Μετάβαση στο περιεχόμενο

Εικονομαχία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Εικονομάχοι καλύπτουν την εικόνα του Χριστού με ασβέστη. Ψαλτήρι Χλουντόφ (περί το 830). Μόσχα, Ιστορικό Μουσείο.

Ο όρος Εικονομαχία αναφέρεται στη θεολογική και πολιτική διαμάχη που ξέσπασε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατά το μεγαλύτερο μέρος του 8ου και το πρώτο μισό του 9ου αιώνα, αναφορικά (σε πρώτο επίπεδο) με τη λατρεία των χριστιανικών εικόνων. Η Εικονομαχία διαίρεσε τους κατοίκους της αυτοκρατορίας σε Εικονομάχους (επίσης αναφερόμενους ως Εικονοκλάστες[σ 1]) και Εικονολάτρες (επίσης αναφερόμενους ως Εικονόφιλους και Εικονόδουλους[σ 2]).

Οι λατρευτικές υπερβολές των πιστών σχετικά με τις εικόνες[εκκρεμεί παραπομπή], τα ιερά σκεύη και τα λείψανα των αγίων και η μεγάλη επιρροή της Εκκλησίας και ιδιαίτερα των μοναχών, οδήγησαν το 726 τον αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄ στην έκδοση διατάγματος με το οποίο αποδοκιμαζόταν η προσκύνηση των εικόνων ως ψευδολατρεία. Μέχρι το 741 που πέθανε, η πολιτική του υπήρξε μάλλον ήπια και οι διατάξεις του περί απαγορεύσεως και αφαιρέσεως των εικόνων φαίνεται ότι δεν εκτελούνταν επακριβώς.

Ο γιος και διάδοχός του Κωνσταντίνος Ε΄ υπήρξε πολύ ορμητικότερος. Εξαπέλυσε απηνή διωγμό κατά των εικόνων και των μοναχών, και συγκάλεσε τη σύνοδο της Ιερείας (754), κατά την οποία καταδικάστηκαν οι θρησκευτικές απεικονίσεις. Μοναχοί και μοναχές υποχρεώθηκαν βίαια σε γάμο και πολλές μονές κρατικοποιήθηκαν. Επί της βασιλείας του γιου του Λέοντα Δ΄ η εικονομαχική πολιτική συνεχίστηκε, αλλά πολύ ηπιότερα. Μετά τον πρόωρο θάνατό του, η εξουσία περιήλθε στη σύζυγό του και μητέρα του γιου του Κωνσταντίνου ΣΤ΄ Ειρήνη η οποία συνεκάλεσε την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια, που αναστήλωσε τις εικόνες. Ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Α´ που την ανέτρεψε, ακολούθησε ήπια εικονομαχική πολιτική αν και ενεπλάκη σε οξύτατη διαμάχη με τους άκρους εικονόφιλους. Ο γαμπρός του, Μιχαήλ Α΄, παραδόθηκε ολοκληρωτικά στη μοναχική παράταξη.

Επί Λέοντος Ε΄ άρχισε με οξύτητα η δεύτερη φάση της Εικονομαχίας. Πιεζόμενος και από τον στρατό, ο αυτοκράτορας διέταξε την καθαίρεση των εικόνων και συγκάλεσε σύνοδο η οποία κατήργησε τις αποφάσεις της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου και αναγνώρισε αντ’ αυτής τη σύνοδο της Ιερείας. Ο δολοφόνος και διάδοχός του, Μιχαήλ Β´, τήρησε επαμφοτερίζουσα πολιτική, δυσαρεστώντας τους πάντες και αφήνοντας το θέμα σε εκκρεμότητα. Ο γιος και διάδοχος του Μιχαήλ Θεόφιλος αναδείχθηκε σε υπέρμαχο της Εικονομαχίας και οι απαγορεύσεις των εικόνων και οι διωγμοί των μοναχών επαναλήφθηκαν.

Το τέλος της Εικονομαχίας επήλθε το 842, αμέσως μετά τον θάνατο του Θεόφιλου, με ενέργειες της χήρας του Θεοδώρας, που ασκούσε την εξουσία επ’ ονόματι του ανηλίκου Μιχαήλ Γ΄. Το κύρος της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας ανορθώθηκε, οι εικόνες αναστηλώθηκαν, τα καταργηθέντα μοναστήρια ανασυστάθηκαν και τα εκκλησιαστικά και μοναστηριακά κτήματα αποδόθηκαν στις εκκλησίες και στις μονές.

Το τέλος της Εικονομαχίας σήμανε και το τέλος των οικονομικών και νομοθετικών μεταρρυθμίσεων που είχαν επιβληθεί από τους βασιλείς της και οι οποίες κρίνεται από πολλούς συγγραφείς ότι υπήρξαν ιδιαίτερα εποικοδομητικές.

Συνθήκες εκδήλωσης της εικονομαχίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Παράδειγμα εικονοκλαστικής διακόσμησης στον ναό της Αγίας Ειρήνης στην Κωνσταντινούπολη: Ένας απλός σταυρός

Στο 20ό κεφάλαιο του δευτέρου βιβλίου της Παλαιάς Διαθήκης αναφέρεται:

«οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον, οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καὶ ὅσα ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς. Οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς, οὐδὲ μὴ λατρεύσῃς αὐτοῖς.»[σ 3]

Προς τη Γραφή εναρμονίσθηκε και η παλαιοχριστιανική τέχνη, που περιορίσθηκε σε συμβολικές και αλληγορικές παραστάσεις.

Στη διάρκεια των αιώνων βέβαια η λατρεία των ιερών εικόνων διαδόθηκε ευρέως στο Βυζαντινό κράτος, ιδίως μετά τον Ιουστινιανό Α', και αποτέλεσε σημαντική έκφανση της ευσέβειας των Βυζαντινών. Από την άλλη μεριά δεν έλειψαν και μέσα στην ίδια την Εκκλησία εικονοκλαστικές τάσεις ιδιαίτερα ισχυρές στις ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας, όπου υπήρχαν σημαντικά υπολείμματα των Μονοφυσιτών και κέρδιζε συνεχώς έδαφος ο Παυλικιανισμός, αίρεση εχθρική προς κάθε μορφή εκκλησιαστικής λατρείας. Επίσης η επαφή με τον αραβικό κόσμο και οι ιδέες που εκπορεύονταν απ’ αυτόν επί του θέματος επιτάχυναν τις εξελίξεις.[σ 4]

Τον 8ο αι. άρχισε να συζητείται έντονα το θεολογικό ερώτημα αν είναι σύμφωνη με τις χριστιανικές παραδόσεις η λατρεία των εικόνων. «Είναι αλήθεια ότι με την πάροδο του χρόνου δεισιδαίμονες προλήψεις συνδέθηκαν με την προσκύνηση των εικόνων. Πιστοί των λαϊκότερων κυρίως στρωμάτων και μοναχοί αφελείς και απαίδευτοι απέδιδαν ολοένα και μεγαλύτερη σημασία στην προστατευτική δύναμη όχι πια του εικονιζόμενου προσώπου, αλλά του ίδιου του αντικειμένου, της φορητής εικόνας, τελώντας παράλογες πράξεις, που θύμιζαν ειδωλολατρία. Έτσι κατά τη βάπτιση έφερναν την εικόνα στη θέση του αναδόχου, έπαιρναν από το χρώμα της ξύσμα, το όποιο αναμείγνυαν στη θεία μετάληψη ή το μεταχειρίζονταν για θεραπευτικούς σκοπούς».[3] Πρωτεργάτες της εικονομαχικής κίνησης υπήρξαν οι αυτοκράτορες Λέων Γ’ (717-741) και Κωνσταντίνος Ε’ (741-775). Ο Λέων, ο οποίος καταγόταν από τη Γερμανίκεια της Βόρειας Συρίας και ο γιος του Κωνσταντίνος Ε’ φαίνεται ότι είχαν επηρεαστεί από τις ανεικονικές (αντίθετες στη λατρεία των εικόνων) αντιλήψεις της ιουδαϊκής («ιουδαιόφρων» χαρακτηριζόταν) και της ισλαμικής θρησκείας («σαρακηνόφρων») και για αυτό απέρριπταν τη λατρεία των εικόνων ως εκδήλωση ειδωλολατρική.

Οι ανεικονικές αντιλήψεις ήταν πολύ διαδεδομένες στους αγρότες της γειτονικής με το Ισλάμ Μικράς Ασίας. Οι Ίσαυροι είχαν κάθε λόγο να ευνοήσουν τους πληθυσμούς αυτούς, από τους οποίους επανδρώνονταν οι θεματικοί στρατοί και σήκωναν το κύριο βάρος της άμυνας κατά των Αράβων. Έκανε λοιπόν την εμφάνισή της μια εικονοκλαστική κίνηση στη Μικρά Ασία, όπου σχηματίσθηκε ένα ισχυρό κόμμα με επικεφαλής ανώτερους εκκλησιαστικούς αξιωματούχους της περιοχής, όπως ήταν ο μητροπολίτης Κλαυδιουπόλεως Θωμάς και ο επίσκοπος Νακωλείας Κωνσταντίνος, ο πραγματικός πνευματικός υποκινητής της βυζαντινής εικονομαχίας, τον όποιο οι ορθόδοξοι Βυζαντινοί ονόμασαν «αἱρεσιάρχη».

Πρώτη περίοδος της Εικονομαχίας (726-787)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρώτες ενέργειες του Λέοντα Γ'

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Λέων Γ' & Κωνσταντίνος Ε'.

