Μετάβαση στο περιεχόμενο

Καπέλα Σιστίνα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Καπέλα Σιξτίνα)
Η Καππέλλα Σιστίνα, όπως φαίνεται από την πλευρά της Αγίας Τράπεζας.
Καπέλα Σιστίνα is located in Βατικανό
Καπέλα Σιστίνα
Τοποθεσία σε χάρτη του Βατικανού
Βασικές πληροφορίες
ΤοποθεσίαΒατικανό
Γεωγραφικές συντεταγμένες41°54′11″N 012°27′16″E / 41.90306°N 12.45444°E / 41.90306; 12.45444Συντεταγμένες: 41°54′11″N 012°27′16″E / 41.90306°N 12.45444°E / 41.90306; 12.45444
ΥπαγωγήΡωμαιοκαθολικισμός
ΠεριφέρειαΕπισκοπή Ρώμης
ΧώραΒατικανό
Έτος αφιέρωσης15 Αυγούστου 1483
Εκκλησιαστικό ή οργανωτικό καταστατικόΠαπικό ορατόριο
ΗγεσίαΦραγκίσκος
Ιστοσελίδαmv.vatican.va
Αρχιτεκτονική περιγραφή
Αρχιτέκτονας/ΑρχιτέκτονεςΜπάτσο Ποντέλλι, Τζοβάννι ντε Ντόλτσι[1]
Αρχιτεκτονικός τύποςΕκκλησία
Έναρξη ανέγερσης1473[1]
Αποπεράτωση1481[1]
Λεπτομέρειες
Μήκος40,9 μ.
Πλάτος (κυρίως ναός)13,4 μ.
Ύψος (μέγιστο)20,7 μ.
Επίσημη ονομασία: Πόλη του Βατικανού
ΤύποςΠολιτισμικό
Κριτήριαi, ii, iv, vi
Καταγραφή1984[2]
Αριθμός αναφοράς286
Χώρα Μέλος Αγία Έδρα
ΠεριοχήΕυρώπη και Βόρεια Αμερική

Η Καπέλα Σιστίνα ή Παρεκκλήσιο του Σίξτου (ιταλ.: Cappella Sistina, λατιν. Sacellum Sixtinum) είναι παρεκκλήσιο του Αποστολικού Παλατιού, της επίσημης κατοικίας του Πάπα, στην πόλη του Βατικανού. Το αρχικό Μεγάλο Παρεκκλήσιο ανακαινίστηκε το 1477-1480 από τον Πάπα Σίξτο Δ΄ (ιταλ. Sisto IV, λατιν. Sixtus IV), στον οποίο οφείλει και το όνομά του. Από τότε η Καπέλα Σιστίνα έγινε χώρος για θρησκευτικές και διοικητικές δραστηριότητες. Στην εποχή μας είναι το μέρος σύσκεψης (κονκλάβιου) του συλλόγου των καρδιναλίων για την εκλογή του νέου πάπα. Η φήμη τού παρεκκλησίου οφείλεται στις νωπογραφίες που κοσμούν το εσωτερικό του, πρωτίστως του Μιχαήλ Αγγέλου, ο οποίος φιλοτέχνησε την οροφή του (1508-1512) και τον τοίχο του βωμού (1534-1541).

Κατά την αρχιερατεία του Σίξτου Δ΄ μία ομάδα από ζωγράφους της Αναγέννησης, όπως ο Σάντρο Μποτιτσέλι, ο Περουτζίνο, ο Πιντουρίκκιο, ο Ντομένικο Γκιρλαντάγιο και ο Κόζιμο Ροσέλι, δημιούργησε μία σειρά από νωπογραφίες, που παριστούν στον αριστερό τοίχο τη Ζωή του Μωυσή και στον δεξί τη Ζωή του Χριστού. Επάνω από αυτή τη ζώνη τοιχογραφιών, υπάρχουν πορτραίτα παπών και κάτω της, η ζωγραφική μιμείται κρεμασμένα υφάσματα. Οι τοιχογραφίες τελείωσαν το 1482 και στις 15 Αυγούστου 1483 ο Σίξτος Δ΄ τέλεσε την πρώτη λειτουργία στο παρεκκλήσιό του για την εορτή της Ανάληψης (Κοίμησης) της Παναγίας. Στην τελετή το παρεκκλήσιο καθαγιάστηκε και αφιερώθηκε στην Παρθένο Μαρία.

