Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Συμεών ο Νέος Θεολόγος
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση949
Γαλατία
Θάνατος12  Μαρτίου 1022
Περιοχή Μαρμαρά
Χώρα πολιτογράφησηςΒυζαντινή Αυτοκρατορία
ΘρησκείαΑνατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός
Eορτασμός αγίου12 Μαρτίου
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςαρχαία ελληνικά[1][2]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταχριστιανός μοναχός
φιλόσοφος
συγγραφέας
μυστικιστής
θεολόγος[3]
μοναχός[3]
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμααββάς
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος (949 – 1022) ήταν Βυζαντινός Χριστιανός μοναχός και ποιητής από τη Γαλατία της Μικράς Ασίας. Ήταν ο τελευταίος από τους τρεις αγίους της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας που τους δόθηκε ο τίτλος του «Θεολόγου» (μαζί με τον Ιωάννη τον Απόστολο και τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό). Το « Θεολόγος» δεν εφαρμόστηκε στον Συμεών με τη σύγχρονη ακαδημαϊκή έννοια της θεολογικής μελέτης. Ο τίτλος σχεδιάστηκε μόνο για να αναγνωρίσει κάποιον, που μίλησε από προσωπική εμπειρία για το όραμα του Θεού. Μία από τις κύριες διδασκαλίες του ήταν, ότι οι άνθρωποι μπορούσαν και έπρεπε να βιώσουν τη θεωρία (κυριολεκτικά «να έχουν όραση του Θεού»).

Ο Συμεών γεννήθηκε από ευγενείς της Ρωμανίας και έλαβε παραδοσιακή μόρφωση. Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών γνώρισε τον γέροντα Συμεών τον Στουδίτη, έναν περίφημο μοναχό της Μονής Στουδίου στην Κωνσταντινούπολη, ο οποίος τον έπεισε να δώσει τη ζωή του στην προσευχή και στον ασκητισμό υπό την καθοδήγηση του γέροντα Συμεών. Στα τριάντα του χρόνια, ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος έγινε ηγούμενος της Μονής του Αγίου Μάμα, θέση που κράτησε για είκοσι πέντε χρόνια. Προσέλκυσε πολλούς μοναχούς και κληρικούς με τη φήμη του για την αγιότητά του, αν και οι διδασκαλίες του τον έφεραν σε σύγκρουση με τις εκκλησιαστικές αρχές, οι οποίες θα τον έστελναν τελικά στην εξορία. Ο πιο γνωστός μαθητής του ήταν ο Νικήτας Στηθάτος, που έγραψε τον Βίο του Συμεών.

Ο Συμεών αναγνωρίζεται ως ο πρώτος βυζαντινός μύστης, που μοιράστηκε ελεύθερα τις δικές του μυστικιστικές εμπειρίες. Μερικά από τα γραπτά του περιλαμβάνονται στη Φιλοκαλία, μία συλλογή κειμένων από πρώιμους χριστιανούς μυστικιστές για τη στοχαστική προσευχή και τις ησυχαστικές διδασκαλίες. Ο Συμεών έγραφε και μιλούσε συχνά για τη σημασία της άμεσης εμπειρίας της χάρης του Θεού, μιλώντας συχνά για τις δικές του εμπειρίες του Θεού ως θεϊκού φωτός. Ένα άλλο κοινό θέμα στα γραπτά του ήταν η ανάγκη να τεθεί κανείς υπό την καθοδήγηση ενός πνευματικού πατέρα. Η αυθεντία για πολλές από τις διδασκαλίες του προήλθε από τις παραδόσεις των πατέρων της ερήμου, των πρώτων χριστιανών μοναχών και των ασκητών. Τα γραπτά του Συμεών περιλαμβάνουν τους Ύμνους της Θείας Αγάπης, τους Ηθικούς Λόγους και τους Κατηχητικούς Λόγους.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρώιμη ζωή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι λεπτομέρειες της ζωής του Συμεών προέρχονται από τα δικά του γραπτά και από τον Βίο του Συμεών, που έγραψε ο μαθητής του Νικήτας. Γεννήθηκε στην Ιουλιόπολη της Γαλατίας από τον Βασίλειο και τη Θεοφανώ, μέλη βυζαντινών ευγενών που υποστήριζαν τη Μακεδονική δυναστεία . Το όνομά του κατά τη γέννησή του είναι ασαφές -ήταν παραδοσιακό εκείνη την εποχή, όταν γινόταν μοναχός, να παίρνει ένα νέο όνομα ίδιο με το αρχικό όνομα γέννησής του. Ο Συμεών μπορεί να αγνόησε αυτή την παράδοση, για να πάρει το ίδιο όνομα με τον πνευματικό του πατέρα, Συμεών τον Στουδίτη. Στα γραπτά του μερικές φορές περιέγραφε τις εμπειρίες ενός «Γεωργίου», που μπορεί να ήταν το βαπτιστικό του όνομα. [4] Ο Συμεών έλαβε βασική ελληνική σχολική εκπαίδευση μέχρι την ηλικία των ένδεκα ετών, όταν ένας θείος του αναγνώρισε, ότι είχε δυνατότητες για ανώτερη εκπαίδευση. Ο θείος αυτός βοήθησε τον Συμεών να ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην Αυλή του Αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ και του αδελφού του Κωνσταντίνου Η΄. [5]

Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών γνώρισε τον Συμεών τον Στουδίτη (ονομαζόμενο και Συμεών ο Ευσεβής), ιερομόναχο της Μονής Στουδίου στην Κωνσταντινούπολη. Αυτή η συνάντηση έπεισε τον νεότερο Συμεών να εγκαταλείψει την τριτοβάθμια εκπαίδευση και να κάνει τον Συμεών τον Στουδίτη πνευματικό του πατέρα. Τότε άρχισε να μελετά τη ζωή της προσευχής και τού ασκητισμού υπό την καθοδήγησή εκείνου, με την επιθυμία να μπει αμέσως στο μοναστήρι. Ο Συμεών ο Στουδίτης ζήτησε από τον νεαρό Συμεών να περιμένει πριν γίνει μοναχός, έτσι πέρασε τα χρόνια μέχρι τα είκοσι επτά του υπηρετώντας στο σπίτι ενός πατρικίου, αν και σύμφωνα με ορισμένες πηγές υπηρέτησε τον Αυτοκράτορα. [6]

