Αιγωλιός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αιγωλιός
Ενήλικος αιγωλιός (υποείδος A. f. richardsoni)
Ενήλικος αιγωλιός (υποείδος A. f. richardsoni)
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Γλαυκόμορφα (Strigiformes)
Οικογένεια: Γλαυκίδες (Strigidae)
Υποοικογένεια: Σουρνιίνες (Surniinae) [1]
Γένος: Αιγωλιός (Aegolius) Kaup, 1829 M
Είδος: A. funereus
Διώνυμο
Aegolius funereus (Αιγωλιός ο κήδειος)
(Linnaeus, 1758)
Υποείδη

Aegolius funereus beickianus [i]
Aegolius funereus caucasicus
Aegolius funereus funereus
Aegolius funereus magnus [ii]
Aegolius funereus pallens
Aegolius funereus richardsoni
Aegolius funereus sibiricus

Ο Αιγωλιός είναι νυκτόβιο αρπακτικό πτηνό της οικογενείας των Γλαυκιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Aegolius funereus και περιλαμβάνει 7 υποείδη. [2][3]

Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος Aegolius funereus funereus (Linnaeus, 1758). [4]

Ο αιγωλιός, ανήκει στις σπάνιες κουκουβάγιες της Ελλάδας και έχει παρατηρηθεί λίγες φορές στη χώρα. Λόγω της -πολύ χαρακτηριστικής- φωνής του είχε θεωρηθεί προάγγελος «κακών» από τους ανθρώπους της υπαίθρου, παρόλο που είναι πολύ ωφέλιμο πτηνό, όπως συμβαίνει με όλα τα Γλαυκόμορφα. Λόγω της έμφυτης «δειλίας» του, των απρόσιτων δασικών ενδιαιτημάτων του, και επειδή είναι νυκτόβιο και τείνει να αποφεύγει τις ανθρώπινες δραστηριότητες, αποτελεί μία από τις λιγότερο μελετημένες (conjectural) κουκουβάγιες στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη. [5]

Κύρια διαγνωστικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Αρκετά μεγάλο, σχετικά με το μέγεθος του σώματος, κεφάλι
  • Πολύ ιδιαίτερο νυκτερινό «τραγούδι»

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Σταθερή → [6]

Ονοματολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επιστημονική ονομασία του γένους Aegolius, είναι ελληνική και αναφέρεται στο φερώνυμο μυθολογικό πρόσωπο. Ο Αιγωλιός ήταν νεαρός Κρητικός που, μαζί με τρεις συμπατριώτες του, έντυσε το σώμα του με χαλκό για προστασία από τα τσιμπήματα και μπήκε στο σπήλαιο όπου γεννήθηκε ο Δίας, για να κλέψει μέλι. Ο αρχηγός των θεών θύμωσε και ήθελε να τους θανατώσει όλους με κεραυνό, αλλά παρενέβη η Θέτις με τις Μοίρες και ο Δίας τούς μεταμόρφωσε σε διάφορα πουλιά, ένα από τα οποία ήταν η φερώνυμη κουκουβάγια. [7] Τον μύθο αναφέρει στην αφήγησή του Φώρες ο μυθογράφος Αντώνιος Λιβεράλις, αντλώντας πηγές από από το δεύτερο βιβλίο της Ορνιθογονίας του Βοίου. [8]

Ο λατινικός όρος funereus στην επιστημονική ονομασία του είδους, προέρχεται από το fūnus «εξόδιος ακολουθία, κηδεία» και σημαίνει επακριβώς «ο σχετιζόμενος με/ο αναφερόμενος σε κηδεία, ο κήδειος, ο επικήδειος» (πρβλ. τύμβω χέουσα τάσδε κηδείους χοάς, Ασχύλ.). [9][10] Επομένως, η απόδοση «πένθιμος» και «πενθών» που, πολλές φορές χρησιμοποιείται για τον όρο funereus, σχετίζεται μεν με την λέξη αλλά δεν αποτελεί ακριβή μετάφρασή της.

