Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μαύρος δρυοκολάπτης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μαύρος δρυοκολάπτης
Ενήλικος αρσενικός μαύρος δρυοκολάπτης
Ενήλικος αρσενικός μαύρος δρυοκολάπτης
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Δρυοκολαπτόμορφα (Piciformes)
Οικογένεια: Δρυοκολαπτίδες (Picidae)
Υποοικογένεια: Δρυοκολαπτίνες (Picinae) [2]
Γένος: Δρυοκόπος [i] (Dryocopus) (Boie, 1826) M
Είδος: D. martius
Διώνυμο
Dryocopus martius (Δρυοκόπος ο άρειος) [1]
Linnaeus, 1758
Υποείδη

Dryocopus martius khamensis
Dryocopus martius martius

Ο Μαύρος δρυοκολάπτης είναι πτηνό της οικογενείας των Δρυοκολαπτιδών που απαντά στην Ευρώπη και σε περιοχές της Ασίας. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Dryocopus martius και περιλαμβάνει 2 υποείδη.[3][4]

Στην Ελλάδα, όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη, απαντά το υποείδος Dryocopus martius martius (Linnaeus, 1758).[3]

Από τις πιο χαρακτηριστικές «φιγούρες» των δασικών ενδιαιτημάτων, ο μαύρος δρυοκολάπτης είναι πολύ όμορφο πτηνό, που ξεχωρίζει από το μεγάλο του μέγεθος και το πολύ δυνατό τυμπάνισμα (drumming) [ii] στους κορμούς των δένδρων. Με τη διάνοιξη των οπών στα δένδρα, συμβάλλει σε πολύ μεγάλο βαθμό στην υγεία των οικοσυστημάτων του, διότι αυτές χρησιμοποιούνται από πολλά είδη του ζωικού βασιλείου.

Η επιστημονική ονομασία του γένους (Dryocopus) είναι σύνθετη (νεο-)λατινική, γλωσσικό δάνειο από την ελληνική: δρυοκόπος < δρυς «βελανιδιά» + κόπος «κοπή» < κόπτω (πρβλ. ξυλοκόπος [5]) «αυτός που υλοτομεί βελανιδιές». Ωστόσο, η ονομασία του πτηνού σχετίζεται με την πρωταρχική σημασία της λέξης δρυς που σημαίνει «δένδρο»: [ΕΤΥΜ: δρυς < drŭ- (με ινδοευρωπαϊκή ρίζα) «δένδρο»] [6]). Επομένως, η σημασία της λέξης δρυοκόπος είναι ευρύτερη: «αυτός που υλοτομεί δένδρα», με σαφή αναφορά στη χαρακτηριστική συνήθεια του πτηνού να διατρυπά τον κορμό των δένδρων. Σημειωτέον ότι η λέξη αναφέρεται αυτούσια στον Αριστοτέλη (Ζ. Μ. 3. 1, 15) [7]

Η λατινική ονομασία του είδους martius σημαίνει «αυτός που σχετίζεται με τον -θεό- Άρη (Mars) [8], ο άρειος» [1] και κατ’ επέκτασιν «φιλοπόλεμος» (βλ. και Κουλτούρα).

Η αγγλική λαϊκή ονομασία Black woodpecker, όπως και η ελληνική αναφέρονται στο χαρακτηριστικό χρώμα του πτερώματος του πτηνού.

Συστηματική ταξινομική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Χάρτης εξάπλωσης του είδους Dryocopus martius

Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά, το 1758, από τον Λινναίο ως Picus martius, από τη Σουηδία.[9] Η συστηματική του είδους είναι αρκετά ξεκάθαρη, με την αναγνώριση δύο (2) υποειδών. Το παλαιότερο ευρωπαϊκό υποείδος D. m. pinetorum δεν αναγνωρίζεται πλέον, λόγω ελαχίστων διαφορών –κυρίως στο μέγεθος- που δεν ήσαν ικανές να στηρίξουν την κατάταξη αυτή. Τα ίδια ισχύουν και για το ασιατικό υποείδος D. m. reichenowi, που υπήρχε παλαιότερα.[9]

Γεωγραφική κατανομή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο μαύρος δρυοκολάπτης είναι αποκλειστικά ευρασιατικό είδος και, μάλιστα, καθιστικό (επιδημητικό). Λίγα είναι τα είδη των πτηνών στη συγκεκριμένη ευρεία περιοχή που δεν αποδημούν. Εξαπλώνεται από την Ιβηρική Χερσόνησο και τη Σκανδιναβία στα δυτικά, μέχρι την Ιαπωνία και τις ακτές της ΝΑ. Κίνας στα ανατολικά και, από τα μεγάλα δάση της Σιβηρίας στα βόρεια, μέχρι τις περιοχές της ΝΚ. Κίνας στα νότια, αν και στα νοτιότερα εδάφη η κατανομή του δεν είναι συμπαγής.[10]

Αρ. Υποείδος Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης Σημειώσεις
1 Dryocopus martius khamensis ΝΔ Κίνα (παρυφές ΝΑ και Α υψιπέδων του Θιβέτ, Ζινχάι και ΒΔ Γιουνάν) Ενδημικό στην περιοχή, σε σχετικά κλειστό και απομονωμένο θύλακο
2 Dryocopus martius martius Ευρώπη, δυτικά από Β Ιβηρική, Γαλλία, Κάτω Χώρες και Σκανδιναβία (βόρεια του Αρκτικού Κύκλου) και δια μέσου όλης της Κ και Ν Ευρώπης (Ν Ιταλία, Βαλκάνια), Β Μικρά Ασία (νότιες ακτές του Ευξείνου, ανατολικά προς Δ και Ν ΚασπίαΙράν, Καύκασος), Σιβηρική τάιγκα, Β Καζακστάν, Β Μογγολία, ΒΑ Κίνα, Καμτσάτκα, Σαχαλίνη, Κορέα, μέχρι Β ΙαπωνίαΧονσού) Είναι το πολυπληθέστερο υποείδος με ευρεία εξάπλωση. Δεν φαίνεται να αναπαράγεται στα νησιά της Μεσογείου

Πηγές:[3][9][10]

(σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντάται στον ελλαδικό χώρο)

Μεταναστευτική συμπεριφορά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο μαύρος δρυοκολάπτης είναι μη αποδημητικό, πλήρως καθιστικό πτηνό που, ακόμη και σε δριμείς χειμώνες παραμένει στα εδάφη αναπαραγωγής του ή κοντά σε αυτά. Μόνον τα λιγοστά αποθέματα τροφής, ίσως, τον αναγκάζουν σε μικρές μετακινήσεις. Όταν υπάρχει πολύ χιόνι περνάει από τις υψηλότερες ορεινές περιοχές προς εκείνες των κοιλάδων, ενώ το εάν εγκαταλείπονται προσωρινά οι βορειότερες περιοχές αναπαραγωγής είναι ασαφές.

