Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μαυρόγυπας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μαυρόγυπας
Ενήλικος μαυρόγυπας
Ενήλικος μαυρόγυπας
Κατάσταση διατήρησης

Προ Απειλής (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Αετόμορφα (Accipitriformes)
Οικογένεια: Αετίδες (Accipitridae) Vigors, 1824
Υποοικογένεια: Γυπίνες (Aegypiinae) [1] [i]
Γένος: Αιγυπιός (Aegypius) Savigny, 1809 M
Είδος: A. monachus
Διώνυμο
Aegypius monachus (Αιγυπιός ο μοναχός)
(Linnaeus, 1766)

Ο Μαυρόγυπας είναι ημερόβιο αρπακτικό πτηνό, ένας από τους γύπες που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική του ονομασία είναι Aegypius monachus και δεν περιλαμβάνει υποείδη (μονοτυπικό).[2]

  • Η Ελλάδα, έχει την τιμή να φιλοξενεί τον τελευταίο πληθυσμό όλης της ΝΑ Ευρώπης[3] (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα).

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Καθοδική ↓[4]

Το όνομα του γένους προέρχεται από την ελληνική μυθολογία. Ο Αιγυπιός (Aegypius), και ο Νεόφρων (Neophron), υπήρξαν τα τραγικά πρόσωπα της ιστορίας μιας παράνομης ερωτικής σχέσης με τη μητέρα τού δευτέρου Τιμάνδρα και, της τελικής μεταμόρφωσης όλων σε πτηνά από τον Δία.[5]

Η λατινική λέξη monachus στην επιστημονική ονομασία του είδους είναι εκλατινισμένη απόδοση της ελληνικής «μοναχός, καλόγερος» και, σχετίζεται με τη χαρακτηριστική μορφολογία του πάνω μέρους του σώματος του πτηνού, που μοιάζει με πανωφόρι Καθολικού μοναχού.[6]

Η αγγλική λαϊκή ονομασία του είδους (Cinereus Vulture) παραπέμπει στο χαρακτηριστικό σταχτόγκριζο χρώμα τού πτερώματός του.[7]

Η ελληνική λαϊκή ονομασία του σχετίζεται, επίσης, με το χρώμα του πτερώματος του πτηνού, μόνο που δεν είναι ακριβώς μαύρο. Πιθανότατα, η κατά Κανέλλη ονομασία, οφείλεται στη διάθεση να δειχτεί η έντονη αντίθεση με το χρώμα τού άλλου μεγάλου γύπα της ελληνικής πανίδας, τού όρνιου. [εκκρεμεί παραπομπή]

Συστηματική ταξινομική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος περιγράφηκε από τον Λινναίο, ως Vultur Monachus (Αραβία, 1766). Η μεταφορά του στο γένος Aegypius, έγινε το 1809 από τον Γάλλο ζωολόγο Μ. Σαβινί (Marie Jules César Lelorgne de Savigny 1777 – 1851).[8]

Ο μαυρόγυπας ανήκει στους Γύπες του Παλαιού Κόσμου για να υπάρχει διαχωρισμός από τους αντίστοιχους του Νέου Κόσμου. Όμως, τα γένη αυτών των δύο ομάδων είναι φυλογενετικά απομακρυσμένα μεταξύ τους και ο συγκεκριμένος διαχωρισμός είναι περισσότερο συμβατικός παρά ουσιαστικός. Τα μέλη των δύο κατηγοριών υπήρξαν διαδεδομένα τόσο στον Παλαιό Κόσμο όσο και στη Βόρεια Αμερική, κατά τη διάρκεια του Νεογενούς. Οι γύπες του Παλαιού Κόσμου αποτελούν, πιθανώς, πολυφυλετική ομάδα μέσα στην οικογένεια Accipitridae, με τον ασπροπάρη, γυπαετό και γυποϊέρακα να αποτελούν ξεχωριστά taxa.[9].

Γεωγραφική εξάπλωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Γεωγραφική εξάπλωση του είδους A. monachus
Πράσινο = Όλο το έτος (επιδημητικό)
Πράσινο με ? = Πιθανές θέσεις αναπαραγωγής
Πράσινο με R = Απελευθέρωση σε εξέλιξη
Μπλε = Περιοχές διαχείμασης (με διαγράμμιση = Σπανιότερη διαχείμαση)
Σκούρο γκρι = Παλαιότερες περιοχές αναπαραγωγής με σταδιακή εκμηδένιση μετά το 1800, περίπου
Σκούρο γκρι με ? = Αβέβαιες πρώην περιοχές αναπαραγωγής
(σημ. ο χάρτης είναι ελλιπής ως προς τις θέσεις διαχείμασης στην Αραβική Χερσόνησο)

Ο μαυρόγυπας είναι ευρασιατικό είδος, με τα δυτικά όρια της εξάπλωσής του να είναι στην Ιβηρική Χερσόνησο. Ακολουθεί μια ζώνη ασυνέχειας στην Ελλάδα, την Τουρκία και όλη την κεντρική Μέση Ανατολή. Κατόπιν η ζώνη συνεχίζεται μέσα από το Αφγανιστάν προς τη Β. Ινδία, για να καταλήξει στην Κ. Ασία, τη Μογγολία και την Κορέα, όπου και βρίσκονται τα προς ανατολάς όριά της.

