Γνωσιακή αρχαιολογία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η γνωστική αρχαιολογία είναι μια θεωρητική προοπτική στην αρχαιολογία που εστιάζει στον αρχαίο νου. Χωρίζεται σε δύο κύριες ομάδες: την εξελικτική γνωσιακή αρχαιολογία (ΕΓΑ), που επιδιώκει να κατανοήσει την ανθρώπινη γνωστική εξέλιξη από το υλικό αρχείο και την ιδεολογική γνωστική αρχαιολογία (ΙΓΑ), η οποία εστιάζει στις συμβολικές δομές που διακρίνονται ή συνάγονται από αρχαίο υλικό πολιτισμό .

Εξελικτική Γνωσιακή Αρχαιολογία (ΕΓΑ)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ΕΓΑ συνάγει την αλλαγή στην προγονική ανθρώπινη γνώση από τα αρχαιολογικά αρχεία, βασιζόμενη συχνά σε θεωρίες, μεθόδους και δεδομένα άλλων κλάδων: γνωστική επιστήμη, συγκριτική γνώση, παλαιονευρολογία, πειραματική αναπαραγωγή και πρακτική συμμετοχή στην κατασκευή και χρήση παραδοσιακών τεχνολογιών[1]. Για παράδειγμα, η ιστορία 3,3 εκατομμυρίων ετών[2] της χρήσης λίθινων εργαλείων σε γενικές γραμμές πληροφορεί για τις αλλαγές που συνέβησαν ή τις γνωστικές ικανότητες όπως η νοημοσύνη, ο χωρικός συλλογισμός[3][4], η λειτουργική μνήμη και η εκτελεστική λειτουργία[5][6], έτσι όπως ορίζονται και κατανοούνται μέσω της γνωστικής ψυχολογίας και του τρόπου που λειτουργούν ως υλική έκφραση ,ώστε να επιτρέπεται η ανίχνευσή τους στο αρχαιολογικό αρχείο[1]. Άλλες έρευνες της ΕΓΑ επικεντρώνονται στην ανάπτυξη ειδικών ικανοτήτων, συμπεριλαμβανομένης της θεωρίας του νου[7], της οπτικής αντίληψης και των οπτικοχωρικών ικανοτήτων[8][9], της τεχνολογικής λογικής[10][11], της γλώσσας [12], της ικανότητας εφαρμογής απλών αριθμητικών εννοιών[13] [14] και του γραμματισμού [15][16] [17].

Στην ΕΓΑ, υπάρχουν δύο κύριες σχολές σκέψης. Η βορειοαμερικανική σχολή, που ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του 1970 με το πρωτοποριακό έργο του αρχαιολόγου Τόμας Τζ. Γουίν (Thomas G. Wynn)[3][4]και της βιοανθρωπολόγου Sue Taylor Parker σε συνεργασία με την εξελικτική νευροβιολόγο Καθλίν Γκίμπσον (Kathleen Gibson)[18]. Επικεντρώνεται στην κατανόηση της ανθρώπινης γνωστικής εξέλιξης, είτε με την καταγραφή τεχνέργων όπως είναι τα λίθινα εργαλεία, ή συγκρίσεις χρήσης αρχαίων και συγχρόνων εργαλείων, είτε και από τα δύο. Συχνά περιλαμβάνει περιγραφική ανάλυση προτύπων: ανάλυση της αλλαγής ως προς τη μορφή, όπως τα λίθινα εργαλεία κατά τη διάρκεια εκατομμυρίων ετών και ερμηνεία αυτής της αλλαγής ως προς τη γνωστική της σημασία, χρησιμοποιώντας θεωρίες, κατασκευές και παραδείγματα από τη γνωστική ψυχολογία και τη νευροεπιστήμη[1].