Τα νεαρά πτηνά μετακινούνται συνήθως μακρύτερα, στις περισσότερες περιπτώσεις μόνο σε μικρή περιοχή, ακτίνας μικρότερης από 50 χιλιόμετρα, εάν η εκεί εγκατάσταση είναι δυνατή. Σε αντίθετη περίπτωση, μπορεί κάλλιστα να καλύψουν μεγάλες αποστάσεις περίπου 500 χιλιομέτρων, σε εξαιρετικές περιπτώσεις έως και 1000 χιλιόμετρα.[11]

Τυχαία, περιπλανώμενα άτομα αναφέρονται από την Πορτογαλία.[12]

Στην Ελλάδα, ο μαύρος δρυοκολάπτης είναι επιδημητικό πτηνό, που παραμένει όλο τον χρόνο στα εδάφη όπου αναπαράγεται. Η εξάπλωσή του, όμως, περιορίζεται από την Κ. Ελλάδα και βορειότερα,[13][14] ακολουθώντας αυστηρά τις ορεινές γραμμές των περιοχών αυτών.[10] Από τα νησιά, αναφέρεται μόνον στην Κεφαλονιά (βλ. λήμμα Γερμανικής Βικιπαίδειας), αλλά η πληροφορία αυτή ελέγχεται. Από την Κύπρο δεν αναφέρεται.

Το έργο ενός μαύρου δρυοκολάπτη στη βάση του κορμού μιας ερυθρελάτης

Ο μαύρος δρυοκολάπτης είναι ευπροσάρμοστο είδος που είναι σε θέση να αναπαραχθεί με επιτυχία σε διαφορετικά δασικά ενδιαιτήματα. Οι βέλτιστοι οικότοποι είναι τα ορεινά και ημιορεινά δάση οξιάς (Fagus spp.), με διάσπαρτες συστάδες, κυρίως ερυθρελάτης (Picea abies) και ελάτης (Abies spp.). Ωστόσο, συχνάζει και σε μικτά δάση με βελανιδιές (Quercus spp. )και πεύκα (Pinus spp. ), όταν η πυκνότητα των πληθυσμών του είναι υψηλή. Πρακτικά, μπορεί να απαντά σε κάθε τύπο δάσους εφ' όσον τα δένδρα παρέχουν μαλακό ξύλο και υπάρχει επαρκής τροφή. Σημαντικές προϋποθέσεις, αποτελούν τα παλαιά, ηλικιωμένα δένδρα ή αυτά σε σήψη, νεκρά ή προσβεβλημένα από μύκητες ή αρθρόποδα. Επίσης, λόγω του πολύ μεγάλου χώρου δράσης του, μπορεί να αποικίζει τις περιοχές δασών εμπορικής εκμετάλλευσης. Κάτω από αυστηρές προϋποθέσεις και με επαρκή ανοχή, ανέχεται την ανθρώπινη παρουσία και φωλιάζει περιστασιακά σε μεγάλα αστικά πάρκα, κυρίως της Β. Ευρώπης. Είναι πιο πιθανό να απαντά στις παρυφές των δασών και κοντά σε κατοικημένες περιοχές κατά τη μη αναπαραγωγική περίοδο.

Τα υψομετρικά επίπεδα στα οποία κινείται ποικίλλουν. Στη ΝΑ. Ελβετία απαντά στα 2.200 μέτρα, ενώ στην ασιατική οροσειρά των Αλτάι, στα 3.500 μέτρα. Το υποείδος D. m. khamensis έχει παρατηρηθεί μέχρι και στα 4.000 μέτρα.[15]

Η σύνθεση των δένδρων των οικοτόπων του μαύρου δρυοκολάπτη φαίνεται να έχει μόνο δευτερεύουσα σημασία. Παρομοίως, η ηλικιακή διάρθρωση των κατοικημένων δασικών περιοχών είναι πολύ διαφορετική. Στη Νορβηγία και στην περίφημη ζώνη της τάιγκα, αναπαράγεται κυρίως σε δένδρα ερυθρελάτης και λεύκας (Populus spp.), συχνά σε άκρες από ξέφωτα ή κατά μήκος ποταμών. Στις χώρες της Βαλτικής, διαβιοί σε αραιά πευκοδάση και στην Ουγγαρία, την Ισπανία και τη Γαλλία, κυρίως σε μικτά δάση οξιάς με ένα ορισμένο ποσοστό ερυθρελάτης.[16] Σε αμιγή φυλλοβόλα δάση, απαντά μόνον στα δυτικά της κατανομής του, κυρίως στη Δ. Γαλλία.

Οι πυκνότητες των πληθυσμών του διαφέρουν σημαντικά. Σε ιδανικές συνθήκες οικοτόπων, το μέγεθος της έκτασης που καταλαμβάνει ένα ζευγάρι μπορεί να είναι μικρότερο των 100 εκταρίων.[17] Συνήθως όμως, τα εδάφη είναι σημαντικά μεγαλύτερα. Ο μέσος όρος στις περιοχές της Κ. Ευρώπης είναι περίπου 400 στρέμματα, ενώ εκτάσεις πάνω από 1000 στρέμματα δεν είναι κάτι το ασυνήθιστο. Σε αυτές τις επιφάνειες, οι φωλιές σε γειτονικές περιοχές είναι συνήθως περισσότερο από ένα χιλιόμετρο μακριά, η μία από την άλλη.

Στην Ελλάδα, ο μαύρος δρυοκολάπτης απαντά σε κωνοφόρα (ελατοδάση και πευκοδάση) και μικτά δάση ορεινών περιοχών (πιο βόρεια), καθώς και σε δάση οξιάς.[13][14]

Ενήλικος θηλικός μαύρος δρυοκολάπτης στη Ρουμανία

Ο μαύρος δρυοκολάπτης, αν και είναι πιο πιθανόν να τον ακούσει κάποιος παρά να τον δει, είναι από τα πλέον αναγνωρίσιμα πτηνά στα ενδιαιτήματα όπου συχνάζει. Με το κατάμαυρο πτέρωμα και το χαρακτηριστικό κόκκινο τμήμα του κεφαλιού του, δεν συγχέεται με κανένα άλλο πουλί (απαραγνώριστο είδος, indistinguishable).

Είναι ο μεγαλύτερος ευρωπαϊκός δρυοκολάπτης και ο 2ος παγκοσμίως μετά τον ασιατικό Mulleripicus pulverulentus, διπλάσιος ή και περισσότερο από εκείνους του γένους Dendrocopos και αρκετά μεγαλύτερος από τον Picus viridis. Έχει μέγεθος κουρούνας αλλά είναι σημαντικά λεπτότερος με μακρύτερη ουρά. Οι βόρειοι πληθυσμοί τείνουν να είναι ελαφρά μεγαλύτεροι και βαρύτεροι από τους νότιους.[18]

Το πτέρωμα είναι κατάμαυρο σε όλες τις περιοχές του, εκτός από την κορυφή του κεφαλιού, όπου στο αρσενικό υπάρχει κόκκινο στέμμα και στο θηλυκό μικρή κόκκινη περιοχή στο οπίσθιο τμήμα του στέμματος, ενώ το υπόλοιπο είναι μαύρο. Ωστόσο, με προσεκτική παρατήρηση ξεχωρίζουν ανεπαίσθητες καφετί ραβδώσεις στις παρυφές των πρωτευόντων ερετικών και πηδαλιωδών φτερών. Ειδωμένο υπό κατάλληλη γωνία πρόσπτωσης του φωτός, το πτέρωμα εμφανίζει γιαλιστερή, ανεπαίσθητα στίλβουσα απόχρωση. Τα φτερά του οπίσθιου τμήματος του στέμματος προεξέχουν υπό γωνία και δίνουν την εντύπωση μικρού λοφίου.

