Μετάβαση στο περιεχόμενο

Θηλυκότητα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η θηλυκότητα είναι ένα σύνολο χαρακτηριστικών, συμπεριφορών και ρόλων που γενικά συνδέονται με τις γυναίκες και τα κορίτσια. Αν και η θηλυκότητα είναι κοινωνικά κατασκευασμένη, μερικές έρευνες δείχνουν ότι ορισμένες συμπεριφορές που θεωρούνται θηλυκές, επηρεάζονται βιολογικά.[1] [2] [3] [4] Σε ποιο βαθμό η θηλυκότητα επηρεάζεται βιολογικά ή κοινωνικά, υπόκειται σε συζήτηση. Η θηλυκότητα διαχωρίζεται από τον ορισμό του βιολογικού θηλυκού φύλου,[5][6] καθώς τόσο οι άνθρωποι με αρσενική ανατομία όσο και οι άνθρωποι με θηλυκή ανατομία, μπορούν να εμφανίζουν θηλυκά στοιχεία χαρακτήρα και θηλυκές συμπεριφορές.

Χαρακτηριστικά που θεωρούνται στερεοτυπικά ως θηλυκά, περιλαμβάνουν την πραότητα, την ενσυναίσθηση, την ταπεινότητα, και την ευαισθησία.[7] [8] [9] Ωστόσο τα χαρακτηριστικά που σχετίζονται με τη θηλυκότητα διαφέρουν μεταξύ των κοινωνιών και των ανθρώπων [10] και επηρεάζονται από μια ποικιλία κοινωνικών και πολιτιστικών παραγόντων. [11]

Συμπεριφορά και προσωπικότητα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χαρακτηριστικά όπως η στοργή, η γλυκύτητα, [12] η υποστηρικτικότητα, [10][7] η πραότητα, [7] [8] η θαλπωρή, [10][8] η παθητικότητα, η συνεργατικότητα, η εκφραστικότητα, [13] η σεμνότητα, η ταπεινότητα, η ενσυναίσθηση, [7] η τρυφερότητα, η ευαισθησία, [10] η συναισθηματικότητα, η ευγένεια, η αφοσίωση και η κατανόηση [8] έχουν αναφερθεί ως θηλυκά. Τα αντιπροσωπευτικά χαρακτηριστικά της θηλυκότητας ποικίλλουν μεταξύ των κοινωνιών. [10]

An oil painting of a young woman dressed in a flowing, white dress sitting on a chair with a red drape. An easel rests on her knees and she is evidently drawing. She is gazing directly at the observer.
Μία νεαρή γυναίκα ζωγραφίζει (1801, Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης) από τη Γαλλίδα ζωγράφο Marie-Denise Villers (πιθανώς αυτοπροσωπογραφία), η οποία απεικονίζει ένα ανεξάρτητο θηλυκό πνεύμα. [14]

Η σχέση μεταξύ της γυναικείας κοινωνικοποίησης και των ετεροφυλοφιλικών σχέσεων έχει μελετηθεί από ερευνητές, καθώς η θηλυκότητα σχετίζεται με τη σεξουαλική έλξη των ανδρών προς τις γυναίκες. [12] Η θηλυκότητα συνδέεται μερικές φορές με τη σεξουαλικοποίηση. [15] [16] Η σεξουαλική παθητικότητα θεωρείται μερικές φορές θηλυκή, ενώ η σεξουαλική αφοσίωση και η σεξουαλική επιθυμία θεωρούνται αρρενωπές.

Οι μελετητές έχουν λογομαχήσει για το κατά πόσο η ταυτότητα φύλου και οι συγκεκριμένες συμπεριφορές των φύλων οφείλονται στην κοινωνικοποίηση, έναντι των βιολογικών παραγόντων. [4] [17] [18] Πιστεύτεται ό,τi κοινωνικές αλλά και βιολογικές επιρροές αλληλεπιδρούν αμοιβαία κατά τη διάρκεια της εξέλιξης του ατόμου. [4] Μελέτες που έγιναν για την έκθεση των προγεννητικών ανδρογόνων, έχουν δώσει κάποια στοιχεία ότι η θηλυκότητα και η αρρενωπότητα προσδιορίζονται μερικώς βιολογικά. [2] [3] Άλλες πιθανές βιολογικές επιρροές περιλαμβάνουν την εξέλιξη, τα γoνίδια, τα επιγονίδια και τις ορμόνες (τόσο κατά την ανάπτυξη όσο και κατά την ενηλικίωση). [4]

