Καθεδρικός Ναός Αγίου Στεφάνου (Βιέννη)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 48°12′30.337″N 16°22′23.722″E / 48.20842694°N 16.37325611°E / 48.20842694; 16.37325611

Καθεδρικός Ναός Αγίου Στεφάνου στη Βιέννη
Stephansdom
Χάρτης
Είδοςκαθεδρικός ναός της Καθολικής Εκκλησίας[1]
Αρχιτεκτονικήρομανική αρχιτεκτονική και γοτθική αρχιτεκτονική
Γεωγραφικές συντεταγμένες48°12′30″N 16°22′24″E
ΘρήσκευμαΚαθολικισμός[2]
Θρησκευτική υπαγωγήΡωμαιοκαθολική αρχιεπισκοπή Βιέννης
Διοικητική υπαγωγήΊννερε Στατ[3][1]
ΧώραΑυστρία[3][1]
Έναρξη κατασκευής1137
Γενικές διαστάσεις107,2 μέτρα × 34,2 μέτρα
Ύψος136,44 μέτρα[4]
Προστασίαπροστατευόμενο μνημείο[3]
Ιστότοπος
Επίσημος ιστότοπος
Commons page Πολυμέσα

Ο Καθεδρικός Ναός του Αγίου Στεφάνου (γερμανικά: Stephansdom) είναι χριστιανικός ναός της Βιέννης στην Αυστρία, υπό την δικαιοδοσία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και αποτελεί έδρα της Μητρόπολης Βιέννης και του Αρχιεπισκόπου της, καρδιναλίου Κρίστοφ Σένμπρουν (Τ.Δ.). Είναι κτισμένος στο κέντρο της πόλης της Βιέννης, πάνω σε ερείπια δύο παλαιότερων ναών, εκ των οποίων ο αρχαιότερος καθαγιάστηκε το 1147, έχοντας αποτελέσει επίκεντρο πολλών σημαντικών γεγονότων της ιστορίας του αυστριακού έθνους. Η σημερινή του μορφή, σε μεικτό ρομανικό και γοτθικό ρυθμό, φέρεται ως κεντρικό αξιοθέατο της πόλης, με κυριότερο χαρακτηριστικό την πολύχρωμη, ψηφιδωτού ύφους, στέγη του.

Ιστορικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χρονολογική διάταξη των μερών του ναού: Οι Ρομανικοί πύργοι και Πύλη των Γιγάντων της κατεστραμμένης πρώτης εκκλησίας χρησιμοποιήθηκαν ως μέρος της ρομανικής δεύτερης εκκλησίας που την αντικατέστησε. Σαράντα χρόνια μετά, άρχισε η κατασκευή του γοτθικού Αλβερτινού Χοροστασίου· έπειτα από 55 χρόνια αρχίζουν να κατασκευάζονται οι προσθήκες του Δούκα Ροδόλφου του Δ΄, γύρω από την δεύτερη εκκλησία, η οποία στη συνέχεια δίνει τη θέση της στην τρίτη εκκλησία: τον Καθεδρικό στη σημερινή του μορφή.

Στα τέλη του 12ου αιώνα η Βιέννη είχε αναδειχθεί σε σημαντικό γερμανόφωνο πολιτισμικό κέντρο της ανατολικής Ευρώπης και οι τέσσερις τότε υπάρχουσες εκκλησίες δεν επαρκούσαν πλέον για τις θρησκευτικές ανάγκες των κατοίκων. Το 1137 ο Αρχιεπίσκοπος του Πάσσαου και ο Μαργράβος Λεοπόλδος Δ΄ υπογράφουν τη Συνθήκη του Μάουτερν, όπου για πρώτη φορά αναφέρεται η Βιέννη ως Civitas (πολιτεία), και κατά την οποία μεταφέρεται η Εκκλησία του Αγίου Πέτρου στη Μητρόπολη του Πάσσαου. Κατά την ίδια Συνθήκη, εδάφη της πόλης και των προαστίων της περιέρχονται στον Λεοπόλδο, με την εξαίρεση μιας περιοχής, η οποία προορίζεται για τη δημιουργία του νέου ενοριακού ναού, αυτού δηλαδή που εν τέλει θα αποτελέσει τον Καθεδρικό του Αγίου Στεφάνου. Αν και μέχρι πρότινος ο ενοριακός ναός τοποθετείτο εκτός των τειχών της πόλης, θεωρείται πλέον πιο πιθανή η τοποθεσία ενός αρχικά ρωμαϊκού νεκροταφείου· η ανασκαφή το 2000, για την εγκατάσταση συστήματος κεντρικής θέρμανσης, αποκάλυψε μνήματα σε βάθος 2,5 μέτρων, τα οποία χρονολογούνται στον 4ο π.Χ. αιώνα. Η ανακάλυψη αυτή υποδεικνύει την ύπαρξη ενός ακόμη αρχαιότερου ναού απ' αυτόν του Αγίου Ρούπερτ (Ruprechtskirche), ο οποίος και θεωρείται ο παλαιότερος της Βιέννης.

Με τη Συνθήκη του Μάουτερν σε ισχύ, το 1137 τίθεται ο θεμέλιος λίθος του νέου ναού και μία δεκαετία αργότερα, η ημιτελής εκκλησία σε ρομανικό ρυθμό καθαγιάζεται προς τιμή του Αγίου Στεφάνου. Τα εγκαίνια τελούνται παρουσία του Βασιλέα Κορράδου Γ΄ της Γερμανίας, του Επισκόπου Όθωνος του Φράισινγκ, καθώς και άλλων Γερμανών της άρχουσας τάξης, οι οποίοι σύντομα θα απέπλεαν για τη Β΄ Σταυροφορία[5]. Αν και το αρχικό κτήριο είχε ολοκληρωθεί μέχρι το 1160[6], ανακατασκευές και επεκτάσεις καταγράφονται μέχρι το 1511· έκτοτε, οι επισκευές και οι βελτιώσεις επεκτείνονται μέχρι τις μέρες μας. Από το 1230 έως το 1245 η ρομανικού ρυθμού ναοδομή επεκτείνεται δυτικά, με τα δυτικά τείχη και τους πύργους που σώζονται μέχρι σήμερα. Μια μεγάλη πυρκαγιά το 1258 κατέστρεψε μεγάλο μέρος του αυθεντικού κτηρίου, στη θέση του οποίου οικοδομήθηκε μια μεγαλύτερη κατασκευή - επίσης σε ρομανικό ρυθμό· η επέκταση αυτή καθαγιάστηκε το 1263 και εορτάζεται έκτοτε κάθε χρόνο, με τη σπάνια κωδωνοκρουσία της καμπάνας ονόματι «Pummerin», επί τρίλεπτο το βράδυ.

