Γυπαετός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Elanus (συζήτηση | συνεισφορές)
Παρακαλώ μην κάνετε ΑΤΕΚΜΗΡΙΩΤΕΣ αλλαγές. Η συγκεκριμένη ταξινομική είναι τεκμηριωμένη στο κείμενο!)
Elanus (συζήτηση | συνεισφορές)
Ανανέωση λήμματος, προσθήκη νέων στοιχείων
Γραμμή 3: Γραμμή 3:
| εικόνα = Bartgeier Gypaetus barbatus front2 Richard Bartz.jpg
| εικόνα = Bartgeier Gypaetus barbatus front2 Richard Bartz.jpg
| πλάτος_εικόνας = 280px
| πλάτος_εικόνας = 280px
| λεζάντα_εικόνας = Ενήλικος γυπαετός
| λεζάντα_εικόνας = Ενήλικος γυπαετός (υποείδος ''G. b. aureus'')
| status = VU
| status = ΝΤ
| status_system = iucn3.1
| status_system = iucn3.1
| regnum = [[Ζώα]] (''Animalia'')
| regnum = [[Ζώα]] (''Animalia'')
Γραμμή 10: Γραμμή 10:
| classis = [[Πτηνά]] (''Aves'')
| classis = [[Πτηνά]] (''Aves'')
| ordo = [[Αετόμορφα]] (''Accipitriformes'')
| ordo = [[Αετόμορφα]] (''Accipitriformes'')
| familia = [[Αετίδες]] (''Accipitridae'')
| familia = [[Αετίδες]] (''Accipitridae'') Vigors, 1824
| subfamilia = [[Αετίνες]] (''Accipitrinae'') <ref>Thiollay, 1994</ref> {{Ref_label|I|i|none}}
| subfamilia = [[Αετίνες]] (''Accipitrinae'') <ref>Howard and Moore, p. 98</ref> {{Ref_label|I|i|none}}
| genus = '''Γυπαετός''' (''Gypaetus'') Storr, 1784 Μ
| genus = '''Γυπαετός''' (''Gypaetus'') Storr, 1784 Μ
| species = '''''G. barbatus'''''
| species = '''''G. barbatus'''''
| binomial = ''Gypaetus barbatus'' '''(Γυπαετός ο γενειοφόρος)''' <ref>ΠΛ 5, 328</ref>
| binomial = ''Gypaetus barbatus'' '''(Γυπαετός ο γενειοφόρος)''' <ref>ΠΛM, 5:328</ref>
| binomial_authority = (Linnaeus, 1758)
| binomial_authority = (Linnaeus, 1758)
| subdivision_ranks = [[Υποείδος|Υποείδη]]
| subdivision_ranks = [[Υποείδος|Υποείδη]]
| subdivision =''Gypaetus barbatus aureus''<br />''Gypaetus barbatus barbatus''<br/>''Gypaetus barbatus meridionalis''
| subdivision = ''Gypaetus barbatus aureus''<br/>''Gypaetus barbatus barbatus''<br/>''Gypaetus barbatus meridionalis''
}}
}}
Ο '''Γυπαετός''' είναι ημερόβιο αρπακτικό πτηνό, ένας από τους [[γύπας|γύπες]] που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του [[είδος|είδους]] είναι ''Gypaetus barbatus'' και περιλαμβάνει 3 [[είδος|υποείδη]]. <ref>Howard & Moore, p. 101</ref><ref>http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=175487</ref>


Στην [[Ελλάδα]] απαντά το [[υποείδος]] ''G. b. aureus'' (Hablizl, 1783). <ref>Howard & Moore, p. 101</ref> {{Ref_label|I|ii|none}}
Ο '''Γυπαετός''' είναι ημερόβιο αρπακτικό πτηνό, ένας από τους [[γύπας|γύπες]], που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική του ονομασία είναι ''Gypaetus barbatus'' και περιλαμβάνει 3 [[υποείδος|υποείδη]]. <ref name="Howard and Moore, p. 101">Howard and Moore, p. 101</ref>
*Παρά την εξαιρετικά κρίσιμη κατάσταση και σπανιότητά του στην χώρα (βλ. Κατάσταση πληθυσμού), η Ελλάδα έχει την τιμή να φιλοξενεί τον ''μεγαλύτερο πληθυσμό'' γυπαετού στην Ευρώπη. <ref>Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 72</ref>

==Τάση παγκόσμιου πληθυσμού==
Στην [[Ελλάδα]] απαντά το [[υποείδος]] ''G. b. aureus'' (Hablizl, 1783). {{Ref_label|I|ii|none}}<ref name="Howard and Moore, p. 101"/>
*Καθοδική ↓ <ref>http://www.iucnredlist.org/details/full/22695174/0</ref>

==Ονοματολογία==
==Ονοματολογία==
Η λατινική επιστημονική ονομασία του [[γένος (βιολογία)|γένους]], ''Gypaetus'', είναι εκλατινισμένη απόδοση της ελληνικής λέξης ''Γυπάετος'' (sic). <ref>ΠΛΜ, 19:460</ref>
Η λατινική λέξη ''barbatus'' σημαίνει, «γενειοφόρος» και, σχετίζεται με το χαρακτηριστικό πτίλωμα στο ράμφος του πτηνού που μοιάζει με γενειάδα.<ref>http://www.archives.nd.edu/cgi-bin/wordz.pl?keyword=barbatus</ref>
Η λατινική λέξη ''barbatus'' στην επιστημονική ονομασία του είδους, σημαίνει «γενειοφόρος» και σχετίζεται με το χαρακτηριστικό πτίλωμα στο ράμφος του πτηνού που μοιάζει με γενειάδα. <ref>http://www.archives.nd.edu/cgi-bin/wordz.pl?keyword=barbatus</ref>


Η αγγλική ονομασία του είδους Lammergeier, προέρχεται από την αντίστοιχη γερμανική λέξη ''Lämmergeier'', που σημαίνει «γεράκι των προβάτων» και, έχει τη ρίζα της στη λαϊκή πεποίθηση ότι ο γυπαετός επιτίθεται σε [[πρόβατο|πρόβατα]].<ref>Everett, Mike (2008)</ref>
Η αγγλική ονομασία του είδους Lammergeier, προέρχεται από την αντίστοιχη γερμανική λέξη ''Lämmergeier'', που σημαίνει «γεράκι των προβάτων» και, έχει τη ρίζα της στη λαϊκή πεποίθηση ότι ο Γυπαετός επιτίθεται σε [[πρόβατο|πρόβατα]]. <ref>Everett</ref>


Η ελληνική ονομασία γυπαετός, αντιστοιχεί στο γενικό παρουσιαστικό του πτηνού, δηλαδή κάτι μεταξύ [[αετός|αετού]] και [[γύπας|γύπα]]. Επίσης, στο γεγονός ότι συνδυάζει τις συνήθειες του γύπα (πτωματοφάγος) με τη μεγαλοπρέπεια του αετού.<ref>Κιόρτσης, σ. 312</ref>
Η ελληνική ονομασία παραπέμπει στο γενικό παρουσιαστικό του πτηνού, δηλαδή κάτι μεταξύ [[αετός|αετού]] και [[γύπας|γύπα]]. Επίσης, στο γεγονός ότι συνδυάζει τις συνήθειες του γύπα (πτωματοφάγος) με τη μεγαλοπρέπεια του αετού. <ref>ΠΛΜ, 19:312</ref>
==Συστηματική ταξινομική==
Το [[είδος]] περιγράφηκε από τον Λινναίο ως ''Vultur barbatus'' (Αλγερία, 1758). Η μεταφορά του στο γένος ''Gypaetus'', έγινε το 1784 από τον Γερμανό φυσικοχημικό και φυσιοδίφη Γ. Στορ (Gottlieb Conrad Christian Storr , 1749 – 1821). <ref>http://www.hbw.com/species/bearded-vulture-gypaetus-barbatus</ref>


Ο γυπαετός ανήκει στους [[γύπας|γύπες]] του λεγόμενου [[Παλαιός Κόσμος|Παλαιού Κόσμου]] για να υπάρχει διαχωρισμός από τους αντίστοιχους του [[Νέος Κόσμος|Νέου Κόσμου]], που ανήκουν στην [[οικογένεια]] [[Καθαρτίδες]] (Cathartidae). Όμως, τα [[γένος|γένη]] αυτών των δύο ομάδων είναι [[φυλογένεση|φυλογενετικά]] απομακρυσμένα μεταξύ τους και, αυτός ο διαχωρισμός είναι περισσότερο συμβατικός παρά ουσιαστικός. Τα μέλη των δύο κατηγοριών υπήρξαν διαδεδομένα τόσο στον Παλαιό Κόσμο όσο και στη Βόρεια [[Αμερική]], κατά τη διάρκεια του Νεογενούς. Οι γύπες του Παλαιού Κόσμου αποτελούν, πιθανώς, ''πολυφυλετική'' ομάδα μέσα στην [[οικογένεια]] ''Accipitridae'', με τους [[Ασπροπάρης|ασπροπάρη]]), [[Γυπαετός|γυπαετό]] και [[γυποϊέραξ|γυποϊέρακα]] να αποτελούν ξεχωριστά taxa. <ref>Lerner & Mindell</ref> Υπάρχει σημαντική διαφοροποίηση του πτερώματος εντός του είδους, καθώς και γεωγραφικές παραλλαγές όσον αφορά στο μέγεθος των επί μέρους υποειδών. <ref>http://www.hbw.com/species/bearded-vulture-gypaetus-barbatus</ref>
==Συστηματική Ταξινομική==
==Γεωγραφική εξάπλωση==
Ο γυπαετός ανήκει στους [[γύπας|γύπες]] του λεγόμενου [[Παλαιός Κόσμος|Παλαιού Κόσμου]] για να υπάρχει διαχωρισμός από τους αντίστοιχους του [[Νέος Κόσμος|Νέου Κόσμου]], που ανήκουν στην [[οικογένεια]] [[Καθαρτίδες]] (Cathartidae). Όμως, τα [[Γένος (βιολογία)|γένη]] αυτών των δύο ομάδων είναι [[φυλογένεση|φυλογενετικά]] απομακρυσμένα μεταξύ τους και, αυτός ο διαχωρισμός είναι περισσότερο συμβατικός παρά ουσιαστικός. Τα μέλη των δύο κατηγοριών υπήρξαν διαδεδομένα τόσο στον Παλαιό Κόσμο όσο και στη [[Βόρεια Αμερική]], κατά τη διάρκεια του Νεογενούς.
[[Αρχείο: Gypaetus barbatus distr.png|thumb|right|350px|Γεωγραφική κατανομή του είδους ''G. barbatus'' (με κόκκινο X σημειώνονται οι περιοχές που έχει επανεισαχθεί)]].
Το είδος εμφανίζει έντονα κατακερματισμένη εξάπλωση σε όλο το φάσμα κατανομής του ([[βιογεωγραφική περιοχή|οικοζώνες]]: [[Παλαιαρκτική]], Αφροτροπική και Ινδομαλαϊκή). Εύρος [[γεωγραφικό πλάτος|γεωγραφικών πλατών]] 53,5° Β με 31° Ν., περίπου. <ref>Ferguson-Lees & Christie, p. 413</ref> Η ζώνη εξάπλωσής του έχει τα ανατολικά της όρια στην [[Ισπανία]] και τη Ν. [[Γαλλία]] ([[Πυρηναία]]) και τα δυτικά στην Κ. [[Κίνα]]. Ενδιαμέσως, απαντά σε αποκλειστικά ορεινές περιοχές, όπως στις Άλπεις, στην περιοχή του Καυκάσου, στην [[Κρήτη]], στην Αραβική Χερσόνησο, στά όρη [[Ζάγκρος]], στα [[Οροσειρά Αλτάι|Αλτάι]] και στα [[Ιμαλάια]]. Στην Αφρική, βρίσκεται στην οροσειρά του Άτλαντα, τα υψίπεδα της [[Αιθιοπία]]ς και νότια του [[Σουδάν]], μέχρι την [[Κένυα]] και την [[Τανζανία]]. Ένας απομονωμένος πληθυσμός υπάρχει στο Drakensberg της [[Νότια Αφρική|Νότιας Αφρικής]]. <ref>Ferguson-Lees & Christie, p. 413</ref>


Σε όλες τις επικράτειες όπου απαντά, ο γυπαετός είναι καθιστικό ([[μετανάστευση πτηνών|επιδημητικό]]) πτηνό, με κάποιες μικρές εσωτερικές μετακινήσεις, ανάλογα με την εποχή.
Οι γύπες του Παλαιού Κόσμου είναι πιθανώς μια [[πολυφυλετισμός|πολυφυλετική]] ομάδα μέσα στην [[οικογένεια]] Accipitridae, με τα [[είδος|είδη]] Neophron percnopterus ([[Ασπροπάρης]]), Gypaetus barbatus (Γυπαετός) και Gypohierax angolensis ([[Γυποϊέραξ]]) να αποτελούν ξεχωριστά taxa.<ref>Lerner & Mindell, 2005</ref>
{| class="wikitable"
|-
! Αρ.
! Υποείδος
! Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης)
! Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης
! Σημειώσεις
|-
| 1 || '''''Gypaetus barbatus aureus''''' || ΝΔ [[Ευρώπη]] ([[Πυρηναία]], [[Κορσική]]), ανατολικά προς [[Ελλάδα]], [[Τουρκία]], [[Καύκασος|Τρανσκαυκασία]], [[Μέση Ανατολή]], [[Ιράν]], [[Αφγανιστάν]], Α [[Καζακστάν]], ρωσικά [[Οροσειρά Αλτάι|Αλτάι]], Β και Δ [[Μογγολία]] και ΒΔ [[Κίνα]]. Επίσης, νότια προς Δ [[Πακιστάν]], [[Υψίπεδο του Θιβέτ]], [[Ιμαλάια]], [[Νεπάλ]] και Κ [[Κίνα]] || Επιδημητικοί πληθυσμοί || Αποτελεί το κύριο υποείδος (βλ. Μορφολογία), αν και όχι το nominate. Κάποιοι ταξινομικοί φορείς το συμπεριλαμβάνουν στο 2
|-
| 2 || ''Gypaetus barbatus barbatus'' || ΒΔ [[Αφρική]] (κυρίως στον [[μαρόκο|μαροκινό]] Υψηλό Άτλαντα) || Ενδημικό στην περιοχή || Είναι το nominate υποείδος. Κάποιοι ταξινομικοί φορείς θεωρούν ότι συμπεριλαμβάνει και το 1
|-
| 3 || ''Gypaetus barbatus meridionalis'' || ΒΑ και Α [[Αφρική]], Α [[Νότια Αφρική]] και [[Λεσότο]], [[Υεμένη]]; || || Είναι το αφρικανικό υποείδος. Υπάρχει διχογνωμία για το εάν οι πληθυσμοί της ΝΔ. Αραβικής Χερσονήσου ανήκουν σε αυτό το υποείδος ή στο 1. Ελαφρώς μικρότερο και ελαφρύτερο από το 1, κατά μέσον όρο. Τα «μπαλώματα» στα μάγουλα δεν ενώνονται μεταξύ τους, δεν υπάρχει ημισελινοειδές σημάδι στα ωτικά καλυπτήρια, ταρσοί μη-πτερωμένοι στα τελευταία 4-5 εκ. του ολικού μήκους τους <ref>Ferguson-Lees & Christie, σ. 417</ref>
|}


(Πηγές: <ref>Howard and Moore, p. 101</ref><ref>http://ibc.lynxeds.com/species/ bearded-vulture-gypaetus-barbatus</ref>)
==Γεωγραφική κατανομή==
[[Αρχείο:Gypaetus barbatus distr.png|thumb|left|300px| Οι περιοχές εξάπλωσης του είδους ''Gypaetus barbatus'' (με κόκκινο X σημειώνονται οι περιοχές που έχει επανεισαχθεί)]].


(σημ. με έντονα γράμματα το [[είδος|υποείδος]] που απαντά στον ελλαδικό χώρο)
Ο γυπαετός έχει έντονα κατακερματισμένη, μη συνεχή γεωγραφική κατανομή σε όλο το εύρος των οικοτόπων του. Η ζώνη εξάπλωσής του έχει τα ανατολικά της όρια στην [[Ισπανία]] και τη Ν.[[Γαλλία]] ([[Πυρηναία]]) και τα δυτικά της στην Κ. [[Κίνα]]. Ενδιαμέσως, απαντά σε αποκλειστικά ορεινές περιοχές, όπως στις Άλπεις, στην περιοχή του Καυκάσου, στην [[Κρήτη]], στην Αραβική Χερσόνησο, στά όρη [[Ζάγκρος]], στα [[Αλτάι (οροσειρά)|Αλτάι]] και στα [[Ιμαλάια]]. Στην Αφρική, βρίσκεται στην οροσειρά του Άτλαντα, τα υψίπεδα της [[Αιθιοπία]]ς και κάτω από το [[Σουδάν]], μέχρι την κεντρική και τη βόρεια [[Κένυα]] και [[Τανζανία]]. Ένας απομονωμένος πληθυσμός κατοικεί στο Drakensberg της [[Νότια Αφρική|Νότιας Αφρικής]].<ref name="Ferguson-Lees, James 2001">Ferguson-Lees, James; Christie, David A. (2001)</ref>
==Μεταναστευτική συμπεριφορά==

Ο γυπαετός είναι [[μετανάστευση πτηνών|καθιστικό]] πτηνό σε όλες τις περιοχές όπου απαντά, πολλές φορές όμως θεωρείται ότι οι πληθυσμοί του μετακινούνται, κάτι που οφείλεται στον τεράστιο (sic) ζωτικό χώρο του είδους, με τα νεαρά κυρίως άτομα να διασπείρονται ευρέως. <ref>http://ibc.lynxeds.com/species/ bearded-vulture-gypaetus-barbatus</ref> Αν και έχουν υπάρξει περισσότερες από 100 θεάσεις γυπαετών έξω από τα Πυρηναία από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, ουδένα από τα 33 νεαρά άτομα στα οποία τοποθετήθηκε ετικέτα στις πτέρυγές τους στο διάστημα 1987 – 1996, παρατηρήθηκε ξανά.
Ο γυπαετός, σε όλες τις περιοχές όπου βρίσκεται, είναι μόνιμος κάτοικος (επιδημητικός), με κάποιες μικρές εσωτερικές μετακινήσεις στην επικράτειά του, ανάλογα με την εποχή.
*Το μέσο εύρος ζωτικού χώρου για 13 από αυτούς τους νεαρούς γυπαετούς ήταν 4.932 χμ2.
Μέχρι στιγμής δεν έχουν σημαδευτεί ενήλικα άτομα με ετικέτες ή ραδιοκολάρο. Στις Άλπεις το 70% των απελευθερωμένων ατόμων επιστρέφουν στον τόπο απελευθέρωσης αν ένα πουλί ανακτήθηκε περίπου 1.300 χιλιόμετρα από την περιοχή απελευθέρωσης, έξω από τις Άλπεις. Έτσι, τα νεαρά και ανώριμα άτομα παραμένουν κυρίως στηνγειτονιά του συγκεκριμένου «γενέθλιου» ορεινού οικοσυστήματος και φαίνεται να περιπλανώνται λιγότερο από τους άλλους γυπαετούς της Δ. Παλαιαρκτικής γύπες. Ωστόσο, αναζητούν την τροφή τους μέχρι τους πρόποδες των Άλπεων. <ref>planetofbirds.com</ref>


Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες αναφέρονται, μεταξύ άλλων, από την [[Βουλγαρία]], την [[Κροατία]], την [[Γερμανία]], την [[Τσεχία]], την [[Ρουμανία]], την [[Πορτογαλία]] και την [[Κύπρος|Κύπρο]], την [[Μαυριτανία]] και την [[Σομαλία]], τον [[Λίβανος|Λίβανο]] και την [[Βόρεια Κορέα]]. Έχει εισαχθεί στην [[Ελβετία]], [[Αυστρία]] και [[Ιταλία]]. <ref>http://www.iucnredlist.org/details/full/22695174/0</ref>
*Στην [[Ελλάδα]], ο γυπαετός είναι πολύ σπάνιο [[μετανάστευση πτηνών|επιδημητικό]] πτηνό, δηλαδή ζει και αναπαράγεται στην χώρα καθ’όλη την διάρκεια του έτους. (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα). <ref>Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 300</ref><ref>Handrinos & Akriotis, p. 131-2</ref><ref>Όντρια (Ι), σ. 75</ref><ref>RDB, p. 152, 180</ref><ref>ΣΠΕΕ, σ. 246</ref> Απαντά τόσο στην Κρήτη <ref>Σφήκας, σ. 28</ref>, όσο και στην Κύπρο, αλλά στην δεύτερη έρχεται μόνον ως περιπλανώμενος επισκέπτης, δεδομένου ότι οι συνθήκες κτηνοτροφίας δεν επιτρέπουν την μόνιμη παρουσία του εκεί. <ref>Σφήκας, σ. 24</ref>
==Βιότοπος==
==Βιότοπος==
Ο γυπαετός είναι αρπακτικό, ταυτισμένο σχεδόν εξ ολοκλήρου με τα βουνά, τα διάσπαρτα βράχια, τους γκρεμούς, τα βάραθρα, τα φαράγγια και τις χαράδρες. Συχνά, αυτές βρίσκονται κοντά σε αλπικού τύπου λιβάδια και ορεινά βοσκοτόπια, βραχώδεις ξεροπόταμους (όπως τα wadis στην [[Μέση Ανατολή]]), μεγάλου υψομέτρου [[στέπα|στέπες]] και, περιστασιακά, γύρω από δάση. Φαίνεται να προτιμά έρημες, ή ελαφρά κατοικημένες περιοχές, όπου άλλα αρπακτικά, όπως [[λύκος|λύκοι]] και [[Χρυσαετός|χρυσαετοί]], έχουν υγιείς πληθυσμούς, για να εισπράττει οστά ως «λάφυρα» από το κυνήγι τους. Επίσης, χρειάζεται τρεχούμενα νερά κοντά στην επικράτειά του.<ref>Όντρια, σ. 75-6</ref> Στην [[Αιθιοπία]], συχνάζει πλέον σε σκουπιδότοπους στα περίχωρα των μικρών χωριών και πόλεων.
Ο γυπαετός είναι ένα αρπακτικό, ''ταυτισμένο σχεδόν εξ ολοκλήρου με τα ορεινά οικοσυστήματα'', τα διάσπαρτα βράχια, τους απομονωμένους μονόλιθους, τους γκρεμούς, τα βάραθρα, τα φαράγγια και τις χαράδρες. Συχνά, αυτές βρίσκονται σε '' «σπασμένο» τερέν'', κοντά σε αλπικού τύπου λιβάδια και ορεινά βοσκοτόπια, βραχώδεις ξεροποτάμους (όπως τα wadis στην [[Μέση Ανατολή]]), μεγάλου υψομέτρου [[στέπα|στέπες]] και, περιστασιακά, γύρω από δάση. Φαίνεται να προτιμά έρημες, ή ελαφρά κατοικημένες περιοχές, όπου άλλα αρπακτικά, όπως [[γκρίζος λύκος|λύκοι]] και [[Χρυσαετός|χρυσαετοί]], έχουν υγιείς πληθυσμούς, για να αποκομίζει οστά ως «λάφυρα» από το κυνήγι τους. Επίσης, χρειάζεται ''τρεχούμενα νερά'' κοντά στην επικράτειά του. <ref>Όντρια, σ. 75-6</ref> Στην [[Αιθιοπία]], συχνάζει πλέον σε σκουπιδοτόπους στα περίχωρα των μικρών χωριών και πόλεων.