Το διάστημα 1508-12, και υπό την προστασία του πάπα Ιουλίου Β΄, ο Μιχαήλ Άγγελος ζωγράφισε την οροφή τού παρεκκλησίου, ένα έργο που άλλαξε τη Δυτική τέχνη και θεωρείται ως ένα από τα μεγαλύτερα κατορθώματα του ανθρώπινου πολιτισμού. Ο καλλιτέχνης επέστρεψε έπειτα από τη λεηλασία της Ρώμης και σε ένα διαφορετικό πια κλίμα ζωγράφισε, το διάστημα 1535-1541, την Τελική Κρίση, μία παραγγελία του Κλήμη Ζ΄, που εκτελέστηκε από τον Παύλο Γ΄. Η φήμη των ζωγραφικών αυτών έργων του Μιχαήλ Αγγέλου ελκύει πλήθος τουριστών στο παρεκκλήσιο, εδώ και 500 έτη που δημιουργήθηκαν.

Αν και το Παρεκκλήσιο είναι γνωστό ως χώρος σύγκλησης του Συλλόγου των Καρδιναλίων, η αρχική λειτουργία του είναι ως ο χώρος του Παπικού Συλλόγου (Capella Pontifica), ενός από τα δύο σώματα της παπικής Οικίας (Domus Pontificalis), η οποία ως το 1968 εκαλείτο Παπική Αυλή (Aula Pontificia)· το άλλο σώμα έχει νομικές και δικαστικές αρμοδιότητες. Την εποχή του Σίξτου Δ΄, στα τέλη του 15ου αι., ο Σύλλογος αποτελείτο από 200 άτομα περίπου: κληρικούς, αξιωματούχους του Βατικανού και διακεκριμένους λαϊκούς. Υπήρχαν 50 περιπτώσεις κατά τη διάρκεια του έτους, οι οποίες αναγραφόταν στο Παπικό ημερολόγιο, που έπρεπε να συγκληθεί όλος ο Παπικός Σύλλογος. Από αυτές τις περιπτώσεις, οι 35 ήταν λειτουργίες. Οκτώ από αυτές γινόταν σε Βασιλικές, γενικά σε αυτή του Αγ. Πέτρου και τις παρακολουθούσαν πολύ εκκλησίασμα. Τέτοιες περιπτώσεις ήταν η ημέρα των Χριστουγέννων και οι λειτουργίες του Πάσχα, στις οποίες ιερουργούσε ο ίδιος ο πάπας. Οι υπόλοιπες 27 λειτουργίες μπορούσαν να γίνονται σε μικρότερο, λιγότερο δημόσιο χώρο· για τον λόγο αυτό χρησιμοποιούσαν το Μεγάλο Παρεκκλήσιο (Capella Maggiore), πριν ξανακτιστεί στην ίδια θέση ως Παρεκκλήσιο του Σίξτου.

Το τωρινό κτίσμα, στη θέση του Μεγάλου Παρεκκλησίου, σχεδιάστηκε από τον Μπάκιο Ποντέλλι για τον Σίξτο Δ΄, από τον οποίο πήρε το όνομά του. Οικοδομήθηκε υπό την επίβλεψη του Τζιοβαννίνο ντε Ντόλτσι το διάστημα 1473-81. Οι αναλογίες του τωρινού παρεκκλησίου φαίνεται να ακολουθούν στενά αυτές του αρχικού. Έπειτα από την ολοκλήρωσή του, το παρεκκλήσιο διακοσμήθηκε με νωπογραφίες από έναν αριθμό από τους πιο διάσημους ζωγράφους της Ακμής της Αναγέννησης, περιλαμβανομένων των Σάντρο Μποτιτσέλι, Ντομένικο Γκιραλντάιο, Πιέτρο Περουτζίνο και Μιχαήλ Άγγελος.