Το 1304 ο Αλβέρτος Α΄ της Γερμανίας διατάσσει την κατασκευή ενός τρίκλιτου χοροστασίου στο ανατολικό μέρος του ναού, οι διαστάσεις του οποίου θα πρέπει να συγκλίνουν με τις παλαιές πτέρυγες. Ο υιός του, Αλβέρτος Β΄, επεκτείνει το εν λόγω έργο, κατασκευάζοντας το λεγόμενο Αλβερτινό Χοροστάσιο, το οποίο και καθαγιάζεται το 1340, επί της 77ης επετείου του προηγούμενου καθαγιασμού. Το κεντρικό κλίτος είναι αφιερωμένο στον Άγιο Στέφανο και τους Αγίους Πάντες, ενώ τα βόρειο και νότιο κλίτη «ανήκουν» στην Παναγία και τους Δώδεκα Αποστόλους αντίστοιχα. Στις 7 Απριλίου 1359 ο υιός του Αλβέρτου Β΄, Ροδόλφος Δ΄ ο Ιδρυτής, θεμελιώνει κοντά στον σημερινό νότιο πύργο την περαιτέρω επέκταση του χοροστασίου: η γοτθικού ρυθμού επέκταση κατασκευάζεται από τη δυτική πλευρά του χοροστασίου και στην τελική του μορφή ενσωματώνει την παλαιά εκκλησία καθ' ολοκληρίαν. Στα 1430, καθώς προχωρά η κατασκευή του νέου καθεδρικού ναού, η δομή του παλαιού κτιρίου αφαιρείται εκ των έσω· ο νότιος πύργος ολοκληρώνεται το 1433 και οι αψίδες που διατρέχουν το κεντρικό κλίτος (έναρξη κατασκευής 1446) έχουν τοποθετηθεί μέχρι το 1474. Ένας βόρειος πύργος θεμελιώνεται το 1450, με ανάδοχο έργου τον Λορέντς Σπέννιγκ, ωστόσο η κατασκευή του εγκαταλείφθηκε, καθώς το 1511 έπαυσαν οι κατασκευαστικές εργασίες.

Έξι χρόνια μετά την έναρξη της γοτθικής επέκτασης του Αλβερτινού Χοροστασίου, το 1365, ο Ροδόλφος Δ΄ παραβλέπει το γεγονός ότι ο ναός αποτελεί μια κοινή ενοριακή εκκλησία και διορίζει ένα σώμα ιερέων κατάλληλο για τη στελέχωση ενός μεγάλου καθεδρικού ναού. Με την κίνηση αυτή, πραγματοποιείται το πρώτο βήμα ώστε η Βιέννη να αποκτήσει δική της επισκοπή· έτσι, το 1469, ο Φρειδερίκος Γ΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας υπερισχύει του Πάπα Παύλου Β΄ και διορίζει με αυτοκρατορικό διάταγμα τον πρώτο επίσκοπο της Βιέννης. Παρά τη δυσκαμψία των Επισκόπων του Πάσσαου, οι οποίοι δεν ήθελαν να παραχωρήσουν μια περιοχή υπό τον έλεγχό τους, η Επισκοπή της Βιέννης ιδρύεται στις 18 Ιανουαρίου 1469, με τον Καθεδρικό του Αγίου Στεφάνου ως μητροπολιτικό ναό. Το 1722, βασιλεύοντος του Καρόλου ΣΤ΄, ο επισκοπικός θρόνος ανάγεται σε αρχιεπισκοπικός, με τις ευλογίες του Πάπα Ιννοκέντιου ΙΓ΄.[6]

Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ο Καθεδρικός του Αγίου Στεφάνου γλιτώνει από σκόπιμη καταστροφή, καθώς ο Λοχαγός Γκέρχαρτ Κλίνκιχτ της Βέρμαχτ λειτουργεί ερήμην του διοικητή της πόλης Σεππ Ντήτριχ, οι διαταγές του οποίου είναι να «καούν εκατό καταφύγια και να μη μείνει παρά μόνο στάχτη και θρύψαλα». Εντούτοις, στις 12 Απριλίου 1945, πυρκαγιές σε γειτονικά μαγαζιά -πυροδοτημένες από συμμορίτες κατά την είσοδο των Ρώσων στρατιωτών στην πόλη- μεταφέρθηκαν με τον άνεμο στον καθεδρικό, κατακαίγοντας και καταστρέφοντας τη στέγη, η οποία και κατέρρευσε. Ευτυχώς, η προστατευτική τοιχοποιία γύρω από τον άμβωνα και το μνήμα του Φρειδερίκου Γ΄ προστάτευσαν σε μεγάλο βαθμό τα πλέον πολύτιμα έργα τέχνης. Τα ξυλόγλυπτα στασίδια του 1487, όπως και άλλα περίτεχνα αντικείμενα του ναού δεν διασώθηκαν. Η αποκατάσταση άρχισε αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου, ξανανοίγοντας τις πύλες του στις 12 Δεκεμβρίου 1948 και επανεγκαινιάζοντας την πλήρη του λειτουργία στις 23 Απριλίου 1952.

Το εξωτερικό μέρος του ναού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υδατογραφία του Eduard Gurk (1830), στην οποία διακρίνεται η πρόσοψη του ναού, με τους ρωμανικούς Πύργους, την Πύλη των Γιγάντων και στο βάθος τον Βόρειο Πύργο (NT)

Ο ναός αφιερώθηκε στον Άγιο Στέφανο, όπως και στην περίπτωση του επισκοπικού καθεδρικού ναού στο Πάσσαου· γι' αυτόν τον λόγο, ο προσανατολισμός του κτηρίου έγινε με βάση την ανατολή ανήμερα του Αγίου Στεφάνου, στις 26 Δεκεμβρίου, όπως τουλάχιστον υπολογίστηκε το πρώτο έτος κατασκευής του. Κυρίαρχο δομικό στοιχείο είναι ο ασβεστόλιθος, ενώ το μέγεθος υπολογίζεται σε 107 μ. μήκος, 40 μ. πλάτος και 136 μ. ύψος, στο υψηλότερό του σημείο (νότιος πύργος). Ανά τους αιώνες, λόγω της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, η λιθοδομή έχει αποκτήσει μελανή απόχρωση· χάρη στις πρόσφατες ανακαινίσεις και επισκευές, ο ναός έχει επανακτήσει το αρχικό του, λευκό χρώμα.

Οι πύργοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα 136 μέτρα από την επιφάνεια του εδάφους υψώνεται ο νότιος πύργος του ναού, αποκαλούμενος από τους Βιεννέζους χαϊδευτικά και «Στεφλ» (γερμ. Steffl - υποκοριστικό του Στέφανος) [7]. Η κατασκευή του διήρκεσε 65 χρόνια, από το 1368 έως το 1433. Κατά την Πρώτη πολιορκία της Βιέννης του 1529 και κατά τη Δεύτερη πολιορκία της Βιέννης το 1683, ο πύργος χρησίμευσε ως παρατηρητήριο της πολιορκούμενης Βιέννης, διαθέτοντας μάλιστα και ένα διαμέρισμα μέχρι το 1955, στο οποίο διέμεναν οι παρατηρητές-φύλακες τη νύχτα και σήμαιναν τις καμπάνες σε περίπτωση πυρκαγιάς. Στην κορυφή του πύργου είναι στερεωμένο το αυτοκρατορικό έμβλημα του διπλού αετού, στο στήθος του οποίου εμφαίνεται το οικόσημο του Οίκου των Αψβούργων-Λοραίνης· πάνω στο έμβλημα επικάθεται ο διπλός Αποστολικός σταυρός, με άμεση αναφορά στην «Αποστολική Μεγαλειότητα», τον επίσημο τρόπο προσφώνησης των βασιλέων της Ουγγαρίας.

