει στον βασιλιά της Δανίας χωρίς να τις συμβουλευθεί. [9]

Τότε η Ένωση είχε χάσει την υποστήριξή της μεταξύ των Νορβηγών εξαιτίας της δυστοκίας που προκάλεσε το ζήτημα της κατάργησης της θέσης του αντιβασιλέα. Ο Βασιλιάς Κάρολος ΙΕ΄ ήταν υπέρ αυτού του νορβηγικού αιτήματος και μετά την ανάρρησή του το 1859 υποσχέθηκε στο Νορβηγικό υπουργικό συμβούλιό του ότι θα ενέκρινε μια απόφαση του Storting για το θέμα αυτό. Η πρόταση να καταργηθεί αυτό το απεχθές σύμβολο της εξάρτησης και να αντικατασταθεί με το αξίωμα του πρωθυπουργού στη Χριστιανία υποστηρίχθηκε σχεδόν ομόφωνα. Όταν ο βασιλιάς επέστρεψε στη Στοκχόλμη αντιμετώπισε μια ααπροσδόκητα έντονη αντίδραση από τον σουηδικό εθνικιστικό Τύπο. Η Nya Dagligt Allehanda κραύγαζε ότι η Νορβηγία είχε απομακρυνθεί από τον δρόμο της νομιμότητας και είχε στραφεί προς την επανάσταση. Το Riksdag απαίτησε να έχει γνώμη για το ζήτημα. Η ουσία του θέματος ήταν αν ήταν καθαρά νορβηγικό ή αφορούσε και τις δύο χώρες. Η συντηρητική σουηδική πλειοψηφία διακήρυξε την "ανώτερη θέση της Σουηδίας στην Ένωση". Ο Βασιλιάς Κάρολος αναγκάστηκε να υποχωρήσει όταν η Σουηδική κυβέρνηση απείλησε να παραιτηθεί. Επέλεξε να μην επικυρώσει τον νόμο, αλλά ως παραχώρηση στα πληγωμένα νορβηγικά αισθήματα, το έκανε σε μια συνάντηση του Νορβηγικού υπουργικού συμβουλίου. Αλλά είχε ακούσια επιβεβαιώσει ότι ήταν περισσότερο Σουηδός από Νορβηγός, παρά τις καλές του προθέσεις.

Στις 24 Απριλίου 1860 το Νορβηγική Storting αντέδρασε στη σουηδική απαίτηση κυριαρχίας με ομόφωνη απόφαση ότι το Νορβηγικό κράτος είχε το μοναδικό δικαίωμα να τροποποιήσει το σύνταγμά του και ότι κάθε αναθεώρηση των όρων της Ένωσης έπρεπε να βασιστεί στην αρχή της πλήρους ισότητας. Αυτό το ψήφισμα θα εμπόδιζε για πολλά χρόνια κάθε προσπάθεια αναθεώρησης της Πράξης της Ένωσης. Μια νέα μεικτή επιτροπή διορίστηκε το 1866, αλλά οι προτάσεις της απορρίφθηκαν το 1871 επειδή δεν προέβλεπαν την ίση επιρροή στην εξωτερική πολιτική και άνοιξαν τον δρόμο για ένα ομοσπονδιακό κράτος [10].

Πορεία προς τη διάλυση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βασιλιάς Όσκαρ Β΄

Οι σχέσεις με τη Νορβηγία κατά τη βασιλεία του Βασιλιά Όσκαρ Β΄ (1872-1907) είχαν μεγάλη επιρροή στην πολιτική ζωή της Σουηδίας και πολλές φορές φάνηκε ότι η ένωση μεταξύ των δύο χωρών είχε έρθει η ώρα να τερματιστεί. Οι διαφωνίες είχαν κυρίως την πηγή τους στο αίτημα της Νορβηγίας για ξεχωριστούς προξένους και τελικά για ξεχωριστό υπουργείο εξωτερικών. Σύμφωνα με το αναθεωρημένο σύνταγμα του 1814 η Νορβηγία είχε το δικαίωμα για χωριστά προξενικά γραφεία, αλλά δεν είχε ασκήσει το εν λόγω δικαίωμα εν μέρει για οικονομικούς λόγους, εν μέρει επειδή οι πρόξενοι που διορίζονταν από το Σουηδικό υπουργείο εξωτερικών γενικά εκπροσωπούσαν ικανοποιητικά τη Νορβηγία. Ωστόσο στα τέλη του 19ου αιώνα το εμπορικό ναυτικό της Νορβηγίας αυξανόταν με ταχύ ρυθμό για να γίνει ένας από τα μεγαλύτερα στον κόσμο και ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες της εθνικής οικονομίας. Όλο και περισσότερο γινόταν αισθητό ότι η Νορβηγία χρειαζόταν ξεχωριστούς προξένους που θα μπορούσαν να βοηθήσουν τη ναυτιλία της και τα εθνικά της συμφέροντα στο εξωτερικό Εν μέρει η απαίτηση για ξεχωριστούς προξένους έγινε επίσης συμβολική, ένας τρόπος να επιβεβαιωθεί η αυξανόμενη απογοήτευση από την Ένωση.