Το 1959, ερευνητές όπως ο John Money και ο Anke Erhardt πρότειναν τη θεωρία της προγεννητικής ορμόνης. Η έρευνά τους υποστηρίζει ότι τα σεξουαλικά όργανα ''κατακλύζουν'' στην κυριολεξία το έμβρυο με ορμόνες μέσα στη μήτρα, με αποτέλεσμα τη γέννηση ενός ατόμου με έναν διακριτό αρρενωπό ή θηλυκό εγκέφαλο. Αυτό προτάθηκε από κάποιους για να «προβλέψουν τη μελλοντική εξέλιξη της συμπεριφοράς του ατόμου σε αρρενωπή ή θηλυκή κατεύθυνση». [19] Αυτή η θεωρία, ωστόσο, παραμένει αμφιλεγόμενη. [20] [21] Το 2005, η επιστημονική έρευνα που διερευνούσε τις διαφορές των βιολογικών φύλων στην ψυχολογία, έδειξε ότι οι προσδοκίες των φύλων και τα στερεότυπα, επηρεάζουν τη συμπεριφορά ενός ατόμου και ότι η ταυτότητα φύλου μπορεί να αναπτυχθεί από την ηλικία των τριών ετών. [22] Ο Money ισχυρίστηκε ότι η ταυτότητα φύλου διαμορφώνεται κατά τα πρώτα τρία χρόνια του παιδιού.[18]

Οι άνθρωποι που παρουσιάζουν ένα συνδυασμό αρρενωπών και θηλυκών χαρακτηριστικών θεωρούνται ανδρόγυνοι, και οι φεμινιστές φιλόσοφοι εξέφρασαν έντονα την ανησυχία τους ότι η ασάφεια των φύλων μπορεί να θολώσει την ταξινόμηση των φύλων. [23] [24] Οι σύγχρονες αντιλήψεις για τη θηλυκότητα βασίζονται όχι μόνο στις κοινωνικές δομές, αλλά και στις εξατομικευμένες επιλογές των γυναικών. [25]

Η Mary Vetterling-Braggin, υποστηρίζει ότι όλα τα χαρακτηριστικά που σχετίζονται με τη θηλυκότητα, προέκυψαν από πρώιμες σεξουαλικές συναντήσεις των ανθρώπων, που από την πλευρά των ανδρών υπήρχε κυρίως εξαναγκασμός και από την πλευρά των γυναικών απροθυμία, λόγω των αρσενικών και θηλυκών ανατομικών διαφορών. [26] Άλλοι, όπως οι Carole Pateman, Ria Kloppenborg και Wouter J. Hanegraaff, υποστηρίζουν ότι ο ορισμός της θηλυκότητας είναι το αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο οι γυναίκες πρέπει να συμπεριφέρονται, ώστε να διατηρήσουν το πατριαρχικό κοινωνικό σύστημα . [15] [27]

Στη σχολή της αναλυτικής ψυχολογίας του Carl Jung, το anima και το animus είναι τα δύο πρωταρχικά ανθρωπόμορφα αρχέτυπα του ασυνείδητου μυαλού. Το anima και το animus περιγράφονται από τον Jung ως στοιχεία της θεωρίας του συλλογικού ασυνείδητου, μιας περιοχής του ασυνείδητου που ξεπερνά την προσωπική ψυχή. Στο ασυνείδητο του άνδρα, βρίσκει έκφραση ως θηλυκή εσωτερική προσωπικότητα: Αnima. Αντίστοιχα, στο ασυνείδητο της γυναίκας, εκφράζεται ως μια αρρενωπή εσωτερική προσωπικότητα: Αnimus. [28]