Η πρώτη λειτουργία έγινε στις 15 Αυγούστου 1483, στην Εορτή της Ανάληψης της Παρθένου. Στην τελετή το Παρεκκλήσιο καθαγιάστηκε και αφιερώθηκε στην Παρθένο Μαρία.

Το Παρεκκλήσιο του Σίξτου διατήρησε τη χρήση του ως σήμερα και συνεχίζει να φιλοξενεί τις σημαντικές λειτουργίες του Παπικού Ημερολογίου, εκτός αν ο πάπας ταξιδεύει. Υπάρχει μία μόνιμη χορωδία, η Χορωδία της Καπέλα Σιστίνα και έχει γραφτεί πολλή μουσική ειδικά γι'αυτήν: το πιο διάσημο κομμάτι είναι το Miserere mei Dei (Ελέησόν με ο Θεός) του Γκρεγκόριο Αλέγκρι.

Η Σύσκεψη για την εκλογή νέου πάπα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μία από τις λειτουργίες του Περεκκλησίου του Σίξτου είναι ως εντευκτήριο για την εκλογή του επόμενου πάπα, έπειτα από Σύσκεψη (Conclavium) του Συλλόγου των Καρδιναλίων. Κάθε φορά εγκαθίσταται μία καμινάδα στη στέγη του Παρεκκλησίου: αν δεν λάβει κάποιος υποψήφιος τα απαιτούμενα 2/3 των ψήφων, οι καρδινάλιοι καίνε τις ψήφους με υγρά άχυρα και χημικά πρόσθετα, ώστε να βγει μαύρος καπνός και η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται. Αν εκλεγεί ο νέος πάπας, οι ψήφοι καίγονται και βαίνει λευκός καπνός.

Η πρώτη Σύσκεψη που έλαβε χώρα στο Παρεκκλήσιο ήταν το 1492, όπου το διάστημα 6-11 Αυγούστου οι καρδινάλιοι εξέλεξαν τον πάπα Αλέξανδρο ΣΤ΄ Βοργία.

Η Σύσκεψη προμήθευε επίσης χώρο για τους καρδινάλιους, όπου μπορούσαν να ακούνε τη λειτουργία, να φάνε, να κοιμηθούν ή να περάσουν τον χρόνο τους, με τους υπηρέτες να παρευρίσκονται. Από το 1455 οι Συσκέψεις γίνονται μέσα στο Βατικανό. Ως το Μεγάλο Σχίσμα, αυτές γινόταν στη Δομινικανή μονή της Σάντα Μαρία σόπρα Μινέρβα. Από το 1996, το Αποστολικό Σύνταγμα Προς όλο το εκκλησίασμα του Κυρίου (Universi Dominici gregis) του πάπα Ιωάννη-Παύλου Β΄ απαιτεί οι καρδινάλιοι να διαμένουν στο Κτήριο της Αγ. Μάρθας (Domus Sanctae Marthae) κατά τη διάρκεια της Σύσκεψης για τον νέο πάπα, αλλά να ψηφίζουν στο Παρεκκλήσιο του Σίξτου, όπως πριν.

Κάποτε κατά τις Συσκέψεις οι καρδινάλιοι, που καθόταν γύρω στον τοίχο, είχαν υφασμάτινους θόλους ("ουρανούς") επάνω από το κεφάλι τους, σημάδι ίσου αξιώματος. Όταν ο νέος πάπας αποδεχόταν την εκλογή του, έδινε το νέο όνομά του και τότε οι καρδινάλιοι έπρεπε να τραβήξουν ένα σχοινί, προσαρμοσμένο στις θέσεις τους, ώστε να χαμηλώσουν τους θόλους τους. Οι θόλοι είχαν διαφορετικά χρώματα, που δήλωναν από ποιον πάπα εξελέγησαν οι καρδινάλιοι, όμως από τον πάπα Πίο Ι΄ (1903-14) οι θόλοι έγιναν ομοιόμορφοι. Όταν ο αριθμός των καρδιναλίων είχε αυξηθεί τόσο, ώστε έπρεπε να κάθονται σε δύο σειρές, μία στον τοίχο και μία εμπρός, οι θόλοι των καρδιναλίων της εμπρός σειράς εμπόδιζαν τη θέα των πίσω, έτσι ο πάπας Παύλος ΣΤ΄ (1963-78) κατήργησε τους θόλους.