Παρά το γεγονός ότι, κατά καιρούς, κατεβαίνουν στα 300-600 μέτρα (λ.χ. στην [[Αιθιοπία]]), οι γυπαετοί είναι σπάνιοι κάτω από το υψόμετρο των 1.000 μέτρων και, συνήθως κατοικούν πάνω από τα 2000 μέτρα σε ορισμένα τμήματα της περιοχής τους. Τις περισσότερες φορές βρίσκονται γύρω ή πάνω από τη γραμμή των δέντρων (αλπική ζώνη), κοντά στις κορυφές των βουνών, μέχρι και τα 2000 μέτρα στην [[Ευρώπη]], τα 4500 μέτρα στην [[Αφρική]] και τα 5000 μέτρα στην κεντρική Ασία. Μπορούν και ζουν σε υψόμετρο 7300 μέτρων στο όρος [[Έβερεστ]], ενώ έχουν παρατηρηθεί στην ίδια περιοχή να πετάνε περιστασιακά σε ύψος 7500-7800 μέτρων (!), που σημαίνει ότι είναι από τους πλέον χαρισματικούς ιπτάμενους ζωντανούς οργανισμούς του πλανήτη.<ref name="Ferguson-Lees, James 2001"/><ref>Gavashelishvili 1,2,3</ref><ref>Bruce, Charles Granville (1923)</ref>.


Παρά το γεγονός ότι, κατά καιρούς, κατεβαίνουν στα 300-600 μέτρα (λ.χ. στην [[Αιθιοπία]]), οι γυπαετοί είναι σπάνιοι κάτω από το υψόμετρο των 1.000 μέτρων και, συνήθως, κατοικούν πάνω από τα 2.000 μέτρα σε ορισμένα τμήματα της περιοχής τους. Τις περισσότερες φορές βρίσκονται γύρω ή πάνω από τη γραμμή των δέντρων (αλπική ζώνη), κοντά στις κορυφές των βουνών, μέχρι και τα 2.000 μέτρα στην [[Ευρώπη]], τα 4.500 μέτρα στην [[Αφρική]] και τα 5.000 μέτρα στην κεντρική Ασία. Μπορούν και ζουν σε υψόμετρο 7.300 μέτρων στο όρος [[Έβερεστ]], ενώ έχουν παρατηρηθεί στην ίδια περιοχή να πετάνε περιστασιακά σε ύψος 7.500-7.800 μέτρων (!), που σημαίνει ότι είναι από τους πλέον χαρισματικούς ιπτάμενους ζωντανούς οργανισμούς του πλανήτη. <ref>Gavashelishvili 1,2,3</ref><ref>Ferguson-Lees & Christie, σ. 414</ref><ref>Bruce</ref>
*Στην Ελλάδα, ο γυπαετός απαντά σε ορεινές κοιλάδες κατά την διάρκεια του χειμώνα και στην αλπική ζώνη πάνω από το δασοόριο, κατά την διάρκεια του καλοκαιριού. Παρατηρείται συνήθως κοντά σε βράχια ή απότομες ορθοπλαγιές, τόσο στην ενδοχώρα όσο και σε παράκτιες περιοχές και σε υψόμετρο 400-2.500 μ. <ref>Xirouchakis & Andritsou, 2003 in Χανδρινός Γιώργος (Ι), p. 249</ref> Μπορεί να αναζητά την τροφή του και σε λόφους με αραιή βλάστηση, αλπικά λιβάδια, κ.α. <ref>RDB, p. 180</ref> Φαίνεται ότι η παρουσία του σχετίζεται, κατά κάποιο τρόπο, με την παρουσία των [[όρνιο|όρνεων]] στην ευρύτερη περιοχή. <ref>Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 72</ref>
==Μορφολογία==
==Μορφολογία==
Ο γυπαετός είναι ο μεγαλύτερος σε μέγεθος [[γύπας]] και το μεγαλύτερο πτηνό της [[Ευρώπη]]ς <ref>Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 72</ref> και, από τα μεγαλύτερα αρπακτικά πτηνά στον κόσμο. Μόνο ο [[μαυρόγυπας]] είναι βαρύτερος από αυτόν. Τα φύλα, εκτός από μία μικρή διαφορά μεγέθους υπέρ των θηλυκών, είναι όμοια.<ref name="Ferguson-Lees, James 2001"/><ref>Beaman, Mark; Madge, Steve (1999)</ref> Από τα άτομα της Ευρασίας, τα ευρισκόμενα στην περιοχή των [[Ιμαλάια|Ιμαλαΐων]], τείνουν να είναι ελαφρά μεγαλύτερα από εκείνα άλλων περιοχών.<ref name="Ferguson-Lees, James 2001"/>
Ο γυπαετός είναι ο ''μεγαλύτερος σε μέγεθος [[γύπας]], το μεγαλύτερο πτηνό της [[Ευρώπη]]ς'' <ref>Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 72</ref> και, από τα μεγαλύτερα αρπακτικά πτηνά στον κόσμο. Μόνο ο [[μαυρόγυπας]] είναι βαρύτερος από αυτόν, ενώ το [[όρνιο]] έχει ανάλογο άνοιγμα πτερύγων. Τα φύλα, εκτός από κάποια μικρή διαφορά μεγέθους υπέρ των θηλυκών, είναι όμοια. <ref>Ferguson-Lees & Christie, σ. 414</ref><ref>Beaman & Madge</ref> Από τα άτομα της Ευρασίας, τα ευρισκόμενα στην περιοχή των [[Ιμαλάια|Ιμαλαΐων]], τείνουν να είναι ελαφρά μεγαλύτερα από εκείνα άλλων περιοχών. <ref>Ferguson-Lees & Christie</ref>
*Οι εντυπωσιακές του διαστάσεις, το ''σχήμα της ουράς του'' κατά την πτήση και η ''χαρακτηριστική του «γενειάδα» '', το καθιστούν ένα από τα ευκολότερα πτηνά στην αναγνώριση πεδίου.
Πέρα από το εντυπωσιακό του μέγεθος, γενικά, έχει πτέρωμα όπου επικρατεί το ''γκρίζο, το λευκό και το χρώμα της σκουριάς στα ενήλικα άτομα, ενώ τα νεαρά πουλιά έχουν εντελώς σκούρα «φορεσιά» ''. Το κεφάλι είναι μικρό σε σχέση με το σώμα, αλλά ο τράχηλος είναι μακρύς και πανίσχυρος. Έχει επίμηκες, λεπτό σώμα, που μερικές φορές εμφανίζεται πιο «στρουμπουλό», λόγω της ''καμπουρωτής του στάσης''. Οι εντυπωσιακές πτέρυγες και η ουρά έχουν μεγάλο μήκος, ενώ οι ταρσοί είναι είτε πτερωμένοι είτε έν μέρει άπτεροι και τα πόδια ισχυρά. <ref>Ferguson-Lees & Christie, σ. 414</ref>
*Οι αναλογίες του γυπαετού, θεωρείται από τους ειδικούς ότι, είναι εκείνες ενός [[γεράκι|γερακιού]] σε πολλαπλάσια κλίμακα. <ref>Ferguson-Lees & Christie, σ. 415</ref>
[[Αρχείο: Bartgeier Gypaetus barbatus front Richard Bartz.jpg|thumb|right|350px|Ενήλικος γυπαετός]]
Σε αντίθεση με τον [[Μαυρόγυπας|μαυρόγυπα]] και το [[όρνιο]], ο γυπαετός δεν έχει φαλακρό κεφάλι. Τα ενήλικα άτομα έχουν, ως επί το πλείστον, σκουρογκρίζο χρώμα, με τη ράχη να πλησιάζει στο γκρίζο-μπλε ή γκριζόμαυρο χρώμα. Η κάτω επιφάνεια έχει μεν υπόλευκο χρώμα, αλλά σπάνια θα το δει κανείς αυτό -κυρίως σε άτομα σε αιχμαλωσία-, διότι συνήθως αποκτά ένα πορτοκαλοκίτρινο χρώμα σκουριάς. Αυτό το χρώμα μπορεί να προέρχεται από ''τρίψιμο σε σκόνη ή κολύμβηση και κύλισμα σε λασπώδες έδαφος, ή από την κατανάλωση πλούσιου σε μεταλλικά στοιχεία νερού''.


Το καφετί-κρεμώδες χρώμα έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το πιο υπόλευκο μέτωπο, το μαύρο «μπάλωμα» στα μάγουλα και, κυρίως, τις χαρακτηριστικές σκληρές τρίχες ([[ράμφος (πτηνά)|σμήριγγες]]) στο πηγούνι, κάτω από το ράμφος, που σχηματίζουν '' «γενειάδα» '' και αποτελούν το βασικό διαγνωστικό του στοιχείο. Στην περιοχή των [[ανατομική και φυσιολογία πτηνών|ωτικών καλυπτηρίων]] υπάρχει ''μαύρη δέσμη τριχών'', που δημιουργεί χαρακτηριστικό σημάδι σε σχήμα ημισελήνου. Τα [[ανατομική και φυσιολογία πτηνών|πρωτεύοντα ερετικά]] και τα [[ανατομική και φυσιολογία πτηνών|πηδαλιώδη]] φτερά της ουράς είναι γκρίζα. Η ουρά κατά την πτήση, εμφανίζεται μακριά και ''έντονα σφηνοειδής'', ενώ σε εμπρόσθια όψη, οι πτέρυγες διατηρούνται σχεδόν ευθείες, με ελαφρά ανασηκωμένα τα άκρα τους.
Οι αναλογίες του -θεωρείται από τους ειδικούς-, ότι είναι εκείνες ενός [[γεράκι|γερακιού]] σε πολλαπλάσια κλίμακα.<ref name="Ferguson-Lees, James 2001"/>
[[Αρχείο:Bartgeier Gypaetus barbatus front Richard Bartz.jpg|thumb|right|400px|Ενήλικος γυπαετός]]
Οι εντυπωσιακές του διαστάσεις, το σχήμα της ουράς του κατά την πτήση και, -από κοντινότερη απόσταση- η χαρακτηριστική του γενειάδα, το καθιστούν ένα από τα ευκολότερα πτηνά στην αναγνώριση πεδίου.


Οι οφθαλμοί περιβάλλονται από χαρακτηριστική, ''κόκκινη ή σκούρα πορτοκαλί σκληρωτική (scleral) μεμβράνη'' που, εν πολλοίς, αντανακλά τη διάθεση του πτηνού: όσο πιο εκνευρισμένο ή αγχωμένο είναι, τόσο πιο λαμπερή γίνεται. Η ίριδα είναι κρεμ-κίτρινη, ενώ τα πόδια είναι γκρίζα στο χρώμα του μολυβιού. Το [[ράμφος (πτηνά)|κήρωμα]] είναι ανοικτό κυανό ή γκρίζο-κυανό αλλά, συχνά, καλύπτεται από την «γενειάδα». <ref>Ferguson-Lees & Christie, σ. 415</ref>
Σε αντίθεση με τον [[Μαυρόγυπας|μαυρόγυπα]] και το [[όρνιο]], ο γυπαετός δεν έχει φαλακρό κεφάλι, που είναι σχετικά μικρό για τον όγκο του σώματός του, αν και ο λαιμός του είναι ισχυρός και παχύς. Έχει ένα γενικά επίμηκες, λεπτό σώμα, που μερικές φορές εμφανίζεται πιο «στρουμπουλό», λόγω της καμπουρωτής του στάσης.


Τα νεαρά άτομα είναι διαφορετικά από τους ενήλικες, με σκούρα καφέ-γκρίζα άνω επιφάνεια σώματος, σκούρο κίτρινο-μπεζ σημάδι στον [[ανατομική και φυσιολογία πτηνών|μανδύα]], σκοτεινόχρωμη, «βρώμικη», καφέ-γκρίζα ή σκωριόχρωμη κάτω επιφάνεια σώματος, πολύ σκούρο, σχεδόν μαυριδερό κεφάλι και πολύ μικρότερη «γενειάδα». Το πτέρωμα «ανοίγει» με το πέρασμα των ετών για να γίνει όπως των ενηλίκων, μετά από 4-5 χρόνια. Η ίριδα είναι γκρίζα-καφέ ή κόκκινη-καφέ, ενώ η σκληρωτική μεμβράνη είναι πορτοκαλί-κόκκινη. Τα πόδια είναι ανοικτοκίτρινα ή γκρίζα-κίτρινα. <ref>Ferguson-Lees & Christie, σ. 414-5</ref>
Τα ενήλικα άτομα έχουν ως επί το πλείστον σκουρογκρίζο χρώμα, με τη ράχη να πλησιάζει στο γκρίζο-μπλε ή γκριζόμαυρο χρώμα. Η κάτω επιφάνεια έχει μεν υπόλευκο χρώμα, αλλά σπάνια θα το δει κανείς αυτό, διότι συνήθως αποκτά ένα πορτοκαλοκίτρινο χρώμα σκουριάς. Αυτό το χρώμα μπορεί να προέρχεται από τρίψιμο σε σκόνη ή, κολύμβηση και κύλισμα σε λασπώδες έδαφος, ή από την κατανάλωση πλούσιου σε μεταλλικά στοιχεία νερού.
==Βιομετρικά στοιχεία==
*Μήκος σώματος: (94-) 110 έως 125 (-150) εκατοστά
*Άνοιγμα πτερύγων: (210-) 249 έως 277 (-283) εκατοστά
*Μήκος χορδής πτέρυγας: ♂ (72,5-) 74 έως 79 (-88,5) εκατοστά, ♀ 71,5 έως 81 (-91) εκατοστά
*Μήκος ουράς: ♂ (43-) 46 έως 47 (-52) εκατοστά, ♀ (44-) 47 έως 51 εκατοστά
*Μήκος ταρσού: ♂ (88-) 93 έως 94 (-100) εκατοστά, ♀ (89-) 92 έως 93 (-94) εκατοστά
*Βάρος: (4,5-) 5,6 έως 7 (-7,2) κιλά


(Πηγές: <ref>Ferguson-Lees & Christie, σ. 417</ref><ref>Harrison & Greensmith, p. 92</ref><ref>Grimmett et al, p. 120</ref><ref>Mullarney et al, p. 89</ref><ref>Flegg, p. 84</ref><ref>Heinzel et al, p. 86</ref><ref>Perrins, p. 88</ref><ref>Bruun, p. 70</ref><ref>Όντρια (Ι), σ. 74</ref><ref>http://www.ibercajalav.net</ref><ref>planetofbirds.com</ref> <ref>ΠΛΜ, 19:312</ref><ref>Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 177</ref>
Αυτό το καφετί-κρεμώδες χρώμα έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το πιο υπόλευκο μέτωπο, τη μαύρη λωρίδα στα μάτια και, κυρίως, τις χαρακτηριστικές σκληρές τρίχες (σμήριγγες) στο πηγούνι, κάτω από το ράμφος που, αποτελεί το βασικό διαγνωστικό του στοιχείο. Τα [[ανατομική και φυσιολογία πτηνών|πρωτεύοντα ερετικά]] και τα [[ανατομική και φυσιολογία πτηνών|πηδαλιώδη]] φτερά της ουράς είναι γκρίζα. Η ουρά κατά την πτήση, εμφανίζεται μακριά και έντονα σφηνοειδής, ενώ σε εμπρόσθια όψη, οι φτερούγες διατηρούνται σχεδόν ευθείες, με ελαφρά ανασηκωμένα τα άκρα τους.
==Τροφή==
Όπως και οι άλλοι [[γύπας|γύπες]], ο γυπαετός τρέφεται με θνησιμαία (scavenger), κυρίως νωπά σφάγια παρά πολυκαιρισμένα κουφάρια. <ref>Mullarney et al, p. 89</ref> Εκείνο, όμως, που τον χαρακτηρίζει είναι ότι, χωρίς να περιφρονεί την πραγματική σάρκα, στρέφεται κατά 85-90% στα ''οστά και τον μυελό τους''. Στην πραγματικότητα, είναι το ''μόνο είδος πτηνού που ειδικεύεται τόσο πολύ στο συγκεκριμένο διατροφικό στοιχείο''. <ref>Ferguson-Lees & Christie, σ. 415</ref> Είναι σε θέση να καταπιεί ολόκληρο οστό μέχρι το μέγεθος του μηρού ενός αρνιού, <ref>"The Living Edens — Bhutan — Lammergeier Vulture". PBS. http://www.pbs.org/edens/bhutan/a_lv.htm</ref>, ενώ το ισχυρό πεπτικό σύστημα του διαλύει γρήγορα ακόμα και μεγάλα κομμάτια (βλ. Φυσιολογία). Επιπλέον, μπορεί εύκολα να απογειωθεί μετά από ένα μεγάλο γεύμα, σε αντίθεση με τo [[όρνιo]] που πρέπει πρώτα να χωνέψει την τροφή του. Πολλές φορές, όταν καταπίνει ένα μακρύ κόκκαλο, ενώ η μία άκρη του βρίσκεται έξω από το στόμα του, έχει αρχίσει η πέψη της άλλης άκρης που βρίσκεται στο στομάχι του. <ref>http://www.ornithologiki.gr/page_cn.php?tID=2371&aID=35</ref>Είναι παροιμιώδης η τεχνική του να ρίχνει από μεγάλο ύψος οστά ή και ζωντανούς οργανισμούς (βλ. Ηθολογία).