Ο βόρειος πύργος αρχικά προοριζόταν να αποτελεί πανομοιότυπο του νοτίου, ωστόσο το εγχείρημα ήταν μάλλον υπερβολικά τολμηρό, δεδομένου ότι η εποχή των Γοτθικών καθεδρικών έφτανε στο τέλος της και ότι όλες οι κατασκευαστικές εργασίες έπαψαν το 1511. Το 1578 ο «κοντός» πύργος «στέφθηκε» με μια αναγεννησιακού ύφους κορώνα, την οποία οι Βιεννέζοι αποκαλούν «κορώνα του νερόπυργου». Το ύψος του δεν ξεπερνά τα 68 μ., ήτοι το μισό περίπου ύψος του «αδελφού» του.

Η κύρια είσοδος στην εκκλησία έχει λάβει το προσωνύμιο «Πύλη των Γιγάντων» ή Riesentor, αναφερόμενη στο μηριαίο οστό ενός μαστόδοντα που κρεμόταν από πάνω της για δεκαετίες. Το αρχαιολογικό εύρημα ήρθε στο φως στο 1443 με τις εργασίες θεμελίωσης του βόρειου πύργου. Το τύμπανο πάνω από την Πύλη των Γιγάντων απεικονίζει τον Παντοκράτορα Χριστό πλαισιωμένο από δύο φτερωτούς αγγέλους, ενώ εκατέροθεν στέκουν δύο ρωμανικοί πύργοι, επονομαζόμενοι Heidentürme, 65 μ. ύψους έκαστος. Το προσωνύμιο των πύργων ανάγεται στις πρώτες ύλες που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή τους, οι οποίες προήλθαν από ρωμαϊκά ερείπια (η λέξη Heiden σημαίνει «ειδωλολάτρες» ή «παγανιστές»). Οι δύο πύργοι έχουν τετράγωνη βάση, αλλά οκτάγωνη περίμετρο από το ύψος της στέγης και πάνω, και αρχικά χρησιμοποιήθηκαν ως κωδωνοστάσιο. Οι καμπάνες του νότιου πύργου χάθηκαν κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο· αυτές του βόρειου πύργου παραμένουν σε λειτουργία. Οι Ρωμανικοί Πύργοι και η Πύλη των Γιγάντων αποτελούν τα παλαιότερα δομικά στοιχεία του ναού.

Η στέγη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημείο αναφοράς του Καθεδρικού του Αγίου Στεφάνου αποτελεί η περίτεχνα διακοσμημένη και πολύχρωμη στέγη, η οποία είναι μήκους 111 μέτρων και καλύπτεται από 230.000 στιλβωμένα κεραμικά πλακίδια. Στη νότια πλευρά του κτηρίου, πάνω από το χοροστάσιο, τα πλακίδια έχουν διάταξη ψηφιδωτού, ώστε να απεικονίζεται το σύμβολο της Δυναστείας των Αψβούργων, ο δικέφαλος αετός. Στη βόρεια πλευρά, απεικονίζονται αντίστοιχα τα εμβλήματα της Πόλεως της Βιέννης και της Δημοκρατίας της Αυστρίας. Το 1945, λόγω της πυρκαγιάς από τα παρακείμενα καταστήματα, καταστράφηκε το ξύλινο πλαίσιο της στέγης. Το κόστος για την αντικατάστασή του από ξύλο ήταν απαγορευτικό, δεδομένου του μεγέθους του (βρίσκεται 38 μ. από το έδαφος)· η επιλογή ατσάλινων δοκών (πάνω από 600 μετρ. τόνοι) θεωρήθηκε ως δεύτερη καλύτερη λύση. Η κλίση της στέγης είναι αρκετά μεγάλη, επιτρέποντας στη βροχή να τη διατηρεί καθαρή, αλλά και να μη συσσωρεύεται το χιόνι.

Λεπτομέρεια από τη στέγη, με εμφανή τα ψηφιδωτά εμβλήματα και τη μεγάλη κλίση της

Οι καμπάνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν ανακάλυψε την ολοσχερή απώλεια της ακοής του, όταν βλέποντας πουλιά να πετούν έξω από το καμπαναριό, εντούτοις δεν άκουγε τις καμπάνες. Ο Καθεδρικός του Αγίου Στεφάνου διαθέτει συνολικά 23 καμπάνες, η μεγαλύτερη εκ των οποίων είναι αφιερωμένη στην Παναγία, αλλά έχει λάβει το προσωνύμιο Pummerin, και βρίσκεται στον βόρειο πύργο. Με βάρος άνω των δύο τόνων (20.130 κιλά) αποτελεί τη μεγαλύτερη σε λειτουργία καμπάνα της Αυστρίας και τη δεύτερη μεγαλύτερη στην Ευρώπη (τα πρωτεία κατέχει η καμπάνα «Πέτρος» στον Καθεδρικό Ναό της Κολωνίας). Κατασκευάστηκε σε χυτήριο το 1711, αντλώντας ως πρώτη ύλη τα κατασχεμένα κανόνια των Μουσουλμάνων εισβολέων· ανακατασκευάστηκε (μερικώς από το ίδιο υλικό) το 1951, όταν λόγω της πυρκαγιάς του 1945 κάηκε η ξύλινη δοκός απ' όπου κρεμόταν, έπεσε στο έδαφος και θρυμματίστηκε. Η νέα καμπάνα έχει διάμετρο 3,14 μ. και αποτέλεσε δωρεά του ομόσπονδου κρατιδίου της Άνω Αυστρίας, ενώ δεν «χτυπάει» παρά μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις, όπως η έλευση του νέου έτους. Άξιες αναφοράς είναι και άλλες τρεις καμπάνες, οι οποίες αν και πλέον δεν χρησιμοποιούνται στεγάζονται στον βόρειο πύργο: η «μικρή» (Kleine Glocke) βάρους 62 κιλών (κατασκ. περ. 1280), η «καμπάνα του δείπνου» (Speisglocke) βάρους 240 κιλών (κατασκ. 1746) και η «καμπάνα της λιτανείας» (Zügenglocke) βάρους 65 κιλών (κατασκ. 1830).

Ένα ηλεκτροκίνητο σύστημα κωδωνοκρουσίας τέθηκε σε ισχύ το 1960 και βρίσκεται στον νότιο πύργο: αποτελείται από σύγχρονα αντίγραφα των καμπανών που χάθηκαν στη φωτιά του 1945, και χρησιμοποιούνται στις Λειτουργίες του καθεδρικού: τέσσερις για τις κανονικές λειτουργίες, ένας αυξανόμενος αριθμός μέχρι δέκα αναλόγως της σπουδαιότητας της λειτουργίας και η ενδέκατη και μεγαλύτερη στην περίπτωση που ο Καρδινάλιος και Αρχιεπίσκοπος της Βιέννης είναι παρών. Με σειρά κατάταξης από τη μεγαλύτερη στη μικρότερη, ονομάζονται: Αγ. Στέφανος (5.700 κ.), Αγ. Λεοπόλδος (2.300 κ.), Αγ. Χριστόφορος (1.350 κ.), Αγ. Λεονάρδος (950 κ.), Αγ. Ιωσήφ (700 κ.), Αγ. Πέτρος ο Κανίσιος (400 κ.), Αγ. Πίος Ι΄ (280 κ.), Αγ. Πάντες (200 κ.), Αγ. Κλήμης Μαρία Χόφμπάουερ (120 κ.), Αγ. Μιχαήλ (60 κ.) και Αγ. Ταρσίζιος (35 κ.). Ο πύργος επίσης στεγάζει τις καμπάνες Primglocke (1772) και Uhrschälle (1449), οι οποίες σημαίνουν κάθε ώρα.