Ζώντας μία εγκόσμια ζωή την ημέρα, περνούσε σύμφωνα με πληροφορίες τα βράδια του σε αγρυπνίες και προσευχή, κάνοντας πράξη τα γραπτά δύο συγγραφέων —του Μάρκου Ερημίτη και του Διαδόχου Φωτικής— που του είχε δώσει ο πνευματικός του πατέρας. [6] Ήταν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, που ο Συμεών είχε την πρώτη του εμπειρία του Θεού ως θεϊκού φωτός, όπως περιέγραψε αργότερα σε μία από τις Ομιλίες του (Δίσκος 22.2–4). Απέδωσε την εμπειρία στις προσευχές του Συμεών του Στουδίτη. Παρά την εμπειρία, ο νεαρός Συμεών ομολόγησε, ότι εξακολουθούσε να πέφτει σε κοσμικούς τρόπους ζωής. [7] Η άμεση προσωπική εμπειρία του Θεού έμελλε να γίνει μία από τις κεντρικές διδασκαλίες του Συμεών στα γραπτά του και στους μοναχούς που τον ακολούθησαν. [8]

Ηγούμενος της μονής Αγίου Μάμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βυζαντινή μικρογραφία που απεικονίζει τη Μονή Στουδίου.

Σε ηλικία είκοσι επτά ετών εισήλθε στη Μονή Στουδίου, δίνοντας ολοκληρωτικά τη ζωή του για να μαθητεύσει στον διδάσκαλό του Συμεών τον Στουδίτη. Ο γέροντας Συμεών δεν ήταν χειροτονημένος ιερέας, αλλά απλός μοναχός, που από πολλούς θεωρούνταν άγιος. Ο νεότερος Συμεών αφιερώθηκε με εξαιρετικό ζήλο στις πρακτικές και έγινε ακόλουθος τού δασκάλου του — σε τέτοιο βαθμό που ο ηγούμενος της μονής επέμενε να φύγει ο Συμεών μετά από λίγους μόνο μήνες. [9]

Οι εναπομείναντες τοίχοι της Μονής Στουδίου στη σύγχρονη Κωνσταντινούπολη.

Ακολουθώντας τη συμβουλή του γέροντα Συμεών, αναχώρησε για την παρακείμενη Μονή του Οσίου Μάμα στην Κωνσταντινούπολη, η οποία χαρακτηρίζεται υποβαθμισμένη, σωματικά και πνευματικά. Κατά τον χρόνο του στον Άγιο Μάμα συνέχισε να ακολουθεί την καθοδήγηση τού Συμεών του Στουδίτη. Μέσα σε τρία χρόνια μετά τη μετακόμισή του στον Άγιο Μάμα, ο Συμεών εκάρη μοναχός, χειροτονήθηκε ιερέας και εξελέγη ηγούμενος της μονής. Τα επόμενα είκοσι πέντε χρόνια τα πέρασε ως ηγούμενος του Αγίου Μάμα, και προσέλκυσε πολλούς μοναχούς και κληρικούς με τη φήμη του για μάθηση και αγιοσύνη. [10]

Δεν έλκονταν όλοι οι μοναχοί από τη ζηλωτική προσέγγιση του Συμεών. Ο Συμεών επιχείρησε να μεταρρυθμίσει τα βυζαντινά μοναστήρια, όπου οι μοναχοί είχαν γίνει υποτελείς του Αυτοκράτορα και είχαν αποκτήσει μεγάλες περιουσίες, βιβλιοθήκες και έργα τέχνης. Τα γραπτά και οι διδασκαλίες του είχαν ως στόχο να επαναφέρουν τα μοναστήρια στον παραδοσιακό τους ρόλο όπως στους πρώτους χρόνους τού χριστιανισμού, προτρέποντας τους μοναχούς να κάνουν μία ζωή με απλότητα, ασκητισμό, καθαρότητα καρδιάς και συνεχή προσευχή. Η αυστηρή μοναστική πειθαρχία, στην οποία στόχευε ο Συμεών, αναστάτωσε αρκετούς μοναχούς στο μοναστήρι. [11] Ο Συμεών υιοθέτησε επίσης μια πιο συναισθηματική προσέγγιση στη λατρεία, προτείνοντας ότι ένας μοναχός δεν πρέπει να παίρνει το μυστήριο χωρίς δάκρυα. Η εισαγωγή χορτοφαγικών γευμάτων, μαζί με άλλες μοναδικές πρακτικές για την ενστάλαξη πειθαρχίας και ταπεινότητας, προκάλεσε επίσης κάποια δυσαρέσκεια στους μοναχούς. [12]

Δεκαπέντε χρόνια αφότου έγινε ηγούμενος, ένα πρωί μετά τη Θεία Λειτουργία, μία ομάδα τριάντα περίπου μοναχών σηκώθηκε εναντίον του Συμεών, ο οποίος τους έδιωξε. Σπάζοντας τις κλειδαριές στην πύλη του μοναστηριού κατά την έξοδό τους, οι μοναχοί απηύθυναν την έκκλησή τους στον Πατριάρχη Σισίνιο Β΄, ο οποίος τάχθηκε στο πλευρό του Συμεών και έστειλε τους μοναχούς στην εξορία. Ο Συμεών παρακάλεσε εκ μέρους τους, κάνοντας ό,τι μπορούσε για να επιστρέψουν οι μοναχοί στο μοναστήρι, συμπεριλαμβανομένης της αναζήτησης μερικών από τους μοναχούς για να τους ζητήσει συγγνώμη. [12] [13] Κατά τη διάρκεια της ηγουμενίας του, ο Συμεών έγραψε τους Ύμνους Θείας Αγάπης (ολοκληρώθηκε κατά την εξορία του), τους Λόγους και πολλά γράμματα και πολεμικά έργα που έχουν χαθεί. Έγραψε επίσης άρθρα σχετικά με τις διαμάχες του με τους θεολόγους της εκκλησίας: αυτά επέζησαν ως οι θεολογικές και ηθικές πραγματείες του. [14] Το 1005 ο Συμεών παραιτήθηκε από ηγούμενος του Αγίου Μάμα, διορίζοντας έναν από τους μαθητές του στη θέση του και ακολούθησε μία πιο μοναχική ζωή στο μοναστήρι. [15]

