Μουσειολογία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Με τον όρο μουσειολογία εννοείται «το γνωστικό αντικείμενο που μελετά την απαραίτητη μεθοδολογία για την επίλυση ολων των θεωρητικών και πρακτικών θεμάτων που συνδέονται με τις λειτουργίες των μουσείων»[1]. Σύμφωνα με τους Ambrose and Paine[2], «η μουσειολογία είναι η επιστήμη του μουσείου. Μελετά την ιστορία του, τον ρόλο του στην κοινωνία, τις τεχνικές συντήρησης των αντικειμένων, τα ειδικά συστήματα προώθησης της έρευνας, τη δημιουργία εκπαιδευτικών προγραμμάτων και την οργάνωση της λειτουργίας του. Επιπλέον, καθορίζει τη σχέση του μουσείου με το φυσικό περιβάλλον του και ταξινομεί τα μουσεία σε διάφορες κατηγορίες. Επομένως η μουσειολογία είναι η επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των σκοπών και της οργάνωσης των μουσείων».

Η εξέλιξη της μουσειολογίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συγκροτημένος και διεπιστημονικός κλάδος σήμερα η μουσειολογία δεν ήταν ανέκαθεν έτσι. Σε ό,τι αφορούσε τουλάχιστον στο θεωρητικό της υπόβαθρο, δεν ήταν σταθεροποιημένη ως επιστημονικό πεδίο. Τα πάντα ερευνώνταν, αναπροσαρμόζονταν, επαναπροσδιορίζονταν και εκσυγχρονίζονταν σε ό,τι αφορούσε στο καθεστώς, τη λειτουργία, την προβολή και τη διαχείριση των πολιτισμικών μονάδων εν γένει, των μουσείων ειδικότερα.

Η μουσειολογική θεωρία αποτελείτο επίσης από ευρήματα αταξινόμητα. Τούτο είναι φυσικό, καθώς υπήρχαν και υπάρχουν πολλοί τύποι μουσείων, όπως και θεματικές ενότητες που καλύπτουν τα μουσεία, και ακόμη περισσότερα ιδιαίτερα μουσειολογικά θέματα σε δημοσιεύσεις πολλών επιστημών που συσχετίζονταν με τα μουσεία κατ' ανάγκην. Η έρευνα έγινε έτσι ένας δύσκολος στόχος, που απαιτούσε ισχυρή βιβλιογραφική αναφορά και ικανές δεξιότητες για την ταξινόμηση του υλικού. Αυτή η εξάρτηση από το υπάρχον υλικό οδήγησε τον G. Stansfield να γράψει το Πηγές Μουσειολογικής Βιβλιογραφίας[3] και τον P. Woodhead να εκδώσει το Μουσειολογικές Σπουδές. Ένας οδηγός για βιλιογραφικές πηγές στο πανεπιστήμιο του Leicester[4]. Όπως αναφέρει ο συγγραφέας, «ο εντοπισμός των άρθρων σε ιδιαίτερα θέματα της μουσειολογίας μπορεί να είναι μια κουραστική και χρονοβόρα διαδικασία...»[5].

Σημαντικό πρακτικό πρόβλημα για την εξέλιξη των μουσειακών σπουδών υπήρξε και η επιμόρφωση των προσωπικών των μουσείων. Στη μελέτη της D. Mariner για τους εργαζόμενους στα μουσεία πίσω στο 1974 είχαν εντοπιστεί αρκετοί κρίσιμοι παράγοντες, στους οποίους συμφωνούσαν οι κοινωνιολόγοι για την αξιολόγηση της επαγγελματικής αξιοπιστίας ενός επαγγέλματος[6]. Ως βασικότερους από αυτούς τους παράγοντες είχε εντοπιστεί «η γνώση της πολιτισμικής παράδοσης σε μουσειολογική βάση, που είναι η βάση της γνώσης και της πείρας του επαγγέλματος». Παρά την καθιέρωση ενώσεων μουσείων και διαφόρων επιμορφωτικών προγραμμάτων, οι συζητήσεις για την επαγγελματική εκπαίδευση των εργαζομένων στα μουσεία επέστρεφαν διαρκώς στο θέμα της βιωσιμότητας της μουσειολογίας ως επιστήμης ή στις μουσειολογικές σπουδές, χωρίς να ενισχύουν την επαγγελματική κατάρτιση των εργαζομένων στα μουσεία. Σύμφωνα με τον J. Neustupny ήταν κοινή εμπειρία εκείνων που συνδέονταν με την οργάνωση της εργασίας στα μουσεία ότι το προσωπικό αρνείτοι στην πράξη τη χρησιμότητα της μουσειολογίας. Η προσωπική εμπειρία που συμπλήρωνε μερικές φορές την εμπειρία προκατόχων, αναγόταν στο ρόλο θεωρητικού μοντέλου»[7].

Οπωσδήποτε, η γνώση της πολιτισμικής παράδοσης του έργου των μουσείων γενικότερα ήταν και είναι εκ των ουκ άνευ για κάθε γενεά εργαζομένων και απασχολούμενων στα μουσεία. Η ξεκάθαρη αντίληψη της πολιτισμικής παράδοσης οδήγησε ουσιαστικά σε ένα «σώμα γνώσης», κοινά αποδεκτό, για το σκοπό, τη λειτουργία και τους μηχανισμούς ανάπτυξης των μουσείων. Όπως είχε προτείνει ο A.J. Duggan το 1969, «η μουσειολογία στερείτο πιθανώς ενός επαγγελματικού τελετουργικού, ενός καθορισμένου κανόνα γνώσης και δεξιοτήτων»[8], τον οποίο προσπάθησε να εισάγει η 'νέα μουσειολογία', οριοθετώντας την επιστήμη σε ένα νέο εννοιολογικό πλαίσιο.