Ο βόρειος Ρωμανικός Πύργος περιέχει έξι καμπάνες, πέντε εκ των οποίων κατασκευάστηκαν το 1772, οι οποίες σημαίνουν τους εσπερινούς και τις νεκρώσιμες ακολουθίες. Τα ονόματά τους μαρτυρούν την αρχική τους χρήση: Feuerin («συναγερμός φωτιάς», πλέον για τους εσπερινούς κατ. 1859), Kantnerin (για την προσέλευση των μουσικών [κάντορας=μουσικός]), Feringerin (για την κύρια λειτουργία της Κυριακής), Bieringerin (σήμαινε τις τελευταίες παραγγελίες στις ταβέρνες [Bier=μπίρα]), πένθιμη (για κηδείες) και Churpötsch (δωρεά της τοπικής κουρίας, προς τιμήν της εικόνας της Maria Pötsch στην εκκλησία).

Προσαρτήματα στην εξωτερική τοιχοποιία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ράβδοι-υποδείγματα του βιεννέζικου αρσίν, στερεωμένοι στον τοίχο του καθεδρικού

Κατά τον Μεσαίωνα τα μεγάλα αστικά κέντρα είχαν τα δικά τους μέτρα και σταθμά, τα οποία και εξέθεταν σε κοινή θέα, ώστε να διευκολύνονται οι συναλλαγές μεταξύ κατοίκων και επισκεπτόμενων εμπόρων. Επίσημη μονάδα μήκους στη Βιέννη της εποχής υπήρξε το λεγόμενο αρσίν (ell - 77,6 εκ.), το οποίο χρησιμοποιούνταν κυρίως στο εμπόριο υφασμάτων. Μία μεταλλική ράβδος η οποία υποδεικνύει το ακριβές μήκος του αρσίν, είναι προσαρτημένη στην τοιχοποιία του καθεδρικού, αριστερά της κυρίας εισόδου. Συνοδεύεται από μια δεύτερη ράβδο, ώστε να διαχωρίζεται από τη Βιεννέζικη γιάρδα (89,6 εκ.), καθώς τα δύο σταθμά χρησιμοποιούνταν για διαφορετικά είδη υφασμάτων. Σύμφωνα με τον Φραντς Τβάροχ (Franz Twaroch), η αναλογία μεταξύ των δύο μηκών είναι ακριβώς .[8][9]. Το βιεννέζικο ελλ αναφέρεται για πρώτη φορά το 1685 στο βιβλίο Beschreibung der ansehnlichen und berühmten St. Stephans-Domkirchen.[10] («Περιγραφή του όμορφου και διάσημου Καθεδρικού του Αγίου Στεφάνου») του ιερωμένου Τεσταρέλλο ντέλλα Μάσσα.

Μια αναμνηστική πινακίδα (κοντά στην περιοχή SJC του παρακάτω σχεδιαγράμματος) αναφέρει λεπτομερώς τη σχέση του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ με τον καθεδρικό ναό, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι λίγο πριν τον θάνατό του είχε διοριστεί αναπληρωματικός διευθυντής της μουσικής (Kappellmeister). Ο Καθεδρικός του Αγίου Στεφάνου υπήρξε εξάλλου η εκκλησία της ενορίας του (όσο διέμενε στην "Οικία του Φίγκαρο"), όπου παντρεύτηκε και βαπτίστηκαν τα δύο του παιδιά· η κηδεία του τελέστηκε στο Παρεκκλήσι του Σταυρού, στην περιοχή PES.[11]

Ο Αγ. Φραγκίσκος επικρατεί του εισβολέα - ανδριάντας του 18ου αιώνα

Άξιος αναφοράς είναι και ο άμβωνας (πλέον υπαίθριος στην περιοχή 'SJC), απ' όπου ο Ιωάννης του Καπιστράνο κήρυξε τη σταυροφορία του 1454, και συνεπώς αποκρούστηκε η εισβολή των μουσουλμάνων στη χριστιανική Ευρώπη [12]. Στην τοποθεσία υπάρχει ανδριάντας του 18ου αιώνα, όπου αναπαρίσταται ο Αγ. Φραγκίσκος, κάτω από το Θείο Φως, να ποδοπατεί τον ηττημένο εισβολέα. Εδώ υπήρξε ο κύριος άμβωνας του ναού (τότε στο εσωτερικό του), μέχρι την αντικατάστασή του το 1515 από τον Niclaes Gerhaert van Leyden.

Τέλος, στην περιοχή CT, υπάρχει γλυπτό του Ιησού Χριστού, το οποίο οι Βιεννέζοι αποκαλούν χαριτολογώντας «ο Χριστός με πονόδοντο», δεδομένης της αγωνιώδους έκφρασης στο πρόσωπό Του, ενώ η νοτιοδυτική περιοχή S περιλαμβάνει διάφορα αναθήματα από την εποχή που το προαύλιο του ναού υπήρξε κοιμητήριο, όπως ένα ηλιακό ρολόι του 15ου αιώνα πάνω σε μια αντιρίδα.

Το εσωτερικό του ναού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κάτοψη του Καθεδρικού του Αγίου Στεφάνου. Οι εμφαινόμενες συντομογραφίες με κόκκινα γράμματα αναφέρονται σε αντίστοιχες τοποθεσίες που παρατίθενται στο λήμμα: CT γλυπτό του "Χριστού με πονόδοντο"· Fr3 Μνήμα του Αυτοκράτορα Φρειδερίκου Γ΄· G "Πύλη των Γιγάντων"· HA Αγία Τράπεζα· MP Εικόνα της Μαρίας του Πετς· NT Βόρειος Πύργος; P Άμβωνας· PES ταφικό παρεκκλήσι του Πρίγκηπα Ευγένιου της Σαβοΐας· RT Ρωμανικοί Πύργοι· S Ηλιακό ρολόι· SJC άμβωνας του Ιωάννη του Καπιστράνο· ST Νότιος Πύργος· WNA Αγία Τράπεζα Νεαπόλεως Βιέννης (Wiener Neustädter Altar)

Αγίες Τράπεζες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπάρχουν 18 Αγίες Τράπεζες [13] εντός του κυρίου ναού, αλλά και ακόμη περισσότερες στα διάφορα παρεκκλήσια του. Η Κύρια Αγία Τράπεζα (ΗΑ) και η Αγία Τράπεζα Νεαπόλεως Βιέννης (Wiener Neustädter Altar - WNA) είναι οι πλέον περίφημες.