Η πρώτη ξεκάθαρη πράξη του Λέοντα Γ΄ εναντίον της λατρείας των εικόνων εκδηλώθηκε το 726, έπειτα από παρότρυνση των εικονομάχων επισκόπων της Μικράς Ασίας, οι όποιοι είχαν μεταβεί πριν από λίγο καιρό στην Κωνσταντινούπολη. Αφορμή στάθηκε η ηφαιστειακή έκρηξη που σημειώθηκε στο νησί της Θήρας το 726. Η θεαματική αυτή έκρηξη ερμηνεύτηκε ως εκδήλωση της θείας οργής εναντίον της λατρείας των εικόνων.[4][5] Ο Λέων διέταξε έναν αξιωματικό του (σπαθαροκανδιδάτο) να απομακρύνει την εικόνα του Χριστού, που ήταν αναρτημένη στη Χαλκή πύλη των ανακτόρων, και να αναρτήσει στη θέση της τον «τρισόλβιο τύπο του σταυρού» καθώς και εγχάρακτο εξάστιχο επίγραμμα. Με αυτόν τον τρόπο δοκίμαζε τις διαθέσεις του λαού της πρωτεύουσας προς την εικονομαχική του πολιτική. Προκλήθηκε έκρηξη της λαϊκής οργής και το εξαγριωμένο πλήθος σκότωσε τον αυτοκρατορικό απεσταλμένο επί τόπου.[6]

Αντίδραση Ελλαδικού Θέματος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σοβαρότερη ήταν η αντίδραση που προκλήθηκε στον ελλαδικό χώρο, εξαιτίας της εικονοκλαστικής συμπεριφοράς του αυτοκράτορα. Ο τουρμάρχης του θέματος των Ελλαδικών Αγαλλιανός με τον στόλο του Ελλαδικού θέματος καθώς και των Κυκλάδων εξεστράτευσε εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Εκδηλώθηκε έτσι εξ αρχής η εικονόφιλη διάθεση των ευρωπαϊκών επαρχιών της αυτοκρατορίας, που διήρκεσε καθ’ όλη τη διάρκεια της Εικονομαχίας. Στις 18 Απριλίου 727 μ.Χ. τα ελλαδικά πλοία κατέπλευσαν μπροστά στη Βασιλεύουσα, όπου όμως η χρήση του υγρού πυρός έδωσε την άνετη νίκη στον αυτοκράτορα. Κάηκαν πολλά ελλαδικά και κυκλαδικά σκάφη και πολλοί άνδρες τους πνίγηκαν. Ο «Ἀγαλλιανός ἔνοπλος ἑαυτόν ἐπόντωσεν»[7] (ο Αγαλλιανός μαζί με τα όπλα του έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε). Ο αυτοκράτορας πέτυχε βέβαια να καταστείλει γρήγορα την επανάσταση, όμως η εξέγερση μιας ολόκληρης επαρχίας ήταν μια πρώτη σοβαρή προειδοποίηση.

Επιχειρήματα των εικονομάχων
Οι εικόνες αναπληρώνουν τα είδωλα και άρα αυτοί που τις προσκυνούν είναι ειδωλολάτρες [...]. Όμως δεν πρέπει να προσκυνούμε κατασκευάσματα των ανθρώπινων χεριών και κάθε είδους ομοίωμα [...]. Πληροφόρησέ με ποιος μας κληροδότησε αυτή την παράδοση, δηλαδή να σεβόμαστε και να προσκυνούμε κατασκευάσματα χεριών, ενώ ο Θεός απαγορεύει την προσκύνηση, και εγώ θα συμφωνήσω ότι αυτό είναι νόμος του Θεού.

Από επιστολή του Λέοντος Γ΄ στον πάπα Γρηγόριο Β΄, Travaux et mémoires 3 (1968) 279

Ήταν φανερό ότι η αυτοκρατορική πρωτοβουλία προσέκρουε στο κοινό αίσθημα, ιδίως του λαού της πρωτεύουσας και του πληθυσμού των ευρωπαϊκών επαρχιών. Για να ενισχύσει τη θέση του ο Λέων επιδίωξε να κερδίσει τη συμπαράσταση του πάπα της Ρώμης και του πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως. Ο γέρος όμως πατριάρχης Γερμανός Α΄ (715-730 μ.Χ.) τήρησε απ’ την αρχή άκαμπτη στάση, ενώ εικονόφιλες διαθέσεις είχε και το μεγαλύτερο μέρος του κλήρου καθώς και ο πάπας Γρηγόριος Β΄, με τον οποίο αλληλογράφησε ο αυτοκράτορας. Αν και ο πάπας απέρριψε τις εικονοκλαστικές αντιλήψεις του Λέοντος, απέφυγε καταρχάς να έρθει σε ρήξη με το Βυζάντιο, την προστασία του οποίου χρειαζόταν για να αποτρέπει τον κίνδυνο από τους Λογγοβάρδους.

Οι αντιδράσεις αυτές έκαναν από δύσκολη έως αδύνατη τη σύγκληση οικουμενικής συνόδου για το θέμα. Τότε ο Λέων αποφάσισε να συγκαλέσει μια ευρεία σύσκεψη, ένα «σιλέντιον», στις 7 Ιανουαρίου 730, για να απαλύνει τη δυσάρεστη εντύπωση που θα προκαλούσε η επιμονή της κοσμικής εξουσίας να επιβάλει στην Εκκλησία προσωπικές απόψεις για το σπουδαίο θεολογικό θέμα. Έπειτα από βασιλική πρόσκληση έλαβαν μέρος σε αυτό κρατικοί λειτουργοί, αυλικοί και ο πατριάρχης με τους συνοδικούς. Ο πατριάρχης Γερμανός αντιτάχθηκε με σθένος και αξίωσε τη σύγκληση οικουμενικής συνόδου, η οποία θα ενέκρινε τη δογματική καινοτομία.[8]

Μετά απ’ αυτό ο πατριάρχης οδηγήθηκε σε παραίτηση. Νέος πατριάρχης χειροτονήθηκε ο σύγκελλος Αναστάσιος, στις 22 Ιανουαρίου 730 μ.Χ.[9]: «διὰ φιλαρχίαν κοσμικὴν προχειρισθεὶς Κωνσταντινουπόλεως ψευδεπίσκοπος». Ενισχυμένος από το «σιλέντιον» ο Λέων καθιέρωσε τον διωγμό των εικόνων ως επίσημο δόγμα του Κράτους και της Εκκλησίας, και τότε (730) εξέδωσε το πρώτο διάταγμα, με το οποίο οριζόταν η καταστροφή των εικόνων και η δίωξη των εικονόφιλων.

Τα κείμενα των χρονογράφων συνδέουν τους χρόνους των διωγμών των εικόνων με την πτώση του μορφωτικού επιπέδου.[10] Η επικράτηση του διωγμού των εικόνων συμπίπτει με την οπισθοδρόμηση των κλασικών γραμμάτων· για αυτό οι εικονόφιλοι κατηγόρησαν την αντίπαλη παράταξη για απαιδευσία, ενώ την οριστική αποτυχία της εικονομαχικής κινήσεως ακολουθεί η στροφή προς τον αρχαίο κόσμο και η προβολή ανθρωπιστικών ροπών στο ιστορικό προσκήνιο.[11]Σημειωτέον όμως ότι ο Θεοφάνης αναφέρεται (σημ.12) μόνο στην «ευσεβή παίδευσιν» και ότι στα χρόνια του τελευταίου εικονομάχου Θεόφιλου παρατηρείται λαμπρή ανάπτυξη της επιστήμης και των τεχνών.

Σχέσεις με τη Δύση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Λεοντας Γ΄ απέτυχε να επιβάλλει την εικονομαχία στην απόμερη Ιταλία και οι σχέσεις Κωνσταντινούπολης-Ρώμης επιδεινώθηκαν. Μετά τη δημοσίευση του εικονοκλαστικού διατάγματος, που κατέστησε την εικονομαχική διδασκαλία επίσημο δόγμα του κράτους και της Εκκλησίας, ήταν πλέον αναπόφευκτη η ανοικτή ρήξη, που υποδαυλιζόταν από καιρό. Ο πάπας Γρηγόριος Γ΄ καταδίκασε σε σύνοδο τις εικονομαχικές απόψεις του Λέοντος και αυτός ο τελευταίος έριξε τους απεσταλμένους του Γρηγορίου Γ' στη φυλακή. Τη θρησκευτική διαφωνία ακολούθησε η πολιτική αποξένωση. Πρώτες πολιτικές συνέπειες της εικονομαχίας ήταν η διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα στην Κωνσταντινούπολη και τη Ρώμη και η επικίνδυνη αποδυνάμωση της θέσεως του Βυζαντίου στην Ιταλία.

Ιωάννης ο Δαμασκηνός

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Ιωάννης Δαμασκηνός

Τις εικονοφιλικές απόψεις υπερασπίστηκε θεωρητικά ένας απ’ τους μεγαλύτερους θεολόγους της εποχής του, ο Ιωάννης Δαμασκηνός, ένας Σύρος που κατείχε ανώτερο αξίωμα στην αυλή του χαλίφη της Δαμασκού και που αργότερα περιβλήθηκε το μοναχικό ράσο στη Μονή αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα. Οι τρεις «Περὶ εἰκόνων»[12] λόγοι του αποτελούν αν όχι το γνωστότερο πάντως το πιο πρωτότυπο και λογοτεχνικά αρτιότερο έργο του Δαμασκηνού. Ο Ιωάννης απέκρουσε την κατηγορία ότι η λατρεία των εικόνων αποτελεί ανανέωση της εθνικής ειδωλολατρίας και ανέπτυξε μια ιδιότυπη εικονοσοφία, σύμφωνα με την οποία η εικόνα είναι σύμβολο και μέσο με τη νεοπλατωνική έννοια. Την εικόνιση του Χριστού συνδύασε ο Ιωάννης με το δόγμα της ενσαρκώσεως και με τον τρόπο αυτό συνέδεσε το ζήτημα των εικόνων με τη διδασκαλία περί σωτηρίας. Το θεολογικό σύστημα τού Δαμασκηνού καθόρισε αποφασιστικά όλη τη μετέπειτα εξέλιξη της διδασκαλίας των εικονόφιλων.[13]

Η ένταση της διαμάχης εικονομάχων και εικονολατρών κορυφώθηκε επί Κωνσταντίνου Ε’, ο οποίος εξαπέλυσε εκστρατεία τρομοκράτησης των μοναχών και καταστροφής των μονών που ήταν προπύργια εικονολατρίας.

Η ανταρσία του Αρτάβασδου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο προσκήνιο βρέθηκε ο Αρτάβασδος, που ως στρατηγός του θέματος των Ανατολικών είχε βοηθήσει παλαιότερα τον Λέοντα να καταλάβει τον θρόνο και είχε λάβει ως ένδειξη ευχαριστίας την κόρη του για σύζυγο, είχε τιμηθεί με τον τίτλο του κουροπαλάτη και είχε διορισθεί κόμης του θέματος Οψικίου.[14] Ο Αρτάβασδος εμφανίστηκε ως οπαδός των εικονόφιλων και λόγω της θέσης του ως διοικητή των στρατευμάτων του μεγαλύτερου και σπουδαιότερου θέματος αποτόλμησε τον σφετερισμό του θρόνου.