Ανατολικά του Ατλαντικού, η βρετανική σχολή ΕΓΑ ξεκίνησε επίσης στα μέσα της δεκαετίας του 1970 με το έργο των αρχαιολόγων Κόλιν Ρένφριου[19][20] και John Gowlett [21][22] και του William McGrew[23][24]. Το έργο του Renfrew ειδικότερα, καθώς και του μαθητή του, Λάμπρου Μαλαφούρη, έχει υιοθετήσει μια φιλοσοφική προσέγγιση στη μελέτη του αρχαίου νου, αντλώντας έννοιες από τη φιλοσοφία του νου και την οικολογική ψυχολογία για να εξετάσει θεμελιωδέστερα το ρόλο των υλικών δομών στην ανθρώπινη γνώση[25] [26]. Οι Ρένφριου και Μαλαφούρης επινόησαν τον όρο νευροαρχαιολογία για να περιγράψουν την προσέγγισή τους[27] [28]. Η ΕΓΑ ασχολείται με το πώς σκέφτονται οι άνθρωποι μέσω των υλικών δομών, και με την ικανότητά τους να αξιοποιούν και να εκμεταλλεύονται τις υλικές δομές για γνωστικούς σκοπούς. Πιθανώς είναι αυτό που πραγματικά ξεχωρίζει την ανθρώπινη γνώση από αυτή όλων των άλλων ειδών[29]. Η κεραμεική είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της προσέγγισης. Ο Μαλαφούρης δεν βλέπει το αγγείο ως μια μορφή που δημιουργήθηκε από τον αγγειοπλάστη επιβάλλοντας μια εσωτερική νοητική έννοια στον εξωτερικό πηλό. Αντίθετα, ο εγκέφαλος και το σώμα του αγγειοπλάστη αλληλεπιδρούν με τα υλικά του, τον πηλό και τον τροχό. Η μορφή που παίρνει ο πηλός παράγεται τελικά από τη σύνθετη αλληλεπίδραση μεταξύ της αντίληψης του αγγειοπλάστη για την αίσθηση του πηλού, της πίεσης των δακτύλων του πάνω του και των αντιδράσεων της υφής, της περιεκτικότητας σε υγρασία, του χρώματος, της ισορροπίας και της μορφής[30].

Άλλοι πρώτοι πρωτοπόροι της ΕΓΑ είναι ο Γκλιν Άιζακ[31] [32], ο αρχαιολόγος Iain Davidson και ο ψυχολόγος William Noble[33] [34]. Σήμερα, η ΕΓΑ ενσωματώνει διεπιστημονικά δεδομένα από την ανθρώπινη ψυχολογία και νευροφυσιολογία, την κοινωνική ανθρωπολογία, τη φυσική ανθρωπολογία, τη συγκριτική γνώση και την τεχνητή νοημοσύνη.

Μεταξύ του 2018 και του 2020, οι γνωστικοί αρχαιολόγοι Τόμας Γουίν και Λάμπρος Μαλαφούρης ηγήθηκαν μιας συνεργασίας μεταξύ του Πανεπιστημίου του Κολοράντο και του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης για να εξετάσουν την αρχαιολογία της Κατώτερης Παλαιολιθικής υπό την οπτική γωνία του εκτεταμένου νου. Τα αποτελέσματα δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Adaptive Behavior το 2021. [35]

Ιδεολογική Γνωστική Αρχαιολογία (ΙΔΑ)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο αρχαιολόγος Τόμας Χάφμαν όρισε την ιδεολογική γνωστική αρχαιολογία ως μελέτη της προϊστορικής ιδεολογίας: των ιδανικών, των αξιών και των πεποιθήσεων που συνθέτουν την κοσμοθεωρία μιας κοινωνίας[36].

Οι μελετητές της ΙΓΑ συχνά μελετούν τον ρόλο που είχε η ιδεολογία και οι διαφορετικές οργανωσιακές προσεγγίσεις στους αρχαίους λαούς. Ο τρόπος με τον οποίο αυτές οι αφηρημένες ιδέες εκδηλώνονται μέσα από τα υπολείμματα που άφησαν πίσω τους οι αρχαίοι λαοί μπορεί να διερευνηθεί και να συζητηθεί, χρησιμοποιώντας προσεγγίσεις που αναπτύχθηκαν σε τομείς όπως η σημειωτική, η ψυχολογία και άλλες ευρύτερες επιστήμες.