Ζωντανά θηράματα, σπάνια δέχονται επίθεση από τον γυπαετό, αλλά ίσως σε μεγαλύτερη συχνότητα από τους άλλους [[γύπας|γύπες]]. <ref>Ferguson-Lees & Christie, σ. 415</ref> Οι ''χελώνες'' φαίνεται να αποτελούν την κύραι προτίμησή του και, σε μικρότερο ποσοστό, μαρμότες, λαγοί, σκίουροι, πέρδικες φασιανοί και περιστέρια, ενώ από τα μεγάλα θηλαστικά έχουν καταγραφεί επιθέσεις σε αιγοειδή (αίγαγροι, κατσίκια, αντιλόπες) ανάλογα με την αφθονία τους. Τις περισσότερες φορές, όμως, αυτά τα ζώα έχουν σκοτωθεί από τον αιφνιδιασμό τους και την πτώση τους από τις ορθοπλαγιές όπου κατοικούν, παρά από την ίδια την επίθεση του γυπαετού. Επίσης, πολλά μεγάλα ζώα σκοτώνονται όταν είναι νεαρά και ασταθή ακόμη στην ισορροπία, ή είναι ασθενικά και ετοιμοθάνατα. <ref>Ferguson-Lees & Christie, σ. 416</ref> Ειδικά, στα υψίπεδα της Αιθιοπίας, οι γυπαετοί έχουν προσαρμοστεί να ζουν σε μεγάλο βαθμό από τα ανθρώπινα σκουπίδια, εισερχόμενοι ακόμη και στον οικιστικό ιστό.
Οι οφθαλμοί περιβάλλονται από χαρακτηριστικό κόκκινο [[ανατομική και φυσιολογία πτηνών|σκληρωτικό δακτύλιο]] που, εν πολλοίς, αντανακλά τη διάθεση του πτηνού: όσο πιο εκνευρισμένο ή αγχωμένο είναι, τόσο πιό λαμπερός γίνεται ο δακτύλιος. Η ίριδα είναι κίτρινη.
==Βιομετρικά στοιχεία===
*Μήκος σώματος : (94-)110 έως 125(-150) εκατοστά.
*Άνοιγμα πτερύγων: (210-)249 έως 277(-283) εκατοστά.
*Βάρος: (4,5-) 5-7(-7,8 κιλά) <ref>Bruun, p. 70</ref><ref>Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 177</ref>


Ο γυπαετός, εκ της φύσεως της τροφής του, ουδέποτε εμπλέκεται σε «διαμάχες» πάνω από ένα σφάγιο, αλλά περιμένει υπομονετικά την σειρά του (τελευταίος), καθόσον μόνον αυτός τρώει τα μεγάλα οστά. Εφόσον, όμως, δεν υπάρχει άλλο αρπακτικό πτηνό τρώει και την σάρκα του θνησιμαίου ενώ, όταν η τροφή είναι επαρκής μπορεί να την φέρει για αποθήκευση στην φωλιά του. Οι εκτάσεις αναζήτησης τροφής είναι τεράστιες που, οι γυπαετοί «κτενίζουν» ευλαβικά σε καθημερινή βάση για ολόκληρες εβδομάδες ή και μήνες. Έχει υπολογιστεί πως, ένα ενήλικο άτομο μπορεί να καλύψει έως και 700 χιλιόμετρα μέσα σε μία (1) ημέρα. <ref>Ferguson-Lees & Christie, σ. 415-6</ref>
*Στην Ελλάδα, το είδος εξαρτάται αποκλειστικά από τη νομαδική κτηνοτροφία. Sτην Κρήτη οι μικρές ομάδες αιγοπροβάτων που ζουν σε ημιάγρια κατάσταση σε όλους τους ορεινούς όγκους του νησιού αποτελούν σημαντική πηγή τροφής του. <ref>Xirouchakis et al. 2001 in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 246</ref>
==Ηθολογία==
Ο γυπαετός είναι αρκετά επιφυλακτικό πτηνό. Συχνά, κάθεται σε σημείο επόπτευσης του χώρου, συνήθως έναν εκτεθειμένο βράχο -σπανιότερα σε κάποιο δένδρο-, με χαρακτηριστική «καμπουριαστή» στάση, ενώ στο έδαφος περπατάει με ασταθές, τρικλιστό βάδισμα. Είναι μοναχικό πτηνό ή, το πολύ, σχηματίζει ζευγάρια. Ωστόσο, στις θέσεις ρίψης απορριμάτων στην Αιθιοπία, έχουν παρατηρηθεί σμήνη των 20 ατόμων.
===Θραύση οστών===
Είναι παροιμιώδης η τεχνική του γυπαετού να ''σπάζει εκείνα τα οστά που είναι πολύ μεγάλα για να καταποθούν ολόκληρα'': κρατώντας τα με το ράμφος ή τους γαμψώνυχές του, ανεβαίνει σε ύψος 50-150 μέτρων και τα αφήνει να πέσουν πάνω στα βράχια, οπότε αυτά σπάνε σε μικρότερα κομμάτια, ενώ ταυτόχρονα εκτίθεται το μεδούλι τους. Το αξιοσημείωτο αυτό στοιχείο της ηθολογίας του, έδωσε στον γυπαετό το προσωνύμιο ''bone breaker'' «οστεοθραύστης» (ελλην. «κοκκαλάς»). Οι διαστάσεις των οστών μπορεί να φθάνουν τα 10 εκατοστά σε διάμετρο και τα 4 κιλά βάρος, ενώ έχουν παρατηρηθεί να μεταφέρουν οστά ίσου βάρους με το δικό τους σώμα (!).<ref>Ferguson-Lees & Christie, σ. 415</ref> Μετά την ρίψη των οστών, ο γυπαετός κατεβαίνει για να ελέγξει το αποτέλεσμα και επαναλαμβάνει το εγχείρημα εάν αυτά δεν είναι επαρκώς ραγισμένα.
*Είναι τέτοια η επιμονή τού γυπαετού σε αυτή την πρακτική που, έχει παρατηρηθεί να την επαναλαμβάνει μέχρι και 20-50 φορές. Τα σημεία που χρησιμοποιούνται γι’ αυτόν τον σκοπό φαίνεται ότι είναι συγκεκριμένα και, μάλιστα, αποκαλούνται ''ossuaries'' (σημ. σε ελεύθερη απόδοση «θέσεις [ρίψης] οστών»), χρησιμοποιούνται δε επί δεκαετίες, πιθανόν επί αιώνες (!)<ref>Ferguson-Lees & Christie, σ. 415</ref>
Αυτή η τεχνική είναι, βέβαια, ''επίκτητη'' και απαιτεί εκτεταμένη πρακτική, με τα ανώριμα πουλιά να χρειάζονται έως και επτά χρόνια για να την κάνουν κτήμα τους. <ref>"Lammergeier (video, facts and news)". Wildlife Finder. BBC. http://www.bbc.co.uk/nature/species/Bearded_Vulture</ref>Πιο σπάνια, γυπαετοί έχουν παρατηρηθεί στο έδαφος να προσπαθούν να σπάσουν τα οστά (συνήθως μεσαίου μεγέθους), χτυπώντας τα απ'ευθείας στα βράχια. Την ίδια τεχνική χρησιμοποιούν και για να σπάσουν το κέλυφος από τις [[χελώνα|χελώνες]], που δεν αποτελούν όμως προτεραιότητα για τον γυπαετό, όσο υπάρχει διαθέσιμη η κανονική τους τροφή. Αντίθετα, οι [[Χρυσαετός|χρυσαετοί]] χρησιμοποιούν το συγκεκριμένο τέχνασμα πιο συχνά με τις χελώνες.
*Ωστόσο, οι γυπαετοί της Αφρικής έχουν παρατηρηθεί να ρίχνουν από ψηλά ακόμη και ''ύρακες'' (''Procavia capensis''). <ref>Ferguson-Lees & Christie, σ. 416</ref>
===Φυσιολογία===
Η συνήθεια του γυπαετού να τρέφεται με οστά, προϋποθέτει και ανάλογη φυσιολογία στομάχου. Έχει αποδειχθεί, κατόπιν μετρήσεων, ότι το περιβάλλον του στομάχου ενός γυπαετού είναι ''ισχυρότατα όξινο'', με PH=1 (!) (του ανθρώπου σε φυσιολογικές συνθήκες έχει ΡΗ= 3-7), που σημαίνει πρακτικά ότι, ένα μεγάλο οστό μπορεί να διαλυθεί και να χωνευτεί μέσα σε ένα 24ωρο. Η υψηλή περιεκτικότητα σε λίπος του [[μυελός των οστών|μυελού των οστών]], καθιστά την καθαρή ενεργειακή αξία του οστού σχεδόν τόσο υψηλή όσο αυτήν ενός μυός, ακόμη και αν το οστό δεν έχει χωνευθεί πλήρως. Ένας σκελετός από σφάγιο ζώου αφημένος σε συνθήκες βουνού, αφυδατώνεται και, έτσι, προστατεύεται από βακτηριακή αποδόμηση. Επομένως ο γυπαετός μπορεί να καταναλώσει το υπόλοιπο του σφαγίου, ακόμη και μήνες μετά την κατανάλωση των μαλακών μερών από άλλα αρπακτικά ζώα, προνύμφες ή βακτήρια. <ref>Houston & Copsey</ref>
==Πτήση==
==Πτήση==
[[Αρχείο:Lammergeier I IMG 7024.jpg|thumb|left|400px| Η χαρακτηριστική φιγούρα ενός ενήλικου γυπαετού σε πτήση]]
[[Αρχείο: Lammergeier I IMG 7024.jpg|thumb|right|300px| Η χαρακτηριστική φιγούρα ενός ενήλικου γυπαετού σε πτήση]]
Οι γυπαετοί είναι άριστοι ανεμοπόροι. Πετάνε με αρχοντικό, «ανέξοδο» τρόπο, εκμεταλλευόμενοι τα ανοδικά θερμικά ρεύματα, ενώ όταν χρειαστεί να φτεροκοπήσουν, οι κινήσεις τους είναι αργές και «βαθιές». Πολύ συχνά, μπορεί κάποιος να τους παρατηρήσει να γυροπετούν (soaring) στον οικότοπό τους, τα απότομα ψηλά βουνά και τις χαράδρες, ιδιαίτερα τις ζεστές μέρες, και να κερδίζουν ύψος μέσω των θερμικών στηλών αέρα που δημιουργούνται στο στενό αυτό περιβάλλον, χωρίς να κινούν τις φτερούγες τους.
Οι γυπαετοί είναι άριστοι ανεμοπόροι και περνούν το μεγαλύτερο τμήμα της ημέρας στον αέρα, κυριολεκτικά. Πετούν με αρχοντικό, «ανέξοδο» τρόπο, εκμεταλλευόμενοι τα ανοδικά θερμικά ρεύματα, ενώ όταν χρειαστεί να φτεροκοπήσουν, οι κινήσεις τους είναι αργές και «βαθιές». Πολύ συχνά, μπορεί κάποιος να τους παρατηρήσει να γυροπετούν (soaring) κάνοντας «περιπολίες» στις ορθοπλαγιές και τις χαράδρες, ιδιαίτερα τις ζεστές μέρες, και να κερδίζουν ύψος μέσω των θερμικών στηλών αέρα που δημιουργούνται στο στενό αυτό περιβάλλον, χωρίς καν να κινούν τις πτέρυγές τους. Η πτήση είναι τόσο άνετη, που έχει χαρακτηριστεί ότι συμβαίνει σε «αργή κίνηση» (slow motion) (sic), όπως στον [[μαυρόγυπας|μαυρόγυπα]] και το [[όρνιο]]. <ref>Mullarney et al, p. 89</ref>

==Τροφή==
Όπως και οι άλλοι [[γύπας|γύπες]], ο γυπαετός τρέφεται με θνησιμαία (''scavenger''). Εκείνο, όμως, που τον χαρακτηρίζει είναι ότι, συνήθως περιφρονεί την πραγματική σάρκα, και στρέφεται κατά 85-90% στα οστά και τον μυελό τους! Στην πραγματικότητα, είναι το μόνο [[είδος]] πτηνών που ειδικεύεται στη συγκεκριμένη τροφή.<ref name="Ferguson-Lees, James 2001"/> Είναι σε θέση να καταπιεί ολόκληρο οστό μέχρι το μέγεθος του μηρού ενός αρνιού,<ref>"The Living Edens — Bhutan — Lammergeier Vulture". PBS. http://www.pbs.org/edens/bhutan/a_lv.htm. Retrieved 2011-05-30</ref>, ενώ το ισχυρό πεπτικό σύστημα του διαλύει γρήγορα ακόμα και μεγάλα κομμάτια (βλ. Φυσιολογία).

Επιπλέον, μπορεί εύκολα να απογειωθεί μετά από ένα μεγάλο γεύμα, σε αντίθεση με τo [[όρνιο]] που πρέπει πρώτα να χωνέψει την τροφή του. Πολλές φορές, όταν καταπίνει ένα μακρύ κόκκαλο, ενώ η μία άκρη του βρίσκεται έξω από το στόμα του, έχει αρχίσει η πέψη της άλλης άκρης που βρίσκεται στο στομάχι του.<ref name="ornithologiki.gr">http://www.ornithologiki.gr/page_cn.php?tID=2371&aID=35</ref> Είναι παροιμιώδης η τεχνική του να πετάει από ψηλά μεγάλα οστά ή και ζωντανούς οργανισμούς (βλ. Ηθολογία).

[[Αρχείο:Bartgeier 0505262.jpg|thumb|right|400px|Πορτρέτο ενήλικου γυπαετού]]

Ζωντανά θηράματα, σπάνια δέχονται επίθεση από τον γυπαετό, αλλά ίσως με μεγαλύτερη συχνότητα από τους άλλους [[γύπας|γύπες]].<ref name="Ferguson-Lees, James 2001"/> Εκτός από χελώνες φαίνεται να έχει κάποια προτίμηση σε λαγούς,σκιουράκια, πέρδικες και περιστέρια, ενώ από τα μεγάλα θηλαστικά έχουν καταγραφεί επιθέσεις σε αιγοειδή (αίγαγροι, κατσίκια) ανάλογα με την αφθονία τους. Τις περισσότερες φορές, όμως, αυτά τα ζώα έχουν σκοτωθεί από τον αιφνιδιασμό τους και την πτώση τους από τις ορθοπλαγιές όπου κατοικούν, παρά από την ίδια την επίθεση του γυπαετού. Επίσης, πολλά μεγάλα ζώα σκοτώνονται όταν είναι νεαρά και ασταθή ακόμη στην ισορροπία, ή είναι ασθενικά και ετοιμοθάνατα.<ref name="Ferguson-Lees, James 2001"/> Στα υψίπεδα της Αιθιοπίας μόνο, οι γυπαετοί έχουν προσαρμοστεί να ζουν σε μεγάλο βαθμό από τα ανθρώπινα σκουπίδια.

==Φυσιολογία==
Η συνήθεια του γυπαετού να τρέφεται με οστά, προϋποθέτει και ανάλογη φυσιολογία στομάχου. Έχει αποδειχθεί, κατόπιν μετρήσεων, ότι το περιβάλλον του στομάχου ενός γυπαετού είναι ισχυρότατα όξινο, με PH=1 (!) (του ανθρώπου σε φυσιολογικές συνθήκες έχει ΡΗ= 3-7), που σημαίνει πρακτικά ότι, ένα μεγάλο οστό μπορεί να διαλυθεί και να χωνευτεί μέσα σε ένα 24ωρο. Η υψηλή περιεκτικότητα σε λίπος του μυελού των οστών, καθιστά την καθαρή ενεργειακή αξία του οστού σχεδόν τόσο υψηλή όσο αυτή του μυός, ακόμη και αν είναι το οστό δεν έχει πλήρως χωνευθεί. Ένας σκελετός αφημένος σε συνθήκες βουνού, αφυδατώνεται και προστατεύεται από βακτηριακή αποδόμηση και, έτσι, ο γυπαετός μπορεί να καταναλώσει το υπόλοιπο του σφαγίου, ακόμη και μήνες μετά την κατανάλωση των μαλακών μερών από άλλα αρπακτικά ζώα, προνύμφες ή βακτήρια.<ref>Houston, D.C. & Copsey, J.A. (1994)</ref>


Το κεφάλι και ο λαιμός εξέχουν σαφώς από το υπόλοιπο σώμα, ενώ οι πτέρυγες εμφανίζονται πολύ μακριές και ασυνήθιστα στενές και μυτερές, 2,4 φορές το ολικό μήκος σώματος. Τα ακραία [[ανατομική και φυσιολογία πτηνών|πρωτεύοντα ερετικά]] φτερά, έχουν την μορφή ανοικτών «δακτύλων», χαρακτηριστικό όλων των γυπών και αετών, που τα κρατάει ελαφρά ανορθωμένα προς τα πάνω όταν γυροπετάει ή προς τα κάτω όταν αερολισθαίνει. <ref>Mullarney et al, p. 89</ref> Η έντονα σφηνοειδής ουρά φαίνεται από κάτω σε σχήμα «διαμαντιού» (sic), σκούρα καφέ ή και μαυριδερή από απόσταση ενώ, παραδόξως, η «γενειάδα» μπορεί να είναι διακριτή ακόμη και στα 300 μ. μακριά από τον παρατηρητή. <ref>Ferguson-Lees & Christie, σ. 415</ref>
*Η σιλουέτα του γυπαετού στον αέρα θυμίζει έντονα [[ασπροπάρης|ασπροπάρη]] σε μικρογραφία. Μάλιστα, πολλές φορές είναι ευκολότερο να εντοπιστεί από την σκιά που δημιουργεί η πτήση του στην φωτεινή ορθοπλαγιά. <ref>Mullarney et al, p. 89</ref>
==Φωνή==
*[http://www.xeno-canto.org/species/Gypaetus-barbatus Δείγματα φωνής] (εξωτερικός σύνδεσμος)
==Αναπαραγωγή==
==Αναπαραγωγή==
Ο γυπαετός τρέφεται σε μια τεράστια περιοχή που βρίσκεται υπό την κυριαρχία του. Το ίδιο ισχύει και κατά την περίοδο αναπαραγωγής, και τα ζευγάρια μπορεί να ελέγχουν από 100 έως 400 τετραγωνικά χιλιόμετρα έκτασης (!) Η περίοδος αναπαραγωγής είναι μεταβλητή, ανάλογα με το [[υποείδος]] και τη γεωγραφική περιοχή και μπορεί να κυμαίνεται από τον Δεκέμβριο μέχρι τον επόμενο Σεπτέμβριο στην Ευρασία (στην Ελλάδα Ιανουάριο με Φεβρουάριο), από Νοέμβριο-Ιούνιο στην ινδική υποήπειρο, από Οκτώβριο - Μάιο στην [[Αιθιοπία]], ή και όλο το χρόνο στην Ανατολική Αφρική και Μάιο Ιανουάριο στη [[Νότια Αφρική]].<ref name="Ferguson-Lees, James 2001"/> Παρόλο που ο γυπαετός είναι ένα μοναχικό πτηνό, ο δεσμός μεταξύ ενός ζεύγους αναπαραγωγής είναι συχνά σημαντικά στενός, ενώ σε σπάνιες περιπτώσεις, η πολυανδρία έχει καταγραφεί στο είδος. Οι «προγαμιαίες» τεχνικές προσέλκυσης του θηλυκού είναι εντυπωσιακές και, περιλαμβάνουν επίδειξη και εμπλοκή των γαμψωνύχων, σπειροειδείς και κάθετες εφορμήσεις κ.α.<ref name="Ferguson-Lees, James 2001"/>
Ο γυπαετός αναζητά την τροφή του σε μια τεράστια περιοχή που βρίσκεται υπό την κυριαρχία του. Το ίδιο ισχύει και κατά την περίοδο αναπαραγωγής (ζωτικός χώρος), με τα ζευγάρια να ελέγχουν από 100 έως 400 τετραγωνικά χιλιόμετρα έκταση. Η περίοδος αναπαραγωγής είναι μεταβλητή, ανάλογα με το υποείδος και την γωγραφική περιοχή και μπορεί να κυμαίνεται από τον Δεκέμβριο μέχρι τον επόμενο Σεπτέμβριο στην Ευρασία (στην Ελλάδα Ιανουάριο με Φεβρουάριο), από Νοέμβριο-Ιούνιο στην ινδική υποήπειρο, από Οκτώβριο - Μάιο στην Αιθιοπία ή και όλο το χρόνο στην Α. Αφρική και Μάιο με Ιανουάριο στη Νότια Αφρική. <ref>Ferguson-Lees & Christie, σ. 416</ref> Παρόλο που ο γυπαετός είναι μοναχικό πτηνό, ο δεσμός μεταξύ ενός ζεύγους αναπαραγωγής είναι συχνά σημαντικά στενός, ενώ σε σπάνιες περιπτώσεις, ''πολυανδρία'' (το θηλυκό ζευγαρώνει με περισσότερα του ενός, αρσενικά) έχει καταγραφεί στο είδος. Οι «προγαμιαίες» τεχνικές προσέλκυσης του θηλυκού είναι εντυπωσιακές και περιλαμβάνουν επίδειξη και εμπλοκή των γαμψωνύχων, σπειροειδείς και κάθετες εφορμήσεις κ.α. Η πυκνότητα των φωλιών σε μια επικράτεια είναι εξαιρετικά χαμηλή και κυμαίνεται από 1 φωλιά / 100 χμ2 μέχρι 1 / 625 χμ2 στην Αφρική. Στα Πυρηναία, η πυκνότητα είναι 2 φωλιές / 100 χμ2 <ref>Ferguson-Lees & Christie, σ. 416</ref>