Μεταναστευτική συμπεριφορά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γενικά, ο μαυρόγυπας είναι εξαιρετικά σπάνιος και διάσπαρτος μέσα στα όρια κατανομής του, ειδικά στο ευρωπαϊκό τμήμα. Κατά τα άλλα, πρόκειται για επιδημητικό αναπαραγόμενο είδος, εκτός από εκείνα τα μέρη του φάσματος κατανομής, όπου οι σκληροί χειμώνες προκαλούν περιορισμένη υψομετρική μετανάστευση.

Ειδικότερα, στη Ν. Ευρώπη οι ενήλικες είναι επιδημητικοί, ενώ στην Κ. Ασία μερικώς μεταναστευτικοί ακολουθώντας, συχνά, τους ιθαγενείς νομάδες και τα κοπάδια τους. Τα περισσότερα πουλιά αφήνουν την Μογγολία και άλλες βόρειες αναπαραγωγικές επικράτειες, κατά τη διάρκεια του χειμώνα, για τη ΒΑ. Αφρική και τη Μέση Ανατολή, μέσω της Β. Ινδίας και της Κορέας. Άλλοι πληθυσμοί φθάνουν στην Αραβία και τη Ν. Κίνα.[10] Στην ευρύτερη περιοχή του Νεπάλ απαντά μέχρι τα 2.900 μ., αλλά κατά τη μετανάστευση έχει παρατηρηθεί στα 4.900 μ.[11]

Τα νεαρά άτομα μπορούν να διανύσουν μεγάλες αποστάσεις σε ξηρά ενδιαιτήματα για να αντιμετωπίσουν τις ισχυρές χιονοπτώσεις ή αντίθετα, τις υψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού.[12]

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από την Αυστρία, τη Λεττονία και τη Λευκορωσία, την Αίγυπτο, την Ιορδανία και το Ομάν, το Μπανγκλαντές, την Ταϊλάνδη και την Ιαπωνία.[4]

  • Στην Ελλάδα, ο μαυρόγυπας είναι επιδημητικό αναπαραγόμενο είδος σε πολύ μικρούς πληθυσμούς, δηλαδή ζει και αναπαράγεται στην χώρα καθ’όλη τη διάρκεια του έτους (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα).[13][14][15][16] Από την Κρήτη έχει πιθανότατα εξαφανιστεί,[17] το ίδιο δε, ισχύει και για την Κύπρο.[18]

Ο μαυρόγυπας είναι ένα είδος που αρέσκεται να συχνάζει σε ξηρές λοφώδεις, ημιορεινές περιοχές, κυρίως άνυδρα ημι-ανοικτά οικοσυστήματα, όπως τα απομακρυσμένα λιβάδια, στέπες και οροπέδια μεγάλων υψομέτρων, που χαρακτηρίζονται από περιορισμένη ανθρώπινη όχληση. Επίσης, σε μεγάλα πεδινά δάση με βραχώδεις εξάρσεις.[19]

Στην ευρωπαϊκή επικράτειά τους -μαζί με τον Καύκασο και τη Μέση Ανατολή-, παρατηρούνται από τα 100 έως τα 2.000 μέτρα (στην Ισπανία, από τα 300-1.400 μ.), ενώ στην ασιατική συνήθως βρίσκονται σε μεγαλύτερα υψόμετρα.[20] Δύο ιδιαίτερα ενδιαιτήματα βρέθηκαν στην Κίνα και το Θιβέτ. Εκεί, συχνάζουν είτε σε ορεινά δάση και θαμνώδεις εκτάσεις από 800 έως 3.800 μέτρα, είτε σε άγονα ή ημι-άνυδρα αλπικά λιβάδια στα 3.800 έως 4.500 μέτρα.[21][22]

  • Στην Ελλάδα, ο μαυρόγυπας απαντά σε δασώδεις, ημιορεινές και ορεινές, περιοχές, ιδίως σε θέσεις με πεύκα για να κατασκευάζει την φωλιά του. Η αναζήτηση τροφής γίνεται σε δάση με πεύκα, βελανιδιές και οξιές που διαθέτουν ξέφωτα, σε λιβάδια και χωράφια με μικρή έκταση.[23]
Ενήλικος μαυρόηυπας σε αιχμαλωσία

Ο μαυρόγυπας είναι ο μεγαλύτερος ευρωπαϊκός γύπας [24] σε συνολικές διαστάσεις -ο γυπαετός είναι λίγο μεγαλύτερος σε μήκος σώματος- και ένα από τα μεγαλύτερα αρπακτικά πτηνά παγκοσμίως, ενώ αποτελεί, πιθανότατα, το βαρύτερο πτηνό χωρίς απώλεια πτητικής ικανότητας.[20] Επίσης, διαθέτει το μεγαλύτερο ράμφος από οποιοδήποτε αρπακτικό πτηνό στην υφήλιο, χαρακτηριστικό που ενισχύεται από το σχετικά μέτριο κρανίο. Ο γύπας των Ιμαλαΐων (Gyps himalayensis) θεωρείται ότι είναι αναλόγου μεγέθους με τον μαυρόγυπα ή ελαφρώς μακρύτερος στο σώμα, ωστόσο αυτό ισχύει κατά μέσον όρο, καθότι οι μεγάλοι μαυρόγυπες είναι μεγαλύτεροι από τους μεγάλους γύπες των Ιμαλαΐων.[20]

  • Οι κόνδορες, τα άλλα μεγάλα πτηνά του Νέου Κόσμου, έχουν σχετικά μεγαλύτερες διαστάσεις, αλλά δεν θεωρούνται «πραγματικά» αρπακτικά πτηνά υπό την αυστηρή έννοια του όρου (sensu stricto).