Ένδυση και εμφάνιση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις δυτικές κουλτούρες, το ιδανικό της γυναικείας εμφάνισης παραδοσιακά περιλάμβανε μακρυά, ρέοντα μαλλιά, καθαρό δέρμα, στενή μέση και ελάχιστες ή καθόλου τρίχες του σώματος ή τρίχες του προσώπου.[5] [29] [30] Σε άλλους πολιτισμούς, ωστόσο, ορισμένες προσδοκίες είναι διαφορετικές. Για παράδειγμα, σε πολλά μέρη του κόσμου, οι τρίχες κάτω από τις μασχάλες δεν θεωρούνται μη θηλυκές.[31] Στη σημερινή εποχή, το χρώμα ροζ συνδέεται έντονα με τη θηλυκότητα, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 1900 το ροζ ήταν συνδεδεμένο με τα αγόρια και το μπλε με τα κορίτσια.[32]

Αυτά τα θηλυκά ιδανικά της ομορφιάς, έχουν κριθεί ως περιοριστικά, ανθυγιεινά, και μάλιστα ρατσιστικά. [30] [33] Συγκεκριμένα, η συχνότητα της ανορεξίας και άλλων διατροφικών διαταραχών στις δυτικές χώρες, έχει κατηγορηθεί για το σύγχρονο θηλυκό ιδανικό του αδύνατου σώματος. [34]

Γυναίκα μουσουλμάνα φοράει μία μαντήλα (hijab).

Σε πολλές μουσουλμανικές χώρες, οι γυναίκες είναι υποχρεωμένες να καλύπτουν τα κεφάλια τους με ένα hijab (μαντήλα). Θεωρείται σύμβολο της θηλυκής σεμνότητας και ηθικής.[35][36]

Σε μερικές κουλτούρες, τα καλλυντικά συνδέονται με τη θηλυκότητα.

Τα πολιτιστικά πρότυπα ποικίλλουν ανάλογα με το τι θεωρείται θηλυκό. Για παράδειγμα, στη Γαλλία τον 16ο αιώνα, τα ψηλά τακούνια θεωρούνταν ένα αρρενωπό είδος παπουτσιού, αν και σήμερα θεωρούνται αποκλειστικά θηλυκά.[37] [38]

Στην αρχαία Αίγυπτο, τα εφαρμοστά φορέματα και τα διχτυωτά φορέματα που ηταν κεντημένα με χάντρες θεωρούνταν γυναικεία ενδυμασία, ενώ κρουαζέ φορέματα, αρώματα, καλλυντικά και περίτεχνα κοσμήματα φορούσαν άνδρες και γυναίκες. Στην Αρχαία Περσία, τα ενδύματα ήταν γενικά για άντρες και για γυναίκες, αν και οι γυναίκες φορούσαν πέπλα και μαντήλες. Οι γυναίκες στην Αρχαία Ελλάδα φορούσαν ιμάτια και στην Αρχαία Ρώμη οι γυναίκες φορούσαν μανδύες. [39]

Τροποποίηση του σώματος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αλλοίωση του σώματος είναι η σκόπιμη μεταποίηση του ανθρώπινου σώματος για αισθητικούς ή μη ιατρικούς σκοπούς. [40] Ένας τέτοιος σκοπός υπήρξε για να προκαλέσει τα αντιληπτά θηλυκά χαρακτηριστικά στις γυναίκες.

Για αιώνες στην αυτοκρατορική Κίνα, τα μικρότερα πέλματα θεωρούνταν αριστοκρατικό χαρακτηριστικό στις γυναίκες. Η πρακτική της πρόσδεσης των ποδιών είχε σκοπό να ενισχύσει αυτό το χαρακτηριστικό, αν και έκανε το περπάτημα δύσκολο και επώδυνο. [41] [42]

Σε μερικά μέρη της Αφρικής και της Ασίας, οι δακτύλιοι του λαιμού φοριούνται για να επιμηκύνουν το λαιμό. Σε αυτές τις κουλτούρες, ένας μακρύς λαιμός χαρακτηρίζει τη γυναικεία ομορφιά. [43] Οι γυναίκες Padaung της Βιρμανίας και Tutsi του Μπουρούντι, για παράδειγμα, ασκούν αυτή την μορφή αλλαγής του σώματος. [44] [45]