Στη Νορβηγία η διαφωνία σχετικά με τα συνταγματικά ζητήματα οδήγησε στην de facto υιοθέτηση του κοινοβουλευτισμού το 1884, ύστερα από μια πρόταση μομφής εναντίον της συντηρητικής κυβέρνησης του Κρίστιαν Αουγκουστ Σέλμερ. Η κυβέρνηση κατηγορήθηκε ότι βοήθησε τον βασιλιά να παρεμποδίσει τη μεταρρύθμιση με βέτο. Η νέα φιλελεύθερη κυβέρνηση του Γιόχαν Σβέρντρουπ τοποθετήθηκε απρόθυμα από τον βασιλιά Όσκαρ. Άρχισε αμέσως σημαντικές μεταρρυθμίσεις, μεταξύ των οποίων ήταν το διευρυμένο δικαίωμα ψήφου και η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία. Οι δύο αντίθετες ομάδες ίδρυσαν επίσημα πολιτικά κόμματα το 1884, το Venstre (Αριστερά) για τους φιλελεύθερους που ήθελαν τη διάλυση της Ένωσης και το Højre (Δεξιά) για τους συντηρητικούς που ήθελαν να διατηρήσουν μια ένωση δύο ίσων κρατών.

Οι φιλελεύθεροι κέρδισαν μεγάλη πλειοψηφία στις εκλογές του 1891 με ένα πρόγραμμα καθολικής ψηφοφορίας για όλους τους άνδρες και ξεχωριστού Νορβηγικού υπουργείου εξωτερικών. Ως πρώτο βήμα η νέα κυβέρνηση του Στέεν πρότεινε ξεχωριστές προξενικές υπηρεσίες και ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις με τη Σουηδία. Αλλά η βασιλική αντιπολίτευση προκάλεσε μια σειρά κυβερνητικών κρίσεων, έως ότου σχηματίστηκε μια κυβέρνηση συνασπισμού το 1895 με πρωθυπουργό τον Φράνσις Χάγκερουπ. Εκείνη τη χρονιά διορίστηκε η τρίτη κοινή επιτροπή της Ένωσης, με επτά μέλη από κάθε χώρα, αλλά ποτέ δεν συμφώνησε για τα κρίσιμα ζητήματα και διαλύθηκε το 1898. Αντιμέτωπη με την πολεμοχαρή στρατιωτικά ανώτερη Σουηδία, η Νορβηγία αναγκάστηκε να αποσύρει το αίτημα για ξεχωριστούς προξένους το 1895. Αυτή η ταπεινωτική υποχώρηση έπεισε τη Νορβηγική κυβέρνηση ότι οι ένοπλες δυνάμεις είχαν παραμεληθεί πάρα πολύ και ξεκίνησε ο γρήγορος επανεξοπλισμός τους. Παραγγέλθηκαν τέσσερα θωρηκτά από το Ηνωμένο Βασίλειο και κατασκευάστηκαν συνοριακές οχυρώσεις.