Αντιπολίτευση από την εκκλησία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Συμεών υπέστη σοβαρή αντίθεση από τις εκκλησιαστικές αρχές, ιδιαίτερα από τον αρχιθεολόγο της Αυλής του Αυτοκράτορα, αρχιεπίσκοπο Στέφανο, ο οποίος κάποτε ήταν Μητροπολίτης Νικομήδειας. Ο Στέφανος ήταν πρώην πολιτικός και διπλωμάτης με φήμη για μία ενδελεχή θεωρητική κατανόηση της θεολογίας, η οποία όμως είχε απομακρυνθεί από την πραγματική εμπειρία της πνευματικής ζωής. Ο Συμεών αντίθετα είχε την άποψη, ότι κάποιος πρέπει να έχει πραγματική εμπειρία του Αγίου Πνεύματος για να μιλήσει για τον Θεό, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα την αυθεντία της γραφής και των προγενέστερων πατέρων της εκκλησίας. Οι διαφορετικές απόψεις τους σχετικά με την πηγή της αυθεντίας να μιλήσουν για πνευματικά θέματα ήταν η αιτία πολλών ετών έντονων συγκρούσεων, που έληξαν με την τελική εξορία του Συμεών. [16]

Ο Στέφανος βρήκε λάθος στον Συμεών ειδικά για τη χαρισματική του προσέγγιση και την υποστήριξή του στην ατομική, άμεση εμπειρία της χάρης του Θεού. Ο Συμεών πίστευε, ότι η άμεση εμπειρία έδινε στους μοναχούς την εξουσία να κηρύττουν και να δίνουν άφεση αμαρτιών, χωρίς την ανάγκη επίσημης χειροτονίας, όπως το έκανε ο ίδιος ο διδάσκαλός του, ο Συμεών ο Στουδίτης. Επίσης οι εκκλησιαστικές αρχές δίδασκαν από μία κερδοσκοπική και φιλοσοφική οπτική, ενώ ο Συμεών δίδασκε από τη δική του άμεση μυστικιστική εμπειρία. [17] Οι διδασκαλίες του Συμεών, ιδιαίτερα εκείνες που αφορούν την άμεση εμπειρία της χάριτος του Θεού, έφεραν κατηγορίες για αίρεση από τον Στέφανο. Ο Συμεών απάντησε στις κατηγορίες του Στεφάνου, δηλώνοντας ότι πραγματική αίρεση θα ήταν αν δίδασκε, ότι είναι αδύνατο να έχουμε άμεση εμπειρία του Θεού (Δίσκος 29.4). [18]

Ο Στέφανος βρήκε επίσης λάθος στον Συμεών για τον σεβασμό του στον πνευματικό του πατέρα, Συμεών τον Στουδίτη. Εκείνη την εποχή, η επίσημη αναγνώριση των αγίων ήταν σπάνια και όχι εύκολη, έτσι οι σεβαστοί μοναχοί αναγνωρίζοντο και τιμώντο ανεπίσημα από τα μοναστήρια και τους μαθητές τους. Κάθε χρόνο ο νεότερος Συμεών διοργάνωνε μία εορτή προς τιμήν του δασκάλου του, η οποία περιλάμβανε μία εικόνα του Συμεών του Στουδίτη και μία λειτουργία προς αυτόν. Ο Στέφανος επέπληξε τον Συμεών, που τιμούσε τον δάσκαλό του ως άγιο, διότι κατά τη γνώμη του ο Στουδίτης δεν άξιζε κάποιας τιμής. [19] Η σύγκρουση μεταξύ των δύο κράτησε έξι χρόνια. [20]

Ο Στέφανος κατάφερε τελικά να φέρει τον Συμεών ενώπιον της Συνόδου, με την κατηγορία ότι εκείνος τιμούσε ως άγιο κάποιον, που ο Στέφανος πίστευε, ότι δεν ήταν πολύ άγιος. Στην αρχή ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος Β' υποστήριξε τον Συμεών, φτάνοντας στο σημείο να στείλει κεριά και λιβάνι, για να υποστηρίξει τη λατρεία του Συμεών του Στουδίτη στον Άγιο Μάμμα. Ο Στέφανος επιτέθηκε στον Στουδίτη ως ανίερο και αμαρτωλό και τελικά μπόρεσε να πείσει τους άλλους, ότι η τιμή του Συμεών ήταν ακατάλληλη, πείθοντάς τους ότι ο Στουδίτης είχε κάποιες ανορθόδοξες πεποιθήσεις. Ως συμβιβασμός, ο Στέφανος πρότεινε να γίνει η ετήσια εορτή προς τιμήν του γέροντα Συμεών ως ιδιωτική εορτή εντός της μονής. Ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος αρνήθηκε να συμβιβαστεί, δηλώνοντας ότι ήταν καθήκον του να τιμά τους πατέρες της Εκκλησίας και τους αγίους, έτσι τον Ιανουάριο του 1009 καταδικάστηκε σε εξορία. [20] [21] Ο Στέφανος έπεισε επίσης τον Πατριάρχη να διατάξει να αφαιρεθούν όλες οι εικόνες του Συμεών του Στουδίτη από τον Άγιο Μάμμα, με πολλές από αυτές να καταστραφούν ή να καλυφθούν με αιθάλη. [22]

Ο Συμεών από την πλευρά του δεν έκανε ποτέ πίσω ένεκα των εκκλησιαστικών αρχών. Σε έναν από τους ύμνους του, έβαλε τον Χριστό να λέει την εξής επίπληξη στους επισκόπους:

Αυτοί (οι επίσκοποι) χειρίζονται ανάξια το Σώμα Μου
και επιδιώκουν μανιωδώς να κυριαρχήσουν στις μάζες. . .
Φαίνονται να αμφανίαζονται λαμπροί και αγνοί,
αλλά οι ψυχές τους είναι χειρότερες από λάσπη και χώμα,
χειρότερο ακόμα και από κάθε είδους θανατηφόρο δηλητήριο,
αυτοί οι κακοί και διεστραμμένοι άνθρωποι!