Με εξαίρεση κάποιες περιορισμένες γενετικές «παραλλαγές», το μέγεθος του σώματος αυξάνεται από τα δυτικά προς τα ανατολικά, με τους πληθυσμούς στην ΝΔ. Ευρώπη (Ισπανία και Ν. Γαλλία) να είναι, κατά μέσον όρο, περίπου 10% μικρότεροι από τους πληθυσμούς στην Κ. Ασία (Μαντζουρία, Μογγολία και Β. Κίνα).[20] Ο μαυρόγυπας έχει χαρακτηριστικό σκουρόχρωμο παρουσιαστικό και δύσκολα συγχέεται με τους άλλους γύπες. Ολόκληρο το σώμα είναι σκούρο καφέ με εξαίρεση το χλωμό κεφάλι στα ενήλικα άτομα, το οποίο καλύπτεται από λεπτά πτίλα. Μάλιστα, ο κάλαμος κάποιων πρωτευόντων ερετικών φτερών είναι, πράγματι, μαύρος.[25]

  • Τα νεαρά πουλιά είναι ακόμη πιο μαυριδερά στο χρώμα και, από απόσταση, κατά την πτήση, δίνουν την εντύπωση ότι όλα τα άτομα (ενήλικα και νεαρά) είναι μαύρα. Αποκτούν το πτέρωμα των ενηλίκων μετά τα 6 χρόνια ζωής.
  • Τα αρσενικα είναι ελαφρώς μεγαλύτερα (έως 2%-4%) αλλά τα θρυλικά είναι ελαφρός βαρύτερα (3-7%)

.[26] Το ράμφος είναι γκρι-μπλε και η ίριδα σκούρα καφέ. Τα ρουθούνια είναι κυκλικά (σχιστά στο όρνιο).[27] Το κεφάλι καλύπτεται στο πίσω μέρος από χαρακτηριστική καστανόμαυρη χαίτη (τραχηλιά), ενώ κάποια οπίσθια τμήματα του τραχήλου και των παρειών είναι γαλαζωπά.[3] Το κήρωμα των ενηλίκων, η βάση του ράμφους και ο οφθαλμικός δακτύλιος έχουν ανοικτό κυανό προς μωβ χρώμα. Οι ταρσοί και τα πόδια των ενηλίκων παρουσιάζουν ποικιλοχρωμία, από γκριζομπλέ έως ρόζ και ανοικτοκίτρινα.[26]

Το χαρακτηριστικό κεφάλι του ενήλικου μαυρόγυπα

Οι πτέρυγες είναι πολύ μεγάλες, πλατιές και σε σχήμα ορθογώνιου παραλληλόγραμμου (barn-door wings). Τα πρωτεύοντα ερετικά φτερά, όπως σε όλους τους γύπες, κρατούνται σαφώς ανοικτά μεταξύ τους κατά την πτήση και, δίνουν την εντύπωση «δακτύλων» (συνήθως 7 «δάκτυλα» διακρίνονται [26]), ενώ στην εμπρόσθια παρατήρηση κρατούνται ελαφρά κυρτά προς τα πάνω, λιγότερο όμως από ό, τι στο όρνιο. Η ουρά είναι σχετικά κοντή και σφηνοειδής, αλλά με το πέρασμα των ετών «στρογγυλοποιείται».

Βιομετρικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Μήκος σώματος: (100-) 110-125 (-130) εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: (250) 270-300 (-310) εκατοστά
  • Μήκος χορδής πτέρυγας: ♂ 73 έως 82 εκατοστά, ♀ 75 έως 89 εκατοστά
  • Μήκος ουράς: 33 έως 41 εκατοστά
  • Μήκος ταρσού: 12 έως 14 εκατοστά
  • Μήκος μέσης ραχιαίας γραμμής ρινοθήκης: 8 έως 9 εκατοστά
  • Βάρος: ♂ 7 έως 11,5 κιλά, ♀ 7,5 έως 12,5 (-14) κιλά.