Σουηδικές και Νορβηγικές σημαίες το 1899, μετά την απομάκρυνση του σήματος της ένωσης από τη σημαία της Νορβηγίας

Εν μέσω διαπραγματεύσεων και συζητήσεων που απέβαιναν άκαρπες, το 1895 η Σουηδική κυβέρνηση ανακοίνωσε στη Νορβηγία ότι η ισχύουσα εμπορική συνθήκη του 1874, προέβλεπε μια πολλά υποσχόμενη κοινή αγορά, θα έληγε τον Ιούλιο του 1897. Όταν η Σουηδία επέστρεψε στον προστατευτισμό η Νορβηγία αύξησε επίσης τους δασμούς και το αποτέλεσμα ήταν μια σημαντική μείωση του διασυνοριακού εμπορίου. Ο Κόμης Λέβενχαουπτ, υπουργός εξωτερικών της Σουηδίας, που θεωρήθηκε πολύ φιλικός προς τους Νορβηνούς, παραιτήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον Κόμη Λούντβιχ Ντάγκλας, που εκπροσωπούσε τη γνώμη της πλειοψηφίας του Πρώτου Σώματος του Κοινοβουλίου (Riksdag). Ωστόσο όταν το Storting το 1898 για τρίτη φορά πέρασε ένα νομοσχέδιο για μια "καθαρή" σημαία χωρίς το σήμα της Ένωσης, αυτό έγινε νόμος χωρίς βασιλική κύρωση.

Οι νέες εκλογές του 1900 για το Riksdag έδειξαν σαφώς ότι ο Σουηδικός λαός δεν ήταν διατεθειμένος να ακολουθήσει το υπερσυντηρητικό «πατριωτικό» κόμμα, με αποτέλεσμα την παραίτηση των δύο ηγετών αυτού του κόμματος, του καθηγητή Oσκαρ Aλιν και του Αυλάρχη (Hofmarschall) Πάτρικ Ρόιτερσβερντ από μέλη του Πρώτου Σώματος. Από την άλλη πλευρά ο πρώην καθηγητής του Πανεπιστημίου του Γκέτεμποργκ E. Κάρλσον κατάφερε να δημιουργήσει ένα κόμμα Φιλελευθέρων και Ριζοσπαστών με περίπου 90 μέλη, που εκτός από η διεύρυνση του δικαιώματος ψήφου, υποστήριξαν την πλήρη ισότητα της Νορβηγίας με τη Σουηδία στη διαχείριση των εξωτερικών υποθέσεων. Οι Νορβηγικές εκλογές του ίδιου έτους με διευρυμένο εκλογικό σώμα έδωσαν στους Φιλελεύθερους (Venstre) μεγάλη πλειοψηφία για το πρόγραμμά τους ξεχωριστού υπουργού εξωτερικών και ξεχωριστών προξένων. Ο Στέεν παρέμεινε ως πρωθυπουργός, αλλά τον διαδέχθηκε ο Oττο Μπλερ το 1902.

Τελευταίες προσπάθειες διάσωσης της Ένωσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ζήτημα των ξεχωριστών προξένων για τη Νορβηγία σύντομα επανήλθε. Το 1902 ο υπουργός εξωτερικών Λάγκερχαϊμ σε ένα κοινό συμβούλιο του κράτους πρότεινε ξεχωριστές προξενικές υπηρεσίες, διατηρώντας παράλληλα το κοινό υπουργείο εξωτερικών. Η Νορβηγική κυβέρνηση συμφώνησε να διοριστεί μια άλλη μεικτή επιτροπή για να εξετάσει το ζήτημα. Τα πολλά υποσχόμενα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων αυτών δημοσιεύθηκαν σε ένα «ανακοινωθέν» της 24ης Μαρτίου 1903. Προτεινόταν οι σχέσεις των ξεχωριστών προξένων με το κοινό υπουργείο εξωτερικών και τις πρεσβείες να οργανώνονται με πανομοιότυπους νόμους που δεν θα μπορούσαν να τροποποιηθούν ή καταργηθούν χωρίς τη συγκατάθεση των κυβερνήσεων και των δύο χωρών. Αλλά δεν ήταν επίσημη συμφωνία, μόνο ένα προκαταρκτικό σχέδιο, που δεν δέσμευε τις κυβερνήσεις. Στις εκλογές του 1903 οι Συντηρητικοί (Højre) κέρδισαν πολλές ψήφους με το πρόγραμμα συμφιλίωσης και διαπραγματεύσεων. Μια νέα κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον Χάγκερουπ σχηματίστηκε τον Οκτώβριο του 1903, υποστηριζόμενη από μια εθνική συναίνεση σχετικά με την ανάγκη ολοκλήρωσης των διαπραγματεύσεων με κοινή δράση. Οι προτάσεις του ανακοινωθέντος υποβλήθηκαν στο κοινό συμβούλιο του κράτους στις 11 Δεκεμβρίου, με την προσδοκία ότι θα υπάρξει μια λύση. Ο βασιλιάς Όσκαρ ζήτησε από τις κυβερνήσεις να επεξεργαστούν προτάσεις για ταυτόσημους νόμους.