Για να μην φθαρεί το ξύλινο δάπεδο και τα σχέδιά του, οι ξυλουργοί πρόσθεσαν ένα άλλο, λίγο πιο επάνω από το αρχικό. Επίσης στην είσοδο κατασκευάστηκε μία ράμπα για ανήμπορους καρδιναλίους, που θα χρειαστεί να πάνε με καροτσάκι.

Το Παρεκκλήσιο είναι ένα υψηλό, ορθογώνιο κτήριο, στο οποίο ακριβείς μετρήσεις για το εξωτερικό και το ύψος είναι δύσκολο να γίνουν· εσωτερικά έχει διαστάσεις κάτοψης 40,9 Χ 13,4 μ. Το εξωτερικό του είναι χωρίς αρχιτεκτονικές ή διακοσμητικές λεπτομέρειες, όπως ήταν κοινό σε πολλές ιταλικές εκκλησίες στην εποχή του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης. Δεν έχει πρόσοψη ή εξωτερικές θύρες για πομπές, μια και η είσοδος ήταν πάντα από εσωτερικά δωμάτια, εντός του Αποστολικού Παλατιού. Το εξωτερικό μπορεί να ιδωθεί μόνο από κοντινά παράθυρα και φεγγίτες του Παλατιού. Η καθίζηση και οι ρωγμές των τοίχων του Μεγάλου Παρεκκλησίου θα ήταν που επέβαλαν την κατασκευή πολύ μεγάλων αντηρίδων για τη στήριξη των εξωτερικών τοίχων. Η συσσώρευση άλλων κτηρίων, άλλαξε περαιτέρω την εξωτερική εμφάνιση του παρεκκλησίου.

Το αρχιτεκτόνημα διαιρείται σε τρία επίπεδα. Το πιο χαμηλό είναι ένα πολύ υψηλό υπόγειο με αρκετά βοηθητικά παράθυρα και μία θύρα προς την έξω αυλή. Εσωτερικά το υπόγειο έχει γερά τόξα, που υποστηρίζουν το παρεκκλήσιο. Το μεσαίο επίπεδο έχει επιδέξια καμωμένη, θολωτή οροφή και έχει ύψος 20,7 μ. Έχει έξι παράθυρα σε κάθε μακριά πλευρά και δύο σε κάθε στενή πλευρά, με αρκετά να έχουν φραχτεί. Το επάνω, τρίτο επίπεδο έχει δωμάτια για τους φύλακες. Το δάπεδο του επιπέδου αυτού προεξέχει εξωτερικά και στηρίζεται σε υποστηρίγματα· έτσι δημιουργήθηκε ένας διάδρομος, που περιβάλλει το κτήριο. Είναι στεγασμένος, ώστε το νερό να μην βλάψει την οροφή του 2ου επιπέδου.

Το εσωτερικό του Παρεκκλησίου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι αναλογίες του κτηρίου χρησιμοποιούν το μήκος του ως βασική μονάδα: το πλάτος είναι το 1/3 του και το ύψος το 1/2 του μήκους. Οι αναλογίες αυτές 6 : 2 : 3 καθορίζουν τις επιφάνειες των τοίχων: οι πλαϊνοί έχουν 6 παράθυρα και 6 τοιχογραφίες, οι στενοί 2 παράθυρα και 2 τοιχογραφίες και καθ'ύψος χωρίζονται σε 3 ζώνες. Οι καθορισμένες αναλογίες ήταν χαρακτηριστικό της Αναγέννησης και αντανακλούν το αυξημένο ενδιαφέρον στην κλασική αρχαιότητα.