Προφανώς, η λέξη «κήδειος», παραπέμπει στην θρηνητική φωνή του πτηνού και τα «κακά» με τα οποία συνδέεται, σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες (βλ. Δοξασίες).

Στην αγγλική ορνιθολογική βιβλιογραφία το είδος καταγράφεται με τρεις, κυρίως, λαϊκές ονομασίες. Μέχρι πρόσφατα, η κύρια ονομασία ήταν Tengmalm’s Owl «κουκουβάγια του Τένγκμαλμ», προς τιμήν του Σουηδού φυσιοδίφη Πέτερ Τένγκμαλμ (Peter Gustav Tengmalm, 1754-1803). Σήμερα, η «επίσημη» λαϊκή ονομασία είναι Boreal Owl «κουκουβάγια των βορείων -υποαρκτικών- περιοχών», ενώ παλαιότερα είχε χρησιμοποιηθεί η ονομασία Richardson’s Owl «κουκουβάγια του Ρίτσαρντσον», προς τιμήν του Σκωτσέζου χειρουργού και φυσιοδίφη Τζον Ρίτσαρντσον (Sir John Richardson, 1787-1865)

Συστηματική Ταξινομική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος περιγράφηκε από τον Λινναίο ως Strix funerea (Σουηδία, 1758). [11][12] Μεταφέρθηκε στο σημερινό του γένος, Aegolius, από τον Γερμανό φυσιοδίφη Γιόχαν Κάουπ (Johann Jakob Kaup, 1803-1873), το 1829.

Η ταξινομική του πτηνού είναι, σχετικά, ξεκάθαρη αν και συμβαίνουν αρκετές υβριδοποιήσεις στις περιοχές αλληλεπικάλυψης κάποιων υποειδών (βλ. Πίνακα κατανομής υποειδών). Μελέτη των ακραίων δυτικών ευρασιατικών πληθυσμών (Πυρηναία όρη), δεν έδειξε διαφορές στη γενετική δομή από τους βόρειους πληθυσμούς (Φινοσκανδιναβία). Το -παλαιότερα περιγραφέν- taxon Athene brama poikila προφανώς σχετίζεται με τo σημερινό είδος. [13]

Γεωγραφική κατανομή υποειδών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος εμφανίζει ευρύ φάσμα κατανομής στις περιοχές που βρίσκονται στο Βόρειο Ημισφαίριο, αλλά σε σχετικά μεγάλα γεωγραφικά πλάτη (boreal). Παραμένει στα δασικά ενδιαιτήματά του όλο το έτος, με πολύ μικρές τοπικές μετακινήσεις.

Στην Ευρώπη, η εξάπλωσή του αρχίζει από την περιοχή των Πυρηναίων στα νότια και δυτικά και, φθάνει μέχρι τα δάση του αρκτικού κύκλου της Νορβηγίας στα βόρεια. Στο Ηνωμένο Βασίλειο υπάρχουν μόλις 50 καταγραφές. [14]Το νοτιότερο όριο κατανομής του είναι τα δάση της Κ. Ελλάδας, ενώ σε όλη την υπόλοιπη ήπειρο απαντά στις ορεινές δασωμένες περιοχές με κωνοφόρα.

Στην ασιατική επικράτεια κατεβαίνει μέχρι τις ορεινές περιοχές της Τουρκίας που βλέπουν στον Εύξεινο Πόντο, αλλά η κύρια κατανομή του περιλαμβάνει ευρεία, συνεχή ζώνη από τα ρωσικά σύνορα στα δυτικά και, μέσω όλης της σιβηρικής τάιγκας, μέχρι την Καμτσάτκα και τις ακτές του Ειρηνικού απέναντι από την Ιαπωνία στα ανατολικά, ενώ, νότια φθάνει μέχρι την ΔΚ. Κίνα.