Η φωλιά είναι ένας μεγάλος σωρός από ξύλα που, όταν είναι καινούργια φτάνει το 1 μέτρο μήκος και 70 εκατοστά βάθος, ενώ με την επαναχρησιμοποίησή της καθε έτος, αποκτά τεράστιες διαστάσεις: έχουν μετρηθεί φωλιές με πλάτος 3 μέτρα και ύψος 2 μέτρα <ref>http://de.wikipedia.org/wiki/Bartgeier</ref> λόγω των υπολειμμάτων τροφής και των σκουπιδιών που μαζεύονται εκεί μέσα σταδιακά. Συνήθως, οι φωλιές βρίσκονται σε σπηλιές και σε προεξοχές βράχων ή σε απότομες ορθοπλαγιές, έτσι είναι πολύ δύσκολο για τυχόν θηρευτές να έχουν πρόσβαση.<ref>"The Living Edens — Bhutan — Lammergeier Vulture". PBS. http://www.pbs.org/edens/bhutan/a_lv.htm</ref> Συχνά, φτιάχνουν δύο και τρεις μεγάλες φωλιές ενώ γεννούν σε μία από αυτές.<ref name="ornithologiki.gr"/>
Η φωλιά (eyrie) είναι ένας μεγάλος σωρός από ξύλα που, όταν είναι καινούργια, φθάνει το 1 μέτρο μήκος και 60 εκατοστά βάθος, ενώ με την επαναχρησιμοποίησή της καθε έτος, αποκτά τεράστιες διαστάσεις: έχουν μετρηθεί φωλιές με πλάτος 3 μέτρα και ύψος 2 μέτρα, <ref>http://de.wikipedia.org/wiki/Bartgeier</ref> λόγω των υπολειμμάτων τροφής και των σκουπιδιών που μαζεύονται εκεί μέσα, σταδιακά. Συνήθως, οι φωλιές βρίσκονται πολύ ψηλά από την επιφάνεια του εδάφους (μέχρι και 700μ.), σε σπηλιές και σε προεξοχές βράχων ή σε απότομες ορθοπλαγιές, οπότε είναι εξαιρετικά δύσκολο για τυχόν θηρευτές να έχουν πρόσβαση. <ref> "The Living Edens — Bhutan — Lammergeier Vulture". PBS. http://www.pbs.org/edens/bhutan/a_lv.htm</ref> Συχνά, οι γυπαετοί κατασκευάζουν δύο και τρεις μεγάλες φωλιές αλλά γεννούν σε μία από αυτές. <ref>http://www.ornithologiki.gr/page_cn.php?tID=2371&aID=35</ref> Το υλικό επίστρωσης είναι μαλλί, ξεραμένο δέρμα και περιττώματα ή σκουπίδια.
[[Αρχείο: Gypaetus-barbatus-bearded-vulture-0b.jpg|thumb|right|350px|Πορτρέτο νεαρού γυπαετού]]
Η γέννα αποτελείται συνήθως από 1 έως 2 ελαφρώς υποελλειπτικά αβγά, -αν και έχουν καταγραφεί μέχρι 3 αβγά σε σπάνιες περιπτώσεις στην Ινδία-, διαστάσεων 85,6 Χ 66,1 χιλιοστών. <ref>Harrison, p. 105</ref> Τα αβγά εναποτίθενται με διαφορά μίας (1) εβδομάδας το ένα από το άλλο, τα οποία επωάζονται από το θηλυκό για 53 έως 60 ημέρες. Δυστυχώς, η διαφορά αυτή της μίας εβδομάδας, είναι αρκετή ώστε να επιβιώνει μόνον ο πρώτος νεοσσός. Μετά την εκκόλαψη, και οι δύο γονείς φέρνουν τροφή για 3 εβδομάδες περίπου, ενώ οι νεοσσοί -αν έχουν επιζήσει και οι δύο- μένουν για 100-130 ημέρες στη φωλιά, πριν πτερωθούν. <ref>Harrison, p. 105</ref> Εξαρτώνται από τους γονείς για τα επόμενα 1-2 χρόνια, ενώ αποκτούν το πτέρωμα των ενηλίκων στα 5 με 7 χρόνια.
*Στην Ελλάδα, ο γυπαετός φωλιάζει σε σχετικά χαμηλό υψόμετρο (750 μ.), αποτέλεσμα της εξάρτησής του από τα μεταφερόμενα κοπάδια, αποφεύγοντας συστηματικά τις βόρειες εκθέσεις. <ref>Xirouchakis & Nikolakakis 2002 in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 249</ref> Ειδικά στην Κρήτη έχει καταγραφεί η χαμηλότερη φωλιά εν ενεργεία (300 μ.) και η πρωιμότερη ωοτοκία του είδους (10 Οκτωβρίου) παγκοσμίως. <ref>Grivas et al. 2008 in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 249</ref> Η ωοτοκία πραγματοποιείται από τα μέσα Νοεμβρίου έως τα τέλη Ιανουαρίου, με την απαραγωγικότητα του είδους αρκετά χαμηλή (0,25-0,60 νεοσσοί/επικράτεια/έτος), και την συντριπτική πλειονότητα των νεοσσών που πτερώνονται κάθε χρόνο (2-3) να προέρχεται από δύο επικράτειες: της δυτικής Κρήτης και του Εθνικού Πάρκου Λευκών Ορέων. <ref>Xirouchakis et al. 2006, Xirouchakis & Tsiakiris 2008 in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 249</ref>
==Απειλές==
Γενικά, οι κύριες αιτίες της -εν εξελίξει- μείωσης των πληθυσμών του είδους φαίνεται να είναι η μη-στοχευμένη (έμμεση) δηλητηρίαση, οι λαθροθηρία, η υποβάθμιση των οικοτόπων, οι οχλήσεις των πτηνών αναπαραγωγής, η ανεπαρκής διαθεσιμότητα τροφής, οι αλλαγές στις κτηνοτροφικές πρακτικές και οι συγκρούσεις με ηλεκτροφόρα καλώδια και ανεμογεννήτριες (Ferguson-Lees και Christie 2001, Barov και Derhé 2011, S. Xirouchakis in litt. 2012).


Στη Ν. Ασία, η πιο σημαντική δυνητική απειλή μπορεί να προέρσεται από την δικλοφενάκη, ένα μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες φάρμακο (ΜΣΑΦ) που χρησιμοποιείται στην κτηνοτροφία και φέρει την ευθύνη για την καταστροφική πτώση σε 3 από τα είδη ''Gyps'' της περιοχής από το 1990, μέσω της κατάποσης από μολυσμένα σφάγια και προκύπτουσα νεφρική ανεπάρκεια. Στα Ιμαλάια της Ινδίας, το είδος μπορεί να επηρεάζεται από την αύξηση των άγριων σκύλων που, ενδεχομένως, ανταγωνίζονται τον γυπαετό για την τροφή. Οι ραγδαίες αυξήσεις στην βόσκηση και των ανθρώπινων πληθυσμών στα βουνά του Ιράν, το Αφγανιστάν, το Ιράκ, την Τουρκία και το Δ. Πακιστάν προκάλεσαν υποβάθμιση των οικοτόπων του είδους στις εν λόγω χώρες. Οι κατάλληλοι βιότοποι απειλούνται επίσης από την κατασκευή αγωγού μέσα από τα βουνά Αλτάι και τον Καύκασο, και την κατασκευή ηλεκτρικού δικτύου που έχει προγραμματιστεί από το Αφγανιστάν, μέσω Τατζικιστάν, στο Πακιστάν και την Ινδία. Σε ορισμένα μέρη του Νεπάλ, το είδος μπορεί να υποφέρει από την συλλογή των νεοσσών, καθώς θεωρούνται από τους ντόπιους ως καλός οιωνός ευημερίας, καθώς και την καταστροφή των φωλιών για να πάρουν τα υλικά τους. Επίσης, υπάρχει λαθροθηρία επειδή τα έντερα του είδους θεωρούνται «φάρμακο» στην παραδοσιακή ιατρική. Η χρήση ζιζανιοκτόνων, εντομοκτόνων και μυκητοκτόνων μπορεί επίσης να έχουν επιπτώσεις στο πτηνό. <ref>http://www.iucnredlist.org/details/full/22695174/0</ref>
Η γέννα αποτελείται συνήθως από 1 έως 2 αυγά , με διαφορά μίας εβδομάδας το ένα από το άλλο, -αν και έχουν καταγραφεί μέχρι 3 αυγά σε σπάνιες περιπτώσεις-, τα οποία επωάζονται από το θηλυκό για 53 έως 60 ημέρες. Δυστυχώς, η διαφορά αυτή της μίας εβδομάδας, είναι αρκετή ώστε να επιβιώνει μόνο ο πρώτος νεοσσός. Μετά την εκκόλαψη, και οι δύο γονείς φέρνουν τροφή για 3 εβδομάδες περίπου, ενώ οι νεοσσοί -αν έχουν επιζήσει και οι δύο- μένουν για 100-130 ημέρες στη φωλιά, πριν αποκτήσουν φτέρωμα.<ref>Harrison, p. 105</ref> Εξαρτώνται από τους γονείς για τα επόμενα 2 χρόνια, ενώ αποκτούν το κανονικό φτέρωμα των ενηλίκων στα 5 με 7 χρόνια.


Στην Α. Αφρική, η πιο εκτετεμένη απειλή φαίνεται ότι είναι η δηλητηρίαση. Ειδικά στην Αιθιοπία, το είδος απειλείται από την κατασκευή γραμμών μεταφοράς ρεύματος στις ορεινές περιοχές και την χρήση δηλητηρίων για τον έλεγχο των σκύλων σε σκουπιδότοπους. Μελέτη (Simmons και Jenkins, 2007) έδειξε ότι, οι τάσεις των πληθυσμών στην νότια Αφρική μπορεί να συσχετιστούν με την εξέλιξη του κλίματος. Παρά την απειλή της υποβάθμισης του φυσικού περιβάλλοντος, το είδος φαίνεται να προσαρμόζεται και να φωλιάζει σε «τροποποιημένα» τοπία, όπως στην Αιθιοπία. <ref>http://www.iucnredlist.org/details/full/22695174/0</ref>
==Ηθολογία==
==Κατάσταση πληθυσμού==
Είναι παροιμιώδης η τεχνική του γυπαετού να σπάζει εκείνα τα οστά που, είναι πολύ μεγάλα για να καταποθούν ολόκληρα: κρατώντας τα με το ράμφος του, ανεβαίνει σε ύψος 50-150 μέτρων και τα αφήνει να πέσουν πάνω στα βράχια, οπότε αυτά σπάνε σε μικρότερα κομμάτια, ενώ ταυτόχρονα εκτίθεται το μεδούλι τους. Οι διαστάσεις των οστών μπορεί να φθάνουν τα 10 εκατοστά σε διάμετρο και τα 4 κιλά βάρος, ενώ έχουν παρατηρηθεί να μεταφέρουν οστά ίσου βάρους με το δικό τους σώμα.<ref name="Ferguson-Lees, James 2001"/> Μετά την ρίψη των οστών, ο γυπαετός κατεβαίνει για να ελέγξει το αποτέλεσμα και, μπορεί να επαναλάβει την πράξη εάν αυτά δεν είναι επαρκώς ραγισμένα. Αυτή η τεχνική είναι, βέβαια, επίκτητη και απαιτεί εκτεταμένη πρακτική, με τα ανώριμα πουλιά να χρειάζονται έως και επτά χρόνια για να την κάνουν κτήμα τους.<ref>"Lammergeier (video, facts and news)". Wildlife Finder. BBC. http://www.bbc.co.uk/nature/species/Bearded_Vulture. Retrieved 2011-05-29</ref> Πιο σπάνια, έχουν παρατηρηθεί στο έδαφος να προσπαθούν να σπάσουν τα οστά (συνήθως μεσαίου μεγέθους), χτυπώντας τα απ'ευθείας στα βράχια.
Ο γυπαετός, ανεξάρτητα από τον αριθμό των ατόμων κάθε πληθυσμού, τοπικά απειλείται σε διεθνές επίπεδο. Απαντά σε αποικίες που μπορεί σε μερικές περιπτώσεις να φθάσουν σε ικανοποιητικά επίπεδα, με πιο συχνή την παρουσία του στην Αιθιοπία (χώρα «κλειδί») και ορισμένες περιοχές των Ιμαλαΐων. Είχε σε μεγάλο βαθμό εξαφανιστεί από την Ευρώπη στις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά άρχισε εκ νέου -σε τοπικό επίπεδο και σε προστατευόμενες περιοχές- η αποκατάστασή του (Πυρηναία, Άλπεις, Ν. Γαλλία, Κορσική). Έχει, επίσης, μειωθεί σε τμήματα της Ασίας και της Αφρικής, αν και λιγότερο από ό, τι στην Ευρώπη. Σήμερα οι κίνδυνοι προέρχονται κυρίως από τα δηλητήρια για κάποια σαρκοφάγα, την υποβάθμιση των οικοτόπων, την όχληση στις φωλιές, την μειωμένη τροφοδοσία λόγω καλυτέρευσης των συνθηκών υγιεινής και τις συγκρούσεις με τις γραμμές μεταφοράς ενέργειας. Σε μερικές, παραδοσιακού τύπου, κοινωνίες διώκονται αδικαιολόγητα, επειδή οι άνθρωποι φοβούνται ότι επιτίθενται σε παιδιά και κατοικίδια ζώα, ενώ είχε επίσης θηρευθεί ως κυνηγετικό «τρόπαιο». <ref>"Lammergeier". howstuffworks.com. Discovery Communications. 2008-04-22. http://animals.howstuffworks.com/birds/lammergeier-info.htm</ref>


Στην Ινδία, το είδος είναι τοπικά κοινά σε όλη την Ιμαλάια, από το Κασμίρ μέχρι το Αρουνάτσαλ Πραντές. Μερικές [[μετανάστευση πτηνών|υψομετρικές μεταναστεύσεις]] συμβαίνουν κατά την διάρκεια του χειμώνα, οπότε εμφανίζεται περιστασιακά μόλις στα 600 μ. Είναι ευρέως διαδεδομένος υψομετρικός μετανάστης στο Νεπάλ, με τον πληθυσμό του στην χώρα να εκτιμάται σε 500 περίπου άτομα το 2010. Το είδος έχει περιγραφεί ως σπάνιο στο Μπουτάν, ενώ στο Ιράκ μπορεί να έχουν απομείνει λιγότερα από 20 ζευγάρια. <ref>http://www.iucnredlist.org/details/full/22695174/0</ref>
[[Αρχείο:Gypaetus-barbatus-bearded-vulture-0b.jpg|thumb|left|400px|Κεφάλι νεαρού γυπαετού]]
Ο γυπαετός θεωρείται σπάνιος και σε υψηλό κίνδυνο στην Αίγυπτο, αλλά στην Αιθιοπία εκτιμάται ότι υπάρχουν αρκετές εκατοντάδες ζευγάρια στην Αιθιοπία. Το 2011, υπήρχαν μόνο τρεις θέσεις φωλιάσματοςστην Κένυα, και έξι ή περισσότερες στην Τανζανία, με τον πληθυσμό στην Ουγκάντα άγνωστο, αν και υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία για σχεδόν ολική απώλεια του πληθυσμού στο όρος Elgon. Μόλις 5-10 ζευγάρια υπάρχουν στο Μαρόκο, αλλά δεν έχουμε πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση του είδους στην Αλγερία. Θεωρείται εξαφανισμένο στην Τυνησία Στο νότιο τμήμα της Αφρικής, συμπεριλαμβανομένης της Νότιας Αφρικής, ο πληθυσμός εκτιμάται σε περί το 100 αναπαραγωγικά ζευγάρια. <ref>http://www.iucnredlist.org/details/full/22695174/0</ref>
[[Αρχείο: Bartgeier 0505262.jpg|thumb|right|400px|Το χαρακτηριστικό κεφάλι του ενήλικου γυπαετού]]


Στην Ευρώπη, ο πληθυσμός έχει αυξηθεί στις Άλπεις (με την εμφάνιση νέων αναπαραγωγικών ζευγών, λόγω ενός σχεδίου επανεισαγωγής, με 19 ζεύγη το 2010, καθώς και στα Πυρηναία, ιδιαίτερα στο κεντρικό τους τμήμα (Αραγωνία, Ισπανία), με τον πληθυσμό του είδους από 39 ζεύγη το 1994, να ανεβαίνει στα 72 ζευγάρια το 2010. Στην Ισπανία, δύο προγράμματα επανεισαγωγής είναι σε εξέλιξη στην Ανδαλουσία και τα βουνά της Κανταβρικής. Ο συνολικός πληθυσμός στις χώρες της ΕΕ εκτιμάτο σε 175 ζεύγη το 2010. Στην Τουρκία, ένας μέγιστος πληθυσμός από 160 ζεύγη θεωρείται πιθανός, ενώ στην Αρμενία, ο πληθυσμός εκτιμάται σε 13-15 αναπαραγόμενα ζευγάρια. Στα Ιμαλάια της Ινδίας, έχει υπάρξει επιδείνωσης σους εκεί πληθυσμούς κατά την διάρκεια των τελευταίων ετών. Οι πληθυσμοί στο Λαντάκ θεωρούνται, πιθανόν, ασφαλείς. Κατακόρυφες μειώσεις σημειώθηκαν στην περιοχή Mustang του Νεπάλ, ενώ ο πληθυσμός φαίνεται να είναι σταθερός στο ΝΑ. Καζακστάν. Στην Υεμένη, το είδος φαίνεται να έχει μειωθεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. <ref>http://www.iucnredlist.org/details/full/22695174/0</ref>
Την ίδια τεχνική χρησιμοποιούν και για να σπάσουν το κέλυφος από τις [[χελώνα|χελώνες]], που δεν αποτελούν όμως προτεραιότητα για τον γυπαετό, όσο υπάρχει διαθέσιμη η κανονική τους τροφή. Αντίθετα, οι [[Χρυσαετός|χρυσαετοί]] χρησιμοποιούν το συγκεκριμένο τέχνασμα πιο συχνά.<ref name="Ferguson-Lees, James 2001"/>


Χάρη, κυρίως, στους υγιείς αφρικανικούς πληθυσμούς, το είδος αποφεύγει προς το παρόν τα χειρότερα σε παγκόσμιο επίπεδο και κατατάσσεται ως Σχεδόν Απειλούμενο (ΝΤ) από την IUCN. <ref>http://www.iucnredlist.org/details/full/22695174/0</ref>
==Κατάσταση πληθυσμού==
===Κατάσταση στην Ελλάδα===
Ο γυπαετός, ακόμη και σε ικανοποιητικά επίπεδα πληθυσμού, τοπικά απειλείται. Απαντά σε αποικίες που μπορεί σε μερικές περιπτώσεις να φθάσουν σε ικανοποιητικά επίπεδα, με πιο συχνή την παρουσία του στην [[Αιθιοπία]] και ορισμένες περιοχές των Ιμαλαΐων. Είχε σε μεγάλο βαθμό εξαφανιστεί από την Ευρώπη στις αρχές του 20ου αιώνα, αλλά άρχισε εκ νέου, σε τοπικό επίπεδο και σε προστατευόμενες περιοχές, η αποκατάστασή του ([[Πυρηναία]], [[Άλπεις]], Ν.[[Γαλλία]], [[Κορσική]]). Έχει επίσης μειωθεί σε τμήματα της Ασίας και της Αφρικής, αν και λιγότερο από ό, τι στην Ευρώπη.
*Ο γυπαετός είναι ο σπανιότερος γύπας της Ελλάδας και, μάλιστα, δεν σχηματίζει αποικίες όπως οι 3 υπόλοιποι. <ref>Ξηρουχάκης in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 248</ref>
Στην [[Ελλάδα]], ο γυπαετός υπήρξε αρκετά κοινός μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, σε όλα τα απόκρημνα βουνά τόσο στην ενδοχώρα, όσο και σε πολλά νησιά (Αττική, Ταΰγετος, Χελμός, Κλεισούρα Μεσολογγίου, Λευκάδα, Ρόδος, κ.α.). Σήμερα έχει εξαφανιστεί από όλες αυτές τις περιοχές. <ref>Handrinos & Akriotis, p. 130</ref> Στην δεκαετία το ’70, μόλις 25 ζευγάρια είχαν απομείνει. Στην δεκαετία του ’90, είχαν απομείνει 12-18 ζευγάρια και η μείωση αυτή αποδόθηκε στην χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων για τους λύκους σε αρκετά βουνά της Στερεάς και της Θεσσαλίας.<ref>Tucker & Heath 1994, Handrinos & Akriotis 1997, Sakoulis 2000, in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 248</ref> Η πτωτική αυτή τάση συνεχίστηκε σε όλη την δεκαετία του 1990, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός του γυπαετού να μειωθεί κατά 84% και η κατανομή του κατά 75%. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 είχαν απομείνει 4 ζευγ. στην Κρήτη και ένα (1) μεμονωμένο άτομο στο ορεινό τόξο της Αριδαίας (Τζένα-Πίνοβο) στην Δ. Μακεδονία. <ref>Xirouchakis et al. 2001 in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 248</ref>


Σήμερα ο γυπαετός απαντά μόνο στην Κρήτη, με 4-6 ζευγάρια, που αποτελούν και τον μοναδικό αναπαραγωγικό πληθυσμό της ΝΑ. Ευρώπης, πλην Τουρκίας. <ref>BirdLife International 2004, Xirouchakis & Tsiakiris 2008 in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 246</ref>. Ο συνολικός του πληθυσμός στην Κρήτη δεν ξεπερνά τα 30 άτομα, εκ των οποίων περίπου το 1/3 είναι ανώριμα. <ref>Xirouchakis & Tsiakiris 2008 in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 248</ref>
Σήμερα οι κίνδυνοι προέρχονται κυρίως από τα δηλητήρια για κάποια άλλα σαρκοφάγα, την υποβάθμιση των οικοτόπων, την ενόχληση στις φωλιές, μειωμένη τροφοδοσία λόγω καλυτέρευσης των συνθηκών υγιεινής και τις συγκρούσεις με τις γραμμές μεταφοράς ενέργειας. Σε μερικές παραδοσιακού τύπου κοινωνίες, διώκονται αδικαιολόγητα, επειδή οι άνθρωποι φοβούνται ότι επιτίθενται σε παιδιά και κατοικίδια ζώα, ενώ είχε επίσης κυνηγηθεί ως τρόπαιο.<ref>"Lammergeier". howstuffworks.com. Discovery Communications. 2008-04-22. Archived from the original on 12 July 2011. http://animals.howstuffworks.com/birds/lammergeier-info.htm. Retrieved 2011-05-29.</ref>


Στην [[Ελλάδα]], ο γυπαετός υπήρξε αρκετά κοινός μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, σε όλα τα απόκρημνα βουνά τόσο στην ενδοχώρα, όσο και στα νησιά (Ταΰγετος, Χελμός, Κλεισούρα Μεσολογγίου, Λευκάδα, Ρόδος, κ.α.). Σήμερα έχει εξαφανιστεί από όλες αυτές τις περιοχές.Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στα δηλητηριασμένα δολώματα, μια πραγματική μάστιγα, τα οποία έχουν αφανίσει ολόκληρους πληθυσμούς γυπών. Τα δολώματα τα οποία εξακολουθούν να τοποθετούνται, όπως χωρίς κανένα ενδοιασμό ομολογούν οι άνθρωποι της υπαίθρου, είναι η κυριότερη αιτία εξαφάνισης του γυπαετού από το προπύργιό του, τη Στερεά Ελλάδα. Έτσι, σήμερα αντικρίζουμε βουνά όπως ο Παρνασσός, η Γκιώνα και τα Βαρδούσια, εξαιρετικούς βιοτόπους του είδους να είναι εντελώς άδεια από γύπες.<ref name="ornithologiki.gr"/>
Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στα δηλητηριασμένα δολώματα, μια πραγματική μάστιγα, τα οποία έχουν αφανίσει ολόκληρους πληθυσμούς γυπών. Τα δολώματα τα οποία εξακολουθούν να τοποθετούνται, όπως χωρίς κανένα ενδοιασμό ομολογούν οι άνθρωποι της υπαίθρου, είναι η κυριότερη αιτία εξαφάνισης του γυπαετού από το προπύργιό του, τη Στερεά Ελλάδα. Έτσι, σήμερα αντικρίζουμε βουνά όπως ο Παρνασσός, η Γκιώνα και τα Βαρδούσια, εξαιρετικούς βιοτόπους του είδους να είναι εντελώς άδεια από γύπες. <ref>http://www.ornithologiki.gr/page_cn.php?tID=2371&aID=35</ref> Ακόμη και σήμερα, θεωρείται ανεπίτρεπτο να κινδυνεύει από δηλητηριασμένα δολώματα ή λαθροθηρία στην Κρήτη, με τόσο λίγα εναπομείναντα ζευγάρια στην μεγαλόνησο.


