Κουρούνα
Κουρούνα | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
| ||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Corvus cornix (Linnaeus, 1758) | ||||||||||||||||
Εξάπλωση της κουρούνας
| ||||||||||||||||
Υποείδη | ||||||||||||||||
Corvus cornix cornix |
Η κουρούνα, γνωστή και ως σταχτοκουρούνα (επιστ. ονομ.: Corvus cornix) ή εσφαλμένα κοράκι (πρόκειται για διαφορετικά είδη) είναι ένα ξηροβατικό πουλί, ενδημικό στη βόρεια, ανατολική και νοτιοανατολική Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή της οικογένειας των κορακοειδών. Έχει το χρώμα της στάχτης, ενώ το κεφάλι, ο λαιμός, το στήθος, τα φτερά και η ουρά είναι μαύρα και τα μάτια, τα πόδια και το ράμφος είναι επίσης μαύρα. Όπως και τα υπόλοιπα κορακοειδή είναι παμφάγο και οπορτουνιστικό πτηνό.
Συστηματική ταξινόμηση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Είναι τόσο όμοια από άποψη συμπεριφοράς και εμφάνισης με τη μαυροκουρούνα, που θεωρούνταν ότι αυτά τα δύο είδη αποτελούν δύο διαφορετικούς γεωγραφικούς πληθυσμούς ενός είδους και η κουρούνα ήταν γνωστή ως Corvus corone cornix. Η θεωρία αυτή ενισχύθηκε από το γεγονός ότι όταν αυτοί οι δύο διαφορετικοί πληθυσμοί ήρθαν σε επαφή διασταυρώθηκαν. Όμως καλύτερες παρατηρήσεις και το γεγονός ότι τα υβρίδια, δηλαδή τα πουλιά που ήταν αποτέλεσμα της διασταύρωσης των δύο πληθυσμών ήταν πιο αδύναμα από τα άλλα, οδήγησε τους ειδικούς το 2002 να θεωρήσουν την κουρούνα ένα ξεχωριστό είδος.[1]
Υποείδη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Υπάρχουν τέσσερα γνωστά υποείδη του είδους.
Αρ. | Υποείδος | Περιοχές εξάπλωσης |
---|---|---|
1 | Corvus cornix cornix | Ευρώπη, Βρετανικά Νησιά (Κυρίως στη Σκωτία και την Ιρλανδία), νότια μέχρι τη Κορσική |
2 | Corvus cornix pallescens | Τουρκία, Αίγυπτος |
3 | Corvus cornix sharpii | Από δυτική Σιβηρία μέχρι τον Καύκασο και το Ιράν |
4 | Corvus cornix capellanus | Ιράκ, νοτιοδυτικό Ιράν |
(σημ: με έντονα γράμματα τα υποείδη που απαντούν στην Ελλάδα)
Περιγραφή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η κουρούνα έχει σταχτί χρώμα, ενώ το κεφάλι, ο λαιμός, τα φτερά, η ουρά, το ράμφος και τα πόδια είναι μαύρα και τα μάτια έχουν σκούρο καφέ χρώμα. Το αρσενικό είναι μεγαλύτερο από το θηλυκό, αλλά κατά τα άλλα τα δύο φύλα είναι πανομοιότυπα. Η πτήση είναι αργή, βαριά και ασυνήθιστα ίσια. Προς στιγμήν όταν πετάει μπορεί να μπερδευτεί με αρπακτικό. Το μήκος της κουρούνας ποικίλει μεταξύ 48 και 52 εκατοστών, το άνοιγμα φτερών του είναι σχεδόν ένα μέτρο και έχει κατά μέσο όρο βάρος 510 γραμμάρια.[2]
Συμπεριφορά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η κουρούνα είναι παμφάγα και ψάχνει συνεχώς στα σκουπίδια για τροφή. Για να ανοίξει τα όστρακα καβουριών και μαλάκιων τα πετάει από μεγάλο ύψος. Επίσης κλέβει αφύλακτα αυγά και τα τρώει. Τέλος τρώει μικρά θηλαστικά, απορρίματα και μικρότερα πουλιά.
Οι κουρούνες, επειδή σχεδόν παντού βρίσκονται "εκτός νόμου", είναι πουλιά προσεκτικά και καχύποπτα. Είναι ευφυές πτηνό, καθώς είναι ικανή να κλέψει το δόλωμα από αφύλαχτη πετονιά[3].
Οι κουρούνες φτιάχνουν τη φωλιά τους από τα τέλη Φεβρουαρίου μέχρι τα μέσα Ιουνίου, ανάλογα με την περιοχή. Η ογκώδης φωλιά τους φτιαγμένη με κλαδιά φτιάχνεται ψηλά στα δέντρα, όπως και της συγγενικής καρακάξας, αλλά επίσης γκρεμοί, παλιά κτήρια και πυλώνες μπορεί να χρησιμοποιηθούν, ενώ μέσα στη φωλιά μπορούν να ενσωματωθούν κόκκαλα και καλώδια. Γεννάει τέσσερα με έξι μπλε αυγά με καφέ κηλίδες. Η θηλυκή κουρούνα κλώσσαει τα αυγά για 17 με 19 ημέρες, ενώ το αρσενικό φέρνει την τροφή.
Πινακοθήκη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Parkin, David T. (2003): Birding and DNA: species for the new millennium. Bird Study 50(3): 223–242. HTML abstract
- ↑ «Hooded Crow Corvus cornix [Linnaeus, 1758]». BTOWeb BirdFacts. British Trust for Ornithology. Ανακτήθηκε στις 4 Φεβρουαρίου 2008.
- ↑ Lars, Svensson (2015). Τα Πουλιά της Ελλάδας της Κύπρου και της Ευρώπης. Ελλάδα: Bonnier Fakta. σελ. σ. 366. ISBN 978-960-6861-33-8.