Στην Αμερική, το εκεί υποείδος εξαπλώνεται στα μεγάλα δάση κωνοφόρων από την ηπειρωτική Αλάσκα στα δυτικά, μέχρι τις ακτές του Καναδά στον Ατλαντικό, στα ανατολικά, και από το δασικό όριο των πάγων στα βόρεια (μεγάλες λίμνες, κόλπος Χάντσον), μέχρι τις ΒΔ. ΗΠΑ και κατά μήκος των Βραχωδών Ορέων στο Νέο Μεξικό, στα νότια. [15]

Αρ. Υποείδος Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης Σημειώσεις
1 Aegolius funereus beickianus Β Ινδία (Λαχαούλ και Χιμάτσαλ Πραντές) και Κ Κίνα (ΒΑ Τσινχάι) Κάποιοι ερευνητές το συγχωνεύουν με το 2
2 Aegolius funereus caucasicus Β Καύκασος Ενδημικό στην περιοχή Πιθανή η παρουσία του στην Β Τουρκία. Κάποιοι ερευνητές το συγχωνεύουν με το 1
3 Aegolius funereus funereus Β, Κ και ΝΑ Ευρώπη ανατολικά προς τη λεκάνη του ποταμού Λένα και την λίμνη Βαϊκάλη, νότια μέχρι το Α Καζακστάν (Ταρμπαγκατάι) και την Β Μογγολία. Εξαιρείται ο Καύκασος Είναι το ευρωπαϊκό υποείδος
4 Aegolius funereus magnus ΒΑ Σιβηρία ανατολικά προς απώτατη ΒΑ Ρωσία (Ανάντιρ, Κολιμά) και Καμτσάτκα
5 Aegolius funereus pallens Δ Σιβηρία (Οροσειρά Τιεν Σαν) στα σύνορα Ρωσίας και Κίνας Υβριδίζεται με το 4 στην περιοχή της Γιακουτίας στην Α Ρωσία. Κάποιοι ερευνητές το συγχωνεύουν με το 7
6 Aegolius funereus richardsoni Αλάσκα, Καναδάς ανατολικά μέχρι το Λαμπραντόρ και ΒΔ ΗΠΑ (Βραχώδη Όρη, νότια μέχρι το Β Νέο Μεξικό Είναι το μοναδικό υποείδος της αμερικανικής ηπείρου
7 Aegolius funereus sibiricus Βαϊκάλη, ανατολικά μέχρι την Οχοτσκική θάλασσα, Σαχαλίνη και ΒΑ Κίνα Κάποιοι ερευνητές το συγχωνεύουν με το 5

Πηγές: [16][17][18]

(σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντάται στον ελλαδικό χώρο)

Μεταναστευτική συμπεριφορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο αιγωλιός είναι αποκλειστικά επιδημητικό είδος, με τους κατά τόπους πληθυσμούς του να παραμένουν στις ίδιες θέσεις, καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Λόγω της μορφής των ενδιαιτημάτων του (δάση κωνοφόρων), προστατεύεται από τα ακραία καιρικά φαινόμενα καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους και μπορεί να παραμένει κοντά στις περιοχές αναπαραγωγής του, με μικρές υψομετρικές μετακινήσεις.

Εν τούτοις σε κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις, έχουν παρατηρηθεί φθινοπωρινές μαζικές μετακινήσεις προς τα νότια, κυρίως θηλυκά και νεαρά άτομα,[19] αν και κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι αυτά τα άτομα αποτελούν μόνον ένα τμήμα των συνολικών πληθυσμών και, απλώς δεν μπορούν να ανιχνευθούν, διότι δεν ακούγονται κατά τη διάρκεια της μη-αναπαραγωγικής περιόδου. [20]

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί από το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ουγγαρία και την Ινδία. [21]

Στην Ελλάδα, όπως και σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη, ο αιγωλιός είναι επιδημητικό πτηνό, δηλαδή αναπαράγεται και διαχειμάζει στη χώρα, χωρίς να μεταναστεύει και, απλώς αλλάζει θέση στα δασικά του ενδιαιτήματα (κωνοφόρα προς μικτά φυλλοβόλα και αντιστρόφως) (βλ. και Κατάσταση στη Ελλάδα). [22][23][24]

