Μετάβαση στο περιεχόμενο

Τόμας Στερνς Έλιοτ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Τόμας Στερνς Έλιοτ
ΌνομαΤόμας Στερνς Έλιοτ
Γέννηση26 Σεπτεμβρίου 1888
Σαιντ Λούις, Μιζούρι, Η.Π.Α.
Θάνατος4 Ιανουαρίου 1965 (76 ετών)
Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο
Επάγγελμα/
ιδιότητες
θεατρικός συγγραφέας[1], ποιητής[2][3][4], δοκιμιογράφος[1], κριτικός λογοτεχνίας[1], κοινωνικός κριτικός, διηγηματογράφος, διδάσκων πανεπιστημίου, σεναριογράφος, στιχουργός, συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας, δημοσιογράφος, κριτικός, συγγραφέας[5] και Nobel Prize winner[5]
ΕθνικότηταΒρετανός
ΥπηκοότηταΑμερικανική από τη γέννηση και βρετανική από το 1927
Σχολές φοίτησηςΠανεπιστήμιο του Παρισιού, Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, Κολλέγιο Μέρτον, Ακαδημία Μίλτον, Κολέγιο Χάρβαρντ και Eliot House
Περίοδος1905 - 1965
Αξιοσημείωτα έργαΤο Ερωτικό τραγούδι του Τζ. Προύφροκ (1915), Έρημη Χώρα (1922), Τέσσερα κουαρτέτα (1944)
Αξιοσημείωτες διακρίσειςΒραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας (1948)
Μέλος του Τάγματος της Αξίας
Σύζυγος(οι)Βίβιεν Χέι-Γουντ (1915-1932)
Βάλερι Φλέτσερ (1957-1965)

Υπογραφή
Commons page Πολυμέσα σχετικά με τoν συγγραφέα

Ο Τόμας Στερνς Έλιοτ (Thomas Stearns Eliot, 26 Σεπτεμβρίου 18884 Ιανουαρίου 1965) ήταν Άγγλος ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ποιητές του 20ού αιώνα και ηγετική φυσιογνωμία του μοντερνιστικού κινήματος στην ποίηση. Το 1948 βραβεύτηκε με το Νόμπελ λογοτεχνίας. Ανάμεσα στα πιο γνωστά έργα του ανήκουν το Ερωτικό τραγούδι του Τζ. Προύφροκ (1915), η Έρημη Χώρα (1922), οι Κούφιοι Άνθρωποι (1925) τα Τέσσερα κουαρτέτα (1943) καθώς και το θεατρικό έργο Φονικό στην Εκκλησιά (1935).

Νεανικά χρόνια και εκπαίδευση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Έλιοτ γεννήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1888, στο Σαιντ Λιούις του Μιζούρι[6]. Ο παππούς του, Γουίλιαμ Γκρήνλιφ Έλιοτ (1811-1887), ήταν ουνιταριστής κληρικός, συνιδρυτής του Πανεπιστημίου Ουάσινγκτον του Μιζούρι και δεσπόζουσα φυσιογνωμία της οικογένειας του, αν και ο ίδιος ο Έλιοτ δεν τον γνώρισε καθώς είχε πεθάνει ένα χρόνο πριν τη γέννησή του. Ο πατέρας του, Χένρυ Γουερ Έλιοτ (1843-1919) ήταν επιτυχημένος επιχειρηματίας, πρόεδρος της κερδοφόρας εταιρείας Hydraulic-Press Brick Company, και φημιζόταν για την ικανότητά του σε οικονομικά ζητήματα. Η μητέρα του, Σαρλότ Σαμπ Στερνς (1843-1929), εργαζόταν ως δασκάλα και παράλληλα έγγραφε ποιήματα, τα οποία συνήθιζε να στέλνει σε φίλους ή να δημοσιεύει σε εφημερίδες. Σύμφωνα με τη μητέρα του, οι πρόγονοί τους ήταν Άγγλοι και Γάλλοι. Ο Έλιοτ ήταν το τελευταίο παιδί της οικογένειας και οι γονείς του τον απέκτησαν όταν είχαν ήδη ξεπεράσει την ηλικία των σαράντα ετών. Οι τέσσερις αδελφές του ήταν έντεκα έως δεκαεννέα χρόνια μεγαλύτερες από εκείνον, ενώ ο αδελφός του οκτώ χρόνια μεγαλύτερος. Υπήρξε ευπαθές παιδί και γεννήθηκε με συγγενή διπλή κήλη, γεγονός που τον ανάγκαζε να φοράει ειδικό επίδεσμο κατά το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του.