Η νέα μουσειολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η νέα μουσειολογία βασίζεται στην ιδέα ότι το μουσείο έχει έναν εκπαιδευτικό ρόλο να παίξει στην κοινωνική ανάπτυξη[9]. Στο επίκεντρο αυτής της άποψης για το μουσείο δε βρίσκονται τα αντικείμενα, αλλά οι άνθρωποι[10]. Παρόλο που η άποψη ακούγεται καινοτόμος, στην πραγματικότητα προέρχεται από την αντίληψη που είχαν οι εργαζόμενοι του 19ου αιώνα στα μουσεία για τον χώρο τους ως εκπαιδευτικό οργανισμό στην υπηρεσία της κοινωνίας.

Φαίνεται πως η μεταστροφή από την αρχική εκείνη αντίληψη ήταν τέτοια, ώστε το 1971, στο 9ο γενικό συνέδριο της ICOM ο Στανιζλάς Αντοβέτι, συγγραφέας και φιλόσοφος υπέδειξε πως το μουσείο είτε θα άλλαζε ριζικά ή ή θα έχανε το δικαίωμά του να υπάρχει και αργά ή γρήγορα θα εξαφανιζόταν[11]. Από τότε έγιναν αναρίθμητα συνέδρια, ακαδημαϊκές διαλέξεις, κριτικές για τον χαρακτήρα των μουσείων, χωρίς ωστόσο να επέλθει η αναμενόμενη κρίση. Τα μουσεία άλλαξαν, κυρίως γιατί υπό την πίεση των γεγονότων οι εργαζόμενοι συνειδητοποίησαν ότι έπρεπε να προχωρήσουν σε αλλαγές.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '80 ιδρύθηκε ένας σύνδεσμος εργατών μουσείων, το Διεθνές Κίνημα για την Νέα Μουσειολογία (MINOM). Στο σύνδεσμο ανήκαν μουσειολόγοι που ενώθηκαν για να διερευνήσουν ιδέες για το 'νέο' μουσείο. Σύμφωνα με την άποψή τους το μουσείο είναι ένας δημοκρατικός εκπαιδευτικός θεσμός στην υπηρεσία της κοινωνικής ανάπτυξης, ιδιαίτερα σε τοπικό επίπεδο. Ο Γκάι Μπάρον στην ίδια περίοδο καθορίζει την έννοια της νέας μουσειολογίας ως εξής: «αυτή η ενεργητική ή κοινοτική στη φύση της μουσειολογίας προκαλεί το μουσείο ως θεσμό, την παντοδυναμία και παντογνωσία των διευθυντών, την κυριαρχία των καλών τεχνών επί πάσης άλλης επιστήμης, την αισθητική απόλαυση ως ουσιώδες κριτήριο της αξίας του αντικειμένου, την απόλυτη προτεραιότητα των αντικειμένων έναντι της ζωής και της εγγενούς φύσης της ιστορίας τους και τις αξίες μιας ελίτ που στρέφει προς όφελός της τις πηγές πληροφοριών του πλανήτη, τη δημιουργικότητα των κατοίκων του και επικρίνει τους συνανθρώπους της»[12].

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Γκάζη Α.-Νούσια Τ., 2003, 21
  2. Ambrose and Paine, 1993, 8
  3. Stansfield G., 1976, Sources of Museological Literature, London.
  4. Woodhead P., 1978, Museum Studies. A Guide to Library Resources in Leicester University, Leicester. Παρόμοιος οδηγός υπάρχει στο πανεπιστήμιο του Τορόντο, προορισμένος όμως μόνον για μεταπτυχιακά προγράμματα μουσειολογικών σπουδών.
  5. Stansfield G, 1976, ό.π., 1.
  6. Mariner D, «Professionalizing the Museum Worker», Museum News 52 (April 1974): 14
  7. Neustupny, J., 1980, «Museology as an Academic Discipline», στο MuWop, I, 28.
  8. Duggan A.J., 1969, «Training professional museum curators», Museums Journal, 69 (June), 134
  9. de Varine, 1985, 4. «το μουσείο για εμάς είναι ή θα έπρεπε να είναι ένα από τα τελειότερα εργαλεία που διαθέτει η κοινωνία για να προετοιμάσει και να συνοδεύσει τον μετασχηματισμό της»
  10. de Varine 1976b, 127.
  11. Adovéti, 1972.
  12. Baron, 1987, 1.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Adoveti, Stanislas S. «Le musée dans les systèmes éducatifs et culturels contemporains» στο ICOM (ed.), Le musée au service des hommes aujourd'hui et demain. Actes de la 9ième Conférence Générale de l'ICOM, Paris, 1972, 19-30.
  • Ambrose and Paine, 1993, Museum Basics, Routledge, London.
  • Baron, Guy. Nouvelle Muséologie et écomuséologie en milieu amérindien, Courcelles, 1987 (αδημοσίευτο χειρόγραφο). Αναφέρεται στο Andrea Hauenschild, Claims and Reality of New Museology: Case Studies in Canada, the United States and Mexico.
  • Γκαζή Α.-Νούσια Τ., 2003, Αρχαιολογία στον ελληνικό χώρο: Μουσειολογία, ΕΑΠ, Πάτρα.
  • Duggan A. J., 1969, «Training professional museum curators», Museums Journal, 69 (June).
  • Varine, Hugues de, «Le musée moderne: conditions et problèmes d'une rénovation» στο Museum, vol.28/1976b(3), 126-139.

Περαιτέρω ανάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Νίκη Νικονάνου (επιμ.), Μουσειακή μάθηση και εμπειρία στον 21ο αιώνα, Αθήνα: ΣΕΑΒ, 2015.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]