Τον Ιούνιο του 742[15] ο Κωνσταντίνος εκστράτευσε εναντίον των Αράβων, και περνώντας με τον στρατό του από το θέμα (επαρχία) του Οψικίου δέχτηκε επίθεση από τον Αρτάβασδο και ηττήθηκε. Ο τελευταίος ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας μετά από διαπραγματεύσεις με τον Θεοφάνη Μονώτη που ο Κωνσταντίνος είχε διορίσει αντιβασιλέα στην Κωνσταντινούπολη.[16] Ο Αρτάβασδος εισήλθε με τον στρατό του στην Κωνσταντινούπολη και δέχτηκε το στέμμα από τον Πατριάρχη Αναστάσιο[17] υπό τις επευφημίες του λαού και πολλών ανώτερων αξιωματούχων, γεγονός που δείχνει ότι η εικονοκλαστική πολιτική δεν είχε υιοθετηθεί τελείως ούτε από τους πιο στενούς συνεργάτες του αυτοκράτορα.[18] Οι ιερές εικόνες αποκαταστάθηκαν πάλι στην Κωνσταντινούπολη και η περίοδος της εικονομαχίας φάνηκε ότι έκλεισε.[19]

Ενέργειες Κωνσταντίνου Ε'

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Επιχειρήματα των εικονολατρών

Εἰ σταυρὸν καὶ λόγχην καὶ κάλαμον καὶ σπόγγον, δι' ὧν οἱ θεοκτόνοι Ἰουδαῖοι τὸν κύριόν μου ἐνύβρισαν καὶ ἀπέκτειναν, ὡς αἴτια σωτηρίας προσκυνῶ καὶ σέβω, τὰς ἐπὶ δόξῃ καὶ μνήμῃ τῶν τοῦ Χριστοῦ παθημάτων ἀγαθῷ σκοπῷ ὑπὸ τῶν πιστῶν κατασκευαζομένας εἰκόνας οὐ προσκυνήσω; Εἰ σταυροῦ εἰκόνα ἐξ οἱασοῦν ὕλης κατασκευασθεῖσαν προσκυνῶ, τοῦ σταυρωθέντος καὶ τὸν σταυρὸν σωτήριον δείξαντος τὴν εἰκόνα οὐ προσκυνήσω; Ὅτι δὲ οὐ τῇ ὕλῃ προσκυνῶ, δῆλον· καταλυθέντος γὰρ τοῦ ἐκτυπώματος τοῦ σταυροῦ, εἰ τύχοι, ἐκ ξύλου κατεσκευασμένου, πυρὶ τὸ ξύλον παραδίδωμι, ὁμοίως καὶ τῶν εἰκόνων.

Εφόσον προσκυνώ και σέβομαι τον σταυρό και τη λόγχη, τον κάλαμο και τον σπόγγο, με τα οποία οι θεοκτόνοι Ιουδαίοι προσέβαλαν και σκότωσαν τον Κύριό μου, γιατί όλα αυτά στάθηκαν όργανα του έργου της σωτηρίας των ανθρώπων, πώς να μην προσκυνήσω και τις εικόνες που κατασκευάζουν οι πιστοί με αγαθή προαίρεση και με σκοπό τη δοξολογία και την ανάμνηση των παθημάτων του Χριστού; Και εφόσον προσκυνώ την εικόνα του σταυρού που κατασκευάζεται από οποιοδήποτε υλικό, πώς να μην προσκυνήσω την εικόνα του Χριστού που κατέστησε σωτήριο τον σταυρό; Ότι δεν προσκυνώ την ύλη είναι φανερό, διότι, αν καταστραφεί το εκτύπωμα ενός σταυρού που είναι κατασκευασμένος από ξύλο, παραδίδω το ξύλο στη φωτιά. Το ίδιο συμβαίνει και με το ξύλο των εικονισμάτων, όταν αυτά καταστραφούν.

Ιωάννης Δαμασκηνός, Περί εικόνων, Λόγος δεύτερος κεφ. 19, Migne, Patrologia Graeca, τ. 94, στήλη 1305

Τον Μάιο όμως του 743 ο Κωνσταντίνος με τη βοήθεια εικονομαχικών στρατευμάτων νίκησε τους αντιπάλους του στις Σάρδεις και στις 2 Νοεμβρίου εισήλθε στην Κωνσταντινούπολη, για να πάρει αμέσως άγρια εκδίκηση από τους αντιπάλους του: Ο Αρτάβασδος και οι δυο γιοι του, που ήταν και ανιψιοί του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, τυφλώθηκαν στον Ιππόδρομο ύστερα από δημόσιο εξευτελισμό. Οι συνεργάτες τους είτε εκτελέσθηκαν είτε ακρωτηριάσθηκαν με τύφλωση η κόψιμο των χεριών και των ποδιών. Ο «άπιστος» πατριάρχης Αναστάσιος σύρθηκε στον Ιππόδρομο πάνω σε γαϊδούρι, όμως ύστερα από τον εξευτελισμό αυτό του επιτράπηκε να παραμείνει στον θρόνο του, γεγονός που αποσκοπούσε οπωσδήποτε στη δυσφήμηση του ανώτατου εκκλησιαστικού αξιώματος. Έτσι τελείωσε η βασιλεία του Αρτάβασδου, που είχε κρατήσει το στέμμα δεκαέξι ολόκληρους μήνες και που μάλιστα είχε αναγνωρισθεί ως αυτοκράτορας και από τη Ρώμη.[20]

Μετά την οριστική του επικράτηση, ο Κωνσταντίνος απέβλεπε στη σύγκληση εκκλησιαστικής συνόδου που θα επικύρωνε τις εικονομαχικές αντιλήψεις του. Τοποθέτησε λοιπόν στην ανώτερη εκκλησιαστική ιεραρχία πρόσωπα με εικονομαχικές απόψεις και ταυτόχρονα ο ίδιος επιδόθηκε σε συγγραφική δραστηριότητα σε θεολογικά ζητήματα, συγγράφοντας περίπου δεκατρείς πραγματείες. Οι δύο, ίσως οι σπουδαιότερες, διασώθηκαν σε αποσπάσματα.[21] Οι εικονόφιλοι, όπως ο Ιωάννης Δαμασκηνός ή ο πατριάρχης Γερμανός, στήριζαν την απεικόνιση της μορφής του Χριστού στο γεγονός της ενσάρκωσης, ενώ ο Κωνσταντίνος, επηρεασμένος από μαγικές ανατολικές αντιλήψεις, υποστήριζε την πλήρη ταυτότητα ακόμη και την ομοουσιότητα της εικόνας με το πρωτότυπο και απέρριπτε τη δυνατότητα της πραγματικής απεικονίσεως του Χριστού, επιμένοντας στη θεία του φύση. Πρόκειται στην ουσία για αναβίωση παλαιών χριστολογικών ερίδων με νέα μορφή και ανάδυση του μονοφυσιτισμού.

Εικονομαχική σύνοδος (754 μ.Χ.)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από τις 10 Φεβρουαρίου 754 ως τις 8 Αυγούστου του ίδιου χρόνου στο ανάκτορο της Ιέρειας[σ 5] στη μικρασιατική ακτή του Βοσπόρου συγκλήθηκε σύνοδος με συμμετοχή 338 επισκόπων, που χωρίς εξαίρεση, υποστήριξαν την εικονοκλαστική διδασκαλία,[22] αλλά χωρίς την παρουσία εκπροσώπων των θρόνων Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων. Οι εικονόφιλοι ονόμασαν τη σύνοδο ειρωνικά «ακέφαλη σύνοδο», αλλά αυτό δεν εμπόδισε τα μέλη της να διεκδικήσουν το κύρος οικουμενικής συνόδου.

Υποστηρίχτηκε εξ αρχής το αδύνατο της απεικονίσεως του Χριστού και με τη χρήση χωρίων από την Αγία Γραφή και την πατερική γραμματεία κατέληξαν στην καταδίκη των ιερών εικόνων και της λατρείας τους με το ακόλουθο σκεπτικό: είναι ανάξιο για τα ιερά πρόσωπα να απεικονίζεται η μορφή τους σε ευτελή ύλη· η μορφή του Χριστού δεν είναι δυνατό να απεικονισθεί, εφόσον οι δύο φύσεις του είναι αμέριστες και ασύγχυτες· επειδή υπάρχει κίνδυνος να θεωρηθεί η προσκύνηση των εικόνων αναβίωση της ειδωλολατρίας, γι’ αυτό πρέπει να αποκλεισθεί.[23] Επιβλήθηκε λοιπόν η ολοσχερής καταστροφή των εικόνων, αναθεματίστηκαν οι οπαδοί της εικονόφιλης παράταξης, όπως ήταν ο πατριάρχης Γερμανός, ο Ιωάννης Δαμασκηνός και άλλοι,[24] ενώ εξυμνούνταν ο αυτοκράτορας ως Ισαπόστολος.

Στην τελευταία συνεδρίαση[σ 6] ο Κωνσταντίνος, κατά παράβαση της εκκλησιαστικής τάξης, πλήρωσε τον θρόνο του Οικουμενικού Πατριάρχη με θεαματικό τρόπο: «ἀνῆλθε Κωνσταντῖνος ἐν τῷ ἄμβωνι κρατῶν Κωνσταντῖνον μοναχόν, ἐπίσκοπον γενόμενον τοῦ Συλλαίου, καὶ ἐπευξάμενος ἔφη μεγάλῃ τῇ φωνῇ· "Κωνσταντίνου οἰκουμενικοῦ πατριάρχου πολλὰ τὰ ἔτη"».[25]

Αντιδράσεις-Διωγμοί

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Άγιος Θεοφάνης ο Ομολογητής.

Στις 29 Αυγούστου δημοσιεύθηκαν στην αγορά της Κωνσταντινουπόλεως οι αποφάσεις της συνόδου και άρχισαν να καταστρέφουν τις ιερές εικόνες, αντικαθιστώντας τες με διακοσμητικές παραστάσεις με ζώα και φυτά ή εικόνες του αυτοκράτορα και σκηνές από ιπποδρομίες, πολέμους και κυνήγια.

Από την άλλη οι εικονόφιλοι συσπειρώθηκαν γύρω από μοναχούς, όπως τον Στέφανο τον Νέο, ηγούμενο της μονής στο όρος Αυξέντιο, και άρχισε ένας άγριος αγώνας μεταξύ των δύο πλευρών, που έφτασε στο απόγειό του στη δεκαετία του 760. Τον Νοέμβριο του 767 ο Στέφανος κατακρεουργήθηκε στους δρόμους της Κωνσταντινουπόλεως από τον εξαγριωμένο όχλο, κάτι που αναβίωσε την παράδοση των μαρτύρων της εποχής των διωγμών. Η αντίσταση όμως κατά των ενεργειών του Κωνσταντίνου εξακολουθούσε αμείωτη, και αυτό φαίνεται από την απόφαση του αυτοκράτορα να τιμωρήσει 19 ανώτερους αξιωματούχους, πολιτικούς και στρατιωτικούς με την κατηγορία της συνωμοσίας. Μετά από διαπόμπευση στον Ιππόδρομο, εκτέλεσε δύο απ’ αυτούς και τους υπόλοιπους, αφού τύφλωσε ορισμένους, τους εξόρισε.[26]

Στο επίκεντρο των διωγμών βρέθηκαν τα μοναστήρια και οι μοναχοί. Ονομαστές μονές, όπως του Δαλμάτου, μετατράπηκαν σε στρατώνες ή δημόσιους καταυλισμούς, άλλες ερειπώθηκαν και η περιουσία τους περιήλθε στο κράτος. Οι μοναχοί υπέστησαν εξευτελισμούς, κακώσεις, εξορίες. Σε πολλές περιπτώσεις διαπομπεύτηκαν, όπως όταν υποχρεώθηκαν να παρελάσουν στον κατάμεστο Ιππόδρομο στην Κωνσταντινούπολη κρατώντας από το χέρι ο καθένας μια μοναχή, καθώς υβρίζονταν από τους θεατές στις κερκίδες.[27]

Ως ο πλέον ανηλεής διώκτης των μοναχών αναδείχτηκε ο στρατηγός του θέματος των Θρακησίων Μιχαήλ Λαχανοδράκων. Όπως αναφέρει ο Θεοφάνης ο Ομολογητής, ο Μιχαήλ συνήθιζε να πουλάει τις περιουσίες των μοναστηριών, έριχνε τα ιερά τους βιβλία στην πυρά και τιμωρούσε ανελέητα τους μοναχούς που είχαν και προσκυνούσαν άγια λείψανα τυφλώνοντάς τους και σκοτώνοντάς τους. Για τις υπηρεσίες του αυτές ο Κωνσταντίνος τον ευχαρίστησε με προσωπική ευχαριστήρια επιστολή.[28]

Ως αποτέλεσμα όλων αυτών, οι μοναχοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και να καταφύγουν στην εικονόφιλη Νότια Ιταλία και Σικελία, μεταλαμπαδεύοντας τα ελληνικά γράμματα, ενισχύοντας τον ελληνόφωνο πληθυσμό και δημιουργώντας νέες πνευματικές και καλλιτεχνικές εστίες.