Σε ηλικία επτά ή οκτώ ετών, ο Έλιοτ άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα σε ένα τοπικό σχολείο και το 1898 ξεκίνησε να φοιτά στην «Ακαδημία Σμιθ» (Smith Academy) του Σαιντ Λιούις, που αποτελούσε προπαρασκευαστική σχολή για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο Ουάσινγκτον. Το πρόγραμμα των σπουδών του περιλάμβανε ελληνικά, λατινικά, γαλλικά, γερμανικά, αρχαία ιστορία και αγγλική φιλολογία. Στην ακαδημία, ο Έλιοτ έδειξε δείγματα μελετηρού μαθητή με καλούς βαθμούς, ενώ παράλληλα εξέδιδε μόνος του ένα περιοδικό ποικίλης ύλης με τίτλο The Fireside, ερχόμενος από νωρίς σε επαφή με τη συγγραφή. Παρά τις καλές του επιδόσεις και ενώ είχε τη δυνατότητα να εγγραφεί στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, οι γονείς του αποφάσισαν να φοιτήσει για ένα χρόνο στο προπαρασκευαστικό σχολείο της ιδιωτικής Ακαδημίας Μίλτον στη Βοστόνη. Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που ο Έλιοτ εγκατέλειπε το προστατευτικό οικογενειακό του περιβάλλον.

Τον Ιούνιο του 1906, πέρασε με επιτυχία τις εισαγωγικές εξετάσεις του Χάρβαρντ. Κατά το πρώτο έτος σπουδών, επέλεξε τα μαθήματα του συνταγματικού δικαίου, της ελληνικής και αγγλικής φιλολογίας, της μεσαιωνικής ιστορίας και της γερμανικής γραμματικής. Παράλληλα, έγινε γρήγορα μέλος σε όλους τους σημαντικούς πανεπιστημιακούς συλλόγους. Υπήρξε επίσης μέλος του συμβουλίου του λογοτεχνικού περιοδικού The Harvard Advocate, στο οποίο είχε δημοσιεύσει και ο ίδιος ορισμένα ποιήματά του. Τον Ιούνιο του 1909 πήρε το πτυχίο του και αποφάσισε να ακολουθήσει μεταπτυχιακές σπουδές στην αγγλική φιλολογία. Την ίδια περίοδο, γνώρισε τον Αμερικανό συγγραφέα Κόνραντ Άικεν, με τον οποίο διατήρησε μακροχρόνια φιλία. Κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών σπουδών του, ο Έλιοτ συνεργάστηκε με δύο διακεκριμένους καθηγητές, τον ποιητή και φιλόσοφο Τζωρτζ Σανταγιάνα και τον Ίρβινγκ Μπάμπιτ, ο οποίος άσκησε σημαντική επιρροή πάνω του. Τον Οκτώβριο του 1910 αποφάσισε να ταξιδέψει στην Ευρώπη και επισκέφτηκε κυρίως το Παρίσι. Στη διάρκεια της παραμονής του μελετούσε παράλληλα γαλλική φιλολογία, κάνοντας ιδιαίτερα μαθήματα γαλλικών και παρακολούθησε παραδόσεις του φιλοσόφου Ανρί Μπερξόν. Την ίδια περίοδο ολοκλήρωσε τα δύο μεγάλα ποιήματα της νεότητάς του, The Love Song of J. Alfred Prufrock και Portrait of a Lady. Εκτός από το Παρίσι, ο Έλιοτ επισκέφτηκε επίσης το Μόναχο και πιθανότατα το Λονδίνο.

Το 1911 επέστρεψε στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και εγγράφτηκε ως διδακτορικός φοιτητής στο τμήμα της φιλοσοφίας. Μελέτησε σανσκριτικά παρακολουθώντας το μάθημα της ινδικής φιλολογίας και αργότερα ινδική φιλοσοφία, ακολουθώντας τη διαδρομή άλλων Αμερικανών διανοουμένων, προς τη διερεύνηση της ανατολικής θρησκείας. Αργότερα, ο Έλιοτ εγκατέλειψε αυτή την πορεία και στράφηκε σε περισσότερο «συμβατικούς» τομείς της φιλοσοφίας και της συγκριτικής μεθοδολογίας, παρακολουθώντας διαλέξεις των Τσαρλς Λάνμαν, Τζοσάια Ρόυς και Μπέρτραντ Ράσελ. Στις αρχές του 1914, εκμεταλλευόμενος μία υποτροφία που του πρόσφερε το πανεπιστήμιο, επέστρεψε στην Ευρώπη με σκοπό να συνεχίσει τις σπουδές του στο Κολλέγιο Μέρτον της Οξφόρδης, όπου επρόκειτο να ολοκληρώσει τη διατριβή του για τον Bρετανό φιλόσοφο Φ. Χ. Μράντλεϋ, υπό την εποπτεία του Χάρολντ Γιόακιμ.