Από την Κρήτη δεν αναφέρεται, ενώ πολύ σπάνια και τυχαία είναι η παρουσία του στην Κύπρο. [25]

Βιότοπος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο αιγωλιός ζει και αναπαράγεται στα πυκνά δάση κωνοφόρων των περιοχών κατανομής του, συνήθως με ξέφωτα και μικρά τέλματα. [26] Το «προπύργιό» του στην Ασία είναι τα τεράστια σε έκταση δάση της σιβηρικής τάιγκα, ενώ στην Β.Αμερική, τα μεγάλα δάση κωνοφόρων των Βραχωδών Ορέων, με τις βορεινές απολήξεις τους, στην Αλάσκα και τον Καναδά. Σε όλες ανεξαιρέτως τις υπόλοιπες περιοχές κατοικεί στα μικρότερα ή μεγαλύτερα υποαλπικά δασικά ενδιαιτήματα, με προτίμηση τα κωνοφόρα και πάλι, αν και μπορεί να απαντά σε μεγάλα δάση πλατύφυλλων δένδρων, ιδιαίτερα μετά το φθινόπωρο.

Στην Ευρώπη, όλα τα μεγάλα ηπειρωτικά δάση αποτελούν ιδανικά ενδιαιτήματα, όπως εκείνα των Πυρηναίων και των Άλπεων. Άλλες σημαντικές ορεινές περιοχές είναι τα Καρπάθια, ο Αίνος και η Πίνδος μέχρι τις νότιες απολήξεις της (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα).

Μορφολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενήλικος αιγωλιός

Ο αιγωλιός είναι η μεγαλύτερη από τις «μικρές» κουκουβάγιες (γκιώνη, μικρή κουκουβάγια), όμως, σαφώς μικρότερος από τον χουχουριστή και την τυτώ. Το πτέρωμά του είναι σκούρο -σχεδόν μαυριδερό- καφέ στην άνω επιφάνεια του σώματος, με χαρακτηριστικές λευκές πιτσιλιές, μεγάλες στην περιοχή των ώμων και μικρότερες στις πτέρυγες. Η κάτω επιφάνεια, αντίθετα, είναι υπόλευκη με διάσπαρτες καφετί ραβδώσεις.

Το κεφάλι είναι πολύ χαρακτηριστικό, μεγάλο σε σχέση με το σώμα, χωρίς αντία και με εμφανή υπο-τετραγωνισμένο δίσκο προσώπου, ο οποίος φέρει λευκά φτερά και κάνει αντίθεση με το σκούρο καφέ στο στέμμα, το οποίο έχει πολλές, μικρές λευκές κηλίδες. Τα μάτια είναι μεγάλα και στρογγυλά, με κίτρινες ίριδες που, σε συνδυασμό με τα ανορθωμένα λευκά «φρύδια», δίνουν στο πουλί «έκπληκτη» (sic) όψη. Στην γωνία που σχηματίζουν οι οφθαλμοί με το ράμφος υπάρχουν πολλές μαύρες σμήριγγες. Το ράμφος είναι μικρό, γαμψό και λευκοκίτρινο.

Η ουρά είναι κοντή και καφέ, με 4-5 λευκές, χιαστί-μπάρες. Οι ταρσοί και τα πόδια είναι καλυμμένα με λευκά φτερά, μέχρι τους γαμψώνυχες, οι οποίοι είναι σκοτεινοί, μαυριδεροί καφέ, και έχουν πολύ αιχμηρές άκρες.

Γενικά, δεν υφίσταται ιδιαίτερος φυλετικός διμορφισμός, με τα θηλυκά να είναι λίγο μεγαλύτερα και βαρύτερα. Τα νεαρά άτομα έχουν σκούρο σοκολατί πτέρωμα και στις δύο επιφάνειες τους σώματος, καφέ δίσκο προσώπου και λιγότερες λευκές στίξεις.

Βιομετρικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μήκος σώματος: ♂ 21 έως 25 εκατοστά, ♀ 25 έως 28 εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: 50 έως 62 εκατοστά
  • Μήκος χορδής πτέρυγας: ♂ 15,4 έως 18,8 εκατοστά, ♀ 16,4 έως 19,2 εκατοστά
  • Μήκος ουράς: ♂ 7,5 έως 11,5 εκατοστά
  • Βάρος: ♂ 90 έως 115 (-120) γραμμάρια, ♀ 120 έως 195 (-210) γραμμάρια [27]

(Πηγές: [28][29][30][31][32][33][34][35][36][37][38][39][40]

Τροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι αιγωλιοί αναζητούν την τροφή τους τη νύκτα, όπως όλες σχεδόν οι κουκουβάγιες, αν και -αναγκαστικά- κατά τη διάρκεια της αρκτικής ημέρας, όταν βρίσκονται πάνω από τον Αρκτικό Κύκλο. [41] Επίσης, μπορεί να κυνηγούν κατά τη διάρκεια της ημέρας όταν μεγαλώνουν τους νεοσσούς τους.[42] Τα θηράματά τους είναι κυρίως μικρά θηλαστικά (μυγαλές και χωραφοπόντικες (ποντικοί Clethrionomys rutilus και Microtus agrestis, M. epiroticus), σκίουροι, νυχτερίδες, βάτραχοι, πουλιά, ασπόνδυλα και έντομα.

Διακεκριμένη νυκτερινή φωτογραφία αιγωλιού με την λεία του

Τα άπεπτα σφαιρίδια (pellets) είναι παχιά, γκρίζα, περίπου 22x12 χιλιοστά και βρίσκονται κυρίως γύρω από την ημερήσια θέση κουρνιάσματος. [43]

Ηθολογία και πτήση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι αιγωλιοί είναι νυκτόβια και μη-κοινωνικά (unsociable) πτηνά που, υπερασπίζονται -τα αρσενικά- τον ζωτικό τους χώρο, αν και αυτός δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλος. Υιοθετούν όρθια στάση όταν εποπτεύουν τον χώρο, ενώ συνηθίζουν να κάθονται στον θόλο των δένδρων (canopy). [44]

Κατά την πτήση είναι εμφανείς οι στρογγυλεμένες πτέρυγες, ενώ τα φτεροκοπήματα είναι γρήγορα και αθόρυβα, ενώ οι αερολισθήσεις (glides), σύντομες και σε ευθεία γραμμή. [45] Κινούνται με μεγάλη επιδεξιότητα ανάμεσα στα κλαδιά των δένδρων. [46]

Φωνή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η φωνή του αιγωλιού είναι πολύ χαρακτηριστική, μια σειρά από μονοσύλλαβα (ου) καλέσματα, με τα πρώτα στο ίδιο τονικό ύψος και τα τελευταία λίγο ψηλότερα, ιδιαίτερα όταν το πουλί βρίσκεται σε διέγερση. Η χροιά τους μοιάζει αρκετά με την χροιά της οκαρίνας. Συνήθως, ο αριθμός τους είναι 7-8 καλέσματα που επαναλαμβάνονται 12-15 φορές κάθε λεπτό. [47] Ακούγονται πολύ δυνατά, ακόμη και μέχρι 3 χλμ. μακριά. [48] Πολλοί νυκτερινοί «ακροατές», παρομοιάζουν το κάλεσμα του αιγωλιού με εκείνο του τσαλαπετεινού. [49]

Τα αρσενικά τραγουδούν έντονα, μόνον όταν είναι αζευγάρωτα. Πάντως υπάρχει αρκετή διαφοροποίηση στην ένταση και, κυρίως, στην ταχύτητα που αρθρώνονται τα καλέσματα, άλλες φορές πιο γρήγορα και άλλες φορές, πιο αργά.[50] Τα θηλυκά ακούγονται λιγότερο, με μικρότερη ένταση, αλλά οι φθόγγοι είναι πιο υψίσυχνοι. [51]

Αναπαραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αναπαραγωγική περίοδος αρχίζει στα μέσα Απριλίου, σπάνια στα μέσα Μαρτίου και η ωοοτοκία πραγματοποιείται συνήθως άπαξ, σπανιότερα δύο φορές. Τα ζευγάρια μπορεί να είναι διαφόρων «ειδών» ως προς την συντροφικότητά τους, είτε μονογαμικά, είτε ένα (1) αρσενικό να συνευρίσκεται με περισσότερα θηλυκά (polygyny) ή το αντίστροφο (polyandry). Οι δύο τελευταίες περιπτώσεις φαίνεται να συμπίπτουν με τις περιόδους αυξημένης αναπαραγωγής στα τρωκτικά. [52]

Οι αιγωλιοί φωλιάζουν στα δάση κωνοφόρων, αν και όχι, απαραιτήτως, αποκλειστικά. Η φωλιά βρίσκεται στην κουφάλα ενός δένδρου, 5-6 μ. από το έδαφος, [53] ή σε κάποιο κτήριο, σε τρύπες μέσα σε βράχια, γκρεμούς ή λατομεία, μπορεί όμως και να βρίσκεται πάνω στο έδαφος στην ύπαιθρο. Συνήθως δεν υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο υλικό επίστρωσης, ιδιαίτερα αν η φωλιά ανήκει σε άλλο πουλί. [54] Χρησιμοποιούν ευρέως τις τρύπες που ανοίγουν στα δένδρα οι μαύροι δρυοκολάπτες, [55] ενώ στην Αμερική μπορεί να εγκαθίστανται και σε τεχνητές φωλιές. [56]

Νεαρός αιγωλιός

Το θηλυκό εναποθέτει (2-) 3 με 5 (-8) ελλειπτικά-υποελλειπτικά λευκά αβγά, διαστάσεων 35,6 Χ 29,6 χιλιοστών και τα επωάζει για 28-29 ημέρες, ενώ το αρσενικό την εφοδιάζει με τροφή. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι και τυφλοί αν και γεννιούνται με πυκνό, λευκό χνούδι. Ανοίγουν τα μάτια τους σε 10 ημέρες, περίπου. [57] Επιτηρούνται και από τους δύο γονείς και μπορεί να αφήσουν την φωλιά σε ηλικία περίπου 30-32 ημερών, ενώ πτερώνονται στις 5 εβδομάδες, χωρίς ωστόσο να πετούν καλά. [58] Αποκτούν σεξουαλική ωριμότητα στους 9 μήνες, περίπου. [59]

Προσδόκιμο ζωής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι αιγωλιοί μπορούν να ζήσουν για, τουλάχιστον, 7-8 χρόνια, ενώ έχουν καταγραφεί άτομα που φθάνουν τα 16 χρόνια. Τα επωάζοντα θηλυκά μερικές φορές σκοτώνονται από δενδροκούναβα. Επίσης, πέφτουν θύματα μεγαλύτερων αρπακτικών, όπως άλλες κουκουβάγιες και διπλοσάινα. [60]

Κατάσταση πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος λόγω κυρίως, του ευρέος φάσματος κατανομής του και της έλλειψης διώξεων από το κυνήγι δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο, ως εκ τούτου, χαρακτηρίζεται ως Ελαχίστης Ανησυχίας από την IUCN. [61] Ωστόσο, παραμένει από εκείνα τα Γλαυκόμορφα, των οποίων η βιολογία και ηθολογία τους είναι ανεπαρκώς μελετημένες. [62] Ο ελληνικός πληθυσμός (βλ. Κατάσταση στην Ελλάδα), επειδή εξαπλώνεται στο νοτιότερο άκρο της κατανομής του είδους, θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικός ως «δείκτης», ευάλωτος σε περιβαλλοντικές μεταβολές και ιδιαίτερα στις κλιματικές αλλαγές. [63]