Άλλες απειλές είναι η ενδογαμία λόγω του μικρού μεγέθους του πληθυσμού του, η όχληση στις θέσεις φωλιάσματος, που επιτείνεται με την ανεξέλεγκτη διάνοιξη αγροτικών δρόμων και η υποβάθμιση των οικοτόπων φωλιάσματος και σίτισης, λόγω της ανερχόμενης τουριστικής και οικιστικής κίνησης σε πολλές ορεινές περιοχές. Επίσης, η πιθανή έλλειψη τροφής την περίοδο της εκκόλαψης του νεοσσού, όταν αυτός δεν μπορεί να τραφεί με κόκκαλα, αποτελεί το κρισιμότερο στάδιο του αναπαραγωγικού του κύκλου. <ref>Ξηρουχάκης in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 249</ref>
Ο κύριος όγκος του πληθυσμού βρίσκεται σήμερα στην [[Κρήτη]], ενώ έχει γνωρίσει μια πρωτοφανή μείωση του πληθυσμού του, στην ενδοχώρα, με αποτέλεσμα από κοινό είδος των ελληνικών βουνών, τη δεκαετία του '80 να υπάρχουν μόνο 5-11 ζευγάρια, με μία επικράτεια στο Όρος Τζένα και ενδεχομένως άλλη μία στη νότια Πίνδο. Με λίγα λόγια, το είδος δεν έχει ελπίδες να συνεχίσει να πετάει στο μέλλον στα βουνά της ηπειρωτικής Ελλάδας.<ref name="ornithologiki.gr"/>


Με λίγα λόγια, υπ’ αυτές τις συνθήκες, το είδος δεν έχει ελπίδες να συνεχίσει να κοσμεί τα βουνά της ηπειρωτικής Ελλάδας και της Κρήτης. <ref>http://www.ornithologiki.gr/page_cn.php?tID=2371&aID=35</ref>
Ο συνολικός μικρός αριθμός τους, έχει κατατάξει τον γυπαετό, ειδικά στην Ελλάδα, στην κατηγορία Κινδυνεύοντα (Endangered E1) <ref name="«Κόκκινο Βιβλίο», σ. 180">«Κόκκινο Βιβλίο», σ. 180</ref>


Ο συνολικός πολύ μικρός αριθμός του πληθυσμού του, έχει κατατάξει τον γυπαετό, ειδικά στην Ελλάδα, στην κατηγορία ''Κρισίμως Κινδυνεύοντα (CR [A2ac+3ac, C1+2a(i,ii), D])'' είδη, <ref>Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 246</ref> από την κατηγορία Κινδυνεύοντα όπου ανήκε παλαιότερα. <ref>RDB, σ. 180</ref>
==Μέτρα προστασίας==
==Μέτρα διαχείρισης==
Οι γυπαετοί, , χρειάζονται ειδικά μέτρα διαχείρισης, όπως λεπτομερή πληθυσμιακή απογραφή, προστασία των χώρων φωλιάσματος, εγκατάσταση ταϊστρών κ.ο.κ. Το πρόγραμμα Life είναι σε εξέλιξη, αλλά είναι λίγα αυτά που μπορούν να γίνουν για τον γυπαετό στην ηπειρωτική Ελλάδα. Ίσως η μόνη λύση να είναι , μετά από πολύ σοβαρή μελέτη και οργάνωση -και αφού γίνει κατορθωτό να εκλείψουν οι αιτίες της εξαφάνισης-, η επανεισαγωγή του. Τουλάχιστον, κάτι μπορεί να γίνει για το είδος στην Κρήτη.<ref name="ornithologiki.gr"/>
Οι γυπαετοί, χρειάζονται ειδικά μέτρα προστασίας, όπως λεπτομερή πληθυσμική απογραφή, προστασία των χώρων φωλιάσματος, εγκατάσταση ταϊστρών κ.ο.κ. Επίσης, μελέτη της γενετικής δομής και ποικιλομορφίας του πληθυσμού και έρευνα συγκεκριμένων σταδίων του κύκλου ζωής του (π.χ. εγκατάσταση νεαρών μετά την γενέθλια διασπορά).
Το είδος προστατεύεται νομικά (Παρ. 1 απόφασης 414985/1985 ΥΠΓΕ).<ref name="«Κόκκινο Βιβλίο», σ. 180"/>
Βέβαια, το είδος είναι προστατευόμενο, με όλες τις περιοχές αναπαραγωγής του στην Κρήτη να ανήκουν στο δίκτυο ΖΕΠ/Natura 2000 (Παρ. 1 απόφασης 414985/1985 ΥΠΓΕ). <ref>RDB, σ. 180</ref>


Ο πληθυσμός αυτός παρακολουθείται σταθερά και ενισχύεται με τεχνητή τροφοδοσία σε ανοικτές ταΐστρες. Κατά την τελευταία δεκαετία ο γυπαετός αποτελεί βασικό αντικείμενο περιβαλλοντικής εκπαίδευσης και προβολής του νησιού. Το πρόγραμμα Life είναι σε εξέλιξη, αλλά είναι λίγα αυτά που μπορούν να γίνουν για τον γυπαετό στην ηπειρωτική Ελλάδα. Ίσως η μόνη λύση να είναι, μετά από πολύ σοβαρή μελέτη και οργάνωση -και αφού γίνει κατορθωτό να εκλείψουν οι αιτίες της εξαφάνισης-, η επανεισαγωγή του. Τουλάχιστον, κάτι μπορεί να γίνει για το είδος στην Κρήτη. <ref>http://www.ornithologiki.gr/page_cn.php?tID=2371&aID=35</ref>
==Άλλες ονομασίες==
==Άλλες ονομασίες==
Στον ελλαδικό χώρο, ο γυπαετός απαντά και με τις ονομασίες Οξυά (Ακαρνανία), Κλάρα (Παρνασσός, Ήπειρος), Μεγάλο Όρνιο, Κοκκαλάς (Κρήτη), Χαλιναράς (Ρόδος).<ref name="ornithologiki.gr"/><ref>Απαλοδήμος, σ. 32</ref>
Στον ελλαδικό χώρο, ο Γυπαετός απαντά και με τις ονομασίες Οξυά (Ακαρνανία), Κλάρα (Παρνασσός, Ήπειρος), Μεγάλο Όρνιο, Κοκκαλάς (Κρήτη), Φάλκος και Χαλιναράς (Ρόδος). <ref>Απαλοδήμος, σ. 32</ref><ref>http://www.ornithologiki.gr/page_cn.php?tID=2371&aID=35</ref><ref>ΠΛΜ, 19:312</ref>
==Σημειώσεις==

'''i.''' {{Note_label|I|i|none}} Κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι το [[γένος]] ''Gypaetus'', ανήκει στην ξεχωριστή [[υποοικογένεια]] [[Γυπαετίνες]] (''Gypaetinae'']] που, μαζί με την [[υποοικογένεια]] [[Γυπίνες]] (''Aegypiinae''), περιλαμβάνει τους [[γύπας|γύπες]] του [[Παλαιός Κόσμος|Παλαιού Κόσμου]]. Όμως, δεν υπάρχουν ακόμη επαρκή στοιχεία για την τεκμηρίωση αυτής της ταξινόμησης, γι’αυτό ακολουθείται η κατά Howard & Moore και ITIS άποψη, που αποτελούν τις εγκυρότερες επιστημονικές πηγές.
== Σημειώσεις ==
<div style="font-size:90%">
'''i.''' {{Note_label|I|i|none}} Κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι το [[Γένος (βιολογία)|γένος]] Gypaetus, ανήκει στην ξεχωριστή [[υποοικογένεια]] [[Γυπαετίνες]] (Gypaetinae]] που, μαζί με την [[υποοικογένεια]] [[Γυπίνες]] (Aegypiinae), περιλαμβάνει τους [[γύπας|γύπες]] του [[Παλαιός Κόσμος|Παλαιού Κόσμου]]. Όμως, δεν υπάρχουν ακόμη επαρκή στοιχεία για την τεκμηρίωση αυτής της ταξινόμησης, γι’αυτό ακολουθείται η κατά Howard & Moore και ITIS άποψη, που αποτελούν τις εγκυρότερες επιστημονικές πηγές.

'''ii.''' {{Note_label|I|ii|none}} Στο συγκεκριμένο [[υποείδος]] συμπεριλαμβάνεται και το taxon ''haemachalanus'' . Η φυλή της Κ. Ασίας ''altaicus'', μπορεί να αποδειχθεί μελλοντικά, ξεχωριστό taxon.<ref>Howard and Moore, p. 101, note 3</ref>
</div>


'''ii.''' {{Note_label|I|ii|none}} Στο συγκεκριμένο [[υποείδος]] συμπεριλαμβάνεται και το taxon ''haemachalanus''. <ref>Howard &Moore, p. 101, footnote 3</ref>
==Παραπομπές==
==Παραπομπές==
{{Παραπομπές|2}}
{{Παραπομπές|30em}}

==Πηγές==
==Πηγές==
*Ξηρουχάκης Σταύρος, in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 248</ref>
*Howard and Moore, ''Checklist of the Birds of the World'', 2001.
*Acharya, R.; Cuthbert, R.; Baral, H. S.; Chaudhary, A. 2010. ''Rapid decline of the Bearded Vulture Gypaetus barbatus in Upper Mustang, Nepal''. Forktail 26: 117-120.
*Collin Harrison, ''Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds'', Collins, 1988.
*Barov B. and Derhé, M. A. 2011. ''Lammergeier Gypaetus barbatus species action plan implementation review''. In: Barov, B and Derhé, M. A. (eds), Review of The Implementation Of Species Action Plans for Threatened Birds in the European Union 2004-2010. Final report. BirdLife International For the European Commission.
*Beaman, Mark; Madge, Steve (1999). ''The Handbook of Bird Identification for Europe and the Western Palearctic''. Princeton University Press. ISBN 978-0-691-02726-5.
*BirdLife International. 2004. ''Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status''. BirdLife International, Cambridge, U.K.
*Bruce, Charles Granville (1923). ''The assault on Mount Everest 1922''. London: Longmans, Green and Co.
*Das, D.; Cuthbert, R.; Jakati, R. D.; Prakash, V. 2010. ''Diclofenac is toxic to the Himalayan Griffon Vulture Gyps himalayensis'' . Bird Conservation Internatnational 21: 72–75.
*Everett, Mike (2008). ''Lammergeiers and lambs''. British Birds 101 (4): 215.
*Ferguson-Lees, James; Christie, David A. (2001). ''Raptors of the World''. Illustrated by Kim Franklin, David Mead, and Philip Burton. Houghton Mifflin. ISBN 978-0-618-12762-7. http://books.google.com/books?id=hlIztc05HTQC&lpg=PP1&pg=PP1.
*Frey, H., Walter, W. 1989. ''The reintroduction of the Bearded Vulture Gypaetus barbatus into the Alps''. In: Meyburg, B. –U., and Chancellor, R. D. (eds), Raptors in the Modern World, pp. 341-344. WWGBP, Berlin.
*Gavashelishvili, A.; McGrady, M. J. (2006). ''Breeding site selection by bearded vulture (Gypaetus barbatus) and Eurasian griffon (Gyps fulvus) in the Caucasus''. Animal Conservation 9 (2): 159–170. doi:10.1111/j.1469-1795.2005.00017.x. (Gavashelishvili 1)
*Gavashelishvili, A.; McGrady, M. J. (2006). ''Geographic information system-based modelling of vulture response to carcass appearance in the Caucasus''. Journal of Zoology 269 (3): 365–372. doi:10.1111/j.1469-7998.2006.00062.x. (Gavashelishvili 2)
*Gavashelishvili, A.; McGrady, M. J. (2007). ''Radio-satellite telemetry of a territorial Bearded Vulture Gypaetus barbatus in the Caucasus''. Vulture News 56: 4–13. (Gavashelishvili 3)
*Houston, D.C. & Copsey, J.A. (1994). ''Bone Digestion and Intestinal Morphology of the Bearded Vulture'' (PDF). J. Raptor Res. (Raptor Research Foundation) 28 (2): 73–78. Archived from the original on 14 June 2011. http://elibrary.unm.edu/sora/jrr/v028n02/p00073-p00078.pdf.
*IUCN. 2014. The IUCN Red List of Threatened Species. Version 2014.2. Available at:www.iucnredlist.org. (Accessed: October 2015).
*Lerner, Heather R. L.; Mindell, David P. (2005). ''Phylogeny of eagles, Old World vultures, and other Accipitridae based on nuclear and mitochondrial DNA''. Molecular Phylogenetics and Evolution 37 (2): 327–346. doi:10.1016/j.ympev.2005.04.010. ISSN 1055-7903. PMID 15925523. http://www-personal.umich.edu/~hlerner/LM2005.pdf.
*Simmons, R. E.; Jenkins, A. R. 2007. ''Is climate change influencing the decline of Cape and Bearded Vultures in southern Africa''? Vulture News: 41-51.
*Snow, D.W. and Perrins, C.M. 1998. ''The Birds of the Western Palearctic, Volume 1: Non-Passerines''. Oxford University Press, Oxford.
*''The Living Edens — Bhutan — Lammergeier Vulture''. PBS. http://www.pbs.org/edens/bhutan/a_lv.htm.
==Βιβλιογραφία==
*«Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας» (RDB), Αθήνα 1992
*Bertel Bruun, ''Birds of Britain and Europe'', Hamlyn 1980.
*Bob Scott and Don Forrest, ''The Birdwatcher’s Key'', Frederick Warne & Co, 1979
*Christopher Perrins, ''Birds of Britain and Europe'', Collins 1987.
*Christopher Perrins, ''Birds of Britain and Europe'', Collins 1987.
*Bertel Bruun, ''Birds of Britain and Europe'', Hamlyn 1980.
*Colin Harrison & Alan Greensmith, ''Birds of the World'', Eyewitness Handbooks, London 1993
*Colin Harrison, ''Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds'', Collins, 1988.
*Πάπυρος Λαρούς-Μπριτάνικα, τόμος 4, λήμμα «Γεράκι»
*Dennis Avon and Tony Tilford, ''Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs'', Blandford 1989
*Ιωάννη Όντρια, ''Πανίδα της Ελλάδας'', τόμος ''Πτηνά''.
*Detlef Singer, ''Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe'', The Crowood Press, Swindon 1988
*Γ. Χανδρινού-Α. Δημητρόπουλου, ''Αρπακτικά Πουλιά της Ελλάδας'', εκδόσεις Ευσταθιάδη, Αθήνα, 1982.
*Enticott Jim and David Tipling: ''Photographic Handbook of the Seabirds of the World'', New Holland, 1998
*Gray, Mary Taylor ''The Guide to Colorado Birds'', Westcliffe Publishers, 1998
*Handrinos & Akriotis, ''The Birds of Greece'', Helm 1997
*Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
*Howard and Moore, ''Checklist of the Birds of the World'', 2003.
*Jim Flegg, ''Field Guide to the Birds of Britain and Europe'', New Holland, London 1990
*Jobling, J. 1991. ''A dictionary of scientific bird names''. University Press, Oxford.
*Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, ''Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης'', ΕΟΕ, 2007
*Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, ''Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης'', Collins
*Linnaeus, Carolus (1758). ''Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis''. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
*Peter Colston and Philip Burton, ''Waders of Britain and Europe'', Hodder & Stoughton, 1988
*R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, ''Birds of Nepal'', Helm 2000
*Rob Hume, RSPB ''Complete Birds of Britain and Europe'' DK, 2002
*Γ. Χανδρινός, Α. Δημητρόπουλος, ''Αρπακτικά Πουλιά της Ελλάδας'', Αθήνα 1982
*Valpy, Francis Edward Jackson, ''An Etymological Dictionary of the Latin Language''
*Βασίλη Κλεισούρα, ''Εργοφυσιολογία'', εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
*Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, ''Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας'', Αθήνα 2002
*Γιώργος Σφήκας, ''Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης'', Ευσταθιάδης, 1989
*Γιώργος Σφήκας, ''Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου'', Ευσταθιάδης, 1991
*Ιωάννη Όντρια (I), ''Πανίδα της Ελλάδας'', τόμος ''Πτηνά''.
*Ιωάννη Όντρια (II), ''Συστηματική Ζωολογία'', τεύχος 3.
*Ιωάννου Χατζημηνά, ''Επίτομος Φυσιολογία'', εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
*Ντίνου Απαλοδήμου, ''Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας'', 1988.
*Ντίνου Απαλοδήμου, ''Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας'', 1988.
*''Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα'', εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
*«Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας, Αθήνα 1992»
*''Πάπυρος Λαρούς'', εκδ. 1963 (ΠΛ)
*BirdLife International (2012). "Gypaetus barbatus". IUCN Red List of Threatened Species. Version 2012.1. International Union for Conservation of Nature. http://www.iucnredlist.org/apps/redlist/details/106003370. Retrieved 16 July 2012.
*''Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας'' (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
*Ferguson-Lees, James; Christie, David A. (2001). Raptors of the World. Illustrated by Kim Franklin, David Mead, and Philip Burton. Houghton Mifflin. ISBN 978-0-618-12762-7. http://books.google.com/books?id=hlIztc05HTQC&lpg=PP1&pg=PP1. Retrieved 2011-05-29417.
*Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»
*Gavashelishvili, A.; McGrady, M. J. (2006). "Breeding site selection by bearded vulture (Gypaetus barbatus) and Eurasian griffon (Gyps fulvus) in the Caucasus". Animal Conservation 9 (2): 159–170. doi:10.1111/j.1469-1795.2005.00017.x. (Gavashelishvili 1)
*Gavashelishvili, A.; McGrady, M. J. (2006). "Geographic information system-based modelling of vulture response to carcass appearance in the Caucasus". Journal of Zoology 269 (3): 365–372. doi:10.1111/j.1469-7998.2006.00062.x. (Gavashelishvili 2)
*Gavashelishvili, A.; McGrady, M. J. (2007). "Radio-satellite telemetry of a territorial Bearded Vulture Gypaetus barbatus in the Caucasus". Vulture News 56: 4–13. (Gavashelishvili 3)
*Bruce, Charles Granville (1923). The assault on Mount Everest 1922. London: Longmans, Green and Co. http://www.archive.org/details/assaultonmountev00bruc.
*Beaman, Mark; Madge, Steve (1999). The Handbook of Bird Identification for Europe and the Western Palearctic. Princeton University Press. ISBN 978-0-691-02726-5.
*"The Living Edens — Bhutan — Lammergeier Vulture". PBS. http://www.pbs.org/edens/bhutan/a_lv.htm. Retrieved 2011-05-30.
*Houston, D.C. & Copsey, J.A. (1994). "Bone Digestion and Intestinal Morphology of the Bearded Vulture" (PDF). J. Raptor Res. (Raptor Research Foundation) 28 (2): 73–78. Archived from the original on 14 June 2011. http://elibrary.unm.edu/sora/jrr/v028n02/p00073-p00078.pdf. Retrieved 2011-07-24.
*Everett, Mike (2008). "Lammergeiers and lambs". British Birds 101 (4): 215.
*Lerner, Heather R. L.; Mindell, David P. (2005). "Phylogeny of eagles, Old World vultures, and other Accipitridae based on nuclear and mitochondrial DNA". Molecular Phylogenetics and Evolution 37 (2): 327–346. doi:10.1016/j.ympev.2005.04.010. ISSN 1055-7903. PMID 15925523. http://www-personal.umich.edu/~hlerner/LM2005.pdf. Retrieved 31 May 2011.