Κεντρικό σημείο ενδιαφέροντος αποτελεί το Κυρίως Βήμα, η κατασκευή του οποίου διήρκεσε επτά χρόνια, από το 1641 έως το 1647, ως μέρος της πρώτης ανακαίνισης του ναού, σε μπαρόκ τεχνοτροπία. Φιλοτεχνήθηκε από τον Τομπίας Ποκ, κατά τις οδηγίες του Αρχιεπισκόπου Φίλιπ Φρήντριχ Γκραφ Μπρόινερ, με μάρμαρο από την Πολωνία και τα τότε ανεξάρτητα κρατίδια της Στυρίας και του Τιρόλου. Αποτελεί εξαιρετικό κομψοτέχνημα, στο οποίο αναπαρίστανται γλυπτά τοπικών Αγίων (πολιούχων): Άγιος Λεοπόλδος Γ΄, Άγιος Φλωριανός, Άγιος Σεβαστιανός και Άγιος Ρόκκος. Τη σύνθεση συμπληρώνει άγαλμα της Παναγίας, ενώ η κύρια θεματολογία της αναφέρεται στη θεμελίωση του ναού από τον Πρωτομάρτυρα Στέφανο.

Η Αγία Τράπεζα Νεαπόλεως Βιέννης βρίσκεται στην κεφαλή του βόρειου κλίτους και κατασκευάστηκε το 1447 επί παραγγελία του Αυτοκράτορα Φρειδερίκου Γ΄, το μνήμα του οποίου βρίσκεται στην αντίθετη κατεύθυνση. Στη βάση του βήματος (predella) απεικονίζεται ο περίφημος μηχανισμός με την ακροστιχίδα A.E.I.O.U., τον οποίον ο Αυτοκράτορας παρήγγειλε για το Κιστερκιανό Αββαείο του Viktring (κοντά στο Κλάγκενφουρτ), όπου και παρέμεινε μέχρι το 1786, οπότε και σταμάτησε τη λειτουργία του, λόγω των αντικληρικών μεταρρυθμίσεων του Αυτοκράτορα Ιωσήφ Β΄. Κατόπιν, μεταφέρθηκε στην Κιστερκιανή Μονή του Αγ. Βερνάρδου του Κλαιρβώ (ιδρυθείσα υπό του Φρειδερίκου Γ΄) στη Νεάπολη Βιέννης (Βίνερ Νόιστατ), απ' όπου επωλήθη το 1885 στον Καθεδρικό του Αγίου Στεφάνου, αφού η προαναφερθείσα Μονή συγχωνεύτηκε με το Αββαείο του Τιμίου Σταυρού (Stift Heiligenkreuz).

Η Αγία Τράπεζα Νεαπόλεως Βιέννης αποτελείται από δύο τρίπτυχα, το άνω μέρος της οποίας είναι τετραπλάσιο σε ύψος από το κάτω μέρος, το οποίο όταν ανοίγει αποκαλύπτεται η γοτθικής τεχνοτροπίας λειψανοθήκη. Τις καθημερινές, οι τέσσερις πτυχές παραμένουν κλειστές και απεικονίζουν μια πολυσυλλεκτική σκηνή με 72 Αγίους· τις Κυριακές, οι πτυχές ανοίγονται και προβάλλουν επίχρυσα αγαλματίδια, τα οποία αναπαριστούν σκηνές από τον βίο της Παρθένου Μαρίας. Το 1985, συμπίπτοντας με την εκατονταετή της επετηρίδα, άρχισε η αναστήλωσή της η οποία διήρκεσε 20 χρόνια, ενώ απαιτήθηκαν δέκα συντηρητές, 40.000 ώρες εργασίας και το ποσό του 1,3 εκατομμυρίων ευρώ, κυρίως λόγω του μεγάλου της εμβαδού (100 m2).

Το κεντρικό κλίτος του ναού - στο βάθος διακρίνεται η Κύρια Αγία Τράπεζα

Η εικόνα της Μαρίας του Πετς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εικόνα της Μαρίας του Πετς (Maria Pötsch - MP) αποτελεί μια Βυζαντινής τεχνοτροπίας εικονογράφηση της Παναγίας με το Θείο Βρέφος, η οποία έλαβε το προσωνύμιό της από το ιερό λείψανο της Μαρίας, στο Ουγγρικό χωριό Πετς (Máriapócs)· το λείψανο υπήρξε αντικείμενο της Ουγγρικής Βυζαντινής Εκκλησίας, απ' όπου μεταφέρθηκε στη Βιέννη. Απεικονίζεται η Παρθένος Μαρία κρατούσα το Θείο Βρέφος, το οποίο κρατά ένα τρίμισχο ρόδο (συμβολίζοντας την Αγία Τριάδα) και φέρει τον προφητικό σταυρό στο λαιμό. Η εικόνα, διαστάσεων 50 × 70 εκ., είναι έργο του Ίστβαν Παπ (István Papp), κατόπιν παραγγελίας του Λάσλο Τσίγκρι (László Csigri), ο οποίος το 1676 απελευθερώθηκε από τους Τούρκους εισβολείς. Ο Τσίγκρι δεν μπόρεσε να πληρώσει το ποσό των έξι φιορινίων για την εικόνα, την οποία και αγόρασε ο Λέριντς Χούρτα (Lőrinc Hurta), για να τη δωρίσει αργότερα στην Εκκλησία του Πετς.

Ύστερα από δύο θαυματουργές περιστάσεις το 1696, κατά τις οποίες η Παναγία της εικόνας δάκρυσε αληθινά δάκρυα, ο Αυτοκράτορας Λεοπόλδος Α΄ διέταξε την εγκατάσταση της εικόνας στον Καθεδρικό του Αγίου Στεφάνου, όπου θα ήταν ασφαλής από τους Τούρκους επιδρομείς που κατέτρεχαν το μεγαλύτερο μέρος της Ουγγαρίας. Κατά την άφιξή της, μετά από έναν μαραθώνιο πέντε μηνών το 1697, η Αυτοκράτειρα Ελεωνόρα Μαγδαληνή παρήγγειλε την επένδυσή της -επονομαζόμενη και Rosa Mystica- και μία κορνίζα (πλέον υπάρχουν περισσότερες)· ο δε Αυτοκράτορας διέταξε την τοποθέτησή της κοντά στην Κύρια Αγία Τράπεζα, όπου και παρέμεινε έως το 1945. Έκτοτε φέρεται εντός διαφορετικής κορνίζας και έχει τοποθετηθεί πάνω σε μια Αγία Τράπεζα, κάτω από έναν ουρανό (περίτεχνο στέγαστρο παρόμοιο μ' αυτό του επιταφίου), κοντά στη νοτιοδυτική γωνία του κλίτους, όπου ο μεγάλος αριθμός των κεριών μαρτυρά την αγάπη του κόσμου προς το αντικείμενο, ιδίως των Ούγγρων. Από την εγκατάστασή της εκεί η εικόνα δεν έχει δακρύσει ξανά, ωστόσο της αποδίδονται άλλα θαύματα, όπως τη νίκη του Πρίγκηπα Ευγένιου της Σαβοΐας έναντι των Τούρκων στη Σέντα, λίγες μόλις εβδομάδες μετά την άφιξή της στον Καθεδρικό του Αγίου Στεφάνου.