Ο διωγμός που εξαπέλυσε ο Κωνσταντίνος ξεπέρασε ακόμη και τις αποφάσεις της εικονομαχικής συνόδου του 754. Επιπρόσθετα, όχι μόνο στράφηκε εναντίον της προσκύνησης των εικόνων και των λειψάνων των αγίων, αλλά απαγόρευσε και τη λατρεία των αγίων και της Θεοτόκου.[29]

Θάνατος Κωνσταντίνου Ε’

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φραγμό στις εικονομαχικές αυτές διώξεις έβαλε ο θάνατος του Κωνσταντίνου του Ε’ στις 14 Σεπτεμβρίου του 775.[30] Η πολιτική του εναντίον των εικονολατρών είχε ξεπεράσει κατά πολύ τις αποφάσεις της συνόδου της Ιέρειας. Ως εκ τούτου τα προσωνύμια «Κοπρώνυμος» και «Καβαλλίνος» που του προσήψαν οι αντίπαλοί του ήταν μόνο η αρχή της αντίδρασης, που έφτασε μέχρι του σημείου να απομακρυνθεί το νεκρό σώμα του αυτοκράτορα από την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, όπου βρίσκονταν οι τάφοι των Βυζαντινών ηγεμόνων. Ωστόσο δεν λησμονήθηκαν οι πολεμικές επιτυχίες και τα ηρωικά του κατορθώματα. Όταν στις αρχές του 9ου αιώνα το Βυζάντιο δοκιμαζόταν από την πίεση των Βουλγάρων, ο λαός συγκεντρώθηκε στον τάφο του Κωνσταντίνου Ε' και ικέτευε τον νεκρό αυτοκράτορα να αναστηθεί, για να σώσει την αυτοκρατορία από την ταπείνωση».[31][29]

Κάμψη εικονοκλαστικής κίνησης-Αναστήλωση εικόνων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Περίοδος Λέοντος Δ’ (775-780)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μεταβατική περίοδο από την έξαρση της εικονομαχικής πολιτικής επί Κωνσταντίνου του Ε’ στην αναστήλωση των εικόνων επί Ειρήνης της Αθηναίας αποτελεί η περίοδος της βασιλείας του Λέοντος Δ’, γιου του Κωνσταντίνου Ε’. Ο Λέων, φύσει μετριοπαθής φυσιογνωμία, εγκατέλειψε την αντιμοναστική πολιτική του πατέρα του, αν και οι εικονομαχικές διώξεις συνεχίστηκαν, με πολύ μικρότερη ένταση και σε πολύ περιορισμένη έκταση.

Περίοδος Ειρήνης της Αθηναίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πρόωρος θάνατος του Λέοντα Δ’ (8 Σεπτεμβρίου 780) έφερε στον θρόνο τον γιο του Κωνσταντίνο ΣΤ', σε ηλικία μόλις δέκα χρονών. Χρέη αντιβασιλέως ανέλαβε η Ειρήνη, σύζυγος του Λέοντα και μητέρα του Κωνσταντίνου Στ’, που καταγόταν από την εικονόφιλη Αθήνα. Αφού κατέστειλε συνωμοσία που προερχόταν από εικονομαχικά στοιχεία,[32] προχώρησε στο αποφασιστικό βήμα για την επαναφορά της λατρείας των εικόνων. Οι αλλαγές που επήλθαν έγιναν έπειτα από αργές αλλά σταθερές και αποφασιστικές κινήσεις.

Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος (787)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Κυριακή της Ορθοδοξίας ως θέμα της λαϊκής βυζαντινής εικονογραφίας.

Μετά τον θάνατο του εικονομάχου πατριάρχη Παύλου (21 Αυγούστου 784) η Ειρήνη προσπάθησε να δώσει στην εκλογή νέου πατριάρχη χαρακτήρα δημοψηφίσματος. Κάλεσε λοιπόν όλο τον λαό στο ανάκτορο στη Μαγναύρα,[33] όπου εξελέγη, στις 25 Δεκεμβρίου 784, πατριάρχης ο γραμματέας της αυτοκράτειρας Ταράσιος και άρχισαν οι προετοιμασίες για τη σύγκληση οικουμενικής συνόδου που θα ακύρωνε τις αποφάσεις της Συνόδου της Ιέρειας. Ο πάπας Ρώμης και οι υπόλοιποι πατριάρχες χαιρέτησαν τις θετικές εξελίξεις και έστειλαν αντιπροσώπους.

Αρχικά έγινε μια ανεπιτυχής προσπάθεια[34] για σύγκληση της συνόδου τον Ιούλιο του 786 στον ναό των Αγίων Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη. Τελικά, η Σύνοδος συνήλθε στη Νίκαια της μικρασιατικής Βιθυνίας, όπου άλλοτε είχε συγκληθεί η Πρώτη Οικουμενική Σύνοδος από τον Μέγα Κωνσταντίνο. Η Σύνοδος αυτή είναι γνωστή ως Ζ' Οικουμενική Σύνοδος.

Ο Ναός της του Θεού Σοφίας στη Νίκαια της Μικράς Ασίας, όπου συνήλθε η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος το 787.

Συνολικά 350 επίσκοποι, καθώς και μεγάλος αριθμός μοναχών, μετείχαν στις εργασίες της συνόδου από τις 24 Σεπτεμβρίου ως τις 13 Οκτωβρίου.[35] Εφαρμόζοντας συνετή πολιτική δέχτηκαν στους κόλπους της Εκκλησίας και τους επισκόπους που είχαν αναπτύξει εικονοκλαστική δραστηριότητα, μετά από προηγούμενη αποκήρυξη της αίρεσης και πλάνης τους.

Σε αυτό αντέδρασαν πολλοί σκληροπυρηνικοί μοναχοί, με αποτέλεσμα την πρόκληση συγκρούσεων: από τη μια πλευρά εκπρόσωποι της συντηρητικής μετριοπαθούς παρατάξεως και από την άλλη οι αποκαλούμενοι ζηλωτές, οι προσηλωμένοι στην αυστηρή μοναστηριακή παράδοση. Στη σύνοδο της Νικαίας επικράτησε η μετριοπαθής παράταξη.

Στα θέματα πίστεως, αντίθετα, επικράτησε απόλυτη ομοφωνία στην ορθόδοξη πλειοψηφία της συνόδου.[36] Η σύνοδος καταδίκασε ως αίρεση την Εικονομαχία, αποφάσισε την καταστροφή των εικονοκλαστικών συγγραμμάτων και αναστήλωσε τις εικόνες επιτρέποντας την προσκύνησή τους, σύμφωνα με τη διδασκαλία του Ιωάννη Δαμασκηνού ότι η προσκύνηση δεν αποδίδεται στην εικόνα άλλα στο εικονιζόμενο ιερό πρόσωπο και δεν έχει σχέση με τη λατρεία, που αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στον Θεό. Σε πανηγυρική συνεδρία στις 23 Οκτωβρίου 787 στο ανάκτορο της Μαγναύρας επικυρώθηκαν οι αποφάσεις της συνόδου και υπογράφτηκαν από την Ειρήνη και τον γιο της Κωνσταντίνο Στ’. «Καὶ εἰρήνευσεν ἡ τοῦ Θεοῦ ἐκκλησία, εἰ καὶ ὁ ἐχθρὸς τὰ ἑαυτοῦ ζιζάνια ἐν τοῖς ἰδίοις ἐργάταις σπείρειν οὐ παύεται· ἀλλ' ἡ τοῦ Θεοῦ ἐκκλησία πάντοτε πολεμουμένη νικᾷ».[37]

Νικηφόρος Α΄ και Μιχαήλ Α΄

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η διακυβέρνηση της Ειρήνης είχε φέρει το κράτος σε άκρα παραλυσία. Το 802 η «αυτοκράτωρ Ρωμαίων» ανετράπη από μετριοπαθείς εικονομάχους πατρικίους και αξιωματικούς του στρατού και στον θρόνο ανέβηκε ο γενικός λογοθέτης Νικηφόρος Α´ (802-811).[38]

Αν και δεν κατήργησε τις διατάξεις της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, αν και επέλεξε ως διάδοχο του αποβιώσαντος Ταρασίου τον μετριοπαθή εικονόφιλο Νικηφόρο -τον γνωστό χρονογράφο- ο νέος αυτοκράτορας ενεπλάκη σε οξύτατη διαμάχη με τους άκρους εικονόφιλους, επικεφαλής των οποίων ήταν οι μοναχοί της μονής Στουδίου Πλάτων και Θεόδωρος. Προσπάθησε -και πέτυχε- να ανορθώσει τα οικονομικά και να αναδιοργανώσει τη διοίκηση του κράτους, αλλά το 811 έπεσε σε μάχη εναντίον των Βουλγάρων.

Ο γαμπρός του Μιχαήλ Α΄ ο Ραγκαβές παραδόθηκε ολοκληρωτικά στη μοναχική παράταξη,[39] διασπάθισε το δημόσιο χρήμα που είχε αποταμιεύσει ο πεθερός του[40] και διεξήγε τους πολέμους κατά των Βουλγάρων με πρωτοφανή ανικανότητα. Αναγκάστηκε τέλος να παραιτηθεί και στον θρόνο ανέβηκε ο στρατηγός των Ανατολικών Λέων Ε΄ ο Αρμένιος (813).

Β΄ Περίοδος της Εικονομαχίας (814-842)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λέων Ε΄ ο Αρμένιος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Λέων κατανίκησε τους Βουλγάρους στη Μεσημβρία και αναδιοργάνωσε το κράτος.[41] Προερχόμενος από τον στρατό, ο οποίος διατηρούσε ακμαίο το εικονομαχικό φρόνημα, είχε πειστεί ότι οι περιπέτειες της αυτοκρατορίας από τη βασιλεία της Ειρήνης μέχρι τις μέρες του οφείλονταν στην κυριαρχία της ακραίας εικονόφιλης μερίδας, επί κεφαλής της οποίας ήταν οι μοναχοί και πρωτεύουσα εκδήλωσή της η προσκύνηση των εικόνων.