Το νορβηγικό σχέδιο πανομοιότυπων νόμων υποβλήθηκε τον Μάιο του 1904. Αντιμετωπίστηκε με απόλυτη σιωπή από τη Στοκχόλμη. Ενώ η Νορβηγία δεν είχε ποτέ μέχρι τότε ένα Storting και μια κυβέρνηση τόσο φιλικά προς την Ένωση, αποδείχθηκε ότι οι πολιτικές απόψεις στη Σουηδία είχαν κινηθεί προς την άλλη κατεύθυνση. Ο συνήγορος του ανακοινωθέντος, υπουργός εξωτερικών Λάγκερχαϊμ, παραιτήθηκε στις 7 Νοεμβρίου λόγω διαφωνίας με τον πρωθυπουργό Ερικ Γκούστα Μπόστρεμ και τους άλλους συναδέλφους του. Ο Μπόστρεμ εμφανίστηκε τότε από μόνος του στη Χριστιανία και παρουσίασε απροσδόκητα τις αρχές ή όρους του για ένα διακανονισμό. Η κυβέρνησή του είχε επανέλθει στη θέση ότι ο Σουηδός υπουργός εξωτερικών θα έπρεπε να διατηρήσει τον έλεγχο των Νορβηγών προξένων και, εάν είναι απαραίτητο, να τους απομακρύνει και ότι η Σουηδία πρέπει πάντα να αναφερθεί πριν από τη Νορβηγία στα επίσημα έγγραφα (κατάργηση της πρακτική που εισήχθη το 1844). Η Νορβηγική κυβέρνηση βρήκε αυτά τα αιτήματα απαράδεκτα και ασυμβίβαστα με την κυριαρχία της Νορβηγίας. Καθώς ο υπουργός εξωτερικών ήταν Σουηδός, δεν θα μπορούσε να ασκήσει εξουσία σε νορβηγικούς θεσμούς. Οι περαιτέρω διαπραγματεύσεις για τέτοιους όρους θα ήταν άσκοπες.

Μια αντιπρόταση της Σουηδικής κυβέρνησης απορρίφθηκε επίσης και στις 7 Φεβρουαρίου 1905 ο βασιλιάς στο κοινό συμβούλιο αποφάσισε να διακόψει τις διαπραγματεύσεις που είχε ξεκινήσει το 1903. Παρά ταύτα ο εξαντλημένος βασιλιάς ελπίζει ακόμα να υπάρξει συμφωνία. Την επόμενη μέρα ο Πρίγκιπας του Στέμματος Γουσταύος Ε΄ ορίστηκε αντιβασιλέας και στις 13 Φεβρουαρίου εμφανίστηκε στη Χριστιανία για να προσπαθήσει να σώσει την Ένωση. Τον μήνα που έμεινε εκεί είχε πολλές συναντήσεις με την κυβέρνηση και την ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή που συγκροτήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου για να επεξεργαστεί τις λεπτομέρειες της εθνικής νομοθεσίας για τον ορισμό Νορβηγών προξένων. Τους ικέτευσε να μην προβούν σε μέτρα που θα οδηγούσαν στη διάσπαση των δύο χωρών. Αλλά χωρίς αποτέλεσμα, καθώς η Ειδική Επιτροπή που συστάθηκε στις 6 Μαρτίου, για να προχωρήσουν οι εν εξελίξει εργασίες και η συμβιβαστική κυβέρνηση του Χάγκερουπ αντικαταστάθηκε από την πιο αδιάλλακτη του Κρίστιαν Μίκελσεν.