( Ύμνος 58 ) [23]

Εξορία και θάνατος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1009 ο Συμεών στάλθηκε εξόριστος κοντά στο Παλουκήτον, ένα μικρό χωριό κοντά στη Χρυσόπολη στην ασιατική ακτή του Βοσπόρου . [18] Σύμφωνα με μια αφήγηση, έμεινε από τις εκκλησιαστικές αρχές μόνος και χωρίς φαγητό, στη μέση του χειμώνα. Εκεί βρήκε ένα ερειπωμένο και ερειπωμένο παρεκκλήσι που ήταν αφιερωμένο στην Αγία Μακρίνα . Έτυχε να βρίσκεται σε οικόπεδο ιδιοκτησίας ενός πνευματικού τέκνου του Συμεών, του Χριστόφορου Φαγούρα, ο οποίος δώρισε τη γη και προχωρά στην ίδρυση μοναστηριού. [24]

Εκείνη την εποχή, ο Συμεών είχε πολλούς μαθητές - μερικοί από αυτούς, συμπεριλαμβανομένου του πατρικίου Γενεσέως, έκαναν έκκληση στον Σέργιο Β', τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, να άρει τη διαταγή της εξορίας. Από φόβο ότι η διαμάχη θα έφτανε στον αυτοκράτορα, ο Σέργιος Β' άρει εντελώς την εξορία και στη συνέχεια προσφέρθηκε να επανιδρύσει τον Συμεών στο μοναστήρι του Αγίου Μάμμα και να τον χειροτονήσει αρχιεπίσκοπο μιας σημαντικής έδρας στην Κωνσταντινούπολη. Το μόνο προσόν ήταν ότι ο Συμεών έπρεπε να επιδείξει κάποια αυτοσυγκράτηση στον εορτασμό της ημέρας της γιορτής του Συμεών του Στουδίτη. Ο Συμεών αρνήθηκε να συμβιβαστεί — ο Πατριάρχης, από σεβασμό προς τον Συμεών, του έδωσε την ευλογία του «να ζήσει μαζί με τους μαθητές σου και να ενεργεί σύμφωνα με την ευχαρίστησή σου». [25]

Ο Συμεών παρέμεινε στο μοναστήρι της Αγίας Μακρίνας, όπου συγκεντρώθηκαν γύρω του πολλοί στενοί μαθητές, μοναχοί και κοσμικοί. Στην Αγία Μακρίνα ήταν απαλλαγμένος από μοναχούς που αποστρέφονταν την πειθαρχία και τον ζήλο του και απαλλαγμένος από άμεση σύγκρουση με τις εκκλησιαστικές αρχές. [25] Συνέχισε να τιμά τον Συμεών τον Στουδίτη—οι περισσότεροι κληρικοί από την Κωνσταντινούπολη, μαζί με πολλούς μοναχούς και λαϊκούς, ενώθηκαν μαζί του κατά τη διάρκεια αυτών των εορτασμών. Έγραφε επίσης εκείνη την περίοδο και έγινε προσβάσιμος σε όλους όσους ήθελαν να τον δουν. [26] Ο Συμεών πέρασε τα τελευταία δεκατρία χρόνια της ζωής του στην εξορία, πεθαίνοντας από δυσεντερία στις 12 Μαρτίου 1022. Σύμφωνα με τον βιογράφο και μαθητή του, Νικήτα, ο Συμεών προείπε τον θάνατο του πολλά χρόνια πριν, και την τελευταία του ημέρα κάλεσε όλους τους μοναχούς να ψάλουν τους νεκρικούς ύμνους. [27]

Ο Συμεών αναγνωρίζεται πλέον ως άγιος από τον Καθολικό  και Ανατολικές Ορθόδοξες Εκκλησίες. Ο τίτλος του «Θεολόγου» δεν του δόθηκε με τη σύγχρονη ακαδημαϊκή έννοια κάποιου που διδάσκεται στη θεολογία, αλλά για να αναγνωρίσει κάποιον που μιλά από προσωπική εμπειρία για το όραμα του Θεού. Μέχρι την εποχή του Συμεών, αυτός ο τίτλος κρατούνταν κυρίως για τον Απόστολο Ιωάννη, συγγραφέα ενός από τα τέσσερα ευαγγέλια, και τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό, συγγραφέα στοχαστικής ποίησης. [28] Οι αντίπαλοί του τον αποκαλούσαν χλευαστικά τον «νέο» θεολόγο λόγω της δημιουργικής του προσέγγισης—οι υποστηρικτές του, και αργότερα η Εκκλησία γενικότερα, αγκάλιασαν το όνομα με την πιο θετική έννοια. [12]

Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος, όπου εμφανίστηκε το Ακτιστον Φως, δηλ. ο Θεός.

Γραπτά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά το τέλος τού Συμεών τα γραπτά του διατηρήθηκαν ζωντανά από μικρές ομάδες οπαδών, και τελικά έγιναν μία από τις κεντρικές διδασκαλίες του ησυχαστικού κινήματος. Πολλά αντίγραφα των έργων του έγιναν τους επόμενους αιώνες, ιδιαίτερα γύρω στον 14ο αι. και μεταξύ των ανατολικών ορθόδοξων μονών του Αγίου Όρους. Η αναγνώρισή του ήταν πάντα μεγαλύτερη έξω από την επίσημη εκκλησία, το ημερολόγιο και τη λειτουργία της. Οι ιστορικοί το αποδίδουν στην προσωπικότητά του ως ζηλωτή, στην κριτική του στην ιεραρχία της εκκλησίας, στην έμφαση που δίνει στην άμεση εμπειρία του Θεού και σε ορισμένες από τις ανορθόδοξες διδασκαλίες του, συμπεριλαμβανομένης της πεποίθησής του, ότι ένας μη ιερέας μοναχός που είχε την άμεση εμπειρία του Θεού, είχε την εξουσία να απαλλάσσει άλλους τις αμαρτίες τους. [29]

Ο Συμεών έγραψε με παρόμοιο ύφος και δίδαξε τις παραδοσιακές απόψεις αρκετών χριστιανών των πρώτων χρόνων πατέρων και ησυχαστών, συμπεριλαμβανομένων του Αγίου Αυγουστίνου, του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, του αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζού και του Μάρκου του Ερημίτη. Εκεί που ο Συμεών διέφερε από τους προκατόχους του ήταν στο διάφανο και ανοιχτό μοίρασμα των πιο εσωτερικών του εμπειριών. [30] Ο Συμεών ήταν ο πρώτος βυζαντινός μύστης, που μοιράστηκε ελεύθερα αυτές τις εμπειρίες, οι οποίες δόθηκαν στο πλαίσιο της διδασκαλίας του, ότι η άμεση εμπειρία του Θεού ήταν κάτι, που όλοι οι Χριστιανοί μπορούσαν να επιδιώξουν. [31]