==Εξωτερικοί σύνδεσμοι==
==Εξωτερικοί σύνδεσμοι==

Έκδοση από την 20:14, 26 Οκτωβρίου 2015

Γυπαετός
Ενήλικος γυπαετός (υποείδος G. b. aureus)
Ενήλικος γυπαετός (υποείδος G. b. aureus)
Κατάσταση διατήρησης
ΝΤ (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Αετόμορφα (Accipitriformes)
Οικογένεια: Αετίδες (Accipitridae) Vigors, 1824
Υποοικογένεια: Αετίνες (Accipitrinae) [2] [i]
Γένος: Γυπαετός (Gypaetus) Storr, 1784 Μ
Είδος: G. barbatus
Διώνυμο
Gypaetus barbatus (Γυπαετός ο γενειοφόρος) [1]
(Linnaeus, 1758)
Υποείδη

Gypaetus barbatus aureus
Gypaetus barbatus barbatus
Gypaetus barbatus meridionalis

Ο Γυπαετός είναι ημερόβιο αρπακτικό πτηνό, ένας από τους γύπες που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Gypaetus barbatus και περιλαμβάνει 3 υποείδη. [3][4]

Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος G. b. aureus (Hablizl, 1783). [5] [ii]

  • Παρά την εξαιρετικά κρίσιμη κατάσταση και σπανιότητά του στην χώρα (βλ. Κατάσταση πληθυσμού), η Ελλάδα έχει την τιμή να φιλοξενεί τον μεγαλύτερο πληθυσμό γυπαετού στην Ευρώπη. [6]

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού

  • Καθοδική ↓ [7]

Ονοματολογία

Η λατινική επιστημονική ονομασία του γένους, Gypaetus, είναι εκλατινισμένη απόδοση της ελληνικής λέξης Γυπάετος (sic). [8] Η λατινική λέξη barbatus στην επιστημονική ονομασία του είδους, σημαίνει «γενειοφόρος» και σχετίζεται με το χαρακτηριστικό πτίλωμα στο ράμφος του πτηνού που μοιάζει με γενειάδα. [9]

Η αγγλική ονομασία του είδους Lammergeier, προέρχεται από την αντίστοιχη γερμανική λέξη Lämmergeier, που σημαίνει «γεράκι των προβάτων» και, έχει τη ρίζα της στη λαϊκή πεποίθηση ότι ο Γυπαετός επιτίθεται σε πρόβατα. [10]

Η ελληνική ονομασία παραπέμπει στο γενικό παρουσιαστικό του πτηνού, δηλαδή κάτι μεταξύ αετού και γύπα. Επίσης, στο γεγονός ότι συνδυάζει τις συνήθειες του γύπα (πτωματοφάγος) με τη μεγαλοπρέπεια του αετού. [11]

Συστηματική ταξινομική

Το είδος περιγράφηκε από τον Λινναίο ως Vultur barbatus (Αλγερία, 1758). Η μεταφορά του στο γένος Gypaetus, έγινε το 1784 από τον Γερμανό φυσικοχημικό και φυσιοδίφη Γ. Στορ (Gottlieb Conrad Christian Storr , 1749 – 1821). [12]

Ο γυπαετός ανήκει στους γύπες του λεγόμενου Παλαιού Κόσμου για να υπάρχει διαχωρισμός από τους αντίστοιχους του Νέου Κόσμου, που ανήκουν στην οικογένεια Καθαρτίδες (Cathartidae). Όμως, τα γένη αυτών των δύο ομάδων είναι φυλογενετικά απομακρυσμένα μεταξύ τους και, αυτός ο διαχωρισμός είναι περισσότερο συμβατικός παρά ουσιαστικός. Τα μέλη των δύο κατηγοριών υπήρξαν διαδεδομένα τόσο στον Παλαιό Κόσμο όσο και στη Βόρεια Αμερική, κατά τη διάρκεια του Νεογενούς. Οι γύπες του Παλαιού Κόσμου αποτελούν, πιθανώς, πολυφυλετική ομάδα μέσα στην οικογένεια Accipitridae, με τους ασπροπάρη), γυπαετό και γυποϊέρακα να αποτελούν ξεχωριστά taxa. [13] Υπάρχει σημαντική διαφοροποίηση του πτερώματος εντός του είδους, καθώς και γεωγραφικές παραλλαγές όσον αφορά στο μέγεθος των επί μέρους υποειδών. [14]

Γεωγραφική εξάπλωση

Γεωγραφική κατανομή του είδους G. barbatus (με κόκκινο X σημειώνονται οι περιοχές που έχει επανεισαχθεί)

.

Το είδος εμφανίζει έντονα κατακερματισμένη εξάπλωση σε όλο το φάσμα κατανομής του (οικοζώνες: Παλαιαρκτική, Αφροτροπική και Ινδομαλαϊκή). Εύρος γεωγραφικών πλατών 53,5° Β με 31° Ν., περίπου. [15] Η ζώνη εξάπλωσής του έχει τα ανατολικά της όρια στην Ισπανία και τη Ν. Γαλλία (Πυρηναία) και τα δυτικά στην Κ. Κίνα. Ενδιαμέσως, απαντά σε αποκλειστικά ορεινές περιοχές, όπως στις Άλπεις, στην περιοχή του Καυκάσου, στην Κρήτη, στην Αραβική Χερσόνησο, στά όρη Ζάγκρος, στα Αλτάι και στα Ιμαλάια. Στην Αφρική, βρίσκεται στην οροσειρά του Άτλαντα, τα υψίπεδα της Αιθιοπίας και νότια του Σουδάν, μέχρι την Κένυα και την Τανζανία. Ένας απομονωμένος πληθυσμός υπάρχει στο Drakensberg της Νότιας Αφρικής. [16]

Σε όλες τις επικράτειες όπου απαντά, ο γυπαετός είναι καθιστικό (επιδημητικό) πτηνό, με κάποιες μικρές εσωτερικές μετακινήσεις, ανάλογα με την εποχή.

Αρ. Υποείδος Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης Σημειώσεις
1 Gypaetus barbatus aureus ΝΔ Ευρώπη (Πυρηναία, Κορσική), ανατολικά προς Ελλάδα, Τουρκία, Τρανσκαυκασία, Μέση Ανατολή, Ιράν, Αφγανιστάν, Α Καζακστάν, ρωσικά Αλτάι, Β και Δ Μογγολία και ΒΔ Κίνα. Επίσης, νότια προς Δ Πακιστάν, Υψίπεδο του Θιβέτ, Ιμαλάια, Νεπάλ και Κ Κίνα Επιδημητικοί πληθυσμοί Αποτελεί το κύριο υποείδος (βλ. Μορφολογία), αν και όχι το nominate. Κάποιοι ταξινομικοί φορείς το συμπεριλαμβάνουν στο 2
2 Gypaetus barbatus barbatus ΒΔ Αφρική (κυρίως στον μαροκινό Υψηλό Άτλαντα) Ενδημικό στην περιοχή Είναι το nominate υποείδος. Κάποιοι ταξινομικοί φορείς θεωρούν ότι συμπεριλαμβάνει και το 1
3 Gypaetus barbatus meridionalis ΒΑ και Α Αφρική, Α Νότια Αφρική και Λεσότο, Υεμένη; Είναι το αφρικανικό υποείδος. Υπάρχει διχογνωμία για το εάν οι πληθυσμοί της ΝΔ. Αραβικής Χερσονήσου ανήκουν σε αυτό το υποείδος ή στο 1. Ελαφρώς μικρότερο και ελαφρύτερο από το 1, κατά μέσον όρο. Τα «μπαλώματα» στα μάγουλα δεν ενώνονται μεταξύ τους, δεν υπάρχει ημισελινοειδές σημάδι στα ωτικά καλυπτήρια, ταρσοί μη-πτερωμένοι στα τελευταία 4-5 εκ. του ολικού μήκους τους [17]

(Πηγές: [18][19])

(σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)

Μεταναστευτική συμπεριφορά

Ο γυπαετός είναι καθιστικό πτηνό σε όλες τις περιοχές όπου απαντά, πολλές φορές όμως θεωρείται ότι οι πληθυσμοί του μετακινούνται, κάτι που οφείλεται στον τεράστιο (sic) ζωτικό χώρο του είδους, με τα νεαρά κυρίως άτομα να διασπείρονται ευρέως. [20] Αν και έχουν υπάρξει περισσότερες από 100 θεάσεις γυπαετών έξω από τα Πυρηναία από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, ουδένα από τα 33 νεαρά άτομα στα οποία τοποθετήθηκε ετικέτα στις πτέρυγές τους στο διάστημα 1987 – 1996, παρατηρήθηκε ξανά.

  • Το μέσο εύρος ζωτικού χώρου για 13 από αυτούς τους νεαρούς γυπαετούς ήταν 4.932 χμ2.

Μέχρι στιγμής δεν έχουν σημαδευτεί ενήλικα άτομα με ετικέτες ή ραδιοκολάρο. Στις Άλπεις το 70% των απελευθερωμένων ατόμων επιστρέφουν στον τόπο απελευθέρωσης αν ένα πουλί ανακτήθηκε περίπου 1.300 χιλιόμετρα από την περιοχή απελευθέρωσης, έξω από τις Άλπεις. Έτσι, τα νεαρά και ανώριμα άτομα παραμένουν κυρίως στηνγειτονιά του συγκεκριμένου «γενέθλιου» ορεινού οικοσυστήματος και φαίνεται να περιπλανώνται λιγότερο από τους άλλους γυπαετούς της Δ. Παλαιαρκτικής γύπες. Ωστόσο, αναζητούν την τροφή τους μέχρι τους πρόποδες των Άλπεων. [21]

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες αναφέρονται, μεταξύ άλλων, από την Βουλγαρία, την Κροατία, την Γερμανία, την Τσεχία, την Ρουμανία, την Πορτογαλία και την Κύπρο, την Μαυριτανία και την Σομαλία, τον Λίβανο και την Βόρεια Κορέα. Έχει εισαχθεί στην Ελβετία, Αυστρία και Ιταλία. [22]

  • Στην Ελλάδα, ο γυπαετός είναι πολύ σπάνιο επιδημητικό πτηνό, δηλαδή ζει και αναπαράγεται στην χώρα καθ’όλη την διάρκεια του έτους. (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα). [23][24][25][26][27] Απαντά τόσο στην Κρήτη [28], όσο και στην Κύπρο, αλλά στην δεύτερη έρχεται μόνον ως περιπλανώμενος επισκέπτης, δεδομένου ότι οι συνθήκες κτηνοτροφίας δεν επιτρέπουν την μόνιμη παρουσία του εκεί. [29]

Βιότοπος

Ο γυπαετός είναι ένα αρπακτικό, ταυτισμένο σχεδόν εξ ολοκλήρου με τα ορεινά οικοσυστήματα, τα διάσπαρτα βράχια, τους απομονωμένους μονόλιθους, τους γκρεμούς, τα βάραθρα, τα φαράγγια και τις χαράδρες. Συχνά, αυτές βρίσκονται σε «σπασμένο» τερέν, κοντά σε αλπικού τύπου λιβάδια και ορεινά βοσκοτόπια, βραχώδεις ξεροποτάμους (όπως τα wadis στην Μέση Ανατολή), μεγάλου υψομέτρου στέπες και, περιστασιακά, γύρω από δάση. Φαίνεται να προτιμά έρημες, ή ελαφρά κατοικημένες περιοχές, όπου άλλα αρπακτικά, όπως λύκοι και χρυσαετοί, έχουν υγιείς πληθυσμούς, για να αποκομίζει οστά ως «λάφυρα» από το κυνήγι τους. Επίσης, χρειάζεται τρεχούμενα νερά κοντά στην επικράτειά του. [30] Στην Αιθιοπία, συχνάζει πλέον σε σκουπιδοτόπους στα περίχωρα των μικρών χωριών και πόλεων.

Παρά το γεγονός ότι, κατά καιρούς, κατεβαίνουν στα 300-600 μέτρα (λ.χ. στην Αιθιοπία), οι γυπαετοί είναι σπάνιοι κάτω από το υψόμετρο των 1.000 μέτρων και, συνήθως, κατοικούν πάνω από τα 2.000 μέτρα σε ορισμένα τμήματα της περιοχής τους. Τις περισσότερες φορές βρίσκονται γύρω ή πάνω από τη γραμμή των δέντρων (αλπική ζώνη), κοντά στις κορυφές των βουνών, μέχρι και τα 2.000 μέτρα στην Ευρώπη, τα 4.500 μέτρα στην Αφρική και τα 5.000 μέτρα στην κεντρική Ασία. Μπορούν και ζουν σε υψόμετρο 7.300 μέτρων στο όρος Έβερεστ, ενώ έχουν παρατηρηθεί στην ίδια περιοχή να πετάνε περιστασιακά σε ύψος 7.500-7.800 μέτρων (!), που σημαίνει ότι είναι από τους πλέον χαρισματικούς ιπτάμενους ζωντανούς οργανισμούς του πλανήτη. [31][32][33]

  • Στην Ελλάδα, ο γυπαετός απαντά σε ορεινές κοιλάδες κατά την διάρκεια του χειμώνα και στην αλπική ζώνη πάνω από το δασοόριο, κατά την διάρκεια του καλοκαιριού. Παρατηρείται συνήθως κοντά σε βράχια ή απότομες ορθοπλαγιές, τόσο στην ενδοχώρα όσο και σε παράκτιες περιοχές και σε υψόμετρο 400-2.500 μ. [34] Μπορεί να αναζητά την τροφή του και σε λόφους με αραιή βλάστηση, αλπικά λιβάδια, κ.α. [35] Φαίνεται ότι η παρουσία του σχετίζεται, κατά κάποιο τρόπο, με την παρουσία των όρνεων στην ευρύτερη περιοχή. [36]

Μορφολογία

Ο γυπαετός είναι ο μεγαλύτερος σε μέγεθος γύπας, το μεγαλύτερο πτηνό της Ευρώπης [37] και, από τα μεγαλύτερα αρπακτικά πτηνά στον κόσμο. Μόνο ο μαυρόγυπας είναι βαρύτερος από αυτόν, ενώ το όρνιο έχει ανάλογο άνοιγμα πτερύγων. Τα φύλα, εκτός από κάποια μικρή διαφορά μεγέθους υπέρ των θηλυκών, είναι όμοια. [38][39] Από τα άτομα της Ευρασίας, τα ευρισκόμενα στην περιοχή των Ιμαλαΐων, τείνουν να είναι ελαφρά μεγαλύτερα από εκείνα άλλων περιοχών. [40]

  • Οι εντυπωσιακές του διαστάσεις, το σχήμα της ουράς του κατά την πτήση και η χαρακτηριστική του «γενειάδα» , το καθιστούν ένα από τα ευκολότερα πτηνά στην αναγνώριση πεδίου.

Πέρα από το εντυπωσιακό του μέγεθος, γενικά, έχει πτέρωμα όπου επικρατεί το γκρίζο, το λευκό και το χρώμα της σκουριάς στα ενήλικα άτομα, ενώ τα νεαρά πουλιά έχουν εντελώς σκούρα «φορεσιά» . Το κεφάλι είναι μικρό σε σχέση με το σώμα, αλλά ο τράχηλος είναι μακρύς και πανίσχυρος. Έχει επίμηκες, λεπτό σώμα, που μερικές φορές εμφανίζεται πιο «στρουμπουλό», λόγω της καμπουρωτής του στάσης. Οι εντυπωσιακές πτέρυγες και η ουρά έχουν μεγάλο μήκος, ενώ οι ταρσοί είναι είτε πτερωμένοι είτε έν μέρει άπτεροι και τα πόδια ισχυρά. [41]

  • Οι αναλογίες του γυπαετού, θεωρείται από τους ειδικούς ότι, είναι εκείνες ενός γερακιού σε πολλαπλάσια κλίμακα. [42]
Ενήλικος γυπαετός

Σε αντίθεση με τον μαυρόγυπα και το όρνιο, ο γυπαετός δεν έχει φαλακρό κεφάλι. Τα ενήλικα άτομα έχουν, ως επί το πλείστον, σκουρογκρίζο χρώμα, με τη ράχη να πλησιάζει στο γκρίζο-μπλε ή γκριζόμαυρο χρώμα. Η κάτω επιφάνεια έχει μεν υπόλευκο χρώμα, αλλά σπάνια θα το δει κανείς αυτό -κυρίως σε άτομα σε αιχμαλωσία-, διότι συνήθως αποκτά ένα πορτοκαλοκίτρινο χρώμα σκουριάς. Αυτό το χρώμα μπορεί να προέρχεται από τρίψιμο σε σκόνη ή κολύμβηση και κύλισμα σε λασπώδες έδαφος, ή από την κατανάλωση πλούσιου σε μεταλλικά στοιχεία νερού.

Το καφετί-κρεμώδες χρώμα έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το πιο υπόλευκο μέτωπο, το μαύρο «μπάλωμα» στα μάγουλα και, κυρίως, τις χαρακτηριστικές σκληρές τρίχες (σμήριγγες) στο πηγούνι, κάτω από το ράμφος, που σχηματίζουν «γενειάδα» και αποτελούν το βασικό διαγνωστικό του στοιχείο. Στην περιοχή των ωτικών καλυπτηρίων υπάρχει μαύρη δέσμη τριχών, που δημιουργεί χαρακτηριστικό σημάδι σε σχήμα ημισελήνου. Τα πρωτεύοντα ερετικά και τα πηδαλιώδη φτερά της ουράς είναι γκρίζα. Η ουρά κατά την πτήση, εμφανίζεται μακριά και έντονα σφηνοειδής, ενώ σε εμπρόσθια όψη, οι πτέρυγες διατηρούνται σχεδόν ευθείες, με ελαφρά ανασηκωμένα τα άκρα τους.

Οι οφθαλμοί περιβάλλονται από χαρακτηριστική, κόκκινη ή σκούρα πορτοκαλί σκληρωτική (scleral) μεμβράνη που, εν πολλοίς, αντανακλά τη διάθεση του πτηνού: όσο πιο εκνευρισμένο ή αγχωμένο είναι, τόσο πιο λαμπερή γίνεται. Η ίριδα είναι κρεμ-κίτρινη, ενώ τα πόδια είναι γκρίζα στο χρώμα του μολυβιού. Το κήρωμα είναι ανοικτό κυανό ή γκρίζο-κυανό αλλά, συχνά, καλύπτεται από την «γενειάδα». [43]

Τα νεαρά άτομα είναι διαφορετικά από τους ενήλικες, με σκούρα καφέ-γκρίζα άνω επιφάνεια σώματος, σκούρο κίτρινο-μπεζ σημάδι στον μανδύα, σκοτεινόχρωμη, «βρώμικη», καφέ-γκρίζα ή σκωριόχρωμη κάτω επιφάνεια σώματος, πολύ σκούρο, σχεδόν μαυριδερό κεφάλι και πολύ μικρότερη «γενειάδα». Το πτέρωμα «ανοίγει» με το πέρασμα των ετών για να γίνει όπως των ενηλίκων, μετά από 4-5 χρόνια. Η ίριδα είναι γκρίζα-καφέ ή κόκκινη-καφέ, ενώ η σκληρωτική μεμβράνη είναι πορτοκαλί-κόκκινη. Τα πόδια είναι ανοικτοκίτρινα ή γκρίζα-κίτρινα. [44]

Βιομετρικά στοιχεία

  • Μήκος σώματος: (94-) 110 έως 125 (-150) εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: (210-) 249 έως 277 (-283) εκατοστά
  • Μήκος χορδής πτέρυγας: ♂ (72,5-) 74 έως 79 (-88,5) εκατοστά, ♀ 71,5 έως 81 (-91) εκατοστά
  • Μήκος ουράς: ♂ (43-) 46 έως 47 (-52) εκατοστά, ♀ (44-) 47 έως 51 εκατοστά
  • Μήκος ταρσού: ♂ (88-) 93 έως 94 (-100) εκατοστά, ♀ (89-) 92 έως 93 (-94) εκατοστά
  • Βάρος: (4,5-) 5,6 έως 7 (-7,2) κιλά

(Πηγές: [45][46][47][48][49][50][51][52][53][54][55] [56][57]

Τροφή

Όπως και οι άλλοι γύπες, ο γυπαετός τρέφεται με θνησιμαία (scavenger), κυρίως νωπά σφάγια παρά πολυκαιρισμένα κουφάρια. [58] Εκείνο, όμως, που τον χαρακτηρίζει είναι ότι, χωρίς να περιφρονεί την πραγματική σάρκα, στρέφεται κατά 85-90% στα οστά και τον μυελό τους. Στην πραγματικότητα, είναι το μόνο είδος πτηνού που ειδικεύεται τόσο πολύ στο συγκεκριμένο διατροφικό στοιχείο. [59] Είναι σε θέση να καταπιεί ολόκληρο οστό μέχρι το μέγεθος του μηρού ενός αρνιού, [60], ενώ το ισχυρό πεπτικό σύστημα του διαλύει γρήγορα ακόμα και μεγάλα κομμάτια (βλ. Φυσιολογία). Επιπλέον, μπορεί εύκολα να απογειωθεί μετά από ένα μεγάλο γεύμα, σε αντίθεση με τo όρνιo που πρέπει πρώτα να χωνέψει την τροφή του. Πολλές φορές, όταν καταπίνει ένα μακρύ κόκκαλο, ενώ η μία άκρη του βρίσκεται έξω από το στόμα του, έχει αρχίσει η πέψη της άλλης άκρης που βρίσκεται στο στομάχι του. [61]Είναι παροιμιώδης η τεχνική του να ρίχνει από μεγάλο ύψος οστά ή και ζωντανούς οργανισμούς (βλ. Ηθολογία).