Ο Έλιοτ έφθασε στο Λονδίνο τον Αύγουστο του 1914 και αφού νωρίτερα είχε φροντίσει να επισκεφτεί το Βέλγιο και την Ιταλία. Το πρώτο διάστημα της παραμονής του στην αγγλική πρωτεύουσα, συνδέθηκε με τον Έζρα Πάουντ, που ήδη ζούσε εκεί για περίπου πέντε χρόνια και είχε γνώση του λογοτεχνικού έργου του Έλιοτ από τον Κόνραντ Άικεν. Ο Πάουντ ήταν ενθουσιασμένος με τα ποιήματα του Έλιοτ και τον σύστησε σε άλλους Αμερικανούς συγγραφείς, προσφέροντας του την ευκαιρία να βρεθεί σε ένα γόνιμο καλλιτεχνικό περιβάλλον, αλλά και να γίνει ευρύτερα γνωστό το έργο του. Με την έναρξη του φθινοπωρινού τριμήνου, Ο Έλιοτ ξεκίνησε τα μαθήματα φιλοσοφίας, συνεχίζοντας να εργάζεται πάνω στη διδακτορική του διατριβή. Το 1915 ήταν το έτος που σημάδεψε την προσωπική του ζωή, καθώς γνώρισε την Βίβιεν Χέι-Γουντ (1888-1947), την οποία παντρεύτηκε στις 26 Ιουνίου του ίδιου έτους στο Ληξιαρχείο του Χάμστεντ, κρατώντας αρχικά κρυφό το γάμο από τους γονείς του. Λίγο αργότερα, ξεκίνησε να εργάζεται ως δάσκαλος στη μέση εκπαίδευση προκειμένου να συντηρούνται. Εκείνη την περίοδο, ο Μπέρτραντ Ράσελ είχε στενή σχέση με το ζεύγος, πατερναλιστική όπως την χαρακτήρισε ο ίδιος, και για ένα διάστημα συγκατοικούσαν στο διαμέρισμα του. Χάρη σε μεσολάβηση του Ράσελ, ο Έλιοτ ανέλαβε να γράφει κριτικές αναλύσεις στο περιοδικό International Journal of Ethics ενώ ήρθε επίσης σε επαφή με το φιλολογικό περιοδικό New Statesman.

Τον Απρίλιο του 1916 παρέδωσε στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ τη διατριβή του, με τίτλο Experience and the Objects of Knowledge in the Philosophy of F.H. Bradley, αποφασισμένος να μην συνεχίσει την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία στη φιλοσοφία, σε αντίθεση με τις επιθυμίες των γονέων του, και να εγκατασταθεί μόνιμα στο Λονδίνο. Στα τέλη του έτους, παραιτήθηκε από το δημοτικό σχολείο και παρά την αρχική του πρόθεση να συντηρηθεί αποκλειστικά από τις κριτικές του, χρειάστηκε για οικονομικούς λόγους να δεχθεί μία θέση στην τράπεζα Lloyds, την οποία εξασφάλισε χάρη σε ενέργεια του γενικού διευθυντή της, που ήταν φίλος της οικογένειας των Χέι-Γουντ. Την ίδια περίπου περίοδο εκδόθηκε το πρώτο βιβλίο του, χάρη στην μεσολάβηση του Πάουντ, και ο Έλιοτ προσελήφθη ως βοηθός εκδότη στο περιοδικό Egoist. Όταν το 1917 η Αμερική εισήλθε στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν σε στρατεύσιμη ηλικία, ωστόσο εξαιτίας της κήλης του και ενός προβλήματος ταχυκαρδίας κρίθηκε ακατάλληλος για ενεργό υπηρεσία. Επιχείρησε να ενταχθεί στην Υπηρεσία Πληροφοριών του Ναυτικού των Ηνωμένων Πολιτειών, χωρίς επιτυχία, και αργότερα του προτάθηκε μία θέση στο Γραφείο Πληροφοριών του Στρατού, ωστόσο εξαιτίας καθυστερήσεων, ο Έλιοτ τελικά δεν υπηρέτησε, παρά τις προσπάθειες του.