Οι κάτοικοι του Πετς είχαν ζητήσει επανειλημμένως την επιστροφή της θαυματουργής εικόνας, ωστόσο ο Αυτοκράτορας απέστειλε αντίγραφό της. Έκτοτε, υπάρχουν αναφορές στα δάκρυα και τα θαύματα του αντιγράφου, οπότε το χωριό του Πετς μετονομάστηκε σε Μαρίαπετς (Máriapócs), έχοντας πλέον αναδειχθεί σε σημαντικό τόπο προσκυνήματος.

Ο άμβωνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο περίτεχνος άμβωνας

Ο λίθινος άμβωνας αποτελεί αριστουργηματική έκφραση της γοτθικής γλυπτικής· έργο αρχικά θεωρούμενο του Αντόν Πίλγκραμ, πλέον πιστεύεται ότι φιλοτεχνήθηκε από τον Φλαμανδό γλύπτη Niclaes Gerhaert van Leyden. Στηριζόμενος σε έναν στύλο, ο άμβωνας προεξέχει προς τη μεριά του κλίτους, παρά προς το Ιερό· καθώς την εποχή της κατασκευής του δεν υπήρχαν μικρόφωνα και ηχεία, αυτό επέτρεπε στο εκκλησίασμα να ακούει καλύτερα την ανάγνωση του Ευαγγελίου και την εκφώνηση του κηρύγματος.

Η όλη σύνθεση φέρει περίτεχνα σκαλίσματα, πολλά από τα οποία έχουν εξαιρετική λεπτομέρεια, ενώ στις πλευρές αναπαρίστανται οι τέσσερις αρχικοί Πατέρες της Εκκλησίας (Αγ. Αυγουστίνος, Αγ. Αμβρόσιος, Μέγας Γρηγόριος και Αγ. Ιερώνυμος), καθένας από τους οποίους με διαφορετική συναισθηματική διάθεση και σε διαφορετική ηλικία. Η κουπαστή της σκάλας που οδηγεί στον άμβωνα φέρει διακοσμητικά σκαλίσματα, στα οποία απεικονίζονται βάτραχοι και σαύρες να δαγκώνονται μεταξύ τους, συμβολίζοντας τη μάχη ανάμεσα στο καλό και το κακό. Στην κορυφή της σκάλας ένα σκαλιστό κουτάβι λειτουργεί ως φύλακας του κήρυκα.

Κάτω από τη σκάλα υπάρχει ένα από τα πιο αγαπητά σύμβολα του καθεδρικού: μια λίθινη φιγούρα που ξεπροβάλλει (γερμ. gucken) μέσα από ένα παράθυρο (γερμ. fenster), λαμβάνοντας έτσι το προσωνύμιο Fenstergucker. Το καλέμι που κρατά η φιγούρα του γλυπτού και το σύμβολο των λιθοξόων πάνω από το παράθυρο, οδηγεί στην εικασία ότι πιθανότατα πρόκειται για αυτοπροσωπογραφία του αγνώστου γλύπτη του έργου.

Παρεκκλήσια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εντός του καθεδρικού ναού υπάρχουν αρκετά επίσημα παρεκκλήσια, καθένα αφιερωμένο σε κάποιον άγιο ή ορόσημο του χριστιανισμού, μερικά από τα οποία είναι τα εξής:

Η κολυμβήθρα στο παρεκκλήσιο της Αγ. Αικατερίνης
  • Το παρεκκλήσι της Αγ. Αικατερίνης, στη βάση του νότιου πύργου, χρησιμοποιείται για τις βαπτίσεις. Η κολυμβήθρα του 1481 φέρει δεκατέσσερις πλευρές, ενώ το κάλυπτρό της υπήρξε προηγουμένως μέρος του κυρίως άμβωνα. Η μαρμάρινη βάση απεικονίζει τους τέσσερις Ευαγγελιστές, ενώ οι πτυχές φέρουν τις μορφές των δώδεκα Αποστόλων, του Χριστού και του Αγίου Στεφάνου.
  • Το παρεκκλήσι της Αγ. Βαρβάρας, στη βάση του βόρειου πύργου, χρησιμοποιείται για διαλογισμό και προσευχή.
  • Το παρεκκλήσι του Αγ. Ελίγιου, στη νοτιοανατολική πλευρά, είναι ανοιχτό για προσευχή. Η Αγία του Τράπεζα είναι αφιερωμένη στον Αγ. Βαλεντίνο, το σώμα του οποίου (το ένα από τα διαφιλονικούμενα τρία) βρίσκεται σε άλλο παρεκκλήσι, στον πάνω όροφο.
  • Το παρεκκλήσι του Αγ. Βαρθολομαίου βρίσκεται πάνω απ' αυτό του Αγ. Ελίγιου και ανακαινίστηκε πρόσφατα.
  • Το παρεκκλήσι του Τιμίου Σταυρού (PES), στη βορειοανατολική πλευρά, περιέχει το μνήμα του Πρίγκηπα Ευγένιου της Σαβοΐας (το οποίο περιλαμβάνει τρία φέρετρα και μία υδρία για την καρδιά), εγκιβωτισμένο κάτω από έναν ογκόλιθο με σιδερένια κλείστρα. Ο εσταυρωμένος πάνω από την Αγία του Τράπεζα φέρει γενειάδα από φυσική τρίχα. Στο συγκεκριμένο παρεκκλήσι τελέστηκε η κηδεία του Μότσαρτ στις 6 Δεκεμβρίου 1791· σήμερα παραμένει κλειστό για το κοινό.
  • Το παρεκκλήσι του Αγ. Βαλεντίνου, πάνω απ' αυτό του Τιμίου Σταυρού, αποτελεί προς το παρόν λειψανοθήκη, περιέχοντας εκατοντάδες λείψανα που ανήκουν στον ναό: σ' αυτά συμπεριλαμβάνεται ένα κομμάτι από το τραπεζομάντηλο του Μυστικού Δείπνου. Τα ιερά οστά του Αγ. Βαλεντίνου βρίσκονται σε ένα μεγάλο μπαούλο, όπου και μεταφέρθηκαν πριν από περίπου έναν αιώνα, από το σημερινό πρεσβυτέριο, που βρίσκεται νότια της Κύριας Αγίας Τράπεζας.

Μνήματα, κατακόμβες και κρύπτες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μνήμα του Αυτοκράτορα Φρειδερίκου Γ΄

Η τοποθεσία του Καθεδρικού του Αγίου Στεφάνου φιλοξενούσε ανέκαθεν νεκροταφεία, κάποια από τα οποία χρονολογούνται από τη Ρωμαϊκή εποχή· στα έγκατα τους αναπαύονται εδώ και αιώνες τόσο οι κοινοί θνητοί, όσο και οι αξιοσημείωτοι της ιστορίας. Για τους πλέον σπουδαίους, υπήρξε ανέκαθεν προνόμιο η ταφή τους εντός της εκκλησίας, όπου βρίσκονται πιο κοντά στα λείψανα των αγίων, και συνεπώς στη φυσική τους παρουσία. Οι λιγότεροι επιφανείς αρκούνταν στην ταφή κοντά στην εκκλησία, αλλά πάντοτε στον αύλιο χώρο.