Η οροφή του Παρεκκλησίου είναι θολωτή (ημικυλινδρική), πεπλατυσμένη. Μεταξύ των παραθύρων υπάρχουν μικρού βάθους ψευδοπεσσοί (pilasters), που η προέκτασή τους σχηματίζει ημικύκλιο (στον τοίχο). Το ημικύκλιο, με αυτό του απέναντι παραθύρου, σχηματίζει θόλο. Οι θόλοι των παραθύρων τέμνουν εγκάρσια τον θόλο της οροφής, έτσι η τομή σχηματίζει τρίγωνα (στην οροφή) -επάνω από τα ημικύκλια- τα λεγόμενα λοφία (pendatif). Τον θόλο της οροφής ο Πιερματέο Λάουρο ντε'Μανφρέντι ντα Αμέλια τον ζωγράφισε γαλάζιο, ποικιλμένο με χρυσά άστρα.

Το δάπεδο διακοσμήθηκε με μαρμαροθετήματα (opus alexandrinum), όπου μάρμαρα και πολύχρωμοι λίθοι σχηματίζουν συμμετρικά σχέδια. Η γεωμετρία τους διαιρούσε το δάπεδο, πράγμα που βοηθούσε τις πομπές στη διαδρομή τους από την κύρια θύρα, που χρησιμοποιούσε ο πάπας σε σημαντικές περιπτώσεις, όπως την Κυριακή των Βαΐων.

Ο χώρος διαιρείτο στη μέση από ένα μαρμάρινο διαχωριστικό (transenna), έργο των Μίνο ντα Φιέζολε, Αντρέα Μπρένιο και Τζοβάννι Νταλμάτα. Στο ένα μέρος (με τον βωμό) ήταν τα μέλη του Παπικού Συλλόγου, ενώ στο άλλο ήταν οι προσκυνητές και οι αστοί. Επειδή τα μέλη του Συλλόγου αυξανόταν, το διαχωριστικό μετακινήθηκε και το ιερό κατέλαβε τελικά τα 2/3 του ναού. Επάνω σε αυτό υπάρχουν περίτεχνα κηροπήγια, κάποτε επίχρυσα. Είχε παλαιότερα μία επίχρυση, διακοσμημένη, από σφυρήλατο σίδηρο, θύρα· τώρα υπάρχει μία ξύλινη. Οι γλύπτες του διαχωριστικού έκαναν δεξιά και τον χώρο των ψαλτών (cantoria), εν μέρει εσωτερικά στον τοίχο και εν μέρει σαν μπαλκόνι.

Το πρώτο στάδιο της διακόσμησης στο Παρεκκλήσιο του Σίξτου ήταν η ζωγραφική της οροφής με μπλέ, πεποικιλμένο με επίχρυσα άστρα και διακοσμητικά πλαίσια γύρω από τις αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες των τριγώνων ("λοφίων") στη βάση της οροφής. Αυτό αντικαταστάθηκε όλο, όταν ο Μιχαήλ-Άγγελος ήρθε να εργαστεί στην οροφή το 1508.

Στην τωρινή διάταξη των νωπογραφιών, το πιο πρώιμο μέρος είναι αυτό των πλαϊνών τοίχων. Διαιρούνται σε τρεις ζώνες. Η μεσαία ζώνη έχει δύο θεματικούς κύκλους: Η ζωή του Μωϋσή και Η ζωή του Χριστού. Το έργο ανέθεσε ο Σίξτος Δ΄ ντελλα Ρόβερε το 1480 στους Ντομένικο Γκιρλαντάιο, Σάντρο Μποτιτσέλι, Πιέτρο Περουτζίνο, Κόζιμο Ροσέλι και τα εργαστήριά τους. Αρχικά οι νωπογραφίες της μεσαίας ζώνης διέτρεχαν όλους τους τοίχους, μετά όμως αντικαταστάθηκαν αυτές των στενών τοίχων.