Ο ποιητής με την Βιρτζίνια Γουλφ πρώτη εκδότρια της «Έρημης χώρας», σε φωτογραφία του 1924

Το επόμενο διάστημα χαρακτηρίστηκε από βαρύ φόρτο εργασίας για τον Έλιοτ, αναγκασμένος να μοιράζει το χρόνο του ανάμεσα στην τράπεζα, τη βιβλιοκριτική ή τα δοκίμια του και τη συζυγική ζωή, συγχρόνως με οικονομικές δυσχέρειες αλλά και προβλήματα υγείας τόσο της συζύγου του όσο και δικά του, για τα οποία κατέφυγε κάποια στιγμή στη θεραπεία του ψυχαναλυτή δρ. Βιτόζ, στη Λωζάννη. Το 1922 εκδόθηκε το ποίημα Έρημη Χώρα, ένα από τα σπουδαιότερα έργα του. Με την Έρημη Χώρα καταδίκασε τη ματαιότητα της σύγχρονης ζωής και γνώρισε παγκόσμια αποδοχή και αναγνώριση. Την ίδια χρονιά άρχισε να εκδίδει το περιοδικό Criterion (Κριτήριο) στο οποίο δημοσίευσε πολυάριθμες κριτικές και θεωρητικά κείμενα, συμβάλλοντας παράλληλα στη διάδοση των έργων άλλων Ευρωπαίων συγγραφέων. Μέσα στο πρώτο έτος κυκλοφορίας του, ο Έλιοτ συγκέντρωσε αρκετούς ικανούς συνεργάτες μεταξύ των οποίων ο Λουίτζι Πιραντέλο, η Βιρτζίνια Γουλφ και ο Πωλ Βαλερύ. Την περίοδο αυτή, η αυξανόμενη θρησκευτική του πίστη, τον έστρεψε προς την Αγγλικανική Εκκλησία και στις 29 Ιουνίου βαφτίστηκε με μεγάλη μυστικότητα και έγινε επίσημα δεκτός στους κόλπους της Εκκλησίας της Αγγλίας. Ο Έλιοτ διέκρινε στο αγγλοκαθολικό ρεύμα τη συνέχεια μίας παράδοσης και ένα είδος επιστροφής του στη θρησκεία των Άγγλων προγόνων του. Η θρησκευτική τάση του αποτυπώθηκε και στα κείμενά του στο Criterion, τα οποία δεν αφορούσαν τόσο λογοτεχνικά ζητήματα, όσο εξέφραζαν τις αναλύσεις του για δημόσια θέματα, τα οποία προσέγγιζε κατά ομολογία του ως «ηθικολόγος», παρά ως καλλιτέχνης. Η χριστιανική του μεταστροφή αντιμετωπίστηκε ως επί το πλείστον με καχυποψία από τους παλιούς του φίλους λογοτέχνες, όπως τον Πάουντ και τον Γουίνταμ Λιούις. Το Νοέμβριο του ίδιου έτους έγινε Βρετανός πολίτης, σε μία περιόδο που σταδιακά αναγνωριζόταν ως εκπρόσωπος των αγγλικών γραμμάτων.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, ο γάμος του με την Βίβιεν είχε αρχίσει να αντιμετωπίζει κρίση, η οποία οδήγησε τελικά στο χωρισμό τους, το 1933, γεγονός που αποτέλεσε το έναυσμα ενός νέου ξεκινήματος για τον Έλιοτ. Τα επόμενα δύο χρόνια ολοκλήρωσε τα πρώτα του θεατρικά έργα The Rock (1934) και Το Φονικό στην Εκκλησιά (1935). Το τελευταίο είχε μεγάλη απήχηση στο κοινό και ταυτόχρονα επαινέθηκε από τους κριτικούς. Η Βίβιεν Χέι-Γουντ πέθανε αργότερα σε μία ιδιωτική ψυχιατρική κλινική του βόρειου Λονδίνου, το 1947. Στις αρχές του 1938, εκδόθηκαν δύο συλλογές του έργου του, το Essays Ancient and Modern, με δοκίμιά του, καθώς και η συλλογή Collected Poems 1909-1935 που περιλάμβανε την πρώτη δημοσίευση του ποιήματος Burnt Norton, και έλαβε ευμενείς κριτικές, ανάλογες του κύρους που είχε αποκτήσει πλέον ο Έλιοτ.