Κατάσταση στην Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο αιγωλιός φωλιάζει στην Ελλάδα, αλλά δεν είναι εύκολο να παρατηρηθεί αφού, στις τελευταίες δεκαετίες, έχει καταγραφεί επίσημα ελάχιστες φορές. Φαίνεται ότι η περιοχή όπου απαντά περισσότερο είναι τα μεγάλα δάση κωνοφόρων της Ροδόπης, στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, μέχρι τα 1.600 μέτρα. Επίσης, έχει παρατηρηθεί στον Όλυμπο, την Οίτη και τον Παρνασσό (νοτιότερο σημείο). Μπορεί να φωλιάζει και στις περιοχές του Εθνικού Δρυμού Βίκου-Αώου και στον Γράμμο, αλλά τα υπάρχοντα στοιχεία χρειάζονται επιβεβαίωση. [64] Υπάρχει παρατήρηση του 2010, στα 1.800 μέτρα (Α. Χριστόπουλος, Περιοδικό "Η ΦΥΣΗ", Απρίλιος-Ιούνιος 2011). [65]

Γενικά, δεν υπάρχουν επαρκή και τεκμηριωμένα στοιχεία για τον πληθυσμό, τις τάσεις και τα πιθανά προβλήματα του πτηνού. Για τον ελλαδικό χώρο, το είδος κατατάσσεται στα Σπάνια (Rare). [66]

Μέτρα διαχείρισης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μελέτη της κατάστασης του πληθυσμού πέντε ειδών ορνιθοπανίδας του Παραρτήματος Ι της Οδηγίας 79/409, με παρακολούθηση και δράση. [67]

Άλλες ονομασίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λόγιες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αιγωλιός ο ορεσίβιος/πένθιμος/θρηνώδης, Γλαυξ η μεγαλοκέφαλος. [68]

Λαϊκές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στον ελλαδικό χώρο ο Αιγωλιός απαντάται ευρέως με την ονομασία Χαροπούλι, [69][70] που αποτελούσε για πολλά χρόνια την «επίσημη» ονομασία της ΕΟΕ και Ελατόμπουφος. [71]

Δοξασίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο αιγωλιός είναι από τις κουκουβάγιες που έχουν συνδεθεί έντονα με το στοιχείο του «θανάτου», από τους ανθρώπους της υπαίθρου, ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Από εκεί, άλλωστε, έχει πάρει την ονομασία Χαροπούλι, ευρέως διαδεδομένη στον ελληνικό χώρο που, πιθανότατα, αναφέρεται και σε άλλες κουκουβάγιες.

  • Το «κακό» όνομα, έχει πάρει το πουλί από την διαπίστωση ότι, η χαρακτηριστική φωνή του ακούγεται όταν οι άνθρωποι στην ύπαιθρο αγρυπνούν στο προσκέφαλο κάποιου που ασθενεί, ή θρηνούν την απώλεια κάποιου προσώπου. Ωστόσο, προσεκτικές παρατηρήσεις έχουν δείξει ότι το πτηνό, απλώς έλκεται από τα αναμμένα φώτα των σπιτιών, όπου συγγενείς και φίλοι «ξενυχτούν» τον νεκρό, -έθιμο ευρύτατα διαδεδομένο στην επαρχία- και, κάνει αυτό που ξέρει από ένστικτο να κάνει: καλεί το ταίρι του. [72]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

i. ^ Συμπεριλαμβάνει και το υποείδος A. f. juniperi [73]