Μία κατήχηση του Συμεών, Περί πίστεως, μαζί με ένα σύνθετο έργο με τίτλο Εκατόν πενήντα τρία πρακτικά και θεολογικά κείμενα, περιλαμβάνονται στη Φιλοκαλία, μία συλλογή κειμένων παλαιοχριστιανικών μυστικιστών. [32] Ένα άλλο κείμενο στη Φιλοκαλία, με τίτλο Οι Τρεις Μέθοδοι Προσευχής, αποδίδεται επίσης στον Συμεών—περιγράφει μία μέθοδο άσκησης της Προσευχής του Ιησού, που περιλαμβάνει οδηγίες για τη σωστή στάση και την αναπνοή κατά την απαγγελία της προσευχής. [12] Είναι εξαιρετικά απίθανο να έγραψε αυτό το κείμενο: μερικοί μελετητές το αποδίδουν στον Νικηφόρο τον Μοναχό, ενώ άλλοι πιστεύουν, ότι γράφτηκε από μαθητές του Συμεών. [33]

Ομιλίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Ομιλίες είναι το κεντρικό έργο της ζωής του Συμεών και γράφτηκαν την εποχή, που ήταν ηγούμενος στον Άγιο Μάμμα (980–998). Αποτελούνται από τριάντα τέσσερις ομιλίες, μαζί με δύο κομμάτια για την ευχαριστία, που δόθηκαν ως ομιλίες στους μοναχούς του και σε άλλους που ενδιαφέρονται για την πνευματική ζωή -συχνά στον Άγιο Μάμμα κατά τη διάρκεια των ακολουθιών του Όρθρου- και στη συνέχεια συγκεντρώθηκαν και πιθανότατα επιμελήθηκαν από τον ίδιο τον Συμεών. Διαβάζοντο πολύ στην Κωνσταντινούπολη και πριν την εξορία του Συμεών. Το ύφος τους διατηρεί την προσωπικότητα του Συμεών, όπως εκφράζεται στις ζωντανές συνομιλίες του: απλότητα, ειλικρίνεια, ταπεινότητα, ομιλία από καρδιάς και «γεμάτη φωτιά και πειθώ». Δεν υπάρχει προφανής σειρά ή διάταξη στις Ομιλίες: τα θέματα είναι προφανώς μία συλλογή ομιλιών, που δίδονται κατά τη διάρκεια διαφορετικών λειτουργικών εποχών ή σε ημέρες εορτής των αγίων. [34]

Υπάρχουν δύο κύρια θέματα που διατρέχουν τις διαφορετικές συζητήσεις. Το ένα είναι το παραδοσιακό θέμα των πρώτων ησυχαστών και μυστικιστών θεολόγων της Χριστιανικής Ανατολής, ειδικά οι πρακτικές της πίστης (πράξις) και του ασκητισμού (άσκησις), που συχνά δίδασκαν ως τον τρόπο για να φθάσουμε στην άμεση εμπειρία του Θεού (θεωρία). [34] Συγκεκριμένες πρακτικές που συζητήθηκαν από τον Συμεών περιλαμβάνουν: μετάνοια, απόσπαση, απάρνηση, έλεος, λύπη για αμαρτίες, πίστη και περισυλλογή. [35]

Η άλλη κύρια έμφαση του Συμεών είναι η δύναμη του Αγίου Πνεύματος να μεταμορφώνεται και η βαθιά μυστικιστική ένωση με τον Θεό, που είναι το τελικό αποτέλεσμα μίας αγίας ζωής. Ο Συμεών αναφέρθηκε σε αυτό ως το βάπτισμα του Αγίου Πνεύματος, σε σύγκριση με το πιο τελετουργικό βάπτισμα του νερού. Ο Συμεών πίστευε, ότι ο Χριστιανισμός είχε καταλήξει σε τύπους και εκκλησιαστικά τελετουργικά, τα οποία για πολλούς ανθρώπους αντικατέστησαν την προηγούμενη έμφαση στην πραγματική και άμεση εμπειρία του Θεού. [35] Οι Ομιλίες εκφράζουν την ισχυρή πεποίθηση του Συμεών, ότι η ζωή ενός χριστιανού πρέπει να είναι πολύ περισσότερο από απλή τήρηση κανόνων και πρέπει να περιλαμβάνει προσωπική εμπειρία της παρουσίας τού ζωντανού Χριστού. Ο Συμεών περιγράφει τη δική του μεταστροφή και τη μυστική εμπειρία τού θείου φωτός. [36]

Ύμνοι Θείας Αγάπης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στους Ύμνους της Θείας Αγάπης (ονομάζονται επίσης Ύμνοι του Θείου Έρωτος) οι περισσότεροι από τους οποίους ολοκληρώθηκαν κατά τη διάρκεια της εξορίας του, [37] ο Συμεών περιγράφει το όραμά του για τον Θεό ως άκτιστο θεϊκό φως. [38] Αυτή η εμπειρία της θείας φωτεινότητας συνδέεται από τον Συμεών με την Αγία Τριάδα, με τον Θεό και μερικές φορές με τον Χριστό. [39] Οι Ύμνοι μοιάζουν ως προς το θέμα με τους Λόγους, αλλά είναι γραμμένοι με ποιητικό μέτρο και ομοιοκαταληξία. Άρχισε να τους γράφει ταυτόχρονα με τους Λόγους, αλλά ολοκλήρωσε την επιμέλειά τους μόνο τα τελευταία δεκατρία χρόνια της ζωής του στο μοναστήρι της Αγίας Μακρίνας. [40] Υπάρχουν 58 ύμνοι, που έχουν συνολικά περίπου 11.000 στίχους. [12]

Οι Ύμνοι καλύπτουν διάφορα θέματα, παρόμοια με τις Ομιλίες: μετάνοια, μνήμη θανάτου, άσκηση της αρετής, φιλανθρωπία, απόσπαση, και άλλα. [40] Ιδιαίτερα αξιοσημείωτοι είναι οι Ύμνοι, που αφηγούνται τις μυστικιστικές εμπειρίες τού Συμεών και την αγάπη του για τον Χριστό, οι οποίοι έχουν χαρακτηριστεί ως «εκστατική γραφή και ...μυστικό περιεχόμενο, που γίνεται πολύ προσωπικό, τόσο στον Συμεών, όσο και στον αναγνώστη». [41]