Σε πολλές κουλτούρες, (συνήθως κουλτούρες επηρεασμένες από τα δυτικά πρότυπα) οι άνδρες που εμφανίζουν χαρακτηριστικά που θεωρούνται θηλυκά, συχνά στιγματίζονται και χαρακτηρίζονται ως αδύναμοι. [12] Οι θηλυκοί άνδρες συσχετίζονται συχνά με την ομοφυλοφιλία [47] [48] αν και η θηλυκότητα ή οποιαδήποτε μορφή έκφρασης φύλου δεν συνδέεται απαραίτητα με τη σεξουαλικότητα ενός ανθρώπου. [49] Επειδή οι άνδρες πιέζονται να είναι αρρενωποί και ετεροφυλόφιλοι, οι θηλυκοί άνδρες θεωρούνται γκέι ή queer εξαιτίας του πώς εκτελούν τον ρόλο του φύλου τους. Αυτή η υπόθεση περιορίζει τον τρόπο με τον οποίο κάποιος μπορεί να εκφράσει το φύλο και τη σεξουαλικότητά του. [50] [51]

Η παρενδυσία και το drag είναι δύο δημόσιες ερμηνείες της θηλυκότητας από τους άνδρες που έχουν γίνει ευρέως γνωστοί και κατανοητοί σε πολλούς δυτικούς πολιτισμούς. Οι άνδρες που φορούν ρούχα που σχετίζονται με τη θηλυκότητα αποκαλούνται συχνά παρενδυτικοί . [52] Μία drag queen είναι ένας άνδρας που φοράει φανταχτερά γυναικεία ενδύματα και συμπεριφέρεται με υπερβολικά θηλυκό τρόπο για λόγους ψυχαγωγίας.

Φεμινιστικές απόψεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φεμινιστές φιλόσοφοι όπως η Τζούντι Μπάτλερ και η Σιμόνε ντε Μπωουίρ [19] υποστηρίζουν ότι η θηλυκότητα και η αρρενωπότητα δημιουργούνται μέσω επαναλαμβανόμενων συμπεριφορών του φύλου. Αυτές οι συμπεριφορές αναπαράγουν και ορίζουν τις παραδοσιακές κατηγορίες του βιολογικού φύλου ή/και του κοινωνικού φύλου. [53]

Πολλοί φεμινιστές του δεύτερου κύματος απορρίπτουν αυτό που άλλοι θεωρούν ως περιοριστικά πρότυπα της γυναικείας ομορφιάς, που δημιουργήθηκαν για την υποταγή και αντικειμενοποίηση των γυναικών και την αυτοπεποίθηση από τον αναπαραγωγικό ανταγωνισμό. [54]

Άλλοι, όπως οι lipstick φεμινίστριες και κάποιες άλλες φεμινίστριες του τρίτου κύματος, υποστηρίζουν ότι ο φεμινισμός δεν πρέπει να υποτιμά το θηλυκό πολιτισμό και τη θηλυκή ταυτότητα και ότι τα σύμβολα της θηλυκής ταυτότητας, όπως το μακιγιάζ, τα υποδηλωτικά ρούχα και η σεξουαλική γοητεία, μπορούν να είναι έγκυρα και εμψυχωτικές επιλογές και για τα δύο φύλα. [55] [56]