Το εγχείρημα ίσως επιβλεπόταν από τον Περουτζίνο, που έφτασε στο Παρεκκλήσιο πριν τους Φλωρεντινούς. Είναι πιθανό ότι η ανάθεση στον Γκιρλαντάιο, Μποττιτσέλλι και Ροσέλλι ήταν μέρος ενός σχεδίου συμφιλίωσης μεταξύ του Λαυρεντίου των Μεδίκων, τον de facto ηγέτη της Φλωρεντίας, και του πάπα Σίξτου Δ΄. Οι Φλωρεντινοί ξεκίνησαν να εργάζονται στο Παρεκκλήσι του Σίξτου την άνοιξη του 1481.

Κάτω από τη ζώνη αυτή, το πιο χαμηλό επίπεδο των τοίχων έχει διακοσμηθεί με νωπογραφίες, που μιμούνται υφάσματα που κρέμονται, με χρυσά και αργυρά σχέδια. Μετά από την αφηγηματική μεσαία ζώνη, η επάνω ζώνη διαιρείται σε δύο οριζόντια μέρη: στο ύψος των παραθύρων είναι μία Πινακοθήκη των παπών, που ζωγραφίστηκε την ίδια εποχή με τις Ζωές, ενώ επάνω από τα παράθυρα, στα ημικύκλια (lunettes), ζωγραφίστηκαν μετέπειτα οι Προπάτορες του Χριστού, ως μέρος της οροφογραφίας του Μιχαήλ-Αγγέλου.

Η οροφή ανατέθηκε από τον Ιούλιο Β΄ των Μεδίκων στον Μιχαήλ-Άγγελο το διάστημα 1508-12. Η ανάθεση ήταν αρχικά να ζωγραφίσει 12 αποστόλους στα τριγωνικά "λοφία" (pendetives), που υποβαστάζουν τον θόλο. Ωστόσο ο ζωγράφος ζήτησε να έχει ελευθερία στο θέμα. Έτσι ζωγράφισε μία σειρά εννέα εικόνων: τρεις από τη Δημιουργία του Κόσμου, τρεις από τη Σχέση του Θεού με τους Πρωτοπλάστους, και τρεις με Την Πτώση των Πρωτοπλάστων από τη χάρη του Θεού. Στα μεγάλα τρίγωνα, στη βάση του θόλου, έκανε 12 προφήτες, Βιβλικούς και Κλασικούς (Σίβυλλες), που προείπαν ότι ο Θεός θα στείλει τον Ιησού Χριστό για η σωτηρία της ανθρωπότητας. Τέλος, στα ημικύκλια επάνω από τα παράθυρα, έκανε τους Προπάτορες του Χριστού.

Το 1515 ο Ραφαήλ ανέλαβε από τον πάπα Λέοντα Ι΄ των Μεδίκων να σχεδιάσει μία σειρά δέκα ταπισερί, για να κρεμαστούν στην κάτω ζώνη των τοίχων. Οι ταπεσερί παρίσταναν γεγονότα από τη Ζωή του Αγ. Πέτρου και τη Ζωή του Αγ. Παύλου, ιδρυτών της Χριστιανικής Εκκλησίας στη Ρώμη, όπως περιγράφεται στα Ευαγγέλια και στις Πράξεις των Αποστόλων. Η εργασίες άρχισαν στα μέσα του 1515. Λόγω του μεγάλου τους μεγέθους, η παραγωγή των κρεμαστών ταπήτων εκτελέστηκε στις Βρυξέλλες, και πήρε τέσσερα έτη για τα χέρια των υφαντών του εργαστηρίου του Πιέτερ φαν Άελστ Γ΄. Οι ταπισερί του Ραφαήλ λαφυραγωγήθηκαν κατά τη λεηλασία της Ρώμης το 1527, και είτε κάηκαν για τα πολύτιμα μέταλλά τους, είτε διασκορπίστηκαν στην Ευρώπη. Στα τέλη του 20ου αι., ένα σύνολο τέτοιων ταπισερί συγκεντρώθηκε από αρκετά μετέπειτα σύνολα, που είχαν γίνει έπειτα από το πρώτο, και εκτέθηκαν ξανά στο Παρεκκλήσιο του Σίξτου το 1983. Οι ταπισερί συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται σε περιστασιακές τελετουργίες ιδιαίτερης σημασίας. Τα αρχικά χαρτόνια προετοιμασίας για επτά από τις δέκα ταπισερί είναι γνωστά ως τα Χαρτόνια του Ραφαήλ και βρίσκονται στο Λονδίνο.