Ένα απόσπασμα από τον Ύμνο 25 περιλαμβάνει την ακόλουθη περιγραφή της μυστικιστικής ένωσης του Συμεών με τον Θεό ως φως:

—Μα, ω, τι μέθη φωτός, ω, τι κινήσεις φωτιάς!
Ω, τι στροβιλίζεται η φλόγα μέσα μου, άθλιος που είμαι,
προερχόμενος από Σένα και τη δόξα Σου!
Τη δόξα την ξέρω και λέω ότι είναι το Άγιο Πνεύμα σου,
που έχει την ίδια φύση με Σένα και την ίδια τιμή, ω λέξη.
Είναι της ίδιας καταγωγής, της ίδιας δόξας,
της ίδιας ουσίας, Εσύ μόνος με τον Πατέρα σου,
και μαζί σου, Χριστέ, Θεέ του σύμπαντος!
Πέφτω με λατρεία μπροστά σου.
Σε ευχαριστώ που με έκανες άξιο να μάθω, όσο λίγο κι αν είναι,
τη δύναμη της θεότητάς Σου. [41]

Θεολογικές και ηθικές πραγματείες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι θεολογικές και ηθικές πραγματείες του Συμεών ήταν πρωτότυπα γραπτά έργα, σε σύγκριση με πολλά από τα άλλα γραπτά του που προέρχονται από τις ομιλίες του. Καλύπτουν τις θέσεις του σε διάφορα αμφιλεγόμενα ζητήματα της θεολογίας. Πολλά από αυτά απευθύνονταν στον Στέφανο, τον κύριο ανταγωνιστή του στην Εκκλησία, μαζί με άλλους εκκλησιαστικούς αξιωματούχους τους οποίους ο Συμεών θεωρούσε, ότι προσέγγιζαν υπερβολικά θεωρητικά τον Χριστιανισμό. Σε αυτά τα κομμάτια ο Συμεών υπερασπίστηκε τις παραδόσεις των πρωτοβυζαντινών μυστικιστών θεολόγων από τις διδασκαλίες των εκκλησιαστικών αξιωματούχων της εποχής του. Κεντρικό στοιχείο αυτής της υπεράσπισης ήταν η άποψη τού Συμεών, ότι η αποκάλυψη της γραφής μπορούσε να γίνει κατανοητή μόνο μέσω της εμπειρίας της θείας χάριτος, που δόθηκε στους καθαρούς της καρδιάς κατά τη διάρκεια της ενατένισης. [14]

Οι πραγματείες καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, συμπεριλαμβανομένης της υπεράσπισης του Συμεών κατά του Στέφανου σχετικά με τις δικές του απόψεις για την ενότητα της Αγίας Τριάδας. Παρουσιάζει επίσης το δόγμα του για τον μυστικισμό, την αναγκαιότητα της πίστης, τη δυνατότητα άμεσης εμπειρίας του Θεού, το βάπτισμα του Αγίου Πνεύματος και άλλα. Οι τέσσερις τελευταίες πραγματείες γράφτηκαν κατά την εξορία του και συζητούν τη ζωή μίας αγίας ζωής ενώ είμαστε στη γη, τη σωτηρία μέσω της πίστης και των καλών έργων και την ανάγκη για απομόνωση, αν κάποιος θέλει να γίνει κανάλι της θείας χάριτος στους άλλους. [42]

Διδασκαλίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι εκκλησιαστικές αρχές αμφισβητούσαν τακτικά τον Συμεών, παρόλο που οι διδασκαλίες του είχαν τις ρίζες τους στα Ευαγγέλια. Ήταν επίσης πιστός στους πρώτους Έλληνες Πατέρες και στις δύο κύριες παραδόσεις της βυζαντινής πνευματικότητας: την Αλεξανδρινή Σχολή, η οποία υιοθέτησε μία πιο διανοητική προσέγγιση, και τη «σχολή της καρδιάς», που εκπροσωπήθηκε από τον Μάρκο τον Ερημίτη, τον Ψευδο-Μακάριο, τον Ιωάννη της Κλίμακας. και άλλους πρώτους ασκητές μοναχούς. Συνδύασε αυτές τις διαφορετικές παραδόσεις με τη δική του εσωτερική εμπειρία, σε μία σύνθεση που ήταν νέα στον βυζαντινό μυστικισμό. [43]

Ο Συμεών συχνά δίδασκε, ότι όλοι οι οπαδοί του Χριστού μπορούσαν να έχουν την άμεση εμπειρία του Θεού, ή τη θεωρία, όπως ακριβώς βίωσαν και δίδαξαν οι πρώτοι πατέρες της Εκκλησίας. Σε αυτό το πλαίσιο περιέγραφε συχνά τις δικές του εμπειρίες του Θεού ως θεϊκό φως. Κήρυττε στους μοναχούς του, ότι ο δρόμος προς τη χάρη του Θεού ήταν μέσα από μία ζωή απλότητας, ασκητικότητας, αγιότητας και περισυλλογής, που ήταν επίσης το δόγμα των ασκητών και των μοναχών γνωστών ως πατέρες της ερήμου. Επιπλέον, ο Συμεών έδωσε μεγάλη έμφαση, στο να τεθεί κανείς υπό την πλήρη καθοδήγηση ενός πνευματικού πατέρα. [11]

Άμεση εμπειρία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα κεντρικό θέμα σε όλες τις διδασκαλίες και τα γραπτά του Συμεών είναι, ότι όλοι οι Χριστιανοί πρέπει να φιλοδοξούν να έχουν πραγματική άμεση εμπειρία του Θεού σε βαθιά ενατένιση ή θεωρία. Όσον αφορά τις δικές του μυστικιστικές εμπειρίες, τις παρουσίασε όχι ως μοναδικές για τον εαυτό του, αλλά ως κανόνα για όλους τους χριστιανούς. Δίδαξε, ότι η εμπειρία ήρθε μετά τον εξαγνισμό μέσω της προσευχής, της μετάνοιας και του ασκητισμού. Κάλεσε ιδιαίτερα τους μοναχούς του να αναλάβουν τον παραδοσιακό χαρισματικό και προφητικό ρόλο στην Εκκλησία. [31]