Οταν επέστρεψε στη Στοκχόλμη στις 14 Μαρτίου ο Πρίγκιπας του Στέμματος Γουσταύος κάλεσε κοινό συμβούλιο στις 5 Απριλίου για να απευθύνει έκκληση και στις δύο κυβερνήσεις να επιστρέψουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να βρουν μια λύση βασισμένη στην πλήρη ισότητα μεταξύ των δύο βασιλείων. Πρότεινε μεταρρυθμίσεις τόσο του υπουργείου εξωτερικών όσο και των προξενικών υπηρεσιών, με ρητή επιφύλαξη ότι ένας κοινός υπουργός εξωτερικών - Σουηδός ή Νορβηγός - αποτελεί προϋπόθεση για την ύπαρξη της Ένωσης. Η Νορβηγική κυβέρνηση απέρριψε την πρότασή του στις 17 Απριλίου, αναφερόμενη σε προηγούμενες άκαρπες προσπάθειες και δήλωσε ότι θα συνέχιζε με την προετοιμασία ενός ξεχωριστού υπουργείου εξωτερικών. Αλλά και τα δύο σώματα του Riksdag ενέκριναν την πρόταση του Πρίγκιπα του Στέμματος στις 2 Μαΐου 1905. Σε μια τελευταία προσπάθεια να καθησυχάσουν τους δύσπιστους Νορβηγούς ο Μπόστρεμ, θεωρούμενος ως εμπόδιο στις καλύτερες σχέσεις, αντικαταστάθηκε από τον Γιόχαν Ράμστεντ. Αλλά αυτές οι κινήσεις δεν έπεισαν τους Νορβηγούς. Οι Νορβηγοί όλων των πολιτικών πεποιθήσεων κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι μια δίκαιη λύση στη σύγκρουση ήταν αδύνατη και υπήρχε τώρα μια γενική συναίνεση ότι η Ένωση έπρεπε να διαλυθεί. Η νέα κυβέρνηση συνασπισμού του Μίκελσεν συνεργάστηκε στενά με το Storting για ένα σχέδιο να εκβιάσει το θέμα μέσω του προξενικού ζητήματος.

Διάλυση της Ένωσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μνημείο ειρήνης του Kάρλσταντ (Σουηδία) ανεγέρθηκε στην πλατεία της πόλης το 1955 για να τιμήσει την 50ή επέτειο της διάλυσης της ένωσης
Νορβηγοί στρατιώτες στα σύνορα τον Σεπτέμβριο του 1905. Φωτογραφία: Nάρβε Σκαρπμόεν

Στις 23 Μαΐου το Storting ψήφισε την πρόταση της κυβέρνησης για την τοποθέτηση ξεχωριστών Νορβηγών προξένων. Ο βασιλιάς Όσκαρ έκανε χρήση του συνταγματικού του δικαιώματος να ασκήσει βέτο στο νομοσχέδιο στις 27 Μαΐου και, σύμφωνα με το σχέδιο, η Νορβηγική κυβέρνηση υπέβαλε την παραίτησή της. Ο βασιλιάς ωστόσο δήλωσε ότι δεν μπορούσε να δεχθεί την παραίτησή του "καθώς δεν μπορούσε να σχηματιστεί καμία άλλη κυβέρνηση". Οι υπουργοί αρνήθηκαν να υπακούσουν στο αίτημά του να συνυπογράψουν την απόφασή του και αμέσως έφυγαν από τη Χριστιανία.

Κανένα περαιτέρω βήμα δεν έλαβε ο βασιλιάς για να αποκαταστήσει τις κανονικές συνταγματικές συνθήκες. Εν τω μεταξύ η επίσημη διάλυση επρόκειτο να κηρυχθεί σε συνεδρίαση του Storting στις 7 Ιουνίου. Οι υπουργοί κατέθεσαν τις παραιτήσεις τους και το Storting υιοθέτησε ομόφωνα ένα προγραμματισμένο ψήφισμα που κήρυξε διαλυμένη την ένωση με τη Σουηδία, επειδή ο Όσκαρ είχε ουσιαστικά εγκαταλείψει παραιτηθεί των αρμοδιοτήτων του ως βασιλιά της Νορβηγίας, αρνούμενος να σχηματίσει νέα κυβέρνηση. Επιπλέον δήλωσε ότι, καθώς ο βασιλιάς είχε κηρύξει εαυτόν ανίκανο να σχηματίσει κυβέρνηση, η συνταγματική βασιλική εξουσία «έπαψε να λειτουργεί», συνεπώς ζητήθηκε από τους υπουργούς, μέχρι να δοθούν περαιτέρω οδηγίες, να ασκούν την εξουσία που είχαν ανατεθεί στον βασιλιά σύμφωνα με το Σύνταγμα - "με τις τροποποιήσεις που θα απαιτηθούν, δεδομένου ότι η Ένωση με τη Σουηδία υπό ένα βασιλιά διαλύεται, επειδή αυτός έπαψε να ενεργεί ως βασιλιάς της Νορβηγίας".