Το ράμφος είναι μακρύ, οξύληκτο και ανοικτό γκρίζο, αλλά με εμφανώς μαυριδερό άκρο. Οι ταρσοί και τα πόδια, στα οποία ξεχωρίζει η χαρακτηριστική ζυγοδακτυλία (2 δάκτυλοι προς τα εμπρός και 2 προς τα πίσω), είναι επίσης γκριζωπά και τα νύχια σκουρότερα. Η ίριδα των οφθαλμών έχει χαρακτηριστικό κιτρινόλευκο χρώμα που δίνει ιδιαίτερη, «λαμπερή» έκφραση στο πρόσωπο του πτηνού.

Τα θηλυκά είναι λίγο μικρότερα και ελαφρύτερα από τα αρσενικά, αλλά αυτό το στοιχείο αχρηστεύεται στην παρατήρηση πεδίου. Ωστόσο το πτέρωμά τους είναι λιγότερο «γυαλιστερό» από των αρσενικών.

Τα νεαρά είναι παρόμοια με τους ενήλικες, αλλά με λιγότερο «γυαλιστερό» πτέρωμα, πιο θαμπό κόκκινο στέμμα και με ανοιχτόχρωμο γκρι λαιμό και ράμφος. Ωστόσο τα αρσενικά ξεχωρίζουν από τα θηλυκά, πάλι από το στέμμα του κεφαλιού. Η ίριδα είναι μαύρη. Μετά το 1ο έτος της ζωής τους αποκτούν το πτέρωμα των ενηλίκων και είναι αδύνατον να ξεχωρίσουν από αυτούς.

Το ράμφος του μαύρου δρυοκολάπτη, όπως και κάποιων άλλων ειδών, έχει μορφή σμίλης στο άκρο του και διατηρείται κοφτερό από τη συνεχή χρήση. Η μακριά κολλώδης γλώσσα, φέρει 4-5 χαρακτηριστικά ζεύγη μυστακίων ( barbs) στο κερατινοειδές άκρο της, τα οποία στρέφονται προς τα πίσω και βοηθούν στη σύλληψη και εξαγωγή των εντόμων, βαθιά μέσα από την τρύπα που έχει διανοιγεί στο δένδρο. Επίσης, καλύπτεται από από ιξώδες έκκριμα που παράγεται από ευμεγέθεις σιελογόνους αδένες.[19] Παρόλ’ αυτά, όταν εκτυλίσσεται έξω από το στόμα δεν ξεπερνά τα 5 εκατοστά, μήκος που θεωρείται μικρό για δρυοκολάπτη.[20] Παλαιότερα, είχε διατυπωθεί η άποψη ότι η γλώσσα διατρυπά σαν λόγχη τις προνύμφες που βρίσκει στο δρόμο της, αλλά πιο λεπτομερείς μελέτες που δημοσιεύθηκαν το 2004 έδειξαν ότι, η γλώσσα μάλλον τυλίγεται γύρω από το θήραμα προτού τραβηχτεί έξω.[21]

Για να αποφευχθεί βλάβη στον εγκέφαλο από τις γρήγορες και επαναλαμβανόμενες κρούσεις, έχει εξελιχθεί μια σειρά από προσαρμογές για να προστατεύεται ο εγκέφαλος. Αυτές περιλαμβάνουν το μικρό μέγεθος του εγκεφάλου, τη διευθέτησή του μέσα στο κρανίο (η οποία μεγιστοποιεί την επιφάνεια επαφής μεταξύ του εγκεφάλου και του κρανίου) και τη σύντομη διάρκεια της επαφής. Επίσης ένα (1) χιλιοστό του δευτερολέπτου πριν από την επαφή με το ξύλο, μια παχιά σκαρδαμυκτική μεμβράνη κλείνει και προστατεύει τον οφθαλμό από τα ρινίσματα ξύλου που εκτινάσσονται. Τα ρουθούνια προστατεύονται επίσης, επειδή έχουν μορφή σχισμής και καλύπτονται από ειδικά φτερά.

Βιομετρικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Μήκος σώματος: (45- ) 46 έως 52 (-57) εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: (64-) 70 έως 84 εκατοστά
  • Μήκος χορδής πτέρυγας: 22,7 έως 26 εκατοστά
  • Μήκος ράμφους: 5,0 έως 6,7 εκατοστά
  • Μήκος ταρσού: 3,6 έως 4,0 εκατοστά
  • Μήκος ουράς: 15,9 έως 17,3 εκατοστά
  • Βάρος: μέσος όρος (250-) 300 έως 350 (-400) γραμμάρια

(Πηγές:[14][20][22][23][24][25][26][27][28][29])

Τα μυρμήγκια του γένους Camponotus αποτελούν την κύρια λεία του μαύρου δρυοκολάπτη

Οι μαύροι δρυοκολάπτες είναι εντομοφάγα πτηνά, τρεφόμενοι κυρίως με μυρμήγκια. Το ποσοστό του φυτικού υλικού στο διαιτολόγιό τους είναι ελάχιστο έως ασήμαντο, και περιλαμβάνει λίγους καρπούς, καθώς και σπέρματα κωνοφόρων. Από τα μυρμήγκια προτιμά τα μεγάλα είδη (ενήλικα άτομα, νύμφες και προνύμφες), ιδιαίτερα των γενών Camponotus, Formica, Lasius και Myrmica. Αυτά, μπορεί εποχικά να αποτελούν μέχρι και το 90% της συνολικής δίαιτας και, μάλιστα, αποτελούν την τροφή επιλογής των νεοσών του δρυοκολάπτη κατά την αναπαραγωγική περίοδο.

Εκτός από μυρμήγκια, διάφορα σκαθάρια, ιδιαίτερα εκείνα στα στάδια ανάπτυξής τους, ιδιαίτερα των οικογενειών Scolytinae και Cerambycidae, αποτελούν μέρος του διαιτολογίου. Οι προνύμφες του υμενόπτερου Urocerus gigas είναι από τα προτιμώμενα θηράματα, αλλά και διάφορα άλλα είδη εντόμων μπορεί να είναι σημαντικά. Μόνο σχετικά σπάνια, δίπτερα, λεπιδόπτερα, αράχνες και μικρά σαλιγκάρια συμπληρώνουν το διαιτολόγιο.

Σε εξαιρετικές περιπτώσεις έλλειψης τροφής, οι μαύροι δρυοκολάπτες φαίνεται να καταναλώνουν μικρά σπονδυλωτά, όπως σαλαμάνδρες ή νεοσσούς και αυγά άλλων ειδών που φωλιάζουν σε τρύπες.