Η Julia Serano σημειώνει ότι τα αρρενωπά κορίτσια και οι αρρενωπές γυναίκες αντιμετωπίζουν πολύ λιγότερη κοινωνική αποδοκιμασία σε σχέση με τα θηλυκά αγόρια και τους θηλυκούς άνδρες, το οποίο αποδίδει στον σεξισμό. Η Σεράνο υποστηρίζει ότι το να θέλουν οι γυναίκες να είναι όπως και οι άνδρες, είναι σύμφωνη με την ιδέα ότι η αρρενωπότητα έχει περισσότερη αξία στο σύγχρονο πολιτισμό από ότι η θηλυκότητα, ενώ η προθυμία κάποιων ανδρών να εγκαταλείψουν την αρρενωπότητά τους και να προτιμήσουν την θηλυκότητα, απειλεί άμεσα την έννοια της ανδρικής ανωτερότητας, καθώς και την ιδέα ότι οι άνδρες και οι γυναίκες πρέπει να είναι αντίθετοι. Για να υποστηρίξει την άποψή της, η Serano αναφέρει τον πολύ μεγαλύτερο έλεγχο και τη περιφρόνηση που βίωσαν οι παρενδυτικοί άνδρες σε σύγκριση με την κοινωνική αντιμτώπιση που δέχθηκαν οι γυναίκες που φορούν ανδρικά ρούχα, καθώς και την έρευνα που δείχνει ότι οι γονείς είναι πιο πιθανό να ανταποκριθούν αρνητικά στους γιους οι οποίοι αγαπούν τις κούκλες και το μπαλέτο ή φορούν βερνίκια νυχιών, απ' ό,τι σε κόρες που παρουσιάζουν αρρενωπές συμπεριφορές.