Ως το σημείο αυτό, το διακοσμητικό θέμα έδειχνε ένα συνεπές εικονογραφικό πρόγραμμα. Το διάζωμα με τους πάπες, που σύμφωνα με το σχέδιο του Ιουλίου Β΄ ήταν αμέσως κάτω από τους αποστόλους, έδινε έμφαση στην αποστολική διαδοχή. Έχει ειπωθεί ότι το τωρινό σχήμα δείχνει την Παλαιά Διαθήκη να προβλέπει τη Νέα· και οι δύο μαζί συνθέτουν τη Χριστιανική Βίβλο.

Η εικονογραφική ενότητα του συνόλου διακόπηκε από μία ακόμη ανάθεση στον Μιχαήλ-Άγγελο: να διακοσμήσει τον τοίχο πίσω από τον βωμό με την Τελευταία Κρίση. Το έργο φτιάχτηκε το διάστημα 1537-41, όμως το μέγεθος της ζωγραφικής σκηνής απαίτησε την εξάλειψη δύο επεισοδίων από τις Ζωές (την Εύρεση του Μωυσή και τη Γέννηση του Ιησού), αρκετούς πάπες και δύο ομάδες Προπατόρων.

Ο νότιος (αριστερά της εισόδου) τοίχος διακοσμήθηκε με τις Ιστορίες του Μωυσή το διάστημα 1481-82. Αρχίζοντας από τον βωμό, η σειρά τους είναι:

  • Ο Μωυσής εγκαταλείπει την Αίγυπτο, έργο του Πιέτρο Περουτζίνο και των βοηθών του.
  • Οι Δίκες του Μωυσή, του Σάντρο Μποτιτσέλι και του εργαστηρίου του.
  • Η Διάβαση της Ερυθράς θάλασσας, του Κόζιμο Ροσέλι.
  • Η Κατάβαση από το όρος Σινά, του Ροσέλι ή του μαθητή του Πιέρο ντι Κόζιμο.
  • Η Τιμωρία των εξεγερμένων, του Μποτιτσέλι.
  • Η Διαθήκη και το τέλος του Μωυσή, του Λούκα Σινιορέλλι ή του Μπαρτολομέο ντελα Γκάτα.

Ο βόρειος τοίχος έχει τις Ιστορίες του Ιησού των ετών 1481-82. Περιλαμβάνουν τα έργα:

  • Η βάπτιση του Χριστού, του Πιέτρο Περουτζίνο και των μαθητών του.
  • Ο πειρασμός του Ιησού του Σάντρο Μποτιτσέλι.
  • Η Κλήση των Αποστόλων, του Ντομένικο Γκιρλαντάγιο.
  • Το επί του όρους κήρυγμα, αποδίδεται στον Ροσέλι.
  • Η Παράδοση των κλειδιών, του Περουτζίνο.
  • Το τελευταίο δείπνο, του Ροσέλι.

Ο ανατολικός τοίχος περιέχει τα ζωγραφικά έργα:

  • Η Διαφωνία για το σώμα του Μωυσή, του Ματέο ντα Λέτσε (1574), επάνω σε έργο του Λούκα Σινιορέλι.
  • Η Ανάσταση του Χριστού, του Χέντρικ φαν ντεν Μπεκ (1572), επάνω σε προϋπάρχον έργο του Γκιρλαντάγιο.

Οι νωπογραφίες του Μιχαήλ Αγγέλου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αποκατάσταση και αντιγνωμίες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. 1,0 1,1 1,2 Ekelund, Hébert & Tollison 2006, σελ. 313
  2. Vatican City, Whc.unesco.org, http://whc.unesco.org/en/list/286, ανακτήθηκε στις 9 Αυγούστου 2011 
  • Ekelund, Robert B.; Hébert, Robert F.; Tollison, Robert D. (2006), The Marketplace of Christianity, Cambridge: MIT Press, ISBN 0-262-05082-X 

Εξωτερικοί Σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]