Σημειωτέον ότι, όχι μόνον στα δένδρα αλλά και στις μεγάλες φωλιές των μυρμηγκιών, γίνεται η αναζήτησή τους. Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο να συγκεντρώνονται πολλοί μαζί -πολλές φορές μαζί με άλλα είδη δρυοκολαπτών- και να λυμαίνονται τα ανοίγματα στο έδαφος όπου φτιάχνουν τις φωλιές τους τα υμενόπτερα. Αυτό μπορεί να συμβαίνει ιδιαίτερα τον χειμώνα, ακόμη και όταν υπάρχει στρώμα χιονιού πάνω από τις φωλιές.[30]

Όπως όλα τα συγγενικά είδη, ο μαύρος δρυοκολάπτης είναι ημερόβιο πτηνό, με τη διάρκεια της δραστηριότητας να αντιστοιχεί, χονδρικά, στη διάρκεια της ηλιακής ημέρας. Τα θηλυκά δραστηριοποιούνται, κατά μέσον όρο, λίγο αργότερα στην περιοχή κουρνιάσματος από ό, τι τα αρσενικά. Οι αιχμές δραστηριότητας είναι στις ώρες νωρίς το πρωί και αργά το απόγευμα, ενώ -εκτός της περιόδου αναπαραγωγής-, υπάρχει ανάμεσα ένα σχετικά μεγάλο «διάλειμμα» ανάπαυσης. Οι μαύροι δρυοκολάπτες συνήθως κουρνιάζουν τη νύκτα σε εγκαταλειμμένες φωλιές. Μερικές φορές, ψάχνουν υπό αντίξοες καιρικές συνθήκες κατά τη διάρκεια της ημέρας, κοιλότητες για να κουρνιάσουν. Ο μαύρος δρυοκολάπτης συχνά περνάει αρκετό χρόνο (μέχρι και δύο ώρες), κοντά ή και πάνω στο έδαφος πηδώντας από τον ένα πεσμένο κορμό στον άλλον, αναζητώντας την τροφή του.[19]

Ο μαύρος δρυοκολάπτης «τυμπανίζει» (drums) [ii] για διάφορους λόγους και όχι μόνον για να αναζητήσει την τροφή του, όπως ευρέως πιστεύεται. Μάλιστα, ο κύριος λόγος είναι η οριοθέτηση του ζωτικού του χώρου, τον οποίο «διακηρύσσει» με αυτό τον τρόπο. Επίσης, με αυτό τον τρόπο μπορεί να καλεί το ταίρι του. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι το τυμπάνισμα (drumming) του δρυοκολάπτη, αντικαθιστά το τραγούδι των ωδικών πτηνών.[14]

Ο ήχος παράγεται από τον κορμό του δένδρου που πελεκά το πτηνό, ο οποίος στην πλειονότητα των περιπτώσεων είναι κούφιος στο εσωτερικό του και λειτουργεί ως αντηχείο. Το τυμπάνισμα ακούγεται πολύ δυνατά και σε μεγάλη απόσταση (2-4 χιλιόμετρα) και, επειδή πραγματοποιείται ταχύτατα (έως 17 κτυπήματα/δευτερόλεπτο ! ) και ανά κοντινά χρονικά διαστήματα (1,75-3 δευτερόλεπτα) έχει παρομοιαστεί εύστοχα, ως ριπή πολυβόλου (sic).[14] Συνήθως υπάρχει επιτάχυνση προς το τέλος κάθε «ριπής».[24]

Και τα δύο φύλα τυμπανίζουν, αλλά τα θηλυκά πιο σπάνια και συνήθως πιο αργά και με μικρότερη ένταση. Σε αντίθεση με τα θηλυκά, τα αρσενικά προτιμούν να τυμπανίζουν σε μεγάλα δένδρα που μπορεί συχνά να απέχουν πάνω από ένα (1) χιλιόμετρο από τη θέση φωλιάσματος ή κουρνιάσματος.

Πελέκηση ξύλου και οικολογική σημασία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι μαύροι δρυοκολάπτες όπως και τα άλλα συγγενικά είδη της οικογενείας, χρησιμοποιούν το ισχυρό ράμφος τους για να πελεκούν ή/και να τρυπάνε το ξύλο του κορμού των δέντρων, είτε για να ανακαλύπτουν τη λεία τους, είτε για την κατασκευή της φωλιάς τους (βλ. και Αναπαραγωγή), είτε για την οριοθέτηση του ζωτικού τους χώρου.

Για τον σκοπό αυτό, ο μαύρος δρυοκολαπτης διαθέτει ειδικά προσαρμοσμένο λαιμό με πολύ ισχυρούς μυς, που τού επιτρέπουν να επιφέρει συνεχή και δυνατά, κρουστικά και διατρητικά κτυπήματα στον φλοιό. Το ράμφος του δηλαδή λειτουργεί στην κυριολεξία ως κρουστικό δράπανο (sic). Λόγω του μεγάλου μήκους του ράμφους και της δύναμης των μυών της περιοχής, μπορεί να έχει πρόσβαση στα θηράματα, αρκετά βαθιά μέσα στο δέντρο. Για να τοποθετηθεί σωστά, έχει σχετικά μικρούς κοντόχοντρους ταρσούς, πόδια εφοδιασμένα με δακτύλους τοποθετημένους σύμφωνα με τη διευθέτηση της ζυγοδακτυλίας, μεγάλα, αιχμηρά νύχια και πολύ σκληρά πηδαλιώδη φτερά στην ουρά, ιδιαίτερα εκείνα που απαρτίζουν το κεντρικό ζεύγος.

Πολλές φορές η δραστηριότητα του μαύρου δρυοκολάπτη πάνω στο ξύλο καταλήγει σε φυσικά, «γλυπτά» κομψοτεχνήματα

Το πουλί επιλέγει κατά προτίμηση γέρικα ή ασθενικά δένδρα (στην πλειονότητα των περιπτώσεων οξιές), που μπορεί να έχουν προσβληθεί από μυκητιάσεις και να βρίσκονται σε κατάσταση σήψης αλλά, ελλείψει αυτών, στρέφεται και σε υγιή δένδρα. Η διάνοιξη των οπών μπορεί να πραγματοποιείται σε διάφορα σημεία του ίδιου δένδρου, μέχρι να βρεθεί η κατάλληλη θέση. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, το έργο του δρυοκολάπτη, «προδίδεται» από τον σωρό ρινισμάτων ξύλου στη βάση του δένδρου.

Η σημασία της διάνοιξης οπών στα δένδρα είναι πολύ μεγάλης οικολογικής σημασίας για όλα τα είδη πτηνών και θηλαστικών που φωλιάζουν στα οικοσυστήματα του δρυοκολάπτη, παρέχοντάς τους «έτοιμη κατοικία» και, ως εκ τούτου, θεωρείται ότι είναι «ακρογωνιαίος λίθος» σε πολλά ενδιαιτήματα του φάσματος κατανομής του. Επί πλέον, ελέγχει τους πληθυσμούς των ξυλοφάγων εντόμων με τα οποία τρέφεται, συμβάλλοντας στην προστασία των δέντρων.[31][32]

Ο μαύρος δρυοκολάπτης χαρακτηρίζεται από την ευθεία και «βαριά» πτήση του, αντίθετα από την κυματιστή (undulating) πτήση των άλλων δρυοκολαπτών, που γίνεται μάλλον αδέξια με το κεφάλι ανασηκωμένο. Πάντως, παρά την ευθεία πτήση του, συχνά κάνει απρόσμενες καθοδικές κινήσεις (dippings). Οι πτέρυγές τους παράγουν έντονο ήχο και, ειδικά όταν πετάνε σε κλειστές στροφές, ακούγονται μέχρι και 30 μέτρα μακριά.[33] Από πολλούς ερευνητές έχει αναφερθεί ότι, το πέταγμά του μοιάζει με εκείνο του καρυοθραύστη.[14]

Παρά το κάπως αδέξιο «στυλ» πτήσης τους, οι μαύροι δρυοκολάπτες είναι ανθεκτικοί αεροπόροι που δεν διστάζουν να διανύσουν μεγαλύτερες αποστάσεις και, σε περίπτωση ανάγκης, να πετάξουν πάνω από ανοικτό νερό, όπως συμβαίνει με τους πληθυσμούς των νησιών της Βαλτικής.