(Πηγές:[10][11][14][19][26][28][29][30][31][32][33])

Όπως όλοι οι γύπες, ο μαυρόγυπας τρώει κυρίως θνησιμαία (ψοφίμια), από μεγάλα θηλαστικά, μέχρι ψάρια και ερπετά.[34] Στο Θιβέτ, ανάμεσα στα πτώματα από άγρια και οικόσιτα γιάκ, γαζέλες, λαγούς, μαρμότες και πρόβατα, περιλαμβάνονται ακόμη και εκείνα ανθρώπων, από τις ντόπιες μεταθανάτιες τελετές (καύση νεκρών, κ.ο.κ).[35] Σπανιότερα, έχει παρατηρηθεί να επιτίθεται σε σαύρες ή χελώνες, χρησιμοποιώντας την τακτική του γυπαετού, προσπαθεί δηλαδή να σπάσει το καβούκι τους, πετώντας τις από μεγάλο ύψος.[36]

  • Μαυρόγυπας δίπλα σε κουφάρι
    Από όλους τους γύπες, ο μαυρόγυπας είναι ο καλύτερα εξοπλισμένος για να σκίζει σκληρά δέρματα σφαγίων χάρη στο ισχυρότατο ράμφος του. Μπορεί ακόμη και να σπάζει μικρά οστά, όπως εκείνα των πλευρών, για να έχει πρόσβαση στην κυρίως σάρκα. Οι μαυρόγυπες, γενικά, κυριαρχούν έναντι άλλων «καθαριστών» στην επικράτειά τους, όπως το όρνιο ή άγριων αρπακτικών του «εδάφους», όπως οι αλεπούδες και πάντοτε τρώνε πρώτοι [37]
  • Στην Ελλάδα, οι μαυρόγυπες τρέφονται με θνησιμαία θηλαστικών, μικρά ή μεγάλα, επιλέγοντας τα σκληρά μέρη του σώματος (δέρμα, σάρκα), ακόμη και μικρά οστά που μπορεί να καταπιεί ολόκληρα.[23]

Ο μαυρόγυπας είναι, σε μεγάλο βαθμό, μοναχικό πτηνό, που παρατηρείται να γυροπετά μόνο του, ή το πολύ σε ζεύγη, πολύ πιο συχνά από ό, τι οι περισσότεροι άλλοι γύπες του Παλαιού Κόσμου. Στους χώρους σίτισης, παρά ταύτα, μικρές ομάδες συναθροίζονται, που μπορεί να περιλαμβάνουν κατ'εξαίρεση 12 γύπες, με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες έως 30 -σε πολύ παλιές αναφορές.[26]

Οι μαυρόγυπες, όπως και άλλα μεγάλα αρπακτικά πτηνά, πετάνε με άνετο, «ανέξοδο» τρόπο, εκμεταλλευόμενοι τα ανοδικά θερμικά ρεύματα κατά τη διάρκεια της ημέρας. Η πτήση είναι τόσο άνετη, που έχει χαρακτηριστεί ότι συμβαίνει σε «αργή κίνηση» (slow motion) (sic).[19] Οι πολύ μεγάλες πτέρυγες εμφανίζονται να έχουν 2,5 φορές το ολικό μήκος του σώματος, ενώ η σκουρόχρωμη φιγούρα του πτηνού θυμίζει πιο πολύ αετό (με εξαίρεση το πολύ μεγάλο μέγεθος).[19]

Γυροπετούν συχνά και, όταν χρειαστεί να φτεροκοπήσουν, οι κινήσεις τους είναι αργές και «βαθιές», με έμφαση στην κάτω κίνηση των πτερύγων. Η αερολίσθηση πραγματοποιείται με τις άκρες των πτερύγων ελαφρώς κεκλιμένες προς τα κάτω, ενώ το σώμα και το κεφάλι «κρέμονται». Επίσης, οι μυτερές άκρες των δευτερευόντων ερετικών προσδίδουν «πριονωτή» εμφάνιση στο οπίσθιο τμήμα των πτερύγων.[19] Η ουρά μπορεί να ανυψώνεται πριν την προσγείωση.[26]

Οι μαυρόγυπες μπορούν να φθάσουν σε εξαιρετικά μεγάλα ύψη -στα επίπεδα της τροπόσφαιρας- εκεί όπου, άλλα πτηνά θα συναντούσαν προβλήματα με το επίπεδο του οξυγόνου στο αίμα τους. Όμως οι μαυρόγυπες, φέρουν μία ειδική αιμοσφαιρίνη στο αίμα τους (haemoglobin alphaD), η οποία έχει υψηλή ικανότητα πρόσληψης οξυγόνου, με αποτέλεσμα να μην επηρεάζεται η αναπνευστική τους λειτουργία από τη χαμηλή ατμοσφαιρική πίεση.[38].

Μαυρόγυπας σε πτήση (κοιλιακή όψη)

Οι μαυρόγυπες αναπαράγονται μοναχικά ή σε αραιές αποικίες, σε φωλιές που σπάνια βρίσκονται στο ίδιο δέντρο ή βράχο, σε αντίθεση με άλλους γύπες του Παλαιού Κόσμου που συχνά φωλιάζουν σε πιο πυκνές αποικίες. Στην Ισπανία, οι φωλιές έχουν βρεθεί σε απόσταση, από τα 30 μέτρα μέχρι τα 2 χιλιόμετρα, μεταξύ τους[39]. Φωλιάζουν συνήθως σε ψηλά βουνά και μεγάλα δάση, σχεδόν πάντοτε σε δένδρα ή –πολύ περιστασιακά- σε γείσα βράχων.