Ζωντανά θηράματα, σπάνια δέχονται επίθεση από τον γυπαετό, αλλά ίσως σε μεγαλύτερη συχνότητα από τους άλλους γύπες. [62] Οι χελώνες φαίνεται να αποτελούν την κύραι προτίμησή του και, σε μικρότερο ποσοστό, μαρμότες, λαγοί, σκίουροι, πέρδικες φασιανοί και περιστέρια, ενώ από τα μεγάλα θηλαστικά έχουν καταγραφεί επιθέσεις σε αιγοειδή (αίγαγροι, κατσίκια, αντιλόπες) ανάλογα με την αφθονία τους. Τις περισσότερες φορές, όμως, αυτά τα ζώα έχουν σκοτωθεί από τον αιφνιδιασμό τους και την πτώση τους από τις ορθοπλαγιές όπου κατοικούν, παρά από την ίδια την επίθεση του γυπαετού. Επίσης, πολλά μεγάλα ζώα σκοτώνονται όταν είναι νεαρά και ασταθή ακόμη στην ισορροπία, ή είναι ασθενικά και ετοιμοθάνατα. [63] Ειδικά, στα υψίπεδα της Αιθιοπίας, οι γυπαετοί έχουν προσαρμοστεί να ζουν σε μεγάλο βαθμό από τα ανθρώπινα σκουπίδια, εισερχόμενοι ακόμη και στον οικιστικό ιστό.

Ο γυπαετός, εκ της φύσεως της τροφής του, ουδέποτε εμπλέκεται σε «διαμάχες» πάνω από ένα σφάγιο, αλλά περιμένει υπομονετικά την σειρά του (τελευταίος), καθόσον μόνον αυτός τρώει τα μεγάλα οστά. Εφόσον, όμως, δεν υπάρχει άλλο αρπακτικό πτηνό τρώει και την σάρκα του θνησιμαίου ενώ, όταν η τροφή είναι επαρκής μπορεί να την φέρει για αποθήκευση στην φωλιά του. Οι εκτάσεις αναζήτησης τροφής είναι τεράστιες που, οι γυπαετοί «κτενίζουν» ευλαβικά σε καθημερινή βάση για ολόκληρες εβδομάδες ή και μήνες. Έχει υπολογιστεί πως, ένα ενήλικο άτομο μπορεί να καλύψει έως και 700 χιλιόμετρα μέσα σε μία (1) ημέρα. [64]

  • Στην Ελλάδα, το είδος εξαρτάται αποκλειστικά από τη νομαδική κτηνοτροφία. Sτην Κρήτη οι μικρές ομάδες αιγοπροβάτων που ζουν σε ημιάγρια κατάσταση σε όλους τους ορεινούς όγκους του νησιού αποτελούν σημαντική πηγή τροφής του. [65]

Ηθολογία

Ο γυπαετός είναι αρκετά επιφυλακτικό πτηνό. Συχνά, κάθεται σε σημείο επόπτευσης του χώρου, συνήθως έναν εκτεθειμένο βράχο -σπανιότερα σε κάποιο δένδρο-, με χαρακτηριστική «καμπουριαστή» στάση, ενώ στο έδαφος περπατάει με ασταθές, τρικλιστό βάδισμα. Είναι μοναχικό πτηνό ή, το πολύ, σχηματίζει ζευγάρια. Ωστόσο, στις θέσεις ρίψης απορριμάτων στην Αιθιοπία, έχουν παρατηρηθεί σμήνη των 20 ατόμων.

Θραύση οστών

Είναι παροιμιώδης η τεχνική του γυπαετού να σπάζει εκείνα τα οστά που είναι πολύ μεγάλα για να καταποθούν ολόκληρα: κρατώντας τα με το ράμφος ή τους γαμψώνυχές του, ανεβαίνει σε ύψος 50-150 μέτρων και τα αφήνει να πέσουν πάνω στα βράχια, οπότε αυτά σπάνε σε μικρότερα κομμάτια, ενώ ταυτόχρονα εκτίθεται το μεδούλι τους. Το αξιοσημείωτο αυτό στοιχείο της ηθολογίας του, έδωσε στον γυπαετό το προσωνύμιο bone breaker «οστεοθραύστης» (ελλην. «κοκκαλάς»). Οι διαστάσεις των οστών μπορεί να φθάνουν τα 10 εκατοστά σε διάμετρο και τα 4 κιλά βάρος, ενώ έχουν παρατηρηθεί να μεταφέρουν οστά ίσου βάρους με το δικό τους σώμα (!).[66] Μετά την ρίψη των οστών, ο γυπαετός κατεβαίνει για να ελέγξει το αποτέλεσμα και επαναλαμβάνει το εγχείρημα εάν αυτά δεν είναι επαρκώς ραγισμένα.

  • Είναι τέτοια η επιμονή τού γυπαετού σε αυτή την πρακτική που, έχει παρατηρηθεί να την επαναλαμβάνει μέχρι και 20-50 φορές. Τα σημεία που χρησιμοποιούνται γι’ αυτόν τον σκοπό φαίνεται ότι είναι συγκεκριμένα και, μάλιστα, αποκαλούνται ossuaries (σημ. σε ελεύθερη απόδοση «θέσεις [ρίψης] οστών»), χρησιμοποιούνται δε επί δεκαετίες, πιθανόν επί αιώνες (!)[67]

Αυτή η τεχνική είναι, βέβαια, επίκτητη και απαιτεί εκτεταμένη πρακτική, με τα ανώριμα πουλιά να χρειάζονται έως και επτά χρόνια για να την κάνουν κτήμα τους. [68]Πιο σπάνια, γυπαετοί έχουν παρατηρηθεί στο έδαφος να προσπαθούν να σπάσουν τα οστά (συνήθως μεσαίου μεγέθους), χτυπώντας τα απ'ευθείας στα βράχια. Την ίδια τεχνική χρησιμοποιούν και για να σπάσουν το κέλυφος από τις χελώνες, που δεν αποτελούν όμως προτεραιότητα για τον γυπαετό, όσο υπάρχει διαθέσιμη η κανονική τους τροφή. Αντίθετα, οι χρυσαετοί χρησιμοποιούν το συγκεκριμένο τέχνασμα πιο συχνά με τις χελώνες.

  • Ωστόσο, οι γυπαετοί της Αφρικής έχουν παρατηρηθεί να ρίχνουν από ψηλά ακόμη και ύρακες (Procavia capensis). [69]

Φυσιολογία

Η συνήθεια του γυπαετού να τρέφεται με οστά, προϋποθέτει και ανάλογη φυσιολογία στομάχου. Έχει αποδειχθεί, κατόπιν μετρήσεων, ότι το περιβάλλον του στομάχου ενός γυπαετού είναι ισχυρότατα όξινο, με PH=1 (!) (του ανθρώπου σε φυσιολογικές συνθήκες έχει ΡΗ= 3-7), που σημαίνει πρακτικά ότι, ένα μεγάλο οστό μπορεί να διαλυθεί και να χωνευτεί μέσα σε ένα 24ωρο. Η υψηλή περιεκτικότητα σε λίπος του μυελού των οστών, καθιστά την καθαρή ενεργειακή αξία του οστού σχεδόν τόσο υψηλή όσο αυτήν ενός μυός, ακόμη και αν το οστό δεν έχει χωνευθεί πλήρως. Ένας σκελετός από σφάγιο ζώου αφημένος σε συνθήκες βουνού, αφυδατώνεται και, έτσι, προστατεύεται από βακτηριακή αποδόμηση. Επομένως ο γυπαετός μπορεί να καταναλώσει το υπόλοιπο του σφαγίου, ακόμη και μήνες μετά την κατανάλωση των μαλακών μερών από άλλα αρπακτικά ζώα, προνύμφες ή βακτήρια. [70]

Πτήση

Η χαρακτηριστική φιγούρα ενός ενήλικου γυπαετού σε πτήση

Οι γυπαετοί είναι άριστοι ανεμοπόροι και περνούν το μεγαλύτερο τμήμα της ημέρας στον αέρα, κυριολεκτικά. Πετούν με αρχοντικό, «ανέξοδο» τρόπο, εκμεταλλευόμενοι τα ανοδικά θερμικά ρεύματα, ενώ όταν χρειαστεί να φτεροκοπήσουν, οι κινήσεις τους είναι αργές και «βαθιές». Πολύ συχνά, μπορεί κάποιος να τους παρατηρήσει να γυροπετούν (soaring) κάνοντας «περιπολίες» στις ορθοπλαγιές και τις χαράδρες, ιδιαίτερα τις ζεστές μέρες, και να κερδίζουν ύψος μέσω των θερμικών στηλών αέρα που δημιουργούνται στο στενό αυτό περιβάλλον, χωρίς καν να κινούν τις πτέρυγές τους. Η πτήση είναι τόσο άνετη, που έχει χαρακτηριστεί ότι συμβαίνει σε «αργή κίνηση» (slow motion) (sic), όπως στον μαυρόγυπα και το όρνιο. [71]

Το κεφάλι και ο λαιμός εξέχουν σαφώς από το υπόλοιπο σώμα, ενώ οι πτέρυγες εμφανίζονται πολύ μακριές και ασυνήθιστα στενές και μυτερές, 2,4 φορές το ολικό μήκος σώματος. Τα ακραία πρωτεύοντα ερετικά φτερά, έχουν την μορφή ανοικτών «δακτύλων», χαρακτηριστικό όλων των γυπών και αετών, που τα κρατάει ελαφρά ανορθωμένα προς τα πάνω όταν γυροπετάει ή προς τα κάτω όταν αερολισθαίνει. [72] Η έντονα σφηνοειδής ουρά φαίνεται από κάτω σε σχήμα «διαμαντιού» (sic), σκούρα καφέ ή και μαυριδερή από απόσταση ενώ, παραδόξως, η «γενειάδα» μπορεί να είναι διακριτή ακόμη και στα 300 μ. μακριά από τον παρατηρητή. [73]

  • Η σιλουέτα του γυπαετού στον αέρα θυμίζει έντονα ασπροπάρη σε μικρογραφία. Μάλιστα, πολλές φορές είναι ευκολότερο να εντοπιστεί από την σκιά που δημιουργεί η πτήση του στην φωτεινή ορθοπλαγιά. [74]

Φωνή

Αναπαραγωγή

Ο γυπαετός αναζητά την τροφή του σε μια τεράστια περιοχή που βρίσκεται υπό την κυριαρχία του. Το ίδιο ισχύει και κατά την περίοδο αναπαραγωγής (ζωτικός χώρος), με τα ζευγάρια να ελέγχουν από 100 έως 400 τετραγωνικά χιλιόμετρα έκταση. Η περίοδος αναπαραγωγής είναι μεταβλητή, ανάλογα με το υποείδος και την γωγραφική περιοχή και μπορεί να κυμαίνεται από τον Δεκέμβριο μέχρι τον επόμενο Σεπτέμβριο στην Ευρασία (στην Ελλάδα Ιανουάριο με Φεβρουάριο), από Νοέμβριο-Ιούνιο στην ινδική υποήπειρο, από Οκτώβριο - Μάιο στην Αιθιοπία ή και όλο το χρόνο στην Α. Αφρική και Μάιο με Ιανουάριο στη Νότια Αφρική. [75] Παρόλο που ο γυπαετός είναι μοναχικό πτηνό, ο δεσμός μεταξύ ενός ζεύγους αναπαραγωγής είναι συχνά σημαντικά στενός, ενώ σε σπάνιες περιπτώσεις, πολυανδρία (το θηλυκό ζευγαρώνει με περισσότερα του ενός, αρσενικά) έχει καταγραφεί στο είδος. Οι «προγαμιαίες» τεχνικές προσέλκυσης του θηλυκού είναι εντυπωσιακές και περιλαμβάνουν επίδειξη και εμπλοκή των γαμψωνύχων, σπειροειδείς και κάθετες εφορμήσεις κ.α. Η πυκνότητα των φωλιών σε μια επικράτεια είναι εξαιρετικά χαμηλή και κυμαίνεται από 1 φωλιά / 100 χμ2 μέχρι 1 / 625 χμ2 στην Αφρική. Στα Πυρηναία, η πυκνότητα είναι 2 φωλιές / 100 χμ2 [76]

Η φωλιά (eyrie) είναι ένας μεγάλος σωρός από ξύλα που, όταν είναι καινούργια, φθάνει το 1 μέτρο μήκος και 60 εκατοστά βάθος, ενώ με την επαναχρησιμοποίησή της καθε έτος, αποκτά τεράστιες διαστάσεις: έχουν μετρηθεί φωλιές με πλάτος 3 μέτρα και ύψος 2 μέτρα, [77] λόγω των υπολειμμάτων τροφής και των σκουπιδιών που μαζεύονται εκεί μέσα, σταδιακά. Συνήθως, οι φωλιές βρίσκονται πολύ ψηλά από την επιφάνεια του εδάφους (μέχρι και 700μ.), σε σπηλιές και σε προεξοχές βράχων ή σε απότομες ορθοπλαγιές, οπότε είναι εξαιρετικά δύσκολο για τυχόν θηρευτές να έχουν πρόσβαση. [78] Συχνά, οι γυπαετοί κατασκευάζουν δύο και τρεις μεγάλες φωλιές αλλά γεννούν σε μία από αυτές. [79] Το υλικό επίστρωσης είναι μαλλί, ξεραμένο δέρμα και περιττώματα ή σκουπίδια.

Πορτρέτο νεαρού γυπαετού

Η γέννα αποτελείται συνήθως από 1 έως 2 ελαφρώς υποελλειπτικά αβγά, -αν και έχουν καταγραφεί μέχρι 3 αβγά σε σπάνιες περιπτώσεις στην Ινδία-, διαστάσεων 85,6 Χ 66,1 χιλιοστών. [80] Τα αβγά εναποτίθενται με διαφορά μίας (1) εβδομάδας το ένα από το άλλο, τα οποία επωάζονται από το θηλυκό για 53 έως 60 ημέρες. Δυστυχώς, η διαφορά αυτή της μίας εβδομάδας, είναι αρκετή ώστε να επιβιώνει μόνον ο πρώτος νεοσσός. Μετά την εκκόλαψη, και οι δύο γονείς φέρνουν τροφή για 3 εβδομάδες περίπου, ενώ οι νεοσσοί -αν έχουν επιζήσει και οι δύο- μένουν για 100-130 ημέρες στη φωλιά, πριν πτερωθούν. [81] Εξαρτώνται από τους γονείς για τα επόμενα 1-2 χρόνια, ενώ αποκτούν το πτέρωμα των ενηλίκων στα 5 με 7 χρόνια.

  • Στην Ελλάδα, ο γυπαετός φωλιάζει σε σχετικά χαμηλό υψόμετρο (750 μ.), αποτέλεσμα της εξάρτησής του από τα μεταφερόμενα κοπάδια, αποφεύγοντας συστηματικά τις βόρειες εκθέσεις. [82] Ειδικά στην Κρήτη έχει καταγραφεί η χαμηλότερη φωλιά εν ενεργεία (300 μ.) και η πρωιμότερη ωοτοκία του είδους (10 Οκτωβρίου) παγκοσμίως. [83] Η ωοτοκία πραγματοποιείται από τα μέσα Νοεμβρίου έως τα τέλη Ιανουαρίου, με την απαραγωγικότητα του είδους αρκετά χαμηλή (0,25-0,60 νεοσσοί/επικράτεια/έτος), και την συντριπτική πλειονότητα των νεοσσών που πτερώνονται κάθε χρόνο (2-3) να προέρχεται από δύο επικράτειες: της δυτικής Κρήτης και του Εθνικού Πάρκου Λευκών Ορέων. [84]

Απειλές

Γενικά, οι κύριες αιτίες της -εν εξελίξει- μείωσης των πληθυσμών του είδους φαίνεται να είναι η μη-στοχευμένη (έμμεση) δηλητηρίαση, οι λαθροθηρία, η υποβάθμιση των οικοτόπων, οι οχλήσεις των πτηνών αναπαραγωγής, η ανεπαρκής διαθεσιμότητα τροφής, οι αλλαγές στις κτηνοτροφικές πρακτικές και οι συγκρούσεις με ηλεκτροφόρα καλώδια και ανεμογεννήτριες (Ferguson-Lees και Christie 2001, Barov και Derhé 2011, S. Xirouchakis in litt. 2012).

Στη Ν. Ασία, η πιο σημαντική δυνητική απειλή μπορεί να προέρσεται από την δικλοφενάκη, ένα μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες φάρμακο (ΜΣΑΦ) που χρησιμοποιείται στην κτηνοτροφία και φέρει την ευθύνη για την καταστροφική πτώση σε 3 από τα είδη Gyps της περιοχής από το 1990, μέσω της κατάποσης από μολυσμένα σφάγια και προκύπτουσα νεφρική ανεπάρκεια. Στα Ιμαλάια της Ινδίας, το είδος μπορεί να επηρεάζεται από την αύξηση των άγριων σκύλων που, ενδεχομένως, ανταγωνίζονται τον γυπαετό για την τροφή. Οι ραγδαίες αυξήσεις στην βόσκηση και των ανθρώπινων πληθυσμών στα βουνά του Ιράν, το Αφγανιστάν, το Ιράκ, την Τουρκία και το Δ. Πακιστάν προκάλεσαν υποβάθμιση των οικοτόπων του είδους στις εν λόγω χώρες. Οι κατάλληλοι βιότοποι απειλούνται επίσης από την κατασκευή αγωγού μέσα από τα βουνά Αλτάι και τον Καύκασο, και την κατασκευή ηλεκτρικού δικτύου που έχει προγραμματιστεί από το Αφγανιστάν, μέσω Τατζικιστάν, στο Πακιστάν και την Ινδία. Σε ορισμένα μέρη του Νεπάλ, το είδος μπορεί να υποφέρει από την συλλογή των νεοσσών, καθώς θεωρούνται από τους ντόπιους ως καλός οιωνός ευημερίας, καθώς και την καταστροφή των φωλιών για να πάρουν τα υλικά τους. Επίσης, υπάρχει λαθροθηρία επειδή τα έντερα του είδους θεωρούνται «φάρμακο» στην παραδοσιακή ιατρική. Η χρήση ζιζανιοκτόνων, εντομοκτόνων και μυκητοκτόνων μπορεί επίσης να έχουν επιπτώσεις στο πτηνό. [85]

Στην Α. Αφρική, η πιο εκτετεμένη απειλή φαίνεται ότι είναι η δηλητηρίαση. Ειδικά στην Αιθιοπία, το είδος απειλείται από την κατασκευή γραμμών μεταφοράς ρεύματος στις ορεινές περιοχές και την χρήση δηλητηρίων για τον έλεγχο των σκύλων σε σκουπιδότοπους. Μελέτη (Simmons και Jenkins, 2007) έδειξε ότι, οι τάσεις των πληθυσμών στην νότια Αφρική μπορεί να συσχετιστούν με την εξέλιξη του κλίματος. Παρά την απειλή της υποβάθμισης του φυσικού περιβάλλοντος, το είδος φαίνεται να προσαρμόζεται και να φωλιάζει σε «τροποποιημένα» τοπία, όπως στην Αιθιοπία. [86]

Κατάσταση πληθυσμού

Ο γυπαετός, ανεξάρτητα από τον αριθμό των ατόμων κάθε πληθυσμού, τοπικά απειλείται σε διεθνές επίπεδο. Απαντά σε αποικίες που μπορεί σε μερικές περιπτώσεις να φθάσουν σε ικανοποιητικά επίπεδα, με πιο συχνή την παρουσία του στην Αιθιοπία (χώρα «κλειδί») και ορισμένες περιοχές των Ιμαλαΐων. Είχε σε μεγάλο βαθμό εξαφανιστεί από την Ευρώπη στις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά άρχισε εκ νέου -σε τοπικό επίπεδο και σε προστατευόμενες περιοχές- η αποκατάστασή του (Πυρηναία, Άλπεις, Ν. Γαλλία, Κορσική). Έχει, επίσης, μειωθεί σε τμήματα της Ασίας και της Αφρικής, αν και λιγότερο από ό, τι στην Ευρώπη. Σήμερα οι κίνδυνοι προέρχονται κυρίως από τα δηλητήρια για κάποια σαρκοφάγα, την υποβάθμιση των οικοτόπων, την όχληση στις φωλιές, την μειωμένη τροφοδοσία λόγω καλυτέρευσης των συνθηκών υγιεινής και τις συγκρούσεις με τις γραμμές μεταφοράς ενέργειας. Σε μερικές, παραδοσιακού τύπου, κοινωνίες διώκονται αδικαιολόγητα, επειδή οι άνθρωποι φοβούνται ότι επιτίθενται σε παιδιά και κατοικίδια ζώα, ενώ είχε επίσης θηρευθεί ως κυνηγετικό «τρόπαιο». [87]