  1. Shehan, Constance L. (2018). Gale Researcher Guide for: The Continuing Significance of Gender (στα Αγγλικά). Gale, Cengage Learning. σελίδες 1–5. ISBN 9781535861175. 
  2. 2,0 2,1 Martin, Hale· Finn, Stephen E. (2010). Masculinity and Femininity in the MMPI-2 and MMPI-A. University of Minnesota Press. σελίδες 5–13. ISBN 978-0-8166-2444-7. 
  3. 3,0 3,1 Lippa, Richard A. (2005). Gender, Nature, and Nurture (2nd έκδοση). Routledge. σελίδες 153–154, 218–225. ISBN 9781135604257. 
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 Wharton, Amy S. (2005). The Sociology of Gender: An Introduction to Theory and Research. John Wiley & Sons. σελίδες 29–31. ISBN 978-1-40-514343-1. 
  5. 5,0 5,1 Ferrante, Joan (Ιανουαρίου 2010). Sociology: A Global Perspective (7th έκδοση). Belmont, CA: Thomson Wadsworth. σελίδες 269–272. ISBN 978-0-8400-3204-1. 
  6. «What do we mean by 'sex' and 'gender'?». World Health Organization. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Σεπτεμβρίου 2014. 
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 Vetterling-Braggin, Mary, επιμ. (1982). 'Femininity,' 'Masculinity,' and 'Androgyny': A Modern Philosophical Discussion. Rowman & Allanheld. σελ. 5. ISBN 0-8226-0399-3. 
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 Kite, Mary E. (2001). «Gender Stereotypes». Στο: Worell, Judith, επιμ. Encyclopedia of Women and Gender, Volume 1. Academic Press. σελ. 563. ISBN 0-12-227245-5. 
  9. Thomas, R. Murray (2001). Recent Theories of Human Development. Sage Publications. σελ. 248. ISBN 0-7619-2247-4. Gender feminists also consider traditional feminine traits (gentleness, modesty, humility, sacrifice, supportiveness, empathy, compassion, tenderness, nurturance, intuitiveness, sensitivity, unselfishness) morally superior to the traditional masculine traits of courage, strong will, ambition, independence,assertiveness, initiative, rationality and emotional control. 
  10. 10,0 10,1 10,2 10,3 10,4 Burke, Peter J.· Stets, Jan E. (2009). Identity Theory. Oxford University Press. σελ. 63. ISBN 978-0-19-538827-5. 
  11. Witt, edited by Charlotte (2010). Feminist Metaphysics: Explorations in the Ontology of Sex, Gender and Identity. Dordrecht: Springer. σελ. 77. ISBN 978-90-481-3782-4. CS1 maint: Extra text: authors list (link)
  12. 12,0 12,1 12,2 Σφάλμα αναφοράς: Σφάλμα παραπομπής: Λανθασμένο <ref>. Δεν υπάρχει κείμενο για τις παραπομπές με όνομα Windsor.
  13. Stets, Jan E.· Burke, Peter J. (2000). «Femininity/Masculinity». Στο: Borgatta, Edgar F., επιμ. Encyclopedia of Sociology, Volume 2 (2nd έκδοση). Macmillan Reference USA. σελίδες 997–1005. ISBN 0-02-864850-1. 
  14. [1] The Methodologies of Art: An Introduction (Boulder: Westview Press, 1996), 81. Laurie Schneider Adams "[Young Woman Drawing] 'suddenly acquired feminine attributes: Its poetry, literary … all seem to reveal the feminine spirit."
  15. 15,0 15,1 Ria Kloppenborg, Wouter J. Hanegraaff, Female stereotypes in religious traditions, BRILL, 1995, (ISBN 90-04-10290-6), (ISBN 978-90-04-10290-3) Σφάλμα αναφοράς: Μη έγκυρη ετικέτα <ref> • όνομα " Kloppenborg " ορίζεται πολλές φορές με διαφορετικό περιεχόμενο
  16. Ussher, Jane M. Fantasies of femininity: reframing the boundaries of sex
  17. van den Wijngaard, Marianne (1997). Reinventing the Sexes: The Biomedical Construction of Femininity and Masculinity. Indiana University Press. σελ. 1. ISBN 0-253-21087-9. 
  18. 18,0 18,1 Pamela J. Kalbfleisch, Michael J. Cody (1995). Gender, power, and communication in human relationships. Psychology Press. σελ. 333. ISBN 0-8058-1404-3. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Απριλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 3 Ιουνίου 2011.  Σφάλμα αναφοράς: Μη έγκυρη ετικέτα <ref> • όνομα " Kalbfleisch and Cody " ορίζεται πολλές φορές με διαφορετικό περιεχόμενο
  19. 19,0 19,1 van den Wijngaard (1997).
  20. Ehrhardt, Anke A.; H. F. L. Meyer-Bahlburg (1981). «Effects of Prenatal Sex Hormones on Gender-Related Behavior». Science 211 (4488): 1312–1318. doi:10.1126/science.7209510. PMID 7209510. Bibcode1981Sci...211.1312E. 
  21. Bem, Sandra Lipsitz (1993). The Lenses of Gender: Transforming the Debate on Sexual Inequality. New Haven u.a.: Yale University Press. σελίδες 25–27. ISBN 0-300-05676-1. 
  22. Ann M. Gallagher, James C. Kaufman, Gender differences in mathematics: an integrative psychological approach, Cambridge University Press, 2005, (ISBN 0-521-82605-5), (ISBN 978-0-521-82605-1)
  23. Butler, Judith (1999 [1990]), Gender Trouble: Feminism and the Subversion of Identity (New York and London: Routledge).
  24. Laurie, Timothy (2014). «The ethics of nobody I know: Gender and the politics of description». Qualitative Research Journal 14: 64–78. doi:10.1108/QRJ-03-2014-0011. https://www.academia.edu/6262250. 