Η αναπαραγωγική περίοδος διαρκεί από το Φεβρουάριο μέχρι τον Αύγουστο ή το Σεπτέμβριο, και η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ.[40] Η φωλιά (eyrie) είναι πολύ μεγάλη σε διαστάσεις, με μήκος 1,45 - 2 μέτρα και 1-3 μέτρα, βάθος, η οποία αυξάνεται συνεχώς σε μέγεθος, όσο ένα ζευγάρι τη χρησιμοποιεί κατ’ επανάληψιν και, συχνά, επιστρώνεται με κοπριά ζώων και δέρματα ζώων.[40] Οι φωλιές μπορεί να βρίσκονται από 1,5 έως και 12 μέτρα από το έδαφος, πάνω σε ένα μεγάλο δέντρο όπως μία βελανιδιά, ένα κέδρο ή ένα πεύκο, σπανιότερα στα βράχια.[41]

Η γέννα αποτελείται συνήθως μόνο από ένα (1) αβγό, αν και 2 αβγά μπορούν να παρατηρηθούν σπάνια, διαστάσεων 90 Χ 69,7 χιλιοστών.[40] Η επώαση πραγματοποιείται και από τους δύο εταίρους για 50 έως 62 ημέρες, με μέσο όρο 50 έως 56 ημέρες. Ο νεοσσός είναι ισχυρά φωλεόφιλος και χρήζει της άμεσης προστασίας των γονέων. Το πρώτο πτέρωμα αποκτάται στις 104-120 ημέρες, ενώ η εξάρτηση από τους γονείς μπορεί να συνεχιστεί για ακόμη 2 μήνες. Ράδιο-δορυφορική παρακολούθηση έχει δείξει ότι η ανεξαρτησία του από τους γονείς, αποκτάται περίπου 5,5 με 7 μήνες μετά την εκκόλαψη (δηλαδή 2-3 μήνες μετά την ανάπτυξη του πρώτου πτερώματος).[12]

Η επιτυχία της ωοτοκίας στους μαυρόγυπες είναι σχετικά υψηλή, με περίπου το 90% των αυγών να εμφανίζουν επιτυχή εκκόλαψη και περισσότερα από τα μισά πουλιά, με ηλικία ενός έτους και άνω, να επιβιώνουν μέχρι την ενηλικίωσή τους. Οι γονείς είναι εξαιρετικά αφοσιωμένοι στα μικρά τους, προστατεύουν τη φωλιά και, αναλαμβάνουν τη σίτισή τους σε βάρδιες.[36]

  • Στην Ελλάδα, ο μαυρόγυπας φωλιάζει σχεδόν πάντοτε σε συστάδες πεύκων, κυρίως στις πλατιές κορυφές των μαυρόπευκων.[3] Η περίοδος αναπαραγωγής είναι από τα μέσα Ιανουαρίου μέχρι τα μέσα Μαρτίου, αλλά η ωοτοκία πραγματοποιείται κυρίως στα τέλη Μαρτίου.[23]

Ο μαυρόγυπας μπορεί να ζήσει έως και 39 χρόνια, αν και τα 20 χρόνια ή λιγότερο, είναι ίσως η πιο συχνή ηλικία που μπορούν να φθάσει, χωρίς ιδιαίτερους θηρευτές -πλην του ανθρώπου.[36]

Κατάσταση πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πληθυσμοί του μαυρόγυπα έχουν μειωθεί δραματικά στο μεγαλύτερο μέρος της παλαιάς επικράτειάς του, κατά τα τελευταία 200 χρόνια, κυρίως λόγω κατανάλωσης δηλητηριασμένων δολωμάτων (στρυχνίνη), που τοποθετούνται για τη θανάτωση άλλων ζώων. Επίσης, πράγμα πιο φυσιολογικό, η καλυτέρευση των συνθηκών υγιεινής έχει μειώσει την απανταχού ποσότητα των, διαθεσίμων για τη διατροφή του, θνησιμαίων. Επί του παρόντος, καταγράφεται ως Σχεδόν Απειλούμενο (ΝΤ), αυτό όμως αποτελεί μέσον όρο για τα διάφορα κράτη, διότι υπάρχουν εθνικοί πληθυσμοί στα όρια της εξαφάνισης. Εκτός από τις δηλητηριάσεις, η παγίδευση και το παράνομο κυνήγι, είναι ιδιαίτερα διαδεδομένα στην Κίνα και τη Ρωσία [36]

Ενήλικος μαυρόγυπας εν πτήσει στο Όρος Κάρμηλος, στο Ισραήλ

Η μεγαλύτερη, όμως, απειλή για το είδος -που αγαπάει την απομόνωση-, είναι η οικιστική ανάπτυξη και η καταστροφή των ενδιαιτημάτων του. Ακόμη γίνεται συλλογή ή και καταστροφή των αυγών του από ασυνείδητους «συλλέκτες», σε φωλιές με εύκολη πρόσβαση.[22][36]. Το πρόβλημα υπήρξε πολύ μεγαλύτερο στην Ευρώπη, με αποτέλεσμα να εξαφανιστεί από πολλές χώρες (Γαλλία, Ιταλία, Αυστρία, Πολωνία, Σλοβακία, Αλβανία, Μολδαβία, Ρουμανία) και από όλη την περιοχή αναπαραγωγής του στη βορειοδυτική Αφρική (Μαρόκο και Αλγερία). Μάλλον, επίσης, δεν φωλιάζει πλέον στο Ισραήλ. Πιο πρόσφατα, εντατικά μέτρα προστασίας και τακτικά συστήματα τροφοδοσίας επέτρεψαν κάποιες τοπικές ανακτήσεις σε αριθμούς, ιδίως στην Ισπανία, όπου ο αριθμός αυξήθηκε σε περίπου 1.000 ζευγάρια το 1992 μετά από μια πτώση νωρίτερα σε 200 ζεύγη το 1970. Αυτή η αποικία, έχει εξαπλωθεί τώρα και στην Πορτογαλία.