Σε μία από τις ομιλίες του υπερασπίστηκε τη συχνή ανταλλαγή απόψεων των εσωτερικών του εμπειριών, γράφοντας ότι δεν ήταν αλαζονικό, αλλά έγινε, για να ενθαρρύνει τους άλλους στην εσωτερική τους ζωή:

Τα έχουμε γράψει, διότι προσέχουμε τα χαρίσματα του Θεού, τα οποία έχει χαρίσει στον ανάξιο εαυτό μας από την αρχή της ζωής μέχρι την παρούσα στιγμή ... και σε ένδειξη ευγνωμοσύνης δείχνουμε σε όλους σας το ταλέντο, που μας εμπιστεύτηκε. Πώς μπορούμε να σιωπούμε μπροστά σε τόση αφθονία ευλογιών, ή από αχαριστία να θάβουμε το τάλαντο, που μας έχει δοθεί (Ματθ. 25:18), σαν αχάριστοι και κακοί υπηρέτες; . . . Με την προφορική μας διδασκαλία σας ενθαρρύνουμε επίσης να αγωνιστείτε, για να έχετε μέρος στα χαρίσματά Του και να τα απολαμβάνετε, στα χαρίσματα των οποίων εμείς, αν και ανάξιοι, έχουμε συμμετάσχει μέσω της ανείπωτης καλοσύνης Του. ( Ομιλία XXXIV ) [31]

Θεϊκό φως[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Συμεών περιγράφει επανειλημμένα την εμπειρία του θείου φωτός στα γραπτά του, τόσο ως εσωτερική, όσο και ως εξωτερική μυστικιστική εμπειρία. Αυτές οι εμπειρίες ξεκίνησαν στη νεότητά του και συνεχίστηκαν σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Έρχονταν σε αυτόν κατά τη διάρκεια της εσωτερικής προσευχής και της ενατένισης και συνδέοντο με ένα αίσθημα απερίγραπτης χαράς, καθώς και με τη διανοητική κατανόηση, ότι το φως ήταν ένα όραμα τού Θεού. Στα γραπτά του δείχνει να μιλά απευθείας στον Θεό για την εμπειρία του ποικιλοτρόπως: ως «το αγνό φως του προσώπου Σου» και «επέτρεψες να μου αποκαλύψεις το πρόσωπό Σου σαν άμορφο ήλιο». Περιέγραφε επίσης το φως ως τη χάρη του Θεού και δίδασκε, ότι στην εμπειρία του συνδέθηκε με έναν νου, που ήταν εντελώς ακίνητος και είχε ξεπεράσει τον εαυτό του. Μερικές φορές περιέγραφε το φως να του μιλούσε με καλοσύνη και να του εξηγούσε ποιος ήταν. [44]

Στην Ομιλία XXVIII ο Συμεών έγραψε για το φως και τη δύναμή του να μεταμορφώνει:

Μας λάμπει χωρίς δύση, χωρίς αλλαγή, χωρίς αλλοίωση, χωρίς μορφή. Μιλάει, εργάζεται, ζει, δίνει ζωή και αλλάζει σε φως, αυτούς που φωτίζει. Δίνουμε μαρτυρία, ότι «ο Θεός είναι φως» και εκείνοι στους οποίους έχει δοθεί η δυνατότητα να Τον δουν, όλοι, Τον έχουν δει ως φως. Όσοι Τον έχουν δει, τον έχουν λάβει ως φως, διότι το φως της δόξας Του πηγαίνει μπροστά Του και είναι αδύνατο να εμφανιστεί χωρίς φως. Όσοι δεν έχουν δει το φως Του, δεν τον έχουν δει, διότι είναι το φως και όσοι δεν έχουν λάβει το φως, δεν έχουν λάβει ακόμη τη χάρη. Όσοι έλαβαν τη χάρη, έλαβαν το φως του Θεού και έλαβαν τον Θεό, όπως είπε ο ίδιος ο Χριστός, που είναι το Φως, «θα ζήσω μέσα τους και θα κινούμαι ανάμεσά τους». (2 Κορ. 6:16) [45]

Καθοδήγηση πνευματικού πατέρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Συμεών δίδαξε, ότι το να τεθεί κανείς υπό την καθοδήγηση ενός πνευματικού πατέρα ήταν απαραίτητο για εκείνους, που ήταν σοβαροί να ζήσουν την πνευματική ζωή. Αυτή η σχέση ήταν μία ιστορική παράδοση ιδιαίτερα εμφανής μεταξύ των πατέρων της ερήμου, οι οποίοι καθόρισαν τα προσόντα, για να ενεργήσει κάποιος ως πνευματικός πατέρας: προσωπική εμπειρία, μία εσωτερική ζωή, αγνότητα της καρδιάς, το όραμα τού Θεού, διορατικότητα, έμπνευση, διάκριση. Η επίσημη χειροτονία ως ιερέας δεν ήταν απαίτηση: ο πνευματικός πατέρας τού ίδιου τού Συμεών ήταν ένας απλός μοναχός, όχι χειροτονημένος ιερέας, που είχε πολλά πνευματικά παιδιά. [46] Ο Συμεών δίδαξε επίσης, ότι τέτοιοι δάσκαλοι είχαν την εξουσία από την αγιότητά τους να κηρύττουν και να απαλλάσσουν τους άλλους από τις αμαρτίες τους, μία άποψη που τον έφερε σε διαφωνία με τους εκκλησιαστικούς ηγέτες της εποχής του. [17]

Ακούστε μόνο τις συμβουλές του πνευματικού σας πατέρα,
απαντήστε του με ταπείνωση
και, ως προς τον Θεό, πες του τις σκέψεις σου,
ακόμα και σε έναν απλό διαλογισμό, χωρίς να κρύβεις τίποτα,
να μην κάνεις τίποτα χωρίς τη συμβουλή του. [11]