Στα τέλη του 814 ο Λέων ζήτησε από τον πατριάρχη Νικηφόρο να γίνει κάτι στο θέμα των εικόνων.[42]

Ο Νικηφόρος ήταν άνθρωπος μετριοπαθής και θα μπορούσε να εξευρεθεί μια μέση οδός, αλλά πιεζόταν ασφυκτικά από τους μοναχούς και ιδιαίτερα από τον Θεόδωρο Στουδίτη. Συγκάλεσε αυθημερόν μια σύνοδο εκ των ενόντων, μοναχών κυρίως, αλλά αμέσως ο Λέων την απαγόρευσε και έθεσε τον πατριάρχη σε προσωρινή αργία. Ούτε ο αυτοκράτορας ήθελε να παροξύνει τα πράγματα αλλά πιεζόταν κι αυτός ασφυκτικά από τον στρατό ο οποίος είχε αρχίσει να ενεργεί χωρίς να περιμένει εντολές.[43]

Διέταξε λοιπόν την καθαίρεση των εικόνων[44] για να προλάβει χειρότερα και συγκάλεσε σύνοδο αρχιερέων, η οποία αναθεμάτισε τον Νικηφόρο και τους άλλοτε πατριάρχες Γερμανό και Ταράσιο, όλους μετριοπαθείς εικονόφιλους. Ο Νικηφόρος παραιτήθηκε και αποσύρθηκε εξόριστος σε μοναστήρι (μέσα Μαρτίου 815).

Νέα σύνοδος συγκροτήθηκε το Πάσχα, στην οποία προσκλήθηκαν αλλά δεν προσήλθαν ο Θεόδωρος Στουδίτης και άλλοι εικονόφιλοι. Η σύνοδος αυτή κατήργησε τις αποφάσεις της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας και ανακήρυξε ως Ζ΄ Οικουμενική τη σύνοδο της Ιερείας του 754. Ο Θεόδωρος Στουδίτης εξορίστηκε αλλά συνέχισε την αντίστασή του γράφοντας προς κάθε κατεύθυνση και επιζητώντας την παρέμβαση και πάλι του Πάπα υπέρ των εικονοφίλων.

Τα Χριστούγεννα του 820 ο Λέων δολοφονήθηκε από τον παλιό του συναγωνιστή στρατηγό Μιχαήλ τον Τραυλό. Ο νέος βασιλιάς, ο οποίος θεωρείται ότι ήταν τελείως αδιάφορος για τα θεολογικά ζητήματα, ανακάλεσε από την εξορία τον Νικηφόρο και τον Στουδίτη αλλά διατήρησε τις διατάξεις της συνόδου του 815 και δεν αποκατέστησε τον Νικηφόρο στον πατριαρχικό θρόνο όταν αυτός χήρεψε. Επέτρεψε όμως την κατ’ ιδίαν προσκύνηση των εικόνων σε σπίτια ή μοναστήρια.[45] Ευνόητο είναι ότι οι αποφάσεις του δυσαρέστησαν εξαιρετικά την εικονόφιλη παράταξη αλλά και ότι δεν ικανοποίησαν την εικονομαχική, η οποία υποστήριζε την ολοσχερή εξαφάνιση των εικόνων. Η αντίσταση του Θεόδωρου Στουδίτη εξακολούθησε μέχρι τον θάνατό του το 826. Το 828 πέθανε ο πατριάρχης Νικηφόρος και το 829 ο Μιχαήλ.

Ο γιος και διάδοχος του Μιχαήλ Θεόφιλος δεν αδιαφορούσε για τα θρησκευτικά ζητήματα όπως ο πατέρας του[46] και δεν ακολούθησε την επαμφοτερίζουσα και ασαφή πολιτική του. Το 832 απαγόρευσε τη λατρεία των εικόνων, δηλαδή την προσκύνησή τους, τους ασπασμούς και την προσαγωγή φώτων. Το 833 αναγόρευσε πατριάρχη τον δάσκαλό του Ιωάννη Γραμματικό, λόγιο και υπέρμαχο της θρησκευτικής μεταρρύθμισης, ο οποίος έπεισε τον αυτοκράτορα ότι έπρεπε να δοθεί οριστική λύση στο πρόβλημα.

Σύνοδος που συγκροτήθηκε στην εκκλησία των Βλαχερνών αναθεμάτισε τους εικονόφιλους, ενώ με βασιλικό διάταγμα απαγορεύθηκαν οι εικόνες και διατάχθηκε η αφαίρεσή τους από όλες τις εκκλησίες. Οι μοναχοί όσων μοναστηριών βρίσκονταν μέσα σε πόλεις ή σε χωριά διατάχθηκαν να τα εγκαταλείψουν, ενώ στους μοναχούς των μοναστηριών της υπαίθρου απαγορεύτηκε η είσοδος σε κατοικημένα μέρη.

Αλλά ενώ ο Θεόφιλος συμπεριφερόταν με αυτήν την τραχύτητα στους μοναχούς, πολλοί από τους οποίους ταλαιπωρήθηκαν επί της βασιλείας του, δεν μπορούσε να επιβάλει τις εικονομαχικές του απόψεις στην ίδια την οικογένειά του. Η γυναίκα του Θεοδώρα, η πεθερά του και οι κόρες του διατηρούσαν και προσκυνούσαν εικόνες μέσα στο παλάτι.[47]

Το τέλος της Εικονομαχίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Θεόφιλος πέθανε το 842 και τον διαδέχτηκε ο ανήλικος γιος του Μιχαήλ Γ΄. Όλη η εξουσία περιήλθε στη βασίλισσα Θεοδώρα, η οποία όρισε τρεις συνεπιτρόπους της αρχής. Παραμένει παράδοξο το πώς, εντός ελαχίστου χρόνου από τον θάνατο του Θεόφιλου, η Εικονομαχία, που αναστάτωσε για παραπάνω από ένα αιώνα την αυτοκρατορία, τερματίστηκε οριστικά χωρίς άλλη αντίδραση, και το ότι την πρωτοβουλία την είχαν οι συνεπίτροποι, δύο εκ των οποίων ήταν μέχρι τον θάνατο του Θεόφιλου εικονομάχοι ενώ ο τρίτος, ο αδελφός της βασίλισσας, Βάρδας, δεν είχε διαμορφώσει καμία ξεκάθαρη γνώμη. Ο αδιαμφισβήτητος παράγοντας όμως, ήταν ότι η αφοσιωμένη στις εικόνες Θεοδώρα δεν μπορούσε, και πρωτίστως δεν ήθελε, παρά να δεχτεί την πρόταση των συνεπιτρόπων.[48]

Ο πατριάρχης Ιωάννης ο Γραμματικός απομακρύνθηκε διά της βίας από την πόλη και συγκλήθηκε αμέσως εικονόφιλη σύνοδος που τον καθήρεσε και τον αναθεμάτισε όπως και όλους τους ομόφρονές του, ανόρθωσε το κύρος της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας και παρέδωσε τους περισσότερους επισκοπικούς θρόνους σε μοναχούς. Νέος πατριάρχης χειροτονήθηκε ο Μεθόδιος και τελέσθηκε εορτή της ορθοδοξίας την πρώτη Κυριακή των νηστειών του 842 (στις 19 Φεβρουαρίου). Έκτοτε η πρώτη Κυριακή των νηστειών γιορτάζεται ως «Κυριακή της Ορθοδοξίας».

Οι εικόνες αναστηλώθηκαν παντού και όλα τα καταργηθέντα μοναστήρια ανασυστάθηκαν. Τα εκκλησιαστικά και μοναστηριακά κτήματα που είχαν κρατικοποιηθεί αποδόθηκαν και πάλι στις εκκλησίες και στις μονές, και όλα υποβάλλονταν πλέον μόνο στον έγγειο φόρο. Η νομοθεσία των Ισαύρων καταργήθηκε, πιθανόν αμέσως, οπωσδήποτε όμως σε λίγα χρόνια με τη νομοθεσία του Βασιλείου Α΄ Μακεδόνος, στην οποία δεν συμπεριελήφθησαν ο Γεωργικός Νόμος και οι διατάξεις οικογενειακού δικαίου της Εκλογής.

Ο Ιωάννης ο Γραμματικός εξορίστηκε και βασανίστηκε. Ο περίφημος αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Λέων ο Μαθηματικός καθαιρέθηκε. Ο νέος πατριάρχης Μεθόδιος ήταν άνθρωπος μετριοπαθής και ήρθε κι αυτός σε ενδοπαραταξιακή ρήξη με τους ακραίους εκ των μοναχών, όπως παλιότερα ο Ταράσιος και ο Νικηφόρος, αλλά δεν μπόρεσε να επιβληθεί. Φοβερός διωγμός εξαπολύθηκε κατά των Παυλικιανών της Μικράς Ασίας. Κατά τους ίδιους τους εικονόφιλους χρονογράφους, εκατό χιλιάδες από τους πολεμικότατους αυτούς αιρετικούς, που δογματικά συγγένευαν στενότατα με την Εικονομαχία, θανατώθηκαν παντοιοτρόπως και οι περιουσίες τους εισκομίστηκαν στο βασιλικό ταμείο. Όσοι σώθηκαν κατέφυγαν στους Άραβες και από πρόμαχοι της αυτοκρατορίας έγιναν εχθροί της.

Η Εικονομαχία μετά την Εικονομαχία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από δογματική άποψη εξυπακούεται ότι η Εικονομαχία παραμένει και σήμερα ό,τι ήταν και την πρώτη Κυριακή των Νηστειών του 842 : μία αίρεση. Οι πρωτεργάτες της είχαν την τύχη του ηττημένου : ο Λέων έγινε «ο Ίσαυρος» και ο γιος του Κωνσταντίνος «ο Κοπρώνυμος». Τα πολεμικά τους κατορθώματα ξεχάστηκαν. Η νομοθεσία τους χαρακτηρίστηκε «φληναφία» από τη Δυναστεία των Μακεδόνων και καταργήθηκε.

Ας δούμε και την ιστοριογραφική άποψη :

Σύμφωνα με τον χρονογράφο του 9ου αιώνα Γεώργιο Αμαρτωλό και όπως συνάγεται από το κείμενο του 9ου κανόνα της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας, πολλοί ήταν αυτοί που έγραψαν υπέρ της Εικονομαχίας. Ο 9ος αυτός κανόνας όριζε να παραδοθούν τα βιβλία των εικονομάχων στον επίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως και προφανώς αυτά κάηκαν, σύμφωνα με τα οριζόμενα σε προηγούμενους συνοδικούς κανόνες για την τύχη των αιρετικών βιβλίων. Τα ίδια εξυπακούεται ότι συνέβησαν μετά τον οριστικό θρίαμβο των εικόνων. Τα έργα των εικονομάχων συγγραφέων «εξηφανίσθησαν υπό της θρησκομανίας της βραδύτερον θριαμβευσάσης αντιπάλου μερίδος».[49] Συνεπώς ό,τι γνωρίζουμε σήμερα για την περίοδο αυτή της ιστορίας προέρχεται από εικονόφιλους ιστορικούς.