Οι φωνές και τα καλέσματα που αρθρώνει ο μαύρος δρυοκολάπτης είναι πολύ ιδιαίτερα. Το κύριο στοιχείο είναι το λεγόμενο «γέλιο» του, που ακούγεται και από άλλους δρυοκολάπτες και χαρακτηρίζεται από διαδοχικούς, ομοιόμορφους τόνους οι οποίοι ακούγονται για μεγάλο χρονικό διάστημα και, από μακριά, δίνουν την εντύπωση γέλιου. Αρθρώνεται ιδιαίτερα από τα νεαρά άτομα, όταν καλούν τους γονείς τους (begging call). Περιστασιακά, το «γέλιο» αυτό διακόπτεται από υψίσυχνη στριγγή φωνή, που μοιάζει να έρχεται από αρπακτικό πτηνό και ξαφνιάζει τον παρατηρητή.

  • Η χαρακτηριστική φωνή του μαύρου δρυοκολάπτη που μοιάζει με γέλιο, αλλά και το φωτεινό του μάτι που υπερτονίζεται από τη λευκοκίτρινη ίριδα, έδωσαν βάση για τον χαρακτηρισμό του ως «τρελού» (sic), σε πολλές περιοχές της Κ. Ευρώπης, ιδιαίτερα κατά την περίοδο του Μεσαίωνα, και να τον συνδέσουν με θρύλους και κακοδαιμονίες.
  • Δείγματα φωνής (εξωτερικός σύνδεσμος)
Πορτρέτο νεαρού αρσενικού μαύρου δρυοκολάπτη

Όπως συμβαίνει με πολλά άλλα είδη, ο ζωτικός χώρος του μαύρου δρυοκολάπτη δεν είναι σαφώς καθορισμένος. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι περιοχές αναζήτησης τροφής είναι αρκετά μεγάλες, χωρίς να αλληλοεπικαλύπτονται και να προκαλούν συγκρούσεις μεταξύ των «ιδιοκτητών» τους. Αλλά ακόμη και στην αντίθετη περίπτωση, τα αρσενικά δεν είναι επιθετικά, όταν υπάρχουν άφθονες πηγές τροφής. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της ερωτοτροπίας και την εποχή αναπαραγωγής, η περιοχή γύρω από τη φωλιά γίνεται πεδίο αντιπαράθεσης, με τα πουλιά να τυμπανίζουν έντονα, υπερασπιζόμενα τον χώρο τους. Μάλιστα, είναι αξιοσημείωτο ότι τα θηλυκά είναι πιο επιθετικά προς άλλα θηλυκά, από ότι τα αρσενικά. Οι «μάχες» είναι περισσότερο τελετουργικά δρώμενα παρά πραγματικές αντιπαραθέσεις και, συνήθως, τα προβλήματα λύνονται μόνο με φωνές.

Παραδόξως για ένα πτηνό του μεγέθους του, η διεκδίκηση του ζωτικού χώρου από άλλα πτηνά (όχι δρυοκολάπτες) είναι μάλλον «μαλθακή». Για παράδειγμα, η αντιπαράθεση με τον αιγωλιό (Aegolius funereus) που συνηθίζει να φωλιάζει στις ίδιες θέσεις στα μεγάλα γεωγραφικά πλάτη, καταλήγει σχεδόν πάντοτε με την υποχώρηση του δρυοκολάπτη. Μόνον όταν, ήδη έχουν γεννηθεί τα αβγά, η υπεράσπιση της φωλιάς γίνεται με σθεναρό τρόπο.

Οι μαύροι δρυοκολάπτες αποκτούν σεξουαλική ωριμότητα, ήδη από το τέλος τους 1ου έτους ζωής τους. Είναι μονογαμικά πτηνά και αρχίζουν τα τελετουργικά ερωτοτροπίας από τον Μάρτιο, αν και σε κάποιες περιοχές αυτό μπορεί να συμβαίνει από τα τέλη Ιανουαρίου.

Στην Κ. Ευρώπη, οι περισσότεροι μαύροι δρυοκολάπτες προτιμούν τις οξιές, ειδικά τη δασική οξιά (Fagus sylvatica), για τη διάνοιξη της οπής, όπου θα κατασκευαστεί η φωλιά. Τα δένδρα μπορεί να βρίσκονται σε οποιαδήποτε θέση στον οικότοπο, αρκεί να εξασφαλίζεται ελεύθερη προσέγγιση και επαρκής περιμετρική ορατότητα, με τις πλαγιές και τις τοποθεσίες κοντά στο νερό να προτιμώνται ιδιαίτερα. Εκτός από την οξιά, σειρά από άλλα φυλλοβόλα και κωνοφόρα αποτελούν υποψήφια για πελέκηση δένδρα, όπως η ερυθρελάτη, το πεύκο, το έλατο, η βελανιδιά, η λεύκα (στη Β. Ευρώπη, ιδίως η Populus tremula), ο φράξος, το σφενδάμι και το σκλήθρο.

Ο κύριος λόγος για την προτίμηση της οξιάς, είναι ο υψηλός της θόλος (canopy) και η σχετική αντοχή της στη θραύση, η οποία εξασφαλίζει τη μακροχρόνια χρήση της φωλιάς. Μελέτη στη Βάδη-Βυρτεμβέργη [34] έδειξε ότι, σε 378 οπές, οι 185 ήσαν πάνω σε δασικές οξιές, οι 113 σε έλατα, οι 52 σε μαυρόπευκα και οι 28 σε σφενδάμια.

Τυπική είσοδος της φωλιάς μαύρου δρυοκολάπτη, σε μιαν οξιά

Οι περισσότερες οπές είχαν διανοιγεί σε σημαντικά ύψη από το έδαφος, μεταξύ 10 και 20 μέτρων και, μόνο πολύ σπάνια, σε ύψος μικρότερο από 5 μέτρα. Εκτός από την ηλικία των δένδρων, ιδιαίτερα η διάμετρος του κορμού στην περιοχή της οπής είναι σημαντική, που πρέπει να είναι πάντοτε μεγαλύτερη από 40 εκατοστά. Οι περισσότερες οπές δημιουργούνται τον Μάρτιο και τον Απρίλιο, με τα νέα ζευγάρια να ανοίγουν καινούργιες, σε αντίθεση με τα παλαιότερα ζευγάρια που πηγαίνουν σε εκείνες που είχαν δημιουργήσει στα περασμένα χρόνια. Η οπή εισόδου που ανοίγουν οι μαύροι δρυοκολάπτες, έχει ελαφρώς μεγαλύτερο ύψος από ό, τι πλάτος, με την κάτω ακμή να είναι συνήθως υπό κλίση, έτσι ώστε το νερό της βροχής να ρέει προς τα έξω. Συχνά, χρησιμοποιείται ένα αδύνατο σημείο στον κορμό για την διάνοιξη της οπής, η οποία έχει διαστάσεις 12.8 × 8.6 εκατοστά, περίπου. Το βάθος της ποικίλλει από 30 έως 60 εκ., περίπου, ενώ το πλάτος στο εσωτερικό της, σπάνια πέφτει κάτω από 25 εκ. Εννοείται ότι, οι καλύτερες φωλιές χρησιμοποιούνται για πολλά χρόνια.