Εντός του καθεδρικού, στο Παρεκκλήσιο του Τιμίου Σταυρού (ΝΔ πλευρά), βρίσκεται το μνήμα του Πρίγκηπα Ευγένιου της Σαβοΐας (PES), ο οποίος διετέλεσε διοικητής του αυτοκρατορικού στρατού κατά τον πόλεμο της Ισπανικής Διαδοχής, καθώς επίσης και το μνήμα του Αυτοκράτορα Φρειδερίκου Γ΄ (Fr3, ΝΑ πλευρά), υπό την ηγεμονία του οποίου η Επισκοπή της Βιέννης απέκτησε υπόσταση το 1469.

Η κατασκευή του μνήματος του Φρειδερίκου διήρκεσε 45 χρόνια, ήδη 25 χρόνια πριν τον θάνατό του. Η εντυπωσιακή αυτή σαρκοφάγος, από βαθυκόκκινο μάρμαρο του λατομείου Άντνετ, φιλοτεχνήθηκε από τον Niclaes Gerhaert van Leyden· το κάλυπτρο φέρει τη φιγούρα του βασιλέως, περιβαλλόμενη από τα βασιλικά διάσημα και τους θυρεούς των περιοχών της κυριαρχίας του. Με 240 ανάγλυφα αγάλματα και πλούσιο διάκοσμο, θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της γοτθικής γλυπτικής τέχνης.

Όταν το οστεοφυλάκιο και τα οκτώ νεκροταφεία πέριξ του καθεδρικού έκλεισαν με το ξέσπασμα της βουβωνικής πανώλης το 1735, τα οστά περισυλέχθηκαν και αποθηκεύτηκαν στις υπόγειες κατακόμβες του ναού. Μέχρι το 1783 τελούνταν ταφές απ' ευθείας στις κατακόμβες, οπότε και απαγορεύτηκε δια νόμου· τα εναπομείναντα οστά (άνω των 11.000 ανθρώπων) είναι πλέον επισκέψιμα.

Όπως και οι περισσότεροι καθεδρικοί, ο Άγιος Στέφανος διαθέτει κρύπτες, όπου αναπαύονται οι εκδημήσαντες Επίσκοποι, Δούκες και Πρυτάνεις (provost)· ο πιο πρόσφατος ενταφιασμός στην Επισκοπική κρύπτη του 1952, ήταν αυτός του 98 ετών Καρδιναλίου Φραντς Κένιχ, το 2004. Οι πρυτάνεις ενταφιάζονται σε διαφορετική κρύπτη, ενώ για τους υπόλοιπους κληρικούς έχει χωροθετηθεί ένα μέρος του Κεντρικού Νεκροταφείου (Zentralfriedhof).

Η Δουκική Κρύπτη, που βρίσκεται κάτω από το οστεοφυλάκιο, διαθέτει 78 μπρούτζινα δοχεία, στα οποία φυλάσσονται ολόκληρα τα σώματα (ή τα σπλάχνα) 72 μελών της Δυναστείας των Αψβούργων. Ο Δούκας Ροδόλφος Δ΄, πριν τον θάνατό του το 1365, είχε διατάξει την κατασκευή μιας τέτοιας κρύπτης εντός του νεόδμητου καθεδρικού, όπου και θα φυλάσσονταν το σώμα του. Μέχρι το 1754, η κρύπτη φιλοξενούσε 12 σαρκοφάγους και 39 υδρίες, έχοντας ξεπεράσει τη δυναμική της χωρητικότητάς της· η επέκταση του χώρου, ο οποίος ανακαινίστηκε το 1956, αποσυμφόρησε την κατάσταση, ενώ τα δοχεία αναδιατάχθηκαν, με τελευταία προσθήκη αυτή του Αρχιδούκα Καρόλου (υιού του Φραγκίσκου Ιωσήφ Α΄) το 1878.

Εκκλησιαστικά όργανα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το εκκλησιαστικό όργανο του 1960, ακριβώς πίσω από την «Πύλη των Γιγάντων» (G)

Η παράδοση του εκκλησιαστικού οργάνου στον Άγιο Στέφανο πάει πολλούς αιώνες πίσω, με το πρώτο όργανο να αναφέρεται το 1334 [14][15]. Μετά τη φωτιά του 1945, ένα νέο όργανο με 125 ρεγκίστρα και τέσσερα κλαβιέ, κατασκευάστηκε το 1960, από τον Μίχαελ Κάουφμαν [16]. Το 1991, ένα ακόμη όργανο εγκαταστάθηκε στο χοροστάσιο· είναι κατασκευής του αυστριακού οίκου Ρίγκερ και διαθέτει 56 ρεγκίστρα και τέσσερα κλαβιέ [17].

Συντήρηση και αναπαλαίωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η συντήρηση και επισκευή των δομικών στοιχείων του καθεδρικού αποτελεί μια συνεχή διεργασία, από κατασκευής του. Ιδιαίτερου ενδιαφέροντος είναι ο πορώδης ασβεστόλιθος, ο οποίος είναι ευαίσθητος στις καιρικές συνθήκες: η επικάλυψή του με κάποιο στεγανωτικό -όπως η σιλικόνη- έχει την τάση να παγιδεύει την υγρασία στο εσωτερικό της πέτρας, καθιστώντας τη εύθραυστη σε χαμηλές θερμοκρασίες. Το μόνιμο συνεργείο του ναού (Dombauhütte) χρησιμοποιεί την τελευταία λέξη της τεχνολογίας, όπως το λέιζερ, ώστε να καθαριστεί η τοιχοποιία· συγχρόνως γίνεται έρευνα, ώστε να σφραγιστούν οι όποιες εσωτερικές κοιλότητες στις πέτρες, έτσι ώστε να καταστούν αδιαπέραστες από το νερό.

Το μεγαλύτερο έργο συντήρησης των τελευταίων ετών δεν είναι άλλο απ' αυτό του νοτίου πύργου, στον οποίο έχει εγκατασταθεί μια μόνιμη σκαλωσιά. Οι διαφημιστικές πινακίδες που είχαν αναρτηθεί γύρω από τη σκαλωσιά απόσβαιναν ένα μέρος του κόστους, ωστόσο διακόπηκε κατόπιν αντιδράσεων για την παράταιρη αισθητική τους. Από τον Δεκέμβριο του 2008 οι περισσότερες εργασίες στον πύργο έχουν ολοκληρωθεί και το μεγαλύτερο μέρος της σκαλωσιάς έχει αποκαθηλωθεί.