Αλλού στην Ευρώπη, πολύ μικρός αλλά αριθμός ατόμων φαίνεται ότι βρίσκεται στη Βουλγαρία και, σε εξέλιξη, στη Γαλλία. Τάσεις για αυξητικούς μικρούς πληθυσμούς στην Ουκρανία (Κριμαία) και την Ευρωπαϊκή Ρωσία, και κάποιους άλλους ασιατικούς πληθυσμούς, δεν είναι καλά καταγεγραμμένες. Στην πρώην Σοβιετική Ένωση, εξακολουθεί να απειλείται από την παράνομη σύλληψη για ζωολογικούς κήπους, καθώς και στο Θιβέτ από ποντικοφάρμακα. Είναι τακτικός χειμερινός επισκέπτης στις παράκτιες περιοχές του Πακιστάν σε μικρούς αριθμούς. Στο γύρισμα του 21ου αιώνα, ο παγκόσμιος πληθυσμός του μαυρόγυπα εκτιμάται σε, μόλις, 4500-5000 άτομα.[42][43]

Κατάσταση στην Ελλάδα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παλαιότερα, ο μαυρόγυπας ήταν αρκετά διαδεδομένος φθάνοντας μέχρι και στην Πελοπόννησο, αλλά και στα Κύθηρα, τη Ρόδο, τη Λευκάδα και την Κρήτη. Ωστόσο, μετά από τη μεταπολεμική δραματική μείωση που υπέστη, σήμερα, όλος σχεδόν ο πληθυσμός του ζει και αναπαράγεται στον Έβρο.[13]

Μεμονωμένα ζευγάρια έχουν παρατηρηθεί και αλλού (Μεσολόγγι, Δελφοί, Ξάνθη), αλλά μόνο στην περιοχή του Ολύμπου έχει αποδειχθεί κάποιο φώλιασμα.[44] Ο συνολικός πληθυσμός φαίνεται να μην ξεπερνά τα 15-20 ζευγάρια (Δαδιά) και, ίσως 1-2 ζευγάρια στον Όλυμπο, που αποτελεί τον μοναδικό πληθυσμό στη ΝΑ. Ευρώπη [3] –για τη Βουλγαρία, οι προσπάθειες αναπαραγωγής απέτυχαν. Ωστόσο, η σχετική σταθερότητα των ελληνικών πληθυσμών του Έβρου, έχει οδηγήσει σε ελπίδα επανάκαμψης στη γειτονική χώρα, επειδή μετακινούνται κάποια ζευγάρια προς τα εκεί.[45]

Κατά τη δωδεκαετία 1994-2005, η αναπαραγωγική επιτυχία ήταν στο 72% (πτερωμένοι νεοσσοί ανά επωάζοντα ζευγάρια), περίπου. Εκτός από την έμμεση (δευτερογενή) δηλητηρίαση, επί πλέον απειλή αποτελούν τα αιολικά πάρκα, σε περιοχές αναζήτησης τροφής, καθότι οι αλλαγές στη χρήση της γης υποβαθμίζει (μαζί με τον ενσταβλισμό των ζώων) τον οικότοπο τροφοληψίας.[23]

Όλα τα παραπάνω και, κυρίως, επειδή οι μαυρόγυπες της Ελλάδας αποτελούν τους τελευταίους στη ΝΑ. Ευρώπη, έχουν οδηγήσει στον χαρακτηρισμό του είδους, ειδικά για τον ελλαδικό χώρο, ως Ε1 (Κινδυνεύον –Endangered [D]).[45][46]

Μέτρα διαχείρισης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι μαυρόγυπες, ιδιαίτερα ευαίσθητοι κατά την περίοδο της αναπαραγωγής (πολύμηνος αναπαραγωγικός κύκλος), χρειάζονται ειδικά μέτρα διαχείρισης, όπως λεπτομερή πληθυσμιακή απογραφή, προστασία των χώρων φωλιάσματος, εγκατάσταση ταϊστρών κ.ο.κ. Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται αυστηρός έλεγχος στη χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων και βελτίωση των πληθυσμών οπληφόρων θηλαστικών που, ο μαυρόγυπας, χρησιμοποιεί ως τροφή μετά τον θάνατό τους. Επίσης, η ορθή χωροθέτηση των αιολικών πάρκων, ώστε να μειωθούν οι προσκρούσεις με τις ανεμογεννήτριες και τα συνοδά με αυτές έργα.[45]