Στην κατασκευή της φωλιάς συμμετέχουν και τα δύο φύλα, με την «εσωτερική επίστρωση» να προορίζεται μάλλον για τα αρσενικά. Για την ολοκλήρωση μιας νέας φωλιάς (διάνοιξη οπής, κατασκευή και εσωτερική επίστρωση φωλιάς) χρειάζονται περίπου 4 εβδομάδες, αλλά σε περίπτωση αντικατάστασης παλαιότερης, η καινούργια φωλιά μπορεί να ολοκληρωθεί σε λιγότερο από 10 ημέρες.[35] Από τη στιγμή που έχει γίνει η τρύπα, με περαιτέρω πελέκηση δημιουργείται ο «θάλαμος ωοτοκίας», με μόνη επίστρωση τα ρινίσματα ξύλου που παρήχθησαν σε όλη τη διαδικασία.

Dryocopus martius pinetorum

Οι μαύροι δρυοκολάπτες ωοτοκούν άπαξ σε κάθε περίοδο φωλιάσματος, η οποία αρχίζει στην Κ. Ευρώπη τον Απρίλιο. Η έναρξη της ωοτοκίας μπορεί να καθυστερήσει σημαντικά από τυχόν παρενόχληση στον χώρο φωλιάσματος, τόσο που, μπορεί να μετατεθεί ακόμη και στις αρχές Ιουνίου. Σπάνια, και μόνον σε απώλεια της πρώτης γέννας, πραγματοποιείται και δεύτερη, κάτι που εξηγεί την παρουσία νεοσσών που παρατηρούνται τον Αύγουστο.

Η γέννα αποτελείται από 4 (2-6) (σπανότατα μέχρι 9 [36]) αβγά με διαστάσεις 33,9 × 24,8 χιλιοστά και μέσο βάρος 13 γραμμάρια. Λαμβάνοντας υπόψιν το μέγεθος του μαύρου δρυοκολάπτη, τα αυγά είναι πολύ μικρά και ελαφριά. Τα διαστήματα εναπόθεσης είναι ανά δύο ημέρες και η εκκόλαψη αρχίζει μετά το τελευταίο αβγό. Οι νεοσσοί εκκολάπτονται ανά σχετικά μεγάλα χρονικά διαστήματα έως και τρεις ημέρες, γεγονός που οδηγεί αναπόφευκτα σε διαφορές στην ανάπτυξη των νεοσσών. Η περίοδος επώασης είναι κατά μέσον όρο 13 ημέρες, στην οποία παίρνουν μέρος και οι δύο εταίροι και, όπως συμβαίνει με όλους σχεδόν τους δρυοκολάπτες, το αρσενικό συμμετέχει περισσότερο.

Ενήλικος αρσενικός μαύρος δρυοκολάπτης με νεαρά πουλιά στη φωλιά τους

Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι και, κατά τη διάρκεια των πρώτων 8 ημερών, τροφοδοτούνται συνεχώς ανά, σχετικά, σύντομα χρονικά διαστήματα με πολτό κυρίως από μυρμήγκια και προνύμφες μυρμηγκιών. Ειδικά το αρσενικό διανυκτερεύει μέσα στη φωλιά για όλο αυτό το διάστημα.[36] Αργότερα, οι γονείς απομακρύνονται για περισσότερο διάστημα προς αναζήτηση λείας και φροντίζουν για την απομάκρυνση των περιττωμάτων από τη φωλιά. Από την 17η ημέρα οι νεοσσοί εμφανίζονται στην είσοδο της οπής, όπου και «παραδίδεται» το φαγητό. Συνολικά, η διάρκεια της πτέρωσης (fledging) ποικίλλει και κυμαίνεται από 25 έως 31 ημέρες.

Μετά την αναχώρηση από τη φωλιά, η οικογένεια χωρίζεται σε δύο ομάδες, εκάστη των οποίων εποπτεύεται από έναν (1) γονέα. Η διάρκεια επιτήρησης των νεαρών πουλιών είναι πολύ διαφορετική, αλλά διαρκεί τουλάχιστον 4 έως 5 εβδομάδες. Η συνολική επιτυχία αναπαραγωγής στον μαύρο δρυοκολάπτη θεωρείται υψηλή, με τα ποσοστά απώλειας σε αρκετούς πληθυσμούς που μελετήθηκαν, να είναι κάτω από 15%.[37] Μετά την αναπαραγωγή, οι δρυοκολάπτες διασπείρονται σε τοπική κλίμακα. Ωστόσο, εκτεταμένες μετακινήσεις των νεαρών πτηνών, μέχρι και 100 χιλιόμετρα, είναι γνωστές.

Στην Ελλάδα, ο μαύρος δρυοκολάπτης είναι επιδημητικός και φωλιάζει [38] σε ορεινές δασικές θέσεις, στη βόρεια (μικτά δάση) και κεντρική επικράτεια (πευκοδάση και ελατοδάση),[14] αλλά είναι μόνον τοπικά κοινός.

Χρήση της φωλιάς από άλλα είδη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Ευρώπη, 58 (!) είδη από διαφορετικές ομοταξίες βρέθηκαν να κάνουν χρήση στις οπές που ανοίγει ο μαύρος δρυοκολάπτης, καθιστώντας τον από τα σημαντικότερα πτηνά, από οικολογική άποψη. Ανάμεσα σε αυτά είναι το φασσοπερίστερο, η κάργια, το ψαρόνι, διάφορα είδη από κουκουβάγιες, ακόμη και πάπιες όπως ο χηνοπρίστης και η βουκεφάλα. Πολλές νυχτερίδες, συμπεριλαμβανομένων και ορισμένων εξαιρετικά απειλούμενων ειδών, κάνουν χρήση των οπών που ανοίγει ο μαύρος δρυοκολάπτης. Από τα θηλαστικά, συμπεριλαμβάνονται σκίουροι, μυωξοί και διάφορα κουνάβια. Επιπλέον, έντομα όπως σφήκες, μέλισσες, μπάμπουρες και βέσπες βρέθηκαν να κάνουν χρήση των οπών.

Εκτός από τους φυσικούς τους θηρευτές, ιδιαίτερα στους νεοσσούς, που είναι κυρίως γεράκια και κουνάβια και, λιγότερο συχνά, μπούφοι, δεν υπάρχουν επικίνδυνοι θηρευτές για τους μαύρους δρυοκολάπτες. Αρκετά νεαρά πτηνά έχουν ένα ατύχημα κατά τους πρώτους μήνες της ζωής του, ή υποφέρουν από έλλειψη τροφής κατά τη διάρκεια του 1ου χειμώνα. Επίσης και στους ενήλικες, κάποιοι δριμείς χειμώνες, ιδίως το πολύ χιόνι, προκαλούν προβλήματα στην εύρεση τροφής και αρκετά πουλιά πεθαίνουν από το κρύο. Η λαθροθηρία από τον άνθρωπο δεν φαίνεται να παίζει κάποιον σημαντικό ρόλο.