Δύο είναι τα έργα πάνω στα οποία βασίζονται, αποκλειστικά σχεδόν, οι πληροφορίες μας για την πρώτη και σπουδαιότερη περίοδο της Εικονομαχίας : Η Χρονογραφία του Θεοφάνη του Ομολογητή και η Ιστορία Σύντομος του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρου Α΄.

Ο πατριάρχης Νικηφόρος είναι λιτός και σοβαρός. Μολονότι εικονόφιλος –μετριοπαθής πάντως- παραμένει αρκετά ψύχραιμος και αντικειμενικός. Ειδικά για τον Λέοντα Γ΄ αναφέρει μόνο ότι πολλοί ευσεβείς που δεν συμφωνούσαν με το δόγμα του αυτοκράτορα τιμωρήθηκαν και βασανίστηκαν. Η διήγηση του Νικηφόρου σταματά στο 769, έξι χρόνια προ του θανάτου του Κωνσταντίνου Ε΄. Έκτοτε, μέχρι την ανάρρηση του Λέοντα Ε΄ (813) οδηγός μας παραμένει ο πλήρης πάθους και κατά πολύ εκτενέστερος Θεοφάνης, ο οποίος ποικίλει τη Χρονογραφία του με πολλές λεπτομέρειες και προ παντός επιτίθεται κατά μέτωπον εναντίον των εικονομάχων βασιλέων. Ενώ μέχρι την απόκρουση των Αράβων το 718 ο Λέων Γ΄είναι «ο ευσεβής βασιλεύς», λίγες σελίδες μετά γίνεται ο «δυσσεβής» πατέρας του «δυσσεβεστέρου» Κωνσταντίνου, «θεομάχος», «σαρακηνόφρων», «τύραννος» κ.τ.τ. Εννοείται ότι πολύ χειρότερη είναι η μεταχείριση του Κωνσταντίνου και πολύ εντονότερη η διεκτραγώδηση των εκ μέρους του διώξεων, ανάλογες δε οι πληροφορίες και απόψεις του Θεοφάνη για τους υπόλοιπους εικονομάχους βασιλείς.

Για τη δεύτερη περίοδο της Εικονομαχίας πληροφορούμαστε από τον ανώνυμο χρονογράφο του Λέοντος του Αρμενίου, τον Ιωσήφ Γενέσιο, την κατά παραγγελίαν του Πορφυρογεννήτου χρονογραφία (Συνεχισταί του Θεοφάνους), τον Συμεών Μάγιστρο και τον Γεώργιο Μοναχό (Αμαρτωλό). Αυτοί είναι οι πλησιέστεροι στην εποχή συγγραφείς, εικονόφιλοι βέβαια όλοι, που επιφυλάσσουν στους εικονομάχους βασιλείς μεταχείριση παρόμοια μ’ αυτήν του Θεοφάνη αν όχι χειρότερη.

Οι μεταγενέστεροι (Κεδρηνός, Ζωναράς, Γλυκάς, Μανασσής και άλλοι), οι οποίοι έγραψαν πολύ μετά των θρίαμβο των εικόνων, αντέγραψαν πιστά τον Θεοφάνη και υπερθεμάτισαν, επινοώντας κακουργήματα για τα οποία ούτε αυτός ο Θεοφάνης είχε αναφέρει κάτι.

Οι Δυτικοί συγγραφείς (ο Γίββων ιδιαίτερα, ο Σλόσσερ πιο συγκρατημένα και ο Χεργκενρέτερ) είχαν και για την Εικονομαχία τη δυσπιστία που τους διέκρινε για όλες τις φάσεις της ιστορίας του Ανατολικού κράτους, αποκλίνοντας μάλλον υπέρ των εικονόφιλων.

Ο δε Θεόκλητος Φαρμακίδης έγραψε ότι ο ασεβής αιρετικός Λέων «ἀφήρπασε τὴν ἀνατολικὴν Ἰλλυρίαν ἀπὸ τοῦ ἀντάρτου μὲν ἀλλ’ ὀρθοδόξου καὶ εὐσεβοῦς ἀρχιεπισκόπου Ῥώμης» !

Αλλά στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος με το έργο του «Βυζαντιναὶ μελέται» και κυρίως ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος με την «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» διατύπωσαν εντελώς διαφορετική άποψη. Ο Παπαρρηγόπουλος ήλεγξε ανηλέητα τον Θεοφάνη, τον ανέταμε θα λέγαμε αντιπαραβάλλοντάς τον με τον πολύ πιο ψύχραιμο Νικηφόρο, προσέφυγε σε ό,τι ακόμη είχε περισωθεί, στη νομοθεσία του Λέοντα Γ΄δηλαδή, σε αποφάσεις των συνόδων και σε κάθε τι από το οποίο θα μπορούσε να συναγάγει συμπεράσματα, και κατέληξε ότι η περίοδος της λεγομένης Εικονομαχίας ήταν θρησκευτική αλλά κυρίως κοινωνική μεταρρύθμιση που σκόπευε στον περιορισμό του ρόλου της Εκκλησίας και των μοναχών, στην κατάργηση της δουλοπαροικίας, σε μία στοιχειώδη ανεξιθρησκεία, στην ανύψωση της θέσης της γυναίκας και στην αναδιοργάνωση της διοίκησης και του στρατού. Είδε τη θρησκευτική διαμάχη σαν μία μόνο (απαραίτητη βέβαια για την επιτυχία των υπολοίπων) από τις εκφάνσεις της προσπάθειας για διοικητική, κοινωνική, οικονομική μεταβολή. Επιγράφει το δέκατο βιβλίο της Ιστορίας του «Η Μεταρρύθμισις» και τη συγκρίνει ευνοϊκά προς τη Μεταρρύθμιση της βόρειας Ευρώπης του δεκάτου έκτου αιώνα.

Ο Λουί Μπρεϊέ αμφισβήτησε αυτή την ομοιότητα της εικονομαχικής πολιτικής, των Ισαύρων κυρίως, με την ευρωπαϊκή Μεταρρύθμιση. Κατ'αυτόν σωστή ήταν η άποψη του Λομπάρ που δεχόταν ότι ήταν ήταν θέμα προσηλυτισμού, δηλαδή θεολογικό.[50] Αλλά πέρα από τη δογματική και την πολιτική του Κωνσταντίνου Ε΄, που ήταν οφθαλμοφανώς παρόμοιες με αυτές των Γερμανών και Σκανδιναβών ηγεμόνων και του Ερρίκου Η΄ της Αγγλίας, έχουμε τη γνώμη των Γίββων και Μακώλαιυ : Οι πολιτικά προσκείμενοι και δογματικά συγγενέστατοι με τον Κωνσταντίνο Ε΄ Παυλιανίτες ήταν αυτοί που μετέδωσαν στη δυτική Ευρώπη τα σπέρματα της Μεταρρύθμισης του 16ου αιώνα.

Επίσης ο Μπρεϊέ σχολιάζοντας το λεχθέν από τον Παπαρρηγόπουλο, ότι ο θεσμός της δουλοπαροικίας, που καταργήθηκε τον όγδοο αιώνα από τους Ισαύρους, «δὲν ἐξέλιπεν ὁλοσχερῶς ἐξ αὐτῆς [της Ευρώπης] εἰμὴ διὰ τῆς Γαλλικῆς ἐπαναστάσεως», αναφωνεί ειρωνικά : «Οι εικονοκλάστες έγιναν λοιπόν οι πρόδρομοι της Επανάστασης !».[51] Αλλά διαβάζουμε στον Will Durant ότι ο Λέων Γ΄ «ἠλάττωσε τὸν ἀριθμὸν τῶν δουλοπαροίκων, ἔδωσεν εἰς τοὺς χωρικοὺς γαίας»,[52] στον Ράνσιμαν ότι «οι Ίσαυροι είχαν προσπαθήσει να καταργήσουν την δουλοπαροικία»[53] και στην Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ για τη νομοθεσία των Ισαύρων : «πνεύμα κοινωνικής δικαιοσύνης...προστασία των αδυνάτων από τις πιέσεις των ισχυρών...φροντίδα για τον φτωχό λαό».[54] Ο Παπαρρηγόπουλος δεν είπε τίποτε παραπάνω.