Το Νοέμβριο του 1948 τού ανακοινώθηκε πως κέρδισε το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας και μετέβη στη Στοκχόλμη για την απονομή του. Παρά την ικανοποίησή του, ο Έλιοτ ανησυχούσε για τα επακόλουθα της μεγάλης φήμης που αποκτούσε, συνδέοντας τον εαυτό του με άλλες περιπτώσεις συγγραφέων που μετά από ανάλογη βράβευση δεν δημιούργησαν ξανά κάποιο αξιόλογο έργο. Η ανασφάλεια του γύρω από το ποιητικό του έργο ή το κατά πόσο θα κατόρθωνε να αντεπεξέλθει σε αυτό, υπήρξε χαρακτηριστικό του γνώρισμα, από τα πρώτα βήματά του. Τη βράβευσή του με το Νόμπελ, ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια πολυάριθμες απονομές τιμητικών τίτλων και απονομών.

Στις 10 Ιανουαρίου του 1957, παντρεύτηκε για δεύτερη φορά, με την τριαντάχρονη Βάλερι Φλέτσερ, η οποία στο παρελθόν υπήρξε γραμματέας του. Ο δεύτερος γάμος του τελέστηκε, όπως και ο πρώτος, με μυστικότητα, και ήταν περισσότερο ευτυχισμένος, αν και συντομότερος σε διάρκεια. Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, αντιμετώπισε έντονα προβλήματα υγείας. Στα τέλη Νοεμβρίου του 1964 ταξίδεψε για τελευταία φορά στη γενέτειρά του και μετά την επιστροφή του στο Λονδίνο, τον Οκτώβριο του 1964, κατέρρευσε στο σπίτι του και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο σε βαθύ κώμα και παράλυτος από την αριστερή πλευρά. Πέθανε τελικά στις 4 Ιανουαρίου 1965 από εμφύσημα. Είχε δώσει εντολή να αποτεφρωθεί η σορός του και τον Απρίλιο η τέφρα του μεταφέρθηκε στην εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ στο Ιστ Κόκερ, χωριό από το οποίο κατάγονταν οι πρόγονοί του.

Η αρχή της σταδιοδρομίας του Έλιοτ ως ποιητή, χρονολογείται το 1915, χρονιά κατά την οποία δημοσιεύτηκε το ποίημα Ερωτικό τραγούδι του Τζ. Προύφροκ (The Love Song of J. Alfred Prufrock), στο περιοδικό του Σικάγου Poetry και χάρη σε παρότρυνση του Έζρα Πάουντ προς τη Χάριετ Μονρόε, ιδρυτή του περιοδικού. Ο Έλιοτ είχε συνθέσει το ποίημα νωρίτερα, την περίοδο από το Φεβρουάριο του 1910 έως τον Ιούλιο του επόμενου έτους. Ο Έζρα Πάουντ είχε συμβολή και στην έκδοση του πρώτου βιβλίου του Έλιοτ, καθώς ήταν εκείνος που καταρχήν είχε την ιδέα αλλά και οργάνωσε το υλικό που περιείχε. Το Prufrock and Other Observations εκδόθηκε το 1917 και αντιμετωπίστηκε ως επί το πλείστον με σύντομες και αρνητικές κριτικές στον αγγλικό τύπο. Η κριτική του The Times Literary Supplement, σύμφωνα με την οποία «[...] τα ποιήματά του δύσκολα θα διαβαστούν από πολλούς με ευχαρίστηση»[7], στο τεύχος της 21ης Ιουνίου του 1917, αποτυπώνει την γενικευμένη εντύπωση που προκάλεσε το έργο στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής.

Τον Οκτώβριο του 1922, ο Έλιοτ δημοσίευσε την Έρημη Χώρα στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Criterion. Η ακριβής περίοδος κατά την οποία γράφτηκε παραμένει άγνωστη, ωστόσο θεωρείται πιθανό πως σημαντικό μέρος του ποιήματος άρχισε να προετοιμάζεται το αργότερο στις αρχές του 1921. Οι πρώτες εκδοχές του ποιήματος διέφεραν σημαντικά από την τελική του μορφή και είχαν περίπου διπλάσια έκταση. Σημαντική συμβολή στον περιορισμό των αρχικών χειρογράφων του Έλιοτ είχε ο Έζρα Πάουντ, ο οποίος προέβη γενικά σε ριζοσπαστικές αλλαγές στο ποίημα, συμβάλλοντας καθοριστικά στη μορφή που τελικά δημοσιεύτηκε και αργότερα εκδόθηκε με συνοδευτικές σημειώσεις του Έλιοτ. Η Έρημη Χώρα δέχθηκε πολλαπλές ερμηνείες και χαρακτηρίστηκε ως περιγραφή μίας παρακμάζουσας κοινωνίας, αλληγορία ή αυτοβιογραφία. Ο Πάουντ χαρακτήρισε το έργο ως μία «δικαίωση του κινήματος του μοντέρνου πειράματος» ενώ ο Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμ το θεώρησε πλήγμα κατά της «νέας τέχνης» που ξεπρόβαλε στην Αμερική[8]. Οι υπερασπιστές του το ερμήνευσαν περισσότερο ως ένα είδος κοινωνικού σχολίου πάνω στην «παρακμή της εποχής» ενώ για τους αρνητές του υπήρξε απλά ένα λογοτεχνικό παιχνίδι ή ακατανόητο. Ο κριτικός και συγγραφέας Έντμουντ Γουίλσον θεωρούσε την Έρημη Χώρα «ό,τι καλύτερο παρουσιάστηκε»[9].