Η ΙΓΑ χρησιμοποιεί τις αρχές της κοινωνικοπολιτισμικής ανθρωπολογίας για να διερευνήσει διαφορετικά πράγματα όπως τα υλικά σύμβολα, η χρήση του χώρου, η πολιτική εξουσία και η θρησκεία. Για παράδειγμα, ο Huffman χρησιμοποιεί πηγές προφορικής ιστορίας από τη Ζιμπάμπουε και πορτογαλικά έγγραφα για να προσπαθήσει να εξηγήσει τα σύμβολα που ανακαλύφθηκαν στα ερείπια της Μεγάλης Ζιμπάμπουε. Ο ιστορικός Ντέιβιντ Μπιτς έχει επισημάνει ότι τέτοια ΙΓΑ μπορεί να είναι προβληματική, όσον αφορά τα λογικά της άλματα και στην ατελή χρήση των αρχαιολογικών πηγών, εστιάζοντας στη φροντίδα που πρέπει να χρησιμοποιείται, όταν επιχειρείται να ερμηνευθεί η ανθρώπινη σκοπιμότητα στην προϊστορία με τη χρήση αρχαιολογικής μαρτυρίας[37].

Η ΙΓΑ λειτουργεί επίσης με κατασκευές, όπως ο γνωσιακός χάρτης. Οι άνθρωποι δεν συμπεριφέρονται μόνο υπό την επίδραση των αισθήσεών τους, αλλά και μέσω των προηγούμενων εμπειριών τους, όπως η ανατροφή τους. Τέτοιες οι εμπειρίες συμβάλλουν στη μοναδική οπτική του κόσμου για κάθε άτομο, ένα είδος γνωσιακού χάρτη που το καθοδηγεί. Ομάδες ανθρώπων που ζουν μαζί τείνουν να αναπτύσσουν μια κοινή άποψη για τον κόσμο και παρόμοιους γνωσιακούς χάρτες, που με τη σειρά τους επηρεάζουν τον υλικό πολιτισμό της ομάδας τους.

Ιστορία της Γνωσιακής Αρχαιολογίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η γνωσιακή αρχαιολογία ξεκίνησε τη δεκαετία του 1970 ως αντίδραση στην επιμονή της διαδικαστικής αρχαιολογίας να ερμηνεύει το παρελθόν αυστηρά σύμφωνα με την υλική μαρτυρία[1]. Αυτός ο άκαμπτος υλισμός έτεινε να περιορίσει την αρχαιολογία στην εύρεση και περιγραφή τεχνέργων, αποκλείοντας ευρύτερες ερμηνείες της πιθανής γνωσιακής και πολιτιστικής σημασίας τους ως κάτι πέρα από την εμβέλεια του συμπερασματικού συλλογισμού. [38] Όπως το έθεσε κάποτε ο κοινωνικός ανθρωπολόγος Έντμουντ Λιτς, «όλη η ευρηματικότητα στον κόσμο δεν θα αντικαταστήσει τα στοιχεία που χάθηκαν και χάθηκαν για πάντα» και «θα πρέπει να αναγνωρίσετε τις εικασίες σας για το ποιες είναι». [39] :768

Ωστόσο, η διαδικαστική αρχαιολογία άνοιξε επίσης τη δυνατότητα διερεύνησης του τρόπου ζωής όσων δημιούργησαν και χρησιμοποίησαν τον υλικό πολιτισμό. Μια αρχική προσέγγιση προτάθηκε από τον Λούις Μπίνφορντ, ο οποίος εισηγήθηκε ότι οι αρχαίοι τρόποι ζωής μπορούσαν να γίνουν κατανοητοί, μελετώντας τους παραδοσιακούς τρόπους ζωής των σύγχρονων λαών[40] [41]. Παρόλο που η συγκεκριμένη θεώρηση υφίσταται θεμιτή κριτική, οι προσπάθειες του Μπίνφορντ ενέπνευσαν την περαιτέρω ανάπτυξη της ιδέας ότι οι υλικές μορφές θα μπορούσαν να πληροφορούν για τον τρόπο ζωής ως προϊόν ευφυούς συμπεριφοράς και θα μπορούσαν να παρέχουν μια εικόνα για το πώς και ίσως ακόμη και τι είχαν σκεφτεί οι κατασκευαστές τους[1]. Αρχαιολόγοι όπως ο Binford έχουν επίσης ασκήσει κριτική στη γνωσιακή αρχαιολογία, υπογραμμίζοντας ότι μόνο οι πράξεις των ανθρώπων και όχι οι σκέψεις τους διατηρούνται στα αρχαιολογικά αρχεία. Η ΕΓΑ απάντησε σε αυτή την κριτική τονίζοντας ότι επιδιώκει να κατανοήσει «πώς» σκέφτονταν οι αρχαίοι λαοί χρησιμοποιώντας υλικές δομές και όχι «τι» σκέφτονταν. [26]