Απαλλαγή αμαρτιών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι διδασκαλίες του Συμεών για το άκουσμα της εξομολόγησης και της άφεσης αμαρτιών τον έφεραν σε τακτική σύγκρουση με τις εκκλησιαστικές αρχές, ιδιαίτερα με τον αρχιεπίσκοπο Στέφανο. Σύμφωνα με τον Συμεών, μόνο αυτός που είχε τη χάρη και την άμεση εμπειρία τού Θεού, είχε την εξουσία από τον Θεό να κηρύξει και να απαλλάξει τις αμαρτίες των άλλων. Ο Στέφανος είχε την άποψη, ότι μόνο οι χειροτονημένοι ιερείς είχαν αυτήν την εξουσία. Τις απόψεις τού Συμεών αποδείκνυε ο ίδιος ο πνευματικός του πατέρας, ο Συμεών ο Στουδίτης, ο οποίος ήταν ένας απλός μοναχός, αχειροτόνητος ιερέας, και όμως κήρυττε και έδινε άφεση. [17] Σε έναν από τους Ηθικούς Λόγους του ο Συμεών προχώρησε παραπέρα και έγραψε, ότι δεν πρέπει να δίνεις άφεση, χωρίς να έχεις λάβει πρώτα την εμπειρία της χάρης του Θεού:

Πρόσεχε, σε ικετεύω, να μην αναλαμβάνεις ποτέ τα χρέη των άλλων, όταν είσαι ο ίδιος οφειλέτης. Μην τολμήσεις να δώσεις άφεση, χωρίς να έχεις λάβει στην καρδιά σου Αυτόν, που αφαιρεί την αμαρτία του κόσμου». ( Αιθ. 6' ) [47].

Έργα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αγγλικές μεταφράσεις

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Identifiants et Référentiels». (Γαλλικά) IdRef. Agence bibliographique de l'enseignement supérieur. Ανακτήθηκε στις 5  Μαρτίου 2020.
  2. Τσεχική Εθνική Βάση Δεδομένων Καθιερωμένων Όρων. jo2003163254. Ανακτήθηκε στις 1  Μαρτίου 2022.
  3. 3,0 3,1 Τσεχική Εθνική Βάση Δεδομένων Καθιερωμένων Όρων. jo2003163254. Ανακτήθηκε στις 15  Δεκεμβρίου 2022.
  4. Turner 1990, p. 17.
  5. deCatanzaro 1980, pp. 5–6. In the words of Nicetas, his uncle saw that Symeon was "distinguished by a beauty and elegance not common."
  6. 6,0 6,1 deCatanzaro 1980, p. 6.
  7. deCatanzaro 1980, p. 7.
  8. Whitacre 2007, p. 187.
  9. deCatanzaro 1980, pp. 7–8.
  10. deCatanzaro 1980, p. 8. Nicetas described the Saint Mamas monastery when Symeon arrived as a refuge for worldly monks, and metaphorically as a cemetery for a great number of dead.
  11. 11,0 11,1 11,2 deCatanzaro 1980, pp. 8–9.
  12. 12,0 12,1 12,2 12,3 12,4 McGuckin 2005
  13. Krivocheine 1986, pp. 40–41. Nicetas described the monks as jumping on Symeon like "enraged animals", and added that Symeon's grace "kept them at a distance and drove them away." As both disciple and biographer, Nicetas was likely guilty of some embellishment.
  14. 14,0 14,1 deCatanzaro 1980, p. 19.
  15. Krivocheine 1986, pp. 44.
  16. Krivocheine 1986, pp. 44–45. Nicetas described Stephen in glowing words that held more than a hint of sarcasm: "In speech and knowledge he was superior to the masses... He possessed an abundance of words, a ready tongue. Having resigned the bishop's seat for obscure reasons known only to God, he remained close to the Patriarch and enjoyed a great reputation with everyone for his learning."
  17. 17,0 17,1 17,2 deCatanzaro 1980, pp. 9–10.
  18. 18,0 18,1 Whitacre 2007, p. 188.
  19. Alfeyev 2000, pp. 39–41.
  20. 20,0 20,1 Krivocheine 1986, p. 49.
  21. Turner 1990, p. 33. According to Nicetas, Stephen was motivated by jealousy over Symeon's reputation for sanctity and wisdom.
  22. Krivocheine 1986, p. 52. Nicetas, who must have seen the event, but was also not impartial, described the scene thus: "murderous hands cut some of the icons of the holy man into pieces with an axe, hitting the image on the breast or on the head with unbridled fury."
  23. deCatanzaro 1980, p. 11.
  24. Krivocheine 1986, p. 53. Saint Macrina is also spelled as "Saint Marines".
  25. 25,0 25,1 Turner 1990, pp. 34–35.
  26. Krivocheine 1986, p. 59. Nicetas wrote that "Almost all of the clergy of the Great Church of God (the Hagia Sophia in Constantinople), together with a large number of monks and laymen" took part in the annual celebrations honoring Symeon the Studite.
  27. Krivocheine 1986, p. 60.
  28. Palmer 1999, pp. 12–13.
  29. Turner 1990, pp. 247–248.
  30. deCatanzaro 1980, p. 13. deCatanzaro writes that Symeon is so open in his writings, compared to his predecessors, that "his writings become a mirror of the man in a greater sense than do most spiritual writings."
  31. 31,0 31,1 31,2 deCatanzaro 1980, p. 2.
  32. Palmer 1999, pp. 13–14.
  33. Palmer 1999, pp. 64–65.
  34. 34,0 34,1 deCatanzaro 1980, p. 15.
  35. 35,0 35,1 deCatanzaro 1980, p. 16.
  36. deCatanzaro 1980, p. xvii. Even though his call to do more than just what was proscribed by the rules was minor in comparison to some of his other teachings, "his challenge to religious conventionality and formalism raised a storm of controversy."
  37. Turner 1990, p. 35.
  38. Alfeyev 2000, p. 51.
  39. Alfeyev 2000, p. 234.
  40. 40,0 40,1 deCatanzaro 1980, p. 23.
  41. 41,0 41,1 deCatanzaro 1980, p. 24.
  42. deCatanzaro 1980, p. 20.
  43. deCatanzaro 1980, p. 4. According to deCatanzaro, Symeon's faithfulness to the great mystical theologians who preceded him is the reason he was called the "New" theologian.
  44. Krivocheine 1986, pp. 215–229.
  45. deCatanzaro 1980, pp. 27–28.
  46. Turner 1990, pp. 53–54. In the eremitical monastic tradition, spiritual fatherhood had become something of an institution by Symeon's time, a pattern that was already established by the time of the Desert Fathers.
  47. Krivocheine 1986, p. 127.

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]