Στα σημαντικότερα έργα του Έλιοτ ανήκει και η συλλογή Τέσσερα Κουαρτέτα (Four Quartets) η οποία εκδόθηκε το 1943, αποτελούμενη από τα ποιήματα Burnt Norton (1935), East Coker (1940), The Dry Salvages (1941) και Little Gidding (1942), τα οποία είχαν παλαιότερα δημοσιευτεί ανεξάρτητα, λαμβάνοντας ευνοϊκές κριτικές στον αγγλικό τύπο. Υπήρξε το πρώτο ποιητικό έργο με το οποίο κατάφερε να απευθυνθεί σε ένα μεγάλο αναγνωστικό κοινό και μέσα από το οποίο κατάφερε να εκφράσει με τον πιο καθαρό τρόπο τις χριστιανικές του πεποιθήσεις[10] παρέχοντας συγχρόνως μία ολοκληρωμένη εικόνα της ευρωπαϊκής παράδοσης. Ο ίδιος ο Έλιοτ θεωρούσε τα Τέσσερα Κουαρτέτα ως το καλύτερο έργο του.

Στο χρονικό διάστημα μετά την Έρημη Χώρα, κατά το οποίο ο Έλιοτ δεν παρήγαγε κάτι ουσιαστικό, ξεκίνησε να επεξεργάζεται την ιδέα να προσανατολιστεί στο θέατρο. Επιθυμούσε τότε να απομακρυνθεί από την τεχνοτροπία της Έρημης Χώρας και κατά αναλογία με την επιτυχία της να δημιουργήσει μία νέα μορφή ποίησης, επιδίωκε να οικοδομήσει ένα νέο είδος θεατρικού έργου, πρόθεση που αποτυπώθηκε στο πρώτο του θεατρικό έργο με τίτλο Sweeney Agonistes, το οποίο έγραφε από το 1923 και εκδόθηκε το 1926. Το 1934 ολοκλήρωσε τη φαντασμαγορία The Rock που εντάσσεται στο είδος του ποιητικού δράματος της δεκαετίας του '30 και εξιστορεί την κατασκευή μίας εκκλησίας. Το έργο είχε απήχηση στο κοινό και στους κριτικούς. Ιδιαίτερη επιτυχία είχε επίσης στους εκκλησιαστικούς κύκλους, γεγονός που οδήγησε στην παραγγελία ενός θεατρικού έργου του Έλιοτ για το φεστιβάλ του Καντέρμπουρι που επρόκειτο να διεξαχθεί τον επόμενο χρόνο. Ο Έλιοτ ολοκλήρωσε για το σκοπό αυτό το Φονικό στην Εκκλησιά που παρουσιάστηκε στον καθεδρικό ναό του Καντέρμπουρι στις 19 Ιουνίου του 1935 και έλαβε επαινετικές κριτικές. Κεντρικό θέμα του έργου αποτελεί ο φόνος του μάρτυρα και αρχιεπισκόπου του Καντέρμπουρι Τόμας Μπέκετ. Ο Έλιοτ κλήθηκε να γράψει αργότερα και άλλα ιστορικά και θρησκευτικά έργα, ωστόσο ο ίδιος αρνήθηκε την επανάληψη, θεωρώντας πως ένα ποιητής οφείλει να αποστρέφεται τις δημιουργίες του παρελθόντος του.