Κατάσταση πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προς το τέλος του 19ου αιώνα, νέες, ξεχωριστές περιοχές έχουν δημιουργηθεί από το είδος σε πολλά μέρη της Ευρώπης, πιθανότατα εκείνες με σοβαρές αλλαγές στα δασικά περιβάλλοντα, ειδικά από τη μετατροπή των χαμηλών και μεσαίων δασών σε υψηλά δάση, και τις περιοχές φύτευσης με κωνοφόρα, ειδικά με έλατα. Αυτή η επέκταση παρατηρήθηκε για πρώτη φορά στις ορεινές περιοχές και συνεχίστηκε στις πεδινότερες. Μέχρι το 1920, το βόρειο τμήμα της Γερμανίας, του Βελγίου, των Κάτω Χωρών και της ανατολικής Αυστρίας είχε αποικιστεί από τον μαύρο δρυοκολάπτη, ενώ στη δεκαετία του 1960 ευρείες περιοχές της Γαλλίας -όπου το είδος εξακολουθεί να επεκτείνεται-, καθώς και σε οικισμούς στη Δανία και τη μεγάλη Ουγγρική Πεδιάδα. Μεγάλους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς, διαθέτουν η Γερμανία, η Αυστρία και η Ελβετία.[39]

To είδος δεν φαίνεται να διατρέχει κάποιο σοβαρό κίνδυνο, εκτός από τους προαναφερθέντες και αξιολογείται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN.[40]

Ο μαύρος δρυοκολάπτης δεν είχε κάποιο σημαντικό ρόλο στη μυθολογία της αρχαιότητας και των αρχών του Μεσαίωνα. Ωστόσο, όπως η επιστημονική ονομασία του (βλ. Ονοματολογία) υπονοεί, είχε σχετιστεί με τον Άρη, θεό του πολέμου. Αυτό μπορεί να οφείλεται στην ισχύ του, αλλά και στο ότι Άρης ήταν για τους αρχαίους Ρωμαίους θεός της γονιμότητας και των δασών.

Ένας δρυοκολάπτης, ίσως ο μαύρος, εμφανίζεται ήδη στους βασικούς μύθους της Ρώμης μαζί με τη λύκαινα, τον Ρέμο και τον Ρωμύλο. Στην αρχαία Ελλάδα, ήταν ένα από τα πτηνά που χρησιμοποιούνταν στην οιωνοσκοπία. Σε διάφορους λαούς της Σιβηρίας το αίμα του θεωρήθηκε ως φάρμακο, ενώ στο Χοκάιντο της Ιαπωνίας λατρευόταν ως θεότητα.

Στη Γερμανία ήταν «Πτηνό της Χρονιάς» για το έτος 1981 και στην Ελβετία, το 2011.

Άλλες λόγιες ονομασίες του είδους είναι Δρυοκολάπτης ο μαύρος και Δρυοκολάπτης ο μέλας.[41]

Ο Μαύρος δρυοκολάπτης απαντά στον ελλαδικό χώρο και με τις ονομασίες Μαυροτσικλιτάρα [41] (παλαιότερη επίσημη λαϊκή ονομασία), Δενδροφάγος, Ξυλοφάγος, Πελεκάς [1], Δενδροκόπος [42] και Μαυροδρυοκόπος.[13]

i. ^ Υπό τη στενή έννοια (sensu stricto) το γένος (βιολογία) Dryocopus, δεν πρέπει να αποδίδεται ως Δρυοκολάπτης, όπου αντιστοιχεί το γένος Picus, αλλά ως Δρυοκόπος.[43] Τα λατινικά γένη δεν αντιστοιχούν πάντοτε σε μία (1) λόγια ονομασία, όπως θα έπρεπε αλλά σε πολύ λιγότερες -στην πλειονότητα των περιπτώσεων-, κάτι που στη συστηματική ορολογία είναι λανθασμένο.

ii. ^ Ο αγγλικός όρος drumming που χρησιμοποιείται ευρέως στη διεθνή βιβλιογραφία για να περιγράψει τη σειρά διαδοχικών κτυπημάτων που επιφέρουν οι δρυοκολάπτες (sensu lato) στους κορμούς των δένδρων, για τη διάνοιξη οπών, δεν έχει αντίστοιχο -ευρέως χρησιμοποιούμενο- στην ελληνική βιβλιογραφία. Ωστόσο, το συγκεκριμένο ηθολογικό χαρακτηριστικό του πτηνού έχει μεγάλη σημασία, ακόμη και ως διαγνωστικό στοιχείο, για να αποφευχθεί η χρήση του και, η αναδρομή στη βιβλιογραφία δίνει τις εξής εκδοχές:

  1. Η πρωταρχική σημασία του όρου drumming είναι τυμπανοκρουσία και επομένως το αντίστοιχο ρήμα θα έπρεπε να είναι τυμπανοκρούω (η λέξη «τυμπανοκρούστης» μαρτυρείται από το 1766, στον Ευγένιο Βούλγαρι).[44] Όμως, η έκφραση «ο δρυοκολάπτης τυμπανοκρούει» θα ήταν μάλλον κακόηχη για να χρησιμοποιηθεί και να παραμείνει εν χρήσει, παρόλο που σημασιολογικά είναι η ορθότερη.
  2. Ο όρος τυμπανισμός έχει χρησιμοποιηθεί επίσης ως απόδοση του drumming, μάλιστα καταγράφεται και στην αρχαιότητα ως «...η κρούση των τυμπάνων προς τιμήν της Κυβέλης και του Διονύσου...» και -συνεκδ.- «...η ιεροτελεστία προς τιμήν της Κυβέλης...».[44] Όμως, τη λέξη δανείστηκαν οι ευρωπαϊκές γλώσσες και τη χρησιμοποίησαν ευρέως στην Ιατρική και Κτηνιατρική για να περιγράψουν τον ήχο που παράγεται κατά την επίκρουση σημείων του σώματος, ιδίως στην κοιλιακή χώρα, από τη συσσώρευση αερίων, κάτι που στην ελληνική βιβλιογραφία έχει περιγραφεί ως μετεωρισμός. Έτσι η λέξη τυμπανισμός έχει πλέον καθιερωθεί, σήμερα, περισσότερο ως ιατρικός όρος.[44]
  3. Τελευταία επιλογή είναι ο όρος τυμπάνισμα, ο οποίος επίσης μαρτυρείται -στον πληθυντικό τυμπανίσματα-, από το 1899 στην εφημερίδα «Ακρόπολις»,[44]. Ο όρος αυτός, μαζί με το αντίστοιχο ρήμα τυμπανίζω, δεν έχει τις λεκτικές ή σημασιολογικές αναστολές των δύο προηγούμενων όρων και κρίνεται ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ο πλέον κατάλληλος για την απόδοση του αγγλικού drumming. Άλλωστε, στην ελλιπέστατη ελληνική ορνιθολογική βιβλιογραφία, έχει χρησιμοποιηθεί στην έκδοση της ΕΟΕ «Οδηγός Αναγνώρισης για τα Πουλιά της Ελλάδας της Κύπρου και της Ευρώπης», 2007.[14]
  • Ο δρυοκολάπτης τυμπανίζει, λοιπόν...
  1. 1,0 1,1 1,2 ΠΛ: 5, 905
  2. Howard and Moore, p. 314
  3. 3,0 3,1 3,2 Howard and Moore, p. 326
  4. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=554101
  5. Μπαμπινιώτης, σ. 1229
  6. ΠΛΜ: 21, 461
  7. http://myria.math.aegean.gr/lds/data/volA/pdf/pg_0689.pdf
  8. http://www.archives.nd.edu/cgi-bin/wordz.pl?keyword=martius
  9. 9,0 9,1 9,2 http://ibc.lynxeds.com/species/black-woodpecker-dryocopus-martius
  10. 10,0 10,1 10,2 http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22681382
  11. Gorman, p. 94
  12. http://www.iucnredlist.org/details/full/22681382/0
  13. 13,0 13,1 13,2 Όντρια (Ι), σ. 145
  14. 14,0 14,1 14,2 14,3 14,4 14,5 14,6 14,7 Mullarney et al, p. 224
  15. Günther, p. 5
  16. Gorman, p. 84f
  17. Thomas Noah: Siedlungsdichte, Habitat und Bestandsentwicklung der Spechte im NSG "Innerer Unterspreewald". Otis 8, 2000: S. 75-98
  18. Urs N. Glutz von Blotzheim Bd. 9. S. 966
  19. 19,0 19,1 planetofbirds.com
  20. 20,0 20,1 Singer, p. 250
  21. Villard et al
  22. Flegg, p. 160
  23. Heinzel et al, p. 224
  24. 24,0 24,1 Bruun, p. 190
  25. Perrins, p. 148
  26. Όντρια, σ. 145
  27. Scott & Forrest, p. 148
  28. http://www.ibercajalav.net
  29. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
  30. Gorman, p. 87
  31. Gorman
  32. Perrins et al
  33. HBV (1994) Bd. 9. S. 980
  34. Hölzinger (2001) Bd. 2.3 – S. 420
  35. Blume (1996) S. 41
  36. 36,0 36,1 Harrison, p. 213
  37. Hölzinger (2001) Bd. 2.3 S. 422
  38. Κόκκινο Βιβλίο
  39. Gorman (2004) p. 84
  40. http://www.iucnredlist.org/details/22681382/0
  41. 41,0 41,1 Απαλοδήμος, σ. 56
  42. ΕΕΛ: 1, 804
  43. Όντρια (Ι), σ. 144-145
  44. 44,0 44,1 44,2 44,3 ΠΛΜ: 58, 473
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Mary Taylor Gray, The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Editions Rencontre S. A. Lausanne, 1975, ελληνική έκδοση «Σύνδεσμος Φίλων Βιβλίων Ποιότητας», (Σ.Φ.Β.Π)
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Ελευθερουδάκη: Επίτομον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν εκδ. Νίκας, 1972 (ΕΕΛ)
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
  • Bauer Hans-Günther & Peter Berthold: Die Brutvögel Mitteleuropas. Bestand und Gefährdung. 2., durchgesehene Auflage; AULA – Wiesbaden 1997. S. 287–288 ISBN 3-89104-613-8
  • Beaman Mark und Steve Madge: Handbuch der Vogelbestimmung – Europa und Westpaläarktis. Eugen Ulmer Verlag 1998, S. 533; ISBN 3-8001-3471-3
  • Bergmann Hans-Heiner und Hans-Wolfgang Helb: Die Stimmen der Vögel Europas. BLV München 1982 S. 222;ISBN 3-405-12277-5
  • BirdLife International. 2004. Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status. BirdLife International, Cambridge, U.K.
  • Blume Dieter: Schwarzspecht, Grauspecht und Grünspecht. Neue Brehm-Bücherei 300. Westarp Wissenschaften Magdeburg 1996. S. 17–50. ISBN 3-89432-497-X
  • Brazil, M. (2009) Field Guide to the Birds of East Asia: Eastern China, Taiwan, Korea, Japan and Eastern Russia. A&C Black, London.
  • Brazil, M. 2009. Birds of East Asia: eastern China, Taiwan, Korea, Japan, eastern Russia. Christopher Helm, London.
  • del Hoyo et al.: Handbook of the Birds of the World, Band 7 (Jacamars to Woodpeckers). Lynx Edicions, 2002, ISBN 84-87334-37-7 (HBW)
  • Dvorak Michael et al. (Hrsg.): Atlas der Brutvögel Österreichs. Umweltbundesamt 1993 S. 260 f. ISBN 3-85457-121-6
  • Gorman Gerard: Woodpeckers of Europe. A Study to European Picidae. Bruce Coleman, Chalfont 2004. S. 81–94; S. 44; 37;. ISBN 1-87284-205-4
  • Günther Volker: Der Schwarzspecht. Erarbeitung des aktuellen Wissensstandes zum Schwarzspecht Dryocopus martius – auf der Grundlage eines umfassenden Literaturstudiums, unter besonderer Berücksichtigung der Eignung des Schwarzspechtes als “Bioindikator” zur Beurteilung der Naturnähe eines Waldes. (PDF-Datei; 1,14 MB)
  • Hölzinger Jochen und Ulrich Mahler: Die Vögel Baden-Württembergs. Nicht-Singvögel 3. Ulmer, Stuttgart 2001. ISBN 3-8001-3908-1. S. 420–447
  • IUCN. 2014. The IUCN Red List of Threatened Species. Version 2014.2. Available at: www.iucnredlist.org. (Accessed: 24 July 2014).
  • Pasinelli Gilberto: Population biology of European woodpecker species: a review. In: Ann. Zool. Fennici 43: S. 96–111; ISSN0003WEITER455XNSSI. Der Aufsatz als pdf (en)
  • Perrins, C.M., Attenborough, D. and Arlott, N. (1987). New Generation Guide to the Birds of Britain and Europe. University of Texas Press, Texas.
  • Peterson, R.T., Mountfort, G. and Hollom, P.A.D. (1993) Collins Field Guide: Birds of Britain and Europe. HarperCollins Publishers, London.
  • Rolstad, J. r.; Rolstad, E.; Sæteren, Øy. (2000). "Black Woodpecker Nest Sites: Characteristics, Selection, and Reproductive Success". The Journal of Wildlife Management 64 (4): 1053–1066. doi:10.2307/3803216. JSTOR 3803216.
  • Rolstad, Jorund; Rolstad, E.; Sæteren, Øy. (2000). "Black Woodpecker Nest Sites: Characteristics, Selection, and Reproductive Success". The Journal of Wildlife Management (4 ed.) (Allen Press) 64 (4): 1053–1066. doi:10.2307/3803216. JSTOR 3803216.
  • Südbeck Peter et al.: Methodenstandards zur Erfassung der Brutvögel Deutschlands. Radolfzell 2005 ISBN 3-00-015261-X
  • The Birds of the Western Palearctic [Abridged]. OUP. 1997. ISBN 0-19-854099-X.
  • Urs N. Glutz von Blotzheim (Hrsg.): Handbuch der Vögel Mitteleuropas. Bearbeitet u. a. von Kurt M. Bauer und Urs N. Glutz von Blotzheim. Aula-Verlag, Wiesbaden. Band 9. Columbiformes – Piciformes. 2., durchgesehene Auflage 1994 ISBN 3-89104-562-X S. 917–942 (HBV)
  • Villard, Pascal; Cuisin, Jacques (2004). "How do woodpeckers extract grubs with their tongues? A study of the Guadeloupe woodpecker (Melanerpes herminieri) in the French Indies". Auk 121 (2): 509–514. doi:10.1642/0004-8038(2004)121[0509:HDWEGW]2.0.CO;2.
  • Wember Viktor: Die Namen der Vögel Europas. Bedeutung der deutschen und wissenschaftlichen Namen. AULA-Verlag Wiebelsheim 2005. ISBN 3-89104-678-2
  • Winkler Hans, David Christie und David Nurney: Woodpeckers. A Guide to Woodpeckers, Piculets and Wrynecks of the World. Pica Press, Robertsbridge 1995. ISBN 0-395-72043-5
  • Woodpeckers: An Identification Guide to the Woodpeckers of the World by Hans Winkler, David A. Christie & David Nurney. Houghton Mifflin (1995), ISBN 978-0395720431