Πρέπει να αναφερθεί η εξαιρετική προσπάθεια που έχει καταβληθεί και, συνεχίζεται να καταβάλλεται στην περιοχή τής Δαδιάς Έβρου, που αποτελεί πρότυπο διατήρησης του είδους, μέσω συστηματικής τροφοδοσίας, παρατήρησης και καταγραφής του πληθυσμού. Το είδος και το δάσος Δαδιάς, προστατεύονται νομικά (Παρ. 1 απόφασης 414985/1985 ΥΠΓΕ) )[47] Επίσης, σημαντικό τμήμα των χώρων τροφοληψίας απαντά σε περιοχές του Δικτύου ΖΕΠ/Natura 2000.[45]

Στον ελλαδικό χώρο, ο Μαυρόγυπας απαντάται και με τις ονομασίες Μαύρο όρνιο, Λυκόρνιο (Παρνασσός), Σκανίτης (Κύπρος) [17][48] και Καρτάλι (Έβρος).[49][50]

i. ^ Κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι το γένος Aegypius, ανήκει στην ξεχωριστή υποοικογένεια Γυπίνες (Aegypiinae), που περιλαμβάνει τους Γύπες του Παλαιού Κόσμου. Όμως, δεν υπάρχουν ακόμη επαρκή στοιχεία για την τεκμηρίωση αυτής της ταξινόμησης, γι’αυτό ακολουθείται η κατά Howard & Moore και ITIS άποψη, που αποτελούν τις εγκυρότερες επιστημονικές πηγές.