Αρκετές πρώιμες μελέτες βοήθησαν στη διάδοση της ιδέας ότι ο αρχαίος νους μπορούσε να διερευνηθεί και να χαρακτηριστεί, όπως το Origins of the Modern Mind του Merlin Donald (1991)[42], το The Prehistory of Mind του Steven Mithen (1996)[43] και The Mind in the Cave (2002) του David Lewis-Williams[44].

Σημειώσεις παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 Overmann, Karenleigh A· Coolidge, Frederick L (2019). «Cognitive Archaeology at the Crossroads». Στο: Overmann. Squeezing Minds from Stones: Cognitive Archaeology and the Evolution of the Human Mind. New York: Oxford University Press. σελίδες 1–12. ISBN 9780190854614. 
  2. Harmand, Sonia; Lewis, Jason E; Feibel, Craig S; Lepre, Christopher J; Prat, Sandrine; Lenoble, Arnaud; Boës, Xavier; Quinn, Rhonda L και άλλοι. (2015). «3.3-Million-Year-Old Stone Tools from Lomekwi 3, West Turkana, Kenya». Nature 521 (7552): 310–315. doi:10.1038/nature14464. PMID 25993961. Bibcode2015Natur.521..310H. 
  3. 3,0 3,1 Wynn, Thomas (1979). «The Intelligence of Later Acheulean Hominids». Man 14 (3): 371–391. doi:10.2307/2801865. 
  4. 4,0 4,1 Wynn, Thomas (1989). The Evolution of Spatial Competence. Chicago, IL: University of Illinois Press. ISBN 9780252060304. 
  5. Coolidge, Frederick L; Wynn, Thomas (2001). «Executive Functions of the Frontal Lobes and the Evolutionary Ascendancy of Homo sapiens». Cambridge Archaeological Journal 11 (3): 255–260. doi:10.1017/S0959774301000142. 
  6. Coolidge, Frederick L; Wynn, Thomas (2005). «Working Memory, Its Executive Functions, and the Emergence of Modern Thinking». Cambridge Archaeological Journal 15 (1): 5–26. doi:10.1017/S0959774305000016. http://revistas.ucm.es/index.php/CMPL/article/view/58479. 
  7. Cole, James (2019). «Knapping in the Dark: Stone Tools and a Theory of Mind». Στο: Overmann. Squeezing Minds from Stones: Cognitive Archaeology and the Evolution of the Human Mind. New York: Oxford University Press. σελίδες 355–375. ISBN 9780190854614. 
  8. Hodgson, Derek (2000). «Art, Perception and Information Processing: An Evolutionary Perspective». Rock Art Research 17 (1): 3–34. 
  9. Hodgson, Derek; Helvenston, Patricia A (2006). «The Emergence of the Representation of Animals in Palaeoart: Insights from Evolution and the Cognitive, Limbic and Visual Systems of the Human Brain». Rock Art Research 23 (1): 3–40. 
  10. Moore, Mark W (2011). «The Design Space of Stone Flaking: Implications for Cognitive Evolution». World Archaeology 43 (4): 702–715. doi:10.1080/00438243.2011.624778. 
  11. Moore, Mark W; Perston, Yinika (2016). «Experimental Insights into the Cognitive Significance of Early Stone Tools». PLOS ONE 11 (7): e0158803. doi:10.1371/journal.pone.0158803. PMID 27392022. Bibcode2016PLoSO..1158803M. 
  12. Putt, Shelby Stackhouse; Wijeakumar, Sobanawartiny; Franciscus, Robert G; Spencer, John P (2017). «The Functional Brain Networks That Underlie Early Stone Age Tool Manufacture». Nature Human Behaviour 1 (6): 1–8. doi:10.1038/s41562-017-0102. https://nottingham-repository.worktribe.com/output/3827989. 
  13. Overmann, Karenleigh A (2018). «Constructing a concept of number». Journal of Numerical Cognition 4 (2): 464–493. doi:10.5964/jnc.v4i2.161. https://jnc.psychopen.eu/index.php/jnc/article/view/58211098259570. Ανακτήθηκε στις 10 July 2022. [νεκρός σύνδεσμος]