  1. Σύμφωνα με το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του Τριανταφυλλίδη, «εικονοκλάστης είναι μειωτικός και ιδεολογικά φορτισμένος όρος για να χαρακτηρίσει τον εικονομάχο».[1]
  2. Σύμφωνα με το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του Τριανταφυλλίδη, «εικονόδουλος είναι μειωτικός και ιδεολογικά φορτισμένος όρος για να χαρακτηρίσει τον εικονόφιλο».[2]
  3. Πρόκειται για μία από τις Δέκα Εντολές, Έξοδος 20, 4-5
  4. Ο πρώτος που θεωρείται ότι έλαβε μέτρα εναντίον των εικόνων είναι ο χαλίφης Γιαζίντ (Yazid ΙΙ, 720-724), σύγχρονος του Λέοντος Γ΄, ο όποιος εξέδωσε διάταγμα που απαγόρευε την έκθεση και προσκύνηση εικόνων στις χριστιανικές εκκλησίες του κράτους του.
  5. Για αυτό ονομάσθηκε άλλωστε σύνοδος της Ιέρειας.
  6. Η συνεδρίαση έλαβε χώρα στον ναό της Παναγίας των Βλαχερνών.
  1. «Εικονοκλάστης στο greek-language.gr». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Ιουλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 22 Ιουλίου 2016. 
  2. «Εικονόδουλος στο greek-language.gr». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Ιουλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 22 Ιουλίου 2016. 
  3. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Θ’, σελ. 28.
  4. Θεοφάνης Ομολογητής, Χρονογραφία σελ. 621-622 : «ος [ο Λέων] την κατ’ αυτού θείαν οργήν υπέρ εαυτού λογισάμενος». Νικηφόρος σελ. 64 : «Ταύτά φασιν ακούσαντα τον βασιλέα υπολαμβάνειν θείας οργής είναι μηνύματα».
  5. Ιωάννης Παναγιωτόπουλος, «Το ηφαίστειο της Θήρας και η Εικονομαχία». Θεολογία 80 (2009), 235-253
  6. Θεοφάνης 623 : «τινας βασιλικοὺς ἀνθρώπους ἀνεῖλον καθελόντας τὴν τοῦ κυρίου εἰκόνα τὴν ἐπὶ τῆς μεγάλης Χαλκῆς πύλης».
  7. Θεοφάνης 623. Νικηφόρος 65
  8. Θεοφάνης 629 :«χωρὶς γὰρ οἰκουμενικῆς συνόδου καινοτομῆσαι πίστιν ἀδύνατόν μοι, ὦ βασιλεῦ». Νικηφόρος 65
  9. Θεοφάνης 630 : «τῇ δὲ κβʹ τοῦ αὐτοῦ Ἰανουαρίου μηνὸς χειροτονοῦσιν Ἀναστάσιον τὸν ψευδώνυμον μαθητὴν καὶ σύγκελλον τοῦ αὐτοῦ μακαρίου Γερμανοῦ συνθέμενον τῇ Λέοντος δυσσεβείᾳ». Νικηφόρος 65
  10. Θεοφάνης 623 :«καὶ τὰ παιδευτήρια σβεσθῆναι καὶ τὴν εὐσεβῆ παίδευσιν, τὴν ἀπὸ τοῦ ἐν ἁγίοις Κωνσταντίνου τοῦ μεγάλου καὶ μέχρι νῦν» (δεύτερη δεκαετία του 9ου αι.) «κρατήσασαν, ἧς καὶ μετὰ ἄλλων πολλῶν καλῶν καθαιρέτης ὁ σαρακηνόφρων οὗτος Λέων γέγονεν»
  11. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Θ΄, σελ. 29.
  12. Λόγοι ἀπολογητικοὶ πρὸς τοὺς διαβάλλοντας τὰς ἁγίας εἰκόνας
  13. Ostrogorsky Georg, Ιστορία του βυζαντινού κράτους, τ. 2, 28.
  14. Ostrogorsky, σελ. 30
  15. Θεοφάνης 638 : «τῷ οὖν Ἰουνίῳ μηνὶ κζʹ τῆς ἐπέκεινα ι' ἰνδικτιῶνος ἐξελθὼν ἐν τοῖς μέρεσι τοῦ Ὀψικίου κατὰ τῶν Ἀράβων». Η ανταρσία περιγράφεται στις σελ. 638-649 του Θεοφάνη και 67-70 του Νικηφόρου.
  16. Θεοφάνης 639 : «Ἀρταύασδος δὲ γράφει πρὸς Θεοφάνην τὸν πατρίκιον καὶ μάγιστρον ἐκ προσώπου ὄντα ἐν τῇ πόλει διὰ Ἀθανασίου σιλεντιαρίου τὰ πραχθέντα. Ὁ δὲ προσκείμενος τῷ Ἀρταυάσδῳ, σωρεύσας τὸν λαὸν ἐν τοῖς κατηχουμενίοις τῆς μεγάλης ἐκκλησίας, καὶ διὰ τῶν γραμμάτων καὶ τοῦ λεχθέντος Ἀθανασίου πείθει πάντας, ὡς ὁ βασιλεὺς τέθνηκεν, Ἀρταύασδος δὲ ὑπὸ τῶν θεμάτων ἀνηγορεύθη βασιλεύς».
  17. Θεοφάνης 639 : «τῷ ψευδωνύμῳ πατριάρχῃ»
  18. Θεοφάνης 639 : «Ἀρταύασδον δὲ ἀνεκήρυττον βασιλέα ὡς ὀρθόδοξον καὶ θείων δογμάτων ὑπέρμαχον»
  19. Θεοφάνης 640 : «ὁ δὲ Ἀρταύασδος κατὰ πᾶσαν τὴν πόλιν τὰς ἱερὰς εἰκόνας ἀνεστήλωσεν».
  20. Ostrogorsky, 32.
  21. Ostrogorsky, 38.
  22. Ανάμεσα στους οποίους πρωτεύουσα θέση είχαν ο Θεοδόσιος, επίσκοπος Εφέσου και ο επίσκοπος Πέργης επονομαζόμενος Παστιλλάς. Θεοφάνης 659 : «τῷ δ' αὐτῷ ἔτει καὶ Κωνσταντῖνος ὁ δυσσεβὴς κατὰ τῶν ἁγίων καὶ σεπτῶν εἰκόνων παράνομον συνέδριον τληʹ ἐπισκόπων συνέλεξεν ἐν τῷ τῆς Ἱερείας παλατίῳ, ὧν ἐξῆρχε Θεοδόσιος ὁ Ἐφέσου, υἱὸς Ἀψιμάρου, καὶ Παστιλλᾶς ὁ Πέργης».Νικηφόρος 73.
  23. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Θ’, σελ. 30
  24. Θεοφάνης 660 : «ἀναθεματίσαντες Γερμανὸν τὸν ἁγιώτατον καὶ Γεώργιον τὸν Κύπριον καὶ Ἰωάννην τὸν Χρυσορρόαν Δαμασκηνὸν τὸν Μανσούρ, ἄνδρας ἁγίους καὶ αἰδεσίμους διδασκάλους». Νικηφόρος 74.
  25. Θεοφάνης 659
  26. Μεταξύ των οποίων τον πρωτοστράτορά του, τον λογοθέτη του δρόμου, τον δομέστικο των εκσκουβίτων, τον κόμη του θέματος Οψικίου και τους στρατηγούς της Θράκης και της Σικελίας. Ostrogorsky, 41· Θεοφάνης 676-677 : «ὁμοίως καὶ τῇ κεʹ τοῦ αὐτοῦ μηνὸς ἤχθησαν ἐπὶ ἱπποδρομίας ἐπίσημοι ἄρχοντες ιθʹ καὶ ἐπόμπευσαν ὡς κατὰ τοῦ βασιλέως πονηρὰ βουλευσάμενοι, συκοφαντηθέντες οὐκ ἐν ἀληθείᾳ, ἀλλὰ φθονῶν αὐτοῖς διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς εὐειδεῖς καὶ ῥωμαλέους καὶ παρὰ πάντων ἐπαινουμένους, τινὰς δὲ αὐτῶν καὶ δι' εὐλάβειαν καὶ ὡς εἰς τὸν προρρηθέντα ἔγκλειστον ἀπερχομένους, καὶ τὰ πάθη αὐτοῦ θριαμβεύοντας, οὓς καὶ ἀπέκτεινεν, ὧν εἰσιν οἱ πρωτεύοντες· Κωνσταντῖνος ὁ πατρίκιος καὶ λογοθέτης τοῦ δρόμου γενόμενος, ὃν ἐπωνόμασε Ποδοπάγουρον, καὶ ὁ τούτου ἀδελφὸς Στρατήγιος σπαθάριος καὶ δομέστικος τῶν ἐκσκουβίτων, Ἀντίοχός τε λογοθέτης τοῦ δρόμου γεγονὼς καὶ στρατηγὸς Σικελίας, Δαβὶδ σπαθάριος κατὰ τὸν Βησὴρ καὶ κόμης τοῦ Ὀψικίου, Θεοφύλακτος ὁ Ἰκονιάτης πρωτοσπαθάριος καὶ στρατηγὸς τῆς Θρᾴκης, Χριστοφόρος ὁ κατὰ τὸν πατρίκιον Ἱμέριον σπαθάριος, Κωνσταντῖνος σπαθάριος καὶ βασιλικὸς πρωτοστράτωρ, υἱὸς τοῦ πατρικίου Βαρδάνους, Θεοφύλακτος κανδιδάτος ὁ κατὰ τὸν Μαρινάκην, καὶ ἕτεροι...Και τους μεν δύο αδελφούς Κωνσταντίνον, φημί, και Στρατήγιονεν τω Κυνηγίω απεκεφάλισεν…τους δε λοιπούς πάντας τυφλώσας εξώρισεν». Νικηφόρος 83 : «ως εις την αρχήν αυτών επιβουλεύειν πειρωμένους...και τη εξής Κωνσταντίνον μεν και Στρατήγιον…θανάτω κατεδίκασε...και τας κεφαλάς...απέτεμεν, άλλων δ’ αυ τους οφθαλμούς εξέκοψε».
  27. Θεοφάνης 676 : «καὶ τῇ καʹ τοῦ Αὐγούστου μηνὸς τῆς αὐτῆς δʹ ἰνδικτιῶνος ἐστηλίτευσε καὶ ἠτίμασε τὸ σχῆμα τῶν μοναχῶν ἐπὶ τοῦ ἱπποδρομίου παρακελευσάμενος ἕνα ἕκαστον ἀββᾶν κρατεῖν γυναῖκα τῇ χειρὶ καὶ οὕτω παρελθεῖν αὐτοὺς τὸ ἱπποδρόμιον ἐμπτυομένους καὶ ὑβριζομένους ὑπὸ παντὸς τοῦ λαοῦ». Νικηφόρος 83.
  28. Θεοφάνης 689 : «Τῷ δ' αὐτῷ ἔτει ὁ τῶν Θρᾳκησίων στρατηγὸς Μιχαὴλ ὁ Λαχανοδράκων (…) ἔπρασε πάντα τὰ μοναστήρια ἀνδρεῖά τε καὶ γυναικεῖα καὶ πάντα τὰ ἱερὰ σκεύη καὶ βιβλία καὶ κτήνη, καὶ ὅσα ἦν εἰς ὑπόστασιν αὐτῶν, καὶ τὰς τούτων τιμὰς εἰσεκόμισε τῷ βασιλεῖ. Ὅσα δὲ εὗρε μοναχικὰ καὶ πατερικὰ βιβλία πυρὶ κατέκαυσεν. Καὶ εἴ που λείψανον ἁγίου ἐφάνη τις ἔχων εἰς φυλακτήριον, καὶ τοῦτο τῷ πυρὶ παρέδωκεν, τὸν δὲ ἔχοντα αὐτὸ ὡς ἀσεβοῦντα ἐκόλαζεν. Καὶ πολλοὺς μὲν τῶν μοναχῶν διὰ μαστίγων ἀνήλωσεν, ἔστι δὲ οὓς διὰ ξίφους, ἀναριθμήτους δὲ ἐτύφλωσεν. Καὶ τῶν μὲν τὰς ὑπήνας κηρελαίῳ ἀλείφων ὑφῆπτε πῦρ καὶ οὕτω τά τε πρόσωπα αὐτῶν καὶ τὰς κεφαλὰς κατέκαιεν, τοὺς δὲ μετὰ πολλὰς βασάνους ταῖς ἐξορίαις παρέπεμπεν. Καὶ τέλος οὐκ εἴασεν εἰς ὅλον τὸ ὑπ' αὐτὸν θέμα ἕνα ἄνθρωπον μοναδικὸν περιβεβλημένον σχῆμα. Ὃ καὶ μαθὼν ὁ μισάγαθος βασιλεὺς ἔγραψεν αὐτῷ εὐχαριστίας λέγων, ὅτι "εὗρόν σε ἄνδρα κατὰ τὴν καρδίαν μου, ὃς ποιεῖς πάντα τὰ θελήματά μου».
  29. 29,0 29,1 Ostrogorsky, 42.
  30. Θεοφάνης 693 : «τῇ ιδʹ τοῦ Σεπτεμβρίου μηνὸς τῆς ιδʹ ἰνδικτιῶνος (…) θνήσκει βοῶν καὶ λέγων, ὅτι "ζῶν ἔτι πυρὶ ἀσβέστῳ παρεδόθην", τήν τε ἁγίαν παρθένον καὶ θεοτόκον ὑμνεῖσθαι ἐξαιτῶν ὁ ἄσπονδος αὐτῆς ἐχθρός».
  31. «Ανάστηθι και βοήθησον τη πολιτεία απολλυμένη». και Θεοφάνης 773 : «μακαρίζοντες Κωνσταντίνον τον θεοβδέλυκτον και τρισάθλιον, ως κατά Βουλγάρων αριστεύσαντα»
  32. Θεοφάνης 697
  33. Θεοφάνης 709 : «Τούτῳ τῷ ἔτει συναγαγοῦσα ἡ βασίλισσα Εἰρήνη πάντα τὸν λαὸν εἰς τὴν Μαγναῦραν»
  34. Θεοφάνης 714-715.
  35. Θεοφάνης 716-717 : «ἐξῆλθε Ταράσιος, ὁ ἁγιώτατος ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, ἐν τῇ Νικαέων πόλει· καὶ ἐκροτήθη ἡ ἁγία καὶ οἰκουμενικὴ ζʹ σύνοδος τνʹ ἐπισκόπων· καὶ ἀπέλαβεν ἡ καθολικὴ ἐκκλησία τὸν ἀρχαῖον κόσμον αὐτῆς, οὐδὲν καινὸν δογματίσασα, ἀλλὰ τὰ τῶν ἁγίων καὶ μακαρίων πατέρων δόγματα ἀσάλευτα φυλάξασα καὶ τὴν νέαν αἵρεσιν ἀποκηρύξασα τούς τε τρεῖς ψευδωνύμους πατριάρχας ἀναθεματίσασα, Ἀναστάσιον, φημί, καὶ Κωνσταντῖνον καὶ Νικήταν καὶ πάντας τοὺς ὁμόφρονας αὐτῶν».
  36. Ostrogorsky, σελ. 47
  37. Θεοφάνης 717 : «Καὶ προκαθίσαντες οἱ βασιλεῖς σὺν τοῖς ἐπισκόποις ἐν τῇ Μαγναύρᾳ, ὑπανεγνώσθη ὁ τόμος, καὶ ὑπέγραψεν ὅ τε βασιλεὺς καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ κυρώσαντες τὴν εὐσέβειαν καὶ τὰ τῶν ἁγίων πατέρων ἀρχαῖα δόγματα, καὶ φιλοτιμησάμενοι τοὺς ἱερεῖς ἀπέλυσαν. Καὶ εἰρήνευσεν ἡ τοῦ θεοῦ ἐκκλησία, εἰ καὶ ὁ ἐχθρὸς τὰ ἑαυτοῦ ζιζάνια ἐν τοῖς ἰδίοις ἐργάταις σπείρειν οὐ παύεται· ἀλλ' ἡ τοῦ θεοῦ ἐκκλησία πάντοτε πολεμουμένη νικᾷ».
  38. Θεοφάνης 738 : «Νικηφόρος πατρίκιος και γενικός λογοθέτης ετυράννησεν κατά της ευσεβεστάτης Αυγούστης Ειρήνης» και 740 : «υποκρινόμενος μεν την αυτώ συνήθη ψευδοχρηστότητα, δι’ ης και ηπάτησεν τους πιστούς»
  39. Θεοφάνης 769-771, 776
  40. Θεοφάνης 768-770
  41. Ιωσήφ Γενέσιος, Α΄16 : «Ούτος δε Λέων ο βασιλεύς, καν δυσσεβής, αλλά των δημοσίων πραγμάτων αντιληπτικώτατος».
  42. ανωνύμου Βίος Λέοντος Αρμενίου, σ. 1028 : «συγκατάβα τι μικρόν και ποίησον οικονομίαν εις τον λαόν».
  43. ανωνύμου Βίος Λέοντος Αρμενίου, σ. 1029
  44. Συνεχισταί Θεοφάνους Α΄17 : «Αυτίκα γουν την των σεπτών εικόνων αναγορεύει καθαίρεσιν»
  45. Ιωσήφ Γενέσιος, Β΄14 : «περί των θείων εικόνων εδημηγόρησεν το εκάστω δοκούν απεργάζεσθαι».
  46. Συνεχισταί Θεοφάνους Γ΄2 : «είχετο μεν της επί θεόν και την τούτου πάναγνον μητέρα, ως έλεγε, πίστεως, είχετο δε και της πατροπαραδότου μιαράς των εικονομάχων αιρέσεως»
  47. Συμεών Μάγιστρος, Περί Μιχαήλ και Θεοδώρας 1 : «η Θεοδώρα ευσεβής ούσα και πιστή και ορθόδοξος έτι του ανδρός περιόντος λάθρα τας αγίας εικόνας ετίμα και εσέβετο».
  48. Ιωσήφ Γενέσιος, Δ΄ 2 : «μάλα χαρείσα, το δοκούν αυτοίς επαφίηση».
  49. Παπαρρηγόπουλος, Βιβλίον Ι΄, κεφ. Γ΄, υποκεφ. τελευταίο
  50. Brehier, p. 39
  51. Brehier, ο.π. σημ. 1
  52. Durant, σ. 506
  53. Runciman, σ. 234
  54. Γλύκατζη-Ahrweiler, σ. 31-32