Στο εσωτερικό του ναού, η αποκατάσταση του χρώματος της τοιχοποιίας συνεχίζεται, ενώ ολοκληρώθηκε πρόσφατα ένα τεράστιο έργο, το οποίο υπήρξε ευσεβής πόθος ήδη από το 1147: βελτιωμένη θέρμανση κατά τους χειμερινούς μήνες. Διάφορα συστήματα θέρμανσης έχουν χρησιμοποιηθεί κατά καιρούς, όπως τζάκια, τα οποία όμως ρύπαιναν ασύμμετρα το εσωτερικό· το νέο σύστημα βασίζεται σε πολλαπλές εστίες θερμότητας, ώστε να διαχέεται η θερμότητα με την ελάχιστη κίνηση του αέρα, και αποφεύγοντας έτσι την ανεξέλεγκτη αιώρηση των σωματιδίων. Η θερμοκρασία του ναού πλέον ρυθμίζεται στους 10 °C.

Τα αρχιτεκτονικά σχέδια του ναού, τα οποία χρονολογούνται από τον Μεσαίωνα, είναι αποτυπωμένα σε κομμάτια χαρτιού μήκους 4,5 μ., τα οποία και είναι υπερβολικά εύθραυστα. Χάριν στη νέα τεχνολογία, έχουν γίνει μετρήσεις του ναού με ηλ. υπολογιστή και πλέον διατίθενται λεπτομερή σχέδια και τρισδιάστατες απεικονίσεις (εικονικά μοντέλα). Στην περίπτωση που κάποιο γλυπτό χρειάζεται αναπαλαίωση ή αντικατάσταση, ένα αυτοματοποιημένο σύστημα αναπαράγει συνθετικά γλυπτά φυσικού μεγέθους, τα οποία και χρησιμοποιούνται ως οδηγοί για τους λιθοξόους και γλύπτες του ναού.


Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Reinhard H. Gruber· Robert Bouchal (2005). Der Stephansdom. Monument des Glaubens – Stein gewordene Geschichte (στα Γερμανικά). Vienna: Pichler Verlag. ISBN 3-85431-368-3. 
  • Riehl, Hans (1926). Der St. Stephansdom in Wien (στα Γερμανικά). Hrsg. von der Allgemeinen vereinigung für christliche kunst. σελ. 64. 
  • Zykan, Marlene (1981). Der Stephansdom (στα Γερμανικά). Zsolnay. σελ. 301. ISBN 3-552-03316-5. 
  • Strohmer, Erich V. (1960). Der Stephansdom in Wien (στα Γερμανικά). K.R. Langewiesche. ASIN B0000BOD4J. 
  • Rupert Feuchtmüller· Peter Kodera (1978). Der Wiener Stephansdom (στα Γερμανικά). Wiener Dom-Verl. σελ. 420. ISBN 3-85351-092-2. 
  • Donin, Richard Kurt (1952). Der Wiener Stephansdom und seine Geschichte (στα Γερμανικά). A. Schroll. ASIN B0000BHI6S. 
  • Macku, Anton (1948). Der Wiener Stephansdom: Eine Raumbeschreibung (στα Γερμανικά). F. Deuticke. σελ. 30. 
  • Böker, Johann J. (2007). Der Wiener Stephansdom in der Spätgotik. Architektur als Sinnbild für das Haus Österreich (1 έκδοση). Pustet, Salzburg. σελ. 432. ISBN 3-7025-0566-0. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 (Γερμανικά, Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά, Ιταλικά) archINFORM. 10689. Ανακτήθηκε στις 31  Ιουλίου 2018.
  2. Ανακτήθηκε στις 6  Ιανουαρίου 2021.
  3. 3,0 3,1 3,2 Wiki Loves Monuments monuments database. 18  Αυγούστου 2017. tools.wmflabs.org/heritage/api/api.php?action=search&format=json&srcountry=at&srlanguage=de&srid=50321.
  4. 4,0 4,1 Ανακτήθηκε στις 19  Μαρτίου 2021.
  5. «The City Of Vienna». Catholic Encyclopedia. Ανακτήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 2007. 
  6. 6,0 6,1 «Stephansdom». Österreich-Lexikon. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Ιανουαρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 2007. (...) History of Construction: First (?) construction 1137, consecrated 1147, completed as parish church (in possession of the bishopric of Passau) in 1160 (lower floors of the eastern "Heidentürme" and lower parts of the wall divisions are still extant). The various princes subsequently tried to found an independent diocese at St. Stephen's. Vienna was finally granted the status of a diocese in 1469 and St. Stephen's became a cathedral; metropolitan church of the archdiocese since 1723. (...) 
  7. Ενδεικτικό της κατάληξης «λ», όπως και λ.χ. στη λέξη «Μότσαρτλ»
  8. «Viennese Ells». Ιούλιος 2007. Ανακτήθηκε στις 14 Νοεμβρίου 2007. 
  9. Twaroch, Franz (2002). «Die Maßstäbe am Wiener Stephansdom» (στα Γερμανικά). Wiener Geschichtsbiatter (Vienna) 57. 
  10. Susanne Haiden· Ingrid Pastner (Ιούλιος 2007). «Normen und Regelungen – Übung "St. Stephan im Mittelalter» (στα Γερμανικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (Ms Powerpoint) στις 27 Ιουνίου 2004. Ανακτήθηκε στις 14 Νοεμβρίου 2007. 
  11. Η ανύπαρκτη κηδεία του σε ανώνυμο τάφο αποτελεί ιστορικό λάθος: για την αποκατάσταση της αλήθειας, οι νόμοι της εποχής (σε ισχύ από το 1784) όριζαν την ταφή όλων των κατοίκων -είτε πλούσιοι, είτε πτωχοί- χωρίς ταρίχευση και χωρίς φέρετρο σε κοινούς τάφους. Η εν λόγω νομοθεσία ίσχυε τη χρονολογία θανάτου του Μότσαρτ, το 1791.
  12. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία εισέβαλε το 1529 και ξανά το 1683, ωστόσο αποκρούστηκαν και τις δύο φορές χάρη στην αντίσταση της Βιέννης.
  13. Σε αντίθεση με τους ναούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η Αγία Τράπεζα είναι στο έμπροσθεν μέρος του Ιερού και έχει τη μορφή βωμού (απαντάται και ως βήμα)· στον τοίχο πίσω του υψώνεται ζωγραφικό ή γλυπτό έργο, ανάλογο με το τέμπλο στις ορθόδοξες εκκλησίες, το οποίο δεν έχει μία συγκεκριμένη θεματολογία (συνήθως συσχετίζεται με τον Άγιο στον οποίο είναι αφιερωμένος ο ναός). Ένα από τα πλέον γνωστά παραδείγματα είναι η Αγία Τράπεζα στην Καπέλα Σιξτίνα του Βατικανού
  14. «Die Orgel im Stephansdom» (στα Γερμανικά). "Rettet den Stephansdom" – Verein zur Erhaltung des Stephansdoms. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Ιανουαρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 1 Ιανουαρίου 2013. 
  15. Lade, Günter (1990). Orgeln in Wien. Βιέννη: Selbstverl. σελίδες 295. ISBN 3-9500017-0-0. 
  16. «St Stephan's Church: Main organ». Catalogue entry. International Organ Foundation. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Αυγούστου 2011. Ανακτήθηκε στις 1 Ιανουαρίου 2013. 
  17. «St Stephan's Church: Choir organ». Catalogue entry. International Organ Foundation. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Αυγούστου 2011. Ανακτήθηκε στις 1 Ιανουαρίου 2013.