  25. Budgeon, Shelley(2015), 'Individualized femininity and feminist politics of choice..', European Journal of Women's Studies, 22 (3), pp. 303-318.
  26. Vetterling-Braggin (1982).
  27. Pateman, Carole (1988). The Sexual Contract, Stanford: Stanford University Press, p. 207.
  28. Jung, Carl. The Psychology of the Unconscious, Dvir Co., Ltd., Tel-Aviv, 1973 (originally 1917)
  29. Lesnik-Oberstein, Karín (2010). The Last Taboo: Women and Body Hair (Paperback έκδοση). Manchester University Press. ISBN 978-0-7190-8323-5. 
  30. 30,0 30,1 Davis, Kathy (2003). Dubious Equalities and Embodied Differences: Cultural Studies on Cosmetic Surgery. Lanham: Rowman & Littlefield. σελ. 93. ISBN 0-7425-1421-8.  Σφάλμα αναφοράς: Μη έγκυρη ετικέτα <ref> • όνομα " Davis2003 " ορίζεται πολλές φορές με διαφορετικό περιεχόμενο
  31. McLoughlin, Linda (2000). The Language of Magazines. London: Routledge. σελ. 96. ISBN 0-415-21424-6. 
  32. Bolich, G. G. (2007). Conversing on Gender. Gardners Books. σελ. 315. ISBN 978-0615156705. 
  33. Taylor, Verta (2008). Feminist Frontiers (8th έκδοση). New York: McGraw Hill Higher Education. σελ. 157. ISBN 978-0-07-340430-1. 
  34. Mahowald, Mary Briody (1996). Women and Children in Health Care: An Unequal Majority (New έκδοση). New York: Oxford University Press. σελίδες 210–213. ISBN 978-0-19-510870-5. 
  35. Daniels, Dayna B. (2009). Polygendered and Ponytailed: The Dilemma of Femininity and the Female Athlete. Toronto: Women's Press. σελ. 147. ISBN 978-0889614765. 
  36. Esposito, John L., επιμ. (2003). The Oxford Dictionary of Islam. New York: Oxford University Press. σελ. 112. ISBN 0195125584. 
  37. Brown, William, Art of shoe making, Global Media, 2007, 8189940295, 9788189940294
  38. Kremer, William (24 January 2013). «Why did men stop wearing high heels?». BBC News. https://www.bbc.co.uk/news/magazine-21151350. Ανακτήθηκε στις 25 January 2013. 
  39. Condra, Jill, The Greenwood encyclopedia of clothing through world history: Prehistory to 1500 CE, Greenwood Publishing Group, 2008, (ISBN 0-313-33663-6), (ISBN 978-0-313-33663-8)
  40. «What is body modification?». Essortment.com. 16 Μαΐου 1986. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Ιανουαρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 13 Νοεμβρίου 2011. 
  41. «Binding: Bone Breaking Beauty, August, 2009». Cogitz.com. 29 Αυγούστου 2009. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Ιουλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 13 Νοεμβρίου 2011. 
  42. «The Art of Social Change: Campaigns against foot-binding and genital mutilation». The New York Times. October 22, 2010. https://www.nytimes.com/2010/10/24/magazine/24FOB-Footbinding-t.html. 
  43. Kislenko, Arne. Culture and customs of Thailand. Westport, Conn.: Greenwood Press, 2004, (ISBN 978-0-313-32128-3).
  44. Thesander, Marianne. The feminine ideal. London: Reaktion Books, 1997, (ISBN 978-1-86189-004-7).
  45. Walker, Andrew. Bound by tradition. Retrieved on July 25, 2011.
  46. Keng, Huay Pu. «Long Neck Ring Wearing». www.huaypukeng.com. Ανακτήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 2017. 
  47. "Why do gays fall for straights?" The Advocate, February 17, 1998, 72 pages, No. 753, ISSN 0001-8996, Published by Here Publishing
  48. Pezzote, Angelo Straight Acting: Gay Men, Masculinity and Finding True Love, Kensington Publishing Corp., 2008, (ISBN 0-7582-1943-1), (ISBN 978-0-7582-1943-5)
  49. Hill, Darryl B (2006). «Feminine" Heterosexual Men: Subverting Heteropatriarchal Sexual Scripts?». Journal of Men's Studies 14 (2): 145–59. doi:10.3149/jms.1402.145. 
  50. Taywaditep, Kittiwut Jod (2001). «Marginalization Among the Marginalized: Gay Men's Anti-Effeminacy Attitudes». Journal of Homosexuality 42 (1): 1–28. doi:10.1300/j082v42n01_01. PMID 11991561. 
  51. Fellows, Will, A Passion to Preserve: Gay Men as Keepers of Culture, University of Wisconsin Press, 2005, (ISBN 0-299-19684-4), (ISBN 978-0-299-19684-4)
  52. cross-dress." The American Heritage Dictionary of the English Language, Fourth Edition. Houghton Mifflin Company, 2004.
  53. Butler, J. (1990). Gender trouble: Feminism and the subversion of identity. New York; Routledge.
  54. «Sally Feldman – Heights of madness». New Humanist. Ανακτήθηκε στις 13 Νοεμβρίου 2011. 
  55. Scanlon, Jennifer, Bad girls go everywhere: the life of Helen Gurley Brown, Oxford University Press US, 2009, (ISBN 0-19-534205-4), (ISBN 978-0-19-534205-5)
  56. Joanne Hollows; Rachel Moseley (February 17, 2006). Feminism in popular culture. Berg Publishers. p. 84. (ISBN 978-1-84520-223-1). https://books.google.com/books?