Οι σουηδικές αντιδράσεις στις ενέργειες του Storting ήταν έντονες. Ο βασιλιάς διαμαρτυρήθηκε επίσημα και συγκάλεσε μια έκτακτη σύνοδο του Riksdag στις 20 Ιουνίου για να εξετάσει ποια μέτρα πρέπει να ληφθούν μετά την «εξέγερση» των Νορβηγών. Το Riksdag δήλωσε ότι ήταν διατεθειμένο να διαπραγματευτεί τις προϋποθέσεις για τη διάλυση της Ένωσης αν ο Νορβηγικός λαός, μέσω δημοψηφίσματος, εκδηλωνόταν υπέρ αυτής και ψήφισε επίσης να είναι διαθέσιμα 100 εκατομμύρια κορώνες για χρήση όπως το ίδιο θα αποφάσιζε. Υπονοείτο, χωρίς να δηλώνεται ανοιχτά, ότι το ποσό κρατιόταν σε ετοιμότητα για περίπτωση πολέμου. Η απίθανη απειλή του πολέμου θεωρήθηκε πραγματική και από τις δύο πλευρές και η Νορβηγία απάντησε δανειζόμενη 40 εκατομμύρια κορώνες από τη Γαλλία, για τον ίδιο αδήλωτο σκοπό.

Η Νορβηγική κυβέρνηση γνώριζε εκ των προτέρων τις απαιτήσεις της Σουηδίας και τις πρόλαβε, κηρύσσοντας δημοψήφισμα για τις 13 Αυγούστου πριν διατυπωθεί το επίσημο σουηδικό αίτημα για κάτι τέτοιο, προλαμβάνοντας έτσι κάθε ισχυρισμό ότι το δημοψήφισμα έγινε σύμφωνα με την απαίτηση της Στοκχόλμης. Δεν ζητήθηκε από τον λαό να απαντήσει ναι ή όχι στη διάλυση, αλλά να "επιβεβαιώσει τη διάλυση που είχε ήδη λάβει χώρα". Το αποτέλεσμα ήταν μια συντριπτική πλειοψηφία 368.392 ψήφων υπέρ της διάλυσης έναντι μόνο 184 κατά, ένα αναμφισβήτητο αποτέλεσμα. Μετά από αίτημα του Storting για συνεργασία της Σουηδίας για την κατάργηση της Πράξης της Ένωσης, εκπρόσωποι από τις δύο χώρες συνήλθαν στο Kάρλσταντ (Σουηδία) στις 31 Αυγούστου. Οι συνομιλίες διακόπτονταν κατά διαστήματα. Ταυτόχρονα οι συγκεντρώσεις στρατευμάτων στη Σουηδία έκαναν τη Νορβηγική κυβέρνηση να κινητοποιήσει τον στρατό και το ναυτικό στις 13 Σεπτεμβρίου. Η συμφωνία επιτεύχθηκε ωστόσο στις 23 Σεπτεμβρίου. Τα κύρια σημεία ήταν οι διαφορές μεταξύ των χωρών στο μέλλον να παραπεμφθούν στο Μόνιμο Διαιτητικό Δικαστήριο της Χάγης, να δημιουργηθεί μια ουδέτερη ζώνη και στις δύο πλευρές των συνόρων και να καταστραφούν οι νορβηγικές οχυρώσεις στη ζώνη αυτή.

Και τα δύο κοινοβούλια σύντομα επικύρωσαν τη συμφωνία και ανακάλεσαν την Πράξη της Ένωσης στις 16 Οκτωβρίου. Δέκα ημέρες αργότερα ο Βασιλιάς Όσκαρ παραιτήθηκε από τα δικαιώματά του εξ ονόματος του ίδιου και των διαδόχων του. Απορρίπτει επίσης το αίτημα του Storting να επιτρέψει σε ένα πρίγκιπα των Μπερναντότ να ανέβει στον Νορβηγικό θρόνο. Το Storting πρόσφερε τότε τον κενό θρόνο στον Πρίγκιπα Κάρολο της Δανίας, που δέχτηκε, αφού προηγουμένως νέο δημοψήφισμα θα επικύρωνε τη μοναρχία. Έφθασε στη Νορβηγία στις 25 Νοεμβρίου 1905, παίρνοντας το όνομα Χάακον Ζ΄.