  1. Howard & Moore, p. 98
  2. Howard & Moore, p. 102
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 78
  4. 4,0 4,1 http://www.iucnredlist.org/details/full/22695231/0
  5. ΠΛΜ, 4:224
  6. http://www.archives.nd.edu/cgi-bin/wordz.pl?keyword=monachus
  7. http://dictionary.reference.com/browse/cinereous?s=t&path=/
  8. http://www.hbw.com/species/cinereous-vulture-aegypius-monachus
  9. Lerner & Mindell
  10. 10,0 10,1 planetofbirds.com
  11. 11,0 11,1 Grimmett et al, p. 122
  12. 12,0 12,1 Gavashelishvili et al, 2012
  13. 13,0 13,1 Handrinos & Akriotis, p. 136
  14. 14,0 14,1 Όντρια (Ι), σ. 75
  15. RDB, p. 152, 181
  16. ΣΠΕΕ, σ. 245
  17. 17,0 17,1 Σφήκας, σ. 28
  18. Σφήκας, σ. 24
  19. 19,0 19,1 19,2 19,3 19,4 Mullarney et al, p. 90
  20. 20,0 20,1 20,2 20,3 Ferguson-Lees & Christie
  21. del Hoyo et al
  22. 22,0 22,1 Gavashelishvili et al, 2006
  23. 23,0 23,1 23,2 23,3 Σκαρτσή
  24. RDB, p. 181
  25. Brown & Amadon
  26. 26,0 26,1 26,2 26,3 26,4 26,5 Ferguson-Lees & Christie, p. 438
  27. Όντρια (Ι), σ. 73
  28. Flegg, p. 84
  29. Heinzel et al, p. 88
  30. Perrins, p. 88
  31. Bruun, p. 70
  32. ΠΛΜ, 19:312
  33. Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 70, 178
  34. "Cinereous Vulture Fact Sheet, Lincoln Park Zoo"
  35. del Hoyο et al
  36. 36,0 36,1 36,2 36,3 36,4 del Hoyο et al, p. 107
  37. Gavashelishvili & McGrady, 2006
  38. Weber et al
  39. del Hoyο, 107
  40. 40,0 40,1 40,2 Harrison, p. 105
  41. Ferguson-Lees & Christie, p. 439
  42. Snow & Perrins, 1998
  43. del Hoyο et al, σ. 107
  44. RDB, σ. 182
  45. 45,0 45,1 45,2 45,3 Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 264
  46. RDB, σ. 181
  47. «Κόκκινο Βιβλίο», σ. 182
  48. Απαλοδήμος, σ. 32
  49. «WWF, Μαυρόγυπας». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Μαΐου 2013. Ανακτήθηκε στις 28 Μαρτίου 2013. 
  50. Περιβάλλον και Παιδεία, Γραφείο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης ΔΙΠΕ Δυτικής Αττικής, Μαυρόγυπας - το τελευταίο του καταφύγιο
  • Σκαρτσή Θεοδώρα, στο ‘’Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»’’, σ. 264-5
  • Anon. 2007. Species under the wing: what BSPB is doing for globally threatened species. Neophron: 2-3.
  • Barov, B and Derhé, M. A. 2011. Review of The Implementation Of Species Action Plans for Threatened Birds in the European Union 2004-2010. Final report. BirdLife International For the European Commission.
  • Batbayar, N., Fuller, M., Watson, R. T. and Ayurzana, B. 2006. Overview of the Cinereous Vultures Aegypius monachus L. ecology research results in Mongolia. In: N. Batbayar, Paek Woon Kee and B. Ayurzana (eds), Conservation and Research of Natural Heritage. Proceedings of the 2nd International Symposium between Mongolia and Republic of Korea,Ulaanbaatar, Mongolia, in September 30, 2006, pp. 8–15. Wildlife Science and Conservation Centre of Mongolia, Ulaanbaatar.
  • BirdLife International. 2004. Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status. BirdLife International, Cambridge, U.K.
  • Brazil, M. 2009. Birds of East Asia: eastern China, Taiwan, Korea, Japan, eastern Russia. Christopher Helm, London.
  • Brown Leslie & Dean Amadon Eagles, Hawks and Falcons of the World, by The Wellfleet Press (1986), ISBN 978-1555214722.
  • Collar, N. J.; Butchart, S. H. M. 2013. Conservation breeding and avian diversity: chances and challenges. International Zoo Yearbook.
  • De la Puente, J., Moreno-Opo, R. and Del Moral, J.C. 2007. El buitre negro en España. Censo Nacional (2006). SEO/BirdLife, Madrid.
  • del Hoyo, J.; Elliott, A.; Sargatal, J. 1994. Handbook of the Birds of the World, vol. 2: New World Vultures to Guineafowl. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • Eliotout, B., Lecuyer, P. and Duriez, O. 2007. Premiers résultats sur la biologie de reproduction du Vautour Moine Aegypius monachus en France. Alauda 75(3): 253-264.
  • Gavashelishvili, A.; McGrady, M.; Ghasabian, M.; Bildstein, K. L. (2012). Movements and habitat use by immature Cinereous Vultures (Aegypius monachus) from the Caucasus. Bird Study iFirst: 1–14. doi:10.1080/00063657.2012.728194.
  • Gavashelishvili, A.; McGrady, M. J.; Javakhishvili, Z. (2006). Planning the conservation of the breeding population of cinereous vultures (Aegypius monachus) in the Republic of Georgia. Oryx 40 (1): 76–83 doi:10.1017/S0030605306000081.
  • Gavashelishvili, A.; McGrady, M. J. (2006). Geographic information system-based modelling of vulture response to carcass appearance in the Caucasus. Journal of Zoology 269 (3): 365–372. doi:10.1111/j.1469-7998.2006.00062.x
  • Heredia, B. 1996. Action plan for the Cinereous Vulture (Aegypius monachus) in Europe. In: Heredia, B.; Rose, L.; Painter, M. (ed.), Globally threatened birds in Europe: action plans, pp. 147–158. Council of Europe, and BirdLife International, Strasbourg.
  • Heredia, B.; Yarar, M.; Parr, S. J. 1997. A baseline survey of Cinereous Vultures Aegypius monachus in Western Turkey.
  • IUCN. 2013. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2013.2). Available at:http://www.iucnredlist.org. (Accessed: October 2015).
  • Lee, K.S., Lau, M.W.-N., Fellowes, J.R. and Chan, B.P.L. 2006. Forest bird fauna of South China: notes on current distribution and status. Forktail 22: 23-38.
  • Lemus, J.A., Blanco, G., Grande, J., Arroyo, B., García-Montijano, M. and Martínez, F. 2008. Antibiotics threaten wildlife: circulating quinolone residues and disease in avian scavengers. PLoS ONE: 1-6.
  • Lerner, Heather R. L.; Mindell, David P. (2005). Phylogeny of eagles, Old World vultures, and other Accipitridae based on nuclear and mitochondrial DNA. Molecular Phylogenetics and Evolution 37 (2): 327–346. doi:10.1016/j.ympev.2005.04.010. ISSN 1055-7903. PMID 15925523. http://www-personal.umich.edu/~hlerner/LM2005.pdf Αρχειοθετήθηκε 2011-06-06 στο Wayback Machine..
  • Snow, David W.; Perrins, Christopher M. (1998). The Birds of the Western Palearctic (Consise ed.). Oxford University Press. ISBN 0-19-854099-X.
  • Tewes, E., Terrasse, M., Bagnolini, C. and Sönchez Artez, J.J. 1998. Captive Breeding of the European Black Vulture Aegypius monachus and the Reintroduction Project in France. In: Chancellor, R. D., B.-U. Meyburg and J.J. Ferrero (eds), Holarctic Birds of Prey: Proceeding of an International Conference, pp. 417–435. Meyburg Bernd-Ulrich.
  • Thiollay, J.-M. 1994. Family Accipitridae (Hawks and Eagles). In: del Hoyo, J.; Elliott, A.; Sargatal, J. (ed.), Handbook of the birds of the world, pp. 52-205. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • Weber, Roy E.; Hiebl, Inge; Braunitzer, Gerhard (1988). High Altitude and Hemoglobin Function in the Vultures Gyps rueppellii and Aegypius monachus. Biological Chemistry Hoppe-Seyler 369 (4): 233–240.
  • WWF Greece. 1999. Dadia project report.
  • Ye Xiao-Ti. 1991. Distribution and status of the Cinerous Vulture Aegypius monachus in China. Birds of Prey Bulletin 4: 51-56.
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας» (RDB), Αθήνα 1992
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Enticott Jim and David Tipling: Photographic Handbook of the Seabirds of the World, New Holland, 1998
  • Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Jobling, J. 1991. A dictionary of scientific bird names. University Press, Oxford.
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
  • Γ. Χανδρινός, Α. Δημητρόπουλος, Αρπακτικά Πουλιά της Ελλάδας, Αθήνα 1982
  • Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]