ii. ^ Συμπεριλαμβάνει και το υποείδος A. f. jacutorum [74]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Howard and Moore, p. 230
  2. Howard and Moore, p. 233
  3. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=177938
  4. Howard and Moore, p. 233
  5. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Σεπτεμβρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 14 Νοεμβρίου 2014. 
  6. http://www.iucnredlist.org/details/full/22689362/0
  7. ΠΛΜ, 4:332
  8. ΠΛ, 1:895
  9. ΠΛΜ, 33:460
  10. http://www.archives.nd.edu/cgi-bin/wordz.pl?keyword=funereus
  11. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Σεπτεμβρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 14 Νοεμβρίου 2014. 
  12. Linnaeus, Carolis. 1758. Systema Naturae (Syst. Nat.) ed. 10: p 93
  13. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Σεπτεμβρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 14 Νοεμβρίου 2014. 
  14. Mullarney et al, p. 222
  15. http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22689362
  16. Howard and Moore, p. 233
  17. http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22690419
  18. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Σεπτεμβρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 14 Νοεμβρίου 2014. 
  19. Mullarney et al, p. 222
  20. http://en.wikipedia.org/wiki/Boreal_owl
  21. http://www.iucnredlist.org/details/full/22689362/0
  22. Όντρια (Ι), σ. 139
  23. RDB, σ. 156, 235
  24. ΣΠΕΕ, σ. 249
  25. Σφήκας, σ. 98
  26. Mullarney et al, p. 222
  27. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Σεπτεμβρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 14 Νοεμβρίου 2014. 
  28. Ηarrison & Greensmith, p. 202
  29. Avon & Tilford, p. 54
  30. Flegg, p. 152
  31. Heinzel et al, p. 204
  32. Perrins, p. 142
  33. Bruun, p. 172
  34. Όντρια, σ. 139
  35. Scott & Forrest, p. 136
  36. Singer, p. 234
  37. Mullarney et al, p. 222
  38. http://www.ibercajalav.net
  39. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
  40. owlpages.com
  41. Bruun, p. 172
  42. Ηarrison & Greensmith, p. 202
  43. owlpages.com
  44. Mullarney et al, p. 222
  45. Mullarney et al, p. 222
  46. Ηarrison & Greensmith, p. 202
  47. Bruun, p. 172
  48. Mullarney et al, p. 222
  49. Heinzel et al, p. 204
  50. owlpages.com
  51. owlpages.com
  52. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Σεπτεμβρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 14 Νοεμβρίου 2014. 
  53. owlpages.com
  54. Harrison, p. 202
  55. Mullarney et al, p. 222
  56. owlpages.com
  57. owlpages.com
  58. Harrison, p. 203
  59. owlpages.com
  60. owlpages.com
  61. http://www.iucnredlist.org/details/22689362/0
  62. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Σεπτεμβρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 14 Νοεμβρίου 2014. 
  63. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 14 Νοεμβρίου 2014. 
  64. Handrinos & Akriotis
  65. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 14 Νοεμβρίου 2014. 
  66. Κόκκινο Βιβλίο, σ. 235
  67. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 14 Νοεμβρίου 2014. 
  68. Απαλοδήμος, σ. 65
  69. Απαλοδήμος, σ. 65
  70. Όντρια (Ι), σ. 139
  71. http://avibase.bsc-eoc.org/
  72. ΠΛ, 1:895
  73. Howard and Moore, p. 233 footnote 3
  74. Howard and Moore, p. 233, footnote 2

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Brazil, M. 2009. Birds of East Asia: eastern China, Taiwan, Korea, Japan, eastern Russia. Christopher Helm, London.
  • IUCN. 2012. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2012.1). Available at: http://www.iucnredlist.org. (Accessed: 19 June 2012).
  • Rich, T.D.; Beardmore, C.J.; Berlanga, H.; Blancher, P.J.; Bradstreet, M.S.W.; Butcher, G.S.; Demarest, D.W.; Dunn, E.H.; Hunter, W.C.; Inigo-Elias, E.E.; Martell, A.M.; Panjabi, A.O.; Pashley, D.N.; Rosenberg, K.V.; Rustay, C.M.; Wendt, J.S.; Will, T.C. 2004. Partners in flight: North American landbird conservation plan. Cornell Lab of Ornithology, Ithaca, NY.
  • www.energo-eke.gr

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας» (RDB), Αθήνα 1992
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Enticott Jim and David Tipling: Photographic Handbook of the Seabirds of the World, New Holland, 1998
  • Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Jobling, J. 1991. A dictionary of scientific bird names. University Press, Oxford.
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
  • Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Χανδρινός Γ. και Δημητρόπουλος Α.: Τα Αρπακτικά Πουλιά της Ελλάδας, εκδ. Ευσταθιάδης, Αθήνα, 1982
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»