Πρωτογενείς πηγές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δευτερογενείς πηγές και Βιβλιογραφία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Bréhier Louis : «La Querelle des images» (1904).
  • Ελένη Γλύκατζη - Αρβελέρ : «L’ ideologie politique de l’ Empire Byzantin», 1975 (μετάφραση Τούλας Δρακοπούλου ως Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, εκδ. Ψυχογιός).
  • Durant Will : «The Story of Civilization, The Age of Faith», 1950 (μετάφραση Λεωνίδα Κάβουρα ως Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού, τ. Δ΄ Ο Αιών της Πίστεως).
  • Kean Roger Michael, «Ιστορικός άτλας της βυζαντινής αυτοκρατορίας», εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2006, σελ. 192, ISBN 978-960-423-769-2.
  • Hergenröther Josef : «Photius, Patriarch von Konstantinopel. Sein Leben, seine Schriften und das griechische Schisma» (1867-1869).
  • Ostrogorsky Georg, «Ιστορία του βυζαντινού κράτους», τ. 2, Αθήνα 2001, ISBN 978-960-7731-30-2.
  • Runciman Steven : «Byzantine Civilization», 1933 (μετάφραση Δέσποινας Δετζώρτζη ως Βυζαντινός Πολιτισμός, εκδ. Ερμείας 1978).
  • Schlosser Friedrich Christoph : «Geschichte der bilderstürmenden Kaiser des oströmischen Reiches» (Frankfurt, 1812).
  • Vasiliev A. A., «Ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας 324-1453», μτφρ. Σαβράμης Δημοσθένης, εκδ. Πελεκάνος, Αθήνα 2006, σελ. 1072, ISBN 978-960-400-384-6.
  • «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» : Εικονομαχία τ. Θ’, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1972, σελ. 27 κ.ε.
  • Ηλιάδη Αμαλία Κ., «Εικονομαχία και αντιμοναχική στροφή» : Κων/νος Ε’, Ιδιωτική έκδοση, Τρίκαλα 2003, σελ. 127, ISBN 978-960-92360-1-0.
  • Καραγιαννόπουλος Ιωάννης Ε., «Ιστορία βυζαντινού κράτους: Ιστορία μέσης βυζαντινής περιόδου 565-1081», εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 652.
  • Καραγιαννόπουλος Ιωάννης Ε., «Πηγαί της βυζαντινής ιστορίας», εκδ. Πουρνάρας, Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 547.
  • Μπουρδάρα Καλλιόπη Α., «Εικονομαχία και δίκαιο: Νομική θεώρηση των αγιολογικών κειμένων», εκδ. Σάκκουλας, Αθήνα 2004, σελ. 182, ISBN 978-960-15-1243-3.
  • Παναγιωτόπουλος Ιωάννης, «Το ηφαίστειο της Θήρας και η Εικονομαχία». Θεολογία 80 (2009), 235-253
  • Παπαρρηγόπουλος Κωνσταντίνος, «Ιστορία του ελληνικού έθνους», βιβλίον δέκατον (1860-1872) (εκδ. Ωκεανίδα, Αθήνα 2005, σελ. 545, ISBN 978-960-410-413-0 και πολλές άλλες εκδόσεις).
  • Σταυριανός Κυριάκος Σ., «Ο άγιος Γερμανός Α’ ο Ομολογητής, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως : Βίος, έργα, διδασκαλία»: Συμβολή στην περίοδο της Εικονομαχίας, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2003, σελ. 176, ISBN 978-960-333-347-0.
  • Σταυρίδης Βασίλειος Θ., «Η Ζ’ οικουμενική σύνοδος, Νίκαια 787: Η περί των ιερών εικόνων έρις - εικονομαχία», εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 46.
  • Τσίγκος Βασίλειος, Ἡ λειτουργία τοῦ Συνοδικοῦ θεσμοῦ κατὰ τὴ Δεύτερη Εἰκονομαχικὴ περίοδο, περιοδικό Θεολογία, τόμος ΟΓ', τεύχος 2, Αθήνα 2002, σελ. 551-584.
  • Τσορμπατζόγλου Παντελεήμων (Αρχιμ.), «Εικονομαχία και κοινωνία στα χρόνια του Λέοντος Γ’ Ισαύρου. Συμβολή στη διερεύνηση των αιτίων», εκδ. Επέκταση, σελ. 352.
  • Χατζηαντωνίου Γεώργιος, «Εικονομάχοι στο Βυζάντιο», εκδ. Ο Λόγος, σελ. 208.
  • Χρήστου Ειρήνη, «Έργα και ημέρες δυτικών απεσταλμένων στην Κωνσταντινούπολη: Από την εποχή της εικονομαχίας ως το σχίσμα (726-1054)», εκδ. Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα 2000, σελ. 62, ISBN 978-960-7079-74-9.

Λογοτεχνικές αναπλάσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Κλήτος Χατζηθεόκλητος, Σημειώσεις μεταρρυθμιστών. Οι βασιλείες Λέοντα Γ΄, Κωνσταντίνου Ε΄ και Λέοντα Δ΄. "Εστία" 1986.
  • Άγγελος Τερζάκης, Ο Σταυρός και το Σπαθί. Τραγωδία με θέμα τον θανάσιμο αγώνα μεταξύ Κωνσταντίνου ΣΤ΄ και της μητέρας του Ειρήνης. "Θέατρο 1966".
  • Εμμανουήλ Ανθίδης, Κασσιανή: Από την ιστορία στο θρύλο. Μια από τις τραγικότερες ερωτικές ιστορίες στη σκοτεινή περίοδο της βυζαντινής εικονομαχίας, εκδ. Μπίμπης Στερέωμα, Θεσσαλονίκη, σελ. 175.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]