Μικρότερη επιτυχία και λιγότερες θετικές κριτικές είχε το επόμενο θεατρικό έργο του Έλιοτ The Family Reunion, το οποίο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο Γουέστμινστερ στις 21 Μαρτίου του 1939. Σε αυτό, ο Έλιοτ επεδίωκε τη επανασύνδεση θρησκευτικού και κοσμικού δράματος ενώ κύρια πηγή έμπνευσής του υπήρξε η τραγωδία Ευμενίδες του Αισχύλου. Περίπου στις αρχές του 1948 καταπιάστηκε με τη συγγραφή του θεατρικού έργου The Cocktail Party, το οποίο παρουσιάστηκε στο φεστιβάλ του Εδιμβούργου τον επόμενο χρόνο και έγινε δεκτό με ενθουσιασμό. Τα επόμενα χρόνια ακολούθησαν τα θεατρικά έργα The Confidential Clerk (1953) και The Elder Statesman (1958).

Το έργο του ποιητή, κριτικού και δοκιμιογράφου Τ.Σ. Έλιοτ είναι άρρηκτα δεμένο με τις κοινωνικές και πολιτιστικές ανακατατάξεις της περιόδου μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Απογοητευμένος από την εποχή του στράφηκε στο παρελθόν, αντλώντας από τις αξίες και παραδόσεις του. Υποστήριζε ότι η ποίηση δεν απευθύνεται στις μάζες αλλά σε μια πνευματική ελίτ και δημιούργησε τομή στο χώρο της λογοτεχνικής κριτικής αναδεικνύοντας την αυτονομία του κειμένου ως μοναδικού φορέα του νοήματος. Η επίδραση που άσκησε ο Έλιοτ στον Γιώργο Σεφέρη είναι ιδιαίτερη και σημαντική. Ο Έλληνας νομπελίστας εκτός από την Έρημη Χώρα μετέφρασε και το έμμετρο θεατρικό έργο Φονικό Στην Εκκλησιά[11].