  14. Overmann, Karenleigh A (2019). The Material Origin of Numbers: Insights from the Archaeology of the Ancient Near East. Piscataway, NJ: Gorgias Press. ISBN 9781463207434. 
  15. Overmann, Karenleigh A (2016). «Beyond writing: The development of literacy in the ancient Near East». Cambridge Archaeological Journal 26 (2): 285–303. doi:10.1017/S0959774316000019. https://philpapers.org/rec/OVEBWT. 
  16. Overmann, Karenleigh A (2022). «Early writing: A cognitive archaeological perspective on literacy and numeracy». Visible Language 56 (1): 8–44. doi:10.34314/vl.v56i1.4934. https://journals.uc.edu/index.php/vl/article/view/4934. Ανακτήθηκε στις 10 July 2022. 
  17. Overmann, Karenleigh A; Wynn, Thomas (2019). «Materiality and human cognition». Journal of Archaeological Method and Theory 26 (2): 457–478. doi:10.1007/s10816-018-9378-y. https://philpapers.org/rec/OVEMAH. 
  18. Parker, Sue Taylor; Gibson, Kathleen R (1979). «A Developmental Model for the Evolution of Language and Intelligence in Early Hominids». Behavioral and Brain Sciences 2 (3): 367–408. doi:10.1017/S0140525X0006307X. https://archive.org/details/sim_behavioral-and-brain-sciences_1979-09_2_3/page/367. 
  19. Renfrew, Colin (1982). Towards an Archaeology of Mind: An Inaugural Lecture Delivered before the University of Cambridge on 30th November 1982. Cambridge: Cambridge University Press. 
  20. Renfrew, Colin (1994). «Towards a Cognitive Archaeology». Στο: Renfrew. In The Ancient Mind: Elements of Cognitive Archaeology. Cambridge: Cambridge University Press. σελίδες 3–12. ISBN 9780521456203. 
  21. Gowlett, John A J (1979). «Complexities of Cultural Evidence in the Lower and Middle Pleistocene». Nature 278 (5699): 14–17. doi:10.1038/278014b0. Bibcode1979Natur.278...14G. https://www.nature.com/articles/278014b0.pdf?origin=ppub. 
  22. Gowlett, John A J (1984). «Mental Abilities of Early Man: A Look at Some Hard Evidence». Στο: Foley. Hominid Evolution and Community Ecology: Prehistoric Human Adaptation in Biological Perspective. London: Academic Press. σελίδες 167–192. 
  23. McGrew, William Clement; Tutin, Caroline E G (1978). «Evidence for a Social Custom in Wild Chimpanzees?». Man 13 (2): 234–251. doi:10.2307/2800247. 
  24. McGrew, William Clement; Tutin, Caroline E G; Baldwin, Pamela J (1979). «Chimpanzees, Tools, and Termites: Cross-Cultural Comparisons of Senegal, Tanzania, and Rio Muni». Man 14 (2): 185–215. doi:10.2307/2801563. 
  25. Malafouris, επιμ. (2010). The Cognitive Life of Things: Recasting the Boundaries of the Mind. Cambridge: McDonald Institute for Archaeological Research. ISBN 9781902937519. 
  26. 26,0 26,1 Malafouris, Lambros (2013). How Things Shape the Mind: A Theory of Material Engagement. Cambridge, MA: MIT Press. ISBN 9780262528924. 
  27. Renfrew, Colin; Malafouris, Lambros (2008). «Steps to a 'Neuroarchaeology' of Mind». Cambridge Archaeological Journal 18 (3): 381–385. doi:10.1017/S0959774308000425. 
  28. Malafouris, Lambros (2010). «Metaplasticity and the Human Becoming: Principles of Neuroarchaeology». Journal of Anthropological Sciences 88: 49–72. PMID 20834050. http://www.isita-org.com/Jass/Contents/2010vol88/PDFonline/20834050.pdf. 