Στην Ινδία, το είδος είναι τοπικά κοινά σε όλη την Ιμαλάια, από το Κασμίρ μέχρι το Αρουνάτσαλ Πραντές. Μερικές υψομετρικές μεταναστεύσεις συμβαίνουν κατά την διάρκεια του χειμώνα, οπότε εμφανίζεται περιστασιακά μόλις στα 600 μ. Είναι ευρέως διαδεδομένος υψομετρικός μετανάστης στο Νεπάλ, με τον πληθυσμό του στην χώρα να εκτιμάται σε 500 περίπου άτομα το 2010. Το είδος έχει περιγραφεί ως σπάνιο στο Μπουτάν, ενώ στο Ιράκ μπορεί να έχουν απομείνει λιγότερα από 20 ζευγάρια. [88] Ο γυπαετός θεωρείται σπάνιος και σε υψηλό κίνδυνο στην Αίγυπτο, αλλά στην Αιθιοπία εκτιμάται ότι υπάρχουν αρκετές εκατοντάδες ζευγάρια στην Αιθιοπία. Το 2011, υπήρχαν μόνο τρεις θέσεις φωλιάσματοςστην Κένυα, και έξι ή περισσότερες στην Τανζανία, με τον πληθυσμό στην Ουγκάντα άγνωστο, αν και υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία για σχεδόν ολική απώλεια του πληθυσμού στο όρος Elgon. Μόλις 5-10 ζευγάρια υπάρχουν στο Μαρόκο, αλλά δεν έχουμε πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση του είδους στην Αλγερία. Θεωρείται εξαφανισμένο στην Τυνησία Στο νότιο τμήμα της Αφρικής, συμπεριλαμβανομένης της Νότιας Αφρικής, ο πληθυσμός εκτιμάται σε περί το 100 αναπαραγωγικά ζευγάρια. [89]

Το χαρακτηριστικό κεφάλι του ενήλικου γυπαετού

Στην Ευρώπη, ο πληθυσμός έχει αυξηθεί στις Άλπεις (με την εμφάνιση νέων αναπαραγωγικών ζευγών, λόγω ενός σχεδίου επανεισαγωγής, με 19 ζεύγη το 2010, καθώς και στα Πυρηναία, ιδιαίτερα στο κεντρικό τους τμήμα (Αραγωνία, Ισπανία), με τον πληθυσμό του είδους από 39 ζεύγη το 1994, να ανεβαίνει στα 72 ζευγάρια το 2010. Στην Ισπανία, δύο προγράμματα επανεισαγωγής είναι σε εξέλιξη στην Ανδαλουσία και τα βουνά της Κανταβρικής. Ο συνολικός πληθυσμός στις χώρες της ΕΕ εκτιμάτο σε 175 ζεύγη το 2010. Στην Τουρκία, ένας μέγιστος πληθυσμός από 160 ζεύγη θεωρείται πιθανός, ενώ στην Αρμενία, ο πληθυσμός εκτιμάται σε 13-15 αναπαραγόμενα ζευγάρια. Στα Ιμαλάια της Ινδίας, έχει υπάρξει επιδείνωσης σους εκεί πληθυσμούς κατά την διάρκεια των τελευταίων ετών. Οι πληθυσμοί στο Λαντάκ θεωρούνται, πιθανόν, ασφαλείς. Κατακόρυφες μειώσεις σημειώθηκαν στην περιοχή Mustang του Νεπάλ, ενώ ο πληθυσμός φαίνεται να είναι σταθερός στο ΝΑ. Καζακστάν. Στην Υεμένη, το είδος φαίνεται να έχει μειωθεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. [90]

Χάρη, κυρίως, στους υγιείς αφρικανικούς πληθυσμούς, το είδος αποφεύγει προς το παρόν τα χειρότερα σε παγκόσμιο επίπεδο και κατατάσσεται ως Σχεδόν Απειλούμενο (ΝΤ) από την IUCN. [91]

Κατάσταση στην Ελλάδα

  • Ο γυπαετός είναι ο σπανιότερος γύπας της Ελλάδας και, μάλιστα, δεν σχηματίζει αποικίες όπως οι 3 υπόλοιποι. [92]

Στην Ελλάδα, ο γυπαετός υπήρξε αρκετά κοινός μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, σε όλα τα απόκρημνα βουνά τόσο στην ενδοχώρα, όσο και σε πολλά νησιά (Αττική, Ταΰγετος, Χελμός, Κλεισούρα Μεσολογγίου, Λευκάδα, Ρόδος, κ.α.). Σήμερα έχει εξαφανιστεί από όλες αυτές τις περιοχές. [93] Στην δεκαετία το ’70, μόλις 25 ζευγάρια είχαν απομείνει. Στην δεκαετία του ’90, είχαν απομείνει 12-18 ζευγάρια και η μείωση αυτή αποδόθηκε στην χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων για τους λύκους σε αρκετά βουνά της Στερεάς και της Θεσσαλίας.[94] Η πτωτική αυτή τάση συνεχίστηκε σε όλη την δεκαετία του 1990, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός του γυπαετού να μειωθεί κατά 84% και η κατανομή του κατά 75%. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 είχαν απομείνει 4 ζευγ. στην Κρήτη και ένα (1) μεμονωμένο άτομο στο ορεινό τόξο της Αριδαίας (Τζένα-Πίνοβο) στην Δ. Μακεδονία. [95]

Σήμερα ο γυπαετός απαντά μόνο στην Κρήτη, με 4-6 ζευγάρια, που αποτελούν και τον μοναδικό αναπαραγωγικό πληθυσμό της ΝΑ. Ευρώπης, πλην Τουρκίας. [96]. Ο συνολικός του πληθυσμός στην Κρήτη δεν ξεπερνά τα 30 άτομα, εκ των οποίων περίπου το 1/3 είναι ανώριμα. [97]

Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στα δηλητηριασμένα δολώματα, μια πραγματική μάστιγα, τα οποία έχουν αφανίσει ολόκληρους πληθυσμούς γυπών. Τα δολώματα τα οποία εξακολουθούν να τοποθετούνται, όπως χωρίς κανένα ενδοιασμό ομολογούν οι άνθρωποι της υπαίθρου, είναι η κυριότερη αιτία εξαφάνισης του γυπαετού από το προπύργιό του, τη Στερεά Ελλάδα. Έτσι, σήμερα αντικρίζουμε βουνά όπως ο Παρνασσός, η Γκιώνα και τα Βαρδούσια, εξαιρετικούς βιοτόπους του είδους να είναι εντελώς άδεια από γύπες. [98] Ακόμη και σήμερα, θεωρείται ανεπίτρεπτο να κινδυνεύει από δηλητηριασμένα δολώματα ή λαθροθηρία στην Κρήτη, με τόσο λίγα εναπομείναντα ζευγάρια στην μεγαλόνησο.

Άλλες απειλές είναι η ενδογαμία λόγω του μικρού μεγέθους του πληθυσμού του, η όχληση στις θέσεις φωλιάσματος, που επιτείνεται με την ανεξέλεγκτη διάνοιξη αγροτικών δρόμων και η υποβάθμιση των οικοτόπων φωλιάσματος και σίτισης, λόγω της ανερχόμενης τουριστικής και οικιστικής κίνησης σε πολλές ορεινές περιοχές. Επίσης, η πιθανή έλλειψη τροφής την περίοδο της εκκόλαψης του νεοσσού, όταν αυτός δεν μπορεί να τραφεί με κόκκαλα, αποτελεί το κρισιμότερο στάδιο του αναπαραγωγικού του κύκλου. [99]

Με λίγα λόγια, υπ’ αυτές τις συνθήκες, το είδος δεν έχει ελπίδες να συνεχίσει να κοσμεί τα βουνά της ηπειρωτικής Ελλάδας και της Κρήτης. [100]

Ο συνολικός πολύ μικρός αριθμός του πληθυσμού του, έχει κατατάξει τον γυπαετό, ειδικά στην Ελλάδα, στην κατηγορία Κρισίμως Κινδυνεύοντα (CR [A2ac+3ac, C1+2a(i,ii), D]) είδη, [101] από την κατηγορία Κινδυνεύοντα όπου ανήκε παλαιότερα. [102]

Μέτρα διαχείρισης

Οι γυπαετοί, χρειάζονται ειδικά μέτρα προστασίας, όπως λεπτομερή πληθυσμική απογραφή, προστασία των χώρων φωλιάσματος, εγκατάσταση ταϊστρών κ.ο.κ. Επίσης, μελέτη της γενετικής δομής και ποικιλομορφίας του πληθυσμού και έρευνα συγκεκριμένων σταδίων του κύκλου ζωής του (π.χ. εγκατάσταση νεαρών μετά την γενέθλια διασπορά). Βέβαια, το είδος είναι προστατευόμενο, με όλες τις περιοχές αναπαραγωγής του στην Κρήτη να ανήκουν στο δίκτυο ΖΕΠ/Natura 2000 (Παρ. 1 απόφασης 414985/1985 ΥΠΓΕ). [103]

Ο πληθυσμός αυτός παρακολουθείται σταθερά και ενισχύεται με τεχνητή τροφοδοσία σε ανοικτές ταΐστρες. Κατά την τελευταία δεκαετία ο γυπαετός αποτελεί βασικό αντικείμενο περιβαλλοντικής εκπαίδευσης και προβολής του νησιού. Το πρόγραμμα Life είναι σε εξέλιξη, αλλά είναι λίγα αυτά που μπορούν να γίνουν για τον γυπαετό στην ηπειρωτική Ελλάδα. Ίσως η μόνη λύση να είναι, μετά από πολύ σοβαρή μελέτη και οργάνωση -και αφού γίνει κατορθωτό να εκλείψουν οι αιτίες της εξαφάνισης-, η επανεισαγωγή του. Τουλάχιστον, κάτι μπορεί να γίνει για το είδος στην Κρήτη. [104]

Άλλες ονομασίες

Στον ελλαδικό χώρο, ο Γυπαετός απαντά και με τις ονομασίες Οξυά (Ακαρνανία), Κλάρα (Παρνασσός, Ήπειρος), Μεγάλο Όρνιο, Κοκκαλάς (Κρήτη), Φάλκος και Χαλιναράς (Ρόδος). [105][106][107]

Σημειώσεις

i. ^ Κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι το γένος Gypaetus, ανήκει στην ξεχωριστή υποοικογένεια Γυπαετίνες (Gypaetinae]] που, μαζί με την υποοικογένεια Γυπίνες (Aegypiinae), περιλαμβάνει τους γύπες του Παλαιού Κόσμου. Όμως, δεν υπάρχουν ακόμη επαρκή στοιχεία για την τεκμηρίωση αυτής της ταξινόμησης, γι’αυτό ακολουθείται η κατά Howard & Moore και ITIS άποψη, που αποτελούν τις εγκυρότερες επιστημονικές πηγές.

ii. ^ Στο συγκεκριμένο υποείδος συμπεριλαμβάνεται και το taxon haemachalanus. [108]

Παραπομπές

  1. ΠΛM, 5:328
  2. Howard and Moore, p. 98
  3. Howard & Moore, p. 101
  4. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=175487
  5. Howard & Moore, p. 101
  6. Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 72
  7. http://www.iucnredlist.org/details/full/22695174/0
  8. ΠΛΜ, 19:460
  9. http://www.archives.nd.edu/cgi-bin/wordz.pl?keyword=barbatus
  10. Everett
  11. ΠΛΜ, 19:312
  12. http://www.hbw.com/species/bearded-vulture-gypaetus-barbatus
  13. Lerner & Mindell
  14. http://www.hbw.com/species/bearded-vulture-gypaetus-barbatus
  15. Ferguson-Lees & Christie, p. 413
  16. Ferguson-Lees & Christie, p. 413
  17. Ferguson-Lees & Christie, σ. 417
  18. Howard and Moore, p. 101
  19. http://ibc.lynxeds.com/species/ bearded-vulture-gypaetus-barbatus
  20. http://ibc.lynxeds.com/species/ bearded-vulture-gypaetus-barbatus
  21. planetofbirds.com
  22. http://www.iucnredlist.org/details/full/22695174/0
  23. Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 300
  24. Handrinos & Akriotis, p. 131-2
  25. Όντρια (Ι), σ. 75
  26. RDB, p. 152, 180
  27. ΣΠΕΕ, σ. 246
  28. Σφήκας, σ. 28
  29. Σφήκας, σ. 24
  30. Όντρια, σ. 75-6
  31. Gavashelishvili 1,2,3
  32. Ferguson-Lees & Christie, σ. 414
  33. Bruce
  34. Xirouchakis & Andritsou, 2003 in Χανδρινός Γιώργος (Ι), p. 249
  35. RDB, p. 180
  36. Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 72
  37. Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 72
  38. Ferguson-Lees & Christie, σ. 414
  39. Beaman & Madge
  40. Ferguson-Lees & Christie
  41. Ferguson-Lees & Christie, σ. 414
  42. Ferguson-Lees & Christie, σ. 415
  43. Ferguson-Lees & Christie, σ. 415
  44. Ferguson-Lees & Christie, σ. 414-5
  45. Ferguson-Lees & Christie, σ. 417
  46. Harrison & Greensmith, p. 92
  47. Grimmett et al, p. 120
  48. Mullarney et al, p. 89
  49. Flegg, p. 84
  50. Heinzel et al, p. 86
  51. Perrins, p. 88
  52. Bruun, p. 70
  53. Όντρια (Ι), σ. 74
  54. http://www.ibercajalav.net
  55. planetofbirds.com
  56. ΠΛΜ, 19:312
  57. Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 177
  58. Mullarney et al, p. 89
  59. Ferguson-Lees & Christie, σ. 415
  60. "The Living Edens — Bhutan — Lammergeier Vulture". PBS. http://www.pbs.org/edens/bhutan/a_lv.htm
  61. http://www.ornithologiki.gr/page_cn.php?tID=2371&aID=35
  62. Ferguson-Lees & Christie, σ. 415
  63. Ferguson-Lees & Christie, σ. 416
  64. Ferguson-Lees & Christie, σ. 415-6
  65. Xirouchakis et al. 2001 in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 246
  66. Ferguson-Lees & Christie, σ. 415
  67. Ferguson-Lees & Christie, σ. 415
  68. "Lammergeier (video, facts and news)". Wildlife Finder. BBC. http://www.bbc.co.uk/nature/species/Bearded_Vulture
  69. Ferguson-Lees & Christie, σ. 416
  70. Houston & Copsey
  71. Mullarney et al, p. 89
  72. Mullarney et al, p. 89
  73. Ferguson-Lees & Christie, σ. 415
  74. Mullarney et al, p. 89
  75. Ferguson-Lees & Christie, σ. 416
  76. Ferguson-Lees & Christie, σ. 416
  77. http://de.wikipedia.org/wiki/Bartgeier
  78. "The Living Edens — Bhutan — Lammergeier Vulture". PBS. http://www.pbs.org/edens/bhutan/a_lv.htm
  79. http://www.ornithologiki.gr/page_cn.php?tID=2371&aID=35
  80. Harrison, p. 105
  81. Harrison, p. 105
  82. Xirouchakis & Nikolakakis 2002 in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 249
  83. Grivas et al. 2008 in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 249
  84. Xirouchakis et al. 2006, Xirouchakis & Tsiakiris 2008 in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 249
  85. http://www.iucnredlist.org/details/full/22695174/0
  86. http://www.iucnredlist.org/details/full/22695174/0
  87. "Lammergeier". howstuffworks.com. Discovery Communications. 2008-04-22. http://animals.howstuffworks.com/birds/lammergeier-info.htm
  88. http://www.iucnredlist.org/details/full/22695174/0
  89. http://www.iucnredlist.org/details/full/22695174/0
  90. http://www.iucnredlist.org/details/full/22695174/0
  91. http://www.iucnredlist.org/details/full/22695174/0
  92. Ξηρουχάκης in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 248
  93. Handrinos & Akriotis, p. 130
  94. Tucker & Heath 1994, Handrinos & Akriotis 1997, Sakoulis 2000, in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 248
  95. Xirouchakis et al. 2001 in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 248
  96. BirdLife International 2004, Xirouchakis & Tsiakiris 2008 in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 246
  97. Xirouchakis & Tsiakiris 2008 in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 248
  98. http://www.ornithologiki.gr/page_cn.php?tID=2371&aID=35
  99. Ξηρουχάκης in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 249
  100. http://www.ornithologiki.gr/page_cn.php?tID=2371&aID=35
  101. Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 246
  102. RDB, σ. 180
  103. RDB, σ. 180
  104. http://www.ornithologiki.gr/page_cn.php?tID=2371&aID=35
  105. Απαλοδήμος, σ. 32
  106. http://www.ornithologiki.gr/page_cn.php?tID=2371&aID=35
  107. ΠΛΜ, 19:312
  108. Howard &Moore, p. 101, footnote 3

Πηγές

  • Ξηρουχάκης Σταύρος, in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 248</ref>
  • Acharya, R.; Cuthbert, R.; Baral, H. S.; Chaudhary, A. 2010. Rapid decline of the Bearded Vulture Gypaetus barbatus in Upper Mustang, Nepal. Forktail 26: 117-120.
  • Barov B. and Derhé, M. A. 2011. Lammergeier Gypaetus barbatus species action plan implementation review. In: Barov, B and Derhé, M. A. (eds), Review of The Implementation Of Species Action Plans for Threatened Birds in the European Union 2004-2010. Final report. BirdLife International For the European Commission.
  • Beaman, Mark; Madge, Steve (1999). The Handbook of Bird Identification for Europe and the Western Palearctic. Princeton University Press. ISBN 978-0-691-02726-5.
  • BirdLife International. 2004. Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status. BirdLife International, Cambridge, U.K.
  • Bruce, Charles Granville (1923). The assault on Mount Everest 1922. London: Longmans, Green and Co.
  • Das, D.; Cuthbert, R.; Jakati, R. D.; Prakash, V. 2010. Diclofenac is toxic to the Himalayan Griffon Vulture Gyps himalayensis . Bird Conservation Internatnational 21: 72–75.
  • Everett, Mike (2008). Lammergeiers and lambs. British Birds 101 (4): 215.
  • Ferguson-Lees, James; Christie, David A. (2001). Raptors of the World. Illustrated by Kim Franklin, David Mead, and Philip Burton. Houghton Mifflin. ISBN 978-0-618-12762-7. http://books.google.com/books?id=hlIztc05HTQC&lpg=PP1&pg=PP1.
  • Frey, H., Walter, W. 1989. The reintroduction of the Bearded Vulture Gypaetus barbatus into the Alps. In: Meyburg, B. –U., and Chancellor, R. D. (eds), Raptors in the Modern World, pp. 341-344. WWGBP, Berlin.
  • Gavashelishvili, A.; McGrady, M. J. (2006). Breeding site selection by bearded vulture (Gypaetus barbatus) and Eurasian griffon (Gyps fulvus) in the Caucasus. Animal Conservation 9 (2): 159–170. doi:10.1111/j.1469-1795.2005.00017.x. (Gavashelishvili 1)
  • Gavashelishvili, A.; McGrady, M. J. (2006). Geographic information system-based modelling of vulture response to carcass appearance in the Caucasus. Journal of Zoology 269 (3): 365–372. doi:10.1111/j.1469-7998.2006.00062.x. (Gavashelishvili 2)
  • Gavashelishvili, A.; McGrady, M. J. (2007). Radio-satellite telemetry of a territorial Bearded Vulture Gypaetus barbatus in the Caucasus. Vulture News 56: 4–13. (Gavashelishvili 3)
  • Houston, D.C. & Copsey, J.A. (1994). Bone Digestion and Intestinal Morphology of the Bearded Vulture (PDF). J. Raptor Res. (Raptor Research Foundation) 28 (2): 73–78. Archived from the original on 14 June 2011. http://elibrary.unm.edu/sora/jrr/v028n02/p00073-p00078.pdf.
  • IUCN. 2014. The IUCN Red List of Threatened Species. Version 2014.2. Available at:www.iucnredlist.org. (Accessed: October 2015).
  • Lerner, Heather R. L.; Mindell, David P. (2005). Phylogeny of eagles, Old World vultures, and other Accipitridae based on nuclear and mitochondrial DNA. Molecular Phylogenetics and Evolution 37 (2): 327–346. doi:10.1016/j.ympev.2005.04.010. ISSN 1055-7903. PMID 15925523. http://www-personal.umich.edu/~hlerner/LM2005.pdf.
  • Simmons, R. E.; Jenkins, A. R. 2007. Is climate change influencing the decline of Cape and Bearded Vultures in southern Africa? Vulture News: 41-51.
  • Snow, D.W. and Perrins, C.M. 1998. The Birds of the Western Palearctic, Volume 1: Non-Passerines. Oxford University Press, Oxford.
  • The Living Edens — Bhutan — Lammergeier Vulture. PBS. http://www.pbs.org/edens/bhutan/a_lv.htm.

Βιβλιογραφία

  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας» (RDB), Αθήνα 1992
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Enticott Jim and David Tipling: Photographic Handbook of the Seabirds of the World, New Holland, 1998
  • Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Jobling, J. 1991. A dictionary of scientific bird names. University Press, Oxford.
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
  • Γ. Χανδρινός, Α. Δημητρόπουλος, Αρπακτικά Πουλιά της Ελλάδας, Αθήνα 1982
  • Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Gypaetus barbatus στο Wikimedia Commons

Commons Gypaetus barbatus, σχετικές πληροφορίες στα Βικιείδη.


CC-BY-SA
Μετάφραση
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Bearded Vulture της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).