Το 1905 και η αναδρομή στο παρελθόν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα γεγονότα του 1905 έθεσαν τέλος στην ανήσυχη Ένωση μεταξύ Σουηδίας και Νορβηγίας, πο τέθηκε σε ισχύ το 1814 - με δισταγμό από τη Νορβηγία, εξαναγκασμένη από τη Σουηδική ισχύ. Τα γεγονότα και των δύο ετών έχουν πολλά κοινά, αλλά υπάρχουν σημαντικές διαφορές:

  • Το 1814 ο νορβηγικός αγώνας για την ανεξαρτησία ήταν ένα γεννημένο στην ανώτερη τάξη με ελάχιστη λαϊκή υποστήριξη. Το 1905 προωθήθηκε με λαϊκή συναίνεση και εκλεγμένους αντιπροσώπους του λαού.
  • Η Ένωση του 1814 ήταν το αποτέλεσμα μιας σουηδικής πρωτοβουλίας, ενώ η διάλυση του 1905 επήλθε επειδή η Νορβηγία ανέλαβε την πρωτοβουλία.
  • Η κρίση του 1814 προκλήθηκε επειδή η Σουηδία είδε τη Νορβηγία ως νόμιμη λεία του πολέμου και ως αποζημίωση για την απώλεια της Φινλανδίας το 1809, ενώ η Νορβηγία βασιζόταν στην ανεξαρτησία της με βάση την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Αποφασίστηκε λόγω της σοφής και οξυδερκούς συμπεριφοράς των ηγετών και από τις δύο πλευρές. Η κρίση του 1905 προκλήθηκε από την άνοδο του εθνικισμού κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, ενώ οι αντκρουόμενες ερμηνείες της Ένωσης είχαν ακόμα ευρεία και αυξανόμενη αποδοχή και στις δύο χώρες.
  • Το 1814 η Νορβηγία ήταν η πιο αναπτυγμένη βιομηχανικά και εμπορικά χώρα της Σκανδιναβία, αν και με μάλλον πρόσφατους κρατικούς θεσμούς. Το 1905 η Νορβηγία ήταν ένα ανεπτυγμένο κράτος με 91 χρόνια εμπειρίας ανεξάρτητης κυβέρνησης μετά την ένωση με τη Δανία. Οι ένοπλες δυνάμεις της δεν ήταν πλέον εξωφρενικές σε σύγκριση με εκείνες της Σουηδίας.
  • Οι μεγάλες δυνάμεις έβλεπαν τη Νορβηγική ανεξαρτησία πιο ευνοϊκά το 1905 από ό,τι το 1814.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Sweden». World Statesmen. Ανακτήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2015. 
  2. «Norway». World Statesmen. Ανακτήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2015. 
  3. «Sweden». World Statesmen. Ανακτήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2015. 
  4. «Norway». World Statesmen. Ανακτήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2015. 
  5. Hertzberg, E., 1906: "Unionen". In: Salmonsens Konversationsleksikon, Vol. XVII, p. 1043, Copenhagen
  6. Dyrvik. S. and Feldbæk, O., 1996: Mellom brødre 1780–1830. In: ' 'Aschehougs Norges Historie' ', Vol. 7, pp. 227–28, Oslo (ISBN 978-82-03-22020-3)
  7. Frydenlund, Bård, 2009: Stormannen Peder Anker. En biografi., pp. 254, 263, Oslo. (ISBN 978-82-03-21084-6)
  8. Seip, Anne-Lise, 1997: Nasjonen bygges 1830–1870. In: ' 'Aschehougs Norges Historie' ', Vol. 8, pp. 192–93, Oslo. (ISBN 978-82-03-22021-0)
  9. Seip, Anne-Lise, 1997: Nasjonen bygges 1830–1870. In: ' 'Aschehougs Norges Historie' ', Vol. 8, pp. 199–201, Oslo. (ISBN 978-82-03-22021-0)
  10. Seip, Anne-Lise, 1997: "Nasjonen bygges 1830–1870". In: Aschehougs Norges Historie, Vol. 8, pp. 201–03, Oslo. (ISBN 978-82-03-22021-0)