  29. Overmann, Karenleigh A (2021). «The Material Difference in Human Cognition». Adaptive Behavior 29 (2): 123–136. doi:10.1177/1059712320930738. 
  30. Malafouris, Lambros (2008). «At the potter's wheel: An argument for material agency». Στο: Malafouris. Material Agency: Towards a Non-Anthropocentric Approach. New York: Springer Science+Business Media. σελίδες 19–36. 
  31. Isaac, Glynn Llywelyn (1976). «Stages of Cultural Elaboration in the Pleistocene: Possible Archaeological Indicators of the Development of Language Capabilities». Annals of the New York Academy of Sciences 280 (1): 275–288. doi:10.1111/j.1749-6632.1976.tb25494.x. Bibcode1976NYASA.280..275I. 
  32. Isaac, Glynn Llywelyn (1984). «The Archaeology of Human Origins: Studies of the Lower Pleistocene in East Africa 1971–1981». Στο: Wendorf. Advances in World Archaeology. New York: Academic Press. σελίδες 1–87. ISBN 9780120399017. 
  33. Davidson, Iain; Noble, William (1989). «The Archaeology of Perception: Traces of Depiction and Language». Current Anthropology 30 (2): 125–155. doi:10.1086/203723. http://www.jstor.org/stable/2743542. 
  34. Noble, William· Davidson, Iain (1996). Human Evolution, Language, and Mind: A Psychological and Archaeological Inquiry. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 9780521445023. 
  35. Wynn, Thomas; Overmann, Karenleigh A; Malafouris, Lambros (2021). «4E cognition in the Lower Paleolithic: An introduction». Adaptive Behavior 29 (2): 99–106. doi:10.1177/1059712320967184. 
  36. Huffman, Thomas (1986). «Cognitive studies of the iron age in Southern Africa». World Archaeology 18: 84–95. doi:10.1080/00438243.1986.9979990. 
  37. Beach, David (1998). «Cognitive Archaeology and Imaginary History at Great Zimbabwe». Current Anthropology 39: 47–72. doi:10.1086/204698. https://archive.org/details/sim_current-anthropology_1998-02_39_1/page/47. 
  38. Hawkes, Christopher (1954). «Archeological Theory and Method: Some Suggestions from the Old World». American Anthropologist 56 (2): 155–168. doi:10.1525/aa.1954.56.2.02a00020. https://archive.org/details/sim_american-anthropologist_1954-04_56_2/page/155. 
  39. Leach, Edmund R (1973). «Concluding Address». Στο: Renfrew. The Explanation of Culture Change: Models in Prehistory. Proceedings of a Meeting of the Research Seminar in Archaeology and Related Subjects Held at the University of Sheffield, December 14–16, 1971. London: Gerald Duckworth. σελίδες 761–771. 
  40. Binford, Lewis R (1962). «Archaeology as Anthropology». American Antiquity 28 (2): 217–225. doi:10.2307/278380. https://archive.org/details/sim_american-antiquity_1962-10_28_2/page/217. 
  41. Binford, Lewis R (1972). An Archaeological Perspective. New York: Seminar Press. ISBN 9780127850535. 
  42. Donald, Merlin (1991). Origins of the Modern Mind: Three Stages in the Evolution of Culture and Cognition. Cambridge, MA: Harvard University Press. ISBN 9780674644847. 
  43. Mithen, Steven J (1996). The Prehistory of Mind: The Cognitive Origins of Art, Religion and Science. London: Thames & Hudson. ISBN 9780500281000. 
  44. Lewis-Williams, David (2002). The Mind in the Cave: Consciousness and the Origins of Art. London: Thames & Hudson. ISBN 0-500-05117-8. 

Περαιτέρω ανάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]