Ποίηση
  • The Love Song of J. Alfred Prufrock and Other Observations (1917)
  • Poems (1920)
  • Whispers of Immortality (1920)
  • The Waste Land (1922)
  • The Hollow Men (Οι Κούφιοι Άνθρωποι) (1925)
  • The Journey of the Magi (1927)
  • Ash Wednesday (Τετάρτη των Τεφρών) (1930)
  • Ariel Poems (Τα τραγούδια του Άριελ) (1930)
  • Coriolan (1931)
  • Old Possum's Book of Practical Cats (Το εγχειρίδιο πρακτικής γατικής του γερο-Πόσουμ) (1939)
    • μετάφραση Παυλίνα Παμπούδη και Γιάννης Ζέρβας (2η έκδ. Άγρα, 2005)
  • Four Quartets (Τα Τέσσερα Κουαρτέτα) (1945)
    • μετάφραση Έφη Αθανασίου (Ίκαρος, 2002)
Θέατρο
  • Sweeney Agonistes (έκδοση 1926, πρώτη παρουσίαση 1934)
  • The Rock (1934)
  • Murder in the Cathedral (Φονικό στην Εκκλησιά) (1935)
  • The Family Reunion (Οικογενειακή Συγκέντρωση) (1939)
    • μτφ. Ζωή Καρέλλη ("Κωνσταντινίδης")
    • μτφ. Γιώργος Θ. Δραγώνας ("Εξάντας", 2001)
  • The Cocktail Party (Κοκταίηλ Πάρτυ) (1949)
  • The Confidential Clerk (1954)
  • The Elder Statesman (πρώτη παρουσίαση 1958, έκδοση 1959)
Κριτικές μελέτες και δοκίμια
  • The Sacred Wood: Essays on Poetry and Criticism (1920)
  • The Second-Order Mind (1920)
  • Tradition and the individual talent (1920)
  • Homage to John Dryden (1924)
  • Shakespeare and the Stoicism of Seneca (1928)
  • For Lancelot Andrewes (1928)
  • Dante (1929)
  • Selected Essays, 1917–1932 (1932)
  • The Use of Poetry and the Use of Criticism (1933)
  • After Strange Gods (1934)
  • Elizabethan Essays (1934)
  • Essays Ancient and Modern (1936)
  • The Idea of a Christian Society (1940)
  • Notes Towards the Definition of Culture (1948)
  • Poetry and Drama (1951)
  • The Three Voices of Poetry (1954)
  • On Poetry and Poets (1957)
Άλλες ελληνικές μεταφράσεις
  • T. S. Eliot, μετάφραση Παυλίνα Παμπούδη, επιμέλεια σειράς Παυλίνα Παμπούδη, Αθήνα : Printa, 2002.
  • Δεν είναι η ποίηση που προέχει: Δοκίμια για την ποίηση και τους ποιητές, μετάφραση Στέφανος Μπεκατώρος, Αθήνα: Πατάκης, 2003.
  • Ποιήματα 1909-1962 = Collected poems 1909-1962, μετάφραση Αλκή Τσελέντη, Αθήνα: Δωδώνη, 2004
  • Δέκα χορικά απ' το "Βράχο", μετάφραση Ε. Ν. Μόσχος. - 3η έκδ. - Αθήνα: Ίκαρος, 2005.
  • Δάντης: Θεία Κωμωδία και Νέα Ζωή, μετάφραση Στέφανος Μπεκατώρος, Αθήνα: Πατάκη, 2005.
  1. 1,0 1,1 1,2 The Fine Art Archive. cs.isabart.org/person/14568. Ανακτήθηκε στις 1  Απριλίου 2021.
  2. Ιστορικό Αρχείο Ρικόρντι. 902. Ανακτήθηκε στις 3  Δεκεμβρίου 2020.
  3. Ιστορικό Αρχείο Ρικόρντι. 3176. Ανακτήθηκε στις 3  Δεκεμβρίου 2020.
  4. (Αγγλικά) NNDB. www.nndb.com/people/247/000044115/. Ανακτήθηκε στις 31  Ιανουαρίου 2021.
  5. 5,0 5,1 (Γερμανικά) Κατάλογος της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γερμανίας. 118529854. Ανακτήθηκε στις 16  Σεπτεμβρίου 2024.
  6. «T.S. Eliot - Facts». Nobelprize.org. Ανακτήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 2013. 
  7. Times Literary Supplement 21 Ιουνίου 1917, no. 805, 299 Ανακτήθηκε από www.usask.ca, 15 Αυγούστου 2006.
  8. Πήτερ Άκροϊντ, T.S. Eliot: Ο άνθρωπος πίσω από τη μάσκα, εκδ. Νεφέλη 2002, σ.130
  9. ό.π., σ. 131
  10. The Four Quartets Αρχειοθετήθηκε 2007-02-10 στο Wayback Machine., Encyclopædia Britannica 1997
  11. Φεύγουν από τη ζωή πολυσχιδείς προσωπικότητες, Ιστορικό Λεύκωμα 1965, σελ. 150, Καθημερινή (1997)
  • Πήτερ Άκροϊντ, T.S. Eliot: Ο άνθρωπος πίσω από τη μάσκα, εκδ. Νεφέλη 2002, ISBN 960-211-630-7
  • Kenneth Asher, T.S. Eliot and Ideology, Cambridge University Press 1998, ISBN 0-521-62760-5
  • Ronald Bush, T. S. Eliot: The Modernist in History, Cambridge University Press 1991, ISBN 0-521-39074-5
  • Valerie Eliot (εκδ.), The Letters of T.S. Eliot: 1898-1922, Harvest/HBJ Book, ISBN 0-15-650850-8
  • Lyndall Gordon, T.S. Eliot: An Imperfect Life, W. W. Norton & Company 1998, ISBN 0-393-32093-6
  • James E. Miller Jr., T. S. Eliot. The Making of an American Poet, 1888-1922. The Pennsylvania State University Press 2005, ISBN 0-271-02681-2
  • Joseph Chiari, T.S. Eliot: a memoir, Enitharmon Press 1982, ISBN 0-905289-33-1
  • David A. Moody (εκδ.), The Cambridge Companion to T. S. Eliot, Cambridge University Press 1994, ISBN 0-521-42127-6
  • Κυριακή Κεφαλέα , «Ερημότοπος, ‘Έρμη Χώρα΄, Έρημη Χώρα, Έρημη Γη: Σχόλια στην ελληνική πρόσληψη της ποίησης του Έλιοτ». Περιοδικό Θέματα Λογοτεχνίας, τχ. 37, Ιανουάριος-Ιούλιος 2008, σ. 84-109
  • Εμμανουήλ Ρακιτζής, «T. S. Eliot: ένας μεταφυσικός ποιητής», Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση 6 (1989), 66-68.
  • Ραΐζης, Μ. Β, «Bergson και μπερξονισμός στον Έλιοτ», Νέα Εστία 124 (1988), 16-29.
  • Μακρής Νίκος, «Μεταφυσική θεώρηση της ‘έρημης χώρας’». Νέα Εστία 124 (1988), 35-44.
  • Γιανναράς Χρήστος, «Μνήμη T. S. Eliot», Νέα Εστία 124 (1988), 12-15.
  • Κριστ Ρόμπερτ: «Η αχρονική στιγμή. Η λογοτεχνική θεωρία του Τ. Σ. Έλιοτ». Μετάφρ. Ιουλία Ραλλίδη. Διαβάζω 133 (1985), 88-92

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Κείμενα